Άρθρα
Αντώνιος Βασιλάκης, ήταν σημαντικός Έλληνας αναγεννησιακός ζωγράφος που εργάστηκε κυρίως στην Βενετία και στο Βένετο
Αντώνιος Βασιλάκης
Ο Αντώνιος Βασιλάκης, ήταν σημαντικός Έλληνας αναγεννησιακός ζωγράφος που εργάστηκε κυρίως στην Βενετία και στο Βένετο. (Antonio Vassilacchi ή Il Aliense) (1556 - 27 Αυγούστου 1629)
Ο Βασιλάκης γεννήθηκε στην Μήλο και έφυγε για την Βενετία σε μικρή ηλικία. Το 1572 μαθήτευσε στον Πάολο Βερονέζε (Paolo Veronese) και ζωγράφισε πολλές τοιχογραφίες στο επισκοπικό παλάτι του Τρεβίζο, στην εκκλησία Sant'Agata στην Πάδοβα, και σε εκκλησίες της Βενετίας.
Η μεγάλη ευκαιρία ήρθε για τον Βασιλάκη μετά την πυρκαϊά που κατέστρεψε το παλάτι των Δόγηδων στη Βενετία τον Δεκέμβριο του 1577. Ο Aliense (που ήταν το προσωνύμιο που του δόθηκε λόγω της ξένης καταγωγής του) ήταν ένας από τους ζωγράφους που ανέλαβαν την ανακαίνιση του Παλατιού.
Ο Βασιλάκης ήταν μέλος της αδελφότητας του Αγίου Νικολάου του Ελληνικού Έθνους, μιας από τις πιο ζωντανές κοινότητες ξένων τον καιρό εκείνο στην Βενετία του 1600. Ήταν ακόμα μέλος της αδελφότητας των Ενετών ζωγράφων από το 1584.
Ο Βασιλάκης παντρεύτηκε 3 φορές. Το όνομα της πρώτης του συζύγου, που γέννησε τον γιο του Στέφανο δεν είναι γνωστό.
Ο Στέφανος ακολούθησε τα καλλιτεχνικά βήματα του πατέρα του, έγινε επίσης ζωγράφος και τον βοήθησε στην ολοκλήρωση κάποιων έργων, όπως την Ενθρόνιση του Βαλδουΐνου της Φλαμανδίας. Πέθανε, όμως, νέος. Ο Βασιλάκης είχε επίσης 2 κόρες. Η δεύτερη του σύζυγος Τζιακομίνα πέθανε τον Νοέμβριο του 1609. Ο τελευταίος του γάμος ήταν και ο πιό άτυχος.
Ο βιογράφος του Βασιλάκη, Κάρλο Ριντόλφι (Carlo Ridolfi), περιγράφει έναν πίνακα που δείχνει τον ζωγράφο να μεταφέρει στην πλάτη του την γυναίκα του, την νοσοκόμα της, τον θείο της και τον γιο της από τον προηγούμενό της γάμο. Ο Βασιλάκης συνήθιζε να δείχνει τον πίνακα και να λέει στους φίλους του: "Αυτό είναι το βάρος που θα κουβαλάω μέχρι να πεθάνω".
Ο Aliense πέθανε το Μεγάλο Σάββατο του 1629, σε ηλικία 73 ετών. Κηδεύτηκε με τιμές στην εκκλησία του San Vitale την επομένη. Η εκκλησία του San Vitale βρίσκεται στην ίδια πλατεία με το σπίτι του και φιλοξενεί, μέχρι σήμερα, τους πίνακές του Ανάσταση και Ανάληψη του Σωτήρος. Σύμφωνα με τα ενετικά αρχεία, πέθανε από 12ήμερη ασθένεια με πυρετό και καταρροή.
Έργο
Η δουλειά του Βασιλάκη στο παλάτι των δόγηδων ξεπερνά, αριθμητικά τουλάχιστον, αυτήν οποιουδήποτε άλλου ζωγράφου, αφού έργα του υπάρχουν σε όλες τις μεγάλες αίθουσες του ανακτόρου, όπως στην αίθουσα του Μεγάλου Συμβουλίου (Sala del Maggior Consiglio), στην Αίθουσα των Ψηφοφοριών (Sala dello Scrutinio), στην Αίθουσα της Γερουσίας (Sala del Senato), στην αίθουσα του Συμβουλίου των Δέκα (Sala del Consiglio dei Dieci), και στην Αίθουσα της Πυξίδας (Sala della Bussola).
Το 1551 ο Βασιλάκης έλαβε παραγγελίες από την Αδελφότητα των Εμπόρων (Scuola dei Mercanti) και λίγο καιρό μετά εργάστηκε στην εκκλησία του San Giovanni Elemosinario, λίγα μέτρα μακριά από το εμπορικό κέντρο της Βενετίας, το Ριάλτο. Ζωγράφισε για την εκκλησία του Angelo San Raffaele το 1558. Επίσης, στην εκκλησία του San Zaccaria εκτίθενται τουλάχιστον 4 έργα του.
Το 1559 οι μοναχοί ττης μονήςτου San Giorgio Maggiore αποφάσισαν να ανακαινήσουν την εκκλησία τους. Ανέθεσαν στον Παλλάδιο να πραγματοποιήσει την ανακαίνιση, αλλά, 21 χρόνια μετά με τον θάνατο του Palladio, το έργο ήταν ακόμα ημιτελές. Οι μοναχοί κάλεσαν τότε τον Βασιλάκη να σχεδιάσει για την εκκλησία. Το σχέδιό του έγινε αποδεκτό από την μονή και έτσι δημιουργήθηκε το μεγάλο μπρούτζινο σύμπλεγμα των "Ευαγγελιστών που στηρίζουν τον Κόσμο και τον Κύριο".
Το 1594, ο Aliense, συστημένος από τους μοναχούς του San Giorgio Maggiore, ανέλαβε τη εκτέλεση μιας σειράς δέκα πινάκων που αποτελούν τον Κύκλο της Ζωής του Χριστού για το καθολικό της μονής του Αγίου Πέτρου στην Περούτζια. Οι πίνακες βρίσκονται και σήμερα στον ίδιο ναό, μαζί με τον τεράστιο πίνακα "Το Τάγμα των Βενεδικτίνων". Πιστεύεται ότι ο πίνακας αυτός, με επιφάνεια 80 τετραγωνικών μέτρων, είναι ο δεύτερος μεγαλύτερος της Ιταλίας.
Το 1602 ο Βασιλάκης ξεκίνησε την αγιογράφηση του καθεδρικού ναού στο Σαλό ενώ η δουλειά του (κυρίως διακοσμητική) στη βίλλα του γερουσιαστή Giovanni Barbarigo στην Noventa Vicentina κοντά στην Μοντανιάνα είναι εντυπωσιακή.
Χρυσόστομος Καλαφάτης, ήταν Έλληνας Μικρασιάτης θεολόγος και ιεράρχης καθώς και τελευταίος Μητροπολίτης Σμύρνης, ανακηρύχθηκε άγιος ως ιερομάρτυρας
Χρυσόστομος Σμύρνης
Ο Χρυσόστομος Καλαφάτης (8 Ιανουαρίου 1867, Τρίγλια Μικράς Ασίας - 27 Αυγούστου 1922, Σμύρνη) ήταν Έλληνας Μικρασιάτης θεολόγος και ιεράρχης καθώς και τελευταίος Μητροπολίτης Σμύρνης. Η Ορθόδοξη Εκκλησία τον ανακήρυξε άγιο ως ιερομάρτυρα.
Την περίδο 1902-1910 διετέλεσε Μητροπολίτης Δράμας με σημαντική δράση στον Μακεδονικό Αγώνα.
Από το 1910 έως και τον μαρτυρικό του θάνατο διετέλεσε Μητροπολίτης Σμύρνης. Κατακρεουργήθηκε από τον φανατισμένο τουρκικό όχλο κατά την ανακατάληψη της πόλης από τον τουρκικό στρατό στη Μικρασιατική Καταστροφή, στις 27 Αυγούστου 1922, μετά από εντολή του Νουρεντίν Πασά.
Χρυσόστομος Σμύρνης
Γεννήθηκε στις 8 Ιανουαρίου 1867 στην Τρίγλια της Βιθυνίας (επαρχία Προύσας), στην Προποντίδα της Μικράς Ασίας. Ήταν γιος του Νικολάου Καλαφάτη και της Καλλιόπης Λεμονίδου, οι οποίοι απέκτησαν συνολικά οκτώ παιδιά, τέσσερα αγόρια και τέσσερα κορίτσια. Ο πατέρας του ήταν νομομαθής και αντιπροσώπευε συμπολίτες του ενώπιον των τουρκικών δικαστηρίων. Επίσης, αναμιγνυόταν στα κοινά και εκλεγόταν δημογέροντας. Η μητέρα του ήταν ευλαβής χριστιανή και αναφέρεται ότι τον είχε τάξει στην Παναγία.
Ο Χρυσόστομος εκδήλωσε νωρίς την επιθυμία του να γίνει κληρικός. Οι γονείς του έγιναν αρωγοί στην επιθυμία του, πουλώντας ακίνητη περιουσία και στέλνοντάς τον οικότροφο στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης, όπου είχε την τύχη να έχει σπουδαίους δασκάλους. Είχε επίσης την τύχη να αναλάβει τα έξοδα των σπουδών του ο Μητροπολίτης Μυτιλήνης και μετέπειτα Οικουμενικός Πατριάρχης Κωνσταντίνος Βαλιάδης, ο οποίος τον γνώρισε σε μια επίσκεψή του στη Σχολή και εκτίμησε τις επιδόσεις του. Ο Χρυσόστομος αποφοίτησε από τη Σχολή με «άριστα».
Ο Μητροπολίτης Κωνσταντίνος τον χειροτόνησε διάκονο και τον προσέλαβε ως αρχιδιάκονο στη Μητρόπολη Μυτιλήνης και κατόπιν στη Μητρόπολη Εφέσου, όπου μετατέθηκε. Το 1896 ο Χρυσόστομος ασχολήθηκε με το θέμα που δημιούργησαν καθολικοί καλόγεροι της Μονής των Λαζαριστών της Σμύρνης, οι οποίοι, θέλοντας να προσηλυτίσουν ορθοδόξους της Ιωνίας, αγόρασαν κοντά στην Έφεσο μια τοποθεσία που λεγόταν Καπουλή-Παναγιά και διέδωσαν ότι βρήκαν εκεί τον τάφο της Παναγίας. Ο Χρυσόστομος προέβη σε πλήθος δημοσιευμάτων, τεκμηριωμένων επιστημονικά, τα οποία εξέδωσε και σε βιβλίο. Κατόπιν αυτού, οι Λαζαριστές υποστήριξαν ότι επρόκειτο για σπίτι της Θεοτόκου.
Στις 2 Απριλίου 1897 ο Μητροπολίτης Εφέσου Κωνσταντίνος εξελέγη Οικουμενικός Πατριάρχης (Πατριάρχης Κωνσταντίνος Ε΄). Στις 18 Μαΐου του ίδιου έτους χειροτόνησε πρεσβύτερο τον Χρυσόστομο και τον χειροθέτησε Μέγα Πρωτοσύγκελο του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Από τη θέση αυτή προήδρευσε μικτής επιτροπής Ορθοδόξων και Αγγλικανών με θέμα την ένωση των δύο Εκκλησιών. Από τη θέση αυτή επίσης καλλιεργεί την ευγλωττία του στο κήρυγμα. Μνημειώδης θεωρείται ο επικήδειός του προς τον Πατριάρχη Αλεξανδρείας και πρώην Κωνσταντινουπόλεως Σωφρόνιο, πνευματικό πατέρα του Κωνσταντίνου Ε΄, καθώς επίσης και ο λόγος προς τον Εσταυρωμένο, τη Μεγάλη Παρασκευή του 1901. Ιδιαίτερα όμως διακρίθηκε για τη συμβολή του στη ματαίωση των σχεδίων του αρχηγού της Πανσλαβιστικής Παλαιστίνιας Εταιρίας του Παπαδονότσεφ που επεδίωκε να αλλοιώσει τον ελληνικό χαρακτήρα του Αγίου Όρους και να εκσλαβίσει τα Πατριαρχεία Αντιοχείας και Ιεροσολύμων. Την ίδια ημέρα, Μεγάλη Παρασκευή του 1901, απομακρύνθηκε από το Θρόνο ο Κωνσταντίνος Ε΄ και κατόπιν επανεξελέγη ο δυναμικός Ιωακείμ Γ΄ Μεγαλοπρεπής. Και αυτός όμως εκτίμησε τα προσόντα του Χρυσοστόμου, και έτσι εκλέγεται παμψηφεί, στις 23 Μαΐου 1902 Μητροπολίτης Δράμας. Την ημέρα της εκλογής του, απευθυνόμενος στον Πατριάρχη, είπε τα εξής προφητικά: «Εν όλη τή καρδία και εν όλη τη διανοία θα υπηρετήσω την Εκκλησίαν και το Γένος, και η μίτρα, την οποίαν αι άγιαι χείρες σου εναπέθεσαν επί της κεφαλής μου, εάν πέπρωται να απολέση ποτέ την λαμπηδόνα των λίθων της, θα μεταβληθή εις ακάνθινον στέφανον μάρτυρος ιεράρχου», πράγμα που έγινε 20 χρόνια αργότερα.
Μητροπολίτης Δράμας
Εν όλη τη καρδία και εν όλη τη διανοία θα υπηρετήσω την Εκκλησίαν και το Γένος, και η μίτρα, την οποίαν αι άγιαι χείρες σου εναπέθεσαν επί της κεφαλής μου, εάν πέπρωται να απολέση ποτέ την λαμπηδόνα των λίθων της, θα μεταβληθή εις ακάνθινον στέφανον μάρτυρος Ιεράρχου.
Ο νεοεκλεγείς Μητροπολίτης Χρυσόστομος, εις τον χειροτονητήριον λόγο του, απευθυνόμενος προς τον Οικουμενικόν Πατριάρχην.
O Άγιος Χρυσόστομος Σμύρνης, ως μητροπολίτης Δράμας, Φιλίππων και Ζιχνών την περίοδο 1902-1910.
Διετέλεσε Μητροπολίτης Δράμας, Φιλίππων και Ζιχνών μέχρι το 1910. Με την άφιξή του στη Δράμα το 1902 ως πρώτο μέλημα έθεσε την ενίσχυση της Ελληνικής Κοινότητας, των φιλεκπαιδευτικών σωματείων και των ελληνικών σχολείων. Μάλιστα με πρωτοβουλία του ιδρύθηκε πληθώρα σχολείων όπως το καλλιμάρμαρο Γυμνάσιο Δράμας με σχήμα κάτοψης Π με σαφή αναφορά στη λέξη Πατρίδα. Ταυτόχρονα πραγματοποιούσε περιοδείες στις ελληνικές κοινότητες που δέχονταν τη βουλγαρική πίεση και προπαγάνδα, όπως η Προσοτσάνη και ο Βώλακας. Οι Βούλγαροι επιχειρούσαν συστηματικά με απειλές, βιαιότητες και δολοφονίες να εξαναγκάσουν τους Έλληνες να προσχωρήσουν στη βουλγαρική Εξαρχία. Και αυτό γιατί η εκκλησιαστική ενσωμάτωση των κατοίκων μιας περιοχής ήταν ο πρόδρομος της εδαφικής προσάρτησής της, όταν αργότερα θα διαλυόταν η Οθωμανική Αυτοκρατορία.
Κατά την περίοδο της αρχιερατείας του αντιμετώπισε την τρομοκρατική δράση του βουλγαρικού κομιτάτου καθώς και την τότε ρουμανική προπαγάνδα και ανέπτυξε έξοχη εθνική δράση, συγκρατώντας τους πεπλανημένους, ενθουσιάζοντας τους λιγόψυχους και αναλαμβάνοντας ο ίδιος την διεύθυνση του αγώνα κατά των Βουλγάρων κομιτατζίδων.
Παράλληλα έκτισε μεγαλοπρεπή ναό στη Δράμα, μέγαρο Μητροπόλεως, σχολές αρρένων και θηλέων, νοσοκομείο και γυμναστήριο. Επίσης φρόντισε τότε για την ανέγερση οικιών για τους καπνεργάτες, ιδρύοντας και πολλά φιλανθρωπικά καταστήματα, ορφανοτροφεία, γηροκομεία και άλλα κοινωφελή καθιδρύματα. Η εθνική αυτή δράση του Χρυσοστόμου ανησύχησε την τουρκική διοίκηση, η οποία και αναφέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη, επιτυγχάνοντας την ανάκλησή του από Μητροπολίτη τον Οκτώβριο του 1907. Διασώζεται το γεγονός πως ο Χρυσόστομος αναχώρησε από τη Δράμα συνοδευόμενος έως το σιδηροδρομικό σταθμό της πόλης από ολόκληρο τον ελληνικό πληθυσμό της. Ο ιεράρχης μετέβη και παρέμεινε στην Τρίγλια, τη γενέτειρά του, στα παράλια της Μικράς Ασίας. Τον Ιούλιο του 1908 παραχωρήθηκε από τους Οθωμανούς γενική αμνηστία με την ανακήρυξη του Συντάγματος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και έτσι ο Χρυσόστομος βρήκε την ευκαιρία να επιστρέψει στο ποίμνιό του στη Δράμα τον Αύγουστο του 1908.
Ο Χρυσόστομος ανέπτυξε συνεργασία με την Δημογεροντία της Δράμας, προς οργάνωση σωμάτων Μακεδονομάχων, ντόπιων αλλά και προερχόμενων από την ελεύθερη Ελλάδα. Επίσης, η αλληλογραφία του Χρυσοστόμου με τον Οικουμενικό Πατριάρχη, τους Προξένους αλλά και τις Ελληνικές Αρχές, ήταν συνεχής με σκοπό να γίνουν γνωστά τα μαρτύρια των Ελλήνων της Μακεδονίας, από τους κομιτατζήδες, και να συγκεντρωθεί η απαραίτητη βοήθεια
Η ακατάπαυστη δραστηριοποίηση του Χρυσοστόμου σε όλα τα επίπεδα για την προάσπιση του Ελληνισμού ενάντια στις βιαιότητες των Κομιτατζήδων για τον εκβουλγαρισμό του, οδήγησε για μια ακόμη φορά, να του απαγορέψουν τις επισκέψεις στα χωριά της Δράμας. Οι συνεχείς συγκρούσεις Ελλήνων και Βουλγάρων αποδίδονται από τους Άγγλους παρατηρητές αλλά και τους Οθωμανούς, στον Χρυσόστομο. Έτσι, βρέθηκε η αφορμή για μια ακόμη φορά Οθωμανοί και Βούλγαροι να ζητήσουν την απομάκρυνσή του με τη δικαιολογία των τουρκικών αρχών ότι η παρουσία του Χρυσοστόμου προκαλεί τη διασάλευση της τάξης. Τελικά πέτυχαν τη δεύτερη και οριστική απομάκρυνσή του Χρυσοστόμου από τη Δράμα τον Ιούνιο του 1909. Ο ιεράρχης μεταβαίνει και πάλι εξόριστος στη γενέτειρά του.
Στις 11 Μαρτίου 1910 ο Χρυσόστομος μετετέθη στη Σμύρνη, ως Μητροπολίτης Σμύρνης. Στη Σμύρνη συνέχισε τους εθνικούς αγώνες, οργανώνοντας μάλιστα πάνδημο συλλαλητήριο ώστε να καταγγείλει αφενός τις βιαιότητες των Βουλγάρων στην Μακεδονία εναντίον των Ελλήνων, αφετέρου δε την υποστήριξη των τουρκικών αρχών προς την βουλγαρική προπαγάνδα.
Το πολύπλευρο έργο του επεκτάθηκε σε όλα τα επίπεδα της κοινοτικής ζωής -ποιμαντικό, εθνικό, κοινωνικό, εκπαιδευτικό, φιλανθρωπικό - με πρωτοποριακή πρωτοβουλία το μεγάλο κοινωνικό έργο δημιουργίας ευαγών ιδρυμάτων και αθλητικών εγκαταστάσεων για τη νεολαία. Ενδεικτικά με έμπνευση και ενέργειες του Χρυσοστόμου δημιουργήθηκε στη Σμύρνη το γήπεδο του Πανιώνιος Γυμναστικός Σύλλογος Σμύρνης Αθλητικού Ομίλου «Πανιώνιος», έχοντας μάλιστα αρνηθεί δάνειο 100.000 χρυσών λιρών που του προσέφεραν οι Άγγλοι. . Συγκεκριμένα, με εισήγηση του μητροπολίτη Χρυσόστομου η Δημογεροντία και η Κεντρική Επιτροπή παραχώρησαν έκταση 105 στρεμμάτων, αν και είχαν δελεαστική προσφορά 100.000 λιρών από Άγγλους, για να την πουλήσουν. Εκεί κτίστηκε το νέο στάδιο του συλλόγου, το οποίο εγκαινιάστηκε το 1912 στους ΙΔ΄ Πανιώνιους Αγώνες. Το νέο στάδιο περιλάμβανε στίβο περιμέτρου 334 μέτρων, γήπεδο ποδοσφαίρου διαστάσεων 95x65 μ., γυμναστήριο εξοπλισμένο με σύγχρονα όργανα, εξέδρα για 7.000 θεατές, αποδυτήρια και γραφεία.
Κατά τον πρώτο διωγμό (επί Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου) βοήθησε πολλούς Έλληνες με ναυλωμένα πλοία να διασωθούν σε ασφαλείς τόπους. Παράλληλα, επικοινωνούσε συνεχώς με Οθωμανούς αξιωματούχους και εξηγούσε με συνεντεύξεις κι επιστολές για τον διωγμό των Ελλήνων της Ανατολής σε πρόσωπα στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Ο Γερμανός πρέσβυς στην Κωνσταντινούπολη γράφει για τον Μητροπολίτη Σμύρνης “… εξήρθη εις το ύψος του καλύτερου επί της γης κλήρου”. Ο υπουργός θρησκευμάτων του Σουλτάνου ζήτησε την ανάκληση του από την Σμύρνη καθώς οι τουρκικές αρχές είχαν θορυβηθεί έντονα από την πολυσχιδή δράση του υπέρ του Ελληνισμού. Στις 20 Αυγούστου 1914 Τούρκοι αστυνομικοί απομακρύνουν τον Μητροπολίτη και τον οδηγούν στην Κωνσταντινούπολη. Ο Χρυσόστομος επιστρέφει στη Σμύρνη μετά την Ανακωχή του Μούδρου το 1918, ενώ η υποδοχή του πίσω στην πρωτεύουσα της Ιωνίας ήταν παλλαϊκή.
Κατά τα έτη 1919 έως 1922, οπότε και η περιοχή της Σμύρνης βρισκόταν υπό Ελληνική Διοίκηση, ο Χρυσόστομος αποτελούσε τον εθνάρχη του Μικρασιάτικου Ελληνισμού. Μάλιστα ήταν ο εμπνευστής της «Μικρασιατικής Άμυνας» για τη δημιουργία αυτόνομου κράτους σε περίπτωση ήττας του ελληνικού στρατού. Η κατάρρευση του μικρασιάτικου μετώπου τον Αύγουστο του 1922 απογοήτευσε τον Χρυσόστομο, ο όποιος αποδοκίμασε τα σχέδια των Μεγάλων Δυνάμεων για την απομάκρυνση του ελληνικού στοιχείου από την Μικρά Ασία, ενώ ταυτόχρονα ζητούσε έντονα από την Ελληνική Κυβέρνηση τρόπους, έως την ύστατη, ώρα για τη διάσωση του Ελληνισμού από την επερχόμενη σφαγή.
Παρά τις προτάσεις που του έγιναν να αποχωρήσει ασφαλής από τη Σμύρνη καθώς το μέτωπο κατέρρεε, ο Χρυσόστομος αρνήθηκε να εγκαταλείψει το ποίμνιό του. Ένας Τούρκος αξιωματικός μετέβη μαζί με δυο στρατιώτες στα γραφεία της Μητρόπολης και τον οδήγησε στον Νουρεδίν Πασά, τον Τούρκο Αρχιστράτηγο, ο οποίος παρέδωσε τον Μητροπολίτη στον όχλο από τον οποίο βρήκε μαρτυρικό θάνατο στις 27 Αυγούστου 1922.
Ανακήρυξη Αγίου
Η Ορθόδοξη Εκκλησία τον ανακήρυξε άγιο ως ιερομάρτυρα. H μνήμη του «Αγίου Χρυσοστόμου Σμύρνης και των συν αυτώ αγίων αρχιερέων Γρηγορίου Κυδωνιών, Αμβροσίου Μοσχονησίων, Προκοπίου Ικονίου, Ευθυμίου Ζήλων καθώς και των κληρικών και λαϊκών που σφαγιάσθηκαν κατά τη Μικρασιατική Καταστροφή» εορτάζεται την Κυριακή προ της Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού (Σεπτέμβριος).
Ναοί στη μνήμη του
Ιεροί Ναοί στη μνήμη του έχουν ανεγερθεί στη Δράμα, την Πτολεμαΐδα, την Τριανδρία Θεσσαλονίκης, τη Ζίντα Ηρακλείου Κρήτης, τη Σάμο κ.α. Επίσης σχεδόν σε κάθε πόλη της χώρας υφίσταται οδός που φέρει το όνομά του και ανδριάντες του κοσμούν τη Δράμα, την Αθήνα, τη Θεσσαλονίκη, τη Νέα Σμύρνη, τη Γλυφάδα, τον Πειραιά, το Περιστέρι Αττικής και άλλες πόλεις
Προστάτης άγιος
Ο άγιος Χρυσόστομος έχει καθιερωθεί ως ο προστάτης άγιος των Μικρασιατών. Επίσης μαζί με τον άγιο Νεκτάριο καθιερώθηκε ως ο προστάτης άγιος του αθλητισμού, καθώς ως πρωτοπόρος για την εποχή του, πρωτοστάτησε στην ανάπτυξη της άθλησης των νέων και τη δημιουργία αθλητικών - γυμναστικών εγκαταστάσεων, σχολείων και γηπέδων.
Σεζάρια Εβόρα, διάσημη τραγουδίστρια από το Πράσινο Ακρωτήριο, γνωστή και ως "ξυπόλητη ντίβα", επειδή συνήθιζε να τραγουδά ανυπόδητη, ως ένδειξη διαμαρτυρίας για τη φτώχεια που επικρατούσε στην πατρίδα της
Σεζάρια Εβόρα
η "ξυπόλητη ντίβα"
Η Σεζάρια Έβορα, ήταν διεθνώς αναγνωρισμένη τραγουδίστρια από το Πράσινο Ακρωτήριο. (Πορτογαλικά: Cesária Évora, 27 Αυγούστου 1941 - 17 Δεκεμβρίου 2011)
Είχε το προσωνύμιο «ξυπόλητη ντίβα» εξαιτίας της προτίμησής της στο να τραγουδά χωρίς να φορά τα παπούτσια της. Το είδος της μουσικής που υπηρετούσε ονομάζεται μόρνα.
Η μόρνα είναι είδος μουσικής και χορού από το Πράσινο Ακρωτήριο.
Στα όργανα της ορχήστρας συχνά περιλαμβάνονται κλαρινέτο, ακορντεόν, βιολί, πιάνο και κιθάρα.
Υπάρχει έρευνα για τη σχέση μεταξύ μπλουζ και μόρνα, ενώ εντοπίζονται ενδιαφέρουσες ομοιότητες και σημαντικές πολιτιστικές συνδέσεις μεταξύ του Πράσινου Ακρωτηρίου και των Ηνωμένων Πολιτειών.
Η μόρνα θεωρείται ευρέως η εθνική μουσική του Πράσινου Ακρωτηρίου, όπως είναι το fado στην Πορτογαλία, το τανγκό για την Αργεντινή, η ρούμπα για την Κούβα, και ούτω καθεξής.
Η πιο αναγνωρισμένη διεθνώς τραγουδίστρια αυτού του είδους μουσικής ήταν η Σεζάρια Έβορα (Cesaria Evora).
Η αφετηρία για την επιτυχημένη της καριέρα χρονολογείται το 1987, που έδωσε τις πρώτες της συναυλίες στη Λισαβόνα. Εκεί την άκουσε τυχαία ένας διάσημος παραγωγός, την πήρε στην εταιρεία του και την επόμενη χρονιά τη βοήθησε να βγάλει το πρώτο της άλμπουμ, σε ηλικία περίπου 50 ετών. Τότε πραγματοποίησε και την πρώτη της περιοδεία.
Με επιρροές από την παράδοση της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας και της Κούβας, η Σεζάρια Εβόρα έχει ηχογραφήσει συνολικά 11 στούντιο άλμπουμ. ‘Έχει βραβευθεί και με «Γκράμι» στην κατηγορία του»world music». Δίχως αμφιβολία, υπήρξε η πιο διάσημη μουσική πρέσβειρα της χώρας της.
Το περίφημο «Sodade» ξεπέρασε κατά πολύ ακόμη και τα όρια της πιο εμπορικής world και ethnic μουσικής, πόσο μάλλον τα ακόμη πιο στενά όρια της μουσικής παράδοσης του Πράσινου Ακρωτηρίου, των «mornas». Συνήθως τραγουδούσε στην «κρεολική» διάλεκτο, γεγονός, όμως, που δεν εμπόδισε την επικοινωνία της με το κοινό, αφού υπερίσχυε το συναίσθημα. Πολλοί συνέκριναν το ερμηνευτικό της στιλ με εκείνο της Αμερικανίδας τζαζ τραγουδίστριας Μπίλι Χολιντέι. Η «Monde», αφού αποθέωνε τη φωνή της, «μια φωνή που λιώνει την ψυχή», έγραφε για την ερμηνεύτρια εκείνη που ανήκει στην «αριστοκρατία των τραγουδιστών των μπαρ» (επειδή νεαρή τραγουδούσε στα μπαρ).
Όπως έλεγε και η ίδια, το ανοιχτό της πνεύμα στη μουσική οφειλόταν στο γεγονός ότι πέρασε τα παιδικά της χρόνια στο Mindelo, ένα λιμάνι του Sao Vicente με έντονη νυχτερινή ζωή και ναύτες από την Ευρώπη, την Αφρική, την Αμερική και την Ασία. «Η μουσική μας είναι πολλά πράγματα μαζί», εξηγούσε παλιότερα σε συνέντευξή της.
«Άλλοι πιστεύουν πως είναι μπλουζ ή τζαζ, άλλοι μιλούν για βραζιλιάνικη ή αφρικάνικη μουσική. Κανείς, όμως, δεν ξέρει πραγματικά. Ούτε καν οι παλιότεροι».
Βιογραφία
Η Σεζάρια Εβόρα (Cesaria Evora, ορθότερη προφορά στα πορτογαλικά Σεζάριε Εβούρε), γεννήθηκε στο νησί Σάο Βισέντε του νησιωτικού συμπλέγματος του Πράσινου Ακρωτηρίου, στις 27 Αυγούστου 1941.
Σε ηλικία επτά ετών έμεινε ορφανή από πατέρα, που ήταν βιολιστής, και η μητέρα της, που εργαζόταν ως μαγείρισσα, αγωνίστηκε μάταια να μεγαλώσει αυτήν και τα έξι αδέλφια της με τα πενιχρά εισοδήματά της.
Στα δέκα της, η μικρή Σιζέ, όπως ήταν το χαϊδευτικό της, μπήκε σε καθολικό ορφανοτροφείο. Εκεί ήταν που ήρθε σε πρώτη επαφή με τη μουσική, συμμετέχοντας στη χορωδία του ιδρύματος.
Στα 16 της κι ενώ εργαζόταν ως ράφτρα, συνάντησε ένα ναυτικό, ονόματι Εντουάρντο, ο οποίος τη μύησε στα παραδοσιακά μουσικά στιλ των νησιών του Πράσινου Ακρωτηρίου, κολαντέιρα (σατιρικά τραγούδια κοινωνικής κριτικής) και μόρνα (τραγούδια της λύπης, της μελαγχολίας και της νοσταλγίας).
Στη δεκαετία του ’60 ξεκίνησε να τραγουδά σε τοπικά μπαρ και ξενοδοχεία, στα οποία σύχναζαν ναυτικοί, για λίγα εσκούδο (τα νησιά του Πράσινου Ακρωτηρίου ήταν αποικία της Πορτογαλίας έως το 1975) ή ένα ποτήρι γκρογκ (τοπικό ποτό).
Τη δεκαετία του ’70 η Εβόρα ήταν πλέον αρκετά γνωστή στο νησί της, χωρίς όμως η επιτυχία της αυτή να βελτιώσει τα οικονομικά της. Έτσι, αποφάσισε να σταματήσει το τραγούδι για να μπορέσει να θρέψει τα δύο παιδιά της, που είχε αποκτήσει εκτός γάμου.
Επί δέκα χρόνια δεν τραγούδησε και η ίδια τα περιγράφει ως «σκοτεινά χρόνια». Την ίδια περίοδο πάλεψε με τον αλκοολισμό.
Τη διεθνή επιτυχία της οφείλει σε δύο συμπατριώτες της, που ζούσαν στην Ευρώπη. Στον Μπάνα, που την προσκάλεσε να τραγουδήσει στην Πορτογαλία και τον Ζοζέ ντα Σίλβα, που την έπεισε να μεταβεί στο Παρίσι για να ηχογραφήσει ένα δίσκο.
Το άλμπουμ La Diva Aux Pieds Nus (Η Ξυπόλητη Ντίβα) κυκλοφόρησε το 1988 και γνώρισε μεγάλη επιτυχία. Η Σεζάρια Εβόρα εκτοξεύτηκε στο διεθνές μουσικό στερέωμα με το τέταρτο άλμπουμ της Miss Perfumado (1992), με πωλήσεις που ξεπέρασαν τα 300.000 αντίτυπα, χάρις στο τραγούδι Sodade, που έγινε η πρώτη διεθνής επιτυχία της.
Η πορτογαλική λέξη saudade έχει περίπλοκη σημασία, που είναι δύσκολο να μεταφραστεί. Σημαίνει γενικά νοσταλγία, πόθο, λύπη και μετάνοια.
Η έκφραση της sodade αποτελεί εσωτερικό στοιχείο στη μουσική του Πράσινου Ακρωτηρίου.
Το 1995 ήταν υποψήφια για Βραβείο Γκράμι στην κατηγορία της World Music με το άλμπουμ Cesaria. Θα το κερδίσει τελικά το 2003 για το άλμπουμ Voz d’Amor.
Τον Μάιο του 2010 υπέστη καρδιακή προσβολή στην Πορτογαλία, όπου βρισκόταν για σειρά συναυλιών και υποβλήθηκε σε εγχείριση ανοιχτής καρδιάς στο Παρίσι.
Τον Σεπτέμβριο του 2011 ανακοίνωσε ότι θέτει τέλος στη μουσική καριέρα της, ακυρώνοντας τις προγραμματισμένες συναυλίες της, καθώς βρισκόταν «σε κατάσταση μεγάλης εξάντλησης».
Έφυγε από τη ζωή στις 17 Δεκεμβρίου 2011, κατόπιν βραχείας νοσηλείας στην εντατική νοσοκομείου της πατρίδας της.
Δισκογραφία
La Diva Aux Pieds Nus (1988)
Distino di Belita (1990)
Mar Azul (1991)
Miss Perfumado (1992)
Cesaria (1995)
Cabo Verde (1997)
Cafe Atlantico (1999)
Sao Vicente di Longe (2001)
Voz d’Amor (2003)
Rogamar (2006)
Nha Sentimento (2009).
Σεζάρια Εβόρα, διάσημη τραγουδίστρια από το Πράσινο Ακρωτήριο, γνωστή και ως "ξυπόλητη ντίβα", επειδή συνήθιζε να τραγουδά ανυπόδητη, ως ένδειξη διαμαρτυρίας για τη φτώχεια που επικρατούσε στην πατρίδα της
Σεζάρια Εβόρα
η "ξυπόλητη ντίβα"
H Σεζάρια Εβόρα είναι η διάσημη τραγουδίστρια από το Πράσινο Ακρωτήριο, γνωστή και ως «ξυπόλητη ντίβα», επειδή συνήθιζε να τραγουδά ανυπόδητη, ως ένδειξη διαμαρτυρίας για τη φτώχεια που επικρατούσε στην πατρίδα της.
Αποκλήθηκε βασίλισσα των μόρνα, των τραγουδιών της πατρίδας της, που συνδυάζουν τους ρυθμούς της Δυτικής Αφρικής, τα πορτογαλικά φάντο (fado), τα βραζιλιάνικα μοντχίνα (modhina) και τους αγγλικούς ναυτικούς σκοπούς (sea shanty).
Η αφετηρία για την επιτυχημένη της καριέρα χρονολογείται το 1987, που έδωσε τις πρώτες της συναυλίες στη Λισαβόνα. Εκεί την άκουσε τυχαία ένας διάσημος παραγωγός, την πήρε στην εταιρεία του και την επόμενη χρονιά τη βοήθησε να βγάλει το πρώτο της άλμπουμ, σε ηλικία περίπου 50 ετών. Τότε πραγματοποίησε και την πρώτη της περιοδεία.
Με επιρροές από την παράδοση της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας και της Κούβας, η Σεζάρια Εβόρα έχει ηχογραφήσει συνολικά 11 στούντιο άλμπουμ.
‘Έχει βραβευθεί και με «Γκράμι» στην κατηγορία του»world music». Δίχως αμφιβολία, υπήρξε η πιο διάσημη μουσική πρέσβειρα της χώρας της.
Το περίφημο «Sodade» ξεπέρασε κατά πολύ ακόμη και τα όρια της πιο εμπορικής world και ethnic μουσικής, πόσο μάλλον τα ακόμη πιο στενά όρια της μουσικής παράδοσης του Πράσινου Ακρωτηρίου, των «mornas».
Συνήθως τραγουδούσε στην «κρεολική» διάλεκτο, γεγονός, όμως, που δεν εμπόδισε την επικοινωνία της με το κοινό, αφού υπερίσχυε το συναίσθημα. Πολλοί συνέκριναν το ερμηνευτικό της στιλ με εκείνο της Αμερικανίδας τζαζ τραγουδίστριας Μπίλι Χολιντέι. Η «Monde», αφού αποθέωνε τη φωνή της, «μια φωνή που λιώνει την ψυχή», έγραφε για την ερμηνεύτρια εκείνη που ανήκει στην «αριστοκρατία των τραγουδιστών των μπαρ» (επειδή νεαρή τραγουδούσε στα μπαρ).
Όπως έλεγε και η ίδια, το ανοιχτό της πνεύμα στη μουσική οφειλόταν στο γεγονός ότι πέρασε τα παιδικά της χρόνια στο Mindelo, ένα λιμάνι του Sao Vicente με έντονη νυχτερινή ζωή και ναύτες από την Ευρώπη, την Αφρική, την Αμερική και την Ασία. «Η μουσική μας είναι πολλά πράγματα μαζί», εξηγούσε παλιότερα σε συνέντευξή της.
«Άλλοι πιστεύουν πως είναι μπλουζ ή τζαζ, άλλοι μιλούν για βραζιλιάνικη ή αφρικάνικη μουσική. Κανείς, όμως, δεν ξέρει πραγματικά. Ούτε καν οι παλιότεροι».
Βιογραφία
Η Σεζάρια Εβόρα (Cesaria Evora, ορθότερη προφορά στα πορτογαλικά Σεζάριε Εβούρε), γεννήθηκε στο νησί Σάο Βισέντε του νησιωτικού συμπλέγματος του Πράσινου Ακρωτηρίου, στις 27 Αυγούστου 1941.
Σε ηλικία επτά ετών έμεινε ορφανή από πατέρα, που ήταν βιολιστής, και η μητέρα της, που εργαζόταν ως μαγείρισσα, αγωνίστηκε μάταια να μεγαλώσει αυτήν και τα έξι αδέλφια της με τα πενιχρά εισοδήματά της.
Στα δέκα της, η μικρή Σιζέ, όπως ήταν το χαϊδευτικό της, μπήκε σε καθολικό ορφανοτροφείο. Εκεί ήταν που ήρθε σε πρώτη επαφή με τη μουσική, συμμετέχοντας στη χορωδία του ιδρύματος.
Στα 16 της κι ενώ εργαζόταν ως ράφτρα, συνάντησε ένα ναυτικό, ονόματι Εντουάρντο, ο οποίος τη μύησε στα παραδοσιακά μουσικά στιλ των νησιών του Πράσινου Ακρωτηρίου, κολαντέιρα (σατιρικά τραγούδια κοινωνικής κριτικής) και μόρνα (τραγούδια της λύπης, της μελαγχολίας και της νοσταλγίας).
Στη δεκαετία του ’60 ξεκίνησε να τραγουδά σε τοπικά μπαρ και ξενοδοχεία, στα οποία σύχναζαν ναυτικοί, για λίγα εσκούδο (τα νησιά του Πράσινου Ακρωτηρίου ήταν αποικία της Πορτογαλίας έως το 1975) ή ένα ποτήρι γκρογκ (τοπικό ποτό).
Τη δεκαετία του ’70 η Εβόρα ήταν πλέον αρκετά γνωστή στο νησί της, χωρίς όμως η επιτυχία της αυτή να βελτιώσει τα οικονομικά της. Έτσι, αποφάσισε να σταματήσει το τραγούδι για να μπορέσει να θρέψει τα δύο παιδιά της, που είχε αποκτήσει εκτός γάμου.
Επί δέκα χρόνια δεν τραγούδησε και η ίδια τα περιγράφει ως «σκοτεινά χρόνια». Την ίδια περίοδο πάλεψε με τον αλκοολισμό.
Τη διεθνή επιτυχία της οφείλει σε δύο συμπατριώτες της, που ζούσαν στην Ευρώπη. Στον Μπάνα, που την προσκάλεσε να τραγουδήσει στην Πορτογαλία και τον Ζοζέ ντα Σίλβα, που την έπεισε να μεταβεί στο Παρίσι για να ηχογραφήσει ένα δίσκο.
Το άλμπουμ La Diva Aux Pieds Nus (Η Ξυπόλητη Ντίβα) κυκλοφόρησε το 1988 και γνώρισε μεγάλη επιτυχία.
Η Σεζάρια Εβόρα εκτοξεύτηκε στο διεθνές μουσικό στερέωμα με το τέταρτο άλμπουμ της Miss Perfumado (1992), με πωλήσεις που ξεπέρασαν τα 300.000 αντίτυπα, χάρις στο τραγούδι Sodade, που έγινε η πρώτη διεθνής επιτυχία της.
Η πορτογαλική λέξη saudade έχει περίπλοκη σημασία, που είναι δύσκολο να μεταφραστεί. Σημαίνει γενικά νοσταλγία, πόθο, λύπη και μετάνοια. Η έκφραση της sodade αποτελεί εσωτερικό στοιχείο στη μουσική του Πράσινου Ακρωτηρίου.
Το 1995 ήταν υποψήφια για Βραβείο Γκράμι στην κατηγορία της World Music με το άλμπουμ Cesaria. Θα το κερδίσει τελικά το 2003 για το άλμπουμ Voz d’Amor.
Τον Μάιο του 2010 υπέστη καρδιακή προσβολή στην Πορτογαλία, όπου βρισκόταν για σειρά συναυλιών και υποβλήθηκε σε εγχείριση ανοιχτής καρδιάς στο Παρίσι.
Τον Σεπτέμβριο του 2011 ανακοίνωσε ότι θέτει τέλος στη μουσική καριέρα της, ακυρώνοντας τις προγραμματισμένες συναυλίες της, καθώς βρισκόταν «σε κατάσταση μεγάλης εξάντλησης».
Έφυγε από τη ζωή στις 17 Δεκεμβρίου 2011, κατόπιν βραχείας νοσηλείας στην εντατική νοσοκομείου της πατρίδας της.
Δισκογραφία
La Diva Aux Pieds Nus (1988)
Distino di Belita (1990)
Mar Azul (1991)
Miss Perfumado (1992)
Cesaria (1995)
Cabo Verde (1997)
Cafe Atlantico (1999)
Sao Vicente di Longe (2001)
Voz d’Amor (2003)
Rogamar (2006)
Nha Sentimento (2009).
Άρης Βελουχιώτης, ηγετική και συνάμα τραγική μορφή της Εθνικής Αντίστασης κατά την γερμανοϊτακή κατοχή, υποστράτηγος του ΕΛΑΣ και συμαίνον στέλεχος του κομμουνιστικού κινήματος στην Ελλάδα
Άρης Βελουχιώτης
1905 – 1945
Ηγετική και συνάμα τραγική μορφή της Εθνικής Αντίστασης κατά την περίοδο της γερμανοϊταλικής κατοχής, υποστράτηγος του ΕΛΑΣ και σημαίνον στέλεχος του κομμουνιστικού κινήματος στην Ελλάδα.
Εξακολουθεί μέχρι και σήμερα να διχάζει με τη δράση του. Για τους Αριστερούς είναι ο ήρωας, που ενσάρκωσε τα προδομένα οράματα της παράταξης και για τους Δεξιούς ένας βίαιος εγκληματίας και σφαγέας αθώων πολιτών.
Ο Άρης Βελουχιώτης, Αθανάσιος Κλάρας, όπως ήταν το πραγματικό του όνομα, γεννήθηκε στις 27 Αυγούστου 1905 στη Λαμία.
Ο πατέρας του Δημήτριος ήταν δικηγόρος και η μητέρα του Αγλαΐα Ζέρβα καταγόταν από οικογένεια συμβολαιογράφου και πιθανώς να είχε μακρινή συγγένεια με τον Ναπολέοντα Ζέρβα, τον ορκισμένο εχθρό του κατά τη διάρκεια της Κατοχής. Ο αδελφός του ήταν ο διακεκριμένος δημοσιογράφος Μπάμπης Κλάρας (1910-1987).
Σε ηλικία 14 ετών αποβλήθηκε από το Γυμνάσιο λόγω κακής διαγωγής και γράφτηκε στην Αβερώφειο Γεωργική Σχολή της Λάρισας, από την οποία αποφοίτησε το 1922. Μετά από μία σύντομη καριέρα δημοσίου υπαλλήλου στη Δράμα και τα Τρίκαλα, κατέβηκε στην Αθήνα το 1924, οπότε και εντάχθηκε στην κομμουνιστική νεολαία και κατόπιν στο ΚΚΕ.
Το 1925 κλήθηκε να υπηρετήσει τη στρατιωτική του θητεία και λόγω των γνώσεών του έγινε δεκανέας Πυροβολικού. Μόλις έγινε γνωστή η κομμουνιστική του δράση καθαιρέθηκε και στάλθηκε σε μονάδα ανεπιθυμήτων στο Καλπάκι. Μετά την απόλυσή του αφοσιώθηκε ψυχή τε και σώματι στον αγώνα για τη διάδοση των αρχών του κομουνισμού με το ψευδώνυμο «Μιζέριας».
Φυλακίστηκε επανειλημμένα και εξορίστηκε πολλές φορές έως το 1940 για την πολιτική του δράση. Το 1936 καταδικάστηκε σε τετραετή φυλάκιση από τη δικτατορία Μεταξά για παράβαση το νόμου 117/36 «Περί μέτρων προς καταπολέμησιν του κομμουνισμού και των εκ τούτου συνεπειών». Τον Ιούλιο του 1939 αποφυλακίστηκε από τις φυλακές της Κερκυρας, αφού προηγουμένως είχε υπογράψει «δήλωση μετανοίας», αποκηρύσσοντας τον κομουνισμό και το ΚΚΕ, ενέργεια ατιμωτική για ένα κομμουνιστή, που θα τον ακολουθούσε σε όλη του τη ζωή.
Κατά τη διάρκεια του Ελληνοϊταλικού πολέμου υπηρέτησε στη Μακεδονία ως στρατιώτης του πυροβολικού στο 3ο Σύνταγμα. Μετά την κατάρρευση του μετώπου επέστρεψε στην Αθήνα.
Η αντιστασιακή δράση του άρχισε τον Μάιο του 1942, όταν συγκρότησε ομάδα από 15 άνδρες και άρχισε τον αγώνα από το χωριό Δομνίστα της Ευρυτανίας στις 7 Ιουνίου, όπου διακήρυξε πως ο αγώνας γίνεται και κατά των ντόπιων συνεργατών του κατακτητή. Την περίοδο εκείνη απέκτησε και το ψευδώνυμο Άρης Βελουχιώτης, από τον Άρη, τον θεό του πολέμου και το βουνό Βελούχι (Τυμφρηστός η επίσημη ονομασία του).
Με τις πρώτες του πράξεις έχει δημιουργήσει την εικόνα του σκληρού, μα δίκαιου τιμωρού των προδοτών, όπως έλεγε, του έθνους. Στις 9 Ιουνίου, επιτέθηκε με τους άνδρες του στο τσιφλίκι του Μαραθέα, στο Νέο Μοναστήρι Δομοκού.
Ο Μαραθέας είχε τη φήμη σκληρού τσιφλικά και συνεργάτη των Ιταλών. Σε πρόσφατη αναταραχή, που δημιουργήθηκε από τους κολίγους που δούλευαν για λογαριασμό του, κάλεσε τους ιταλούς φίλους του και σκότωσαν δέκα από αυτούς, χωρίς άλλη διαδικασία. Οι ένοπλοι αντάρτες σκότωσαν το Μαραθέα και πήραν τα παιδιά του ως ομήρους. Η πρωτοβουλία αυτή του Άρη που θεωρήθηκε από πολλούς ακραία, αντιμετωπίστηκε από τους κατοίκους της περιοχής μάλλον με θετικό τρόπο.
Στις 9 Σεπτεμβρίου 1942 το τμήμα του Άρη δίνει την πρώτη μάχη στη χαράδρα της Ρεκάς στην Γκιώνα κατά ιταλικού αποσπάσματος και στις 29 Οκτωβρίου αντιμετωπίζει με επιτυχία ένα ιταλικό λόχο στο Κρίκελο της Ευρυτανίας.
Η φήμη του εδραιώθηκε μετά την ανατίναξη της γέφυρας του Γοργοποτάμου (25-26 Νοεμβρίου 1942), η οποία πραγματοποιήθηκε με τη συνεργασία αντάρτικών ομάδων του ΕΛΑΣ υπό τον Βελουχιώτη και του ΕΔΕΣ υπό τον Ναπολέοντα Ζέρβα και άγγλων αξιωματικών. Ακολούθησε στις 18 Δεκεμβρίου 1942 η επιτυχία του κατά τη σύγκρουσή του με ιταλικό σύνταγμα στο Μικρό Χωριό Ευρυτανίας.
Μετά την επιτυχία που είχε η συνεργασία των αντάρτικων ομάδων στην ανατίναξη του Γοργοποτάμου, καταβλήθηκε προσπάθεια για την εδραίωση της συνεργασίας των αντιστασιακών οργανώσεων και ομάδων. Οι προσπάθειες αυτές δεν καρποφόρησαν και η αποτυχία επισφραγίστηκε ύστερα από μία άκαρπη συνάντηση του Βελουχιώτη με τον Ζέρβα και τον υπαρχηγό της Βρετανικής Αποστολής Κρις Γούντχαουζ στη Ροβελίστα της Ηπείρου τον Δεκέμβριο του 1942.
Η αποτυχία αυτή είχε ως επακόλουθο την ένταση μεταξύ των αντιστασιακών οργανώσεων και αιματηρές συγκρούσεις μεταξύ των αντάρτικων ομάδων, αποκορύφωμα των οποίων ήταν η στυγνή σφαγή του συνταγματάρχη Δημητρίου Ψαρρού, συνιδρυτή της αντιστασιακής οργάνωσης (σοσιαλδημοκρατικών αντιλήψεων), ΕΚΚΑ (Εθνική και Κοινωνική Απελευθέρωση), από άνδρες του Βελουχιώτη στις 17 Απριλίου 1944 στο Κλήμα Φωκίδας. Για το έγκλημα αυτό θεωρήθηκε από πολλούς υπεύθυνος ο Άρης, αν και είναι βέβαιο ότι ο ίδιος προσωπικά δεν ήταν παρών στη δολοφονία.
Από τη Ρούμελη ο Βελουχιώτης στάλθηκε στην Πελοπόννησο και πολέμησε ως επικεφαλής του ΕΛΑΣ της περιοχής εναντίον των Γερμανών και των Ταγμάτων Ασφαλείας, που αποτελούσαν τις δυνάμεις ασφαλείας της κατοχικής κυβέρνησης Ράλλη. Ιδιαίτερα αιματηρές για τα Τάγματα Ασφαλείας ήταν οι συγκρούσεις που έγιναν σε πολλές πόλεις της Πελοποννήσου μετά τον Σεπτέμβριο του 1944, όταν άρχισαν να αποχωρούν οι Γερμανοί. Η Μάχη του Μελιγαλά (13-15 Σεπτεμβρίου 1944) και η επακολουθήσασα σφαγή «επί δικαίων και αδίκων» από τους άνδρες του Άρη εξακολουθεί να διχάζει μέχρι σήμερα.
Στις πόλεις που καταλαμβάνονταν από τον ΕΛΑΣ άρχισαν να λειτουργούν «λαϊκά δικαστήρια» και με συνοπτική διαδικασία εκτελέστηκαν πολλοί, ανάμεσα στους οποίους και αρκετοί αθώοι, που εκτελέστηκαν απλώς για τις πολιτικές τους αντιλήψεις ή την κοινωνική τους τάξη. Στο τέλος Σεπτεμβρίου του 1944, ο Βελουχιώτης, με τη μεσολάβηση του υπουργού της εξόριστης κυβέρνησης Εθνικής Ενότητας Παναγιώτη Κανελλόπουλου, δέχθηκε να αναστείλει τη λειτουργία των έκτακτων στρατοδικείων του ΕΛΑΣ στην Πελοπόννησο κι έφυγε για τη Ρούμελη τον επόμενο μήνα, τις μέρες της αποχώρησης των Γερμανών από την Ελλάδα. Αποχαιρετώντας τους Μοραΐτες καπετάνιους του ΕΛΑΣ, τους ευχήθηκε «Καλή αντάμωση στα γουναράδικα», μια φράση που επανήλθε πρόσφατα στην επικαιρότητα από τον βουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ, Βαγγέλη Διαμαντόπουλο.
Τα κομμένα κεφάλια του Βελουχιώτη και του Τζαβέλλα στην πλατεία των Τρικάλων.
Τον Νοέμβριο του 1944 σε σύσκεψη καπετάνιων του ΕΛΑΣ πρότεινε να ετοιμαστεί ο ΕΛΑΣ για την αναμενόμενη σύγκρουση με τους Άγγλους, αντικρούστηκε όμως από τον καπετάνιο της Ομάδας Μεραρχιών της Μακεδονίας Μάρκο Βαφειάδη και τελικά ο Βελουχιώτης δεν έλαβε μέρος στα «Δεκεμβριανά».
Μετά τη Συμφωνία της Βάρκιζας (12 Φεβρουάριου 1945), υπέγραψε με τον στρατιωτικό αρχηγό του ΕΛΑΣ, Στέφανο Σαράφη, την αποστράτευση των αντάρτικων ομάδων, κατηγόρησε όμως με δριμύτητα την πολιτική ηγεσία του ΕΑΜ για την εσφαλμένη τακτική της, που κατά την άποψή του οδηγούσε στην εγκαθίδρυση των Άγγλων στην Ελλάδα και στη δίωξη των αγωνιστών του ΕΑΜ.
Ο ίδιος ήταν από τους πιο επίμονους υπέρμαχους για τη μετατροπή του αντιστασιακού αγώνα σε κοινωνικό - πολιτικό και την επιβολή «λαοκρατικού» καθεστώτος.
Έτσι, στο Γαρδίκι, παρά την αρχική αποδοχή της Συμφωνίας της Βάρκιζας, διακήρυξε την ανάγκη να συνεχιστεί ο αγώνας εναντίον «του νέου ζυγού», η ενέργειά του όμως αυτή προκάλεσε την αντίδραση όχι μόνο της ελληνικής κυβέρνησης, αλλά και της ηγεσίας του ΚΚΕ.
Στις 16 Ιουνίου 1945 το κόμμα του τον αποκήρυξε και τον διέγραψε με δημοσίευμα του «Ριζοσπάστη», την ίδια ημέρα που ο ίδιος αποφάσισε να τερματίσει τη ζωή του, όταν βρέθηκε περικυκλωμένος από παραστρατιωτικές ομάδες και μονάδες του Στρατού στη Μεσούντα της Άρτας.
Το πτώμα του αποκεφαλίστηκε από τους άνδρες των παραστρατιωτικών ομάδων και κρεμάστηκε μαζί με του συντρόφου του Τζαβέλα σε κεντρικό φανοστάτη των Τρικάλων. Ακολούθησε τρικούβερτο γλέντι από τους διώκτες του, που κράτησε μέχρι πρωίας. Σε ερώτησε στη Βουλή των Κοινοτήτων από βουλευτές του Εργατικού Κόμματος για το «βάρβαρο της πράξης», ο αρμόδιος υπουργός απάντησε ότι αυτό αποτελεί «αρχαιοελληνικό πολεμικό έθιμο».
Τα κατοπινά χρόνια, δύο φορές το ΚΚΕ απεκατέστησε πολιτικά τον Άρη Βελουχιώτη, στις 20 Ιουνίου 1962 και στις 16 Ιουλίου 2011.
Περισσότερα Άρθρα...
- Φρήντριχ Χέγκελ, υπήρξε σημαντικός Γερμανός φιλόσοφος και κύριος εκπρόσωπος του γερμανικού ιδεαλισμού
- Σοφία Μινέϊκου, διδάκτωρ φιλοσοφικής και σύζυγος του Γεωργίου Παπανδρέου
- Σωτηρία Μπέλλου, ήταν μια από τις κορυφαίες τραγουδίστριες του λαϊκού και ρεμπέτικου ελληνικού τραγουδιού
- Γεώργιος Σουρής, ήταν ένας από τους σπουδαιότερους σατιρικούς ποιητές της νεότερης Ελλάδας, έχοντας χαρακτηριστεί ως "σύγχρονος Αριστοφάνης", με 5 προτάσεις για το Νόμπελ Λογοτεχνίας