Άρθρα
Αλεξάντερ Φλέμινγκ, Σκωτσέζος βιολόγος που βραβεύτηκε με βραβείο Νόμπελ για την ανακάλυψε μαζί με την σύζυγό του Αμαλία την πενικιλίνη
ΑΛΕΞΑΝΤΕΡ ΦΛΕΜΙΝΓΚ
Ο Αλεξάντερ Φλέμινγκ, Σκωτσέζος βιολόγος που βραβεύτηκε με βραβείο Νόμπελ για την ανακάλυψε μαζί με την σύζυγό του Αμαλία την πενικιλίνη.
Ο βιολόγος Αλεξάντερ Φλέμινγκ (Alexander Fleming) γεννήθηκε στις 6 Αυγούστου του 1881, σ’ ένα μικρό αγρόκτημα του Λόκφιλντ της Σκωτίας. Ήταν το τρίτο από τα επτά παιδιά της οικογένειας.
Αφού ολοκλήρωσε τις σπουδές του στο Πολυτεχνείο του Λονδίνου το 1897, βρήκε μια δουλειά γραφείου, όπου παρέμεινε ως το 1901, οπότε αποφάσισε να σπουδάσει Ιατρική στο Νοσοκομείο «St. Mary».
Τα επόμενα χρόνια εργάστηκε ως βοηθός στην ερευνητική ομάδα του Άλμροθ Ράιτ, δείχνοντας ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τη βακτηριολογία.
Όταν ξέσπασε ο πόλεμος μεταξύ της Μ. Βρετανίας και της Αγγλίας, ο Φλέμιγκ κατατάχθηκε στο ιατρικό σώμα του βασιλικού στρατού.
Εργάστηκε για την ανάπτυξη μιας θεραπείας που θα μείωνε τους θανάτους στρατιωτών από τις διάφορες μολύνσεις, υποστηρίζοντας ότι τα αντισηπτικά δεν ήταν αρκετά αποτελεσματικά. Ωστόσο, το εγχείρημά του απορρίφθηκε, κυρίως λόγω έλλειψης κονδυλίων.
Μετά το τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, ο Φλέμινγκ επέστρεψε στο νοσοκομείο «St. Mary» και στις 15 Σεπτεμβρίου του 1928 έκανε τυχαία τη μεγάλη ανακάλυψη. Λίγο πριν καταστρέψει έναν δοκιμαστικό σωλήνα με την καλλιέργεια κάποιων βακτηριδίων, παρατήρησε ότι είχε αναπτυχθεί ένα είδος μπλε μούχλας, που φάνηκε να είναι σε θέση να σκοτώσει τους επιβλαβείς μικροοργανισμούς.
Μια σειρά πειραμάτων απέδειξε αργότερα τα συμπεράσματά του και οδήγησε στην ανακάλυψη της πενικιλίνης. Δυστυχώς, η έρευνά του έπρεπε να σταματήσει, καθώς δεν κατόρθωσε να προσελκύσει το ενδιαφέρον της ιατρικής κοινότητας.
Το έργο του ολοκλήρωσαν άλλοι επιστήμονες στα τέλη της δεκαετίας του ’30, οπότε αμερικανικές και βρετανικές φαρμακοβιομηχανίες άρχισαν τη μαζική παραγωγή πενικιλίνης. Το νέο φάρμακο χρησιμοποιήθηκε ευρέως στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, για την αντιμετώπιση πολλών μολύνσεων.
Όταν ο Φλέμινγκ βραβεύτηκε το 1945 με το Νόμπελ Ιατρικής δήλωσε ταπεινά: «Η φύση δημιούργησε την πενικιλίνη. Εγώ απλώς τη βρήκα». Στην πραγματικότητα, η ανακάλυψή του έφερε τα πάνω κάτω στη σύγχρονη ιατρική, αφού άνοιξε το δρόμο για τη δημιουργία πολλών αντιβιοτικών και την αντιμετώπιση δεκάδων ασθενειών.
Πέθανε, από καρδιακή προσβολή, στις 11 Μαρτίου του 1955.
Νηλ Ώλντεν Άρμστρονγκ, ήταν Αμερικανός αστροναύτης, πιλότος και καθηγητής πανεπιστημίου, ο πρώτος άνθρωπος που πάτησε στη Σελήνη
Νηλ Άρμστρονγκ
Ο Νηλ Ώλντεν Άρμστρονγκ, ήταν Αμερικανός αστροναύτης, πιλότος και καθηγητής πανεπιστημίου, ο πρώτος άνθρωπος που πάτησε στη Σελήνη. (Neil Alden Armstrong, 5 Αυγούστου 1930 - 25 Αυγούστου 2012)
ΒιογραφίαΓεννήθηκε κοντά στο Wapakoneta του Οχάιο ( ΗΠΑ). Χειριστής αεροσκάφους στην αεροπορία ναυτικού (1949 – 1952), συμμετείχε στον πόλεμο της Κορέας πετώντας σε 78 αποστολές με ένα αεροπλάνο Grumman F9F-2 Panther.
Αφού σπούδασε αεροναυπηγός, το 1955 μπήκε στην Εθνική Συμβουλευτική Επιτροπή Αεροναυτικής (NACA) — τη μετέπειτα NASA — και εξελίχθηκε σε έναν από τους καλύτερους δοκιμαστές αεροσκαφών του κόσμου, πραγματοποιώντας 7 πτήσεις με ταχύτητα άνω των 5,74 Mach (6.000 χλμ./ώρα), σε ύψος άνω των 207.500 ποδών (60 χλμ.) με το πυραυλοκίνητο αεροσκάφος Χ-15.
Το 1962 επιλέχθηκε για το σώμα αστροναυτών και το 1966 ήταν κυβερνήτης της αποστολής Gemini 8, κατά την οποία πραγματοποιήθηκε η πρώτη σύνδεση δύο διαστημοπλοίων στο διάστημα.
Η αποστολή παραλίγο να καταλήξει σε τραγωδία, όταν ο πύραυλος Agena με συνδεδεμένο πάνω του το Gemini άρχισε να περιστρέφεται ανεξέλεγκτα γύρω από τον εγκάρσιο άξονά του, όμως παρά τη ζάλη λόγω της περιστροφής ο Άρμστρονγκ κατάφερε με ψύχραιμους χειρισμούς να αποσυνδέσει το Gemini.
Η δεύτερη διαστημική του πτήση ως κυβερνήτη της αποστολής Apollo 11 τον έφερε στη Σελήνη, όπου στις 21 Ιουλίου, 1969 πάτησε πρώτος το πόδι του λέγοντας:
"That's one small step for [a] man, one giant leap for mankind."
"Ένα μικρό βήμα για ένα άνθρωπο, ένα μεγάλο βήμα για την ανθρωπότητα."
Το 1970 διορίστηκε υπεύθυνος των αεροπορικών δραστηριοτήτων στη NASA, αλλά τον επόμενο χρόνο παραιτήθηκε για να γίνει καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Σινσινάτι. Σε αντίθεση με τον Μπαζ Ώλντριν, δεν έκανε πολλές δημόσιες εμφανίσεις, και παρά τις προσφορές που είχε, δεν φαίνεται να αποκόμισε κάποιο σημαντικό οικονομικό κέρδος.
Ζούσε στο Ίντιαν Χιλλ του Οχάιο, και ένας μικρός κρατήρας κοντά στο σημείο όπου πάτησε στη Σελήνη έχει το όνομά του. Την Ελλάδα έχει επισκεφθεί λίγα χρόνια πριν πεθάνει, τον Φεβρουάριο του 2006.
Ο Νηλ Άρμστρονγκ πέθανε στις 25 Αυγούστου 2012 σε ηλικία 82 ετών στο Σινσινάτι των Ηνωμένων Πολιτειών λίγες μέρες μετά που υποβλήθηκε σε εγχείρηση καρδιάς.
Δημήτριος Υψηλάντης, ήταν στρατιωτικός και αγωνιστής της επανάστασης του 1821
Δημήτριος Υψηλάντης
Ο Δημήτριος Υψηλάντης, ήταν στρατιωτικός και αγωνιστής της επανάστασης του 1821. (1794 – 5 Αυγούστου 1832)
Ο Δημήτριος Υψηλάντης γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη και ήταν γιος του Κωνσταντίνου Υψηλάντη, δραγουμάνου του Τουρκικού στόλου και γόνου εύπορης και ισχυρής Φαναριώτικης οικογένειας.
Αδελφός του ήταν ο Αλέξανδρος Υψηλάντης, ο αρχηγός της Φιλικής Εταιρείας.
Στάλθηκε στην Γαλλία για να σπουδάσει σε στρατιωτικές σχολές και στη συνέχεια κατατάχθηκε στην αυτοκρατορική φρουρά του Τσάρου στην Πετρούπολη, φτάνοντας έως τον βαθμό του λοχαγού.
Το 1818 μυήθηκε στην Φιλική Εταιρεία.
Με την έναρξη της επανάστασης ανέλαβε να αντιπροσωπεύσει τον αδελφό του, Αλέξανδρο Υψηλάντη, ως πληρεξούσιος του Γενικού επιτρόπου Αρχής στην Πελοπόννησο.
Στις 20 Ιουνίου του 1821 ανέλαβε την αρχιστρατηγία των επαναστατών και προσπάθησε να οργανώσει τακτικό στρατό.
Η προσπάθειά του όμως να περιορίσει την ισχύ των κοτζαμπάσηδων είχε σαν αποτέλεσμα την εκδίωξη του.
Ο λαός όμως απαίτησε την αποκατάσταση του και ύστερα από προσπάθειες του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη επανήλθε στην αρχική του θέση.
Στις 20 Δεκεμβρίου 1821 άρχισε τις εργασίες της η A' Εθνική Συνέλευση και στις 15 Ιανουαρίου 1822 εκλέχθηκε πρόεδρος του Bουλευτικού.
Ο Υψηλάντης εκπροσώπησε κυρίως την πλευρά των δημοκρατικών και ήρθε σε σύγκρουση με τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο.
Κατά τη διάρκεια του απελευθερωτικού αγώνα έλαβε μέρος στην πολιορκία του Ναυπλίου και του Άργους, στην εκστρατεία εναντίον της Αθήνας, στη μάχη των Δερβενακίων, στη μάχη στους Μύλους της Λέρνης και στην μάχη στην Πέτρα της Βοιωτίας.
Με την έλευση του Ιωάννη Καποδίστρια ο Υψηλάντης διορίστηκε στρατάρχης του στρατού και ανέλαβε την οργάνωσή του και τη μετατροπή του σε τακτικό στρατό με βάση τα ευρωπαϊκά πρότυπα.
Απεβίωσε στο Ναύπλιο. Η πόλη Υψιλάντι (Ypsilanti) στο Μίσιγκαν των ΗΠΑ πήρε το όνομά του.
Προσωπική Ζωή
Ο Δημήτριος Υψηλάντης θα παντρευόταν την Μαντώ Μαυρογένους όμως ο Ιωάννης Κωλέττης την δυσφήμισε στον Υψηλάντη και ο τελευταίος αθέτησε την υπόσχεση που της είχε δώσει.
Τζον Χιούστον, ήταν Αμερικανός σκηνοθέτης, σεναριογράφος και ηθοποιός του κινηματογράφου βραβευμένος με Όσκαρ Σκηνοθεσίας
Τζον Χιούστον
Ο Τζον Χιούστον (αγγλ. John Huston), (5 Αυγούστου 1906 - 28 Αυγούστου 1987) ήταν Αμερικανός σκηνοθέτης, σεναριογράφος και ηθοποιός του κινηματογράφου βραβευμένος με Όσκαρ Σκηνοθεσίας και διασκευασμένου σεναρίου για την ταινία του 1948 Ο Θησαυρός της Σιέρα Μάντρε (The Treasure of the Sierra Madre).
Ο Χιούστον έγραψε το σενάριο στις περισσότερες από τις 37 ταινίες που σκηνοθέτησε στην καριέρα του, αρκετές από τις οποίες θεωρούνται κλασσικές μέχρι και σήμερα (Το Γεράκι της Μάλτας (The Maltese Falcon, 1941), Η ύαινα (In this our Life, 1942), Ο Θησαυρός της Σιέρα Μάντρε (The Treasure of the Sierra Madre, 1948), Στη βοή της καταιγίδος (Key Largo, 1948), Η Ζούγκλα της Ασφάλτου (The Asphalt Jungle, 1950), Η Βασίλισσα της Αφρικής (The African Queen, 1951), Μουλέν Ρουζ (Moulin Rouge, 1952), Οι Αταίριαστοι (The Misfits, 1961), Ο Άνθρωπος που θα Γινόταν Βασιλιάς (The Man Who Would Be King, 1975) και Η Τιμή των Πρίτσι (Prizzi's Honor, 1985). Κατά την διάρκεια της καριέρας του έλαβε 15 υποψηφιότητες για Όσκαρ, είτε για τη σκηνοθεσία είτε για τη συγγραφή σεναρίου. Σκηνοθέτησε τόσο τον πατέρα του ηθοποιό Γουόλτερ Χιούστον στην ταινία Ο Θησαυρός της Σιέρα Μάντρε, όσο και την κόρη του Αντζέλικα Χιούστον στην ταινία Η Τιμή των Πρίτσι σε ρόλους που τους απέφεραν Όσκαρ Β' Ανδρικού και Β' Γυναικείου Ρόλου αντίστοιχα.
Έχοντας σπουδάσει Καλές Τέχνες στο Παρίσι, ο Χιούστον ήταν γνωστός για το γεγονός ότι σκηνοθετούσε έχοντας το όραμα του καλλιτέχνη. Εξερευνούσε την οπτική προοπτική των ταινιών του σε όλη τη διάρκεια της καριέρας του, σχεδιάζοντας την κάθε σκηνή σε χαρτί πριν τη γυρίσει κι έπειτα απαθανάτιζε τους ηθοποιούς του με το φακό του. Σε αντίθεση με τους περισσότερους σκηνοθέτες της περιόδου, που βασίζονταν στο τελικό μοντάζ του έργου τους για να του δώσουν μορφή, ο Χιούστον δημιουργούσε τις ταινίες του ενώ γυρίζονταν, καθιστώντας τις περισσότερο οικονομικές κι εγκεφαλικές κι ελαττώνοντας το χρόνο του τελικού τους μοντάζ.
Η θεματολογία του σκηνοθέτη είναι ποικίλη. Πολλές από τις ταινίες του ήταν βασισμένες σε σημαντικά μυθιστορήματα με έντονο το ηρωικό στοιχείο, ενώ άλλες ανήκουν στην κατηγορία των Φιλμ Νουάρ. Τα θέματα τα οποία απασχόλησαν σε μεγαλύτερο βαθμό το σκηνοθέτη ήταν η θρησκεία, η ελευθερία, η αλήθεια, η ψυχολογία, η αποικιοκρατία και ο πόλεμος.
Πριν γίνει δημιουργός ταινιών του Χόλιγουντ, ο Χιούστον υπήρξε ερασιτέχνης πυγμάχος, δημοσιογράφος, συγγραφέας διηγημάτων, ζωγράφος στο Παρίσι και στρατιώτης του ιππικού στο Μεξικό. Στους κύκλους του Χόλιγουντ συχνά αναφερόταν ως Τιτάνας, Επαναστάτης κι Άνδρας της Αναγέννησης. Ο συγγραφέας Ίαν Φριρ τον περιγράφει, ως τον Έρνεστ Χέμινγουεϊ του Χόλιγουντ, καθώς δεν φοβήθηκε ποτέ να πραγματευτεί θέματα ταμπού για την εποχή τους.
Πρώτα Χρόνια
Ο Τζον Χιούστον γεννήθηκε ως Τζον Μαρσέλους Χιούστον στη Νεβάδα του Μιζούρι το 1906. Γονείς του ήταν ο Καναδός ηθοποιός Γουόλτερ Χιούστον κι η δημοσιογράφος Ρία Γκορ. Οι γονείς του χώρισαν όταν ο σκηνοθέτης ήταν τριών ετών και την κηδεμονία του ανέλαβαν η μητέρα του και η γιαγιά του. Ο Χιούστον πέρασε μια ταραχώδη παιδική ηλικία κι εφηβεία, καθώς ήταν αναγκασμένος να μετακινείται από τη μια πόλη στην άλλη, μέχρι τη στιγμή που η μητέρα του παντρεύτηκε ξανά με ένα σημαντικό στέλεχος μιας εταιριών σιδηροδρόμων και εγκαταστάθηκε στη Μινεσότα. Ο Χιούστον πέρασε τα παιδικά του χρόνια φοιτώντας σε οικοτροφεία και περνούσε τα καλοκαίρια του πηγαίνοντας διακοπές πότε με τη μητέρα του και πότε με τον πατέρα του. Από τα 11 μέχρι τα 13 του χρόνια επλήγη από νεφροπάθεια που είχε ως αποτέλεσμα να επηρεάσει την ανάπτυξή του. Εισήχθη σε κλινική όπου του σύστησαν δίαιτα χαμηλή σε θερμίδες και πρωτεΐνες.
Μήνες αργότερα απεδείχθη ότι η διάγνωση ήταν λανθασμένη και του δόθηκε εξιτήριο. Έπειτα η οικογένεια του μετακόμισε στο Λος Άντζελες, όπου εντυπωσιάστηκε με τη νεοσύστατη κινηματογραφική βιομηχανία. Για τον Χιούστον ο Τσάρλι Τσάπλιν ήταν το απόλυτο είδωλο. Έχοντας τελειώσει το δεύτερο χρόνο φοίτησης στο Λύκειο αποφάσισε να παρατήσει το σχολείο για να γίνει πυγμάχος και στα 15 του ήταν ήδη επιτυχημένος στην κατηγορία ελαφρών βαρών. Η καριέρα του ως πυγμάχου έληξε άδοξα μετά από το σπάσιμο της μύτης του. Έπειτα μετακόμισε στη Νέα Υόρκη για να ζήσει με τον πατέρα του, ο οποίος είχε επιτυχημένη πορεία στο Μπρόντγουεϊ. Έλαβε μερικούς μικρούς ρόλους σε θεατρικά και βλέποντας τον πατέρα του να κάνει πρόβες εντυπωσιάστηκε με την τέχνη της υποκριτικής. Ο σκηνοθέτης δήλωσε χρόνια αργότερα ότι έβαλε σε πράξη για ολοκληρή του τη ζωή τα όσα έμαθε πλάι στον πατέρα του. Το σύντομό του πέρασμα από το θεατρικό σανίδι διαδέχτηκε ένα ταξίδι στο Μεξικό, όπου διέμεινε για δυο χρόνια. Κατά τη διαμονή του εκεί έγινε επίτιμο μέλος του ιππικού στο Μεξικό. Επέστρεψε στο Λος Άντζελες όπου παντρεύτηκε την κοπέλα του από το Λύκειο, Ντόροθι Χάρβεϊ, αλλά ο γάμος έληξε επτά χρόνια αργότερα.
Καριέρα
Πρώτα βήματα ως σεναριογράφος
Το 1929, υπέγραψε συμβόλαιο με την εταιρία Metro-Goldwyn-Mayer για 150 δολάρια την εβδομάδα και δυο χρόνια αργότερα με τη Universal Pictures. Πρώτο του εγχείρημα ως σεναριογράφος ήταν η διόρθωση του σεναρίου της ταινίας του 1931 Μέσα στη Θύελλα (A House Divided) που σκηνοθέτησε ο Γουίλιαμ Γουάιλερ με πρωταγωνιστή τον πατέρα του. Ο Γουάιλερ κι ο Χιούστον έγιναν καλοί φίλοι και συνεργάστηκαν σε πολλές ταινίες τα χρόνια που ακολούθησαν. Στα μέσα της δεκαετίας του '30 μεταφέρθηκε στην Αγγλία όπου εργάστηκε για την εταιριά Gaumont-British κι έπειτα επέστρεψε στο Χόλιγουντ, όπου υπέγραψε συμβόλαιο ως σεναριογράφος με την εταιρία Warner Bros.. Συμμετείχε στη συγγραφή των σεναρίων για τις ταινίες του 1938 Μεγαλοφυής Παράφρων (The Amazing Dr. Clitterhouse), στην οποία πρωταγωνιστούσαν ο Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ κι ο Έντουαρντ Τζ. Ρόμπινσον και Ζέζεμπελ (Jezebel) σκηνοθετημένη επίσης από τον Γουάιλερ με πρωταγωνίστρια την Μπέτι Ντέιβις. Έπειτα συνέγραψε επίσης τα σενάρια των ταινιών: Χουαρέζ (Juarez, 1939) και Ο Λοχίας Γιορκ (Sergeant York, 1941).
Ο Χιούστον έλαβε την πρώτη του υποψηφιότητα για Όσκαρ για τη συγγραφή του σεναρίου της ταινίας Λοχίας Γιορκ κι έγινε ένας από τους πιο σεβάσμιους σεναριογράφους του Χόλιγουντ. Έτσι προσπάθησε να πείσει τους αδελφούς Γουόρνερ να του αναθέσουν τη σκηνοθεσία ταινιών, σε περίπτωση που το επόμενο σενάριο που θα έγραφε ήταν επιτυχημένο. Οι Γουόρνερ συμφώνησαν και του ανέθεσαν τη συγγραφή του σεναρίου για την ταινία Ο δραπέτης της Σιέρα (High Sierra, 1941) που έκανε επιτυχία κι εκτόξευσε την καριέρα του Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ στα ύψη. Ο ίδιος έγραψε στην αυτοβιογραφία του: Αυτό ήταν κάτι που με ικανοποίησε. Τους άρεσε η δουλειά μου ως σεναριογράφος κι ήθελαν να συνεχίσουμε τη συνεργασία. Και μου έδωσαν την ευκαιρία να σκηνοθετήσω και σε περίπτωση που το αποτέλεσμα ήταν απογοητευτικό δεν επρόκειτο να χάσουν κάτι εφόσον επρόκειτο να δοκιμαστώ στη σκηνοθεσία ταινίας χαμηλού προϋπολογισμού.
Στο τιμόνι της σκηνοθεσίας
Η επιτυχία της ταινίας Ο δραπέτης της Σιέρα οδήγησε τον Τζακ Γουόρνερ να αφήσει το Χιούστον να επιλέξει το αντικείμενο του πρώτου του σκηνοθετικού εγχειρήματος. Ο σκηνοθέτης αποφάσισε να γυρίσει Το Γεράκι της Μάλτας (The Maltese Falcon, 1941) που αποτελεί την τρίτη μεταφορά του αστυνομικού μυθιστορήματος του Ντάσιελ Χάμετ. Ο Χιούστον ετοίμασε ένα σενάριο που έμεινε πιστό στο μυθιστόρημα, αλλά ο προϋπολογισμός που διέθεσε ο Γουόρνερ για την ταινία ήταν χαμηλός. Η ταινία γυρίστηκε εξ ολοκλήρου στα στούντιο της Warner Bros. και χωρίς μεγάλα ονόματα (ο Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ δεν είχε ακόμη καθιερωθεί και η δημοτικότητα της Μαίρη Άστορ ήταν πεσμένη σε σχέση με το παρελθόν). Στην ταινία εμφανίζονται επίσης ο Πίτερ Λόρι, Σίντνεϊ Γκρίνστριτ κι ο πατέρας του Χιούστον, Γουόλτερ. Η ικανότητα του Χιούστον να αποσπάσει καλές ερμηνείες από τους ηθοποιούς του, καθώς κι η οραματικότητά του συνέβαλαν στην εμπορική επιτυχία της ταινίας που πλέον θεωρείται ένα από τα αριστουργήματα του κινηματογράφου.
Η επιτυχία της ταινίας εξέπληξε τα στελέχη της Warner καθώς οι κριτικοί το αποκάλεσαν ένα από τα καλύτερα μελοδράματα που γυρίστηκαν ποτέ και του έδωσαν θρυλική υπόσταση από την πρώτη στιγμή της κυκλοφορίας του. Ο Χιούστον έλαβε άλλη μια υποψηφιότητα για το σενάριο της ταινίας, η οποία προτάθηκε επίσης γα Όσκαρ Καλύτερης Ταινίας χάνοντας από τη δραματική ταινία του Τζον Φορντ Η κοιλάδα της κατάρας (How Green was my Valley, 1941). Ο Τζακ Γουόρνερ αναγνώρισε το ταλέντο του Χιούστον και του ανέθεσε τη σκηνοθεσία ταινιών με υψηλό προϋπολογισμό. Επόμενό του σκηνοθετικό εγχείρημα ήταν η ταινία Η ύαινα (In this our Life, 1942) δράμα που πραγματεύεται το φαινόμενο του ρατσισμού με πρωταγωνίστρια τη Μπέτι Ντέιβις, που ακολουθήθηκε από την ταινία Τα Γεράκια του Ειρηνικού (Across the Pacific) της ίδιας χρονιάς, στην οποία εκτός από τον Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ συμμετείχε και όλο το καστ από Το Γεράκι της Μάλτας. Κι οι δυο ταινίες στέφθηκαν με επιτυχία. Την ίδια χρονιά ο σκηνοθέτης κατετάγη στο στρατό των Η.Π.Α και αναχώρησε για το μέτωπο, όπου κατέγραψε με την κάμερα του τη φρίκη του Β' Παγκοσμίου Πολέμου. Με τη λήξη του πολέμου, ο σκηνοθέτης επέστρεψε στις Η.Π.Α. όπου συμμετείχε στη συγγραφή του σεναρίου της ταινίας του Όρσον Γουέλς Ο Άγνωστος (The Stranger, 1946).
Πρώτο του σκηνοθετικό εγχείρημα μετά την επιστροφή του από το μέτωπο ήταν η ταινία του 1948 Ο Θησαυρός της Σιέρα Μάντρε (The Treasure of Sierra Madre) στο οποίο ανέθεσε τον πρωταγωνιστικό ρόλο για μια ακόμη φορά στο Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ. Στην ταινία εμφανίστηκαν επίσης ο πατέρας του Γουόλτερ Χιούστον κι ο Τιμ Χολτ. Η ταινία προτάθηκε για τέσσερα βραβεία Όσκαρ εκ των οποίων κέρδισε τρία. Έχασε μόνο το Όσκαρ Καλύτερης Ταινίας από τον κινηματογραφικό Άμλετ (Hamlet, 1948) του Λόρενς Ολίβιε. Ο Χιούστον βραβεύτηκε τόσο με Όσκαρ Σκηνοθεσίας όσο και με όσκαρ διασκευασμένου σεναρίου, ενώ ο πατέρας του έλαβε το Όσκαρ Β' Ανδρικού Ρόλου. Την ίδια χρονιά γύρισε το Φιλμ Νουάρ Στη βοή της καταιγίδος (Key Largo, 1948) με πρωταγωνιστές το Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ και τη Λορίν Μπακόλ. Η ταινία χάρισε στην Κλερ Τρέβορ το Όσκαρ Β' Γυναικείου Ρόλου. Ο σκηνοθέτης ήταν όμως απογοητευμένος από το γεγονός ότι η Warner Bros. αφαίρεσε κάποιες σκηνές από την ταινία χωρίς την έγκρισή του κι αποφάσισε να αποχωρήσει από την εταιρία μετά τη λήξη του συμβόλαιού του. Το 1950 επέστρεψε στο σκηνοθετικό τιμόνι αναλαμβάνοντας ακόμη ένα Φιλμ Νουάρ, την ταινία Η Ζούγκλα της Ασφάλτου (The Asphalt Jungle) που του χάρισε άλλη μια υποψηφιότητα για Όσκαρ Σκηνοθεσίας.
Η επιτυχία του σκηνοθέτη συνεχίστηκε κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του '50, με ταινίες όπως: Η Βασίλισσα της Αφρικής (The African Queen, 1951) που χάρισε στον Μπόγκαρτ το Όσκαρ Α' Ανδρικού Ρόλου, Μουλέν Ρουζ (Moulin Rouge, 1952), Μόμπι Ντικ (Moby Dick, 1956) και Σάρκα και Ψυχή (Heaven Knows, Mr. Allison, 1957). Μόνη του αποτυχημένη ταινία της περιόδου ήταν το Πιο Δυνατός απ`τον Διάβολο (Beat the Devil, 1953), ενώ μετά την εμπορική αποτυχία των ταινιών: Οι Ρίζες του Ουρανού (The Roots of Heaven) και Ο Βάρβαρος κι η Γκέισα (The Barbarian and the Geisha) αποφάσισε να απέχει από τα κινηματογραφικά δρώμενα για ένα χρόνο.
Το 1960 γύρισε τις ταινίες: Οι Ασυγχώρητοι (The Unforgiven) με τους Όντρεϊ Χέπμπορν και Μπαρτ Λάνκαστερ και Οι Αταίριαστοι (The Misfits) με τη Μέριλιν Μονρόε, τον Κλαρκ Γκέιμπλ και το Μοντγκόμερι Κλιφτ. Παρά την επιτυχία της, η ταινία αυτή θεωρείται μια από τις καταραμένες του Χόλιγουντ, καθώς αποτέλεσε την τελευταία ταινία του Κλαρκ Γκέιμπλ και της Μέριλιν Μονρόε. Ο πρώτος απεβίωσε πριν ολοκληρωθούν τα γυρίσματα, ενώ η Μονρόε πέθανε ένα χρόνο αργότερα. Ο Μοντγκόμερι Κλιφτ που δε βρισκόταν στην καλύτερη φάση της καριέρας του επρόκειτο να αποβιώσει το 1966. Ο Χιούστον συνεργάστηκε άλλη μια φορά με τον Κλιφτ το 1962 για την ταινία Φρόιντ, Απόκρυφα Πάθη (Freud). Το 1966 ανέλαβε τη σκηνοθεσία της επικής ταινίας θρησκευτικού περιεχομένου Η Βίβλος (The Bible), βασισμένη στη Γένεση. Ο προϋπολογισμός ήταν τεράστιος κι οι εισπράξεις ήταν χαμηλές με αποτέλεσμα η ταινία να θεωρηθεί αποτυχημένη. Ο ίδιος ο Χιούστον είχε αναλάβει το ρόλο του Νώε, τον οποίον είχε αρχικά προτείνει στους Τσάρλι Τσάπλιν και Άλεκ Γκίνες. Ακολούθησε μια σειρά ταινιών γυρισμένες στην Ευρώπη κι ο σκηνοθέτης επέστρεψε στο Χόλιγουντ το 1972 για να δημιουργήσει την ταινία Βρώμικη Πόλη (Fat City) με τους Στέισι Κιτς και Τζεφ Μπρίτζες. Ιδιαίτερα επιτυχημένη θεωρήθηκε η κινηματογραφική μεταφορά του μυθιστορήματος του Ράντγιαρντ Κίπλινγκ Ο Άνθρωπος που θα Γινόταν Βασιλιάς (The Man Who Would Be King, 1975) που γύρισε με πρωταγωνιστές τους Σον Κόνερι και Μάικλ Κέιν, μετά την ολοκλήρωση της οποίας αποσύρθηκε για τέσσερα χρόνια λόγω προβλημάτων υγείας.
Κατά τη δεκαετία του '80 γύρισε τις ταινίες Η Μεγάλη Απόδραση των 11 (Escape to Victory), Κάτω απ' το Ηφαίστειο (Under the Volcano, 1982) και Η Τιμή των Πρίτσι (Prizzi's Honor, 1985) που χάρισε την τελευταία υποψηφιότητα για Όσκαρ Σκηνοθεσίας σε εκείνον και το Όσκαρ Β' Γυναικείου Ρόλου στην κόρη του Αντζέλικα. Τελευταία του ταινία ήταν Οι Δουβλινέζοι (The Dead).
Καριέρα ως Ηθοποιός
Κατά το τέλος της καριέρας του άρχισε να αναλαμβάνει και κινηματογραφικούς ρόλους σε ταινίες άλλων σκηνοθετών ξεκινώντας το 1963 με την ταινία του Όττο Πρέμινγκερ Ο Καρδινάλιος (The Cardinal), όπου υποδύθηκε το ρόλο ενός Καρδινάλιου, σε μια ερμηνεία που σύμφωνα με τον Πρέμινγκερ έκλεψε την παράσταση και του χάρισε μια υποψηφιότητα για Όσκαρ Β' Ανδρικού Ρόλου. Άλλος αξιομνημόνευτος ρόλος του ήταν εκείνος του επιχειρηματία Νόα Κρος στο Φιλμ Νουάρ του Ρόμαν Πολάνσκι Τσάιναταουν (Chinatown, 1974). Ο Χιούστον δήλωνε ότι του άρεσε η υποκριτική αλλά δήλωνε επίσης ότι δεν την έπαιρνε στα σοβαρά. Ήταν περήφανος για τις ερμηνείες του στις ταινίες: Μάχη στον Πλανήτη των Πιθήκων (Battle for the Planet of the Apes, 1973), Τσάιναταουν και Δυναστεία Δολοφόνων (Winter Kills, 1979).
Θάνατος
Ο Χιούστον ήταν φανατικός καπνιστής και το 1978 του διέγνωσαν εμφύσημα, αλλά τον τελευταίο χρόνο της ζωής του δεν ήταν σε θέση να αναπνεύσει για περισσότερο από 20 λεπτά χωρίς τη βοήθεια οξυγόνου. Απεβίωσε στις 28 Αυγούστου του 1987 στη Μίντλταουν του Ρόουντ Άιλαντ από πνευμονία που αποτέλεσε επιπλοκή της πνευμονοπάθειάς του.
Μέριλιν Μονρόε, ηθοποιός, τραγουδίστρια και μοντέλο, που χαρακτηρίστηκε ως το απόλυτο σύμβολο του σεξ
Μέριλιν Μονρόε
Ηθοποιός, τραγουδίστρια και μοντέλο, που χαρακτηρίστηκε ως το απόλυτο σύμβολο του σεξ.
Η Μέριλιν Μονρόε (Marilyn Monroe) γεννήθηκε με το όνομα Νόρμα Τζιν Μόρτενσον την 1η Ιουνίου του 1926 στο Γενικό Νοσοκομείο του Λος Άντζελες. Λίγο πριν από τη γέννησή της, ο πατέρας της είχε εγκαταλείψει τη μητέρας της για να μετακομίσει στο Σαν Φραντσίσκο.
Η Μέριλιν μεγάλωσε χωρίς να γνωρίζει ποιος ήταν πραγματικά ο πατέρας της, καθώς η μητέρα της, Γκλάντις, άλλαζε συνεχώς ερωτικούς συντρόφους. Ήταν εξαιρετικά ελκυστική γυναίκα και εργαζόταν ως μοντέρ στα RKO Studios. Λόγω σοβαρών ψυχολογικών προβλημάτων, έχασε τη δουλειά της και πέρασε σχεδόν όλη τη ζωή της μπαινοβγαίνοντας σε διάφορα ιδρύματα.
Έτσι, σε ηλικία 9 ετών, η Νόρμα (Μέριλιν) μπήκε σε ορφανοτροφείο και δύο χρόνια αργότερα δόθηκε για υιοθεσία.
Το 1942, στα 16 της, παντρεύτηκε τον 21χρονο τεχνίτη αεροσκαφών Τζέιμς Ντόχερτι. Ο γάμος τους, όμως, κράτησε μόνο πέντε χρόνια, καθώς χώρισαν το 1946.
Στο μεταξύ, η Μέριλιν είχε ήδη αρχίσει να εργάζεται ως μοντέλο επίδειξης μαγιό και είχε βάψει τα μαλλιά της ξανθά. Μέσω των φωτογραφήσεων προσέλκυσε πολλά βλέμματα, μεταξύ αυτών και του προέδρου της κινηματογραφικής εταιρίας RKO Pictures, που της πρότεινε να κάνει ένα δοκιμαστικό. Ο ατζέντης της, όμως, τη συμβούλεψε να προτιμήσει μία μεγαλύτερη εταιρία, όπως η 20th Century-Fox.
Το πρώτο συμβόλαιο που υπέγραψε της απέφερε 125 δολάρια την εβδομάδα, ποσό στο οποίο προστέθηκαν άλλα 25 δολάρια, όταν ανανέωσε τη συμφωνία, έξι μήνες αργότερα. Έκανε το ντεμπούτο της στη μεγάλη οθόνη το 1947, με ένα μικρό ρόλο στην ταινία «The Shocking Miss Pilgrim». Ακολούθησε το 1948 το «Scudda Hoo! Scudda Hay!», όπου εμφανίστηκε σε δύο ή τρεις μικρές σκηνές, οι οποίες περικόπηκαν στο μοντάζ. Την ίδια χρονιά τής δόθηκε ένας καλύτερος ρόλος στο φιλμ «Dangerous Years». Ωστόσο, η Fox αρνήθηκε να της ανανεώσει το συμβόλαιο κι έτσι η Μέριλιν επέστρεψε στο μόντελινγκ, ξεκινώντας παράλληλα μαθήματα υποκριτικής.
Λίγους μήνες αργότερα, η Columbia Pictures την επέλεξε για το ρόλο της Peggy Martin στο «Ladies of the Chorus» (1948), όπου ερμήνευσε δύο τραγούδια. Αν και οι κριτικές ήταν αρκετά καλές για την ερμηνεία της, η ταινία δεν τα πήγε εξίσου καλά και η Columbia την απέρριψε. Έτσι, επέστρεψε και πάλι στο μόντελινγκ.
Το 1949 εμφανίστηκε στην ταινία «Love Happy» των «Ενωμένων Καλλιτεχνών», ενώ την ίδια χρόνια πόζαρε γυμνή για ένα ημερολόγιο διασημοτήτων. Η φωτογράφηση που έκανε το 1953 για το περιοδικό Playboy ήταν αυτή που έδωσε ώθηση στην καριέρα της.
Την επόμενη χρονιά συμμετείχε σε τέσσερις ταινίες, αποσπώντας εξαιρετικές κριτικές για τις «The Asphalt Jungle» της MGM και «All About Eve» της Fox. Αν και οι ρόλοι της ήταν αρκετά μικροί, η εκκεντρική αλλά σέξι εμφάνισή της αποτυπώθηκε στη μνήμη των σινεφίλ.
Το 1951 η Μέριλιν πήρε έναν αρκετά μεγάλο ρόλο στην ταινία «Love Nest» (Ερωτική Φωλιά), μέσω της οποίας ήρθε για πρώτη φορά σε επαφή με το ευρύ κοινό. Το εκρηκτικό ταμπεραμέντο της, σε συνδυασμό με την αίσθηση παιδική αθωότητα που απέπνεε, ενθουσίασε τους θεατές. Το 1952 εμφανίστηκε στο «Don't Bother to Knock», όπου υποδύθηκε μία διανοητικά ανισόρροπη μπεϊμπισίτερ. Οι κριτικοί δεν ασχολήθηκαν ιδιαίτερα με την ερμηνεία της στην ταινία αυτή. Έκανε, όμως, ιδιαίτερη εντύπωση η εμφάνισή της την ίδια χρονιά στο «Monkey Business» ως πλατινέ ξανθιά, μια εικόνα που αποτέλεσε το «σήμα - καταταθέν» της.
Το 1953 έπαιξε στο «Gentlemen Prefer Blondes», ξετρελαίνοντας τον ανδρικό πληθυσμό. Ανάμεσά τους και ο αστέρας του μπέιζμπολ Τζο ΝτιΜάτζιο, με τον οποίο παντρεύτηκε στις 14 Ιανουαρίου του 1954. Την ίδια χρονιά πρωταγωνίστησε στο «There's No Business Like Show Business» και ακολούθησε το «The Seven Year Itch» (Επτά Χρόνια Φαγούρα), μία ταινία που ανέδειξε το ταλέντο της στην κωμωδία και περιείχε μία από τις πιο χαρακτηριστικές σκηνές στην ιστορία του κινηματογράφου: τη Μέριλιν Μονρόε να στέκεται πάνω σε μία σχάρα, με τον αέρα να ανασηκώνει το λευκό φόρεμά της.
Έπειτα από εννέα μήνες έγγαμου βίου, τον Οκτώβριο του 1954 η Μέριλιν ανακοίνωσε το διαζύγιό της με τον ΝτιΜάτζιο. Την επόμενη χρονιά η Fox διέκοψε τη συνεργασία μαζί της, εξαιτίας της αντιεπαγγελματικής συμπεριφοράς της. Αργούσε μονίμως στα γυρίσματα ή δεν εμφανιζόταν καθόλου, επικαλούμενη πραγματικές ή φανταστικές ασθένειες, και ήταν απρόθυμη να συνεργαστεί με τους παραγωγούς, τους σκηνοθέτες και τους συναδέλφους της ηθοποιούς.
Με τη συμμετοχή της το 1956 στην ταινία «Bus Stop» (Στάση Λεωφορείου) η Μέριλιν απέδειξε ότι μπορούσε να ανταποκριθεί εξίσου καλά και στις απαιτήσεις ενός δραματικού ρόλου. Την ίδια χρονιά παντρεύτηκε τον θεατρικό συγγραφέα Άρθουρ Μίλερ, ένας γάμος που κράτησε τέσσερα χρόνια. Το 1957 ταξίδεψε στη Μ. Βρετανία για τα γυρίσματα τις ταινίας «The Prince and the Showgirl» (Ο Πρίγκιπας και η Χορεύτρια), που αποτέλεσε μεγάλη εισπρακτική επιτυχία, αν και οι κριτικές δεν ήταν και τόσο καλές.
Έπειτα από ένα χρόνο απουσίας, η Μέριλιν Μονρόε επέστρεψε στη μεγάλη οθόνη του 1959 με την απολαυστική κωμωδία «Some Like It Hot» (Μερικοί το προτιμούν καυτό), με τον Τόνι Κέρτις και τον Τζακ Λέμον. Ακολούθησαν το 1960 η ταινία του Τζορτζ Κιούκορ «Let's Make Love» (Έλα ν' αγαπηθούμε) με τους Τόνι Ράνταλ και Ιβ Μοντάν και το 1961 το «The Misfits» (Οι Αταίριαστοι), το τελευταίο φιλμ τόσο για τη Μέριλιν Μονρόε όσο και για τον συμπρωταγωνιστή της Κλαρκ Γκέιμπλ, που πέθανε λίγους μήνες αργότερα από καρδιακή προσβολή.
Το 1962 η Fox την επέλεξε για τον πρωταγωνιστικό ρόλο στο «Something's Got to Give». Λόγω της συνεχιζόμενης ασυνέπειάς της, όμως, η εταιρία αποφάσισε να διακόψει τη συνεργασία μαζί της και να μην της δώσει άλλη ευκαιρία. Η καριέρα της κατέρρεε και η Μέριλιν απομονώθηκε στο σπίτι της στο Λος Άντζελες. Στις 5 Αυγούστου του 1962 η οικονόμος της τη βρήκε να κείτεται γυμνή στο κρεβάτι της με ένα άδειο μπουκάλι από υπνωτικά χάπια «Nembutal» στο πλευρό της. Ήταν μόλις 36 ετών…
Ο τοπικός ιατροδικαστής, που κλήθηκε για να γνωματεύσει επί των συνθηκών του θανάτου της, απεφάνθη ότι επρόκειτο πιθανότατα για αυτοκτονία. Ο φημολογούμενος ερωτικός δεσμός της όμως, με τον Τζον Κένεντι και οι αντιδράσεις από το περιβάλλον του αμερικανού προέδρου κάνουν πολλούς, ακόμα και σήμερα, να πιστεύουν ότι ο φάκελος «Μέριλιν» δεν έπρεπε να κλείσει με την ένδειξη «αυτοκτονία». Κάποιοι είπαν ότι η Μονρόε δεν είχε καμία πρόθεση να αυτοκτονήσει, αλλά πήρε κατά λάθος μια υπερβολική δόση υπνωτικών. Ακόμα περισσότεροι υποστήριξαν ότι ένα τρίτο πρόσωπο της χορήγησε τη μοιραία δόση. Η αλήθεια δεν μαθεύτηκε ποτέ...
Περισσότερα Άρθρα...
- Ρίτσαρντ Μπάρτον, ήταν Ουαλός ηθοποιός του θεάτρου και του κινηματογράφου
- Σερ Άλεκ Γκίνες, ήταν Βρετανός ηθοποιός βραβευμένος με Όσκαρ, Χρυσή Σφαίρα, BAFTA και Τόνυ
- Λούις Άρμστρονγκ, ήταν Αμερικανός μουσικός της τζαζ από τους δημοφιλέστερους τζαζ μουσικούς του 20ού αιώνα, διακρίθηκε αρχικά ως τρομπετίστας και αργότερα ως τραγουδιστής
- Βασίλης Καζάκος, ήταν Έλληνας ζωγράφος, αγιογράφος και χαράκτης, διετέλεσε καθηγητής στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών του Πανεπιστημίου της Αθήνας