Άρθρα
Νικόλας Άσιμος, ο Μπαγάσας της ζωής μας τραγουδοποιός, τραγουδιστής, στιχουργός, συνθέτης του ελληνικού ροκ και όχι μόνο
Νικόλας Άσημος
Έφυγε σαν σήμερα ο "Μπαγάσας"
Ο Νικόλας Άσιμος, γεννημένος Νικόλαος Ασημόπουλος, ήταν Έλληνας στιχουργός, συνθέτης και τραγουδιστής κυρίως του ελληνικού ροκ, αλλά τραγούδησε και πολιτικά, μπαλλάντες και λαϊκά. (20 Αυγούστου 1949 – 17 Μαρτίου 1988)
Ήταν περίπτωση ιδιαίτερα αντισυμβατικού καλλιτέχνη, κυρίως όσον αφορά τον τρόπο ζωής.
Οι συμπεριφορές του και τα τραγούδια που έγραψε θεωρήθηκαν συχνά προκλητικά.
Νικόλας Άσιμος, ο μπαγάσας της ζωής μας. Ο μπαγάσας της γενιάς που τον έζησε, που τραγούδησε μαζί του, αφήνοντας το στίγμα του και για τις επόμενες δεκαετίες. Που δεν μπορούμε να υπολογίσουμε πόσες, γιατί το έργο του ήταν από τότε διαχρονικό και "προφητικό".
Τραγουδοποιός, τραγουδιστής, στιχουργός, συνθέτης του ελληνικού ροκ και όχι μόνο.
Τραγούδησε και πολλά άλλα τραγούδια, πολιτικά, μπαλλάντες και σε λαϊκό ύφος. Ήταν περίπτωση ιδιαίτερα αντισυμβατικού καλλιτέχνη, κυρίως όσον αφορά τον τρόπο ζωής.
Οι συμπεριφορές του και τα τραγούδια που έγραψε θεωρήθηκαν συχνά προκλητικά.
Επρόκειτο για ένα έντονα πολιτικοποιημένο άτομο, που δεν αποδεχόταν την "ταξινόμηση" σε κάποια ιδεολογία. Ο Άσιμος ήταν αρχικά αριστερός, απέκτησε όμως αναρχική συνείδηση λίγο αργότερα και στη συνέχεια ξεπέρασε και τον αναρχισμό, καθώς δεν επιθυμούσε να του "κολλούν ταμπέλες".
Νικόλαος Ασημόπουλος ήτανε το επίσημό του όνομα. Γεννήθηκε στις 20 Αυγούστου του 1949 στη Θεσσαλονίκη όπου μετέβησαν οι γονείς του για την γέννησή του. Αμέσως μετά επέστρεψαν στην πόλη της Κοζάνης όπου και διέμεναν.
Στο Δημοτικό λαμβάνει αρχικά μέρος σε σκετσάκια ενώ τελειόφοιτος παρελαύνει ως σημαιοφόρος. Στο Γυμνάσιο (Βαλταδώρειο Γυμνάσιο Αρρένων Κοζάνης) δεν τα θέλει καθόλου αυτά και καθησυχάζει τους γονείς του καθώς τον βλέπουν να μην διαβάζει: "Εγώ τα ξέρω, δεν πα να χτυπιούνται, εγώ θα γράψω στα γραπτά".
Παιδί ακόμη, αρχίζει να δείχνει τον ανήσυχο χαρακτήρα του. Τον χαρακτηρίζει πλούσια αντίληψη, περιέργεια και σιγουριά, ενώ ο νεανικός εγωισμός βρίσκεται στο ζενίθ του. Οξύθυμος σαν φιτίλι, χωρίς ωστόσο να κρατάει κακία σε κανέναν. "Μόνο τον Νίκο που είχα, ήταν σαν να μεγάλωσα δέκα παιδιά", έλεγε η μητέρα του.
Σαν μαθητής, του αρέσει να διαβάζει εξωσχολικά βιβλία, γράφοντας παράλληλα στιχάκια και ποιήματα σαν χείμαρρος από την πρώτη κιόλας Λυκείου. Αφορμές, το σχολείο, η κοινωνική ζωή και ο καταπιεσμένος επαρχιακός έρωτας.
Ένα υποκειμενικό καλλιτεχνικό "alter ego" αρχίζει να καλλιεργείται μέσα του. Για το σχολείο αρχίζει σταδιακά να αδιαφορεί και από διάβασμα, τόσο όσο για να βρίσκεται βαθμολογικά λίγο πιο πάνω από το μέσο όρο. Δεν έχει φίλους κολλητούς και ούτε βρίσκεται στο επίκεντρο κάποιας νεανικής παρέας.
Το χειμώνα του 1966 αποτολμά να στείλει για δημοσίευση στην εφημερίδα "Ελεύθερος Κόσμος", στην στήλη για νέους που επιμελείτο ο Νίκος Μαστοράκης, εξελληνισμένους τους στίχους της γαλλικής επιτυχίας "Monsieur Cannibal". Αντί αυτού ο Μαστοράκης τον ειρωνεύεται με το γάντι.
Ο Νικόλας ως ανταπάντηση συγγράφει μία τετρασέλιδη επιστολή, ερχόμενος στην πρώτη του δημόσια αντιπαράθεση. Αντιδρώντας με νεανικό κριτικό πνεύμα, βάζει τον Μαστοράκη στη θέση του με τρία εύστοχα τετράστιχα. Είναι η πρώτη φορά που χρησιμοποιεί δημοσίως το ψευδώνυμο Άσιμος. Έκτοτε το καθιερώνει.
Έφηβος ασχολήθηκε με τον αθλητισμό και το ποδόσφαιρο, στη θέση του τερματοφύλακα ενώ οι συμπαίκτες του, του κόλλησαν το παρατσούκλι "Βίντος".
Διακρίθηκε επίσης, στο άλμα εις ύψος, καταλαμβάνοντας την τρίτη θέση στους Διασχολικούς Αγώνες Στίβου Δυτικής Μακεδονίας, αρνούμενος κατά την απονομή να τοποθετήσει στη φανέλα του τα γράμματα "Λ.Α.Κ." (Λύκειο Αρρένων Κοζάνης).
Θεσσαλονίκη - Η επανάσταση της συνείδησης
Η μεταστροφή του Νικόλα επέρχεται κατά το τελευταίο σχολικό έτος. Αποφασίζει να σπουδάσει φιλολογία, παρόλο που στο Λύκειο ακολουθεί τον πρακτικό κλάδο.
Έπειτα από εντατικά φροντιστήρια, το καλοκαίρι του 1967 καταφέρνει το ακατόρθωτο! Μαθαίνει λατινικά, αρχαία ελληνικά, ιστορία και έκθεση.
Ο Σεπτέμβρης τον βρίσκει στην Θεσσαλονίκη, να διασχίζει τις πύλες του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου, κάτοχο μιας θέσης στον κλάδο Μεσαιωνικών και Νέων Ελληνικών Σπουδών, μακριά από την ασφυκτική οικογενειακή θαλπωρή. Τριτοετής στη Φιλοσοφική, πρωτοστατεί εκφράζοντας με τον καλύτερο τρόπο την πρώτη του καλλιτεχνική αγάπη. Το Θέατρο.
Την άνοιξη του 1970 πρωταγωνιστεί στο ρόλο του γιατρού Σγαναρέλου, στο ανέβασμα του έργου του Μολιέρου "Γιατρός με το στανιό", σε σκηνοθεσία Σταύρου Παπαδόπουλου.
Στις 3 Μαΐου του επόμενου χρόνου, ερμηνεύει το ρόλο του Ονήσιμου στο ανέβασμα του έργου του Μενάνδρου "Επιτρέποντες", σε σκηνοθεσία και πάλι του Σταύρου Παπαδόπουλου. Έχει επίσης την μουσική επιμέλεια της παράστασης!
Στις πρόβες, έρχονται σε σύγκρουση με το χουντικό καθεστώς που απαιτούσε να μπει στο οπισθόφυλλο του προγράμματος της παράστασης το πουλί, σήμα της 21ης Απριλίου. Η κόντρα με το καθεστώς έχει έστω και υποκειμενικά ήδη ξεκινήσει....
Συμμετείχε επίσης σε μια παράσταση που έδωσε το Θεατρικό Εργαστήρι της Μακεδονικής Εταρείας "Τέχνη", σε σκηνοθεσία Στέλιου Γιούτη. Ανέβασαν το "Spectacle" του Ζακ Πρεβέρ.
Στη συνέχεια παρακολούθησε μαθήματα δραματολογίας στη Δραματική Σχολή Χαρατσάρη. Μάλιστα βρέθηκε σε κάποια στιγμή να κάνει ανεπίσημα και τον..."καθηγητή". Φυσικά μετά από λίγο καιρό τα παράτησε μιας και στα υπόγεια δωματιάκια της Παλιάς Φιλοσοφικής έστησε τον θεατρικό "ναό" του.
Ήταν μόλις 21 ετών όταν θέλησε να σκηνοθετήσει!
Η Ασφάλεια έχει όμως αντίθετη άποψη. Τον ζορίζουν, του παρακρατούν την ταυτότητα (Δεν έβγαλε άλλη παρά μόνο 18 χρόνια αργότερα καταφέρνοντας να του εκδώσουν ταυτότητα στο όνομα Άσιμος με τη "διευκρίνιση" στο σημείο του Θρησκεύματος: "Άνευ Θρησκεύματος") και διαλύουν μετά απειλών την αυτοσχέδια θεατρική ομάδα πριν καν ξεκινήσει παραστάσεις.
Την άνοιξη του 1972 συναντά τον Δημήτρη Δημητρακόπουλο (ο οποίος του έμαθε κιθάρα) και τον Γιώργο Κατσικαβέλη. Τα πρώτα τραγούδια μελοποιούνται, ενώ εμφανής είναι η προδιάθεσή για πρόζα.
Mέσα Δεκεμβρίου, στην καφετέρια που βρισκόταν στο δώμα του Λευκού Πύργου, "Ο Νικόλας Άσιμος και η παρέα Του", χωρίς μικρόφωνα και εξοπλισμό, εμφανίζονται μπροστά από κοινό.
Η επιτυχία ήταν άμεση. Η διάθεση για πρόζα κυριαρχεί και η συνεργασία περνάει δοκιμασία.
Ταυτόχρονα, αρχίζουν τα πηγαινέλα και στην Ασφάλεια. Ο Νικόλας αντιδρά, όμως είναι πλέον αργά. Η συνεργασία αποτελεί πια παρελθόν.
Συνεχίζει με νέο σχήμα στο Λευκό Πύργο. Ταυτόχρονα αρχίζουν οι ρήξεις με τους συνεργάτες του. Αποκορύφωμα η αποχώρηση του Άσιμου από τον Λευκό Πύργο με μαυρισμένο μάτι. Μηνύει μάλιστα τον Γιώργο Αραπάκη, ο οποίος με την έκβαση της υπόθεσης καταδικάζεται σε 15ήμερη φυλάκιση.
Στις 28 Μαρτίου 1973, ξεκινάει εκ νέου συνεργασία με τους Δημητρακόπουλο-Κατσικαβέλη καθώς και άλλους καλλιτέχνες στην ντισκοτέκ "Apple", όπου και συνεχίζει εμφανίσεις μέχρι τα τέλη Μαΐου.
Από το πανεπιστήμιο έχει οριστικά ξεκόψει, παρόλο που απείχε 6 μονάχα μαθήματα από το πτυχίο σε μια ενσυνείδητη προσπάθεια να αποφύγει την θητεία και με τα όνειρά του για οδηγό χαράζει ρότα για την Αθήνα και τις ζωντανές εμφανίσεις.
Ήταν Μάιος του 1973 όταν κατέβηκε ξαφνικά στην Αθήνα.
Φιλοξενείται αρχικά σε συγγενικό του σπίτι και τα πρώτα του βήματα τον φέρνουν στην Πλάκα, Μνησικλέους 16 και Ανδριανού.
Εκεί βρισκόταν το στέκι του Θανάση Γκαϊφύλια, η "Πέμπτη Εποχή"...κι αρχίζουν οι πρώτες κόντρες.
Θα γνωριστεί με τον Γιάννη Ζουγανέλη και θα συνεργαστεί με τους Γιώργο Ζωγράφο, Πάνο Τζαβέλα, Δημήτρη Τραντάλη κ.α.
Τον Οκτώβριο του ίδιου χρόνου, συμμετέχει στο ανέβασμα των "Τσιρκολάνων", στο Θέατρο "Στοά". Αποτελεί την τελευταία του επαφή με το θέατρο. Παράλληλα το ματωμένο φθινόπωρο, τον βρίσκει σε δημιουργικό οργασμό, ενώ ο χειμώνας τον ρίχνει σε άγρια πείνα και καλλιτεχνική απραξία, την οποία θα καταλύσει ο Θ. Γκαϊφύλιας, προσφέροντας του δουλειά στην μπουάτ "Εντεκάτη Εντολή" (Αφροδίτης 1 και Ανδριανού, στην Πλάκα). Στον εν λόγω χώρο, θα του δωθεί μια ευκαιρία που ζητούσε από καιρό.
Ο Γκαϊφύλιας πάει να δουλέψει στην "Αρχόντισσα" και ο Νικόλας στήνει την μουσικο-θεατρική του παράσταση, με συνεργάτες τους Β. Σπυρόπουλο, Δ. Φινινή κ.α. Έπειτα από αλλεπάλληλες επεμβάσεις της Ασφάλειας το μαγαζί τελικά κλείνει τον Απρίλιο του 1974.
Το καλοκαίρι, λαμβάνει μέρος στις προετοιμασίες του ανοίγματος της μπουάτ "Χνάρι" (Γκούρα 2, Πλάκα). Επιστρατεύονται οι Σπυρόπουλος, Φινινής, Πανυπέρης, το ντουέτο Λήδα-Σπύρος, σε μια προσπάθεια να στηθεί το μαγαζί. Το "Χνάρι" τελικά πήγε κατά διαόλου και έκλεισε όπως άνοιξε. Στα θετικά αυτής της απόπειρας ήταν η γνωριμία του Θανάση Μπίκου με τον Νικόλα.
Αρχίζει να μηχανεύεται τρόπους να αποφύγει την θητεία, ενώ το Σεπτέμβριο δημοσιεύεται για πρώτη φορά κείμενό του σε έντυπο. (Περιοδικό "Panderma", τεύχος 9 - Εκδότης Λεωνίδας Χρηστάκης). Ακολουθεί μια επιστολή διαμαρτυρίας στην εφημερίδα "Αυγή" και καθώς ο πρώτος μεταπολιτευτικός χειμώνας μπαίνει, ο Νικόλας, βάζει εκ νέου στοίχημα με τον εαυτό του. Δημιουργεί το "Μουσικό Θέατρο Φτώχειας" ("Μου.Θε.Φτω."), ένα φιλόδοξο μουσικό-θεατρικό σχήμα.
Το στεγάζει στην Μνησικλέους 15 (Πλάκα) και βαφτίζει το μαγαζί "Ζωντανό Καφενείο", με κοινοβιακές βλέψεις, σκετσάκια, τραγούδια, χορογραφίες κλπ. Το μαγαζί παρόλες τις επίμονες και κοπιαστικές πρόβες δεν έχει απήχηση στο κοινό και ακολουθεί το θλιβερό λουκέτο.
Το 1975 μπαίνει και ο Νικόλας βρίσκει παρηγοριά στην Λίλιαν Χαριτάκη και στην κιθάρα του. Ξανακτυπάει για τρίτη φορά την πόρτα της "ΛΥΡΑ" και βρίσκει επιτέλους ανταπόκριση. Ο Α. Πατσιφάς του δίνει το πράσινο φως και το 45αρι με την πρώτη δισκογραφική δουλειά του, παίρνει σάρκα και οστά τον Μάιο, σε ενορχήστρωση Γιώργου Στεφανάκη.
Η επιτροπή λογοκρισίας έχει αντίθετη άποψη και χωρίς ουσιαστικά προσχήματα απαγορεύει εν ψυχρώ τις ραδιοφωνικές μεταδόσεις των τραγουδιών.
Ο Ζουγανέλης, που τον είχε φέρει σε επαφή με την "ΛΥΡΑ" πριν από την μεταπολίτευση, βλέποντας τα ζόρικα αδιέξοδα του Άσιμου, του δίνει την αφορμή. Ο "Συνεργατικός Θίασος Μουσικών" και το μουσικό καφενείο "Σούσουρο" (Ανδριανού 134, Πλάκα), παρέχουν μια ιδανική λύση.
Μαζί με τους Θάνο Ανδριανό, Γ. Ζουγανέλη, Περικλή Χαρβά, Σάκη Μπουλά, Ισιδώρα Σιδέρη, Σπυρουλιώ Τουτουδάκη, Ζ. Βέη και τέσσερεις μουσικούς-ορχήστρα, συνδυάζουν αρμονικά το θέατρο και το τραγούδι.
Ο Νικόλας χορεύοντας ζεϊμπέκικο με τον Γιάννη Ζουγανέλη να του κρατάει ρυθμό. Από το πρόγραμμα του "Σούσουρου", στα 1975. (Φωτ. αρχείο Γ. Ζουγανέλη) - (Γ. Ι. Αλλαμανή - "Δίχως Καβάντζα Καμιά - Βίος και Πολιτεία του Νικόλα Άσιμου").
Η Ιδρυτική Προκήρυξη του Θιάσου, που σώζει ο Νικόλας στο βιβλίο του, αποτελεί διαχρονικό μανιφέστο για κάθε καλλιτέχνη που σέβεται αληθινά τον εαυτό του και την τέχνη του.
Από το μαγαζί πέρασαν ως κοινό, ο Δ. Σαββόπουλος, ο Γενικός Γραμματέας του Κ.Κ. Ιταλίας, Ενρίκο Μπερλινγκουέρ, ο Β. Παπακωνσταντίνου (εδώ ξεκίνησε η γνωριμία τους), ο Θάνος Μικρούτσικος, η Μαρία Δημητριάδη, η Α. Μάνου κ.α.
Η ρήξη με τους συνεργάτες, παρόλη την επιτυχία, δεν άργησε να έρθει. Αιτία η αύξηση της τιμής του ποτού από τον μαγαζάτορα και η επακόλουθη άρνηση του Νικόλα να δεχτεί κάτι τέτοιο, με επακόλουθο να μείνει πάλι στο δρόμο με την Λίλιαν έγκυο.
Και πάλι απ' την αρχή...
Το Γενάρη του 1976, ξεκινάει με βασικό και εναπομένων σχήμα-ορχήστρα, τον μπασίστα Δημήτρη Τραντάλη (ο πιο πιστός συνεργάτης του Νικόλα), παραστάσεις στη Μνησικλέους 24 (Πλάκα), κάτω από τον τίτλο "Για Ένα Πολιτικό Καφενείο". Το μαγαζί κρατήθηκε όρθιο για μερικές βδομάδες και ο Νικόλας βάζει πια πλώρη για τα Εξάρχεια - όπου θα παραμείνει μέχρι το τέλος της ζωής του.
Ο Νικόλας κρατώντας την "Νιουνιού" στο πεδίο του Άρεως, Φθινόπωρο 1976. (Φωτ. αρχείο οικ. Δ. Ασημόπουλου) - (Γ. Ι. Αλλαμανή - "Δίχως Καβάντζα Καμιά - Βίος και Πολιτεία του Νικόλα Άσιμου").
Παρασκευή 28 Μαΐου του 1976, έρχεται στον κόσμο η "Νιουνιού", όπως συνήθιζε να αποκαλεί ο Νικόλας την κορούλα του Λίλιαν. Ανάμεσα από πολλές δυσκολίες, χωρίς δουλειά, άθλια οικονομικά και συνθήκες πείνας προσπαθεί να σταθεί όρθιος. Γράφει αρκετά επιστρατεύοντας τις καλλιτεχνικές του δυνάμεις με σκοπό την άμεση πολιτική και κοινωνική παρέμβαση, περνώντας μπόλικες ώρες αγκαλιά με την κιθάρα του.
Με σχήμα τους Τραντάλη, Μπίκο, Καλλοναίο, Ταραίο, Φινινή και Μανιάτη με την ονομασία "Για Ένα Πολιτικό Καφενείο", εμφανίζεται σε εκδήλωση συμπαράστασης στο γήπεδο της Καλλιθέας. Εκεί τραγουδάει για πρώτη φορά το αποκηρυγμένο "Σαν θα με καλέσει η πατρίδα".
Ο χειμώνας του 1976-77, τον βρίσκει στα κάγκελα του Πολυτεχνείου να πουλάει περιοδικά, κασέτες, και βιβλία για να βγάζει τα προς το ζην. Η Ασφάλεια τον τραβάει πολλές φορές στο τμήμα, για αντιεξουσιαστική και αντιμιλιταριστική στάση. Το ξύλο από κνίτες και μπάτσους έχει την τιμητική του.
Μέσα στο 1977 υπάρχει μια ανεπιβεβαίωτη πληροφορία, ότι ηχογράφησε μια πρώτη κασέτα και την διακινούσε. Δυστυχώς σήμερα δεν σώζεται κανένα αντίτυπο που να αποδεικνύει την ύπαρξή της.
Το φιτίλι στα Εξάρχεια αρχίζει να καίει επικίνδυνα. Οι αντιεξουσιαστικές προκηρύξεις πυκνώνουν και η ατμόσφαιρα είναι τεταμένη.
Με την κορούλα του αγκαλιά, ανεβαίνει για λίγο στην Κοζάνη. Σαν σφήνα δίνει μια συναυλία με την κιθάρα του στη ντισκοτέκ "Tiffany's".
Το φθινόπωρο του 1977, η αναμονή τελειώνει στα Εξάρχεια. Λόγω πολιτικών εξελίξεων και διεθνών γεγονότων οργανώνονται διαδηλώσεις στα Προπύλαια. Ακολουθούν αληθινές οδομαχίες και το πρώτο αίμα κυλάει στα σοκάκια. Η αστυνομία προχωρά σε συλλήψεις, 16 στον αριθμό. Ανάμεσά τους και ο Νικόλας, παρόλο που απείχε από τα συγκεκριμένα επεισόδια.
Τελικά 5 εκδότες και ένας συνθέτης ανατρεπτικών τραγουδιών (ο Άσιμος), στις 24 Οκτωβρίου προφυλακίζονται για να παραπεμφθούν σε δίκη (δεν έγινε ποτέ), με την κατηγορία της ηθικής αυτουργίας και υποκίνησης στην διατάραξη της κοινής ειρήνης. Είκοσι χρόνια αργότερα, ο τότε ανακριτής της υπόθεσης είχε την εντιμότητα να παραδεχτεί το λάθος του.
Δύο μήνες κρατάει η προφυλάκιση, στην οποία έρχεται αντιμέτωπος με τους συγκρατούμενούς του για πολιτικούς λόγους. Εξερχόμενος από τις φυλακές της Αίγινας είπε: "Θα ξανάρθω!".
Επιστρέφει στην πώληση περιοδικών στα κάγκελα του Πολυτεχνείου, ενώ ο αντιμιλιταρισμός και οι πολιτικές του παρεμβάσεις είναι πιο έντονες από ποτέ. Μάλιστα με αφορμή τη σύλληψη του Φίλιππα και της Σοφίας Κυρίτση, ο Νικόλας με εκρηκτικό τρόπο και με την "Νιουνού" αγκαλιά, πλακώνει στα ανακριτικά γραφεία με ένα πλαστικό πιστόλι-παιχνίδι, προκαλώντας χάος και πανικό.
Το τραγούδι "Είμαστε Τρομοκράτες", το έγραψε για τη σύλληψη του ζεύγους Κυρίτση και το πρωτοτραγούδησε στο θέατρο "Αλάμπρα", μαζί με τους Μιχάλη Σύρπο και Μάριο Μεγαπάνο. Στα κάγκελα του Πολυτεχνείου, πιθανώς γύρω στα 1978-79. (Φωτ. αρχείο οικ. Δ. Ασημόπουλου) - (Γ. Ι. Αλλαμανή - "Δίχως Καβάντζα Καμιά - Βίος και Πολιτεία του Νικόλα Άσιμου")
Την άνοιξη του 1978 τον καλούν να παρουσιαστεί στην Πολεμική Αεροπορία, στην Τρίπολη. Επιστρατεύοντας θεατρικά κοστούμια, παρτάλια και ότι άλλο βρήκε στο δρόμο του, εισέρχεται με ιερό μένος στο στρατόπεδο. Εκεί γίνεται της κακομοίρας με τον Άσιμο να πρωταγωνιστεί σε μία καλοστημένη παράσταση, πουλώντας τρέλα δεξιά κι αριστερά. Τελικά κερδίζει αναβολή για άλλο ένα χρόνο.
Τέλη Ιουλίου μέχρι αρχές Σεπτεμβρίου στο αυτοσχέδιο στουντιάκι του Στέλιου Λογοθέτη, γίνονται οι ηχογραφήσεις της "Παράνομης Κασέτας Νο 000001 - Με το Βαρέλι που για να βγει το σπάει". Πρωτοκυκλοφόρησε σε 500 αντίτυπα με αξία 100 δραχμές έκαστη.
Ακολουθεί ο χωρισμός με την Λίλιαν, μετά από μία ταλαίπωρη και εκρηκτική συμβίωση. Ενοικιάζει ένα υπόγειο, στην Αραχώβης 41, στα Εξάρχεια, όπου θα παραμείνει για περισσότερο από τέσσερα χρόνια.
Περνώντας από την "υπόγα", ο Χρίστος Ζυγομαλάς, προτείνει τη δημιουργία ενός μουσικού σχήματος, της "Exarchia Square Band", που στο σύντομο βίο της έδωσε αρκετές συναυλίες.
Άνοιξη του 1979, παρουσιάζεται εκ νέου στην Πολεμική Αεροπορία, στο Ελληνικό αυτή τη φορά.
Συνοδευόμενος από τον ποιητή Σωτήρη Μπουσμπουρέλη, στήνει άλλη μία θεατρική παράσταση με πλήρη επιτυχία. Με τη διάγνωση "Σχιζοειδής Ψύχωσις", παίρνει αναβολή για ένα ακόμη χρόνο.
Μπαίνει και πάλι στο αυτοσχέδιο στούντιο του Στέλιου Λογοθέτη και ηχογραφεί 20 τραγούδια, κάτω από τη γενική ονομασία "Τριπλή Κασέτα Μπέλα με Χωρίς Ταμπέλα". Αποτελείται από τρεις κασέτες, "Παράνομη Κασέτα Νο 000002 - Είμαι Παλιάνθρωπος", "Παράνομη Κασέτα Νο 000003 - Γιατί Φοράς Κλουβί", και την "Παράνομη Κασέτα Νο 000004 - Klaste Eleftheros".
"Κάθε στιγμή είναι η τελευταία..." Αυτός ο φιλοσοφικός σκεπτικισμός αποτέλεσε ένα αιθέριο πέρασμα σε μια άλλη πραγματικότητα. Μια πραγματικότητα που καταλύει κάθε άλλη. Ισορροπώντας επικίνδυνα στο τεντωμένο σκοινί της αυτοκαταστροφής, ο Νικόλας, αρχίζει την εσωτερική του "Βόλτα", "που δε σταματάει κι ούτε ποτέ της έχει αρχίσει..."
Αναζητώντας (άνευ αναζήτησης) Κροκανθρώπους, ανθρώπους μεταφουρφούριους, αγνούς, αυθεντικούς. Το ΚΡΟΚ για τον "Έτσι" αποτέλεσε την μεγαλύτερη πρόκληση. Απορρίπτοντας όλους τους θεσμούς και τις ιδεολογίες, θα μπορούσε πολύ εύστοχα να χαρακτηριστεί ως αναρχικό μανιφέστο, αν δεν καταργούσε ακόμη και την ίδια την αναρχία! Εδώ εξάλλου, έγκειται και η σπουδαιότητά του. Στην διαφοροποίηση.
Ένα καταγραμμένο ηχητικά "Συμβάν ΚΡΟΚ", διαδραματίστηκε στις 11 Δεκεμβρίου 1979, στο χώρο όπου στεγαζόταν το κανούργιο "Σούσουρο" (Θόλου 17, Πλάκα), του Θάνου Ανδριανού, στο οποίο για αρκετές ώρες βασίλευσε το απόλυτον χάος.
Άνοιξη του 1980, ο αντιμιλιταριστικός στόχος για αποφυγή της θητείας είχε επιτευχθεί. Κράτησε 7 ολόκληρα χρόνια και η τελευταία του θεατρική παράσταση διάρκειας 3 ημερών, στήθηκε στην Πολεμική Αεροπορία του Ελληνικού. Στο απολυτήριο αναγράφονται ως αίτια απόλυσης: "Ψυχωσική συνδρομή σχιζοφρενικού τύπου", η γνωστή κατά τον Νικόλα: "Σχιζοφρενοβλαβίωση".
Στη συνέχεια αποφασίζει να καταγράψει με στοιχειώδη χρονολογική σειρά, στίχους από τραγούδια και ποιήματα, προκηρύξεις, θεατρικά και αφίσες, συμβάντα και πολλές στιγμές, εκδίδοντας παράνομα και χωρίς εκδότη, το 150 (επιπρόσθετα περιλαμβάνονται 7 σελίδες με εξώφυλλα και αφίσες) σελίδων βιβλίο, "Αναζητώντας Κροκανθρώπους".
Η σπάνια αυτή έκδοση έγινε κατορθωτή το Φθινόπωρο του 1980, με την πολύτιμη βοήθεια του Λεωνίδα Χρηστάκη και κυκλοφόρησε σε άγνωστο αριθμό αντιτύπων (λιγότερα από 1500) σε δύο εξώφυλλα (ασπρόμαυρο και μαυρόασπρο).
Νικόλας Άσιμος - "Αναζητώντας Κροκανθρώπους". Τα μισά από τα εξώφυλλα του βιβλίου προέκυψαν από το αρνητικό φιλμ με μαύρο φόντο και άσπρα γράμματα. (Φωτ. Αρχείο Χ. Μιχιδόπουλου) - (Γ. Ι. Αλλαμανή - "Δίχως Καβάντζα Καμιά - Βίος και Πολιτεία του Νικόλα Άσιμου")
Όταν στο αφιέρωμα του "InRock", ο Δ. Παπαδημητρίου διατύπωσε το σχόλιο: "όποιος το διαβάσει απλώς δε θα είναι πια ο ίδιος άνθρωπος…" δεν υπέρβαλλε καθόλου!
Το χειμώνα του 1980-81 καθιερώνεται πλέον ως καλλιτέχνης του δρόμου, στήνοντας αυτοσχέδια συμβάντα που ταράζουν τους μίζερους βίους στους φιλήσυχους πολίτες με την πρωτοτυπία τους.
Καθώς μπαίνει το καλοκαίρι κάνει και το ντεμπούτο του στον κινηματογράφο. Συμμετέχει στην ταινία του Νίκου Ζερβού "Ο Δράκουλας των Εξαρχείων".
Αρχές Οκτωβρίου, σαν σφήνα στο σβέρκο του προεκλογικού πυρετού που κυριαρχεί, στα Εξάρχεια ένα αυτοσχέδιο συμβάν ταράζει την ηρεμία. Η θεατρικότητα του μεταφουρφούριου Άσιμου βρίσκεται στο ζενίθ της.
Την ίδια περίοδο πρωτοστατεί στην κατάληψη ενός ερειπωμένου σπιτιού επί της οδού Βαλτετσίου, αριθμός 42, στα Εξάρχεια. Τα συμβάντα εκ μέρους του Νικόλα που ακολουθούν, προκαλούν αίσθηση και χαώδεις καταστάσεις στο κέντρο της Αθήνας με αποκορύφωμα την αυτοκατάληψη της περιβόητης "υπόγας" του!
"Μεταφουρφούριες Εκδηλώσεις. Ελάτε μαζί μας μια Βόλτα. Θα σας ανοίξουμε τα μάτια." (Φωτ. Αγνώστου, αρχείο οικ. Δ. Ασημόπουλου) - (Γ. Ι. Αλλαμανή - "Δίχως Καβάντζα Καμιά - Βίος και Πολιτεία του Νικόλα Άσιμου") Κατά τη διάρκεια ενός από τα διαδοχικά happenings, συνελήφθηκε μαζί με τους Γιώργο Γαβαλά και Νίκο Σαββίδη. Άσιμος και Σαββίδης οδηγήθηκαν τελικά στο "Δαφνί", στο οποίο ο Νικόλας κρατήθηκε τελικά για μερικές μέρες. Για την απελευθέρωσή του κινητοποιήθηκε πολύς κόσμος. Ανάμεσά τους η Κατερίνα Γώγου, ο Δ. Σαββόπουλος, ο Γ. Κορδέλλας, ο Η. Τριανταφυλλίδης.
Ήταν ο πρώτος από μια σειρά εγκλεισμούς των οποίων ο φόβος θα συνοδεύει τον Νικόλα μέχρι το τέλος της ζωής του. Χαρακτηριστικά είναι τα αποσπάσματα που αναγράφονται στο βιβλίο του Νικόλα για όλα αυτά.
Το καλοκαίρι του 1982, διασχίζει για τελευταία φορά την πόρτα της επίσημης δισκογραφίας. Με τη βοήθεια του Β. Παπακωνσταντίνου, υπογράφει συμβόλαιο με την εταιρεία "Μίνως". Αρχές Νοεμβρίου κυκλοφορεί τελικά τον δίσκο "Ο Ξαναπές", ο οποίος υπήρξε η αφορμή για την κορύφωση ενός αμείλικτου πολέμου από τους πρώην συνεργάτες του και την αναρχίζουσα κοινωνία των Εξαρχείων.
Με διαθέσεις αυτοσαρκασμού συνθηκολογεί σιωπηλά με τις κατηγορίες που εκτοξεύονται εναντίον του και κλείνεται περισσότερο στον εαυτό του, συντηρώντας μονάχα τις μουσικό-θεατρικές του εμμονές.
Τον Οκτώβρη του 1982 αρχίζει μια σειρά εμφανίσεων με τους αδελφούς Νασιάκους, στην μπουάτ "Σκάιλαμπ", (Πλάκα), ενώ αργότερα συνεχίζει μαζί με το Χ. Ζυγομαλά και άλλους καλλιτέχνες τις εμφανίσεις στο ίδιο μαγαζί κάτω από τον τίτλο "Τάδε Έφη".
Στα 1983 με κλονισμένες τις ισορροπίες από τον ανελέητο πόλεμο και το φόβο των εγκλεισμών να ανεμίζει πάνω από το κεφάλι του, ξεκινάει την εσώτερή του "Βόλτα". Εγκαταλείπει αρχικά το υπόγειο στην Αραχώβης και ταυτόχρονα συμμετέχει σε δύο ταινίες. Τα "Βαποράκια" του Παύλου Τάσιου και στο "Ρεμπέτικο" του Κώστα Φέρρη. Τα καθημερινά συμβάντα στο δρόμο όμως κορυφώνονται επικίνδυνα.
Νοικιάζει στην Καλλιδρομίου 55 το γνωστό μαγαζάκι και το μετατρέπει σε "Χώρο Προετοιμασίας".
Οι μπάτσοι πλακώνουν συχνά-πυκνά. Η διαδρομή γνωστή: Τμήμα - Δαφνί - Καλλιδρομίου, κι απ' την αρχή. Ξύλο, ηλεκτροσόκ, ενέσεις, είναι μερικά από τα λυπηρά ανείπωτα του παρασκηνίου. Η "Βόλτα" του Νικόλα εκδηλώνεται πλέον μέσα από σημάδια και οιωνούς. Ο Βασιλιάς, ο Σοφός κι ο Γελωτοποιός ενσαρκώνονται με μιας σε ένα οριστικό μπέρδεμα.
Με τους Τόλη Βουλτζάτη και Λίτσα Περράκη δημιουργεί τα σχήμα "Ο Νικόλας Άσιμος και οι Εναπομείναντες", από τη συνεργασία των οποίων σώζεται σήμερα σε ζωντανή ηχογράφηση το τραγούδι "Πάλι στην Ξεφτίλα".
Το 1985 βρίσκει τον Νικόλα στο στούντιο "DIVA" να ηχογραφεί πυρετωδώς. Από την επιλογή των τραγουδιών κυκλοφορεί στα 1986 την δεύτερή του "Τριπλή Κασέτα" που την αποτελούν οι κασέτες "Παράνομη Κασέτα Νο 000005 - Ο Σάλιαγκας", "Παράνομη Κασέτα Νο 000006 - Η Ζαβολιά" και τέλος η "Παράνομη Κασέτα Νο 000007 - Πάλι στην Ξεφτίλα". Με βάση τις ηχογραφήσεις που περιέχονται σε αυτές τις 3 κασέτες θα κυκλοφορήσει 6 χρόνια αργότερα ο μεταθανάτιος δίσκος "Στο Φαλημέντο του κόσμου - Γιουσουρούμ".
"Παράνομη Κασέτα Νο 000005 - Ο Σάλιαγκας". Το κοινό Εξώφυλλο που ζωγράφισε ο Νικόλας χαρακτηρίζει και αυτή την τριάδα κασετών στην οποία αλλάζει μονάχα τον τίτλο και τα τραγούδια για κάθε κασέτα. (Γ. Ι. Αλλαμανή - "Δίχως Καβάντζα Καμιά - Βίος και Πολιτεία του Νικόλα Άσιμου")
Αρχές του 1986 συμμετέχει μαζί με τους "Εναπομείναντες" σε συναυλίες της "ΜΟΥ.ΣΥΝ.Κ.Α" (αργότερα ως ανεξάρτητη "Α.Ε.ΤΑ." στην οποία πρωτοστάτησε κι έπειτα διαγράφτηκε), ενώ προσκαλείται και τραγουδά στην αντιπυρηνική συναυλία διαμαρτυρίας που διοργανώθηκε στη Χαλκίδα.
Τον Σεπτέμβριο εμφανίζεται για δεύτερη και τελευταία φορά στην γενέτειρά του Κοζάνη. Μάλιστα από την εν λόγω συναυλία σώζεται κι ένα πρόχειρο βίντεο. Επιστρέφοντας απ' την Κοζάνη περνάει από τα Ψαχνά της Εύβοιας όπου εμφανίζεται στο καφενείο "Ηχώ".
Η Μοναξιά μιας "Βόλτας"
Καθώς μπαίνει ο χειμώνας του 1987 η ψυχική και σωματική υγεία του Νικόλα χειροτερεύει. Ταυτόχρονα αυξάνεται η σκληρότητά του σε διαδοχικά πειράματα αθανασίας που εκτελεί σε μικρά ζωάκια (στα χειρόγραφα της αυτοκτονίας ζητά την ύστατη συγχώρεση από τα ζωάκια αυτά για το λάθος που είχε κάνει), ενώ δοκιμάζεται η επιθετικότητά του καθώς τα χαστούκια κατά παντός δίνουν και παίρνουν και η μαγκούρα σαν γκόμενα τον συντροφεύει παντού.
Εσωτερικά ωριμάζουν πλέον οι σκέψεις και τα σενάρια για ένα ταξίδι χωρίς επιστροφή. Το Φευγιό έχει ήδη ξεκινήσει...
Σαν μπαίνει η άνοιξη κυκλοφορεί την τελευταία του κασέτα στην οποία συμμετέχει η Σωτηρία Λεονάρδου, "Παράνομη Κασέτα Νο 000008 - Στο Φανάρι του Διογένη" και γύρω στο Πάσχα παραχωρεί ως δημιουργός 5 τραγούδια στον Β. Παπακωνσταντίνου για τα "Χαιρετίσματα".
Η επιτυχία του δίσκου ξυπνάει το ένστικτο στα αδηφάγα κοράκια του τύπου που ξαφνικά ανασύρουν από το χρονοντούλαπο της λήθης τον Νικόλα. Παραχωρεί μερικές συνεντεύξεις, ενώ εμφανίζεται στο τελευταίο επεισόδιο της σειράς "Μειδιώμεν καθ' οδόν", του Γιάννη Σμαραδγή.
Βράδυ Σαββάτου, στις 7 Ιουνίου 1987, στο διαμέρισμα της Ζαΐμη 56, λαμβάνει χώρα μια παρανοϊκή "Τελετή Μύησης" με την οικειοθελή παρουσία μιας κοπελιάς που ο έσχατος της φόβος συνδυάζεται με τις παρανοϊκές ιδέες και πράξεις του Νικόλα και οδηγούν στη σύλληψη και προφυλάκισή του με τις αβάσιμες κατηγορίες: "Βιασμός κατ' εξακολούθηση και παράνομη κατακράτηση".
Κατά την διάρκεια της προφυλάκισής του η κοπελιά αποσύρει τη μήνυση εναντίον του, όμως ο εισαγγελέας έχει αντίθετη άποψη, έτσι παραμένει στον Κορυδαλλό μέχρι τέλη Ιουνίου οπότε βγαίνει με χρηματική εγγύηση που καταβάλλει η οικογένειά του.
Οι περίοικοι και ο διαχειριστής του κάνουν τη ζωή δύσκολη, ενώ δεν λείπουν περιστατικά χρήσης βίας εναντίον του. Παλεύοντας με τους εφιάλτες του, σε μια προσπάθεια ψυχικής ανάκαμψης συμμετέχει στην βιντεοταινία "Ανθρωποφάγοι στην Τιβί" του Νίκου Ζερβού. Ίδια πάνω κάτω εποχή κάνει και ένα πέρασμα από την ταινία του Κώστα Φέρρη "Oh Babylon".
Τον Οκτώβριο και παρά τη θέλησή του, έπειτα από οδηγίες του πατέρα του, οδηγείται διά της βίας στην ιδιωτική ψυχιατρική κλινική "Γαλήνη". Βγαίνοντας από την κλινική, κυριολεκτικά ράκος από τα ψυχοφάρμακα, τον περιμένει η δικαστική εξουσία που σαν στοργική μητέρα με ένα καταπέλτη - βούλευμα 22 σελίδων τον παραπέμπει σε δίκη για βιασμό.
Η αφόρητη πίεση της επικείμενης δίκης, το τσεκούρι της έξωσης να ανεμίζει πάνω απ' το κεφάλι του, η φοβία των ψυχιατρείων και η ρετσινιά του βιαστή που κατακτά το μυαλό του, τον κάνουν κυριολεκτικά κομμάτια. Κρίσεις μελαγχολίας τον σφυρηλατούν, αυτοαπομόνωση, απελπισία και απεγνωσμένες προσπάθειες να κρατηθεί...Μάταια όμως.
Το θλιβερό σκηνικό που διαδραματίστηκε τις πρώτες πρωινές ώρες της Πέμπτης 17 Μαρτίου 1988, καθώς το σκοινί στο λαιμό του ξεκλείδωνε τις πύλες του Συνειδητού Θανάτου δύσκολα μπορεί να το περιγράψει κανείς...Καλοτάξιδος "Μπαγάσα"...
Δισκογραφία
(1974) Ρωμιός- Μηχανισμός, single.
(1978)Παράνομη κασέτα Νο.000001 «Κασέτα με το βαρέλι που για να βγει το σπάει» (1979) Τριπλή κασέτα μπελά με χωρίς ταμπέλα που περιέχει:
Παράνομη κασέτα No.000002 «Είμαι παλιάνθρωπος»
Παράνομη κασέτα No.000003 «Γιατί φοράς κλουβί» Παράνομη κασέτα
No.000004 «Κλάστε ελευθέρως»
(1982) ”Ο Ξαναπές” Συμμετέχουν ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου και η Χάρις Αλεξίου. (1986)
Τριπλή κασέτα που περιέχει: Παράνομη κασέτα No.000005 «Ο Σάλιαγκας» Παράνομη κασέτα
No.000006 «Η Ζαβολιά» Παράνομη κασέτα No.000007 «Πάλι στην Ξεφτίλα»
(1987) Παράνομη κασέτα No.000008 «Το Φανάρι του Διογένη»
(1987) Συμμετοχή με 5 τραγούδια στο δίσκο «Χαιρετίσματα» του τραγουδιστή Βασίλη Παπακωνσταντίνου.
(1989) «Το Φανάρι του Διογένη». Ο δίσκος αυτός κυκλοφόρησε μετά θάνατον και περιέχει κομμάτια από την Παράνομη κασέτα No.000008 με μερικές απουσίες λόγω παρέμβασης από την δισκογραφική εταιρία. Συμμετέχει η Σωτηρία Λεονάρδου.
(1992) «Στο φαλημέντο του κόσμου». (Μετά θάνατον.) Περιέχει επιλογές από τις παράνομες κασέτες. Συμμετέχει ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου.
Ο Νικόλας ο Άσιμος είναι εδώ.
Είναι γη, νερό, αέρας και φωτιά.
Μας έδωσε τη ζωή του για να μπορέσουμενα ζήσουμε πιο ευγενικά
(Βασίλης Παπακωνσταντίνου)
Πηγές: www.wikipedia.org, www.sansimera.gr, www.mousikorama.gr, alfavita.gr
Ίαν Λάνκαστερ Φλέμινγκ, ήταν Άγγλος συγγραφέας, έγινε διάσημος γεια τη σειρά κατασκοπευτικών μυθιστορημάτων του θρυλικού Τζέϊμς Μποντ
Ίαν Λάνκαστερ Φλέμινγκ
Ο Ίαν Λάνκαστερ Φλέμινγκ ήταν Άγγλος συγγραφέας. Έγινε διάσημος για τη σειρά κατασκοπευτικών μυθιστορημάτων του θρυλικού Τζέιμς Μποντ, με το πρώτο, το Casino Royale, να κυκλοφορεί το 1953. Ο Φλέμινγκ είχε ο ίδιος υπηρετήσει στην υπηρεσία αντικατασκοπείας του βρετανικού πολεμικού ναυτικού. (Ian Lancaster Fleming, 28 Μαΐου 1908 - 12 Αυγούστου 1964)
Βιογραφία
Οικογένεια
Ο `Ιαν Φλέμινγκ γεννήθηκε στην οδό Γκρην 27, στο πλούσιο προάστιο Μέιφαιρ του Λονδίνου.
Μητέρα του ήταν η γνωστή στους κοσμικούς κύκλους του Λονδίνου `Εβελυν Σεν Κρουά Ρόουζ-Φλέμινγκ (1885-1964) και πατέρας του ο Βάλενταϊν Φλέμινγκ (1882-1917), συντηρητικός βουλευτής από το 1910 και αξιωματικός που σκοτώθηκε στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο με τον βαθμό του ταγματάρχη (ο Ουίνστον Τσώρτσιλ είχε γράψει τότε μία νεκρολογία του στους Τάιμς).
Ο μεγαλύτερος αδελφός του `Ιαν, ο Πήτερ (1907–1971), έγινε ταξιδιωτικός συγγραφέας και νυμφεύθηκε την ηθοποιό Σήλια Τζόνσον, ενώ κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο συμμετείχε σε επιχειρήσεις στις κατεχόμενες Νορβηγία και Ελλάδα.
Υπήρχαν και δύο μικρότεροι αδελφοί, ο Μάικλ (1913–1940) και ο Ρίτσαρντ (1911–1977), καθώς και μία ετεροθαλής αδελφή, νόθα κόρη της μητέρας, η τσελίστρια Αμαρυλλίς Φλέμινγκ (1925–1999), της οποίας πατέρας ήταν ο καλλιτέχνης Αύγουστος Τζων.
Εκπαίδευση και νεανική ηλικία
Από την ηλικία των 6 ετών ο Ίαν Φλέμινγκ κλείστηκε στο εσωτερικό Σχολείο Durnford στο Ντόρσετ. Δεν του άρεσε εκεί: το φαγητό ήταν απαίσιο και οι συμμαθητές του τον κορόιδευαν.
Το 1921 ο Φλέμινγκ εγγράφηκε στο Κολέγιο Ήτον. Παρότι στα ακαδημαϊκά μαθήματα δεν είχε ιδιαίτερες επιδόσεις, διακρίθηκε στον αθλητισμό και κατείχε τον τίτλο Victor Ludorum («Νικητή των παιχνιδιών») δύο χρονιές (1925-1927).
Είχε επίσης την επιμέλεια ενός σχολικού περιοδικού, του The Wyvern. Ωστόσο, η διαγωγή του τον έφερε σε σύγκρουση με τον υπεύθυνο διαμονής E.Β. Σλέιτερ, τον οποίο ενοχλούσε η συμπεριφορά του Φλέμινγκ, το ότι έβαζε μπριγιαντίνη στα μαλλιά, κατείχε αυτοκίνητο και είχε σχέσεις με γυναίκες. Ο Σλέιτερ έπεισε τη μητέρα του Φλέμινγκ να τον βγάλει από το Ήτον ένα εξάμηνο νωρίτερα και να τον βάλει σε ένα εισαγωγικό φροντιστήριο για το Βασιλικό Στρατιωτικό Κολέγιο στο Σάντχερστ. Από εκεί έφυγε λίγους μήνες αργότερα, έχοντας κολλήσει γονόρροια.
Το 1927, για να τον προετοιμάσει για εισαγωγή στο Φόρειν Όφις, η μητέρα του τον έστειλε στο Τένερχοφ, στο Κιτσμπύελ της Αυστρίας, ένα μικρό ιδιωτικό σχολείο που διοικούσαν ένας Βρετανός πρώην κατάσκοπος, ο Ερνάν Φορμπς Ντένις και η μυθιστοριογράφος σύζυγός του, Φύλις Μπετόμ. Αφού βελτίωσε εκεί τη δεξιότητά του στις γλώσσες, ο Φλέμινγκ φοίτησε για λίγο στα Πανεπιστήμια του Μονάχου και της Γενεύης.
Στη Γενεύη ο Φλέμινγκ άρχισε μία ρομαντική σχέση με τη Μονίκ Πανσώ ντε Μποτόμ (Monique Panchaud de Bottomes) και το ζευγάρι αρραβωνιάστηκε το 1931. Ωστόσο, η μητέρα του διαφωνούσε με τη σχέση και κατάφερε να τη διαλύσει. Ο Φλέμινγκ έκανε αίτηση εισαγωγής στο Φόρειν Όφις, αλλά απέτυχε στις εξετάσεις. Και πάλι η μητέρα του παρενέβη: μίλησε με τον σερ Ρόντερικ Τζόουνς, επικεφαλής του Πρακτορείου Reuters, και τον Οκτώβριο του 1931 ο γιος της εξασφάλισε μία θέση «υποσυντάκτη» (sub-editor) και δημοσιογράφου εκεί.
Το 1933 το πρακτορείο τον έστειλε στη Μόσχα, όπου κάλυψε τη σταλινική δίκη 6 μηχανικών της βρετανικής εταιρείας Metropolitan-Vickers. Ενώ βρισκόταν εκεί, ο Φλέμινγκ έκανε αίτηση για μία συνέντευξη με τον Ιωσήφ Στάλιν και προς έκπληξή του έλαβε απάντηση με υπογεγραμμένο από τον Σοβιετικό ηγέτη σημείωμα, που ζητούσε συγγνώμη για το ότι δεν μπορούσε να προσέλθει σε αυτή.
Ο Φλέμινγκ υπέκυψε σε οικογενειακές πιέσεις τον Οκτώβριο του 1933 και μεταπήδησε στον τραπεζικό-οικονομικό κλάδοn, με μία θέση στην Cull & Co. και μετά (1935) στην Rowe & Pitman του Μπίσοπσγκέιτ ως χρηματιστής. Απέτυχε και στις δύο θέσεις. Στις αρχές του 1939, άρχισε μία σχέση με την Ανν Ο' Νηλ, σύζυγο του βαρόνου Ο' Νηλ.
Στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο
Τον Μάιο του 1939 ο Φλέμινγκ επιστρατεύθηκε από τον υποναύαρχο Τζων Χ. Γκόντφρεϋ, διοικητή της Αντικατασκοπείας του Βασιλικού Ναυτικού, ως προσωπικός του βοηθός, με πλήρη απασχόληση από τον Αύγουστο του 1939 με το κωδικό όνομα «17F». Ο βιογράφος του Φλέμινγκ Άντριου Λύσετ (Lycett) σημειώνει ότι ο Φλέμινγκ «δεν είχε προφανή προσόντα για τη θέση αυτή». Ως μέρος της αποστολής του, κατατάχθηκε στο Σώμα Εθελοντών Εφέδρων Αξιωματικών του Ναυτικού τον Ιούλιο του 1939, αρχικώς ως υποπλοίαρχος και λίγους μήνες αργότερα με προαγωγή ως αντιπλοίαρχος.
Ο Φλέμινγκ αποδείχθηκε πολύ χρήσιμος ως προσωπικός βοηθός του Γκόντφρεϋ και επέδειξε εξαιρετικές διοικητικές ικανότητες. Ο Γκόντφρεϋ ήταν εριστικός χαρακτήρας και είχε αντιπάθειες σε κυβερνητικούς κύκλους, οπότε χρησιμοποιούσε συχνά τον Φλέμινγκ ως σύνδεσμο με άλλους τομείς της κυβερνητικής στρατιωτικής διοικήσεως κατά τον πόλεμο, όπως την Secret Intelligence Service, το Political Warfare Executive, το Special Operations Executive (SOE), την Joint Intelligence Committee και το πρωθυπουργικό γραφείο.
Επιλεγμένα έργα
Βιβλία με τον Τζέιμς Μποντ
Casino Royale, 1953
Live and Let Die, 1954
Moonraker, 1955
Diamonds Are Forever, 1956
From Russia With Love, 1957
Dr. No, 1958
Goldfinger, 1959
For Your Eyes Only, 1960
Thunderball, 1961
The Spy Who Loved Me, 1962
On Her Majesty's Secret Service, 1963
You Only Live Twice, 1964
The Man with the Golden Gun, 1965
Octopussy and The Living Daylights, 1966
Παιδικά
Chitty Chitty Bang Bang, 1964
Μη φανταστικά
The Diamond Smugglers, 1957
Thrilling Cities, 1963. Οι αμερικανικές εκδόσεις περιλαμβάνουν τη σύντομη ιστορία 007 in New York.
Μάρκος Μπότσαρης, ήρωας της Ελληνικής Επανάστασης του 1821
Μάρκος Μπότσαρης
1790 – 1823
Ήρωας της Ελληνικής Επανάστασης από το Σούλι. Έδρασε κυρίως στη Δυτική Στερεά Ελλάδα και χαρακτηρίζεται από τους ιστορικούς ως μία από τις πιο αγνές μορφές του Αγώνα.
Ο Μάρκος Μπότσαρης γεννήθηκε στο Σούλι το 1790 και ήταν ο δευτερότοκος γιος του Κίτσου Μπότσαρη (1754-1813), ηγετικής μορφής της φάρας των Μποτσαραίων. Μετά την κατάληψη του Σουλίου από τον Αλή Πασά το 1803 και τις διώξεις των Σουλιωτών που ακολούθησαν, κατέφυγε με τον πατέρα του και άλλους συμπατριώτες του πρώτα στην Πάργα και στη συνέχεια στην Κέρκυρα. Εκεί εντάχθηκε στο «Αλβανικό Σύνταγμα», που είχαν συγκροτήσει οι Γάλλοι κι έφθασε μέχρι το βαθμό του εκατόνταρχου.
Παρά την περιορισμένη του μόρφωση, συνέγραψε το 1809 το «Λεξικό της Ρομαϊκοίς και Αρβανιτικοίς Απλής», ήτοι ένα ελληνο-αλβανικό λεξικό, το πρωτότυπο του οποίου βρίσκεται στη Βιβλιοθήκη των Παρισίων. (Το 1980 εκδόθηκε στην Αθήνα από τον Τίτο Γιοχάλα). Το 1810 πήρε διαζύγιο από την πρώτη του γυναίκα, λόγω απιστίας και παντρεύτηκε για δεύτερη φορά, τη Χρυσούλα Καλογήρου, κόρη του αρματολού της Πρέβεζας Χρηστάκη Καλογήρου, η οποία του χάρισε δύο παιδιά, τον Δημήτριο Μπότσαρη (1814-1871), στρατιωτικό και πολιτικό και την Κατερίνα-Ρόζα Μπότσαρη (1820-1872), καλλονή της εποχής της, η οποία διετέλεσε κυρία επί των τιμών της βασίλισσας Αμαλίας.
Μάρκος Μπότσαρης, πίνακας του ΘεόφιλουΤο 1813 επέστρεψε στην Ήπειρο και μετά τη δολοφονία του πατέρα του από τον αρματολό Γώγο Μπακόλα τον Ιανουάριο του 1814 εγκαταστάθηκε με την οικογένειά του στον Κακόλακκο Πωγωνίου, όπου διορίστηκε αρχηγός της περιοχής από τον Αλή Πασά. Τον ίδιο χρόνο έγινε μέλος της Φιλικής Εταιρίας. Το 1820, μαζί με τον θείο του Νότη και άλλους Σουλιώτες, πολέμησε στο πλευρό των σουλτανικών δυνάμεων, που πολιορκούσαν τον ανυπάκουο Αλή Πασά στα Ιωάννινα, έχοντας λάβει την υπόσχεση ότι θα ξαναγυρνούσαν στην πατρίδα τους.
Βλέποντας ότι οι Τούρκοι αθετούσαν την υπόσχεσή τους, ο Μπότσαρης ήρθε σε συνεννόηση με τον Αλή Πασά και του ζήτησε τον επαναπατρισμό των Σουλιωτών, με αντάλλαγμα τη βοήθεια τους στον αγώνα του εναντίον των στρατευμάτων του Σουλτάνου. Η σχετική συμφωνία υπογράφηκε στις 15 Ιανουαρίου 1821. Πρώτη του επιτυχία ήταν η νίκη στους Καμψάδες και στα Πέντε Πηγάδια και η κατάληψη των φρουρίων της Ρηγιάσας και της Ρινιάσσας.
Με την έκρηξη της Επανάστασης, ο Μάρκος Μπότσαρης πήρε μέρος στις νικηφόρες μάχες στο Κομπότι της Άρτας (3 Ιουλίου 1821) και στην Πλάκα (Σεπτέμβριος 1821) εναντίον του Τοπάλ Αλί Πασά και στα Δερβιζανά εναντίον του Τουρκομακεδόνων του Καπλάν Μπέη (12 Οκτωβρίου 1822). Στις 12 Νοεμβρίου 1821 συμμετείχε στην πολιορκία και την άλωση της Άρτας (17 Νοεμβρίου 1821).
Στο μεταξύ, οι Οθωμανοί είχαν αιχμαλωτίσει την οικογένειά του, που παρέμενε στον Κακκόλακο. Όταν τον Μάρτιο του 1822 πήγε μαζί με άλλους Σουλιώτες οπλαρχηγούς στην Πελοπόννησο για να ζητήσει βοήθεια από την προσωρινή κυβέρνηση, πέτυχε να απελευθερώσει την οικογένειά του, ανταλλάσσοντάς τη με τα χαρέμια του Χουρσίτ Πασά που είχαν αιχμαλωτισθεί κατά την άλωση της Τριπολιτσάς (23 Σεπτεμβρίου 1821). Την οικογένεια την έστειλε στην Ανκόνα της Ιταλίας και ο ίδιος παρέμεινε στην Πελοπόννησο με τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο, τον οποίο ακολούθησε στη Δυτική Στερεά Ελλάδα.
Τον Μάιο του 1822 έπεισε τον Μαυροκορδάτο να αναληφθεί εκστρατεία στην Ήπειρο, με σκοπό τη βοήθεια των Σουλιωτών. Στα τέλη Ιουνίου με 1200 αγωνιστές κατευθύνθηκε από το Κομπότι στο Σούλι. Στις 29 Ιουνίου, κοντά στην Πλάκα, αντιμετώπισαν τις υπέρτερες δυνάμεις του Κιουταχή και τράπηκαν σε φυγή. Στις 4 Ιουλίου, με 32 συντρόφους του, πήρε μέρος στην καταστροφική μάχη του Πέτα, που σήμανε την οριστική παράδοση του Σουλίου στους Οθωμανούς.
Στις 12 Οκτωβρίου 1822, με τη βοήθεια του Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου, προήχθη σε στρατηγό, προκαλώντας την αντίδραση των άλλων οπλαρχηγών. Η στάση τους τον εξόργισε και ενώπιόν τους έσκισε το χαρτί του διορισμού του, λέγοντας: «Όποιος είναι άξιος παίρνει το δίπλωμα μεθαύριο μπροστά στον εχθρό». Αυτή η μεγαλοπρεπής πράξη του αποδεικνύει την ανιδιοτέλειά του και την αγάπη του για την πατρίδα. Στη συνέχεια είχε καθοριστική συνεισφορά στην αίσια έκβαση της πρώτης πολιορκίας του Μεσολογγίου (25 Οκτωβρίου - 31 Δεκεμβρίου 1822). Με την ευστροφία και την πονηριά του παρέσυρε σε πλαστές συνομιλίες («καπάκια») τους Τούρκους, δίνοντας το χρόνο στους πολιορκημένους να ενισχύσουν τις οχυρώσεις τους.
Ο θάνατος του Μάρκου Μπότσαρη. Πίνακας του Λουντοβίκο Λιπαρίνι.Το καλοκαίρι του 1823 ο Μάρκος Μπότσαρης προσπάθησε να ανακόψει το δρόμο στα τούρκικα στρατεύματα που επέδραμαν από τα Τρίκαλα προς τη δυτική Στερεά. Τη νύχτα της 8ης προς 9η Αυγούστου, επικεφαλής 350 Σουλιωτών, επιτέθηκε κατά των 4.000 Τουρκαλβανών του Μουσταή Πασά, που είχαν στρατοπεδεύσει στο Κεφαλόβρυσο του Καρπενησίου. Ο αιφνιδιασμός πέτυχε και ο Μπότσαρης, αν και πληγωμένος ελαφρά στην κοιλιά, προχώρησε προς τη σκηνή του Μουσταή Πασά, προκειμένου να τον αιχμαλωτίσει. Όμως, μία σφαίρα από έναν αφρικανό υπηρέτη του πασά τον βρήκε στο μάτι και τον τραυμάτισε σοβαρά. Εξέπνευσε λίγες ώρες αργότερα. Τότε, οι άνδρες του, αν και νικούσαν, διέκοψαν τη μάχη για να παραλάβουν τη σορό του αρχηγού τους και τα λάφυρα.
Μεταφέροντας τον νεκρό Μπότσαρη προς το Μεσολόγγι, σταμάτησαν για λίγο στη Μονή Προυσού, όπου ευρισκόταν ο Καραϊσκάκης κατάκοιτος. Αυτός τον ασπάστηκε, λέγοντας: «Άμποτε ήρωα Μάρκο, κι εγώ από τέτοιο θάνατο να πάω». Ο νεκρός μεταφέρθηκε στο Μεσολόγγι στις 10 Αυγούστου 1823 με θριαμβική πομπή, που περιγράφει ο Πουκεβίλ στα απομνημονεύματά του. Του θριάμβου προηγούνταν Τουρκαλβανοί αιχμάλωτοι, ακολουθούσαν οι ίπποι των αξιωματικών τους με πολύτιμα επισάγματα και πενήντα τέσσερεις σημαίες των εχθρών. Ο νεκρός Μάρκος ήταν καλυμμένος με κυανή χλαμύδα. Ακολουθούσαν τα λάφυρα που ήταν ζώα, όπλα, σκηνές, πολεμοφόδια και το ταμείο των εχθρών. Η επικήδεια τελετή έγινε στο ναό Αγίου Νικολάου των προμαχώνων.
Τον θάνατο του Μάρκου Μπότσαρη ύμνησε η λαϊκή και η έντεχνη μούσα. Ο Διονύσιος Σολωμός έγραψε το ποίημα «Εις Μάρκο Μπότσαρη», στο οποίο παρομοιάζει τη μεγάλη προσέλευση των Ελλήνων στην κηδεία του ήρωα με τη συρροή των Τρώων στην ταφή του Έκτορα. Ποιήματα αφιερωμένα στον Μπότσαρη έγραψαν ο αμερικανός ποιητής Φιτζγκρίν Χάλεκ (1790-1867) με τίτλο «Marco Bozzaris» (1825), ο ελβετός ποιητής και δημοσιογράφος Ζιστ Ολιβιέ (1807-1876) με τίτλο «Marcos Botzaris au mont Aracynthe» («Ο Μάρκος Μπότσαρης στο όρος Αράκυνθος», 1826) και ο γάλλος συγγραφέας Βίκτωρ Ουγκώ στη συλλογή ποιημάτων του «Les Orientales» («Τ' Ανατολίτικα», 1829).
Το 1858 ο ζακυνθινός συνθέτης Παύλος Καρρέρ παρουσίασε την όπερα «Μάρκος Μπότσαρης». Το γαλλικό κράτος τίμησε το 1911 τον Μάρκο Μπότσαρη, δίνοντας σ' έναν από τους σταθμούς του παρισινού μετρό τ' όνομά του («Botzaris»).
Έρμαν Έσσε, ο βραβευμένος με Νόμπελ Λογοτεχνίας συγγραφέας και ποιητής που ξεκίνησε ως βιβλιοπώλης
Έρμαν Έσσε
ένας ταχυδακτυλουργός της λογοτεχνίας
O Έρμαν Έσσε (Hermann Hesse), ο βραβευμένος με Νόμπελ Λογοτεχνίας συγγραφέας και ποιητής γεννήθηκε, σαν σήμερα, στις 2 Ιουλίου του 1877 στο Καλβ της Βυρτεμβέργης. Η δουλειά του ως βιβλιοπώλης τον ώθησε να μελετήσει φιλοσοφία και να συγγράψει έργα με σχετικές επιρροές.
Ο Έσσε καταγόταν από οικογένεια κληρικών και μεγάλωσε υπομένοντας μεγάλη καταπίεση απ’ την οικογένειά του. Το γεγονός αυτό τον ωθούσε συχνά σε συγκρούσεις με τους γονείς του με αποτέλεσμα να φύγει από το σπίτι σε νεαρή ηλικία.
Μετά την επιτυχημένη συμμετοχή του στο λατινικό σχολείο στο Goeppingen άρχισε να παρακολουθεί μαθήματα στην Ευαγγελική Θεολογική Σχολή στο Maulbronn Abbey το 1891. Την επόμενη χρονιά όμως επέδειξε επαναστατικό χαρακτήρα και έφυγε από τη σχολή. Τον Μάιο της ίδιας χρονιάς, αφού αποπειράθηκε να αυτοκτονήσει, βρέθηκε σε ένα ίδρυμα στο Bad Boll ενώ αργότερα εισάχθηκε για κάποιο διάστημα σε ψυχιατρείο.
Ο Έσσε έπασχε από κατάθλιψη, όπως και ο πατέρας του Johannes Hesse. Μάλιστα όταν το 1902 η μητέρα του Marie Gundert πέθανε από μια μακρά και επίπονη ασθένεια, ο ίδιος δεν παραβρέθηκε στην κηδεία προκειμένου να μη χειροτερέψει η ψυχική του υγεία.
Η επαφή του διάσημου συγγραφέα με τη λογοτεχνία ξεκίνησε ως αναζήτηση διεξόδου από τα ψυχολογικά του προβλήματα. Η απασχόλησή του ως βιβλιοπώλη του έδωσε την ευκαιρία για μελέτη πολλών επιστημών. Είχε προσπαθήσει να δουλέψει και ως μηχανικός αλλά έκλινε φανερά προς τις πνευματικές δραστηριότητες. Το 1895 συγκεκριμένα ξεκίνησε να δουλεύει σε ένα βιβλιοπωλείο στο Tubingen το οποία ειδικευόταν στη θεολογία, τη φιλοσοφία και τη νομική επιστήμη. Ο Έσσε βρήκε την ευκαιρία να μελετήσει Goethe, Lessing, Sciller, Nietzsche καθώς και ελληνική μυθολογία. Όλα αυτά αποτέλεσαν ισχυρές επιρροές για το έργο του.
Ο Έσσε παντρεύτηκε το 1904 τη Maria Bernoulli και έμεινε μαζί της στο Gaienhofen όπου απέκτησε μαζί της τρεις γιούς. Από το 1911, η σχέση τους άρχισε να αντιμετωπίζει προβλήματα. Ο ίδιος ξεκίνησε να κάνει ταξίδια στην Ινδία και τη Σρι Λάγκα προκειμένου να ξεπεράσει την οικογενειακή του κρίση όμως δεν κατάφερε το επιθυμητό αποτέλεσμα, πράγμα στο οποίο αναφέρθηκε και στο μυθιστόρημά του Rosshalde.
Το 1912 εγκατέλείψε την Γερμανία και εγκαταστάθηκε στην Ελβετία. Δέκα χρόνια αργότερα απόκτησε και την ελβετική υπηκοότητα. Το 1916 ο θάνατος του πατέρα του, η σχιζοφρένεια της συζύγου του και η σοβαρή ασθένεια που αντιμετώπιζε ο γιός του τον ανάγκασαν να εγκαταλείψει τη στρατιωτική του θητεία στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο προκειμένου να κάνει ψυχοθεραπεία.
Ο Έσσε δημοσίευσε το πρώτο του μυθιστόρημα «Πήτερ Κάμεντσιντ» το 1904. Είναι διάσημος για πολλά έργα του όπως Κάτω από τον τροχό, Κνουλπ, Ντέμιαν, Σιντάρτα, Ο λύκος της στέπας, Νάρκισσος και Γκόλντμουντ, Το παιχνίδι με τις γυάλινες πέρλες. Τα περισσότερα έργα του είναι αυτοβιογραφικά και έχουν ως επίκεντρο την ανθρώπινη ύπαρξη.
Το 1946 του απονεμήθηκε το βραβείο Γκαίτε, το 1947 βραβεύτηκε με Νόμπελ Λογοτεχνίας και το 1955 με το βραβείο Ειρήνης του Γερμανικού Συνδέσμου Εμπορίας Βιβλίων.
Ο Έσσε απεβίωσε σε ηλικία 85 ετών στις 9 Αυγούστου του 1962.
Λεωνίδας, ήταν βασιλιάς της Σπάρτης και αρχηγός του συμμαχικού ελληνικού στρατού στην Μάχη των Θερμοπυλών
Λεωνίδας
Βασιλιάς της Σπάρτης
Ο Λεωνίδας ο Α’, ήταν βασιλιάς της Σπάρτης από τη δυναστεία των Αγιαδών. (540 π.Χ. – 480 π.Χ. περίπου)
Ήταν ένας από τους τέσσερις γιους του Αναξανδρίδα (ή Αλεξανδρίδα αλλιώς) από τον πρώτο γάμο του πατέρα του (Δωριέας, Λεωνίδας, Κλεόμβροτος).
Στο θρόνο ανέβηκε το 488 π.Χ. μετά τον ετεροθαλή αδελφό του, τον οποίο ο πατέρας του είχε αποκτήσει από τη δεύτερη σύζυγό του, τον Κλεομένη Α΄.
Ο Λεωνίδας, καθότι τριτότοκος γιος, δεν περίμενε ότι θα γινόταν βασιλιάς. Όμως ο Κλεομένης εξορίστηκε και τελικά πέθανε σε μια φυλακή της Σπάρτης και ο Δωριεύς είχε πεθάνει στη Σικελία οδηγώντας μια ομάδα μισθοφόρων.
Αν όντως γεννήθηκε το 540 π.Χ., τότε το 510 π.Χ. πρέπει να ήταν σε ηλικία γάμου. Είτε παντρεύτηκε μια γυναίκα το όνομα της οποίας αγνοούμε, οπότε και χώρισε αργότερα, είτε έμεινε ανύπαντρος μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 490 π.Χ., όταν παντρεύτηκε τη Γοργώ, η οποία ήταν κόρη του αδελφού του Κλεομένη Α’. Εκείνη την εποχή, ήταν φυσιολογικό οι βασιλείς να παντρεύονται κοντινά συγγενικά τους πρόσωπα για να διατηρήσουν το βασιλικό αίμα. Ο Λεωνίδας με τη Γοργώ απέκτησαν ένα γιο, τον Πλείσταρχο, γεγονός που τον καθιστούσε ισότιμο με τους τριακόσιους, οι οποίοι επιλέχθηκαν να τον συνοδέψουν στις Θερμοπύλες, εν μέρει επειδή είχαν όλοι τους γιο. Ο Λεωνίδας με αυτό τον τρόπο επέλεξε πως όποιοι μαχητές θα πήγαιναν να πολεμήσουν έπρεπε να είχαν τουλάχιστον ένα γιο, ώστε να διατηρηθεί η γενιά τους. Από τους δυο βασιλιάδες της Σπάρτης θέλησε να πάει ο Λεωνίδας, υπακούοντας και σε ένα χρησμό του μαντείου των Δελφών που έλεγε: «Ή πόλη της Σπάρτης θα σβηστεί από το χάρτη ή θα θρηνήσει τον βασιλιά της».
Ο Λεωνίδας ανέλαβε την ηγεσία του συμμαχικού ελληνικού στρατού και κατάφερε με επιτυχία να τους κρατήσει ενωμένους και να ξεχάσουν τις διαφορές τους. Η στρατιωτική του ευφυΐα έγινε εμφανής στις Θερμοπύλες με το τρόπο που παρέταξε τα στρατιωτικά τμήματα και με τη ταχύτητα με την οποία τα ενάλλασσε στο πεδίο της μάχης. Ταυτόχρονα έδειξε και τον ηρωισμό του: όταν ο Ξέρξης του απέστειλε αγγελιαφόρο και του ζήτησε να παραδώσει τα όπλα και να παραδοθεί, ο Σπαρτιάτης βασιλιάς απάντησε «Μολών λαβέ», δηλαδή «Έλα να τα πάρεις», θέλοντας έτσι να τον προκαλέσει να δώσει μάχη και να αποδείξει την αξία του.
Ο βασιλιάς Λεωνίδας έπεσε μαχόμενος κατά των Περσών στο σημείο των Θερμοπυλών και έγινε σύμβολο πατριωτικής αυτοθυσίας. Μπροστά στις πολυπληθείς δυνάμεις των Περσών ο Λεωνίδας με 300 Σπαρτιάτες και 700 Θεσπιείς οχυρώθηκαν στις Θερμοπύλες, όπου μετά από προδοσία του Εφιάλτη, εξοντώθηκαν όλοι. Η θυσία του Λεωνίδα και των 300 συμπολεμιστών του έγινε διαχρονικό σύμβολο.
Μετά τη μάχη στις Θερμοπύλες στήθηκε ένας πέτρινος λέοντας για να θυμούνται όλοι το όνομα του βασιλιά που έπεσε στο σημείο εκείνο. Τα λείψανά του στάλθηκαν για ταφή στη Σπάρτη το 440 π.Χ.. Προς τιμή του Λεωνίδα στην ελληνιστική περίοδο οι Σπαρτιάτες ανήγειραν ένα ναό, το Λεωνιδαίο, και τελούσαν μια ετήσια γιορτή, τα Λεωνίδαια. Η γιορτή αυτή ατόνησε όταν άρχισε να παρακμάζει η Σπάρτη, αλλά αναβίωσε ξανά την εποχή του Ρωμαίου αυτοκράτορα Τραϊανού. Ο Τραϊανός το έκανε αυτό και για λόγους πολιτικής σκοπιμότητας, καθώς εκείνη την περίοδο είχε ξεκινήσει ο πόλεμος μεταξύ της Ρώμης και των Πάρθων, συνεχιστών του κράτους των Περσών και ήθελε να θυμίσει την ηρωική στάση των Ελλήνων στους Περσικούς πολέμους. Μάλιστα ένας Ρωμαίος ευγενής, ο Γάιος Ιούλιος Αγησίλαος, έκανε μεγάλη οικονομική δωρεά στην εορτή.
Η σύγχρονη πολιτεία έχει χτίσει ένα μνημείο-τύμβο στη πόλη της Σπάρτης και ένα άγαλμα-μνημείο στο πεδίο που έγινε η μάχη των Θερμοπυλών.
Το μνημείο των Θερμοπυλών περατώθηκε το 1955, με μέριμνα του τότε προέδρου της οργάνωσης ΑΧΕΠΑ Χάρη Μπούρα και με δαπάνη 300 Ελληνοαμερικανών. Αρχικά, ήταν πρωτοβουλία και είχε παραγγελθεί από έναν ομογενή, ονόματι Δούσμανη, αλλά λόγω του πολέμου καθυστέρησε, ενώ ο Δούσμανης πέθανε. Δημιουργός του ειναι ο γλύπτης Βάσος Φαληρέας. Στο κεντρικό βάθρο υπάρχει ένα ορειχάλκινο άγαλμα του Σπαρτιάτη βασιλιά με δόρυ και ασπίδα. Δύο αγάλματα τον συντροφεύουν, οι αναπαραστάσεις του Πάρνωνα και του Ταΰγετου. Στη βάση τοποθετήθηκε πλάκα η οποία αναγράφει «ΜΟΛΩΝ ΛΑΒΕ».
Το άγαλμα στη Σπάρτη βρίσκεται στο κέντρο της πόλης μαζί με το κενοτάφιο του βασιλέα. Εδώ πρέπει να αναφερθεί ότι η μορφή του βασιλιά Λεωνίδα και στα δύο αγάλματα, στη Σπάρτη και στις Θερμοπύλες, έχει βασιστεί σε μια αναπαράσταση πολεμιστή που ανακάλυψε η Βρετανική Αρχαιολογική Σχολή το 1920 και ταυτίστηκε με τον πεσόντα βασιλέα.
Το ηρωικό πρότυπο του Λεωνίδα και η ανάμνηση της μάχης των Θερμοπυλών αποτέλεσε παράδειγμα για πολλούς λαούς σε πολλές φάσεις της ιστορίας. Οι αρχαίοι Έλληνες το χρησιμοποίησαν ενάντια στην επέκταση του Μακεδονικού βασιλείου, το χρησιμοποίησαν οι Έλληνες στην επανάσταση του 1821, οι Σύμμαχοι στην εισβολή του Άξονα στην Ελλάδα, οι επαναστάτες κατά τη Γαλλική Επανάσταση το χρησιμοποίησαν για να αντικατοπτρίσουν τη πάλη μεταξύ των αριστοκρατικών και των δημοκρατικών δυνάμεων, ο Ναπολέων Βοναπάρτης το χρησιμοποίησε πριν τη μάχη στο Βατερλώ, οι Ρωμαίοι όποτε πολεμούσαν τους λαούς της Ασίας και οι Ιρλανδοί στον αγώνα τους για την ανεξαρτησία. Αξίζει να σημειωθεί ότι η Γερμανική αεροπορία κατά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο διέθετε μια ομάδα πιλότων αυτοκτονίας, κάτι σαν τους καμικάζι των Ιαπώνων, που ονομαζόταν «Λεωνίδας».
Περισσότερα Άρθρα...
- Γεώργιος Αθανασιάδης-Νόβας, ήταν πολιτικός, νομικός, λογοτέχνης και δημοσιογράφος, διετέλεσε πρωθυπουργός και ήταν μέλος της Ακαδημίας Αθηνών
- Ο Γιάννης Φλερύ ήταν ο χορογράφος που σημάδεψε με τη δουλειά του το χώρο του ελαφρού θεάτρου και κυρίως της επιθεώρησης και της οπερέτας
- Χοσέ Αντόνιο Ντομίνγκεθ Μπαντέρα, είναι Ισπανός ηθοποιός, σκηνοθέτης και παραγωγός
- Ειρήνη η Αθηναία, ήταν Βυζαντινή αυτοκράτειρα συμβασίλευε με το γιο της Κωνσταντίνο ΣΤ΄