Άρθρα
Μίλτος Σαχτούρης, ήταν ένας από τους σημαντικότερους μεταπολεμικούς Έλληνες ποιητές
Μίλτος Σαχτούρης
Ο Μίλτος Σαχτούρης ήταν ένας από τους σημαντικότερους μεταπολεμικούς Έλληνες ποιητές τιμημένος με τρία κρατικά βραβεία. (Αθήνα, 29 Ιουλίου 1919 – Αθήνα, 29 Μαρτίου 2005)
Πρώιμα χρόνια
Ο Μίλτος Σαχτούρης γεννήθηκε στην κλινική Λούρου στην Αθήνα και ήταν γιος του δικαστικού και νομικού συμβούλου του κράτους, Δημητρίου Σαχτούρη και της Αγγελικής Παπαδήμα.
Από το γένος του πατέρα του καταγόταν από την Υδραϊκή οικογένεια των Σαχτούρηδων και ήταν εγγονός του αξιωματικού του πολεμικού ναυτικού Μιλτιάδη Σαχτούρη και δισέγγονος του ναυμάχου του '21 Γιώργη Σαχτούρη.
Όταν ήταν πέντε ετών η οικογένειά του εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Αθήνα.
Με την επίμονη προτροπή του πατέρα του, το 1937 άρχισε σπουδές νομικής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.
Στο σχολείο ήταν συμμαθητής με τον Επαμεινώνδα Γονατά. Το 1938 δημοσίευσε με το ψευδώνυμο Mίλτος Xρυσάνθης ένα διήγημα στο περιοδικό Εβδομάδα. Το 1939 πέθανε ο πατέρας του. Μερικά χρόνια αργότερα (1944), αν και βρισκόταν στο τέταρτο έτος της Νομικής, έκαψε τα βιβλία που διάβαζε, αποφασισμένος να επιδοθεί αποκλειστικά στην ποίηση. Την βιβλιοθήκη του πατέρα του, με τα νομικού περιεχομένου βιβλία, την πούλησε. Κατά τη διάρκεια της Κατοχής έπασχε από φυματίωση με αποτέλεσμα για μεγάλο χρονικό διάστημα να παραμείνει καθηλωμένος στο κρεβάτι. Την εποχή του Εμφυλίου υπηρέτησε στον στρατό.
Η ενασχόλησή του με την ποίηση
Ο Μίλτος Σαχτούρης πρωτοέγραψε ποίηση την άνοιξη του 1941. Το 1943 γνωρίστηκε με τον Οδυσσέα Ελύτη και τον Νίκο Εγγονόπουλο, με τον οποίο συνδέθηκε με στενή φιλία. Ως ποιητής στον χώρο των γραμμάτων εμφανίστηκε, ύστερα από παρότρυνση του Ελύτη, το 1944 στο περιοδικό Τα Νέα Γράμματα. Τον επόμενο χρόνο κυκλοφόρησε η πρώτη του ποιητική συλλογή «Η Λησμονημένη». Για την συλλογή αυτή ο Σαχτούρης ανέφερε πολλά χρόνια αργότερα: «το βιβλίο είναι αφιερωμένο σε αυτή τη γυναίκα, η οποία επανέρχεται και σε άλλα ποιήματά μου αργότερα μέχρι τα Εκτοπλάσματα». Το 1948 εξέδωσε τις «Παραλογαίς». Ακολούθησαν πολλές, ακόμη συλλογές με αποκορύφωμα την συλλογή «Με το πρόσωπο στον τοίχο» (1952), που εκείνη την εποχή πούλησε πέντε αντίτυπα, αν και ήταν το καλύτερο έργο του.
Πήρε κακές κριτικές για τα πρώτα του ποιήματα από τους εκπροσώπους της γενιάς του '30 και ιδιαίτερα από τους Άλκη Θρύλο, Παλαιολόγο, Αιμίλιο Χουρμούζιο, Πέτρο Χάρη κ.α., οι οποίοι αντιμετώπισαν το έργο του με χλεύη.
Καταξίωση
Στις αρχές τις δεκαετίας του 1960 οι κριτικοί άρχισαν να δίνουν μεγαλύτερη προσοχή στα ποιήματα του Σαχτούρη. Πρώτα ο Αλέξανδρος Αργυρίου και στη συνέχεια η Νόρα Αναγνωστάκη, σύζυγος του Μανόλη Αναγνωστάκη, με το άρθρο της «Ο Μίλτος Σαχτούρης και οι δύσκολοι καιροί» στο περιοδικό Κριτική. Με το έργο του αργότερα ασχολήθηκαν οι Δ. Μαρωνίτης, Γιάννης Δάλλας, Χρήστος Μπράβος, Θάνος Κωνσταντινίδης, Φραγκίσκη Αμπατζοπούλου, Τατιάνα Μιλλιέξ κ.ά.
Στην διάρκεια της λογοτεχνικής του πορείας τιμήθηκε με τρία κρατικά βραβεία: Το 1956 με το Α΄ Βραβείο Νέοι Ευρωπαίοι Ποιητές από την ιταλική ραδιοφωνία και τηλεόραση για την συλλογή του «Όταν σας μιλώ», το 1962 με το Β΄ Κρατικό Βραβείο Ποίησης για τη συλλογή του «Τα Στίγματα» και το 1987 με το Α΄ Κρατικό Βραβείο Ποίησης για το έργο του «Εκτοπλάσματα».
Το έργο του
Ο Σαχτούρης αν και επηρεάστηκε από τον υπερρεαλισμό (ενσωμάτωσε ευρηματικά πολλά στοιχεία από τον ευρωπαϊκό και τον ελληνικό υπερρεαλισμό) δεν αφομοιώθηκε απ' αυτόν. Θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε ότι ξέφυγε από αυτόν αποκτώντας μια καθαρά προσωπική φωνή. Μπορεί όμως με ευκολία να χαρακτηριστεί ποιητής του παραλόγου και του συμβολισμού. Η γλώσσα των ποιημάτων του είναι ελλειπτική, λιτή, τραγική, σκυθρωπή και σοβαρή. Επίσης η ποίησή του ως προς τη δομή είναι ενιαία, δηλαδή εμπειρίες οι οποίες συνεχώς αναπαράγονται με μια κυκλική φορά, ενώ διακρίνει κανείς μια έντονη εικονοποιία. Ανήκει στην πρώτη μεταπολεμική γενιά, είναι ένας πρωτοποριακός ποιητής, με αντοχή στο χρόνο.
Τα ποιήματά του είναι εμπνευσμένα από την περίοδο της κατοχής και της μεταπολεμικής εποχής και έχουν μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες όπως Αγγλικά, Γερμανικά, Γαλλικά, Ρωσικά, Ιταλικά, Ολλανδικά, Ισπανικά, Πολωνέζικα. Ποιήματα του διδάσκονται σε σχολεία και πανεπιστήμια της Ελλάδας και του εξωτερικού. Έτεινε προς τον Αριστερό χώρο, χωρίς όμως να είναι απόλυτα αριστερός, όπως είχε δηλώσει ο ίδιος σε συνέντευξή του.
Προσωπική Ζωή
Δεν παντρεύτηκε, διατηρούσε όμως δεσμό από το 1960 μέχρι τον θανατό του με την σύντροφό του και ζωγράφο Γιάννα Περσάκη που συχνά έκανε την εικαστική επιμέλεια στα ποιήματά του. Της είχε αφιερώσει πολλές συλλογές όπως "Το Σκέυος" (1971) καθώς και συγκεκριμένα ποιήματα όπως "Τα Ρολόγια που Αναποδογυρίσαν Ανάποδα" (1998).
Τελευταία χρόνια
Τα τελευταία χρόνια της ζωής του τα πέρασε σε ένα μικρό διαμέρισμα της οδού Μηθύμνης στην Κυψέλη γράφοντας ελάχιστα. Ο Σαχτούρης για να επιβιώσει είχε αναγκαστεί να πουλήσει το οικογενειακό του κτήμα στην Αργολίδα, έκτασης 230 στρεμμάτων, το οποίο είχε δοθεί στην οικογένεια Σαχτούρη από τον Καποδίστρια, καθώς και το πατρικό του στην Κυψέλη, στην οδό Καλύμνου. Το Υπουργείο Πολιτισμού του είχε χορηγήσει τιμητική σύνταξη.
Απεβίωσε στις 29 Μαρτίου 2005 στην Αθήνα και τάφηκε στο Α΄ Νεκροταφείο Αθηνών δημοσία δαπάνη αφήνωντας πίσω την σύντροφο του Γιάννα Περσάκη, την κόρη της και τις εγγονές της. Για τον θάνατό του ο τότε πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Καραμανλής δήλωσε: «Ο Μίλτος Σαχτούρης υπήρξε ένας από τους τελευταίους εκπροσώπους της μεγάλης γενιάς της νέας ελληνικής ποίησης. Η τολμηρή, ασυμβίβαστη γραφή του, η διαρκής αναζήτηση της ελευθερίας στην τέχνη και τη ζωή, συνόδευσαν μια ολόκληρη εποχή περιπετειών και αγώνων. Ανέδειξαν το έργο του πέρα και πάνω από τους περιορισμούς του χρόνου. Στους οικείους του εκφράζω τα θερμά μου συλλυπητήρια», ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης Γεώργιος Παπανδρέου: «ο Μίλτος Σαχτούρης υπήρξε από τις μεγαλύτερες ποιητικές μορφές της σύγχρονης Ελλάδας. Υπηρέτησε τα ελληνικά γράμματα με πίστη, με σεμνότητα και ήθος. Η οικουμενικότητα των μηνυμάτων του πάντα ζωντανή και έντονη, μένει σε μας διαχρονική κληρονομιά. Στους οικείους του εκφράζω τα θερμά μου συλλυπητήρια» ενώ ο πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας, Κάρολος Παπούλιας, εξέφρασε τα συλλυπητήρια του για τον θάνατο του Μίλτου Σαχτούρη, «του ποιητή που άνοιξε τους δικούς του υψηλούς ορίζοντες, με τη διεθνή του αναγνώριση, στην ελληνική ποίηση».
Εργογραφία
Ποιήματα
«Η Μουσική των νησιών μου» (1941) (αποκηρυγμένη συλλογή δημοσιευμένη με το ψευδώνυμο Μίλτος Χρυσάνθης)
«Η Λησμονημένη» (1945)
«Παραλογαίς» (1948)
«Μέ τό πρόσωπο στον τοίχο» (1952)
«Όταν σας μιλώ» (1956)
«Τα φάσματα ή Ή χαρά στον άλλο δρόμο» (1958)
«Ό περίπατος» (1960)
«Τα στίγματα» (1962)
«Σφραγίδα ή Η όγδοη Σελήνη» (1964)
«Το Σκεύος» (1971)
«Ποιήματα» 1945-1971 (Εκδόσεις Κέδρος, 1977)
«Χρωμοτραύματα» (1980)
«Εκτοπλάσματα» (1986)
«Καταβύθιση» (1990)
«Έκτοτε» (1996)
«Ανάποδα γυρίσαν τα ρολόγια» (1998)
«Ποιήματα (1980-1998)» (Εκδόσεις Κέδρος, 2002)
«Ποιήματα (1945-1998)» (Εκδόσεις Κέδρος, 2014)
Συνομιλίες
Ποιος είναι ο τρελός λαγός (Εκδόσεις Καστανιώτης, 2000)
Παραπομπές
Άλμα πάνω «Μίλτος Σαχτούρης».
Ενδεικτική βιβλιογραφία
Γιάννης Δάλλας, Ο ποιητής Μίλτος Σαχτούρης (1997), εκδ. Κέδρος, ISBN 960-04-1171-9
Βαγγέλης Χατζηβασιλείου, Μίλτος Σαχτούρης, Η παράκαμψη του υπερρεαλισμού, εκδ. Εστία
Δ.Ν. Μαρωνίτης, Σαχτούρης: Άνθρωποι-Χρώματα-Ζώα-Μηχανές (1980), εκδ. Γνώση
Νόρα Αναγνωστάκη, Οι δύσκολοι καιροί μέσα από την ποίηση του Μίλτου Σαχτούρη (1973), εκδ. Τραμ
Όλγα Σελλά, «Σώπασε ο "άνεμος" του Σαχτούρη», εφημ. Η Καθημερινή, 30 Μαρτίου 2005.
Αγγελική Κωσταβάρα (επιμ.), «Μίλτος Σαχτούρης (1919–2005): Συνοπτική εργογραφία», περ. Αντί, περίοδος β΄, τεύχος 858/859, 30 Δεκεμβρίου 2005, σσ. 14–15.
Μίκης Θεοδωράκης, Έλληνας συνθέτης, κρητικής καταγωγής, ένας από τους σημαντικότερους σύγχρονους Έλληνες μουσικοσυνθέτες, υπήρξε πολιτικός, βουλευτής και υπουργός
Μίκης Θεοδωράκης
Ο Μίκης Θεοδωράκης είναι Έλληνας συνθέτης, κρητικής καταγωγής. Ήταν ένας από τους σημαντικότερους σύγχρονους Έλληνες μουσικοσυνθέτες. Παράλληλα υπήρξε πολιτικός, πρώην υπουργός, 4 φορές βουλευτής του ελληνικού κοινοβουλίου και ακτιβιστής τιμημένος με το Βραβείο Ειρήνης Λένιν (1983). (29 Ιουλίου 1925 - Αθήνα 2 Σεπτεμβρίου 2021)
Έχει ασχοληθεί με όλα τα είδη της μουσικής, ενώ έχει συνθέσει τον ίσως πιο αναγνωρίσιμο ελληνικό ρυθμό διεθνώς, το συρτάκι "Ζορμπάς" (1964), βασισμένο σε παραδοσιακή κρητική μουσική. Επίσης έχει ασχοληθεί με την κλασική μουσική γράφοντας συμφωνίες, ορατόρια, μπαλέτα, όπερες και μουσική δωματίου.
Συνθέσεις του Μίκη Θεοδωράκη έχουν ερμηνευτεί από καλλιτέχνες παγκοσμίου φήμης, όπως οι Beatles, η Σίρλεϊ Μπάσεϊ και η Εντίθ Πιάφ, ενώ έχει γράψει μουσική για γνωστές ταινίες όπως: Φαίδρα (1962), Αλέξης Ζορμπάς (1964), Ζ (1969) και Σέρπικο (1973). Για την μουσική στη ταινία Ζ μάλιστα του απονεμήθηκε το βραβείο BAFTA για πρωτότυπη μουσική για ταινία το 1970, ενώ ήταν υποψήφιος στην ίδια κατηγορία του 1974, για την ταινία State of Siege, και το 1975, για την ταινία Serpico. Επίσης ήταν υποψήφιος για Grammy το 1966 και το 1975 για το μουσικό θέμα των ταινιών Ζορμπάς και Serpico αντίστοιχα.
Ωστόσο, το πιο σημαντικό του έργο θεωρείται η μελοποιημένη ποίηση, δηλαδή η σύνθεση λαϊκής μουσικής, χρησιμοποιώντας ως στίχους ποιήματα βραβευμένων ποιητών ελληνικής και ξένης καταγωγής, όπως οι Γιώργος Σεφέρης (Νόμπελ 1963), Πάμπλο Νερούδα (Νόμπελ 1971), Οδυσσέας Ελύτης (Νόμπελ 1979). Χάρη στην μελοποιημένη ποίηση του Μ. Θεοδωράκη, η Ελλάδα αποτελεί ίσως τη μοναδική χώρα στον κόσμο, στην οποία μεγάλο ποσοστό ανθρώπων συνήθιζε να ακούει μελοποιημένη βραβευμένη ποίηση, κατά τη διάρκεια των καθημερινών δραστηριοτήτων τους
Παιδική Ηλικία
Ο Μίκης Θεοδωράκης, Κρητικός στην καταγωγή, γεννήθηκε στις 29 Ιουλίου 1925 στη Χίο. Τα παιδικά του χρόνια τα πέρασε σε διάφορες πόλεις της ελληνικής επαρχίας όπως στη Μυτιλήνη, Γιάννενα, Κεφαλλονιά, Πύργο Ηλείας, Πάτρα και κυρίως στην Τρίπολη Αρκαδίας, λόγω των συχνών μεταθέσεων του δημοσίου υπαλλήλου πατέρα του.
Από τότε φάνηκε καθαρά, ότι η ζωή του θα μοιραζόταν ανάμεσα στη μουσική και σε αγώνες για ανθρωπιστικές αξίες. Στην Τρίπολη, μόλις 17 ετών, δίνει την πρώτη του συναυλία παρουσιάζοντας το έργο του Κασσιανή και παίρνει μέρος στην αντίσταση κατά των κατακτητών. Στη μεγάλη διαδήλωση της 25ης Μαρτίου 1943 συλλαμβάνεται για πρώτη φορά από τους Ιταλούς και βασανίζεται. Διαφεύγει στην Αθήνα, όπου οργανώνεται στον ΕΛΑΣ και αγωνίζεται σαν διμοιρίτης τής 'Μεταξωτής΄ διμοιρίας της 1ου τάγματος της Νέας Σμύρνης κατά τα Δεκεμβριανά. Συγχρόνως σπουδάζει στο Ωδείο Αθηνών με καθηγητή τον Φιλοκτήτη Οικονομίδη.
Εμφύλιος Πόλεμος
Μετά την απελευθέρωση ξεσπά ο Εμφύλιος. Ο Θεοδωράκης λόγω των προοδευτικών του ιδεών και της συμμετοχής του στις μάχες των Αθηνών τον Δεκέμβρη του 1944 στο πλευρό του ΕΑΜ- ΕΛΑΣ, καταδιώκεται από τις αστυνομικές αρχές. Για ένα διάστημα ζει παράνομος στην Αθήνα χωρίς να σταματήσει την επαναστατική του δράση. Τελικά συλλαμβάνεται και στέλνεται εξορία στην αρχή στην Ικαρία και στη συνέχεια στο επονομαζόμενο στρατόπεδο θανάτου, τη Μακρόνησο. Τελικά αποφοιτά από το Ωδείο το 1950 με δίπλωμα στην αρμονία.
Παρίσι
Το 1954 πηγαίνει με υποτροφία στο Παρίσι, όπου εγγράφεται στο Conservatoire και σπουδάζει για σύντομο χρονικό διάστημα μουσική ανάλυση με τον Ολιβιέ Μεσιάν καθώς επίσης και διεύθυνση ορχήστρας με τον Eugene Bigot. Η περίοδος 1954-1960 είναι μια εποχή έντονης δραστηριότητας για τον Θεοδωράκη στο χώρο της Ευρωπαϊκής μουσικής. Συνθέτει μουσική για το μπαλέτο της Ludmila Tcherina, το Κόβεντ Γκάρντεν, το Μπαλέτο της Στουτγκάρδης και επίσης για τον κινηματογράφο. Το 1957 του απονέμεται το πρώτο βραβείο του Φεστιβάλ της Μόσχας από τον Σοστακόβιτς για το έργο του Suite No 1 για πιάνο και ορχήστρα. Συγχρόνως συνθέτει πολλά έργα συμφωνικής μουσικής και μουσικής δωματίου.
Επιστροφή στην Ελλάδα
Το 1960, ο Μίκης Θεοδωράκης επιστρέφει στην Ελλάδα. Το Σεπτέμβριο του ίδιου έτους ηχογραφείται για πρώτη φορά ο Επιτάφιος, που ανοίγει έναν καινούργιο δρόμο για το ελληνικό τραγούδι, όχι μόνο γιατί σηματοδοτεί μία ουσιαστική αλλαγή στη μουσική φόρμα, αλλά γιατί παντρεύει τη σύγχρονη λαϊκή μουσική με τη σύγχρονη ελληνική ποίηση. Η πρώτη εκδοχή του Επιτάφιου του Γιάννη Ρίτσου (γράφτηκε το 1958) ηχογραφήθηκε από τη Νάνα Μούσχουρη σε ενορχήστρωση και διεύθυνση ορχήστρας Μάνου Χατζιδάκι. Την ίδια χρονιά ο Μίκης Θεοδωράκης αρχίζει και, σχεδόν, τελειώνει το Άξιον Εστί του Οδυσσέα Ελύτη. "Εν τούτοις δεν βιάστηκα να το παρουσιάσω, όπως λέει και ο ίδιος στο βιβλίο του "Μουσική για τις μάζες", γιατί διαισθανόμουνα ότι το ελληνικό κοινό δεν ήταν ακόμη ώριμο για να το δεχτεί. Η πρώτη εκτέλεσή του έγινε στα τέλη του 1964". Το 1960, επίσης, ο Μίκης Θεοδωράκης γράφει τη μουσική για τα Επιφάνεια, σε ποίηση Γιώργου Σεφέρη, και συνθέτει δεκάδες κύκλους τραγουδιών που βρίσκουν βαθύτατη απήχηση μέσα στον ελληνικό λαό. Ιδρύει την Μικρή Συμφωνική Ορχήστρα Αθηνών και δίνει πολλές συναυλίες σ' όλη την Ελλάδα προσπαθώντας να εξοικειώσει τον κόσμο με τα αριστουργήματα της συμφωνικής μουσικής.
Το 1963 μετά τη δολοφονία του Γρηγόρη Λαμπράκη ιδρύεται η «Νεολαία Λαμπράκη», της οποίας εκλέγεται Πρόεδρος. Την ίδια εποχή εκλέγεται βουλευτής της ΕΔΑ.
Το 1964 ο Μίκης Θεοδωράκης αποκτά διεθνή αναγνώριση με τη σύνθεση της μουσικής για την ταινία του Μιχάλη Κακογιάννη, Αλέξης Ζορμπάς (Zorba the Greek).
Δικτατορία
Την 21η Απριλίου του 1967 περνά στην παρανομία και απευθύνει την πρώτη έκκληση για αντίσταση κατά της Δικτατορίας στις 23 Απριλίου. Τον Μάιο του 1967 ιδρύει μαζί με άλλους την πρώτη αντιστασιακή οργάνωση κατά της Δικτατορίας, το ΠΑΜ και εκλέγεται πρόεδρός του.
Συλλαμβάνεται τον Αύγουστο του 1967. Ακολουθεί η φυλάκισή του στην οδό Μπουμπουλίνας, η απομόνωση, οι φυλακές Αβέρωφ, η μεγάλη απεργία πείνας, το νοσοκομείο, η αποφυλάκιση και ο κατ' οίκον περιορισμός, η εκτόπιση με την οικογένειά του στη Ζάτουνα Αρκαδίας, και τέλος το στρατόπεδο Ωρωπού. Όλο αυτό το διάστημα συνθέτει συνεχώς. Πολλά από τα καινούργια έργα του κατορθώνει με διάφορους τρόπους να τα στέλνει στο εξωτερικό, όπου τραγουδιούνται από τη Μαρία Φαραντούρη και τη Μελίνα Μερκούρη.
Στον Ωρωπό η κατάσταση της υγείας του επιδεινώνεται επικίνδυνα. Στο εξωτερικό ξεσηκώνεται θύελλα διαμαρτυριών. Προσωπικότητες, όπως οι Ντμίτρι Σοστακόβιτς, Άρθουρ Μίλερ, Λώρενς Ολίβιε, Υβ Μοντάν και άλλοι, δημιουργούν επιτροπές για την απελευθέρωσή του. Τελικά υπό την πίεση αυτή αποφυλακίζεται και βρίσκεται στο Παρίσι τον Απρίλιο του 1970.
Στο εξωτερικό αφιερώνει όλο το χρόνο του σε περιοδείες σε όλο τον κόσμο με συναυλίες, συναντήσεις με αρχηγούς κρατών και προσωπικότητες, συνεντεύξεις, δηλώσεις για την πτώση της δικτατορίας και την επαναφορά της Δημοκρατίας στην Ελλάδα. Οι συναυλίες του γίνονται βήμα διαμαρτυρίας και διεκδίκησης και για τους άλλους λαούς που αντιμετωπίζουν παρόμοια προβλήματα: Ισπανούς, Πορτογάλους, Ιρανούς, Κούρδους, Τούρκους, Χιλιανούς, Παλαιστίνιους.
Το 1972 επισκέπτεται το Ισραήλ δίνοντας συναυλίες. Συναντάται με τον τότε αντιπρόεδρο της ισραηλινής κυβέρνησης Αλόν, που του ζητά να μεταφέρει μήνυμα στον Γιάσερ Αραφάτ. Πραγματικά αμέσως μετά συναντάται με τον Αραφάτ, στον οποίο επιδίδει το μήνυμα της ισραηλινής κυβέρνησης και προσπαθεί να τον πείσει να αρχίσει συζητήσεις με την άλλη πλευρά. Από τότε συνέβη πολλές φορές να παίξει τον ρόλο του άτυπου πρεσβευτή μεταξύ των δύο πλευρών.
Είναι χαρακτηριστικό, ότι το 1994 γιορτάσθηκε πανηγυρικά στο Όσλο η υπογραφή της συμφωνίας μεταξύ Ισραηλινών και Παλαιστινίων παρουσία των Πέρες και Αραφάτ με την παρουσίαση του Μαουτχάουζεν με ερμηνεία από τη Μαρία Φαραντούρη -που στο μεταξύ έχει γίνει εθνικό τραγούδι του Ισραήλ- και του Ύμνου για την Παλαιστίνη που έγραψε ο Θεοδωράκης, ως αναγνώριση και της δικής του συμβολής στην υπόθεση της ειρήνης στην περιοχή αυτή. Επισκέπτεται επίσης την Αλγερία, Αίγυπτο, Τύνιδα, Λίβανο.
Μεταπολίτευση
Το 1974 με την πτώση της Δικτατορίας γυρίζει στην Ελλάδα. Συνθέτει πάντα μουσική. Δίνει πολλές συναυλίες τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό μαζί με τη Μαρία Φαραντούρη . Παράλληλα συμμετέχει στα κοινά είτε ως απλός πολίτης, είτε ως βουλευτής (τις περιόδους 1981-86 και 1989-92) είτε ως υπουργός Επικρατείας (1990-92), θέσεις από τις οποίες τελικά παραιτείται.
Το 1976 ιδρύει το Κίνημα «Πολιτισμός της Ειρήνης» και δίνει διαλέξεις και συναυλίες σ' όλη την Ελλάδα. Το 1983 του απονέμεται το Βραβείο Λένιν για την Ειρήνη.
Το 1986 γίνεται πραγματικότητα κάτι που από το 1970 ακόμα έχει υποστηρίξει σε συνεντεύξεις του: η δημιουργία επιτροπών ελληνοτουρκικής φιλίας στην Ελλάδα με πρόεδρο τον ίδιο και στην Τουρκία με τη συμμετοχή γνωστών πνευματικών ανθρώπων όπως ο Αζίζ Νεσίν, ο Γιασάρ Κεμάλ και ο Ζυλφύ Λιβανελί. Ο Θεοδωράκης δίνει πολλές συναυλίες στην Τουρκία, που τις παρακολουθούν κυρίως νέοι με συνθήματα υπέρ της φιλίας μεταξύ των δύο λαών. Αργότερα παίζει και πάλι το ρόλο του άτυπου πρεσβευτή ειρήνης, μεταφέροντας μηνύματα των Ελλήνων πρωθυπουργών, του Ανδρέα Παπανδρέου και του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη προς την τουρκική κυβέρνηση.
Επίσης το 1986 (μετά την καταστροφή στο Τσερνομπίλ) πραγματοποιεί μεγάλη περιοδεία με συναυλίες σ' όλη την Ευρώπη κατά της ατομικής ενέργειας.
Το 1988 διοργανώνονται στην τότε Δυτική Γερμανία με δική του πρωτοβουλία δύο συνέδρια για την ειρήνη, στο Τύμπιγκεν και την Κολωνία. Συμμετέχουν πολιτικοί όπως ο Όσκαρ Λαφοντέν και ο Γιοχάνες Ράου, φιλόσοφοι όπως ο Φρίντριχ Ντίρενματ, συγγραφείς, πολιτειολόγοι και καλλιτέχνες. Εκεί έχει την ευκαιρία να αναπτύξει τη θεωρία του για τον ελεύθερο χρόνο και τη σημασία του στη διαμόρφωση ελεύθερων ανθρώπων.
Το 1990 δίνει 36 συναυλίες σ' όλη την Ευρώπη υπό την αιγίδα της Διεθνούς Αμνηστίας. Συνεχίζει δίνοντας συναυλίες για την ηλιακή ενέργεια (υπό την αιγίδα της Εurosolar), κατά του αναλφαβητισμού, κατά των ναρκωτικών κτλ.
Παράλληλα αγωνίζεται και για τα ανθρώπινα δικαιώματα σε άλλες χώρες και κυρίως στις γειτονικές Αλβανία (που την επισκέπτεται και ως Υπουργός για τα δικαιώματα της ελληνικής μειονότητας) και Τουρκία. Ως πρόεδρος Διεθνούς Επιτροπής στο Παρίσι καταβάλλει προσπάθειες για την απελευθέρωση των Τούρκων ηγετών της αντιπολίτευσης Κουτλού και Σαργκίν, κάτι που τελικά πετυχαίνεται.
Προτείνει τη διοργάνωση Πανευρωπαϊκού Συνεδρίου Ειρήνης στους Δελφούς και υποβάλλει στην κυβέρνηση σχέδιο για μια «Ολυμπιάδα του Πνεύματος». Ιδρύει επιτροπή συμπαράστασης και βοήθειας προς τον κουρδικό λαό.
Το 1993 αναλαμβάνει Γενικός Διευθυντής Μουσικών Συνόλων της ΕΡΤ, όμως παραιτείται τον επόμενο χρόνο.
Σε περιοδεία του στην Αμερική και τον Καναδά το 1994 για την ενίσχυση Πολιτιστικού Κέντρου των ομογενών Ελλήνων, η Εθνοσυνέλευση του Κεμπέκ τον υποδέχεται με ομόφωνο ψήφισμά της, με το οποίο τον τιμά για την προσφορά του στον πολιτισμό και τους αγώνες του για τον Άνθρωπο.
Τα επόμενα χρόνια παρουσιάζονται οι όπερές του Ηλέκτρα (1995) και Αντιγόνη (1999), ενώ παράλληλα αναπτύσσει μεγάλη δραστηριότητα στο εξωτερικό (Ευρώπη, Νότια Αφρική, Αμερική) και παίρνει δυναμικά θέση σε όλα τα σημαντικά γεγονότα της εποχής (ελληνοτουρκική φιλία, σεισμοί, βομβαρδισμοί στην Γιουγκοσλαβία, Υπόθεση Οτσαλάν, πόλεμος στο Αφγανιστάν, πόλεμος στο Ιράκ κτλ.). Το 2002 παρουσιάζεται η όπερά του Λυσιστράτη, ένας αληθινός ύμνος στην Ειρήνη.
Πολιτική Δραστηριότητα
Ο Μίκης Θεοδωράκης το 1974 κατέβηκε υποψήφιος με το ψηφοδέλτιο της Ενωμένης Αριστεράς, όμως δεν κατάφερε να εκλεγεί. Το 1978 μετά από πρόταση που δέχτηκε αποφάσισε να κατέβει υποψήφιος δήμαρχος Αθηνών, όμως πάλι δεν κατάφερε να εκλεγεί. Το 1981 καταφέρνει να εκλεγεί βουλευτής στην εκλογική περιφέρεια της Β Πειραιά με το ψηφοδέλτιο του ΚΚΕ, το ίδιο επανέλαβε και το 1985. Το 1990 με τη διάσπαση του ΚΚΕ και λόγω της διαφωνίας που είχε με αυτή την κατάσταση, αποφασίζει να εκλεγεί ως ανεξάρτητος συνεργαζόμενος βουλευτής με τη Νέα Δημοκρατία και διατελεί υπουργός άνευ χαρτοφυλακίου και Επικρατείας για περίπου 2,5 χρόνια. Αυτή του η προσωρινή μονάχα απόφαση προκάλεσε το μένος αρκετών αριστερών. Την 1η Δεκεμβρίου 2010 ο Μίκης Θεοδωράκης ανακοίνωσε την ίδρυση Κινήματος Ανεξάρτητων Πολιτών με την ονομασία «Σπίθα». Το Σεπτέμβριο του 2013 αποφάσισε με επιστολή του να αποστρατευτεί από τη «Σπίθα». Το 2015, Κατά την εκλογή του ΣΥΡΙΖΑ ως κυβέρνηση αρχικά διάκειται ευνοϊκά προς αυτή, αλλά στη συνέχεια της άσκησε έντονη κριτική. Στο δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου τάχτηκε υπέρ του όχι.
Μουσικό έργο
Ο Μίκης Θεοδωράκης έγραψε όλα τα είδη της μουσικής: όπερες, συμφωνική μουσική, μουσική δωματίου, ορατόρια, μπαλέτα, χορωδιακή εκκλησιαστική μουσική, μουσική για αρχαίο δράμα, για θέατρο, για κινηματογράφο, έντεχνο λαϊκό τραγούδι, λαϊκά ορατόρια, μετασυμφωνικά έργα.
Κυριότερα έργα
Κύκλοι τραγουδιών: Τα παιδικά, Επιτάφιος, Επιφάνεια, Πολιτεία Α΄, Β΄, Γ΄ και Δ΄, Λιποτάκτες, Μικρές Κυκλάδες, Χρυσοπράσινο Φύλλο, Η Μπαλάντα του Μαουτχάουζεν + Κύκλος Φαραντούρη, Ρωμιοσύνη, Romancero Gitano, Θαλασσινά φεγγάρια, Ο ήλιος και ο χρόνος, Δώδεκα λαϊκά, Νύχτα θανάτου, Αρκαδίες, Τα τραγούδια του Αγώνα, Τα τραγούδια του Ανδρέα, Δεκαοχτώ λιανοτράγουδα της Πικρής Πατρίδας, Μπαλάντες (σε ποίηση Μανώλη Αναγνωστάκη), Στην Ανατολή, Τα λυρικά (σε ποίηση Τάσου Λειβαδίτη), Χαιρετισμοί, Επιβάτης, Ραντάρ, Διόνυσος, Φαίδρα, Καρυωτάκης, Τα πρόσωπα του ήλιου, Μνήμη της πέτρας, Ως αρχαίος άνεμος, Μήπως ζούμε σ' άλλη χώρα;, Μια θάλασσα γεμάτη μουσική, Η Βεατρίκη στην οδό Μηδέν, Ασίκικο Πουλάκη, Λυρικώτερα, Λυρικώτατα, Σερενάτες, Τα Πικροσάββατα.
Μουσική για θέατρο: Όμορφη πόλη, Το τραγούδι του νεκρού αδελφού, Μαγική πόλη, Ένας όμηρος, Εχθρός Λαός, Προδομένος Λαός, Καποδίστριας, Χριστόφορος Κολόμβος, Περικλής, Αυτό το δέντρο δεν το λέγανε υπομονή, Το θεριό του Ταύρου, Μάκβεθ.
Μουσική για αρχαίο δράμα: Ορέστεια (Αγαμέμνων, Χοηφόροι, Ευμενίδες), Αντιγόνη, Ιππής, Λυσιστράτη, Προμηθεύς Δεσμώτης, Οιδίπους Τύραννος, Εκάβη, Ικέτιδες, Τρωάδες, Φοίνισσες, Αίας, Μήδεια.
Μουσική για κινηματογράφο: Συνοικία το όνειρο, Ζορμπάς, Ζ, Σέρπικο, Ιφιγένεια, Ηλέκτρα, Το μπλόκο, Όταν τα ψάρια βγήκαν στη στεριά, Σουτιέσκα (Τίτο), Μπιριμπί, Φαίδρα, Κατάσταση πολιορκίας, Actas de Marusia.
Ορατόρια: Άξιον εστί, Μαργαρίτα, Επιφάνεια Αβέρωφ, Κατάσταση πολιορκίας, Πνευματικό εμβατήριο, Requiem, Canto General, Θεία Λειτουργία, Λειτουργία για τα παιδιά που σκοτώνονται στον πόλεμο.
Συμφωνικά έργα και Μουσική Δωματίου: 1η, 2η, 3η 4η, 7η Συμφωνία, Κατά Σαδδουκαίων, Canto Olympico, Τρίο, Σεξτέτο, Το Πανηγύρι της Αση-Γωνιάς, Ελληνική Αποκριά, Κύκλος, Σονατίνα για πιάνο, Σουίτα αρ. 1, 2 και 3, Σονατίνα αρ. 1 και αρ. 2 για βιολί και πιάνο, Οιδίπους Τύραννος, Κοντσέρτο για πιάνο, Ραψωδία για τσέλο και ορχήστρα, Sinfonietta, Adagio.
Μπαλέτα: Οι Εραστές του Τερουέλ, Αντιγόνη, Ζορμπάς. άξιον εστί.canto general.
Όπερες: Καρυωτάκης (Οι μεταμορφώσεις του Διονύσου), Μήδεια, Ηλέκτρα, Αντιγόνη, Λυσιστράτη.
Λογοτεχνικό έργο
Ο Μίκης Θεοδωράκης έχει γράψει αρκετά βιβλία, που έχουν μεταφραστεί σε διάφορες γλώσσες.
Θεοδωράκης Μίκης, Ανατομία της μουσικής, εκδ. Αλφειός, 1990
Θεοδωράκης Μίκης, Μάνου Χατζιδάκι εγκώμιον, εκδ. Ιανός, 2004
Θεοδωράκης Μίκης, Σπίθα. Για μια Ελλάδα ανεξάρτητη και δυνατή, εκδ. Ιανός, 2011
Φώφη Σαραντοπούλου, ήταν Ελληνίδα λυρική κολορατούρα σοπράνο
Φώφη Σαραντοπούλου
Η Φώφη Σαραντοπούλου, ήταν Ελληνίδα λυρική κολορατούρα σοπράνο. (Αθήνα, 1937 - 28 Ιουλίου 1985)
Βιογραφικά στοιχεία
Σπουδές και ντεμπούτο
Η Φώφη Σαραντοπούλου σπούδασε στο Εθνικό Ωδείο με τη Μάγκυ Καρατζά, αποφοιτώντας το 1963 με Α' Βραβείο κι Αριστείο Εξαιρετικής Επίδοσης.
Κέρδισε υποτροφία "Μαρία Κάλλας" και τελειοποίησε τις σπουδές της στη Μουσική Ακαδημία της Βιέννης κοντά στη Luise Scheid και τον Anton Dermota, με τον οποίο μελέτησε ειδικότερα ορατόριο και lied.
Έλαβε μέρος στο Διεθνή Διαγωνισμό Τραγουδιού στην Τουλούζ της Γαλλίας, όπου και διακρίθηκε κερδίζοντας μετάλλιο.
Παρουσιάστηκε στο γαλλικό κοινό σε σουαρέ ντε γκαλά από τη σκηνή της Όπερας της Τουλούζ καθώς και σε ρεσιτάλ από τη Γαλλική Ραδιοφωνία και Τηλεόραση.
Καριέρα
Επίσης έδωσε ρεσιτάλ στη Βιέννη, στην Αυστριακή Ραδιοφωνία και πρωταγωνίστησε στο «Μαγικό Αυλό» του Μότσαρτ, που ανέβασε η Volksoper. Τον ίδιο ρόλο, της Βασίλισσας της Νύχτας, τραγούδησε και στην Όπερα της Σόφιας, ενώ στις πόλεις Ρούσε και Φιλιππούπολη τραγούδησε στο «Ριγκολέτο» και στον «Κουρέα της Σεβίλλης». Στην Όπερα του Άαχεν τραγούδησε «Τραβιάτα».
Ήταν μόνιμο στέλεχος της Εθνικής Λυρικής Σκηνής, έχοντας πρωταγωνιστήσει σε πολυάριθμες παραγωγές.
Συχνά εμφανιζόταν σε ρεσιτάλ (μόνιμα συνοδευόμενη από την πιανίστα Λίντα Λεούση αλλά κι από το νεαρό τότε πιανίστα Άρη Χριστοφέλλη, μετέπειτα διεθνώς αναγνωρισμένο κόντρα τενόρο), ενώ είχε τραγουδήσει πολλές φορές και για την Ελληνική Ραδιοφωνία Τηλεόραση.
Είχε συμμετάσχει επανειλημμένα σε συναυλίες της Κρατικής Ορχήστρας Αθηνών ως σολίστ, με την οποία τραγούδησε και στη 2η Συμφωνία του Γκούσταβ Μάλερ στο Ηρώδειο στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών με διευθυντή το Μιλτιάδη Καρύδη.
Προσωπική ζωή
Ήταν παντρεμένη με το Γιώργο Kαβάγια, γνωστό διευθυντή φωτογραφίας του ελληνικού κινηματογράφου. Έχασε τη ζωή της σε αυτοκινητικό δυστύχημα στις 28 Ιουλίου 1985.
Ρόλοι
Ρόλοι στους οποίους διέπρεψε ήταν μεταξύ άλλων οι:
Βασίλισσα της Νύχτας και Παμίνα («Μαγικός Αυλός» του Μότσαρτ)
Βιολέτα («Τραβιάτα» του Βέρντι)
Τζίλντα («Ριγκολέτο» του Βέρντι)
Λουτσία («Λουτσία ντι Λαμερμούρ» του Ντονιτσέτι)
Έρωτας («Ορφέας κι Ευρυδίκη» του Γκλουκ)
Μιμί και Μουζέτα («Λα Μποέμ» του Πουτσίνι)
Ναϊάς («Αριάδνη στη Νάξο» του Στράους)
Λεϊλά («Αλιείς Μαργαριταριών» του Μπιζέ)
Αμίνα («Υπνοβάτις» του Μπελίνι)
Μπελίντα («Διδώ και Αινείας» του Πέρσελ)
Άννα («Άννα Μπολένα» του Ντονιτσέτι)
Σεραφίνα («Καμπανέλο» του Ντονιτσέτι)
Ροζίνα («Κουρέας της Σεβίλλης» του Ροσίνι)
Μικαέλα («Κάρμεν» του Μπιζέ)[5]
Άννα («Η Ζωή ενός Ακόλαστου» ή «Η εξέλιξη του Ασώτου» του Στραβίνσκι)
Ροδιά («Ανοιξιάτικο Παραμύθι» του Ξηρέλλη)
Ελβίρα («Ιταλίδα στο Αλγέρι» του Ροσίνι)
Νέντα («Οι Παλιάτσοι» του Λεονκαβάλο)
Φωτιά («Το Παιδί και τα Μάγια» του Ραβέλ)
Ροζαλίντα («Νυχτερίδα» του Στράους)
Φιορντιλίτζι («Έτσι κάνουν όλες» του Μότσαρτ)
Κλεοπάτρα («Ιούλιος Καίσαρ» του Χαίντελ)
Ερωφίλη («Το δαχτυλίδι της μάνας» του Καλομοίρη)
Ολυμπία («Τα Παραμύθια του Χόφμαν» του Όφενμπαχ) κ.α.
Δισκογραφία
Μοναδική επίσημη εμφάνιση της Φώφης Σαραντοπούλου στη δισκογραφία είναι η συμμετοχή της στο διπλό δίσκο του 1987 «ΕΛΣ: Μοναδικές ερμηνείες» (Lyra, 3461/2 LP). Η ηχογράφηση είχε πραγματοποιηθεί το 1979. Συμμετείχαν επίσης οι: Δημήτρης Καβράκος, Μαρία Κορομάντζου, Κική Μορφωνιού, Αλεξάνδρα Παπατζάκου, Σώτος Παπούλκας, Γιώργος Παππάς, Κώστας Πασχάλης, Θάνος Πετράκης και Ζανέτ Πηλού. Την Ορχήστρα της Ε.Λ.Σ. διηύθυνε ο Δημήτρης Χωραφάς. (Ο δίσκος επανακυκλοφόρησε σε διπλό CD το 2008 από τη Lyra Classics).
Η Φώφη Σαραντοπούλου ακούγεται ακόμα στο CD της πιανίστας Λίντας Λεούση «Ρομαντικά έργα για πιάνο Επτανησίων Συνθετών», όπου ερμηνεύει το τραγούδι του Γεωργίου Λαμπελέτ «Η Ανθοστεφάνωτη». (Το CD κυκλοφόρησε το 2004 από τη Music Box).
Ρένα Βλαχοπούλου, ήταν Ελληνίδα ηθοποιός του θεάτρου και του κινηματογράφου και τραγουδίστρια
Ρένα Βλαχοπούλου
Η Ρένα Βλαχοπούλου (20 Φεβρουαρίου 1923 στην Κέρκυρα, † 29 Ιουλίου 2004 στην Αθήνα) ήταν Ελληνίδα ηθοποιός του θεάτρου και του κινηματογράφου και τραγουδίστρια.
Τα παιδικά χρόνια
Η Ρένα Βλαχοπούλου γεννήθηκε στις 20 Φεβρουαρίου του 1923 στην Κέρκυρα.
Σύμφωνα όμως με το βιβλίο του Κώστα Παπασπήλιου " Πινακοθήκη γέλιου ", αναφέρεται πως η Βλαχοπούλου εμφανίστηκε για πρώτη φορά στο θέατρο Μακέδου στην Αθήνα, στα 18 της χρόνια (το 1940 δηλαδή, όπως αναφέρεται σχεδόν σε όλα τα βιογραφικά της), άρα γεννήθηκε το 1922 αν δεχτούμε την προαναφερθείσα πηγή ή το 1917 όπως ανέφερε ο Τύπος κατά την διάρκεια της νοσηλείας της στο νοσοκομείο.
Ο πατέρας της, Γιάννης Βλαχόπουλος, ανήκε στην αριστοκρατία του νησιού ενώ η μητέρα της, Καλλιόπη, ήταν κόρη κάποιας υπηρέτριας που εργαζόταν στο σπίτι των Βλαχόπουλων.
Οι γονείς της αγαπήθηκαν και παρά τις αντιδράσεις της οικογένειας του νέου που τον αποκλήρωσε, παντρεύτηκαν κι έκαναν εννιά παιδιά. Τα έβγαζαν πέρα με δυσκολία. Η Ρένα ήταν το πέμπτο τους παιδί. Με τον πατέρα της πήγαινε συχνά επίσκεψη στον αρχοντικό του κόντε Θεοτόκη όπου υπήρχε πιάνο αλλά και μια δισκοθήκη με δίσκους των 78 στροφών. Εκεί θα έχει την πρώτη της επαφή με τη μουσική και το τραγούδι.
Σε ηλικία 16 χρονών, τραγούδησε για πρώτη φορά σε κάποιο ζαχαροπλαστείο της Σπιανάδας, όπου το 1938 γνώρισε και ερωτεύτηκε τον ποδοσφαιριστή της ΑΕΚ Κώστα Βασιλείου. Μαζί μετακόμισαν στην Αθήνα όπου παντρεύτηκαν το καλοκαίρι του επόμενου έτους. Τότε, στο βαριετέ "Όασις", στο Ζάππειο, όπου ο Μίμης Τραϊφόρος παρουσίαζε νέους καλλιτέχνες, η Ρένα δοκίμασε τις ικανότητές της στο τραγούδι. Εντυπωσίασε τον Τραϊφόρο, που της ζήτησε να τραγουδά εκεί μονίμως. Πράγματι, την άλλη μέρα πήγε να τραγουδήσει στο βαριετέ φορώντας δανεική τουαλέτα, που την πάτησε και έπεσε κάτω.
Σημείωσε επιτυχία τραγουδώντας τη "Μικρή Χωριατοπούλα", δηλαδή το ιταλικό τραγούδι Reginella Campagnola του Έλντο ντι Λατζάρο που διασκεύασε στα ελληνικά ο Πωλ Μενεστρέλ. Λίγους μήνες αργότερα, κατά τον Ελληνοϊταλικό Πόλεμο, το τραγούδι διασκευάζεται και πάλι από τον Γιώργο Οικονομίδη και γνωρίζει ακόμα πιο μεγάλη επιτυχία ως Κορόιδο Μουσολίνι. Εμφανίζεται για πρώτη φορά ως τραγουδίστρια στο θέατρο Μοντιάλ του Μακέδου, στην οδό Πανεπιστημίου σε επιθεώρηση με τη Σοφία Βέμπο, τις αδελφές Καλουτά, τον Μάνο Φιλιππίδη, την Ηρώ Χαντά, τον Μίμη Κοκκίνη και τη Γεωργία Βασιλειάδου. Παράλληλα ξεκινά να ηχογραφεί δίσκους γραμμοφώνου στην Οντεόν.
Το 1940, λίγες μέρες μετά την κήρυξη του πολέμου, οι Ιταλοί βομβάρδισαν την Κέρκυρα. Τότε σκοτώθηκαν και οι δύο γονείς της. Με τον Βασιλείου χώρισε και το 1942 παντρεύτηκε τον τραπεζίτη Γιάννη Κωστόπουλο.
Τότε ξεκίνησε συνεργασία με τον συνθέτη Γιάννη Σπάρτακο στο "Πάνθεον" που της έγραψε τραγούδια τζαζ, τα οποία είχαν μεγάλη επιτυχία. Εξ αιτίας αυτού ο Τύπος την αποκάλεσε «βασίλισσα της τζαζ». Το τραγούδι Θα σε πάρω να φύγουμε, που τραγούδησε για πρώτη φορά στο Σινέ Νιους της οδού Σταδίου και αργότερα, το φθινόπωρο του 1944, στην επιθεώρηση Welcome των Αλέκου Σακελλάριου - Δημήτρη Ευαγγελίδη στο θέατρο Κυβέλη, ξεπέρασε τα ελληνικά σύνορα. Με τον Σπάρτακο συνεργάστηκαν για αρκετά χρόνια. Το 1946 χώρισε με τον Κωστόπουλο.
Στο διάστημα 1946-51 περιόδευσε με τον Σπάρτακο στο εξωτερικό ξεκινώντας από τη Μέση Ανατολή (Λίβανος, Περσία) και καταλήγοντας στις ΗΠΑ). Κατά τη διάρκεια της περιοδείας δέχτηκε την πρόσκληση του Σάχη της Περσίας για να τραγουδήσει στα ανάκτορα: ο Σάχης της Περσίας, γοητευμένος από τη φωνή της Ρένας, θα της χαρίσει και ένα μενταγιόν. Τη βοηθά ιδιαίτερα το γεγονός ότι μιλά πολλές ξένες γλώσσες (αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, ιταλικά) και με εξαιρετική προφορά. Εμφανίζεται και πάλι στην Αθήνα στο θέατρο Σαμαρτζή, στις 24 Αυγούστου 1951, στην παράσταση «Φεστιβάλ στην Αθήνα», μαζί με τους Ορέστη Μακρή, Κούλη Στολίγκα, Νίκο Σταυρίδη, αδελφές Καλουτά.
Ηθοποιός
Το διάστημα 1951-54 τραγουδά σε διάφορες επιθεωρήσεις (Βασίλισσα της νύχτας, Να τι θα πει Αθήνα, Και ο μήνας έχει εννιά, Πουλιά στον αέρα). Συνεργάζεται με θιάσους όπως των Βασίλη Αργυρόπουλου, Γιάννη Πρινέα - Σπ. Τριχά, Παρασκευά Οικονόμου, Ορέστη Μακρή - Σπύρου Πατρίκιου, Μίμη Κοκκίνη - Γεωργίας Βασιλειάδου - Κώστα Δούκα). Το καλοκαίρι του 1952 τη βρίσκουμε στο περίφημο τότε Ακροπόλ του Βασίλη Μπουρνέλη. Το 1953 συγκροτεί θίασο μαζί με τους Αλέκο Λειβαδίτη, Μαρίκα Κρεββατά, Ρένα Ντορ, Γιώργο Γαβριηλίδη με τον οποίο περιοδεύει στην Ελλάδα, την Κύπρο και την Κωνσταντινούπολη.
Η πρώτη της εμφάνιση στο θέατρο ως ηθοποιού και όχι ως τραγουδίστριας έγινε το καλοκαίρι του 1954 στο θέατρο της Σοφίας Βέμπο, στην επιθεώρηση "Σουσουράδα" (κείμενα Μίμη Τραϊφόρου-Γιώργου Γιαννακόπουλου, μουσική Μενέλαου Θεοφανίδη, χορογραφίες Γιάννη Φλερύ-Αλίκης Βέμπο) με το νούμερο "Άλα πασά μου, κάνε μου τέτοια". Μαζί της ήταν ο Νίκος Σταυρίδης. Η ίδια είπε αργότερα:
Ντρεπόμουν να βγω στη σκηνή με νούμερο. Δεν είχα σκεφτεί ποτέ ότι θα γίνω ηθοποιός. Απλώς έτυχε να με δουν. Πίστεψαν από την αρχή ότι ήμουν καλή. Εγώ δεν το πίστευα. Ρε συ, Μίμη, τι να σου πω! Φοβάμαι ότι δεν θα τα καταφέρω, λέω στον Τραϊφόρο. Ο κόσμος χειροκροτούσε να βγω στη σκηνή. Εγώ δεν έβγαινα. Ξαφνικά με πιάνει ο Τραϊφόρος και με σπρώχνει στη σκηνή. Βγήκα, το νούμερο χάλασε κόσμο. Στη συνέχεια μου έδωσαν κι άλλα νούμερα και καθιερώθηκα ως ηθοποιός.
Γνωριμία με τον κινηματογράφο
Αν και το 1953 εμφανίστηκε στην τουρκική ταινία Ανατολίτικες νύχτες, όπου λέγεται ότι τραγούδησε και πάλι το Θα σε πάρω να φύγουμε (η ταινία αυτή δεν προβλήθηκε ποτέ στην Ελλάδα), η κινηματογραφική της καριέρα ξεκίνησε ουσιαστικά το 1956 με την ταινία Πρωτευουσιάνικες περιπέτειες. Παραγωγός ο Αμερικανός Πίτερ Μέλας και σκηνοθέτης ο Γιάννης Πετροπουλάκης. Πρόκειται για την ιστορία μιας Κερκυραίας που έρχεται στην Αθήνα. Δίπλα της πρωταγωνίστησαν οι Νίκος Ρίζος, Στέφανος Στρατηγός, Κούλης Στολίγκας, Άννυ Μπωλ. Στην ταινία αυτή τραγούδησε μεταξύ άλλων και το Μαζί σου για πάντα σε μουσική Μενέλαου Θεοφανίδη, το οποίο κυκλοφόρησε και σε δίσκο 78 στροφών. Η ταινία θα έχει μεγάλη επιτυχία, ξεπερνώντας τα 100.000 εισιτήρια.
Το 1959, στο Πρώτο Φεστιβάλ Τραγουδιού του Εθνικού Ιδρύματος Ραδιοφωνίας, τραγούδησε το Είσαι η άνοιξη κι είμαι ο χειμώνας των Κώστα Καπνίση - Θάνου Σοφού. Το 1960, ντουέτο με τον Γιάννη Βογιατζή, τραγούδησαν το Πρώτο χελιδόνι. Ηχογράφησε αρκετά τραγούδια για τη δισκογραφία αλλά και για τις εκπομπές του Εθνικού Ιδρύματος Ραδιοφωνίας, τραγουδώντας Αττίκ, Ιακωβίδη, Σπάθη, Κατσαρό, Μωράκη, Πλέσσα, Μουζάκη και Μάνο Χατζιδάκι. Παράλληλα εμφανίστηκε σε επιθεωρήσεις και σε νυχτερινά κέντρα.
Σημείωσε μεγάλη επιτυχία στο θέατρο Μετροπόλιταν, κάνοντας την τηλεφωνήτρια που απαντά σε κάθε κλήση δίνοντας πληροφορίες. Επέστρεψε στον κινηματογράφο το 1962, στην ταινία του Αλέκου Σακελλάριου Όταν λείπει η γάτα, όπου έπαιξε μαζί με τους: Βασίλη Αυλωνίτη, Νίκο Ρίζο, Μαρίκα Κρεββατά, Σταύρο Παράβα και με τις πρωτοεμφανιζόμενες κινηματογραφικά αδελφές Μπρόγερ. Την ίδια χρονιά έπαιξε στην ταινία Μερικοί το προτιμούν κρύο του Γιάννη Δαλιανίδη. Αν και ο Φίνος είχε αντιρρήσεις για τη συμμετοχή της στην ταινία αυτή, ο Δαλιανίδης επέμεινε και δικαιώθηκε. Η ταινία ήταν μεγαλύτερη εισπρακτική επιτυχία της χρονιάς 1962-63 με περισσότερα από 200.000 εισιτήρια και καθιέρωσε τη Ρένα Βλαχοπούλου ως σταρ του μιούζικαλ. Σ' αυτήν η Ρένα ερμήνευσε δύο μεγάλες κινηματογραφικές επιτυχίες το: Σαν ξημερώνει Κυριακή ντουέτο με τον Ντίνο Ηλιόπουλο και το περίφημο Έχω στενάχωρη καρδιά. Και τα δύο τραγούδια είναι σε μουσική του Μίμη Πλέσσα και σε στίχους του Γιάννη Δαλιανίδη. Σχολιάζοντας πολύ ετεροχρονισμένα την εμπειρία της για εκείνη την ταινία, η Ρένα Βλαχοπούλου είχε αναφερθεί σε ένα αστείο απρόοπτο που συνέβη στο συγκεκριμένο πλάνο καθώς ερμήνευε το δεύτερο τραγούδι στο νυχτερινό κέντρο, όταν σε μία από τις προσπάθειες για την διεκπεραίωση της σκηνής έκανε μία απότομη κίνηση και της έπεσε το φόρεμα.
Το καλοκαίρι του 1962 έπαιξε στην Οδό ονείρων, που ανέβηκε στο θέατρο Μετροπόλιταν σε σκηνοθεσία Αλέξη Σολομού, σκηνογραφία Μίνωος Αργυράκη και μουσική Μάνου Χατζιδάκι. Στην παράσταση εκείνη, η Ρένα Βλαχοπούλου ήταν μια από τις περίφημες «αδελφές Τατά», μαζί με τη Ζωή Φυτούση, τη Νίκη Λεμπέση και τη Μάρω Κοντού. Στο νούμερο Όνειρο της Οθόνης εμφανίστηκε με τουαλέτα και σατίριζε τις ταινίες - μελό. Στο νούμερο αυτό προβλήθηκε και ένα πεντάλεπτο φιλμάκι στο οποίο κρατώντας στην αγκαλιά της ένα αρνί, αναφωνεί: "Αμάρτησα για το αρνί μου". Στο πλευρό της εμφανίστηκε ο Μάνος Χατζιδάκις ντυμένος τσολιάς.
Επιτυχία στον κινηματογράφο
Το 1963 πρωταγωνίστησε στις ταινίες Ένα κορίτσι για δύο (500.000 εισιτήρια) και Κάτι να καίει (750.000 εισιτήρια, πρώτη εκείνη τη χρονιά σε εισπράξεις). Για τη δεύτερη ταινία ο Μίμης Πλέσσας της είχε γράψει τις επιτυχίες: Γλυκειά ζωή, Άνοιξε άνοιξε, Ό δρόμος είναι δύσκολος, Όπου και αν πάω. Ακολουθούν το 1964 οι ταινίες Η χαρτοπαίχτρα (μεταφορά στον κινηματογράφο του θεατρικού έργου του Δημήτρη Ψαθά, 600.000 εισιτήρια, τρίτη ταινία εκείνη τη χρονιά σε εισπράξεις, μαζί με τον Λάμπρο Κωνσταντάρα, Σαπφώ Νοταρά, Κώστα Βουτσά) και Κορίτσια για φίλημα (750.000 εισιτήρια, πρώτη ταινία σε εισπράξεις εκείνη τη χρονιά, στην οποία τραγούδησε σε μουσική Μίμη Πλέσσα τις επιτυχίες Κοντά σου, Ελλάδα μου, Γελά γαλάζιος ο ουρανός, H Αθήνα τη νύχτα. Το 1965 πρωταγωνίστησε στις ταινίες Φωνάζει ο κλέφτης και Ραντεβού στον αέρα, με τους Κώστα Βουτσά, Ελένη Προκοπίου, Μάρθα Καραγιάννη, κ.α.. Στην τελευταία, η Βλαχοπούλου πρωταγωνίστησε σε διπλό ρόλο ενσαρκώνοντας τη «Τζένη Σταθάτου» καθώς και τον εαυτό της. Εκεί θα ερμηνεύσει για δεύτερη φορά το περιβόητο Έχω στενάχωρη καρδιά και το Φεύγουν τα χρόνια. Σε όλες αυτές τις ταινίες σκηνοθέτης είναι ο Γιάννης Δαλιανίδης.
Το 1965 της έγινε η πρόταση να συμπρωταγωνιστήσει στην ταινία του Ντίνου Δημόπουλου, Μία τρελλή τρελλή οικογένεια και να ενσαρκώσει την περίφημη «Πάστα Φλώρα» πλάι στους Αλέκο Αλεξανδράκη και Τζένη Καρέζη. Αρνήθηκε διότι, όπως δήλωσε σε συνέντευξη της μεταγενέστερα, ήταν μικρή σε ηλικία τότε για να υποδυθεί τη μητέρα της Τζένης και έτσι ο ρόλος αυτός δόθηκε στη Μαίρη Αρώνη, η οποία τον ερμήνευσε με μεγάλη επιτυχία. Ίσως να ήταν λάθος θα συμπληρώσει η Ρένα στην συγκεκριμένη συνέντευξη.
Στις 18 Σεπτεμβρίου 1967 παντρεύτηκε τον επιχειρηματία Γιώργο Λαφαζάνη. Ο γάμος τους έγινε στη Μητρόπολη Αθηνών και ήταν ένα από τα μεγαλύτερα κοσμικά γεγονότα της χρονιάς. Με τον Λαφαζάνη έζησαν αγαπημένοι ως τον θάνατό της. Από κανένα γάμο της δεν απέκτησε παιδιά. Σχετικά με αυτό το θέμα δήλωσε σε μια συνέντευξή της:
Εμένα προσωπικά δε μου έλειπε το παιδί. Απλά για το Γιώργο μου ήθελα να το κάνω. Δεν ξέρω όμως αν θα μπορούσα να είμαι κοντά του να το μεγαλώσω εγώ σωστά και όχι οι ξένες γυναίκες. Να κάνω ο,τι κάνουν όλες οι μάνες του κόσμου. Ίσως ο Θεός δεν μου έδωσε παιδιά γιατί με είχε προορίσει για άλλο σκοπό.
Ένα χρόνο πριν, το 1966, έφυγε από τη Φίνος Φιλμ και πήγε στην εταιρεία Καραγιάννης - Καρατζόπουλος. Η συμφωνία προέβλεπε διπλάσια αμοιβή για τη Ρένα και ποσοστά στα κέρδη. Τη χρονιά αυτή γύρισε τη Βουλευτίνα και το 1967 το Βίβα Ρένα υποδυόμενη σε διπλό ρόλο την άπορη και άσημη λαϊκή τραγουδίστρια «Ρένα Παπαλιού» και τη διεθνούς φήμης Ιταλίδα τραγουδίστρια «Πεπίτα Ντι Κορφού». Το 1968 υποδύθηκε τη "Ζηλιάρα" στην ομώνυμη ταινία, μια γυναίκα που ζηλεύει παθολογικά, χωρίς λόγο και αιτία, τον σύζυγο της. Τα γυρίσματα της ταινίας ξεκίνησαν με συμπρωταγωνιστή και κινηματογραφικό «θύμα σύζυγο» τον Νίκο Σταυρίδη που, για άγνωστους μέχρι σήμερα λόγους, αποχώρησε και ολοκληρώθηκαν με τον Γιώργο Κωνσταντίνου. Και στις τρεις ταινίες της σ' αυτήν εταιρία, σκηνοθέτης ήταν ο Κώστας Καραγιάννης ενώ τη μουσική έγραψε ο Γιώργος Κατσαρός. Το 1969 επέστρεψε στη Φίνος Φιλμ με την ταινία Παριζιάνα που σκηνοθέτησε ο Γιάννης Δαλιανίδης. Ακολούθησαν το 1970 οι ταινίες Μια τρελή σαραντάρα και Η θεία μου η χίπισσα, το 1971 οι Μια Ελληνίδα στο χαρέμι και Ζητείται επειγόντως γαμπρός (σκηνοθεσία Αλέκου Σακελλάριου) και το 1972 η Κόμισσα της Κέρκυρας και η Η Ρένα είναι οφσάιντ του Αλέκου Σακελλάριου (190.000 εισιτήρια). Στις ταινίες τής άρεσε, παραβιάζοντας το σενάριο, να αυτοσχεδιάζει. Από το 1972 ο ελληνικός κινηματογράφος εισήλθε σε περίοδο παρακμής, λόγω κυρίως της τηλεόρασης. Η Ρένα Βλαχοπούλου για τα επόμενα επτά χρόνια δεν γύρισε ταινίες.
Η τηλεόραση και η επιστροφή στον κινηματογράφο
Το 1976 δοκίμασε τις υποκριτικές της ικανότητες για πρώτη φορά στην μικρή οθόνη της ΕΡΤ ως πρωταγωνίστρια στην τηλεοπτική σειρά Μία Αθηναία στην Αθήνα (σε σκηνοθεσία Αλέκου Σακελλάριου) που ολοκληρώθηκε σε 25 45λεπτα επεισόδια. Ήταν μία επαγγελματική εμπειρία η οποία δεν την ικανοποίησε.
Δε με χωράει η μικρή οθόνη, εγώ θέλω απλωσιά. Μόνο στη μεγάλη αισθάνομαι ότι μπορώ να παίξω. Η μικρή με πνίγει γι' αυτό ποτέ μου δεν την αγάπησα, ούτε υποθέτω και εκείνη εμένα.
Η γνώμη της για την καινοτομική αυτή δουλειά μαρτυρούσε ιδιαίτερη δυσαρέσκεια, εξ ου και ο λόγος που ασχολήθηκε αρκετά μεταγενέστερα με τη μικρή οθόνη.
Επανήλθε στον κινηματογράφο το 1979 με τις "Φανταρίνες" του Ντίμη Δαδήρα (300.000 εισιτήρια). Την ίδια χρονιά ο Γιώργος Σκούρτης διασκεύασε σε μουσική κωμωδία με τίτλο Λυσιστράτη '79 τη Λυσιστράτη του Αριστοφάνη που παρουσιάστηκε το φθινόπωρο του 1979 στο θέατρο Κοτοπούλη-Ρεξ. Σκηνοθέτης ήταν ο Δαλιανίδης, και πρωταγωνιστούσε η Ρένα Βλαχοπούλου, αλλά χωρίς επιτυχία. Ακολούθησαν οι ταινίες: το 1980 Ρένα να η ευκαιρία (250.000 εισιτήρια), το 1981 Της πολιτσμάνας το κάγκελο (σκην. Κώστα Καραγιάννη, 200.000 εισιτήρια), το 1982 Η μανούλα, το μανούλι κι ο παίδαρος (150.000 εισιτήρια), το 1983 Η σιδηρά κυρία (σκην. Τάκη Βουγιουκλάκη). Στις 13 και 14 Σεπτεμβρίου του 1984 στο θέατρο του Λυκαβηττού τραγούδησε μπροστά στο αθηναϊκό κοινό, τιμώντας τον συνθέτη Γιάννη Σπάρτακο για τα 50 χρόνια της καριέρας του στην ελληνική μουσική, όπου με το χιούμορ της, την κινησιολογία της και τις φωνητικές της ικανότητες η Βλαχοπούλου ερμήνευσε διάφορες επιτυχίες, χειροκροτούμενη θερμά. Μαζί της τραγούδησαν η Άντζελα Ζήλεια, ο Γιάννης Βογιατζής, ο Γιώργος Σωτηρόπουλος, η Αλέκα Κανελλίδου, ο Δάκης και η Μπέσσυ Αργυράκη. Την ενορχήστρωση επιμελήθηκαν οι Γιώργος Νιάρχος, Κώστας Κλάββας και Τάκης Αθηναίος. Η συναυλιακή αυτή επέτειος προλογίστηκε από τον Αλέκο Σακελλάριο. Το 1985 πρωταγωνίστησε, για τελευταία φορά στον ελληνικό κινηματογράφο, στην ταινία Ρένα τα ρέστα σου (σκην. Α. Σακελλάριου). Ακολούθησαν συμμετοχές σε εννέα βιντεοταινίες, από το 1986 ως το 1990. Σε μία από τις ελάχιστες συνεντεύξεις που έδινε κατά καιρούς δήλωσε:
Έκανα και εγώ τα λάθη μου, όπως και οι άλλοι της γενιάς μου. Παρασυρθήκαμε από τη μόδα της εποχής. Το βίντεο σαν καινούργιο μέσο ήταν πρωτόγνωρο και βέβαια έκανε θραύση. Οι ταινίες πουλούσαν σαν τρελές στα βίντεο κλαμπ. Όμως εμείς που είχαμε κάνει κινηματογράφο δεν έπρεπε να παρασυρθούμε και να δεχτούμε να γυρίσουμε ταινίες που δεν είχαν καμία σχέση με τις κινηματογραφικές. Ευτυχώς δεν καταγραφήκανε στη συνείδηση του κόσμου, έμειναν οι κλασσικές ταινίες του Φίνου!
Η κάμψη και το τέλος
Το 1988 αρρώστησε από γαστρορραγία. Άρχισε η σταδιακή κάμψη της, καθώς δεν θα είναι ποτέ πια τόσο εκρηκτική και ζόρικη όπως ήταν ως τότε γνωστή και θα τραγουδά πλέι μπακ. Παρόλα αυτά συνέχισε να είναι παρούσα στο θέατρο, εισπράττοντας την αγάπη και τα χειροκροτήματα του κοινού. Το 1990 ήταν η εποχή που γεννήθηκε η ελληνική ιδιωτική τηλεόραση και η ηθοποιός ήταν σύμφωνη να επιστρέψει στη μικρή οθόνη ως μία από τους πρώτους ηθοποιούς που έπαιξαν σε τηλεοπτικές σειρές ιδιωτικού καναλιού. Υπέγραψε με τον ΑΝΤ1 συμβόλαιο και τη δεύτερη τηλεοπτική περίοδο λειτουργίας του σταθμού (1990-1991) έπαιξε στη σειρά Μάμα μία και την επόμενη περίοδο (1991-1992) στο Μάλιστα κύριε με τον Γιάννη Μιχαλόπουλο. Συνάμα την χειμερινή αυτή περίοδο εμφανιζόταν στο μουσικό θέατρο Ρεξ της οδού Πανεπιστημίου της αθήνας σε ένα νυχτερινό μουσικό πρόγραμμα, πλαισιωμένη από τους: Δημήτρη Μητροπάνο, Γλυκερία, Γιάννη Μηλιώκα και το συνθέτη Χρήστο Νικολόπουλο. Στο πρόγραμμα αυτό, εκτός από τα τραγούδια που ερμήνευε κάθε βραδιά, απευθυνόταν με το γνώριμο χιούμορ της στους θεατές.
Την περίοδο (1992-1993) έπαιξε για τελευταία φορά σε επιθεώρηση, στο έργο Για την Ελλάδα ρε γαμώ το. Είπε "αντίο" στο θέατρο, την περίοδο (1993-94]) με την χαρτοπαίχτρα του Ψαθά που ανέβηκε στο θέατρο Μπροντγουέι της οδού Αγίου Μελετίου στην Αθήνα. Την ίδια χρονιά συνεργάστηκε με την τραγουδίστρια Αλέξια, στον δίσκο Η Αλέξια ερμηνεύει τα κλασικά, τραγουδώντας μαζί την παλιά της επιτυχία Έχω απόψε ραντεβού. Το 1995 πραγματοποίησε άλλη μια εμφάνιση στην ιδιωτική τηλεόραση, στο Mega Channel αυτή τη φορά, σε ένα επεισόδιο των "Δέκα μικρών Μήτσων" πλάι στον Λάκη Λαζόπουλο. Το 1997 κυκλοφόρησε τον δίσκο Η Ρένα τραγουδάει τζαζ επανεκτελώντας παλιές ελληνικές και διασκευασμένες ξένες επιτυχίες υπό την μουσική επιμέλεια του συνθέτη Γιώργου Θεοδοσιάδη. Σε τέσσερα τραγούδια τη συνόδευσαν ο Λάκης Λαζόπουλος, ο Γιάννης Βογιατζής, ο Μάριος Φραγκούλης και η Ντέμπορα Μάγιερς. Ο δίσκος, ωστόσο, θεωρείται κατώτερος του ταλέντου της.
Το 2002 κυκλοφόρησε η βιογραφία της με τίτλο Βίβα Ρένα από τις εκδόσεις "Άγκυρα" με την επιμέλεια του Μάκη Δελαπόρτα, ενώ η γενέτειρά της Κέρκυρα την τίμησε μετονομάζοντας το θέατρο του πρώην θερινού ανακτόρου Μον Ρεπό σε θέατρο «Ρένα Βλαχοπούλου». Το 2003, ο τότε Πρόεδρος της Δημοκρατίας Κωστής Στεφανόπουλος της απένειμε τον Χρυσό Σταυρό του Τάγματος του Φοίνικα για την προσφορά της στις Τέχνες.
Μέσα στα 55 χρόνια δράσης της συμμετείχε σε περίπου 120 παραστάσεις στο θέατρο από το 1939 έως το 1994 και 26 ταινίες από το 1951 έως το 1985. Στην ιδιωτική της ζωή όταν κάποιος της ζητούσε να αφηγηθεί κάτι κωμικό, ένιωθε προσβεβλημένη και αυτό γιατί αυτομάτως την υποτιμούσαν από καλλιτέχνιδα σε καραγκιόζη. Τότε σε αυτές τις περιπτώσεις απαντούσε με το μοναδικό και πρότυπο κερκυραϊκό της τρόπο:
Μωρή αϊ στο διάολο που μου ζητάς πρωινιάτικα να σου πω κάτι κωμικό. Τι κωμικό; Πάω να ψωνίσω!
Εν τούτοις παρέμεινε πρότυπο παραδοσιακής συζύγου, ήταν βαθιά θρησκευόμενη, καθώς ήταν τακτική προσκυνήτρια στον Άγιο Νεκτάριο της Αίγινας, ενώ πολιτικά ανήκε στη συντηρητική παράταξη. Γενναιόδωρη με τους νέους ηθοποιούς, αγαπούσε τα ζώα, ήταν μανιώδης καπνίστρια και το χόμπι της ήταν το ψάρεμα και η μαγειρική. Τα τελευταία χρόνια της ζωής της την ταλαιπωρούσε το ζάχαρο.
Πέθανε στις 7 το απόγευμα της Πέμπτης 29 Ιουλίου 2004, στο Ιατρικό Κέντρο Αθηνών. Είχε μπει στο Ιατρικό Κέντρο στις 16 Ιουλίου για να εγχειριστεί επειδή υπέστη διάτρηση στομάχου που οφειλόταν σε υποτροπή του ζαχάρου. Το ιατρικό ανακοινωθέν ανέφερε ως αιτία θανάτου αιφνίδια ανακοπή καρδιάς. Στις 30 Ιουλίου του 2004 η σορός της εκτέθηκε σε λαϊκό προσκύνημα στο παρεκκλήσι του Αγίου Λαζάρου από το Α' Νεκροταφείο Αθηνών. Το Σάββατο 31 Ιουλίου του 2004 η κηδεία της πραγματοποιήθηκε από το Α' Νεκροταφείο Αθηνών δημοσία δαπάνη, υπό τη συνοδεία της μπάντας της Φιλαρμονικής Εταιρείας "Μάντζαρος" που ήρθε από την Κέρκυρα, με παρουσία πολλών συναδέλφων της και απλού κόσμου. Την ημέρα της κηδείας της όλα τα καταστήματα στην Κέρκυρα παρέμειναν κλειστά ως ένδειξη πένθους.
.
Δημήτρης Μπόγρης, ήταν Έλληνας θεατρικός συγγραφέας, σεναριογράφος και δημοσιογράφος
Δημήτρης Μπόγρης
Ο Δημήτρης Μπόγρης, ήταν Έλληνας θεατρικός συγγραφέας, σεναριογράφος και δημοσιογράφος. (1890 - 28 Ιουλίου 1964)
Βιογραφία
Με καταγωγή από τη Σαλαμίνα, ο Δημήτρης Μπόγρης γεννήθηκε στην Αθήνα το 1890.
Από μικρός είχε καλλιτεχνικές τάσεις και ήθελε να σπουδάσει μουσική, αλλά η νοοτροπία της εποχής απαιτούσε πιο σίγουρα επαγγέλματα.
Έτσι, με την παρότρυνση των γονιών του μπήκε στη σχολή Δοκίμων, αλλά μετά από τριετή φοίτηση, αποφάσισε να φύγει για το Παρίσι, όπου και σπούδασε φυσική στην Ανωτέρα Σχολή Τεχνολογίας.
Η έναρξη των Βαλκανικών Πολέμων και του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου τον ώθησε να καταταγεί στον στρατό, με αποτέλεσμα να διακόψει τις σπουδές του και να τις ολοκληρώσει μετά το τέλος των πολέμων στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, όπου αναγορεύτηκε διδάκτωρ.
Διορίστηκε υπάλληλος στο Υπουργείο Βιομηχανίας. Σύντομα ωστόσο στράφηκε επαγγελματικά στη συγγραφή και τη δημοσιογραφία. Στο χώρο της λογοτεχνίας είναι γνωστός για τα θεατρικά έργα του. Πρωτοεμφανίστηκε το 1921 με το έργο Ο ιατρός Μαυρίδης, που ανέβηκε από το θίασο του Ωδείου Αθηνών σε σκηνοθεσία του Θωμά Οικονόμου στο Βασιλικό θέατρο.
Το 1924 διορίστηκε καθηγητής φυσικής σε δημόσιο γυμνάσιο της Αθήνας αλλά μετά από ένα χρόνο ξεκίνησε την εργασία του ως δημοσιογράφος στον ημερήσιο τύπο. Συνεργάστηκε με αθηναϊκές εφημερίδες και περιοδικά, εξέδωσε το βραχύβιο περιοδικό Θρίαμβος (1938) και διετέλεσε πρόεδρος της Ένωσης Συντακτών Αθηναϊκού Τύπου. Παράλληλα, όμως, ήταν αφοσιωμένος στη συγγραφή του έργου του.
Το έργο του Αρραβωνιάσματα τιμήθηκε με το Κοτοπούλειο και το Αβερώφειο βραβείο (1924) και καθιερώθηκε στο χώρο του νεοελληνικού ρεπερτορίου με την παράστασή του στο Εθνικό Θέατρο, σε σκηνοθεσία Δημήτρη Ροντήρη. Έγραψε πολλά θεατρικά έργα με σημαντικότερα: Ο ιατρός Μαυρίδης (1921), Αγάπες (1923), Το Μπουρίνι (1935), Καινούργια ζωή (1936), Φουσκοθαλασσιές (1937), Όλα θ’ αλλάξουν (1938), Σκοτεινά στον Έπαχτο (1941), Χαραυγή (1948) και πολλά άλλα.
Παράλληλα με το θέατρο, ασχολήθηκε με την πεζογραφία, το σενάριο και τα ραδιοφωνικά σκετς. Ήταν ικανός τεχνίτης, ηθογράφος και ηθολόγος. Το σύνολο του έργου του τοποθετείται στο χώρο της νεοελληνικής ηθογραφικής παραγωγής.
Τα έργα του ανέβηκαν στις καλύτερες θεατρικές σκηνές (Μουσούρη, Κοτοπούλη, Α. Λαιμού, Εθνικό, κ.α.), σκηνοθετήθηκαν από τους μεγαλύτερους του είδους (Αλέξης Μινωτής, Δημήτρης Ροντήρης, Πέλος Κατσέλης, Αδαμάντιος Λεμός, Λάμπρος Κωστόπουλος, Κωστής Μιχαηλίδης, Ράια Μουζενίδου κ.α.), και ερμηνεύτηκαν από κορυφαίους ηθοποιούς όπως: Αιμίλιος Βεάκης, Βάσω Μανωλίδου, Αλέξης Μινωτής, Μάνος Κατράκης, Χριστόφορος Νέζερ, Ρίτα Μουσούρη, Έλλη Λαμπέτη κ.α. Σήμερα εξακολουθούν να παίζονται έργα του από διάφορους θιάσους, σαν εξαιρετικά και διαχρονικά ηθογραφικά έργα τέχνης.
Για τον κινηματογράφο έγραψε τρία σενάρια, με πρώτο το Τραγούδι του Χωρισμού (1939) - η πρώτη ταινία που γύρισε ο Φιλοποίμην Φίνος και μοναδική σε δική του σκηνοθεσία - Μια νύχτα χωρίς ξημέρωμα (1947) και Μπροστά στο Θεό (1953), ενώ το έργο του Φουσκοθαλασσιές μεταφέρθηκε με επιτυχία στον κινηματογράφο το 1966 από τον Ορέστη Λάσκο, με πρωταγωνιστές τη Μαίρη Αρώνη και τον Διονύση Παπαγιαννόπουλο. Για τον κινηματογράφο διασκευάστηκαν επίσης τα έργα του Προσφυγοπούλα (1938) και Το Κορίτσι του Λιμανιού.
Ο Δημήτρης Μπόγρης απεβίωσε στην Αθήνα στις 28 Ιουλίου του 1964. Άφησε ένα πλούσιο θεατρικό έργο που ανεβαίνει ακόμα στις θεατρικές σκηνές. Ένα έργο που το χαρακτηρίζει η ηθογραφία, η σάτιρα και η ποιητική διάθεση, και εκφράζεται με εξαιρετικά μεστή και απλή γλώσσα. Το όνομά του φέρει σήμερα η αίθουσα εκδηλώσεων του Δημαρχιακού Μεγάρου Σαλαμίνος.
Εργογραφία
Θέατρο
Αγάπες, δραματική κωμωδία εις πράξιν. Αθήνα (1924)
Ο ιατρός Μαυρίδης, δράμα σε πράξεις τρεις. Αθήνα, Τα Παρασκήνια (1925)
Αρραβωνιάσματα, ηθογραφικό δράμα σε 3 πράξεις. Αθήνα (1925)
Η Δράκαινα, δράμα σε πράξεις τρεις. Αθήνα (1928)
Το Μπουρίνι (1935)
Καινούργια Ζωή (1936)
Φουσκοθαλασσιές, κωμωδία σε πράξεις τέσσαρες. Αθήνα, Σαλίβερος (1938)
Όλα θ’ αλλάξουν (1938)
Σκοτεινά στον Έπαχτο (1941)
Χαραυγή, σελίδα για θέατρο από την ελληνική ιστορία. Αθήνα, Σαλίβερος (1948)
Ψηλά στο Μέτωπο
Καντρίλλιες
Το Κορίτσι του Λιμανιού
Τα Σπασμένα Φτερά
Μετάφραση θεατρικού έργου
Ερωτικά τεχνάσματα (Les fausses confidences) του Πιερ Καρλέ ντε Σαμπλαίν ντε Μαριβώ.
Τηλεοπτικές σειρές βασισμένες σε έργα του
Τα αρραβωνιάσματα (1983)
Κινηματογραφικές ταινίες βασισμένες σε έργα του
Φίλησέ με, Μαρίτσα (1930)
Η προσφυγοπούλα (1938)
Νύχτα χωρίς ξημέρωμα (1939)
Το τραγούδι του χωρισμού (1939)
Τα αρραβωνιάσματα (1950)
Το κορίτσι της ταβέρνας (1952)
Μπροστά στο Θεό (1953)
Φουσκοθαλασσιές (1966)
Περισσότερα Άρθρα...
- Πολύβιος Δημητρακόπουλος, ήταν Έλληνας θεατρικός συγγραφέας, ποιητής, μυθιστοριογράφος, δηνοσιογράφος και εκδότης
- Μαξιμιλιανός Ροβεσπιέρος, ήταν Γάλλος πολιτικός, δεσπόζουσα μορφή της Γαλλικής Επανάστασης του 1789
- Συρανό ντε Μπερζεράκ, Γάλλος δραματουργός και στρατιωτικός
- Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ, ήταν Γερμανός συνθέτης, διευθυντής ορχήστρας, εκπαιδευτικός και εκτελεστής περιόδου Μπαρόκ