Άρθρα
Βίκυ Λέανδρος είναι ελληνογερμανίδα τραγουδίστρια με μακρά διεθνή καριέρα
Βίκυ Λέανδρος
Η Βίκυ Λέανδρος είναι ελληνογερμανίδα τραγουδίστρια με μακρά διεθνή καριέρα.
Η Βίκυ Λέανδρος γεννήθηκε στην Κέρκυρα στις 23 Αυγούστου 1949 και μετακόμισε στη Γερμανία με τους γονείς της το 1959.
Πήρε μαθήματα κιθάρας, φωνητικής, μπαλέτου, χορού και κίνησης από πολύ μικρή ηλικία. Άρχισε να ασχολείται επαγγελματικά με το τραγούδι το 1965.
Το 1982 παντρεύτηκε με το Έλληνα επιχειρηματία Ιβάν Ζησιάδη, με το οποίο έχει ένα γιο, τον Λέο.
Από τον δεύτερο της γάμο, με τον Έννο φον Ρούφιν (γερμ. Enno Freiherr von Ruffin) απέκτησε 2 κόρες, την Μιλάνα και την Σάντρα.
Το 2001 προτάθηκε για υπουργός πολιτισμού (γερμ. Kultursenatorin) στο Αμβούργο.
Το 2006 προτάθηκε επίσης για υποψήφια υπουργός πολιτισμού στο Βερολίνο.
Τον Οκτώβριο του 2006 έθεσε υποψηφιότητα στις δημοτικές εκλογές του Πειραιά, στις οποίες και εξελέγη δημοτικός σύμβουλος αναλαμβάνοντας Αντιδήμαρχος Πολιτισμού και Διεθνών Σχέσεων.
Έβαλε υποψηφιότητα και για τις εκλογές του 2007, χωρίς όμως επιτυχία.
Το πρώτο της τραγούδι ηχογραφήθηκε το 1965 στη Γερμανία και γνώρισε αξιοσημείωτη επιτυχία.
Έγινε όμως ευρύτερα γνωστή δύο χρόνια αργότερα με το L'Amour Est Bleu, με το οποίο συμμετείχε στo Φεστιβάλ της Eurovision.
Το 1972 συμμετείχε στο διαγωνισμό για δεύτερη φορά και κέρδισε το πρώτο βραβείο με το τραγούδι Après Toi, το οποίο έγινε μεγάλη επιτυχία και έκανε ρεκόρ πωλήσεων με 6 εκατομμύρια singles παγκοσμίως.
Ακολούθησαν δεκάδες δίσκοι στα αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά, ολλανδικά,γιαπωνέζικα, ιταλικά, ισπανικά και ελληνικά.
Το 1986 αποσύρθηκε για να μεγαλώσει τα τρία της παιδιά.
Το 1995 επανεμφανίστηκε στη Γερμανία και στην κεντρική Ευρώπη με μεγάλη επιτυχία.
Η Βίκυ Λέανδρος εξακολουθεί να τραγουδά.
Έχει κάνει πωλήσεις άνω των 100 εκατομμυρίων δίσκων διεθνώς, με συνολικά 450 εκδόσεις δίσκων, CD και DVD και έχει λάβει δεκάδες βραβεία όπως τα Golden Statue (Ιαπωνία), Golden Europa (Γερμανία) και Ξένιος Δίας (Ελλάδα).
Το 2006 έλαβε μέρος στην προκριματική φάση για την επιλογή του τραγουδιού που θα εκπροσωπούσε τη Γερμανία στον διαγωνισμό τραγουδιού Eurovision 2006 μαζί με άλλους δύο συνυποψηφίους, όμως δεν επελέγη.
Πολλοί Χρυσοί και Πλατινένιοι Δίσκοι
1967: Τέταρτη θέση στo Φεστιβάλ της Eurovision με το τραγούδι „L'amour est bleu“
1968: Χρυσή Ευρώπη
1971: Χάλκινη Rose von Montreux για την TV-Show "Ich bin"
1971: Χάλκινος Λέων του Ραδιοφωνικού σταθμού του Λουξεμβούργου
1972: Πρώτη θέση στο Φεστιβάλ της Eurovision με το τραγούδι „Aprés toi“
1972: Best Selling Artist διεθνώς
1974: Χρυσή Ευρώπη
2001: Goldene Stimmgabel καλύτερης καλλιτεχνικής παρουσίας στον τομέα "Γερμανική Ποπ"
2001: Internationaler Schlagerpreis στην κατηγορία „Beste Künstlerin International“
2003: Βραβείο Ξενίου Διός.
2005: Woman of the year στην Ελλάδα.
Σαρλ Ωγκυστέν ντε Κουλόμπ, η συμβολή του στον ηλεκτρισμό και στον μαγνητισμό απέσπασε αυτό το μέρος της Φυσικής από την παραδοσιακή φυσική φιλοσοφία και το ανήγαγε σε θετική επιστήμη
Σαρλ Ωγκυστέν ντε Κουλόμπ
Η συμβολή του στον ηλεκτρισμό και στον μαγνητισμό με τη διεξαγωγή πειραμάτων ακριβείας απέσπασε αυτό το μέρος της Φυσικής από την παραδοσιακή φυσική φιλοσοφία και το ανήγαγε σε θετική επιστήμη.
Ο Σαρλ Ωγκυστέν ντε Κουλόμπ (γαλλ.: Charles Augustin de Coulomb, ελλην.: Κάρολος Αυγουστίνος ντε Κουλόμπ).
Γεννήθηκε στις 14 Ιουνίου του 1736 στην Ανγκουλέμ της Γαλλίας και πέθανε στις 23 Αυγούστου του 1806 στο Παρίσι.
Βιογραφία
Κάρολος Αυγουστίνος ντε Κουλόμπ σπούδασε στη στρατιωτική σχολή της πόλης Μεζιέρ και αποφοίτησε το 1761 ως στρατιωτικός μηχανικός με τον βαθμό του υπολοχαγού. Υπηρέτησε εννέα χρόνια στην Καραϊβική, όπου ήταν υπεύθυνος για την κατασκευή των οχυρών της Μαρτινίκας.
Το 1774 ο Κουλόμπ έγινε αντεπιστέλλον μέλος της Ακαδημίας Επιστημών του Παρισιού. Βραβεύτηκε από την Ακαδημία για μία εργασία του σχετικά με τις μαγνητικές πυξίδες.
Το 1779 δημοσίευσε την ανάλυσή του για την τριβή στη λειτουργία των μηχανών και συγκεκριμένα τον τρόπο της μεταβολής της τριβής με την πίεση. Βραβεύθηκε εκ νέου για αυτήν την μελέτη του, μία εργασία που έμεινε αξεπέραστη για 150 χρόνια.
Τα επόμενα 25 χρόνια παρουσίασε στην Ακαδημία άλλες 25 μελέτες πάνω σε θέματα του ηλεκτρισμού, μαγνητισμού, της στρέψης και των εφαρμογών της. Συνέγραψε επίσης εκατοντάδες μελέτες για κατασκευές δημοσίων έργων.
Ο Κουλόμπ ήταν πολυγραφότατος και δεν άφηνε να χαθεί καμία ευκαιρία για τη διεξαγωγή μελετών.
Μελέτησε την αντοχή των υλικών και τις δυνάμεις φορτίων πάνω σε δοκούς συμβάλλοντας έτσι στην ανάπτυξη της στατικής των κατασκευών. Μελέτησε επίσης θέματα εργονομίας.
Έθεσε τα θεμέλια της μελέτης βέλτιστης παραγωγής έργου από ανθρώπους και ζώα.
Η εργασία του αυτή έπαιξε καθοριστικό ρόλο στις μετέπειτα μελέτες του Γκασπάρ-Γκυστάβ ντε Κοριόλις.
Η πιο σημαντική μελέτη του, όμως, αφορούσε τους τομείς της ηλεκτροστατικής και του μαγνητισμού.
Για να κάνει πειράματα χρησιμοποίησε το στροφικό εκκρεμές, το οποίο επινόησε ο ίδιος.
Περιέγραψε επίσης τον τρόπο κατασκευής της μαγνητικής πυξίδας που βασίζεται στο στροφικό εκκρεμές.
Απέδειξε τον φερώνυμο νόμο του αντίστροφου τετραγώνου για την ηλεκτροστατική δύναμη ανάμεσα σε δύο φορτία.
Πέντε χρόνια προτού πεθάνει ο Κουλόμπ ήταν πρύτανης του Institut de France (όπως είχε μετονομαστεί η Ακαδημία Επιστημών του Παρισιού). Η συμβολή του στον ηλεκτρισμό και στον μαγνητισμό με τη διεξαγωγή πειραμάτων ακριβείας απέσπασε αυτό το μέρος της Φυσικής από την παραδοσιακή φυσική φιλοσοφία και το ανήγαγε σε θετική επιστήμη.
Η μονάδα μέτρησης του ηλεκτρικού φορτίου, στο διεθνές σύστημα μονάδων, φέρει προς τιμή του το όνομά του.
Ριχάρδος Γ΄ της Αγγλίας, ο τελευταίος βασιλιάς του Οίκου της Υόρκης και ο τελευταίος βασιλιάς της δυναστείας των Πλανταγενετών
Ριχάρδος Γ΄ της Αγγλίας
Ο Ριχάρδος Γ΄ ήταν βασιλιάς της Αγγλίας (1483 - 1485), ο τελευταίος βασιλιάς του Οίκου της Υόρκης και ο τελευταίος βασιλιάς της δυναστείας των Πλανταγενετών. (2 Οκτωβρίου 1452 - 22 Αυγούστου 1485)
Η ήττα του στη μάχη του Μπόσγουορθ αποτέλεσε καθοριστικό γεγονός στον πόλεμο των Ρόδων καθώς επέφερε την πτώση της δυναστείας των Πλανταγενετών από τον θρόνο της Αγγλίας.
Ο Ριχάρδος Γ΄ μετά τον θάνατο του αδελφού του, βασιλιά Εδουάρδου Δ΄, διετέλεσε αντιβασιλιάς για λογαριασμό του ανήλικου ανιψιού του βασιλιά Εδουάρδου Ε΄. Αλλά σύντομα μέσα σε διάστημα δύο μηνών τον ανέτρεψε, τον φυλάκισε στον πύργο του Λονδίνου και σφετερίστηκε τον θρόνο, ανακηρυσσόμενος βασιλιάς της Αγγλίας στις 6 Ιουνίου 1483.
Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του έγιναν δύο σημαντικές εξεγέρσεις: η πρώτη το 1483 με τον Ερρίκο Στάφορντ, 2ο κόμη του Μπάκιγχαμ, που καταστάλθηκε με την εκτέλεση του δούκα, η δεύτερη (1485) με τον Ερρίκο Τυδώρ, 2ο κόμη του Ρίτσμοντ, και τον θείο του, Τζάσπερ. Ο Ριχάρδος έπεσε στο πεδίο της μάχης του Μπόσγουορθ, οπότε έληξε και η δυναστεία των Πλανταγενετών.
Γεννήθηκε στο κάστρο του Φόθερινγκεϊ, νεώτερος γιος του Ριχάρδου της Υόρκης και της Σεσίλ Νέβιλ. Σε μικρή ηλικία στάλθηκε στο κάστρο του Γουένσλιντεϊλ υπό την κηδεμονία του Ριχάρδου Νέβιλ, 16ου κόμη του Γουόρικ. Την εποχή του θανάτου του πατέρα του και του αδελφού του Εδμόνδου στη μάχη του Γουέικφιλντ, ο Ριχάρδος ήταν ακόμα παιδί υπό την επίβλεψη του Γουόρικ. Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Εδουάρδου Δ΄ απέδειξε τις ικανότητες του ως στρατιωτικός αρχηγός, ενώ ανταμείφθηκε με πολλά εδάφη στην βόρεια Αγγλία και τον τίτλο του δούκα του Γκλόστερ. Έγινε ο ισχυρότερος και πλουσιότερος ευγενής της εποχής του και ήταν ο ισχυρότερος βοηθός του Εδουάρδου Δ΄, σε αντίθεση με τον άλλο τους αδελφό, Γεώργιο Πλανταγενέτη, 1ο δούκα του Κλάρενς, που εκτελέστηκε για προδοσία.
Σφετεριστής του θρόνου
Με τον θάνατο του αδελφού του Εδουάρδου Δ΄ στις 9 Απριλίου 1483, οι δύο γιοί του ήταν ακόμα ανήλικοι: ο διάδοχος του, βασιλιάς Εδουάρδος Ε΄, ήταν δώδεκα ετών και ο μικρότερος αδελφός του, Ριχάρδος της Υόρκης, εννέα. Ο Ριχάρδος εκτόπισε τους φρουρούς τους, τους φυλάκισε, τους εκτέλεσε και ανέλαβε ο ίδιος την φύλαξη τους, με μελλοντικά σχέδια να εκτελέσει και τους ίδιους τους πρίγκιπες αργότερα. Φυλάκισε τον Εδουάρδο και τον μικρότερο αδελφό του στον πύργο του Λονδίνου. Από εκεί και πέρα, όλοι οι επισκέπτες που έφταναν να δουν τον ανήλικο βασιλιά δολοφονούνταν, ενώ παντού κυκλοφορούσαν φήμες ότι ο Ριχάρδος σκότωσε τα ανίψια του.
Συγκάλεσε το Κοινοβούλιο και ανακήρυξε τα ανίψια του νόθα παιδιά του αδελφού του, βασιλιά Εδουάρδου Δ΄. Για να πετύχει τον σκοπό του, χρησιμοποίησε την μαρτυρία ενός επισκόπου, που δήλωσε ότι πάντρεψε τον Εδουάρδο Δ΄ με την Ελεονώρα Μπάτλερ, η οποία ζούσε όταν παντρεύτηκε την Ελισάβετ Γούντβιλ. Έτσι, ο Ριχάρδος μέσω του Κοινοβουλίου ανακηρύχθηκε νόμιμος βασιλιάς στις 26 Ιουνίου 1483 και τον Ιούλιο έγινε και τυπικά η στέψη του στο Αββαείο του Ουέστμινστερ.
Οι φήμες ότι σκότωσε τα ανήλικα ανίψια του τον έκαναν μισητό στον λαό.
Στις 22 Αυγούστου 1485, αντιμετώπισε τις δυνάμεις του Ερρίκου Τυδώρ στη μάχη του Μπόσγουορθ, κατά την διάρκεια της οποίας εγκαταλείφθηκε από τον Τόμας Στάνλεϊ, 1ο κόμη του Ντέρμπι, τον Γουλιέλμο Στάνλεϊ και τον Ερρίκο Πέρσυ. Οι δυνάμεις του διαλύθηκαν, η συντριβή του ήταν βέβαιη, αλλά ο Ερρίκος Τυδώρ τα βρήκε πολύ δυσκολότερα από ό,τι υπολόγιζε, αφού ο Ριχάρδος πολέμησε σκληρά με μεγάλη γενναιότητα, αν και ήταν χωρίς άλογο. Κατάφερε μόνος του να σκοτώσει τους ακολούθους του Ερρίκου Τυδώρ, ενώ ο ίδιος σκοτώθηκε λίγο πριν φτάσει στον ίδιο τον Ερρίκο.
Το νεκρό σώμα του περιφέρθηκε στους δρόμους και τάφηκε στην εκκλησία του Λέστερ, όπου κατά μια παράδοση με την διάλυση του μοναστηριού τα οστά του ρίχτηκαν στον διπλανό ποταμό Σόαρ, ενώ με άλλη παράδοση βρίσκονταν ακόμα στο Λέστερ. Η δεύτερη παράδοση αποδείχτηκε αληθινή, όταν το 2012 βρέθηκε από αρχαιολόγους ένας ανθρώπινος σκελετός κάτω από ένα πάρκινγκ στο Λέστερ. Το 2013, επιστήμονες του Πανεπιστημίου του Λέστερ ανακοίνωσαν μετά από τεστ DNA πως είναι βέβαιοι ότι έχουν βρει το κρανίο του βασιλιά
Τέλος της δυναστείας των Πλανταγενετών
Τον διαδέχθηκε ο ίδιος ο νικητής του, Ερρίκος Τυδώρ, ως Ερρίκος Ζ΄, που νομιμοποίησε την διαδοχή του, αφού παντρεύτηκε την Ελισάβετ της Υόρκης. Ο Ριχάρδος είχε παντρευτεί την Άννα Νέβιλ, κόρη του κόμη του Γουόρικ, η οποία είχε παντρευτεί στον πρώτο της γάμο τον Εδουάρδο του Ουέστμινστερ, γιο του Ερρίκου ΣΤ΄, στις 12 Ιουνίου 1472.
Είχε μαζί της έναν γιο, τον Εδουάρδο Πλανταγενέτη (1473 - 1484), που πέθανε αμέσως μετά αφού πήρε τον τίτλο του κόμη της Ουαλίας. Μετά τον θάνατο του ανήλικου γιου του, ο Ριχάρδος όρισε ως διάδοχο του τον Εδουάρδο, κόμη του Γουόρικ, νεώτερο γιο του αδελφού του, δούκα του Κλάρενς και της Ισαβέλλας Νέβιλ, που εκτελέστηκε (1499) με διαταγή του Ερρίκου Ζ΄. Με την πτώση του τελειώνει για την Αγγλία η δυναστεία των Πλανταγενετών που βασίλευσε από το 1154 με την άνοδο του Ερρίκου Β΄.
Ο Ριχάρδος Γ΄ παρουσιάζεται με μελανά χρώματα υπερβολής από τους διαδόχους του, Τυδώρ, πολλές φορές ψευδή, προκειμένου να δικαιολογήσουν την ανατροπή του.
Λένι Ρίφενσταλ, ήταν Γερμανίδα ηθοποιός, σκηνοθέτης και φωτογράφος, έγινε διάσημη χάρη στις ταινίες προπαγάνδας που δημιούργησε για λογαριασμό της Ναζιστικής Γερμανίας
Λένι Ρίφενσταλ
Η Έλενα Μπέρτα Αμάλιε "Λένι" Ρίφενσταλ, ήταν Γερμανίδα ηθοποιός, σκηνοθέτης και φωτογράφος, η οποία έγινε διάσημη χάρη στις ταινίες προπαγάνδας που δημιούργησε για λογαριασμό της Ναζιστικής Γερμανίας. (γερμ. Helena Bertha Amalie "Leni" Riefenstahl)
Μετά τον Πόλεμο, η καριέρα της πρακτικά έλαβε τέλος, αν και η ίδια δεν ήταν ποτέ μέλος του Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος. Η ίδια ποτέ δεν παραδέχθηκε ότι ένιωσε ενοχές για το παρελθόν της.
Νεότητα, αρχή της καριέρας της
Η Ρίφενσταλ γεννήθηκε στη συνοικία Βέντινγκ (Wedding) του Βερολίνου, στις 22 Αυγούστου 1902. Πατέρας της ήταν ο Άλφρεντ Ρίφενσταλ και μητέρα της η Μπέρτα (πατρικό Σέρλαχ, Bertha Sherlach). Η οικογένεια είχε οικονομική ευρωστία, καθώς ο Άλφρεντ διέθετε δική του επιχείρηση, η οποία, συν τω χρόνω, επεκτάθηκε. Ήταν, όμως, και πολύ δεσποτικός ως οικογενειάρχης, τόσο απέναντι στη Λένι όσο και απέναντι στον μικρότερο κατά τρία χρόνια αδελφό της, Χάιντς. Με την αγορά ενός εξοχικού σπιτιού στα περίχωρα του Βερολίνου, η Λένι ήλθε σε επαφή με τη φύση, προς την οποία ανέπτυξε ιδιαίτερη αγάπη.
Η Λένι από νωρίς εκδήλωσε την επιθυμία να ασχοληθεί με την τέχνη και συγκεκριμένα με τον χορό. Τις αντιδράσεις του πατέρα της κατέπνιξε η μητέρα της, η οποία ήθελε να γίνει και η ίδια ηθοποιός, επειδή, όμως, η οικογένειά της είχε 18 παιδιά και η μητέρα της είχε πεθάνει, κατέληξε να γίνει ράπτρια, για να βοηθήσει τον χήρο πατέρα της, μέχρι που παντρεύτηκε τον Άλφρεντ. Έτσι, η Λένι γράφτηκε στη σχολή χορού "Grimm-Reiter" από μικρή ηλικία - αρχικά κρυφά από τον πατέρα της. Την πρώτη της δημόσια παράσταση ως χορεύτρια την έδωσε το 1921.
Η παρουσία της κρίθηκε πολύ ικανοποιητική και άρχισε να εμφανίζεται σε παράσταση του "Deutsches Theater" με σκηνοθέτη τον Μαξ Ράινχαρντ (Max Reinhardt) και να κάνει περιοδείες σε ολόκληρη τη Γερμανία αλλά και στην Ευρώπη. Σε μία από αυτές τις παραστάσεις, στην Πράγα, τραυματίσθηκε σοβαρά στο γόνατο και αυτός ο τραυματισμός έθεσε υποχρεωτικό τέλος στη σταδιοδρομία της ως χορεύτριας.
Κατά τη διάρκεια της ανάρρωσης είδε μία ταινία σχετικά με βουνά και η φυσιολατρία της αφυπνίσθηκε σε τέτοιο βαθμό, ώστε μόλις μπόρεσε ταξίδεψε στις Άλπεις για να συναντήσει τον σκηνοθέτη της ταινίας Άρνολντ Φανκ (Arnold Fanck). Αν και δεν τον συνάντησε τότε, ο Φανκ την επέλεξε ως πρωταγωνίστρια σε τρεις ταινίες του, εκτιμώντας την αθλητική και παράτολμη κοπέλα με την υποβλητική γοητεία.
Με τη θητεία της υπό τον Φανκ μυήθηκε στην ορειβασία, ενώ παράλληλα μάθαινε και τις τεχνικές της δημιουργίας μιας ταινίας. Η συμμετοχή της στις ταινίες του Φανκ την έκανε δημοφιλή στο γερμανικό κοινό αλλά και ανάμεσα στους Γερμανούς σκηνοθέτες της εποχής. Το μεγάλο άλμα στην καριέρα της γίνεται με την ταινία "Το γαλάζιο φως" , στο οποίο πρωτοεμφανίζεται ως σκηνοθέτις.
Η ταινία άρχισε το 1931 και ολοκληρώθηκε το 1932. Τον Μάιο του ίδιου χρόνου η Λένι συναντά για πρώτη φορά τον Χίτλερ. Ο Φύρερ, πριν από την έναρξη του πολέμου, ήταν μανιώδης κινηματογραφόφιλος και είχε εντυπωσιαστεί από τη σκηνή της ταινίας στην οποία η Λένι χορεύει πάνω από τη θάλασσα. Η ταινία είχε διανεμηθεί σε όλο τον κόσμο, δεν έγινε, όμως, παντού ευμενώς δεκτή, πράγμα που η ίδια η Λένι απέδωσε στις υποκινούμενες από Εβραίους κριτικές.
Παράλληλα, έλαβε πρόσκληση από το Χόλιγουντ να μεταβεί και να εργαστεί εκεί, η ίδια όμως επέλεξε να παραμείνει στη Γερμανία.
Χίτλερ και Ρίφενσταλ. 20 Απριλίου 1938
Το 1932 η Λένι παρακολούθησε την ομιλία του Χίτλερ στο Συνέδριο της Νυρεμβέργης και εντυπωσιάστηκε από το ταλέντο του ως ομιλητή. Παράλληλα, όμως, έγινε η "θεά του Κινηματογράφου" για τον Φύρερ. Η Λένι, στο μεταξύ, γυρίζει στη Γροινλανδία την ταινία "SOS Παγόβουνο", στα γυρίσματα της οποίας οι συμπρωταγωνιστές της τη βλέπουν να βυθίζεται στην ανάγνωση έργων του Χίτλερ και, ιδίως, του "Mein Kampf".
Το 1933 η Ρίφενσταλ γυρίζει την ταινία "Η νίκη της πίστης", στην οποία σκιαγραφείται και ο Ερνστ Ρεμ. Όμως, μετά τη Νύχτα των Μεγάλων Μαχαιριών και τη δολοφονία του Ρεμ, η ταινία προκαλεί πολιτική αμηχανία. Ωστόσο, ο Χίτλερ έχει εντυπωσιαστεί από τη Λένι και της ζητά να κινηματογραφήσει το 6ο Συνέδριο του Κόμματος στη Νυρεμβέργη το 1934. Σύμφωνα με όσα γράφει στα απομνημονεύματά της, η ίδια δεν ήθελε να γυρίσει άλλες ταινίες για λογαριασμό των Ναζί, επειδή επιθυμούσε να γυρίσει σε ταινία την αγαπημένη όπερα του Χίτλερ, "Tiefland" .
Πράγματι, είχε βρει ιδιώτες χρηματοδότες, αλλά, τελικά, τα γυρίσματα στην Ισπανία διακόπηκαν και ο Χίτλερ κατάφερε να την πείσει να κινηματογραφήσει το συνέδριο, υποσχόμενος ότι δεν θα της ξαναζητούσε να γυρίσει άλλη ταινία για λογαριασμό του κόμματος. Η ίδια δήλωσε στον Χίτλερ ότι "επιθυμούσε να επιστρέψει ως πρωταγωνίστρια, γιατί δεν θα ήθελε να συνεχίσει να ζει, αν αναγκαζόταν να εγκαταλείψει την υποκριτική"
Η Ρίφενσταλ γύρισε πράγματι την ταινία, της οποίας τον τίτλο επέλεξε ο ίδιος ο Χίτλερ: "Ο Θρίαμβος της Θέλησης" (Triumph des Willens). Η ταινία γνώρισε τεράστια επιτυχία στη Γερμανία και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες (όπου και έλαβε βραβεία), ωστόσο η προβολή της απαγορεύτηκε στις ΗΠΑ, όπου θεωρήθηκε ταινία καθαρής προπαγάνδας.
Αντίγραφό της φυλάχθηκε στο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης της Νέας Υόρκης και σήμερα θεωρείται ένα από τα πλέον χαρακτηριστικά παραδείγματα προπαγανδιστικής φιλμογραφίας που έχουν ποτέ δημιουργηθεί. Η ταινία επέφερε διεθνή αναγνώριση στη Ρίφενσταλ, η ίδια, ωστόσο, δήλωσε ότι "αηδίασε όταν έμαθε με ποιον τρόπο χρησιμοποιήθηκε το αποτέλεσμα της καλλιτεχνικής της δημιουργίας".
Παρά τη δήλωσή της προς τον Χίτλερ ότι δεν θα ξαναγυρίσει ταινία για το κόμμα, το 1935 δέχεται να γυρίσει το διάρκειας 18 λεπτών ντοκιμαντέρ "Η ημέρα της ελευθερίας: Η Βέρμαχτ μας", με την ευκαιρία του 7ου Συνεδρίου του Κόμματος.
Από αυτό το Συνέδριο προήλθαν οι Νόμοι της Νυρεμβέργης, οι οποίοι καθόρισαν το μέλλον των Εβραίων στη Γερμανία, αρχικά, και σε όλη την Ευρώπη αργότερα. Η ταινία δεν έγινε ευρέως γνωστή εκτός Γερμανίας και η Ρίφενσταλ αρχικά αρνήθηκε ότι είχε γυρίσει τέτοια ταινία, μέχρι που ανακαλύφθηκε αντίγραφό της το 1971.
Ακολουθεί νέα πρόσκληση του Χίτλερ για την κινηματογράφηση των Ολυμπιακών Αγώνων του Βερολίνου το 1936. Η Ρίφενσταλ δέχεται και επισκέπτεται την Ελλάδα για να φωτογραφήσει την Αρχαία Ολυμπία. Στο έργο αυτό τη βοηθά η διάσημη Ελληνίδα φωτογράφος Έλλη Σουγιουλτζόγλου-Σεραϊδάρη, γνωστή με το ψευδώνυμο "Nelly's".
Το υλικό που συγκεντρώνεται δημιουργεί την ταινία "Olympia", στην οποία η Λένι χρησιμοποιεί νέες τεχνικές: Ήταν από τους πρώτους που υιοθέτησε την κίνηση της κάμερας πάνω σε ράγες, ώστε να παρακολουθεί τις κινήσεις των αθλητών. Η ταινία θεωρείται ότι άσκησε μεγάλη επιρροή στη σύγχρονη κινηματογράφηση αθλητικών γεγονότων.
Ο Γιόζεφ Γκέμπελς, ο οποίος στο παρελθόν είχε δηλώσει ότι "Η Ρίφενσταλ είναι η μόνη από τις μεγάλες σταρ που μας καταλαβαίνει", της υπέδειξε να αγνοήσει τους "μη άρειους" αθλητές. Η Ρίφενσταλ τον παράκουσε ψυχρά, κινηματογραφώντας αθλητές όλων των φυλών, και ιδιαίτερα τον Ολυμπιονίκη Τζέσε Όουενς.
Είχε και μια περιπέτεια με τον Αμερικανό Ολυμπιονίκη του Δεκάθλου Γκλεν Μόρρις (Glenn Morris), με τον οποίο υπήρξε η φήμη ότι θα παντρευτεί. Για την ταινία της αυτή το περιοδικό Time τής αφιέρωσε το εξώφυλλο του τεύχους της 17ης Φεβρουαρίου 1936. Η ταινία κυκλοφόρησε το 1938 με την ευκαιρία των 49ων γενεθλίων του Χίτλερ. Κυκλοφόρησε και στο εξωτερικό και της προσέδωσε παγκόσμια αναγνώριση.
Σε μια προσπάθεια να δώσει στην ταινία - και στην καριέρα της - επισκέφθηκε τις ΗΠΑ, όπου έφθασε πέντε μόλις ημέρες πριν τη Νύχτα των Κρυστάλλων. Όταν τα γεγονότα αυτά έγιναν γνωστά στις ΗΠΑ, η Ρίφενσταλ έκανε δηλώσεις, διακηρύσσοντας ότι "ο Χίτλερ δεν είναι υπεύθυνος γι' αυτά". Ο διάσημος Αμερικανός δημοσιογράφος Ουόλτερ Ουίντσελ (Walter Winchell) έγραψε ότι η Ρίφενσταλ είναι "τόσο όμορφη όσο μια σβάστικα".
Οι προσκλήσεις για επίσκεψη στο Χόλιγουντ ανακλήθηκαν και σηκώθηκε θύελλα διαμαρτυριών, που μετέτρεψαν την επίσκεψη της Ρίφενσταλ στις ΗΠΑ σε πραγματική καταστροφή. Ελάχιστοι δέχτηκαν να τη συναντήσουν, μεταξύ αυτών ο Γουόλτ Ντίσνεϊ (σε κατ' ιδίαν επίσκεψη και όχι δημόσια) και ο Χένρι Φορντ. Η Ένωση Αντιναζιστών των ΗΠΑ δήλωσε ότι "δεν υπάρχει χώρος στο Χόλιγουντ για τη Λένι Ρίφενσταλ".
Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος
Όταν πραγματοποιήθηκε η Εισβολή στην Πολωνία η Ρίφενσταλ παρακολούθησε τα γεγονότα ως πολεμικός ανταποκριτής. Ωστόσο, έφθασε στο μέτωπο και στη Στρατιά του Γκερντ φον Ρούντστεντ ντυμένη με παραστρατιωτική στολή, "με ξιφίδιο στη ζώνη της και ένα μικρό πιστόλι σε μια από τις λευκές μπότες της".
Εκεί, σύμφωνα με τα απομνημονεύματά της, προσπάθησε να παρέμβει σε επεισόδιο εκτέλεσης 30 πολιτών, αλλά τη σταμάτησαν οι στρατιώτες της Βέρμαχτ. Δεν άργησε, όμως, να επανέλθει στην κατακτημένη Βαρσοβία στις 5 Οκτωβρίου 1939, για να κινηματογραφήσει την παρέλαση των νικηφόρων ναζιστικών στρατευμάτων στην πόλη.
Από τότε αποφάσισε να μην ξαναγυρίσει παρόμοια ταινία. Αυτό, όμως, δεν την εμπόδισε να αποστείλει τηλεγράφημα στον Χίτλερ, τον Ιούνιο του 1940, επαινώντας τον για την κατάκτηση του Παρισιού και ευχαριστώντας τον για αυτό. Αργότερα, η ίδια "εξήγησε" πως αυτό το τηλεγράφημα το έστειλε θεωρώντας ότι ο πόλεμος είχε τελειώσει.
Η θερμή σχέση που είχε με τον Χίτλερ κλονίστηκε το 1944, όταν ο αδελφός της, Χάιντς, σκοτώθηκε στο ανατολικό μέτωπο. Εν τούτοις, και πολύ πριν από αυτό το γεγονός, το 1940, η Ρίφενσταλ είχε αρχίσει να δουλεύει πάνω στην ταινία που πάντα ονειρευόταν, το "Tiefland", την οποία η κυβέρνηση, κατ' εντολήν του Χίτλερ, χρηματοδότησε με 7.000.000 μάρκα (reichsmarks).
Οι ισπανικής εμφάνισης κομπάρσοι αντικαταστάθηκαν από κρατούμενους αθίγγανους σε στρατόπεδα συγκέντρωσης, τόσο στα εξωτερικά γυρίσματα όσο και στα εσωτερικά (Βερολίνο, 1942). Μετά τον πόλεμο Η Ρίφενσταλ ισχυρίστηκε ότι οι κομπάρσοι αυτοί είχαν επιζήσει και τους συνάντησε όταν ο πόλεμος έληξε. Οι μαρτυρίες, ωστόσο, από τα αρχεία των στρατοπέδων δείχνουν το ακριβώς αντίθετο.
Το 1944 η Ρίφενσταλ αποφάσισε να παντρευτεί τον Πέτερ Γιάκομπ (Peter Jacob), πράγμα που έκανε στις 21 Μαρτίου, αφού πρώτα τον σύστησε στον Χίτλερ, που τους συνάντησε στο Κίτσμπυχελ (Kitzbühel) της Αυστρίας. Αυτή ήταν η τελευταία της συνάντηση με τον Χίτλερ. Το ζεύγος πήρε διαζύγιο το 1946.
Όταν η Γερμανία κατέρρευσε στρατιωτικά, η Ρίφενσταλ εγκατέλειψε το Βερολίνο και προσπάθησε να φθάσει την περιοχή που ζούσε η μητέρα της, προς τα δυτικά. Συνελήφθη, όμως από τα αμερικανικά στρατεύματα και αφέθηκε ελεύθερη με τη λήξη του πολέμου.
Μεταπολεμική δραστηριότητα
Λόγω της φύσης της εργασίας της, της οπτικής καταγραφής τεκμηρίων, διατάχθηκε η σύλληψή της μετά τον πόλεμο. Στις ανακρίσεις στις οποίες υποβλήθηκε, δήλωνε απολιτική και παρεξηγημένη.
Δήλωσε, επίσης, ότι αγνοούσε παντελώς την ύπαρξη στρατοπέδων συγκέντρωσης και, αργότερα, δήλωσε ότι "αναγκάσθηκε να κάνει ό,τι έκανε, επειδή ο Γκέμπελς την απειλούσε ότι θα την έστελνε και την ίδια σε στρατόπεδο συγκέντρωσης".
Συνέχισε να προσποιείται άγνοια των εγκλημάτων πολέμου, ωστόσο είπε ότι "οι Εθνικοσοσιαλιστές την είχαν συναρπάσει. Ήταν, όμως, πολύ αφελής για να αντιληφθεί τι ακριβώς διέπραττε το ναζιστικό καθεστώς".
Από το 1945 ως το 1948 κρατήθηκε σε στρατόπεδα και φυλακές, ποτέ όμως δεν καταδικάστηκε για οτιδήποτε, αν και είχε χρησιμοποιήσει κρατούμενους από στρατόπεδα συγκέντρωσης στις ταινίες της. Χαρακτηρίστηκε ως "συμπαθούσα των Ναζιστών" και δεν κρατήθηκε περισσότερο.
Προσπάθησε να κάνει ένα "ριμέικ" του "Γαλάζιου φωτός" και ολοκλήρωσε το "Tiefland", το οποίο βγήκε προς διανομή το 1954. Οι δημιουργοί ταινιών στην Ομοσπονδιακή Γερμανία, ωστόσο, αντιτάχθηκαν σφοδρά στην αναβίωση της καριέρας της και η Ρίφενσταλ αναγκάστηκε, το 1956, να αναχωρήσει για την Αφρική, όπου άρχισε να γυρίζει ένα ντοκιμαντέρ με τίτλο "The Black Cargo" (το μαύρο φορτίο), που δεν ολοκληρώθηκε, με θέμα το δουλεμπόριο.
Την επόμενη δεκαπενταετία συνέγραψε τρία σενάρια στην Ισπανία, έκανε μια περιοδεία στη Γερμανία με την ταινία των Ολυμπιακών Αγώνων, συμπλήρωσε το ριμέικ του "Γαλάζιου φωτός" και εξέδωσε ένα φωτογραφικό λεύκωμα με τίτλο "Οι τελευταίοι των Nuba" (1968).
Το 1972 οι "Τάιμς" του Λονδίνου της αναθέτουν τη φωτογράφηση των Ολυμπιακών Αγώνων του Μονάχου.
Το 1974 και ενώ παρακολουθεί ένα κινηματογραφικό φεστιβάλ στο Κολοράντο, αναγνωρίζεται και προπηλακίστηκε από μέλη αντιναζιστικών οργανώσεων.
Το 1975 επιστρέφει στο Σουδάν, όπου, παρά την ηλικία της, παίρνει μαθήματα καταδύσεων και, την επόμενη χρονιά εκδίδει ένα ακόμη φωτογραφικό λεύκωμα, με τίτλο "People of Kau" (Οι άνθρωποι του Κάου) (1976). Το ίδιο έτος εκδίδει ένα ακόμη λεύκωμα με υποβρύχιες φωτογραφίες, το "Coral Garden" (Ο κήπος των κοραλλίων).
To 1993 ο Γερμανός σκηνοθέτης Ρέι Μύλλερ (Ray Müller) γυρίζει τη βιογραφία της σε ταινία, με τον τίτλο "The Wonderful, Horrible life of Leni Riefenstahl
Η Λένι ήταν ήδη 91 ετών και, την ίδια χρονιά, εκδίδεται η αγγλική μετάφραση των απομνημονευμάτων της. Το 2002, σε ηλικία 100 ετών, παρουσιάζει τη νέα της ταινία "Underwater Impressions" (Οι υποβρύχιες εντυπώσεις), με υλικό από εκατοντάδες ώρες υποβρυχίων λήψεων.
Η Λένι Ρίφενσταλ απεβίωσε στις 8 Σεπτεμβρίου 2003 ενώ κοιμόταν στο σπίτι της στο Πέκινγκ (Pöcking) της Γερμανίας, σε ηλικία 101 ετών.
Γιαν Νερούντα, ήταν Τσέχος συγγραφέας, ποιητής και δημοσιογράφος, μια από τις εξέχουσες μορφές του τσέχικου ρεαλισμού στην Τσέχικη λογοτεχνία
Γιαν Νερούντα
O Γιαν Νερούντα, ήταν Τσέχος συγγραφέας, ποιητής και δημοσιογράφος, μια από τις εξέχουσες μορφές του τσέχικου ρεαλισμού στη λογοτεχνία και μέλος της «Σχολής του Μαΐου», που κυριάρχησε στην τσέχικη λογοτεχνία στις δεκαετίες 1860 – 1870. (Jan Nepomuc Neruda, 1834 – 1891)
Το επώνυμο του Τσέχου αυτού συγγραφέα χρησιμοποίησε ως ψευδώνυμο ο Πάμπλο Νερούδα.
Βιογραφία
Ο Γιαν Νερούντα γεννήθηκε στην Πράγα, γιος παντοπώλη που ζούσε στη Μάλα Στράνα, την αποκαλούμενη «Μικρή Συνοικία» της τσέχικης πρωτεύουσας. Σπούδασε φιλοσοφία και λογοτεχνία και εργάστηκε ως δάσκαλος μέχρι το 1866, οπότε άρχισε να ασχολείται με τη συγγραφή και τη δημοσιογραφία.
Ο Νερούντα δεν παντρεύτηκε ποτέ, αλλά είναι γνωστή η στενή σχέση του με την Καρολίνα Σβέτλα (Karolina Svetla, 1830 – 1899), συγγραφέα που ήταν κι αυτή μέλος της «Σχολής του Μαΐου».
Μεταξύ 1845 – 1857, ο Νερούντα έζησε στο σωζόμενο μέχρι σήμερα σπίτι που βρίσκεται στον αριθ. 47 της οδού Νερούντοβα, ενός γραφικού δρόμου που οδηγεί στο Κάστρο της Πράγας, όπου έγραψε πολλά από τα διηγήματά του, τα οποία διαδραματίζονται σε αυτή την περιοχή. Το σπίτι αυτό είναι γνωστό ως «Οι Δύο Ήλιοι» (τσεχ. U dvou sluncu), από το εραλδικό έμβλημα με τους δύο ήλιους που υπάρχει στην πρόσοψή του.
Το 1865, ο Νερούντα έγινε μέλος της σύνταξης της εφημερίδας «Νάροντνι Λίστυ» (Narodni Listy), στην οποία δημοσίευσε πολυάριθμα μυθιστορήματα σε συνέχειες, όπως «Εικόνες του Παρισιού» (1864), «Μικρά ταξίδια» (1877) κ. ά. Στα έργα του, ο Νερούντα πρόβαλε την ιδέα της αναβίωσης του τσέχικου εθνικισμού. Παράλληλα, καυτηρίαζε μέσα από τη σάτιρά του τον επαρχιωτισμό της μπουρζουαζίας στην κοινωνική ζωή της Πράγας.
Ο Νερούντα άρχισε τη συγγραφική σταδιοδρομία του το 1857 με μια συλλογή ποιημάτων με τον τίτλο «Λουλούδια του κοιμητηρίου». Από τα πιο δημοφιλή έργα του σε πρόζα είναι οι «Διηγήσεις για τη Μάλα Στράνα» (1877), μια συλλογή διηγημάτων, που μεταφέρει τον αναγνώστη στους δρόμους και τις αυλές, τα μαγαζιά, τις εκκλησίες, τις ταβέρνες και τα σπίτια της ιστορικής αυτής περιοχής της τσέχικης πρωτεύουσας.
Το ποιητικό έργο του τον κατέταξε ανάμεσα στους βάρδους του τσέχικου πατριωτισμού. Τα κυριότερα έργα του είναι: «Αραμπέσκ» (1864), «Βιβλία ποίησης» (1867), «Τραγούδια της Παρασκευής» (1869), «Κοσμικά τραγούδια» (1878), «Μπαλάντες και ρομάντζες» (1883), «Απλά μοτίβα» (1883), «Ύμνοι της Μεγάλης Παρασκευής» (1896) κ. ά.
Ο Γιαν Νερούντα πέθανε στην Πράγα στις 22 Αυγούστου 1891 και ενταφιάστηκε στο Κοιμητήριο Βίσεχραντ (Vysehrad), όπου αναπαύονται πολλοί εξέχοντες Τσέχοι συγγραφείς, ζωγράφοι και μουσικοί, όπως ο διάσημος Τσέχος συνθέτης Μπέντριχ Σμέτανα.
Μετά το θάνατό του, ένας από τους δρόμους της Μικρής Συνοικίας (Μάλα Στράνα), που περιγράφει στα έργα του, η σημερινή Οδός Νερούντοβα (Nerudova ulice), φέρει τιμητικά το όνομά του.
Περισσότερα Άρθρα...
- Μιρέιγ Φλερύ, ήταν Ελληνίδα υψίφωνος με αξιοσημείωτη σταδιοδρομία στην πατρίδα της και στο εξωτερικό
- Βασίλης Πολυδούρης, ήταν Ελληνοαμερικανός συνθέτης κινηματογραφικής μουσικής
- Ευάγγελος Σπανδάγος είναι Έλληνας μαθηματικός και συγγραφέας, απόφοιτος του Μαθηματικού Τμήματος του Πανεπιστημίου Αθηνών
- Αδόλφος φον Μπάιερ, ήταν Γερμανός χημικός που τιμήθηκε με το βραβείο Νόμπελ Χημείας για τη μεγάλη του προσφορά στις χρωστικές ουσίες