Άρθρα
Ρίτσαρντ Μπάρτον, ήταν Ουαλός ηθοποιός του θεάτρου και του κινηματογράφου
Ρίτσαρντ Μπάρτον
Ο Ρίτσαρντ Μπάρτον (Richard Burton, 10 Νοεμβρίου 1925 – 5 Αυγούστου 1984) ήταν Ουαλός ηθοποιός του θεάτρου και του κινηματογράφου.
Προτάθηκε επτά φορές για βραβείο Όσκαρ (6 φορές για Όσκαρ Α' Ανδρικού Ρόλου και μια για Όσκαρ Β' Ανδρικού Ρόλου) χωρίς όμως ποτέ να καταφέρει να το κερδίσει. Είχε όμως κερδίσει το Βραβείο της Βρετανικής Ακαδημίας Κινηματογράφου (BAFTA) το 1966, δύο φορές τη Χρυσή Σφαίρα (το 1953 για τον καλύτερο πρωτοεμφανιζόμενο ηθοποιό και το 1978 για τον καλύτερο ηθοποιό) και Βραβείο Τόνυ για τον καλύτερο ηθοποιό το 1961.
Παρά το γεγονός ότι ο ηθοποιός δεν είχε σπουδάσει υποκριτική, ήταν για μια περίοδο ένας από τους καλύτερος και πιο ακριβοπληρωμένους ηθοποιούς του Χόλιγουντ.
Οι σημαντικότερές του ταινίες είναι: Η Εξαδέλφη μου Ραχήλ (My Cousin Rachel, 1952), Ο Χιτών (The Robe, 1953), Ο Μέγας Αλέξανδρος (Alexander the Great, 1955), Κλεοπάτρα (Cleopatra, 1963), Μπέκετ(Becket, 1964), Ο Κατάσκοπος που Γύρισε απ` το Κρύο (The Spy Who Came in from the Cold, 1965), Ποιος Φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ; (Who`s Afraid of Virginia Woolf?, 1966), Η Άννα των Χιλίων Ημερών (Anne of the Thousand Days, 1969) και Έκβους (Equus, 1977).
Υπήρξε παντρεμένος πέντε φορές, τις δύο εκ των οποίων με την ηθοποιό Ελίζαμπεθ Τέιλορ, με την οποία είχε μία θυελλώδη σχέση που κοσμούσε συχνά τα πρωτοσέλιδα της δεκαετίας του 1960 και των αρχών της δεκαετίας του 1970. Οι δύο ηθοποιοί ενώθηκαν για πρώτη φορά με τα δεσμά του γάμου στο Μόντρεαλ, στις 15 Μαρτίου του 1964, δημιουργώντας ένα από τα πιο διάσημα ζευγάρια της χολιγουντιανής μυθολογίας. Ο Ρίτσαρντ Μπάρτος δήλωσε "πολύ-πολύ ευτυχισμένος", ενώ η Ελίζαμπεθ Τέιλορ αρνήθηκε να σχολιάσει. Μετά την τελετή αναχώρησαν για το καθιερωμένο ταξίδι του μέλιτος.
Σερ Άλεκ Γκίνες, ήταν Βρετανός ηθοποιός βραβευμένος με Όσκαρ, Χρυσή Σφαίρα, BAFTA και Τόνυ
Άλεκ Γκίνες
Ο Σερ Άλεκ Γκίνες (αγγλικά: Sir Alec Guinness, 2 Απριλίου 1914 – 5 Αυγούστου 2000) ήταν Βρετανός ηθοποιός βραβευμένος με Όσκαρ, Χρυσή Σφαίρα, BAFTA και Τόνυ, κατά την πολυετή καριέρα του. Μερικοί από τους διασημότερους ρόλους του ήταν στις ταινίες Η συμμορία των πέντε (1955), Η Γέφυρα του Ποταμού Κβάι (1957), Ο Λώρενς της Αραβίας (1962) και στην πρώτη τριλογία του Πολέμου των Άστρων (1978-83).
Τα Πρώτα Χρόνια
Ο Γκίνες γεννήθηκε στις 2 Απριλίου 1914 στο Πάντινγκτον του Λονδίνου με το όνομα Άλεκ Γκίνες ντε Καφ. Στη στήλη του ονόματος (όπου συνήθως αναγράφεται το βαφτιστικό όνομα των προσώπων) στο πιστοποιητικό γέννησής του αναγράφεται “Άλεκ Γκίνες”. Στη στήλη του πατρωνύμου δεν αναγράφεται τίποτα. Στη στήλη του ονόματος της μητέρας αναγράφεται “Άγκνες ντε Καφ”. Υπό αυτό το πρίσμα συχνά γίνεται η υπόθεση πως πατέρας του παιδιού ήταν μέλος της ιρλανδικής οικογένειας Γκίνες. Ωστόσο, ευεργέτης του υπήρξε ένας Σκωτσέζος τραπεζικός με το όνομα Άντριου Γκέντες, και η ομοιότητα του ονόματος με αυτό που αναγράφεται στο πιστοποιητικό γέννησης ίσως αποτελεί υπαινιγμό στην ταυτότητα του πατρός του ηθοποιού. Από το 1875 ο αγγλικός νόμος απαιτούσε τόσο την παρουσία όσο και τη συγκατάθεση του πατέρα ώστε να μπει το όνομά του στο πιστοποιητικό γεννήσεως ενός παιδιού εκτός γάμου. Το πατρικό όνομα της μητέρας του ηθοποιού είναι Άγκνες Καφ (γεννημένη στις 8 Δεκεμβρίου 1890), κόρη του Έντουαρντ Καφ και της Μαίρη Ανν Μπένφιλντ. Αργότερα εκείνη παντρεύτηκε ένα βετεράνο του Αγγλοϊρλανδικού Πολέμου ο οποίος, σύμφωνα με τον Γκίνες, είχε παραισθήσεις ότι στην ντουλάπα του κρύβονταν στρατιώτες του εχθρού που παραμόνευαν να τον σκοτώσουν. Ο άντρας που πίστευε ότι ήταν βιολογικός πατέρας του Γκίνες, ο Άντριου Γκέντες, υποστήριξε οικονομικά τις σπουδές σε ιδιωτικό σχολείο του ηθοποιού, αλλά οι δυο τους δεν συναντήθηκαν ποτέ και ο πραγματικός πατέρας παραμένει μέχρι σήμερα μυστήριο.
Καριέρα και Στρατιωτική Θητεία
Ο Γκίνες εργάστηκε για ένα διάστημα στο χώρο της διαφήμισης μέχρι το ντεμπούτο του στο Θέατρο Άλμπερι το 1936 σε ηλικία 22 ετών, ενσαρκώνοντας τον Όσρικ στην επιτυχημένη παραγωγή του Άμλετ από τον Τζον Γκίλγκουντ. Κατά την περίοδο αυτή εργάστηκε με πολλούς και πολλές ηθοποιούς που έγιναν στο μέλλον φίλοι του και συμπρωταγωνιστές του σε πολυάριθμες ταινίες, ανάμεσα στους οποίους συναντάμε τον Τζον Γκίλγκουντ, την Πέγκυ Άσκροφτ, τον Άντονυ Κουέιλ και τον Τζακ Χώκινς. Μια πρώιμη επιρροή για τον ηθοποιό αποτέλεσε ο Σταν Λώρελ, τον οποίο και ο Γκίνες θαύμαζε.
Ο Γκίνες συνέχισε να παίζει σαιξπηρικούς ρόλους σε όλη τη διάρκεια της καριέρας του. Το 1937 υποδύθηκε τον Ομέρλ στον Ριχάρδο τον Β' και τον Λορέντζο στον Έμπορο της Βενετίας υπό τη σκηνοθετική καθοδήγηση του Τζον Γκίλγκουντ. Πρωταγωνίστησε το 1938 σε μια παραγωγή του Άμλετ κερδίζοντας αναγνώριση και από τις δύο πλευρές του Ατλαντικού. Υποδύθηκε ακόμη τον Ρωμαίο σε μια παραγωγή του Ρωμαίος και Ιουλιέτα το 1939, τον Άντριου Άγκουετσικ στη Δωδέκατη Νύχτα και τον Έξετερ στον Ερρίκο τον Ε' το 1937, και τα δύο στο πλάι του Λώρενς Ολίβιε, καθώς και το Φερδινάνδο στην Τρικυμία στο πλάι του Γκίλγκουντ που υποδύθηκε τον Πρόσπερο.
Το 1939 διασκεύασε το μυθιστόρημα του Καρόλου Ντίκενς Μεγάλες Προσδοκίες για το σανίδι, παίζοντας τον Χέρμπερτ Πόκετ. Το έργο ήταν επιτυχημένο. Ανάμεσα στους θεατές ήταν ένας νεαρός Βρετανός με το όνομα Ντέιβιντ Λην, ο οποίος χρόνια αργότερα, το 1946, έκανε τον Γκίνες να επαναλάβει το ρόλο αυτό στην μεταφορά του θεατρικού στον κινηματογράφο.
Ο Γκίνες υπηρέτησε στο Βασιλικό Ναυτικό κατά τη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, αρχικά ως απλός ναύτης το 1941 και με προαγωγή τον επόμενο χρόνο. Διοίκησε ένα σκάφος απόβασης κατά την εισβολή στη Σικελία και την Έλβα και αργότερα μετέφερε προμήθειες στους Γιουγκοσλάβους παρτιζάνους.
Κατά τη διάρκεια του πολέμου εμφανίστηκε στο θεατρικό έργο του Τέρενς Ράττιγκαν Flare Path. Επέστρεψε στο Old Vic το 1946 όπου και έμεινε ως το 1948, υποδυόμενος τον Άβελ Ντρούγκερ στο θεατρικό έργο του Μπεν Τζόνσον The Alchemist, τον Τρελλό στο Βασιλιά Ληρ στο πλάι του Λώρενς Ολίβιε, τον ΝτεΓκις στο Σιρανό ντε Μπερζεράκ στο πλάι του Ραλφ Ριτσαρντσον και τον πρωταγωνιστικό ρόλο στο Ριχάρδο τον Β΄ του Σαίξπηρ. Φεύγοντας από το Old Vic, γνώρισε επιτυχία ως Ακάλεστος Φιλοξενούμενος στο έργο του Τ.Σ. Έλιοτ The Cocktail Party (1950), αλλά και μια αποτυχία στη δεύτερη απόπειρά του να υποδυθεί τον Άμλετ σε σκηνοθεσία δική του.
Στην αρχή της κινηματογραφικής καριέρας του ταύτισε το όνομά του με τις κωμωδίες του στούντιο Ealing και ιδιαίτερα όταν υποδύθηκε οκτώ διαφορετικούς χαρακτήρες στην ταινία 13ος Κληρονόμος. Ανάμεσα στις άλλες ταινίες της περιόδου αυτής είναι οι The Lavender Hill Mob, The Ladykillers, και The Man in the White Suit. Το 1952, ο σκηνοθέτης Ρόναλντ Νημ τον επέλεξε για τον πρώτο του πρωταγωνιστικό ρόλο ρομαντικής φύσεως, στο πλάι της Πετούλα Κλαρκ στην ταινία Τρεις Ντάμες κι Ένας Άσσος.
Έχοντας λάβει πρόσκληση από το φίλο του Τάιρον Γκάθρι να συμμετάσχει στην πρώτη σεζόν του Φεστιβάλ Στράτφορντ του Καναδά, ο Γκίνες έζησε ένα χρονικό διάστημα στο Στράτφορντ του Οντάριο. Στις 13 Ιουλίου 1953, ο Γκίνες είπε την πρώτη ατάκα του πρώτου έργου που ανέβηκε ποτέ στο Φεστιβάλ (από τον Ριχάρδο τον Γ' του Σαίξπηρ) : "Now is the winter of our discontent / Made glorious summer by this son of York."
Ο Γκίνες κέρδισε μεγάλη αναγνώριση για τις εμφανίσεις του σε ταινίες του σκηνοθέτη Ντέιβιντ Λην. Αφού εμφανίστηκε στις ταινίες του Λιν Μεγάλες Προσδοκίες και Όλιβερ Τουίστ, του δόθηκε πρωταγωνιστικός ρόλος στο πλάι του Γουίλιαμ Χόλντεν στην ταινία Η Γέφυρα του Ποταμού Κβάι. Για την ερμηνεία του στο ρόλο του Συνταγματάρχη Νίκολσον ο Γκίνες κέρδισε ένα βραβείο Όσκαρ Α΄ Ανδρικού Ρόλου. Παρά την δύσκολη και συχνά εχθρική σχέση τους, ο Λην αποκαλούσε τον Γκίνες “το καλό του γούρι” και συνέχισε να του δίνει ρόλους σε μεταγενέστερες ταινίες του: τον Άραβα εθνάρχη Πρίγκιπα Φεϊζάλ στο Λώρενς της Αραβίας, τον Μπολσεβίκο ηγέτη Γιέβγκραφ στο Δόκτωρ Ζιβάγκο και τον Ινδό μύστη Γκόντμποουλ στην ταινία A Passage to India. Του προσφέρθηκε επίσης ρόλος στη διασκευή που έκανε ο Λην στο Ryan's Daughter (1970), εκείνος όμως αρνήθηκε.
Άλλοι διάσημοι ρόλοι του ήταν στις ταινίες Ο κύκνος (The Swan, 1956) με την Γκρέις Κέλι στην τελευταία εμφάνισή της στον κινηματογράφο, στο Στόμα του Αλόγου (1958) όπου ο Γκίνες υποδύθηκε το μεθυσμένο ζωγράφο Γκάλλεϋ Τζίμσον γράφοντας επίσης και το σενάριο και κερδίζοντας υποψηφιότητα για Όσκαρ Διασκευασμένου Σεναρίου, Tunes of Glory (1960), Η Ανταρσία του Καταδρομικού “Ατρόμητος” (1962), Η Πτώσις της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας (1964), The Quiller Memorandum (1966), Σκρουτζ: Χριστουγεννιάτικη Μπαλάντα (1970), και Hitler: The Last Ten Days (1973), όπου και υποδύθηκε τον Αδόλφο Χίτλερ (ερμηνεία που ο ίδιος θεωρούσε την καλύτερη της καριέρας του).
Ο Γκίνες απέρριψε ρόλους σε πολλές ταινίες που τελικά γνώρισαν επιτυχία, όπως Ο Κατάσκοπος που Γύρισε από το Κρύο, για άλλες όπου θα είχε καλύτερες απολαβές. Ωστόσο βραβεύτηκε με Τόνυ για τον θρίαμβό του στο Μπρόντγουεϊ ως ποιητής Ντύλαν Τόμας στην παραγωγή Ντύλαν. Μετά την επιτυχία αυτή υποδύθηκε τον Μάκβεθ στο ομώνυμο έργο του Σαίξπηρ μαζί με τη Σιμόν Σινιορέ στο Royal Court Theatre το 1966, που αποδείχτηκε αποτυχημένη προσπάθεια.
Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1970, ο Γκίνες πραγματοποιούσε εμφανίσεις στην τηλεόραση, περιλαμβανομένου του ρόλου του Τζωρτζ Σμάιλυ στις δραματοποιήσεις δύο μυθιστορημάτων του Τζον λε Καρέ: Tinker, Tailor, Soldier, Spy και Smiley's People. Ο λε Καρέ εντυπωσιάστηκε τόσο με την ερμηνεία του Γκίνες ως Σμάιλυ ώστε να βασίσει την απεικόνιση του Σμάιλυ σε μεταγενέστερα μυθιστορήματά του στο Βρετανό ηθοποιό. Μια από τις τελευταίες του εμφανίσεις ήταν στο δράμα του BBC Eskimo Day.
Ο Γκίνες κέρδισε την πέμπτη του οσκαρική υποψηφιότητα για την ερμηνεία του στο έργο του Καρόλου Ντίκενς Μικρή Ντορίτ το 1989. Έλαβε Τιμητικό Βραβείο Όσκαρ το 1980 για την προώθηση της τέχνης της υποκριτικής στη μεγάλη οθόνη διαμέσου μιας σειράς αξιομνημόνευτων και εξεχουσών ερμηνειών.
Star Wars
Η ενσάρκωση του Όμπι-Ουάν Κενόμπι στην πρώτη τριλογία του Πολέμου των Άστρων (επεισόδια IV έως VI), ξεκινώντας το 1977, εξασφάλισε στον ηθοποιό αναγνωρισιμότητα από μια νέα γενιά. Ο Γκίνες συμφώνησε να πάρει το ρόλο με την προϋπόθεση να μην συμμετάσχει στη διαφημιστική του καμπάνια. Ήταν επίσης ένα από τα λίγα μέλη του καστ που πίστεψαν ότι η ταινία θα γνώριζε σημαντική επιτυχία και διαπραγματεύτηκε τη λήψη του 2% των κερδών, γεγονός που τον έκανε βαθύπλουτο στις τελευταίες δεκαετίες της ζωής του.
Παρά το γεγονός αυτό, ο Γκίνες δεν ήταν ποτέ χαρούμενος από την ταύτισή του με το ρόλο, και εξέφραζε δυσαρέσκεια για τη λατρεία που προσέλκυσε η τριλογία. Στα extras του DVD του Star Wars: A New Hope, ο σκηνοθέτης Τζορτζ Λούκας σχολιάζει ότι ο Γκίνες δεν ήταν ικανοποιημένος με την αναπροσαρμογή του σεναρίου όπου ο ήρωάς του πεθαίνει. Εν τούτοις, σε συνέντευξή του το 1999, ο Γκίνες υποστήριξε πως στην πραγματικότητα ήταν δική του ιδέα να πεθάνει ο Όμπι-Ουάν, πείθοντας το σκηνοθέτη ότι αυτό τον ενδυνάμωνε σαν χαρακτήρα της ταινίας. Ο Λούκας συμφώνησε, αλλά ο Γκίνες εκμυστηρεύτηκε στη συνέντευξη πως, “αυτό που δεν είπα (στο Λούκας) ήταν πως δεν μπορούσα πια να συνεχίσω να λέω αυτές τις απαίσιες, μπανάλ ατάκες. Βαρέθηκα πια αυτά τα ακαταλαβίστικα”. Συνέχισε λέγοντας ότι “μαζευόταν” κάθε φορά που ο Πόλεμος των Άστρων αναφερόταν. [4] Παρά την αντιπάθειά του για τις ταινίες, τα άλλα μέλη του καστ Μαρκ Χάμιλ, Χάρισον Φορντ και Κλαιρ Φίσερ, όπως και ο ίδιος ο Λούκας, πάντα μιλούσαν με επιδοκιμασία για την ευγένεια και τον επαγγελματισμό του εντός και εκτός πλατό, χωρίς να αφήνει ποτέ τη δυσαρέσκειά του να φανεί στους συμπρωταγωνιστές του. Στην πραγματικότητα ο Λούκας υποστήριξε ότι ο Γκίνες ενέπνεε τους υπόλοιπους να δουλεύουν σκληρότερα.
Ο Γκίνες έχει καταγραφεί να λέει πως αυτά που αποκόμισε από τη δουλειά του στις ταινίες αυτές τον άφησαν “χωρίς παράπονα. Αφήστε με να αποχωρήσω λέγοντας ότι μπορώ να ζήσω την υπόλοιπη ζωή μου με τον λογικά μετριοπαθή τρόπο που το κάνω τώρα, πως δεν άφησα χρέη και πως μπορώ πλέον να απορρίπτω δουλειές που δεν με ελκύουν”. Στην αυτοβιογραφία του, Blessings In Disguise, ο Γκίνες λέει σε έναν φανταστικό δημοσιογράφο “Ας είναι ευλογημένος ο Πόλεμος των Άστρων!”, ενώ στον τελευταίο τόμο του βιβλίου A Positively Final Appearance (1997), θυμάται πως έδωσε αυτόγραφο σε νεαρό θαυμαστή που υποστήριζε ότι είχε δει την ταινία 100 φορές, με την προϋπόθεση να σταματήσει ο νεαρός να τη βλέπει, γιατί, όπως το θέτει ο Γκίνες, “αυτό θα επηρεάσει δυσμενώς τη ζωή σου”. Ο θαυμαστής έμεινε έκπληκτος στην αρχή, αλλά κατόπιν τον ευχαρίστησε. Ο Γκίνες τελικά βαρέθηκε τόσο πολύ τους θαυμαστές που έτειναν να τον θυμούνται μόνο για το ρόλο του Όμπι-Ουάν Κενόμπι που άρχισε να πετά τα γράμματα που του έστελναν οι θαυμαστές της τριλογίας χωρίς να τα ανοίγει πια.
Προσωπική Ζωή
Ο Γκίνες παντρεύτηκε την καλλιτέχνιδα, συγγραφέα θεατρικών έργων και ηθοποιό, Μέρουλα Σάλαμαν το 1938 και μαζί απέκτησαν ένα γιο, το Μάθιου Γκίνες, που αργότερα έγινε ηθοποιός. Ο Γκίνες συμβουλευόταν τις κάρτες ταρώ κάποια περίοδο, αλλά τελικά κατέληξε στο συμπέρασμα ότι τα σύμβολα αυτά διαπόμπευαν τον Χριστιανισμό. Τότε έκαψε τις κάρτες και λίγο αργότερα έγινε Ρωμαιοκαθολικός.
Στη βιογραφία του ηθοποιού με τίτλο Alec Guinness: The Unknown, ο Γκάρυ Ο’ Κόννορ αποκαλύπτει ότι ο Γκίνες συνελήφθη και τιμωρήθηκε με πρόστιμο για ομοφυλοφιλική πράξη σε δημόσιο χώρο στο Λίβερπουλ το 1946. Ο Γκίνες απέφυγε τη διαπόμπευση δίνοντας το όνομα Χέρμπερτ Πόκετ τόσο στην αστυνομία όσο και στο δικαστήριο. Το όνομα προέρχεται από το χαρακτήρα των Μεγάλων Προσδοκιών που ο Γκίνες υποδύθηκε στο θέατρο το 1939. Το γεγονός παρέμεινε κρυφό ως το 2001, οκτώ μήνες μετά το θάνατο του ηθοποιού. Η αυθεντικότητα της είδησης ωστόσο αμφισβητήθηκε έντονα, με τον Πιερς Πωλ Ρηντ, επίσημο βιογράφο του Γκίνες, να υποστηρίζει πως πρόκειται για μπέρδεμα με τον Τζων Γκίλγκουντ, ο οποίος συνελήφθη εκείνη την περίοδο για τον ίδιο λόγο. Ωστόσο ο Ρηντ υποστηρίζει ότι ο Γκίνες ήταν αμφιφυλόφιλος.
Ενώ υπηρετούσε στο Βασιλικό Ναυτικό, ο Γκίνες για μια περίοδο σχεδίαζε να γίνει αγγλικανός ιερέας. Το 1954, ωστόσο, κατά τα γυρίσματα της ταινίας Father Brown, ο Γκίνες και η σύζυγός του έγιναν Ρωμαιοκαθολικοί. Επισκέπτονταν την εκκλησία τακτικά για την υπόλοιπη ζωή τους. Ο γιος τους, Μάθιου, είχε γίνει Καθολικός λίγο καιρό νωρίτερα.
Θάνατος
Ο Γκίνες πέθανε στις 5 Αυγούστου 2000 από καρκίνο του ήπατος, στο Μίντχερστ του Δυτικού Σάσσεξ. Έκανε θεραπεία για γλαύκωμα και είχε διαγνωσθεί με καρκίνο του προστάτη. Κηδεύτηκε στο Πίτερσφιλντ, Χάμπσαϊρ, στην Αγγλία. Η Μέρουλα Γκίνες πέθανε από καρκίνο δύο μήνες μετά και κηδεύτηκε στο πλάι του για 62 χρόνια συντρόφου της.
Συνάντηση με τον Τζέιμς Ντην
Την Παρασκευή 23 Σεπτεμβρίου 1955, ο Γκίνες ήταν στο εστιατόριο Villa Capri στο Λος Άντζελες, όπου και ανακάλυψε πως δεν υπήρχε τραπέζι. Ο ηθοποιός Τζέιμς Ντην, που τότε έκανε τα γυρίσματα του Γίγαντα, προσκάλεσε τον Γκίνες να καθίσει στο δικό του τραπέζι. Κατά τη διάρκεια του γεύματος, ο Ντην μιλούσε για το νέο του αυτοκίνητο, μια Porsche 550 Spyder. Αφήνοντας το εστιατόριο, ο Ντην επέμενε να δείξει το αυτοκίνητο στον Γκίνες, ο οποίος του είπε: “Σε παρακαλώ, μην μπεις ποτέ μέσα. Αν το κάνεις, θα είσαι νεκρός σε μία εβδομάδα.” Ο Ντην σκοτώθηκε σε μοιραίο αυτοκινητιστικό δυστύχημα με την Porsche, την επόμενη Παρασκευή, 30 Σεπτεμβρίου.
Βραβεύσεις και υποψηφιότητες
Ο Σερ Άλεκ Γκίνες έγινε Διοικητής του Τάγματος της Βρετανικής Αυτοκρατορίας το 1955 και Ιππότης το 1959. Έγινε Τιμητικός Σύντροφος το 1994 σε ηλικία 80 ετών. Διαθέτει δικό του αστέρι στη Λεωφόρο της Δόξας στο Χόλιγουντ.
Βραβεία Αμερικανικής Ακαδημίας Κινηματογράφου
Βράβευση:
1958: Α' Ανδρικής Ερμηνείας για την ταινία Η Γέφυρα του Ποταμού Κβάι
1980: Τιμητικό Βραβείο Συνολικής Προσφοράς στον Κινηματογράφο
Υποψηφιότητα:
1953: Α' Ανδρικής Ερμηνείας για την ταινία The Lavender Hill Mob
1959: Διασκευασμένου Σεναρίου για την ταινία The Horse's Mouth
1979: Β' Ανδρικής Ερμηνείας για την ταινία Ο Πόλεμος των Άστρων
1989: Β' Ανδρικής Ερμηνείας για την ταινία Μικρή Ντορίτ
Βραβεία Βρετανικής Ακαδημίας Κινηματογράφου (BAFTA)
Βράβευση:
1958: Καλύτερου Βρετανού Ηθοποιού για την ταινία Η Γέφυρα του Ποταμού Κβάι
1980: Α' Ανδρικής Ερμηνείας για την ταινία Tinker, Tailor, Soldier, Spy
1983: Α' Ανδρικής Ερμηνείας για την ταινία Smiley's People
Υποψηφιότητα:
1956: Καλύτερου Βρετανού Ηθοποιού για την ταινία The Prisoner
1960: Διασκευασμένου Σεναρίου για την ταινία The Horse's Mouth
1961: Καλύτερου Βρετανού Ηθοποιού για την ταινία Tunes Of Glory
1986: Α' Ανδρικής Ερμηνείας για την παραγωγή Great Performances: Monsignor Quixote (#15.1)
Διεθνές Κινηματογραφικό Φεστιβάλ του Βερολίνου
Βράβευση:
1988: Τιμητική Χρυσή Άρκτος
Βραβεία Emmy
Υποψηφιότητα:
1960: Εξαίρετης Σόλο Ερμηνείας από Ηθοποιό για το The Wicked Scheme of Jebal Deeks
1983: Εξαίρετης Α' Ανδρικής Ερμηνείας σε Σύντομη Σειρά ή Σπέσιαλ για το Smiley's People
European Film Awards
Βράβευση:
1996: Τιμητικό Βραβείο Συνολικής Προσφοράς στον Κινηματογράφο
Χρυσές Σφαίρες
Βράβευση:
1958: Α' Ανδρικής Κινηματογραφικής Ερμηνείας για την ταινία Η Γέφυρα του Ποταμού Κβάι
Υποψηφιότητα:
1978: Β' Ανδρικής Κινηματογραφικής Ερμηνείας για την ταινία Ο Πόλεμος των Άστρων
1989: Β' Ανδρικής Κινηματογραφικής Ερμηνείας για την ταινία Μικρή Ντορίτ
National Board of Review
Βράβευση:
1950: Καλύτερου Ηθοποιού για την ταινία 13ος Κληρονόμος
1957: Καλύτερου Ηθοποιού για την ταινία Η Γέφυρα του Ποταμού Κβάι
Διεθνές Κινηματογραφικό Φεστιβάλ της Βενετίας
Βράβευση:
1958: Καλύτερου Ηθοποιού για την ταινία The Horse's Mouth
Βασίλης Καζάκος, ήταν Έλληνας ζωγράφος, αγιογράφος και χαράκτης, διετέλεσε καθηγητής στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών του Πανεπιστημίου της Αθήνας
Βασίλης Καζάκος
Ο Βασίλης Καζάκος, ήταν Έλληνας ζωγράφος, αγιογράφος και χαράκτης. Διετέλεσε καθηγητής στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών του Πανεπιστημίου της Αθήνας. (1945 - 4 Αυγούστου 2006)
Βιογραφία
Γεννήθηκε το 1945 στα Ιωάννινα και ολοκλήρωσε τις γυμνασιακές του σπουδές στη Ζωσιμαία Σχολή. Την ίδια εποχή ήρθε για πρώτη φορά σε επαφή με τη ζωγραφική πλάι στον πατέρα του, Γεώργιο.
Σπούδασε χαρακτική στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών, έχοντας ως δασκάλους τους Κωνσταντίνο Γραμματόπουλο και τον Νίκο Νικολάου ενώ ταυτόχρονα παρακολούθησε μαθήματα σκηνογραφίας στο εργαστήριο του Βασίλη Βασιλειάδη.
Από το 1977 μέχρι και το θάνατό του, διετέλεσε καθηγητής στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών καθώς και διευθυντής στον τομέα της χαρακτικής.
Νωρίτερα, είχε εργαστεί μεταξύ άλλων, ως συντηρητής του Βυζαντινού και Χριστιανικού Μουσείου. Παράλληλα, ασχολήθηκε ενεργά με την αγιογραφία για διάστημα περίπου είκοσι ετών.
Έργα του έχουν παρουσιαστεί σε εγχώριες και ξένες εκθέσεις, παραστάσεις και συναυλίες. Πραγματοποίησε από το 1974 μέχρι το 2003 ατομικές εκθέσεις σε διάφορα μέρη της Ελλάδας ( Αθήνα, Ιωάννινα, Ρέθυμνο και Βόλος ) ενώ συμμετείχε σε πληθώρα ομαδικών εκθέσεων σε διάφορες χώρες ( Ελλάδα, Γαλλία, Ιταλία, Γερμανία, Ταϊβάν κ.ά. ).
Ο Βασίλης Καζάκος, υπήρξε ιδρυτικό μέλος καλλιτεχνικών φορέων όπως η Ένωση Ελλήνων Χαρακτών, το Επιμελητήριο Εικαστικών Τεχνών Ελλάδος, η Ένωση Αποφοίτων της ΑΣΚΤ και ο Πανελλήνιος Σύλλογος Ζωσιμάδων ενώ ήταν μέλος της Τράπεζας Τέχνης του Τόκιο.
Απεβίωσε στις 4 Αυγούστου του 2006 στα Ιωάννινα όντας προσβεβλημένος από καρκίνο.
Σπουδές
Παράλληλα με τις Γυμνασιακές Σπουδές στη Ζωσιμαία Σχολή τα πρώτα μαθήματα ζωγραφικής τα πήρε κοντά στον πατέρα του Γιώργο Καζάκο
1965 : Προκαταρκτικό Εργαστήριο της ΑΣΚΤ με δάσκαλο τον Νίκο Νικολάου
1966-1971 : Εργαστήριο Χαρακτικής της ΑΣΚΤ με δάσκαλο τον Κώστα Γραμματόπουλο (έπαινος: Γυμνό - Χαλκογραφία, έπαινος: Σύνθεση - Έγχρωμη Ξυλογραφία)
1969-1971 : Φροντιστήριο Σκηνογραφίας με δάσκαλο τον Βασίλη Βασιλειάδη
Εκπαιδευτική δραστηριότητα
από το 1977 Διδάσκει στην ΑΣΚΤ ως Βοηθός, Επιμελητής, Λέκτορας
1992 : Εκλέγεται Επίκουρος Καθηγητής στην ΑΣΚΤ
1999 : Εκλέγεται Αναπληρωτής Καθηγητής στην ΑΣΚΤ
Ατομικές Εκθέσεις
1974 : Γκαλερί Σύγχρονη Χαρακτική, Αθήνα
1990 : Γκαλερί Αργώ (Αθήνα)
1991 : Αίθουσα Τέχνης (Ναύπλιο)
1991 : Γκαλερί Έκφραση (Θεσσαλονίκη)
1992 : “Ηπειρώτικα ‘92”, Πνευματικό Κέντρο Δήμου Ιωαννίνων (Γιάννενα)
1992 : Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας, Βόλος
1998 : Ρέθυμνο, Κρήτη
1998 : Γκαλερί Έκφραση, Γλυφάδα
1998 : “Η Ελιά” (Ζωγραφική), Παγκόσμιο Συνέδριο Γευσιγνωσίας, Ηράκλειο
2000 : Ατομική Πνευματικό κέντρο Δήμου Πρέβεζας
2001 : Ατομική “Gallery ADAM” (με θέμα Ελιά και λάδι)
2001 : Πνευματικό Κέντρο Δήμου Ιωαννίνων
2001-2002 : Ατομική Gallery Αμυμώνη, Ιωάννινα
Επιλογή από τις κυριότερες ομαδικές εκθέσεις
1969 : Γκαλερί Hilton, Αθήνα
1970 : Αίθουσα Τέχνης, Θεσσαλονίκη
1971 : Γκαλερί Σταυρακάκη, Ηράκλειο, Κρήτη
1975 : “Ηπειρωτικά ‘75”, Ιωάννινα
“Πανελλήνια ‘75”, Ζάππειο, Αθήνα
1976 : Γκαλερί Σύγχρονη Χαρακτική, Αθήνα Ηπειρωτικά, Γιάννενα
Πνευματικό Κέντρο του Δήμου Αθηναίων, Αθήνα
1977 : “Ηπειρωτικά ‘77”, Γιάννενα
1982 : Πνευματικό Κέντρο του Δήμου Αθηναίων, Αθήνα
“Ηπειρωτικά ‘82”, Γιάννενα
1983 : Εθνική Πινακοθήκη, Ρόδος “Νικοπόλεια ‘83”, Πρέβεζα
1985 : “Αφιέρωμα στην ΑΣΚΤ”, Κέντρο Τεχνών Άποψη, Αθήνα
“Σύγχρονη Ελληνική Χαρακτική”, Πνευματικό Κέντρο του Δήμου Αθηναίων
1987 : Ένωση Ελλήνων Χαρακτών, Κολέγιο Αθηνών
Αίθουσα Εταιρείας Ηπειρωτικών Μελετών, Γιάννενα
1988 : Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης Γουλανδρή, Άνδρος
Ένωση Ελλήνων Χαρακτών, Δημοτικό Θέατρο Βόλου
Πνευματικό Κέντρο Δήμου Αγρινίου
1985 : “Αφιέρωμα στην ΑΣΚΤ”, Κέντρο Τεχνών Άποψη, Αθήνα
“Σύγχρονη Ελληνική Χαρακτική”, Πνευματικό Κέντρο του Δήμου Αθηναίων
1987 : Ένωση Ελλήνων Χαρακτών, Κολέγιο Αθηνών
Αίθουσα Εταιρείας Ηπειρωτικών Μελετών, Γιάννενα
1988 : Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης Γουλανδρή, Άνδρος
Ένωση Ελλήνων Χαρακτών, Δημοτικό Θέατρο Βόλου
Πνευματικό Κέντρο Δήμου Αγρινίου
1989 : “Αφιέρωμα στην Αρμενία”, Εθνική Πινακοθήκη, Αθήνα
Ένωση Ελλήνων Χαρακτών, Βελλίδειο Πολιτιστικό Κέντρο, Θεσσαλονίκη
“Από τη συλλογή της Ιωνικής Τράπεζας”, Πινακοθήκη Πιερίδη, Αθήνα
1990 : Γκαλερί Αμυμώνη, Γιάννενα
“Ελληνική Χαρακτική”, Αθήνα
Πνευματικό Κέντρο του Δήμου Αγρινίου
1991 : Θέατρο Κολεγίου Αθηνών
1992 : Πνευματικό Κέντρο του Δήμου Ιωαννίνων
Ένωση Ελλήνων Χαρακτών, Μουσείο Κοτοπούλη, Αθήνα
Γκαλερί Άνεμος, Κηφισιά
“Έλληνες Χαράκτες για την Μακεδονία”, Βελλίδειο Πολιτιστικό Κέντρο, Θεσσαλονίκη
1995 : Εθνική Πινακοθήκη, για την σύσταση Μουσείου στη Φλώρινα, Αθήνα
Ελληνική Χαρακτική, Γκαλερί Ώρα, Αθήνα
1997 : “60 Χρόνια Πανηπειρωτική”, Ζάππειο
1998 : “Εικαστικός Κύκλος”, (Ζωγραφική), Αθήνα
“Πορτρέτα του Ρήγα”, Εταιρεία Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού, Αθήνα
1999 : Αίθουσα Τέχνης Λάβα, Θεσσαλονίκη
Πνευματικό Κέντρο του Δήμου Ηγουμενίτσας
2002 : Ομαδική Πνευματικό Κέντρο Δήμου Καλαμάτας με θέμα «Οι δρόμοι του Λαδιού»
2003 : Ομαδική Ύδρα- Έργα Ελλήνων Καλλιτεχνών του 20ου αιώνα
2003 : Ομαδική Εικαστικός Κύκλος – Ζωγραφική
2003 : Ομαδική έκθεση στην αίθουσα τέχνης του Δήμου Νεαπόλεως Θεσσαλονίκης
2004 : Ομαδική έκθεση «Ακρίτες της Ευρώπης» «Βυζάντιο και Χριστιανικό Μουσείο», Αθήνα
2004 : Ιωάννινα «Λαογραφικό Μουσείο Κώστα Φρόντζου»
2004 : Κάρπαθος «Πνευματικό Κέντρο Δήμου Καρπάθου»
2004 : Θεσσαλονίκη «Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού»
2004 : Παρίσι Μουσείο “Art et trandision popiles”
2004 : Μουσείο Ευρωπαϊκού και Μεσογειακού Πολιτισμού (Μασσαλία)
2004 : «Ελλάδας εγκώμιον», Ακαδημία Αθηνών
2005 : Φεβρουαρ. «Δήμος Περιστερίου»
2005 : Δημοτική Πινακοθήκη Λάρισας – Μουσείο Κατσίγρα
2006 : Τιμητική παρουσίαση στην ομαδική έκθεση στα Γιάννενα «Ζωσιμάδων Δράσεις 2006 και Ευεργετισμός»
Συμμετοχή σε διεθνείς εκθέσεις
1984 : Intergraphik ’84, Ανατολικό Βερολίνο
1985 : Montreal & Mans, Παρίσι
1989 : 1η Μεσογειακή Biennale, Άγιος Νικόλαος, Κρήτη
Biennale, Βάρνα
1990 : 3η Μεσογειακή Biennale, Ιταλία
1991 : The 5th International Biennale Print Exhibit, Taiwan
Έκθεση Σύγχρονης Ελληνικής Χαρακτικής, Δημοτική Πινακοθήκη, Μπρατισλάβα
1992 : “Xylon Museum”, Γερμανία
1994 : “17 Griechische Grafiker in Xylon Museum”, Γερμανία
Κτίριο της Ουνέσκο, Παρίσι
Galerie Ashkal, Βυρητός
Konschthaus Beim Engel, Λουξεμβούργο
Πινακοθήκη Julius Jakobi, Κόζιτσε, Σλοβακία
Hirsch Palace, Σβέτζιγκεν, Γερμανία
1998 : “Foculijations du Regard”, Κτίριο Δυτικοευρωπαϊκής Ένωσης, Προεδρία της Ελλάδας (Ιανουάριος – Ιούνιος 1998)
Παράλληλες δραστηριότητες
1963-1965 : Εικονογραφήσεις βιβλίων, Αφίσες, Διαφημίσεις, Μονόφυλλα, Φωτομπούστα.
Τίτλοι για τον κινηματογράφο στις διαφημιστικές εταιρείες «Πισσάνος», Περλ & Ντην (στην Περλ & Ντην είχε μάστορα τον Γιώργο Φαϊνό).
1960-1980 : Αγιογράφησε πλάι στον πατέρα του πολλές εκκλησίες της Ηπείρου
1980-1983 : Αγιογράφησε και φιλοτέχνησε την εκκλησία της Παναγίας στη Δοβρά (Ασπράγγελοι Ζαγορίου Ιωαννίνων)
1965-1970 : Ως συντηρητής του Βυζαντινού Μουσείου εργάστηκε σε εκκλησίες στο Φοδέλε, στις Μοίρες, κ.ά.
Εκπομπές
1990 : Συνέντευξη στο Κώστα Κωβαίο, εκπομπή Δήμητρας Γκουντούνα, ΝΕΤ
1992 : Συνέντευξη - επίδειξη χάραξης και εκτύπωσης ξυλογραφίας, Κανάλι Θεσσαλίας
1996 : “Ζωγραφική Τριλογία του Νησιού της Λίμνης των Ιωαννίνων”, συνέντευξη, ΕΡΤ1, ΕΡΤ2, κανάλι Ιωαννίνων.
1997 : “Επαγγέλματα που χάνονται”, εκπομπή Συν & Πλην, ΕΡΤ2.
Αναθέσεις έργων
1995 : Πανελλήνιος Σύλλογος Ζωσιμάδων (φιλοτέχνηση σήματος)
1997 : “Νικολίδης και Ρήγας Φεραίος”, έγχρωμη ξυλογραφία, (ανάθεση από το Ίδρυμα Κατσάρη, για να αναπαραχθεί και να τοποθετηθεί σε όλα τα σχολεία του Νομού Ιωαννίνων), “Μοναστήρια Νησιού”, ξυλογραφία (ανάθεση της Μητρόπολης Ιωαννίνων)
1998 : “Πανηπειρωτική 60 χρόνια”, αφίσα (ανάθεση από την Πανηπειρωτική)
1999 : “Ειρήνη στα Βαλκάνια”, αφίσα (ανάθεση από την Νομαρχία Ιωαννίνων)
2000 : Πανόραμα Χαρακτικής Πινακοθήκη Πιερίδη.
Έργα του υπάρχουν σε ιδιωτικές συλλογές στην Ελλάδα, Φιλανδία, Σουηδία, ΗΠΑ, Αργεντινή, Ιταλία, στις Πινακοθήκες των Δήμων Αθηναίων, Ρόδου, Ιωαννίνων, Φλώρινας, στο Υπουργείο Πολιτισμού καθώς και στις συλλογές πολλών ελληνικών Τραπεζών.
Είναι μέλος στην Τράπεζα Τέχνης του Τόκιο
Ιδρυτικό μέλος της Ένωσης Ελλήνων Χαρακτών.
Ιδρυτικό μέλος της Ένωσης Αποφοίτων ΑΣΚΤ.
Ιδρυτικό μέλος του Συλλόγου των Αποφοίτων της Ζωσιμαίας Σχολής Ιωαννίνων και μέλος της συντακτικής επιτροπής του Περιοδικού "Ζωσιμάδες"
Διευθυντής του τομέα Χαρακτικής της ΑΣΚΤ.
Μέλος του γνωμοδοτικού συμβουλίου των ΕΛΤΑ (Ελληνικά Ταχυδρομεία).
Λούις Άρμστρονγκ, ήταν Αμερικανός μουσικός της τζαζ από τους δημοφιλέστερους τζαζ μουσικούς του 20ού αιώνα, διακρίθηκε αρχικά ως τρομπετίστας και αργότερα ως τραγουδιστής
Λούις Άρμστρονγκ
Ο Λούις Άρμστρονγκ ήταν Αμερικανός μουσικός της τζαζ. (Γνωστός και με τα προσωνύμια Satchmo ή Pops) - (4 Αυγούστου 1901 – 6 Ιουλίου 1971)
Υπήρξε μία χαρισματική προσωπικότητα και καινοτόμος ερμηνευτής, με πλούσια μουσικά προσόντα και σημαντική συνεισφορά στο είδος. Αποτελεί σήμερα έναν από τους δημοφιλέστερους τζαζ μουσικούς του 20ού αιώνα. Διακρίθηκε αρχικά ως τρομπετίστας και αργότερα ως τραγουδιστής.
Νεανικά χρόνια
Ο Άρμστρονγκ γεννήθηκε στις 4 Αυγούστου του 1901, στη Νέα Ορλεάνη. Υπήρξε γιος φτωχής οικογένειας, την οποία ο πατέρας του, Γουίλλιαμ Άρμστρονγκ, εγκατέλειψε όταν ο Λούις Άρμστρονγκ ήταν ακόμα σε βρεφική ηλικία.
Η ενασχόλησή του με τη μουσική ξεκίνησε όταν άρχισε να μαθαίνει κορνέτο συμμετέχοντας στην ορχήστρα του αναμορφωτηρίου New Orleans Home for Colored Waifs, όπου κατέληξε αρκετές φορές εξαιτίας εγκληματικής συμπεριφοράς, με πιο χαρακτηριστικό περιστατικό, αυτό που συνέβη κατά τη διάρκεια ενός πρωτοχρονιάτικου εορτασμού, όταν ο Άρμστρονγκ πυροβόλησε στον αέρα με το όπλο του πατέρα του.
Ακολουθούσε συχνά τις παρελάσεις της τοπικής ορχήστρας των πνευστών ενώ παράλληλα προσπαθούσε να παρακολουθήσει παλαιότερους μουσικούς, όπως τον Μπανκ Τζόνσον και κυρίως τον Κινγκ Όλιβερ, ο οποίος αποτελούσε ένα είδος πατρικής φιγούρας για τον Λούις Άρμστρονγκ.
Αργότερα, συμμετείχε κι ο ίδιος σε ορχήστρες ενώ ξεκίνησε να περιοδεύει ως μουσικός με την ορχήστρα του πιανίστα Fate Marable, η οποία έπαιζε πάνω σ' ένα ατμόπλοιο που διέσχιζε τον Μισισίπι. Ο Άρμστρονγκ παρομοίασε την περίοδο αυτή με τη φοίτηση σε ένα πανεπιστήμιο, καθώς αποκόμισε σημαντικές εμπειρίες και γνώσεις. Το 1919, όταν ο Κινγκ Όλιβερ εγκατέλειψε την πόλη της Νέας Ορλεάνης, ο Άρμστρονγκ τον αντικατέστησε στην ορχήστρα του Έντουαρντ "Κιντ" Όρι, που αποτελούσε εκείνη την εποχή μία από τις πιο δημοφιλείς τζαζ ορχήστρες.
Πρώτα καλλιτεχνικά βήματα
Το 1922 εγκαταστάθηκε στο Σικάγο, έπειτα από πρόσκληση του Κινγκ Όλιβερ να συμμετάσχει στην ορχήστρα του (Creole Jazz Band). Από τις αρχές της δεκαετίας του 1920, το Σικάγο αποτελούσε το κυρίαρχο κέντρο της τζαζ και η ορχήστρα του Όλιβερ ήταν μία από τις σημαντικότερες. Ο Άρμστρονγκ συμμετείχε για πρώτη φορά σε ηχογραφήσεις, ως δεύτερος κορνετίστας, το 1923.
Αν και η συνεργασία του με τον Όλιβερ ήταν αρμονική, μετά από παρότρυνση της πιανίστριας και σύζυγου του, Λιλ Χάρντιν Άρμστρονγκ, εγκαταστάθηκε το 1924 στη Νέα Υόρκη και συμμετείχε στην ορχήστρα του Φλέτσερ Χέντερσον, για τις ανάγκες της οποίας άρχισε να παίζει τρομπέτα. Τον επόμενο χρόνο επέστρεψε στο Σικάγο όπου ξεκίνησε να ηχογραφεί ως ηγέτης των συγκροτημάτων Hot Five και Hot Seven, σημειώνοντας επιτυχίες, όπως τα κομμάτια Potato Head Blues, Muggles (όρος αργκό για την μαριχουάνα, της οποίας ήταν χρήστης ο Άρμστρονγκ) και West End Blues (σύνθεση του Κινγκ Όλιβερ). Η εισαγωγή του Άρμστρονγκ στο West End Blues, παραμένει ως σήμερα ένας από τα διασημότερους αυτοσχεδιασμούς στην ιστορία της τζαζ.
Το 1929 επέστρεψε στη Νέα Υόρκη και τον επόμενο χρόνο εγκαταστάθηκε στο Λος Άντζελες πριν ξεκινήσει να περιοδεύει στην Ευρώπη. Έχοντας αναλώσει αρκετά χρόνια περιοδεύοντας, εγκαταστάθηκε μόνιμα στο Κουίνς της Νέας Υόρκης, το 1943 συνεχίζοντας να εξελίσσει το παίξιμό του. Για τα επόμενα τριάντα χρόνια, ο Άρμστρονγκ έδινε περισσότερες από 300 συναυλίες το χρόνο, αν και κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1940, οι μεγάλες ορχήστρες σταδιακά εγκαταλείφθηκαν, λόγω του οικονομικού κόστους συντήρησής τους και του μειωμένου ενδιαφέροντος του κοινού για αυτές.
The All Stars
Το 1947, κατόπιν μίας πολύ επιτυχημένης συναυλίας του Άρμστρονγκ με τον Jack Teagarden και ένα μικρό μουσικό σχήμα στη Νέα Υόρκη, αποφάσισε να εγκαταλείψει την δομή της μεγάλης ορχήστρας, καθιερώνοντας ένα μικρότερο εξαμελές μουσικό συγκρότημα, το οποίο ονομαζόταν Louis Armstrong and his All Stars. Σε αυτό μετείχαν, μεταξύ άλλων, ο Teagarden, ο Ερλ Χάινς, καθώς και άλλοι σημαντικοί μουσικοί του σουίνγκ ή του ντίξιλαντ.
Με τους All Stars, ο Άρμστρονγκ πραγματοποίησε αρκετές ηχογραφήσεις, ενώ εμφανίστηκε και σε περισσότερες από τριάντα ταινίες. Το 1964, ηχογράφησε τον πιο επιτυχημένο εμπορικά δίσκο του, περιλαμβάνοντας την ηχογράφησή του για τη σύνθεση Hello, Dolly! του Τζέρι Χέρμαν. Το τραγούδι αναρριχήθηκε στην πρώτη θέση των μουσικών καταλόγων και ο Άρμστρονγκ αποτέλεσε τον γηραιότερο μουσικό που πέτυχε μία τέτοια διάκριση, σε ηλικία 63 ετών.
Υπήρξε ενεργός και συνέχισε να δίνει συναυλίες μέχρι το θάνατό του. Στις τελευταίες του εμφανίσεις, αν και σε προχωρημένη ηλικία, ερμήνευε συχνά κομμάτια από μνήμης. Περιόδευσε επίσης στην Αφρική, την Ευρώπη και την Ασία, κάτω από τη χορηγία του State Department των ΗΠΑ.
Οι περιοδείες αυτές είχαν ιδιαίτερη απήχηση, γεγονός που οδήγησε στον χαρακτηρισμό του Άρμστρονγκ ως "πρέσβη Satch".
Πέθανε το 1971 από καρδιακή προσβολή, σε ηλικία 70 ετών και ενώ το προηγούμενο βράδυ είχε εμφανιστεί στο ξενοδοχείο Waldorf Astoria.
Προσωνύμια
Το προσωνύμιο Satchmo ή Satch (συντομεύσεις του όρου Satchelmouth) περιγράφουν την έκφραση του προσώπου του κατά τη διάρκεια του παιξίματος της τρομπέτας.
Το 1932, ο τότε εκδότης της βρετανικής μουσικής εφημερίδας Melody Maker, Percy Brooks, υποδέχθηκε τον Άμστρονγκ στο Λονδίνο με τον χαιρετισμό "Hello, Satchmo!", συντομεύοντας δηλαδή τον όρο Satchelmouth, και έκτοτε καθιερώθηκε. Στις αρχές της σταδιοδρομίας του ήταν επίσης γνωστός με το προσωνύμιο Dippermouth.
Ο Άρμστρονγκ τοποθετούσε την τρομπέτα στα χείλη του με τέτοιο τρόπο, ώστε μετά από αρκετή ώρα σχηματιζόταν ένα μικρό βαθούλωμα (αγγλ. dip) στο πάνω χείλος του, εμφανές και σε αρκετές φωτογραφίες εκείνης της περιόδου.
Το γεγονός αυτό οδήγησε κάποια στιγμή και στην αφοσίωσή του στο τραγούδι, καθώς για ένα διάστημα δεν ήταν δυνατό να παίζει τρομπέτα, αν και αργότερα τροποποίησε τον τρόπο παιξίματός του ώστε να συνεχίσει. Οι μουσικοί με τους οποίους συνεργαζόταν και οι φίλοι του τον αποκαλούσαν συνήθως Pops, όπως και ο ίδιος αποκαλούσε εκείνους αντίστοιχα.
Μουσική
Στα πρώτα στάδια της εξέλιξής του, ο Άρμστρονγκ διακρίθηκε ως βιρτουόζος του κορνέτου και της τρομπέτας. Οι πιο σημαντικές από τις πρώτες του ηχογραφήσεις αναδείχθηκαν μέσα από τα μουσικά σχήματα των Hot Five και Hot Seven και οι αυτοσχεδιασμοί του Άρμστρονγκ σε αυτές, αποτελούν μέχρι σήμερα σημείο αναφοράς για την μελωδικότητά, τις καινοτομίες και τον εκλεπτυσμό τους. Είχε επίσης σημαντική συνεισφορά στην ανάδειξη του ρόλου τού σολίστα, συμβάλλοντας στην μετατροπή του είδους της τζαζ, από μία συλλογική κατά βάση μουσική, σε μία μορφή τέχνης με μεγάλα περιθώρια αυτόνομης έκφρασης του μουσικού.
Στην πορεία των χρόνων, ο Άρμστρονγκ ενδιαφέρθηκε έντονα και για το τραγούδι. Αν και δεν ήταν ο πρώτος που το χρησιμοποίησε, ανέδειξε σε μεγάλο βαθμό και κατέστησε δημοφιλές, το αποκαλούμενο σκατ τραγούδι (scat singing), δηλαδή τραγούδι χωρίς λόγια, με άναρθρους φθόγγους, το οποίο και ενσωμάτωσε στο ρεπερτόριό του.
Κατά τη διάρκεια της μουσικής του σταδιοδρομίας, συνεργάστηκε είτε ως τραγουδιστής είτε ως τρομπετίστας, με μερικούς από τους σημαντικότερους μουσικούς της τζαζ, μεταξύ αυτών ο Ντιούκ Έλινγκτον, η Έλλα Φιτζέραλντ, ο Μπινγκ Κρόσμπι, ο Φλέτσερ Χέντερσον και η Μπέσι Σμιθ. Με την Έλλα Φιτζέραλντ ηχογράφησε συνολικά τρεις δίσκους: Ella and Louis, Ella and Louis Again και Porgy and Bess. Οι τελευταίες σημαντικές του ηχογραφήσεις καταγράφονται στη δεκαετία του 1950 ενώ το μεγαλύτερο μέρος της ύστερης δισκογραφίας του χαρακτηρίζεται συνήθως από τους κριτικούς ως υπεραπλουστευτικό ή τυποποιημένο, αν και δεν του στέρησε την εμπορική απήχηση. Μία από τις τελευταίες εμπορικές επιτυχίες του Άρμστρονγκ υπήρξε η ερμηνεία του στο τραγούδι What a Wonderful World (1968), το οποίο παρέμεινε στην κορυφή των βρετανικών μουσικών καταλόγων για ένα μήνα, ενώ το 1987 χρησιμοποιήθηκε στην ταινία Good Morning, Vietnam και γνώρισε ακόμα μεγαλύτερη επιτυχία.
Ο Λούις Άρμστρονγκ επηρεάστηκε από ένα ευρύ φάσμα μουσικών ειδών, πέρα από την τζαζ και το μπλουζ, τη λαϊκή λατινοαμερικανική παράδοση, τις κλασικές συμφωνίες και την όπερα και ενσωμάτωσε στοιχεία αυτών στις εμφανίσεις του.
Γιώργος Μουφλουζέλης, Έλληνας τραγουδιστής του ρεμπέτικου
Γιώργος Μουφλουζέλης
Ο Γιώργος Μουφλουζέλης, ήταν Έλληνας τραγουδιστής του ρεμπέτικου. (Μυτιλήνη, 1912 - 4 Αυγούστου 1991)
Άφησε σημαντικά τραγούδια, όπως «Ο ψαράς μέσα στη χώρα», «Εγώ δεν έχω βγάλει το σχολείο» (το οποίο ερμήνευσε αργότερα και ο Γιώργος Νταλάρας), «Κάηκε μια συνοικία» κ.ά.
Ο δίσκος «50 Χρόνια Ρεμπέτικο Τραγούδι» πέτυχε ρεκόρ πωλήσεων και είναι ο πρώτος πλατινένιος δίσκος στην ιστορία της ελληνικής δισκογραφίας.
Πέθανε στο Γαλάτσι.
Λαϊκός δημιουργός με τη χαρακτηριστική βραχνή φωνή, ο Γιώργος Μουφλουζέλης γεννήθηκε το 1912 στη Μυτιλήνη, από οικογένεια φτωχική.
Αχθοφόρος ο πατέρας, όμως καλός νοικοκύρης, μια και «δεν άφησε τα παιδιά του να πεινάσουν», αυστηρός και απόμακρος για τον ίδιο και για τα μικρότερα 3 αδέλφια του, και η μάνα, νοικοκυρά, αφοσιωμένη στα παιδιά της.
Από το σχολείο τον σταμάτησε ο πατέρας του μετά τη δευτέρα δημοτικού για να δουλέψει, και μάλιστα πολύ σκληρά για ένα παιδί της ηλικίας του, στην οικοδομή.
«Στη ζωή μου μαρτύρησα από παιδί» θα πει. «Τότες τα γιαπιά δεν ήταν σαν τα σημερινά. Πολλές φορές κουβαλάγαμε πέτρες από εκατό μέτρα μακριά. Ούτε στον εχτρό σου...».
Έτσι, ο αγώνας για το μεροκάματο άρχισε νωρίς για το «Γιωργέλι», ένας αγώνας που θα συνεχιστεί όμως και σε όλη του τη ζωή, είτε ως χτίστης είτε ως μουσικάντης, αργότερα. Το περιβάλλον της ιδιαίτερης πατρίδας του ήταν πλούσιο σε μουσικές. Δημοτικοί ρυθμοί, ο νησιώτικος καρσιλαμάς, ο καλαματιανός, το ζεϊμπέκικο, το οποίο ειδικά στη Μυτιλήνη βρίσκεται μέσα στον δημοτικό – λαϊκό κύκλο της παράδοσης, το σμυρνέϊκο, ήταν οι ήχοι που γέμισαν τα αυτιά του από τα μικράτα του.
Ό,τι αργότερα θα συνθέσει και θα τραγουδήσει είναι παραλλαγή, διασκευή ή έμπνευση από αυτή την πλούσια μουσική παρακαταθήκη. Η λαϊκή μουσική όμως από νωρίς ασκούσε επάνω του μια ισχυρή έλξη.
«Μ’ άρεζαν τα τραγούδια που στίχος και μουσική μοιάζανε παντρεμένα και άμα ήτανε καλή και η φωνή... ε, με έσφαζες...» θα πει στην αυτοβιογραφία του. Τα χασικλήδικα και τα κουτσαβάκικα τραγούδια τα πρωτάκουσε από το γραμμόφωνο και αργότερα στην εφηβεία και στη νεαρή ανδρική του ηλικία από τις παρέες του με τους μάγκες της Μυτιλήνης και με τους ρεμπέτες του Πειραιά. Από τα πρώτα του ακούσματα στο μπουζούκι, ο συντοπίτης του, ο βαρελάς ο Μιστόκλης, ο οποίος και τον μάγεψε.
Ένα μαντολίνο που ξέμεινε στο σπίτι τους χρησίμευσε πολύ στην προσπάθειά του να αποτυπώσει εκεί τις μουσικές που γέμιζαν τα αυτιά του. Έπειτα, οι φωνογραφητζήδες, όπου κάθε Σαββατόβραδο ακουμπούσε το χαρτζηλίκι που του έμενε, μια και τα λεφτά που έβγαζε από τη δουλειά στα γιαπιά, πήγαιναν στην οικογένεια.
Τελικά, έμαθε μπουζούκι εντελώς μόνος του, με βάση τα ακούσματα που είχε, πραγματικά αυτοδίδακτος στο όργανο αυτό, όπως και στον τζουρά και στον μπαγλαμά, τα οποία επίσης έμαθε να παίζει.
Κάποιες περιοδείες του στη Σύρο, Τήνο και Σάμο όπου έπαιζε ο ίδιος μπουζούκι και ένας φίλος του κιθάρα, στα 22 του χρόνια, ήταν μια πρώτη εμπειρία, και ερασιτεχνική αλλά και «επαγγελματική» με το όργανο.
Κατά τη διάρκεια της Κατοχής έπαιζε και πάλι μπουζούκι στη Μυτιλήνη και στα γύρω χωριά. Ήταν και αυτή μια πολύτιμη εμπειρία για το νεαρό Γιώργη, γιατί εκείνη την εποχή απαγορευόταν να βγάλει πιατάκι, μια και αυτό θεωρείτο επαιτεία.
Έτσι, αναγκαστικά, έγινε μουσικάντης χωρίς να το θέλει, γιατί «μουσικάντης είναι αυτός που ξέρει να μπει στο πνεύμα του ανθρώπου, που διαλέγει να παίξει το τραγούδι που αρέσει», ώστε να τον «φιλοτιμήσει» και η πληρωμή να έρθει από μόνη της, χωρίς να το ζητήσει ο μουσικάντης!
Μετά τη στρατιωτική θητεία του το 1933 στη Μυτιλήνη, αποφάσισε να καταταγεί στη Χωροφυλακή, μια και ο μισθός ήταν ικανοποιητικός για τα δεδομένα της εποχής. Διορισμένος πια χωροφύλακας στη Σάμο, δεν του πήγαινε η ψυχή του να φορτώνει με μηνύσεις φτωχούς πολίτες είτε γιατί δεν είχαν άδεια να σοβατίσουν είτε να ασβεστώσουν το καλύβι τους.
Το αποτέλεσμα ήταν πως όταν παρουσιάστηκαν αρκετοί από τους συναδέλφους του για να ζητήσουν απόλυση, ο Διοικητής κοίταξε να τους αλλάξει γνώμη και τους έπεισε να παραμείνουν στο Σώμα. Όταν έφτασε η σειρά του Γιώργη, μετά από μια ματιά στο υπηρεσιακό του σημείωμα, ακολούθησε ο παρακάτω διάλογος: Διοικητής: «Πότε είπαμε απολύεσαι;» Γιώργης: «Το Σάββατο» Διοικητής: «Έλα αύριο να σε απολύσω»...
Η γνωριμία του με τους ρεμπέτες
Από το 1930 ταξίδεψε αρκετές φορές ως την πρωτεύουσα, μια και είχε μεγάλη επιθυμία να γνωρίσει επαγγελματίες μπουζουκτσήδες και από το 1958 εγκαταστάθηκε μόνιμα πια στην Αθήνα. Πρώτη του γνωριμία ο Μπάτης, στο καφενείο του οποίου «Τα Τέσσερα Βάσανα, οι Έξι Πόνοι» - όπως το ονόμαζε ο ίδιος ο Μπάτης – έπιασε δουλειά ψήνοντας καφέδες.
Εκεί γνώρισε επίσης τον Βαμβακάρη, τον Δελιά, τον Παπαϊωάννου. Με τον Μπάτη συνδέθηκε με φιλία βαθιά, εκεί άκουσε τους «καλούς ταξιμιτζήδες που κάνανε όμορφα ταξίμια» με τα μπουζούκια του Μπάτη, τα οποία είχαν και ονόματα, ήταν ο «Μάγκας», ο «Δερβίσης», ο «Ασίκης». Με αφοπλιστική ειλικρίνεια ομολογεί ο Γιώργης πως πήρε κανά δυο μουσικές από τον Μπάτη, συγκεκριμένα για το τραγούδι «Πάρε, κόρη, το λουτρό σου» στο οποίο τραγούδι πρόσθεσε και δικούς του στίχους, πέρα από την πρώτη στροφή, που ήταν του Μπάτη.
Στη Μυτιλήνη, κατά τη διάρκεια της Κατοχής, γνώρισε και την πρώτη του γυναίκα. Για τη συντρόφισσα αυτή της ζωής του, με την οποία έζησε φτωχικά αλλά με πολλή αγάπη 15 χρόνια μέχρι που τους χώρισε ο θάνατός της, η τελευταία του σπαρακτική αναφορά είναι και η αποκαλυπτική του ονόματός της: «Τη γυναίκα μου τη λέγανε Παναγιώτα...».
Στην Αθήνα, μόνιμα εγκαταστημένος πια από το 1958, ήρθε αντιμέτωπος με τα κυκλώματα των εταιρειών του τραγουδιού. Ένιωσε πολύ καλά τι είναι «να είσαι φουκαράς, να παίρνεις καμιά δεκάρα και να κάνεις τουμπεκί». Τραγούδια του πέρασαν στη δισκογραφία με ονόματα άλλων και ο Γιώργης έπαιρνε ως αντάλλαγμα εκατό, διακόσιες ή τρακόσες δραχμές, ανάλογα με το πώς κοστολογούσαν κάθε φορά την ανάγκη του για επιβίωση.
Γνωρίστηκε με τον Απόστολο Καλδάρα, ο οποίος και του στάθηκε στη ζωή του φίλος πραγματικός στις δύσκολες στιγμές, την Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου, της οποίας η απλότητα, η καλοσύνη, κυρίως όμως το μοναδικό ταλέντο να σκαρώνει στίχους ή να επεμβαίνει αποφασιστικά και πετυχημένα όπου σκάλωνε ο στίχος, τον εντυπωσίασαν πάρα πολύ.
Στη ζωή του Γιώργη ήρθε και ένας δεύτερος, αποτυχημένος, γάμος, από τον οποίο απέκτησε ένα γιο, τον αγαπημένο του Σταυράκη. Το παιδάκι αυτό έμελλε να το αναστήσει εντελώς μόνος του, από δυο χρονών μωρό, πατέρας αλλά και μάνα μαζί γι αυτό, όταν η δεύτερη γυναίκα του και μάνα του παιδιού διάλεξε να φύγει μακριά τους. Για το Γιώργη ο αγώνας για την επιβίωση γίνεται πιο επιτακτικός και το πιατάκι συνεχιζόταν στις ταβέρνες και στα κουτούκια, τώρα πια μαζί με το παιδί.
Δισκογραφία
1972 - Το παλιό Ρεμπέτικο
1974 - Ο Μουφλουζέλης έρχεται
1974 - Το Ρεμπέτικο περιβόλι (Συμμετοχή)
1975 - Τα Αλλοιώτικα
1975 - Ζωγραφιές απ΄το Θεόφιλο (Συμμετοχή)
1977 - Τα μεράκια του Μουφλουζέλη
1980 - Μαζί και χωριστά
1986 - Εδώ είμαι εγώ
1994 - Επιτυχίες
Περισσότερα Άρθρα...
- Νικηφόρος Βρεττάκος, ήταν Έλληνας ποιητής, πεζογράφος, μεταφραστής και δοκιμιογράφος
- Πανουργιάς ή Δημήτριος Ξηρός, Έλληνος οπλαρχηγός του αγώνα 1821
- Μπέττυ Αρβανίτη, Ελληνίδα ηθοποιός θεάτρου και κινηματογράφου
- Γιώργος Ζωγράφος, ήταν Έλληνας ηθοποιός και τραγουδιστής, από τους σημαντικούς εκπροσώπους του "Νέου Κύματος"