Άρθρα
Μπέρτολτ Μπρεχτ, ήταν Γερμανός δραματουργός, σκηνοθέτης και ποιητής του 20ού αιώνα, θεωρείτε ο πατέρας του "επικού Θεάτρου"
Μπέρτολτ Μπρεχτ
Ο Μπέρτολτ Μπρεχτ ήταν Γερμανός δραματουργός, σκηνοθέτης και ποιητής του 20ού αιώνα. Θεωρείται ο πατέρας του "επικού θεάτρου" (Episches Theater) στη Γερμανία. (γενν. ως Eugen Berthold Friedrich Brecht, 10 Φεβρουαρίου 1898 - 14 Αυγούστου 1956)
Βιογραφία
Ο Μπέρτολτ Μπρεχτ γεννήθηκε το 1898 στο Άουγκσμπουργκ της Βαυαρίας και πέθανε το 1956 στο Ανατολικό Βερολίνο. Η μητέρα του ήταν Προτεστάντισσα και ο πατέρας του Καθολικός διευθυντής εταιρείας χάρτου.
Σπούδασε ιατρική στο Πανεπιστήμιο του Μονάχου (1917 - 1921), επιστρατεύεται ως νοσοκόμος και υπηρετεί στον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο. Αρχίζει να γράφει ποιήματα και θεατρικά.
Η πρώτη συλλογή ποιημάτων του ήταν το "Εγκόλπιο ευσέβειας" (Hauspostille).
Κατά τη διάρκεια της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης, συνάντησε και δούλεψε με το συνθέτη Χανς Έισλερ και ανέπτυξαν φιλία ζωής. Γνώρισε και τη Χέλενε Βάιγγελ, τη δεύτερη γυναίκα του, που τον συνόδεψε αργότερα στην εξορία μέχρι το τέλος της ζωής του.
Το 1922 παντρεύτηκε την τραγουδίστρια της όπερας Μαριάν Ζόφ. Η κόρη τους Ανν Χιόμπ γεννήθηκε ένα χρόνο μετά. Το 1923 προσλήφθηκε βοηθός σκηνοθέτη στο Γερμανικό Θέατρο του Βερολίνου υπό τη διεύθυνση του Μαξ Ράινχαρτ. Άρχισε να φοιτά στη Μαρξιστική Εργατική Σχολή και μελέτησε διαλεκτικό υλισμό. Το 1930 παντρεύτηκε την Χέλενε Βάιγγελ που στη συνέχεια απέκτησαν, αρχικά, έναν γιο και, κατόπιν, μια κόρη.
Η προσαρμογή της Όπερας των ζητιάνων του Τζον Γκέι με το όνομα Η Όπερα της Πεντάρας (Die Dreigroschenoper, 1928) σε στίχους του Μπέρτολτ Μπρεχτ και μουσική Κουρτ Βάιλ προκάλεσε αίσθηση στο Βερολίνο και ο αντίκτυπος του επηρέασε την παγκόσμια σκηνή Μιούζικαλ. Στην όπερα αυτή, ο Μπρεχτ στηλίτευε την καθώς πρέπει βερολινέζικη αστική τάξη που πρόσαπτε στο προλεταριάτο έλλειψη ηθικής.
Το 1933, με την άνοδο του ναζισμού στη Γερμανία, ο Μπρεχτ αυτοεξορίστηκε μέχρι το έτος 1948. Έζησε πρώτα στη Δανία και τη Φινλανδία και μετά στις ΗΠΑ καθ' όλη τη διάρκεια του πολέμου.
Στη Μόσχα εξέδωσε σε συνεργασία με άλλους Γερμανούς συγγραφείς το περιοδικό «Η Λέξη» (Das Wort). Στην Αμερική, όπου έζησε το κύριο μέρος της ζωής του, δέχθηκε έντονες διώξεις από το Μακαρθικό καθεστώς.
Die Dreigroschenoper, γνήσια αφίσα από το Βερολίνο, 1928.
Μετά το τέλος του πολέμου εγκαταστάθηκε στη Λαϊκή Δημοκρατία της Γερμανίας και μαζί με τη Χέλενε Βάιγκελ (Ηelene Weigel) ίδρυσαν (1949) το Μπερλίνερ Ανσάμπλ (Berliner Ensemble).
Το 1950 εκλέχτηκε μέλος της Ακαδημίας Τεχνών. Τιμήθηκε με το Εθνικό Βραβείο της ΛΓΔ το 1951 και με το Βραβείο Λένιν για την Ειρήνη το 1954.
Έργο
Τα έργα του χαρακτηρίζονταν αρχικά από πνεύμα καταδίκης του πολέμου και του μιλιταρισμού, ενώ στη συνέχεια παρατηρείται μια αποφασιστική στροφή στη σκέψη και τη ζωή του, που εμπνέεται από τη μαρξιστική φιλοσοφία. Σημαντική ώθηση στη σχέση του με την εργατική τάξη και το κίνημά της έδωσε η μαζική εξαθλίωση που προκάλεσε η παγκόσμια οικονομική κρίση του 1929 και η νέα ορμητική ανάπτυξη του εργατικού κινήματος στη Γερμανία.
Ο Μπρεχτ άρχισε την καριέρα του ως δραματουργός με μια σειρά πειραματισμούς, επηρεασμένος από τις εξπρεσιονιστικές τεχνικές, όπως στο έργο του "Βάαλ" (Baal, 1918). Με το αντιπολεμικό έργο του "Ταμπούρλα μες τη Νύχτα" (1922) κερδίζει το Βραβείο Κλάιστ (Kleist Prize). Ήταν θαυμαστής του Φρανκ Βέντεκιντ (Frank Wedekind, 1864 - 1918) κι επηρεάστηκε σημαντικά από το κινεζικό και το ρωσικό θέατρο. Το "διδακτικό" και "ανθρωπιστικό" θέατρο που για χρόνια υπηρέτησε ο Μπρεχτ απηχεί τη μαρξιστική ιδεολογία του. Ήταν τότε που έγραψε και το λιμπρέτο της όπερας (με μουσική του Κουρτ Βάιλ) " Η 'Ανοδος και η Πτώση της πόλης Μαχάγκονυ" (1930).
Ανάμεσα στα έτη 1937 και 1945, ο Μπρεχτ έγραψε τα σπουδαιότερα έργα του: "Η Ζωή του Γαλιλαίου" (1937-39), "Μάνα Κουράγιο και τα Παιδιά της" (1936-39), "Ο καλός άνθρωπος του Σετσουάν" (1935-41), "Ο Κύριος Πούντιλα και ο Υπηρέτης του Μάττι" (1940), "Η 'Ανοδος του Αρτούρου Ούι" (1941), "Τα Οράματα της Σιμόνης Μασάρ" (1940-43), "Ο Σβέικ στο Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο" (1942-43) και "Ο Καυκασιανός Κύκλος με την Κιμωλία" (1943-45). Το 1944 γράφει το έργο "Η ιδιωτική ζωή της κυρίαρχης φυλής", μια άτεγκτη κριτική της ζωής στη Γερμανία υπό το καθεστώς του Εθνικοσοσιαλισμού.
Η παγκοσμιότητα του έργου του αναγνωρίστηκε ευρέως μετά το Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο. Τα έργα του κλείνουν μέσα τους μια διάρκεια, καθώς αναδεικνύουν την ανθρώπινη υπόσταση. Έτσι, όχι μόνο δεν καταλύθηκαν από το χρόνο, αλλά τώρα προβάλλονται και τιμώνται περισσότερο παρά ποτέ.
Μετά την επιστροφή του στη Γερμανία το 1949, ο Μπρεχτ αφιερώνεται στην ποίηση και τη σκηνοθεσία των έργων του. Έγραψε εκατοντάδες ποιήματα που αντανακλούν τη σταδιακή μεταστροφή του προς τη μαρξιστική-λενινιστική φιλοσοφία. Τα πιο γνωστά από αυτά είναι: Άκουσα πως τίποτα δε θέλετε να μάθετε, Εγκώμιο στη μάθηση, Γερμανικό εγχειρίδιο πολέμου, Αυτό θέλω να τους πω, Να καταπολεμάτε το πρωτόγονο, Ποτέ δε σε είχα αγαπήσει τόσο πολύ, Απώλεια ενός πολύτιμου ανθρώπου, Εγκώμιο στον Κομμουνισμό, Εγκώμιο στη Διαλεκτική.
Μάνος Κατράκης, κορυφαίος Έλληνας ηθοποιός σε θέατρο και κινηματογράφο και θιασάρχης
Μάνος Κατράκης
1909 – 1984
Ο Μάνος Κατράκης, κορυφαίος Έλληνας ηθοποιός σε θέατρο και κινηματογράφο και θιασάρχης, γεννήθηκε στις 14 Αυγούστου του 1909 στο Καστέλι Κισσάμου των Χανίων Κρήτης.
Ήταν το μικρότερο από τα πέντε παιδιά του εμπόρου Χαράλαμπου Κατράκη και της Ειρήνης.
Το 1919 η οικογένειά του μετακόμισε στην Αθήνα, όπου ο Μάνος, που από μικρός είχε δείξει το υποκριτικό ταλέντο του, εμφανίστηκε για πρώτη φορά σε θεατρική σκηνή.
Έκανε το ντεμπούτο του σε ηλικία μόλις 18 ετών, με το θίασο Οι Νέοι στο έργο Για την αγάπη της.
Το μπρίο και η δυναμικότητά του ενθουσίασαν τον σκηνοθέτη Κώστα Λελούδα κι έτσι ένα χρόνο αργότερα, το 1928, έπαιξε στην πρώτη βουβή ταινία Το λάβαρο του '21.
Την ίδια περίοδο εντάχθηκε στο Θίασο της Ελευθέρας Σκηνής της Μαρίκας Κοτοπούλη, του Σπύρου Μελά και του Μήτσου Μυράτ, παίζοντας σε έργα όπως Η λύρα του γερο-Νικόλα, Οι άθλιοι και Στέλλα Βιολάντη. Το 1930 συνεργάστηκε με το Λαϊκό Θέατρο του Β. Ρώτα και το 1932 προσλήφθηκε στο νεοϊδρυόμενο Εθνικό Θέατρο, όπου ερμήνευσε μεταξύ άλλων τον Κορυφαίο στον Αγαμέμνονα και τον Κρητικό στη Βαβυλωνία.
Το 1934 συνεργάστηκε με τον Β. Αργυρόπουλο και το 1935 ξανά με τη Μ. Κοτοπούλη, για να επιστρέψει, την ίδια χρονιά στο Εθνικό Θέατρο.
Το 1943 ανέλαβε Πρόεδρος του Σωματείου Ελλήνων Ηθοποιών και από τη θέση αυτή συνέβαλε τα μέγιστα στην ίδρυση του Κρατικού Θεάτρου Θεσσαλονίκης όπου και έπαιξε μέχρι το 1946, οπότε επέστρεψε στο Εθνικό.
Εκδιώχθηκε, όμως, ένα χρόνο αργότερα, λόγω των αριστερών πεποιθήσεών του. Αρνούμενος να υπογράψει «δήλωση μετανοίας», εξορίστηκε στην Ικαρία, στη Μακρόνησο και τον Αϊ-Στράτη.
Επέστρεψε στην Αθήνα το 1952, διοργανώνοντας «ποιητικές απογευματινές» στο θέατρο Μουσούρη. Ξανανέβηκε στη σκηνή με το θίασο της Κατερίνας Ανδρεάδη, λίγο αργότερα με τον θίασο του Αδαμάντιου Λεμού και αμέσως μετά με τον Θυμελικό Θίασο του Λίνου Καρζή (Προμηθεύς Δεσμώτης).
Στη συνέχεια και μέχρι το 1955 εμφανίστηκε με την Κυβέλη και αμέσως μετά συγκρότησε δικό του θίασο με την Ασπασία Παπαθανασίου (Ευγενία Γκραντέ, Βαθιές είναι οι ρίζες, Το κορίτσι με το κορδελάκι κ.ά).
Το 1955 ίδρυσε το Ελληνικό Λαϊκό Θέατρο και εγκαταστάθηκε στον υπαίθριο χώρο του Πεδίου του Άρεως, τον οποίο εγκαινίασε με τον Αγαπητικό της Βοσκοπούλας. Σ' αυτό το θέατρο, με μεγάλη συμμετοχή κοινού και καλλιτεχνική επιτυχία, συνέχισε ως το 1967, υποστηρίζοντας συστηματικά το ελληνικό έργο (Ο μονοσάνδαλος, Το κορίτσι με το κορδελάκι, Η Αντιγόνη της Κατοχής, Ο Πατούχας και διασκευές από έργα του Καζαντζάκη όπως Ο Χριστός ξανασταυρώνεται και Ο Καπετάν Μιχάλης). Σποραδικά ανέβασε και κλασικό ρεπερτόριο (Ιούλιος Καίσαρ, Φουέντε Οβεχούνα). Τους χειμώνες, το ΕΛΘ φιλοξενείτο σε διάφορα θέατρα ή περιόδευε στην επαρχία, την Κύπρο και την Κωνσταντινούπολη.
Καθώς το 1968 του έγινε έξωση από το Πεδίο του Άρεως, ο Κατράκης συνέχισε την πρωταγωνιστική του πορεία, πότε με το θίασό του, πότε με άλλους πρωταγωνιστές. Το 1972 επέστρεψε στο Εθνικό Θέατρο και πρωταγωνίστησε στον Οθέλλο και τον Δον Κιχώτη, και στην Επίδαυρο στον Οιδίποδα Τύραννο (1973) και στον Προμηθέα Δεσμώτη (1974).
Αργότερα, συνεργάστηκε με την Αλίκη Βουγιουκλάκη, το ΚΘΒΕ, για να επανιδρύσει το 1977 το ΕΛΘ, ανεβάζοντας έργα Αρμπούζοφ (Φθινοπωρινή ιστορία με την Έλλη Λαμπέτη), Γκόρκι (Οι Τελευταίοι), Μπρεχτ (Συντροφιά με τον Μπρεχτ, με τη Μελίνα Μερκούρη), Λέοναρντ (Ντα), Μασάρι (Ταμπού) και τη Λειτουργία κάτω από την Ακρόπολη του Νικηφόρου Βρεττάκου.
Η τελευταία του εμφάνιση έγινε το 1984 στο Ηρώδειο, με το μουσικό έργο του Θόδωρου Αντωνίου Προμήθεια.
Συνεργάστηκε με πολύ σημαντικούς καλλιτέχνες (Δ. Ροντήρη, Π. Κατσέλη, Τ. Μουζενίδη, Μ. Βολανάκη, Σπ. Ευαγγελάτο, Μ. Θεοδωράκη, Σπ. Βασιλείου, Α. Κατσέλη, Τ. Καρούσο, Ελ. Χατζηαργύρη, Αν. Βαλάκου) και συμμετείχε σε εκατοντάδες εκδηλώσεις, όπου με την ανεπανάληπτη φωνή του δικαίωνε το νεοελληνικό ποιητικό λόγο. Οι αναγνώσεις του σε κείμενα νεοελληνικής λογοτεχνίας παρέμειναν κλασικές.
Ο Κατράκης έπαιξε και σε πολλές ταινίες στον κινηματογράφο. Αξιόλογες είναι οι ερμηνείες του στο Μαρίνο Κοντάρα του Γιώργου Τζαβέλα (1948), στη Συνοικία το όνειρο του Αλέκου Αλεξανδράκη (1961) στην Ηλέκτρα του Μιχάλη Κακογιάννη (1962), στο Ένας Ντελικανής του Μανόλη Σκουλούδη (1963).
Βραβεύτηκε στο Διεθνές Φεστιβάλ του Σαν Φρανσίσκο, για την ερμηνεία του στον ρόλο του Κρέοντα στην Αντιγόνη του Γ. Τζαβέλλα, και στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης για τη συμμετοχή του στο Συνοικία το όνειρο.
Λίγο μετά την ολοκλήρωση των γυρισμάτων της τελευταίας ταινίας Ταξίδι στα Κύθηρα, με σκηνοθέτη το Θόδωρο Αγγελόπουλο, άφησε την τελευταία του πνοή, στις 2 Σεπτεμβρίου του 1984, χτυπημένος από καρκίνο των πνευμόνων.
Σερ Άλφρεντ Τζόζεφ Χίτσκοκ, ήταν Άγγλος σκηνοθέτης και παραγωγός
Άλφρεντ Χίτσκοκ
Ο Σερ Άλφρεντ Τζόζεφ Χίτσκοκ ήταν Άγγλος σκηνοθέτης και παραγωγός. Συχνά αναφέρεται και ως «Άρχοντας του Σασπένς», καθώς ήταν πρωτοπόρος σε διάφορες τεχνικές, σχετικά με τα θρίλερ περιπέτειας και τα ψυχολογικά θρίλερ. (αγγλικά:Alfred Joseph Hitchcock, 13 Αυγούστου 1899- 29 Απριλίου 1980)
Κατόπιν επιτυχημένης καριέρας στον Βρετανικό Κινηματογράφο, σε βουβές και μη ταινίες, όπου είχε τη φήμη του καλύτερου σκηνοθέτη, το 1939, δοκίμασε να γυρίσει ταινίες στο Χόλυγουντ. Ακολούθως, το 1955, έγινε Αμερικανός πολίτης.
Ο Άλφρεντ Χίτσκοκ γεννήθηκε στην Αγγλία, στις 13 Αυγούστου 1899. Έπιασε δουλειά σε κινηματογραφικό στούντιο του Λονδίνου το 1920. Η δουλειά του ήταν να σχεδιάζει τους τίτλους αρχής για όλες τις ταινίες του στούντιο. Μετά από δύο χρόνια του δόθηκε η ευκαιρία να κάτσει στην καρέκλα του σκηνοθέτη.
Ο σκηνοθέτης της ταινίας Always Tell Your Wife αρρώστησε και ζητήθηκε από τον Χίτσκοκ να τον αντικαταστήσει για να ολοκληρωθεί η ταινία. Οι παραγωγοί εντυπωσιάστηκαν από το αποτέλεσμα και του ανάθεσαν να γυρίσει την πρώτη του, ουσιαστικά, ταινία, που ήταν ο Αριθμός 13. Μετά από λίγο καιρό όμως το στούντιο έκλεισε.
Ο Χίτσκοκ στη συνέχεια προσλήφθηκε στην Gainsborough Pictures ως σεναριογράφος και σχεδιαστής τίτλων. Το 1925 κατάφερε να σκηνοθετήσει το Pleasure Garden και αυτό σηματοδοτεί ουσιαστικά την αρχή της καριέρας του ως σκηνοθέτης.
Μετά από μια επιτυχημένη δεκαετία του ’30, με ταινίες όπως τα 39 σκαλοπάτια, Ο άνθρωπος που ήξερε πολλά, Σαμποτάζ, με το ξεκίνημα του Β’ Παγκοσμίου πολέμου αποφάσισε να μετακομίσει μόνιμα στις ΗΠΑ. Όταν επισκέφθηκε το Χόλυγουντ το 1940, όλοι οι παραγωγοί των μεγάλων στούντιο του έκλεισαν την πόρτα γιατί πίστευαν ότι δε θα μπορούσε να κάνει καριέρα στο χώρο.
Τελικά, ο μεγάλο-παραγωγός Ντέιβιντ Ο. Σέλζνικ του πρόσφερε ένα επταετές συμβόλαιο. Του ανέθεσε αρχικά μια ταινία για τον Τιτανικό, αλλά το σχέδιο τελικά απορρίφθηκε και του ανέθεσε τη Ρεβέκκα. Η ταινία κέρδισε το Όσκαρ καλύτερης ταινίας του 1940, αλλά φυσικά το Όσκαρ πήγε στον παραγωγό και όχι στον Χίτσκοκ.
Για τα επόμενα 20 χρόνια, μέχρι το Ψυχώ, γύριζε τη μια ταινία πίσω από την άλλη. Το 1955 συμφώνησε να προλογίζει μια τηλεοπτική σειρά με τίτλο Ο Άλφρεντ Χίτσκοκ παρουσιάζει, που, σημειωτέον, διήρκησε δέκα χρόνια
Μετά την καλλιτεχνική και εμπορική επιτυχία του Ψυχώ άρχισε να σκηνοθετεί ταινίες όλο και πιο αραιά. Από το 1977 μέχρι και το θάνατό του, δούλευε πάνω στη δημιουργία ενός φιλμ με τίτλο The Short Night. Μετά το θάνατό του, ο σεναριογράφος Ντέιβιντ Φρίμαν εξέδωσε την τελική εκδοχή του σεναρίου.
Προτάθηκε έξι φορές για Όσκαρ σκηνοθεσίας, το 1941 (Ρεβέκκα), το 1942 (Υποψίες), το 1945 (Στον ίσκιο του θανάτου/Ναυαγοί) το 1946 (Νύχτα αγωνίας), το 1955 (Σιωπηλώς μάρτυς) και το 1961 (Ψυχώ), αλλά δε το κέρδισε ποτέ.
Προτιμούσε πάντα τις ξανθές πρωταγωνίστριες. Οι πιο διάσημες ηθοποιοί που σκηνοθέτησε ήταν η Τζόαν Φοντέιν, η Ίνγκριντ Μπέργκμαν, η Μάρλεν Ντίτριχ, η Γκρέις Κέλι, η Κιμ Νόβακ, η Τζάνετ Λι, η Εύα Μαρί Σεντ, η Βέρα Μάιλς και η Τίπι Χέντρεν. Στις περισσότερες ταινίες του πάντως έχουν συμμετάσχει και οι διασημότεροι άρρενες ηθοποιοί της εποχής: Τσαρλς Λότον, Λόρενς Ολίβιε, Τζέιμς Στιούαρτ, Κάρι Γκραντ, Κλοντ Ρέινς, Γκρέγκορι Πεκ, Χένρι Φόντα, Σον Κόνερι, Μοντγκόμερι Κλιφτ και Πολ Νιούμαν.
Ο Χίτσκοκ συχνά δήλωνε ότι η αγαπημένη του ταινία ήταν το Shadow of a Doubt και ότι ο Λουίς Μπουνιουέλ ήταν ο καλύτερος σκηνοθέτης όλων των εποχών. Επίσης, ο ίδιος θεωρούσε ότι η πρώτη του ταινία αληθινά ήταν ο Ένοικος.
Ο διάσημος ζωγράφος Σαλβαδόρ Νταλί συμμετείχε στους σχεδιασμούς της σεκάνς του ονείρου που βλέπει ο Γκρέγκορι Πεκ στην ταινία Νύχτα αγωνίας.
Η πρώτη έγχρωμη ταινία του ήταν Η Θηλιά το 1948, η οποία επίσης θεωρείται πειραματική και πρωτοποριακή επειδή είναι γυρισμένη εξ ολοκλήρου με μία κάμερα και χωρίς κανένα μοντάζ.
Είναι χαρακτηριστικό σε όλες σχεδόν τις ταινίες του Χίτσκοκ, η εμφάνιση που κάνει ο ίδιος ο Χίτσκοκ σε ρόλους κομπάρσου.
Ο μάγος του σασπένς πέθανε στις 29 Απριλίου 1980 στο Λος Άντζελες.
Γιαννούλης Χαλεπάς, ο πιο διακεκριμένος γλύπτης της νεότερης Ελλάδας, με μυθιστορηματική ζωή ανάμεσα στην τρέλα και τον θρίαμβο
Γιαννούλης Χαλεπάς
(1851–1938)
Ο Γιαννούλης Χαλεπάς, είναι ο πιο διακεκριμένος γλύπτης της νεότερης Ελλάδας, με μυθιστορηματική ζωή ανάμεσα στην τρέλα και τον θρίαμβο. (Πύργος Τήνου, 14 Αυγούστου 1851 – Αθήνα, 15 Σεπτεμβρίου 1938)
Ο Γιαννούλης Χαλεπάς ήταν γόνος οικογένειας φημισμένων τηνίων μαρμαρογλυπτών.
Ο πατέρας του, Ιωάννης, και ο θείος του είχαν μεγάλη οικογενειακή επιχείρηση μαρμαρογλυπτικής με παραρτήματα στο Βουκουρέστι, την Σμύρνη και τον Πειραιά.
Ο Γιαννούλης, ο μεγαλύτερος από τα πέντε αδέλφια του, είχε έφεση στην μαρμαρογλυπτική και βοηθούσε τον πατέρα του στα έργα που ετοίμαζε ο τελευταίος για διάφορες εκκλησίες.
Οι γονείς του τον προόριζαν για έμπορο, αλλά ο ίδιος τελικά αποφάσισε να σπουδάσει γλυπτική.
Ο Γιαννούλης Χαλεπάς από το 1869 έως το 1872, μαθήτευσε στο Σχολείον των Τεχνών (την μετέπειτα Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών) με δάσκαλο τον Λεωνίδα Δρόση.
Το 1873 έφυγε για το Μόναχο με υποτροφία του Πανελλήνιου Ιδρύματος Ευαγγελιστρίας Τήνου, για να συνεχίσει τις σπουδές του στην εκεί Ακαδημία Καλών Τεχνών με δάσκαλο τον Μαξ φον Βίντμαν (Max von Windmann).
Κατά την διάρκεια της παραμονής του στο Μόναχο, εξέθεσε τα έργα του Το παραμύθι της Πεντάμορφης και Σάτυρος που παίζει με τον Έρωτα, για τα οποία και βραβεύθηκε. Παρουσίασε επίσης τον Σάτυρο που παίζει με τον Έρωτα, μαζί με το ανάγλυφο της Φιλοστοργίας, στην Έκθεση των Αθηνών το έτος 1875.
Ένα από τα πιο ονομαστά γλυπτά του Γιαννούλη Χαλεπά, η Κοιμωμένη, στον τάφο της Σοφίας Αφεντάκη στο Α' Νεκροταφείο Αθηνών.
Το 1876 επέστρεψε στην Αθήνα, όπου άνοιξε δικό του εργαστήριο.
Το 1877 ολοκλήρωσε στο μάρμαρο τον Σάτυρο που παίζει με τον Έρωτα, και τον ίδιο χρόνο άρχισε να δουλεύει το πιο διάσημο γλυπτό του, την Κοιμωμένη για τον τάφο της Σοφίας Αφεντάκη στο Α΄ Νεκροταφείο Αθηνών.
Την Κοιμωμένη του από το πήλινο πρόπλασμα την μετέφεραν αργότερα με το γλύφανό τους στο μάρμαρο οι μαρμαρογλύπτες Χαμηλός και Αλεξάκης.
Τον χειμώνα του 1877 προς 1878, ο Χαλεπάς υπέστη νευρικό κλονισμό. Χωρίς κανέναν προφανή λόγο, άρχισε να καταστρέφει έργα του, ενώ επιχείρησε κατ' επανάληψη να αυτοκτονήσει.
Σήμερα γνωρίζουμε ότι τα αίτια της ψυχασθένειάς του ήταν η τελειομανία του, η υπερκόπωση από την αδιάκοπη εργασία και ένας ατυχής έρωτας για μία νεαρή συμπατριώτισσά του, που την ζήτησε σε γάμο και οι γονείς της αρνήθηκαν να του την δώσουν.
Ωστόσο, εκείνη την εποχή, με την ψυχολογία και την ψυχιατρική ακόμα στα πρώτα τους στάδια, οι γονείς του Χαλεπά και οι γιατροί δεν μπορούσαν να καταλάβουν τα βαθύτερα αίτια της ψυχασθένειας του νεαρού γλύπτη.
Έτσι οι γονείς του τον έστειλαν ταξίδι στην Ιταλία, για να συνέλθει, αλλά η θεραπεία ήταν μόνο πρόσκαιρη.
Με την επιστροφή του στην Ελλάδα άρχισαν ξανά τα συμπτώματα: καταβύθιση στην σιωπή, απομόνωση, παραμιλητό και αναίτιο γέλιο.
Καθώς η κατάστασή του επιδεινώνονταν συνεχώς, το 1888, οι γιατροί διέγνωσαν «άνοια» και οι δικοί του αποφάσισαν να τον κλείσουν στο Δημόσιο Ψυχιατρείο της Κέρκυρας. Στο Ψυχιατρείο, ο Χαλεπάς αντιμετωπίστηκε με τον σκληρό τρόπο που αντιμετώπιζαν όλους τους ψυχασθενείς την εποχή εκείνη: οι γιατροί και οι φύλακες είτε του απαγόρευαν να σχεδιάζει και να πλάθει, είτε του κατέστρεφαν οτιδήποτε εκείνος είχε δημιουργήσει και είχε κρύψει στο ερμάριό του.
Λέγεται πως από όσα προσπάθησε να δημιουργήσει μέσα στο Ψυχιατρείο ένα μόνον έργο σώθηκε, κλεμμένο από κάποιον φύλακα και παραπεταμένο στα υπόγεια του ιδρύματος, όπου ξαναβρέθηκε τυχαία το 1942.
Το 1901, πέθανε ο πατέρας του και έναν χρόνο μετά, η μητέρα του πήγε στο Ψυχιατρείο για να τον πάρει πίσω μαζί της στον Πύργο της Τήνου. Στην Τήνο έζησε υπό την αυστηρή επιτήρηση της μητέρας του, η οποία πίστευε ότι ο γιος της τρελάθηκε από την τέχνη.
Για τον λόγο αυτό, η μητέρα του δεν του επέτρεπε να ασχοληθεί ξανά με την γλυπτική, σε σημείο που αν εκείνος έφτιαχνε κάτι στοιχειώδες με κάρβουνο ή πηλό εκείνη το κατέστρεφε.
Όταν πέθανε η μητέρα του το 1916, ο Χαλεπάς είχε ξεκόψει παντελώς από την τέχνη του. Ζούσε πάμφτωχος βοσκώντας πρόβατα και φέροντας το βαρύ στίγμα του τρελού του χωριού.
Βρήκε ωστόσο το κουράγιο και άρχισε ξανά να ασχολείται με την γλυπτική. Τα μέσα που διέθετε ήταν παντελώς πρωτόγονα και το επαρχιακό περιβάλλον εχθρικό προς κάθε αλαφροΐσκιωτο, αλλά εκείνος με πείσμα άρχισε να δημιουργεί για να κερδίσει τον χαμένο χρόνο.
Το 1923, ο Θωμάς Θωμόπουλος, καθηγητής στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο και θαυμαστής του Χαλεπά, αντέγραψε σε γύψο πολλά έργα του γλύπτη για να τα παρουσιάσει στην Ακαδημία Αθηνών το 1925.
Η έκθεση αυτή είχε ως αποτέλεσμα να βραβευθεί ο γλύπτης το 1927 με το Αριστείο των Τεχνών. Το γνήσιο ταλέντο του, αλλά και η φήμη του τρελού γλύπτη που ξαναβρήκε τα λογικά του, τον καθιέρωσαν ως τον «Βαν Γκογκ», τον «Ροντέν» ή τον «Πικάσο» των νεοτεριστών καλλιτεχνών.
Το 1928 πραγματοποιήθηκε δεύτερη έκθεση έργων του στο Άσυλο Τέχνης, και το 1930, με την επιμονή μιας ανεψιάς του, ο γλύπτης αποφάσισε να εγκατασταθεί στην Αθήνα.
Έζησε τα τελευταία χρόνια της ζωής του κοντά στους δικούς του, πάντα δημιουργικός και «μέσα στην πανελλήνια δόξα».
Το έργο του
Ο Γιαννούλης Χαλεπάς ήταν και παραμένει μια κορυφαία μορφή στην νεότερη ελληνική Τέχνη.
Τα έργα του — εκ των οποίων περισώθηκαν περίπου 150 — είναι κλασικά στην σύλληψή τους. Ωστόσο, κατά τον Στάντη Ρ. Αποστολίδη, η γεωμετρικότητα αυτών των έργων προϊδεάζει νεοτερικές τάσεις.
Εκείνο πάντως που μπορεί να εκτιμήσει και ο πιο ανίδεος παρατηρητής των γλυπτών του Χαλεπά είναι η εκφραστικότητα των προσώπων και των σωμάτων — είτε πρόκειται για έναν Σάτυρο, είτε για την Μήδεια με τα παιδιά της, είτε πρόκειται για την νεαρή Κοιμωμένη.
Από αυτή την άποψη ο Χαλεπάς στέκεται ισάξιος ενός Ροντέν. Το έργο του "Σάτυρος που παίζει με τον Έρωτα" (1877) είναι φτιαγμένο από μάρμαρο ύψους 1,35 μ. και βρίσκεται στην Εθνική Γλυπτοθήκη στην Αθήνα.
Σ' αυτό το νεανικό έργο του ο Χαλεπάς συνδυάζει την παράδοση της αρχαίας ελληνικής γλυπτικής με στοιχεία από το ρομαντισμό και το ρεαλισμό.
Από την άλλη πλευρά, αυτά που έλεγαν οι νεοτεριστές καλλιτέχνες και τεχνοκριτικοί του μεσοπολέμου — πως ήταν πρωτοπόρος σαν τον Πικάσο και τους κυβιστές και άλλα όμοια — μοιάζουν μάλλον υπερβολικά.
Το γιατί ειπώθηκαν αυτές οι υπερβολές, θα πρέπει μάλλον να το αποδώσουμε στην προσπάθεια των νεοτεριστών να εδραιώσουν την δική τους στροφή προς την ψυχανάλυση, τον υπερρεαλισμό και όλες τις παρόμοιες καλλιτεχνικές τάσεις μέσα από το παράδειγμα του «αναρρώσαντος φρενοβλαβούς» Χαλεπά.
Πάντως η νεοελληνική γλυπτική βρήκε την κορυφαία έκφρασή της στο έργο του Γιαννούλη Χαλεπά, που εξελίχτηκε αργότερα σε έναν εντελώς προσωπικό δημιουργό μοναδικής ποιότητας.
Μακάριος Γ’, ήταν Αρχιεπίσκοπος Κύπρου και ο πρώτος Πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας
Αρχιεπίσκοπος Κύπρου Μακάριος Γ’
O Αρχιεπίσκοπος της αυτοκέφαλης Κυπριακής Εκκλησίας Μακάριος Γ’, γεννήθηκε στις 13 Αυγούστου του 1913 στο χωριό Άνω Παναγιά της Πάφου. Γονείς του ήταν ο Χριστόδουλος Μούσκος και η Ελένη Αθανασίου.
Το βαφτιστικό του όνομα ήταν Μιχαήλ. Σε νεαρή ηλικία πήγε στη Μονή Κύκκου ως δόκιμος μοναχός.
Στις 7 Αυγούστου του 1938 χειροτονήθηκε Διάκονος και μετονομάστηκε από Μιχαήλ σε Μακάριο. Στη συνέχεια με υποτροφία της Μονής στάλθηκε στην Ελλάδα για θεολογικές σπουδές στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.
Αφού απεφοίτησε το 1942 από τη Θεολογική Σχολή, ενεγράφη στη Νομική Σχολή όπου παρακολούθησε μαθήματα μέχρι την απελευθέρωση της Ελλάδας από τη Γερμανική κατοχή, οπότε και επέστρεψε στην Κύπρο για ένα μικρό χρονικό διάστημα.
Επέστρεψε στην Αθήνα όπου και χειροτονήθηκε σε Πρεσβύτερο και σε Αρχιμανδρίτη στις 13 Ιανουαρίου 1946 στο ναό της Αγίας Ειρήνης, όπου υπηρέτησε για πέντε χρόνια ως Διάκονος με το Μητροπολίτη Αργυροκάστου Παντελεήμονα.
Μια υποτροφία από το Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών του έδωσε την ευκαιρία να πάει στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής για περισσότερες θεολογικές σπουδές. Έτσι για δυο χρόνια παρακολούθησε μαθήματα στο Πανεπιστήμιο της Βοστώνης με ειδίκευση στην Κοινωνιολογία της θρησκείας.
Ο Μακάριος επέστρεψε στην Κύπρο με την ολοκλήρωση των σπουδών του στην Αμερική το 1948 όπου και στις 8 Απριλίου εκλέχθηκε Μητροπολίτης Κιτίου και στις 13 Ιουνίου χειροτονήθηκε σε Επίσκοπο. Η δράση του ως Μητροπολίτη Κιτίου ήταν καθ’ όλα γόνιμη, αφού ανακαίνισε τη Μητρόπολη στη Λάρνακα, βελτίωσε την οικονομική κατάσταση του κλήρου, ίδρυσε Φιλόπτωχες Αδελφότητες και αναπτέρωσε το ηθικό του ταλαιπωρημένου Κυπριακού λαού.
Ως Πρόεδρος του Γραφείου Εθναρχίας, πήγε το 1949 στην Ελλάδα όπου είχε συνομιλίες με τον Έλληνα Βασιλιά και τον Έλληνα Πρωθυπουργό, για το Κυπριακό πρόβλημα.
Μετά από εισήγησή του, η Ιερά Σύνοδος της Κυπριακής Εκκλησίας οργάνωσε στις 15 Ιανουαρίου 1950 Παγκυπριακό Δημοψήφισμα σύμφωνα με το οποίο το 97% του Ελληνικού Κυπριακού πληθυσμού ψήφισαν υπέρ της ένωσης της Κύπρου με την Ελλάδα.
Στις 20 Οκτωβρίου του 1950 εκλέχθηκε Αρχιεπίσκοπος και Εθνάρχης της Κύρπου, σε διαδοχή του Μακαρίου Β' ως Αρχιεπίσκοπος Μακάριος Γ'.
Αμέσως μετά την εκλογή του ως Αρχιεπισκόπος Κύπρου, ίδρυσε την Παγκύπρια Εθνική Οργάνωση Νεολαίας.
Αργότερα επισκέφτηκε και πάλι την Αθήνα, όπου προσπάθησε να πείσει την τότε Ελληνική Κυβέρνηση να προσφύγει στον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών για το Κυπριακό ζήτημα. Επιστρέφοντας στην Κύπρο υπέβαλε διαμαρτυρία στην Επιτροπή μη αυτοκυβερνωμένων εδαφών των Ηνωμένων Εθνών για την παράλειψη της Μ. Βρετανίας να υποβάλει έκθεση για την πολιτική κατάσταση στην Κύπρο.
Τον Οκτώβριο του 1952 πήγε στη Νέα Υόρκη, όπου συγκροτείτο η Ζ΄ Σύνοδος της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ, για να προωθήσει το Κυπριακό ζήτημα στο διεθνές πεδίο. Ερχόμενος πίσω στην Κύπρο απηύθυνε επιστολή στον Άγγλο Κυβερνήτη ζητώντας του την προώθηση της εφαρμογής του δικαιώματος αυτοδιάθεσης. Η απάντηση του Κυβερνήτη ήταν αρνητική και ο Αρχιεπίσκοπος επέκρινε την πολιτική της Μεγάλης Βρετανίας στην Κύπρο. Τον Αύγουστο του 1953 απηύθυνε αίτηση προς το Γενικό Γραμματέα του ΟΗΕ για να περιληφθεί στην ημερήσια διάταξη της Η΄ Συνόδου της Γενικής Συνέλευσης του Οργανισμού θέμα εφαρμογής του δικαιώματος αυτοδιάθεσης του Κυπριακού λαού.
Η έντονες προσπάθειες - και με όλους τους δυνατούς τρόπους- του Αρχιεπίσκοπου Μακάριου για την υπόθεση της ανεξαρτησίας της Κύπρου οδήγησαν τις Αγγλικές αρχές να τον εξορίσουν για ένα χρόνο στις Σεϋχέλλες, στις 9 Μαρτίου 1956. Όταν αφέθηκε ελεύθερος, η Βρετανική Κυβέρνηση τον κάλεσε στο Λονδίνο, όπου και συνυπόγραψε τη Συμφωνία του Λονδίνου, που ήταν η συνέχεια της Συμφωνίας της Ζυρίχης. Με τις Συμφωνίες αυτές η Κύπρος ορίζονταν ότι θα ανακηρυσσόταν ανεξάρτητη Δημοκρατία. Στις 16 Αυγούστου του 1960 η Κύπρος ανακηρύχθηκε ανεξάρτητη Δημοκρατία.
Στις πρώτες ελεύθερες εκλογές έγιναν στην Κύπρο, ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος κέρδισε με ποσοστό 66,29% και έγινε ο πρώτος Πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας. Τον Φεβρουάριο του 1968 ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος επανεκλέχθηκε Πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας. Στις 8 Μαρτίου 1970 έγινε δολοφονική απόπειρα εναντίον του Μακαρίου, ο οποίος επέβαινε σε ελικόπτερο, που τον μετέφερε στην ιερά Μονή Μαχαιρά για το μνημόσυνο του Υπαρχηγού της ΕΟΚΑ, Γρηγόρη Αυξεντίου. Ο Μακάριος δεν έπαθε τίποτε, αλλά τραυματίσθηκε ο χειριστής του ελικοπτέρου, ο οποίος κατόρθωσε να το προσγειώσει σε οικόπεδο κοντά στην Αρχιεπισκοπή.
Το Φεβρουάριο του 1973 ο Μακάριος επανεξελέγη για τρίτη φορά Πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας. Την 7ην Μαρτίου του ιδίου έτους οι τρεις Μητροπολίτες της Κύπρου αποφάσισαν «την καθαίρεσιν του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου Γ’ από του Επισκοπικού και κληρικού καθόλου αξιώματος και την επαναφοράν τούτου εις την τάξιν των λαϊκών», διότι δεν ανταποκρίθη εις την απαίτησίν των να παραιτηθεί του Προεδρικού αξιώματος. Η πράξη αυτή των τριών Μητροπολιτών καταδικάσθηκε από το λαό και δεν αναγνωρίσθηκε από τους Αρχηγούς των Ορθοδόξων Εκκλησιών. Από της 5ης μέχρι της 14ης Ιουλίου 1973 συνήλθε στη Λευκωσία Μείζων και Υπερτελής Σύνοδος, η οποία, αφού εκήρυξε αντικανονικήν και, κατ’ ακολουθίαν, άκυρον, ανυπόστατον και ανενέργητον την απόφαση των τριών Μητροπολιτών, εκάλεσεν αυτούς εις επάνοδον εις την μετά του Αρχιεπισκόπου προτέραν κανονικήν σχέσιν και κοινωνίαν και εν συνεχεία καθήρεσεν αυτούς, επειδή παρήκουσαν στις υποδείξεις και προτροπάς αυτής.
Στις 15 Ιουλίου του 1974 η στρατιωτική Χούντα της Αθήνας έκανε πραξικόπημα για την ανατροπή του Μακάριου. Ο Αρχιεπίσκοπος σώθηκε τη τελευταία στιγμή και διέφυγε την επόμενη μέρα μέσω Μάλτας, στη Βρετανία και από εκεί στις Ηνωμένες Πολιτείας Αμερικής, όπου και μίλησε στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ. Στις 20 Ιουλίου μερικές μέρες μετά το πραξικόπημα, η Τουρκία χρησιμοποιώντας το ως πρόσχημα, εισέβαλε στην Κύπρο και κατέλαβε το 37% περίπου του εδάφους της Κυπριακής Δημοκρατίας, εκδίωξε το 28% περίπου των Ελληνοκυπρίων από τις πατρογονικές τους εστίες, σκότωσε αμάχους και προκάλεσε τεράστιες καταστροφές. Η τουρκική στρατιωτική κατοχή είναι ένα πρόβλημα που βασανίζει την Κύπρο μέχρι σήμερα. Ο αρχιεπίσκοπος Μακάριος απεβίωσε στις 3 Αυγούστου του 1977.
Περισσότερα Άρθρα...
- Φιντέλ Κάστρο, σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο της Αβάνας, αναμείχτηκε στα επαναστατικά κινήματα εναντίον της δικτατορίας του Μπατίστα, Κουβανός ηγέτης για 50 χρόνια
- Κώστας Χατζής, είναι Έλληνας τσιγγάνος ερμηνευτής και τραγουδοποιός
- Τόμας Έντουαρντ Λόρενς, ήταν Άγγλος αρχαιολόγος, στρατιωτικός και συγγραφέας, που έμεινε γνωστός ως ο Λόρενς της Αραβίας
- Πυθαγόρας Παπασταματίου, Έλληνας στιχουργός, ηθοποιός, σεναριογράφος και θεατρικός συγγραφέας, πολέμησε στο αντάρτικο κατά των Γερμανών, καθιέρωσε τον χρυσό δίσκο στην Ελλάδα