Άρθρα
Κόμμοδος, ήταν Ρωμαίος αυτοκράτορας, έγινε γνωστός περισσότερο για την παραφροσύνη και τις ψευδαισθήσεις μεγαλείου που τον κατέτρεχαν παρά για τη βασιλεία του
Κόμμοδος
ο Ρωμαίος αυτοκράτορας, που έσφαζε ανθρώπους και λιοντάρια στην αρένα
Ο Κόμμοδος ήταν Ρωμαίος αυτοκράτορας από το 180 έως το 192. Επίσης, ήταν συναυτοκράτορας με τον πατέρα του, Μάρκο Αυρήλιο, από το 177 έως το θάνατο του πατέρα του το 180. (Marcus Aurelius Commodus Antoninus Augustus, 31 Αυγούστου 161 - 31 Δεκεμβρίου 192)
Ήταν η πρώτη φορά που ένας γιος διαδέχθηκε τον βιολογικό του πατέρα από τότε που ο Τίτος διαδέχθηκε τον Βεσπασιανό το 79.
Έγινε γνωστός περισσότερο για την παραφροσύνη και τις ψευδαισθήσεις μεγαλείου που τον κατέτρεχαν παρά για τη βασιλεία του. Μετά τη δολοφονία του τον διαδέχθηκε ο Πέρτιναξ.
Μοιραίο πρόσωπο της ιστορίας, που εκμεταλλεύτηκε την εξουσία του, για να γίνει μονομάχος στο Κολοσσαίο. Έσφαζε κατά δεκάδες τα λιοντάρια και αποτέλειωνε τους δύστυχους αντιπάλους του, που δεν τολμούσαν να σηκώσουν το σπαθί τους. Ήταν ο πρώτος «πορφυρογέννητος» αυτοκράτορας της Ρώμης, γιατί είχε πατέρα και παππού αυτοκράτορες.
Ο Κόμμοδος, απ’ τη γέννησή του, ήξερε ότι ξεχώριζε από τους «κοινούς θνητούς» και ανέβηκε στον θρόνο το 177, σε ηλικία 16 ετών. Άθλοι και αθλιότητες Ο Κόμμοδος ως Ηρακλης. Ο μεγάλος ιστορικός, Δίων Κάσσιος ήταν σύγχρονος του Κόμμοδου και έδωσε μία εξαιρετική περιγραφή του χαρακτήρα του: «Δεν είναι απ’ τη φύση του κακός. Αντιθέτως, είναι ο πιο άδολος άντρας που έχει ζήσει ποτέ. Η απλοϊκότητά του, όμως, σε συνδυασμό με τη δειλία του, τον έκαναν δούλο των συντρόφων του. Εξαιτίας αυτών και της αγνοίας του, οδηγήθηκε στις λάγνες και απάνθρωπες πράξεις, οι οποίες έγιναν δεύτερη φύση του».
Αν και γόνος ολόκληρου αυτοκράτορα, ο Κόμμοδος δεν αρκέστηκε στην ανθρώπινη καταγωγή του. Διεκήρυσσε ότι ήταν γιος του Δία κι ότι η δύναμη και η εξουσία προερχόταν απευθείας απ’ τους Θεούς. Ο Κόμμοδος ίσως να ήξερε, ότι ποτέ δε θα μπορούσε να φτάσει τον πατέρα του σε σοφία και γνώση, γι’ αυτό «πόνταρε» τα πάντα στη «θεϊκή» του εμφάνιση. Νέος, όμορφος και ρωμαλέος, παρομοίαζε τον εαυτό του με τον Ηρακλή. Παρήγγειλε αγάλματα, που τον απεικόνιζαν ως ένα ημίθεο γίγαντα, που πάλευε εχθρούς και τέρατα. Για να αποδείξει τη θεϊκή του καταγωγή, έπαιρνε συχνά μέρος σε μονομαχίες στην αρένα.
Φυσικά, κανείς δεν τολμούσε να παλέψει με τον αυτοκράτορα, οπότε η νίκη του ήταν δεδομένη εξ’ αρχής. Η μεγαλομανία του σύντομα ξεπέρασε κάθε όριο. Τραυματισμένοι στρατιώτες και άνθρωποι με αναπηρίες, έβγαιναν στην αρένα, για να πολεμήσουν τον «γενναίο» αυτοκράτορα. Ο Κόμμοδος τους έσφαζε με το σπαθί του και τα πλήθη ζητωκραύγαζαν για τον θρίαμβό του. Σε άλλες περιπτώσεις, τραυματίες και ασθενείς δένονταν μεταξύ τους και ο «Ηρακλής» τους σκότωνε με το ρόπαλο του, προσποιούμενος τον γίγαντα. Απ’ τα θύματα του δεν έλειπαν τα ζώα. Λέγεται ότι ο Κόμμοδος σκότωσε 100 λιοντάρια σε μια μέρα, ότι αποκεφάλισε μία στρουθοκάμηλο με ένα βέλος κι ότι «αποτελείωσε» τρεις ελέφαντες ολομόναχος. Κόμμοδος.
Ο ιδρυτής της νέας Ρώμης. Το 191 μια τεράστια πυρκαγιά κατέστρεψε τεράστια τμήματα της Ρώμης. Τότε ο Κόμμοδος βρήκε την ευκαιρία να ικανοποιήσει τον Νόμισμα που απεικονίζει τον «αρματηλάτη» Κόμμοδο εγωισμό του. Ανακοίνωσε ότι θα επανίδρυε τη Ρώμη. Μετονόμασε την πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας σε «Κολόνια Λούκια Άνια Κομμοντιάνα». Οι μήνες του χρόνους πήραν, ο καθένας, ένα απ’ τα δώδεκα νέα ονόματά του: Λούκιος, Αίλιος, Αυρήλιος, Κόμμοδος, Αύγουστος, Ηράκλειος, Ρομάνος, Εξουπερατόριος, Αμαζόνιος, Ινβίκτος, Φέλικιος, Πίος.
Το «κερασάκι στην τούρτα» ήταν το άγαλμα που έβαλε στο Κολοσσαίο. Ήταν άγαλμα του ιδίου, που κρατούσε ένα ρόπαλο και στα πόδια του κειτόταν νεκρό ένα λιοντάρι. Η επιγραφή έλεγε: ο μοναδικός αριστερόχειρας πολεμιστής, που κατατρόπωσε χίλιους άντρες, δώδεκα φορές». Η δολοφονία Τα φαντασμαγορικά θεάματα που προσέφερε, τον έκαναν πολύ αγαπητό στο ευρύ κοινό, αλλά όχι σε όσους είχαν θέσεις εξουσίας. Κάθε εμφάνισή του στην αρένα, κόστιζε στην αυτοκρατορία, ένα εκατομμύριο σηστέρσια. Τα χρήματα τα έπαιρνε κατευθείαν απ’ τις τσέπες της Συγκλήτου, με έναν ειδικό φόρο που είχε καθιερώσει ο ίδιος. Ο Κόμμοδος στραγγαλίστηκε στο μπάνιο του, από τον προπονητή του στην πάλη, στις 31 Δεκεμβρίου, το 192.
Η Σύγκλητος τον ονόμασε «δημόσιο εχθρό», κατεδάφισε όλα τα αγάλματα που τον απεικόνιζαν και επανέφερε το «Ρώμη» ως το όνομα της πρωτεύουσας. Ο Κόμμοδος ήταν βασικός χαρακτήρας στην ταινία «Μονομάχος» του Ρίντλεϊ Σκοτ, που κέρδισε Όσκαρ Καλύτερης Ταινίας το 2000. Τον υποδύθηκε ο ηθοποιός Γιοακίν Φίνιξ.
Καλιγούλας ο φριχτός τύραννος της Ρώμης
Καλιγούλας
ο φριχτός τύραννος της Ρώμης
Ο Γάιος Ιούλιος Καίσαρας Γερμανικός, πιο γνωστός από το προσωνύμιο Καλιγούλας, ήταν Ρωμαίος αυτοκράτορας από το 37 έως το 41. (Gaius Iulius Caesar Germanicus, 31 Αυγούστου 12 – 24 Ιανουαρίου 41)
Καλιγούλας, ο παράφρονας, διεστραμμένος και αιμομίκτης αυτοκράτορας που μετατράπηκε σε σύμβολο του κακού.
Αν υπάρχει ένας ρωμαίος ηγεμόνας που συνέδεσε το όνομά του με τη φαυλότητα, τον σαδισμό και την τρέλα της εξουσίας, ξεπερνώντας ακόμα και τον Νέρωνα ή τον Τιβέριο, αυτός δεν είναι άλλος από τον Καλιγούλα.
Με όχημα τη διαβόητη φράση «ας με μισούν, αρκεί να με σέβονται», ο Καλιγούλας κατά τη σύντομη θητεία του ως αυτοκράτορας ενορχήστρωσε θηριωδίες ανήκουστες ακόμα και για τα χρονικά της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας: υποχρέωσε τον πεθερό του να αυτοκτονήσει, σκότωσε τη γιαγιά του, διέφθειρε τις αδελφές του και κακομεταχειρίστηκε πολλούς Συγκλητικούς της Ρώμης, συσσωρεύοντας εντέλει πάνω του ό,τι λαϊκή εξουσία είχε απομείνει από την παλιά δημοκρατία.
Ο σαδιστής και μεγαλομανής τύραννος όρια δεν γνώριζε σε επίπεδο διαστροφής, απολαμβάνοντας περιπτύξεις με άντρες και γυναίκες από όλα τα κοινωνικά στρώματα, με ή χωρίς τη συγκατάθεσή τους, πριν πιστέψει ότι είναι θεός και κάνει το άλογό του ύπατο της Ρώμης!
Αν και οι βιογραφικές πληροφορίες που τον αφορούν ελέγχονται σήμερα, καθώς οι πηγές ενδέχεται να υπερέβαλαν σε όρους διαστροφής και αχρειότητας για τον άνθρωπο που έδωσε στον μέχρι τότε ουδέτερο όρο του «τυράννου» την απόλυτα κακή του φήμη. Οι ρωμαίοι συγγραφείς συνέχισαν να γράφουν για τον αποκρουστικό αυτοκράτορα πολλά χρόνια μετά τον θάνατό του, αν και η αλήθεια των ειδεχθών πράξεών του παραμένει αντικείμενο ιστορικής έρευνας.
Ανάγκαζε όντως τους άντρες να παρίστανται στις εκτελέσεις των γιων τους και μετά να δειπνούν μαζί του γελώντας και καλαμπουρίζοντας; Περίμενε πράγματι να τον λατρέψουν οι Ρωμαίοι ως Θεό; Οι αποδείξεις για τα τερατουργήματα του Καλιγούλα δεν είναι καθόλου ξεκάθαρες, καθώς καμία μαρτυρία δεν φαίνεται να επιβεβαιώνει τα ανοσιουργήματά του, όπως οι αιμομικτικές σχέσεις με τις αδελφές του ή η ενθρόνιση του αλόγου του στη θέση του υπάτου.
Ακόμα και οι εξωφρενικότερες αφηγήσεις είναι πάντα μεταγενέστερες και στην πράξη δεν τον απεικονίζουν με τα μελανότερα δυνατά χρώματα. Ο Σουητώνιος, για παράδειγμα, που μας παρέδωσε το πλήρες χρονικό της βασιλείας του 80 χρόνια μετά τη δολοφονία του, δεν ισχυρίζεται πουθενά ότι ο Καλιγούλας έκανε ό,τι έκανε, παραθέτοντας μόνο αυτά που ο λαός έλεγε ό,τι έκανε.
Ενδέχεται λοιπόν κουτσομπολιά, ψίθυροι και φήμες να έχουν σφραγίσει τη σύντομη ηγεμονία του, αν και δεν πρέπει να ήταν και το καλύτερο παιδί που πέρασε ποτέ από τον ρωμαϊκό θρόνο! Όπως ξέρουμε, ο Καλιγούλας δολοφονήθηκε σε πραξικόπημα έπειτα από μόλις τρία έτη, δέκα μήνες και οκτώ ημέρες στο τιμόνι της Ρώμης και υπάρχουν καλές πιθανότητες όλα να προέρχονται από την προπαγανδιστική εκστρατεία των διαδόχων του, αποσκοπώντας στην αμαύρωση του ονόματός του για να δικαιολογηθεί η δολοφονία του.
Σημαντικό είναι επίσης και ποιος τον διαδέχθηκε: ο Καλιγούλας δολοφονήθηκε στο όνομα της ελευθερίας και δεν ήταν λίγοι οι Ρωμαίοι που πίστεψαν ότι μετά τον φόνο του η μονοκρατορία θα μετατρεπόταν για άλλη μια φορά σε δημοκρατία. Αλίμονο! Η φρουρά του παλατιού ανακήρυξε αυτοκράτορα τον θείο του Καλιγούλα, Κλαύδιο, και η αυτοκρατορική φύση της Ρώμης συνέχισε αδιάλειπτα.
Αν πάντως ισχύουν όσα καταμαρτυρούν στον τρίτο κατά σειρά ρωμαίο αυτοκράτορα, τότε ο Καλιγούλας συνήθιζε να διαμαρτύρεται συνεχώς γιατί η βασιλεία του δεν μαστίστηκε από κάποια τραγική συμφορά, όπως συνέβη στον Αύγουστο, όταν οι λεγεώνες του αποδεκατίστηκαν στον Τευτοβούργιο Δρυμό από τους Γερμανούς, ή στον Τιβέριο, όταν κατέρρευσε ο ιππόδρομός του. Ο Καλιγούλας λαχταρούσε μια επιδημία, έναν λιμό ή έναν σεισμό για να μην πέσει στη λήθη και τη λησμονιά η βασιλεία του, αν και δεν κατάλαβε ότι η συμφορά που τόσο λαχταρούσε για τη Ρώμη ήταν αυτός ο ίδιος…
Πρώτα χρόνια
Ο Γάιος Ιούλιος Καίσαρας Γερμανικός γεννιέται στις 31 Αυγούστου του 12 μ.Χ. στο Άντιο της Ιταλίας ως γιος του φημισμένου στρατηγού της Ρώμης και αγαπημένου του λαού Γερμανικού. Ο Γερμανικός είχε παντρευτεί την Αγριππίνα, κόρη του ένδοξου στρατηγού Μάρκου Αγρίππα, και απέκτησε εννιά παιδιά, από τα οποία επέζησαν τελικά τρία κορίτσια και τρία αγόρια.
Ο μικρότερος ήταν ο Γάιος Καίσαρας, ο οποίος μεγάλωσε στα στρατόπεδα πλάι στον πατέρα του και τον λάτρευαν όλοι οι λεγεωνάριοι. Ο πιτσιρικάς πήρε το παρωνύμιο «Καλιγούλας», υποκοριστικό για τα μικροσκοπικά στρατιωτικά σανδάλια που συνήθιζε να φοράει, μινιατούρες των μποτών που φορούσαν οι στρατιώτες (caliga), καθώς ο πατέρας του τον έντυσε από την πρώτη στιγμή λεγεωνάριο και τον πήρε μαζί τους στις νικηφόρες εκστρατείες του στη Γερμανία και την Αρμενία, παρά το γεγονός ότι ήταν μόλις 3 ετών!
Ο κατακτητής της Καππαδοκίας πέθανε το 19 μ.Χ. στην Ασία, σε ηλικία 34 ετών, ύστερα από μακρόχρονη ασθένεια. Χαρακτηριστικό της αγάπης που έτρεφε γι’ αυτόν ο στρατός είναι το γεγονός ότι όταν πέθανε ο αυτοκράτορας Αύγουστος (τον Αύγουστο του 14 μ.Χ.), οι λεγεώνες δεν ήθελαν για διάδοχο τον Τιβέριο αλλά τον ανιψιό του, τον Γερμανικό! Αυτός όμως, όντας πιστός στο στέμμα, αρνήθηκε. Ο Αύγουστος έχρισε διάδοχο τον λαομίσητο Τιβέριο, τον υποχρέωσε ωστόσο να υιοθετήσει τον Γερμανικό και να τον κάνει δελφίνο του θρόνου…
Οικογενειακή τραγωδία
Οι Ρωμαίοι υποπτεύονταν ότι τον Γερμανικό τον είχε δηλητηριάσει ο Τιβέριος και μάλλον δεν είχαν άδικο, καθώς από την πρώτη στιγμή ο νέος αυτοκράτορας και υιοθετημένος γιος του Αύγουστου κυνήγησε με λύσσα την οικογένεια του Γερμανικού. Η Αγριππίνα γλίτωσε παρά τρίχα και κατηγόρησε δημόσια τον Τιβέριο για τον θάνατο του συζύγου της, ζητώντας εκδίκηση. Ο Τιβέριος δεν το άφησε να πέσει κάτι και εξόρισε σε ένα ερημονήσι την Αγριππίνα, αφήνοντάς τη να πεθάνει από την πείνα, όπως και τους δύο μεγαλύτερους γιους της, με τον έναν να αυτοκτονεί και τον άλλον να υποκύπτει στις κακουχίες.
Ο Καλιγούλας του φαινόταν ωστόσο άκακος και ο Τιβέριος του χάρισε τη ζωή, αφήνοντάς τον στα χέρια της προγιαγιάς του και συζύγου του εκλιπόντος Αύγουστου. Αυτή την εποχή θα ξεσπάσει το πρώτο σκάνδαλο, με τη γιαγιά Αντωνία να πιάνει στο κρεβάτι τον έκλυτο έφηβο Καλιγούλα με την αδερφή του Δρουσίλα! Το 31 μ.Χ. ο Τιβέριος κάλεσε κοντά του τον Καλιγούλα στο Κάπρι, όπου τον υιοθέτησε και τον μεγάλωνε πια σαν χαϊδεμένο κρατούμενο. Πολλοί ιστορικοί βασίζουν στο τραυματικό αυτό γεγονός για τον ψυχισμό του Καλιγούλα τις κατοπινές παρανοϊκές του εκδηλώσεις, ότι έπρεπε δηλαδή να σέβεται και να τιμά τον δολοφόνο του πατέρα, της μητέρας και των αδελφών του!
Πλέον άρχισε να απολαμβάνει πολύ να βλέπει βασανιστήρια και εκτελέσεις, περνώντας τις ακόλαστες νύχτες του σε όργια και άνομες περιπτύξεις. Από τα χείλη του Καλιγούλα ποτέ μάλιστα δεν βγήκε καμία μομφή προς εκείνον που εξολόθρευσε την οικογένειά του, αν και η φράση του Τιβέριου για κείνον έμελλε να συνοψίσει την κατοπινή του διακυβέρνηση: «Αφήνω να ζήσει τον Γάιο προς δυστυχία δική του και όλων μας». Το 35 μ.Χ. τον υιοθέτησε επισήμως και τον ονόμασε συγκληρονόμο του θρόνου από κοινού με τον Γέμελο, εγγονό του και ξάδελφο του Καλιγούλα.
Άνοδος στην εξουσία του τρόμου
Τον Μάρτιο του 37 μ.Χ. ο Τιβέριος αρρώστησε βαριά και πέθανε έναν μήνα αργότερα, με τις φήμες να οργιάζουν ότι υπαίτιος ήταν ο Καλιγούλας. Ενδέχεται να τον δηλητηρίασε και να τον έπνιξε με ένα μαξιλάρι, αν και οι Τάκιτος και Σενέκας παρέχουν άλλες εξηγήσεις, καθώς ο Καλιγούλας παραήταν δειλός και δουλοπρεπής για να φονεύσει τον πανούργο Τιβέριο, σύμφωνα πάντα με τον χαρακτήρα που είχε επιδείξει στα πρώτα ταραγμένα χρόνια της ζωής του.
Όπως κι αν έχει, κανείς δεν νοιάστηκε για τον θάνατο του Τιβέριου, με τους Ρωμαίους να υποδέχονται το γεγονός με χαρά, εν μέρει γιατί πλέον ο θρόνος ήταν στα χέρια του γιου του Γερμανικού και όλοι υπέθεταν ότι ο Καλιγούλας θα διέθετε κάποια από τα απαράμιλλα χαρίσματα του δαφνοστεφανωμένου πατέρα του. Η Σύγκλητος ακολούθησε χωρίς πολλά-πολλά, ακυρώνοντας τη διαθήκη του Τιβέριου, και έχρισε τον 24χρονο νεαρό δελφίνο, που δεν είχε καμία εμπειρία σε διακυβέρνηση, διπλωματία και πόλεμο, ως απόλυτο ηγεμόνα της Ρώμης! Ο λαός αγαλλίασε με την απόφαση.
Και εκ πρώτοις φάνηκε ότι ο Καλιγούλας θα ήταν δίκαιος και συνετός, καθώς στην αρχή η διακυβέρνησή του ήταν γενναιόδωρη και έφερε έναν αέρα ανανέωσης: έδωσε χάρη στους εξόριστους και τους καταδικασμένους σε θάνατο από τον Τιβέριο, πρόσφερε θεάματα, χάρισε χρήματα στον λαό και βελτίωσε τις σχέσεις με τους πολεμοχαρείς Πάρθους, ελαφρύνοντας ταυτόχρονα τους άδικους φόρους του παλιού αυτοκράτορα. Την ίδια στιγμή, επέτρεψε την κυκλοφορία συγγραμμάτων που είχαν απαγορευτεί κατά τις προηγούμενες βασιλείες, κατάργησε τις δίκες για εθνική προδοσία και βοήθησε οικονομικά όσους είχαν καταστραφεί εξαιτίας του άδικου φορολογικού συστήματος. Και τότε αρρώστησε και άλλαξαν όλα!
Μην έχοντας συμπληρώσει καλά-καλά έξι μήνες στον θρόνο του, ο Καλιγούλας χτυπιέται τον Οκτώβριο του 37 μ.Χ. από βαριά αρρώστια (πιθανότατα εγκεφαλίτιδα) και παραδέρνει μεταξύ ζωής και θανάτου για έναν μήνα. Χιλιάδες πολίτες τον ξενυχτούν όσο ήταν άρρωστος στο Παλατίνο και ο Καλιγούλας ανέρρωσε τελικά, αν και πολλοί θα το μετάνιωναν. Όλοι έβλεπαν ότι δεν ήταν πια ο ίδιος άνθρωπος, έχοντας τώρα κενά μνήμης και ακόμα εκκεντρικότερη συμπεριφορά.
Μαστιζόμενος από πονοκεφάλους, ο Καλιγούλας περιπλανιόταν τα βράδια στο παλάτι ντυμένος γυναίκα και σύντομα η συμπεριφορά του θα ξέφευγε. Πλέον έβλεπε παντού εχθρούς και συνωμότες, πριν απαιτήσει λατρεία ανατολικού τύπου. Εκατοντάδες άνθρωποι πέρασαν από τα δικαστήρια με την ασαφή κατηγορία της «ασέβειας προς τον αυτοκράτορα» και θανατώθηκαν με συνοπτικές διαδικασίες, αφού δημεύτηκαν φυσικά οι περιουσίες τους.
Τώρα οργάνωνε γιορτές απίστευτης χλιδής, ανάγκαζε τους ρωμαίους ευγενείς να τον ορίζουν ως συγκληρονόμο τους, ενώ διέταξε και τη μεταφορά του χρυσελεφάντινου αγάλματος του Δία από την Ολυμπία για να γίνει δικό του, μετά τις απαραίτητες φυσιογνωμικές μετατροπές! Το όνομά του έγινε συνώνυμο της αλόγιστης σπατάλης και της απόλυτης αλαζονείας, της παραφροσύνης, της κραιπάλης και των οργίων. Αν και τίποτα δεν μπορούσε να συγκριθεί με το γεγονός ότι ονόμασε εαυτόν Θεό, απαιτώντας να χτιστεί μια γέφυρα από το παλάτι μέχρι τον Ναό του Διός ώστε να συνομιλεί απευθείας με τη θεότητα. Ούτε ο γάμος ούτε η γέννηση της κόρης του φαινόταν ικανά να ανακόψουν την πορεία του προς τη διαστροφή και την αθλιότητα.
Στο στόχαστρό του έθεσε αμέσως τους Συγκλητικούς, σημαδεύοντάς τους με πυρωμένο σίδερο και αναγκάζοντάς τους να δουλεύουν στα ορυχεία και τους δρόμους! Οι λιγότερο τυχεροί πριονίστηκαν στα δυο ή ρίχτηκαν στα άγρια θηρία, με τις θανάσιμες και δημόσιες ταπεινώσεις να μένουν μνημεία θηριωδίας.
Σύντομα η αχρειότητά του θα έπληττε και την οικογένειά του. Αρκεί να αναφερθεί ότι ζωντανό άφησε μόνο τον μελλοντικό αυτοκράτορα, τον Κλαύδιο, κι αυτό γιατί τον χρησιμοποιούσε ως γελωτοποιό. Τον Γέμελο τον υιοθέτησε μεν, αν και έβαλε κατόπιν να τον δολοφονήσουν. Τον πεθερό του, τον Σιλανό, τον ανάγκασε να αυτοκτονήσει. Τη γιαγιά του, την Αντωνία, τη δηλητηρίασε (ή κατ’ άλλες πηγές της έδωσε την επιλογή της αυτοχειρίας), γιατί ανακάλυψε λέει μια μέρα ότι το κεφάλι της δεν ταίριαζε καλά στους ώμους της!
Αν και πιο τραγική απ’ όλους ήταν η αδελφή του η Δρουσίλα, την οποία λάτρεψε ερωτικά και στο τέλος την αποκήρυξε. Αφού την άρπαξε από τον νόμιμο σύζυγό της, τον ανθύπατο Γάιο Κάσιο Λογγίνο, έζησε μαζί της σαν να ήταν νόμιμη σύζυγός του, ορίζοντάς τη μάλιστα κληρονόμο της αυτοκρατορίας. Όταν πέθανε η Δρουσίλα το 38 μ.Χ., ο Καλιγούλας κήρυξε επίσημο πένθος και εγκατέλειψε τη Ρώμη, ενώ επιστρέφοντας ήταν ακόμα πιο παρανοϊκός απ’ όσο συνήθως. Με μακριά μαλλιά και μούσια και συμπεριφορά χωρίς όρια πια, επιδόθηκε τότε σε αιμομικτικές σχέσεις με τις άλλες δύο αδερφές του, τις οποίες συνήθιζε να χαρίζει στα κρεβάτια των φίλων του, κατηγορώντας τες κατόπιν για μοιχεία.
Το σεξουαλικό κτήνος είχε μόλις γεννηθεί: εκτός από την Ιουνία Κλαυδίλα, η οποία πέθανε στη γέννα, και τη Δρουσίλα, ο Καλιγούλας είχε τρεις ακόμα συζύγους. Τη Λιβία Ορεστίλα την έκλεψε μάλιστα από τη γαμήλια γιορτή της λέγοντας στον σύζυγό της «Σταμάτα να βάζεις χέρι στη γυναίκα μου»! Τη Λολία Παυλίνα την άρπαξε από τον σύζυγό της όταν άκουσε ότι η γιαγιά της ήταν η πιο όμορφη γυναίκα της εποχής της και την Καισονία, που δεν ήταν ούτε νέα ούτε ωραία αλλά υπέρμετρα λάγνα, την αγάπησε με πάθος. Από αυτή ήταν που απέκτησε τη μοναχοκόρη του Ιουλία Δρουσίλα. Πλέον τα όργιά του συνοδεύονταν με βασανιστήρια και αποκεφαλισμούς και περιλάμβαναν άντρες και γυναίκες, ελεύθερους πολίτες, σκλάβους και ομήρους.
Το μόνο που ξεπερνούσε τη δίψα του για ακολασίες ήταν η ανάγκη του για σπατάλες, ξεπαστρεύοντας μέσα σε έναν χρόνο την τεράστια αυτοκρατορική περιουσία! Αν και το καταχάρηκε, καθώς η μεγαλομανία του όρια δεν ήξερε. Κατεστραμμένος οικονομικά, κατέφυγε στην κλεψιά και στο πλιατσικολόγημα, κατάσχοντας άδικα περιουσίες, υποχρεώνοντας τους ευγενείς να τον συμπεριλάβουν στις διαθήκες τους και επιβάλλοντας βαριά φορολογία και έκτακτες εισφορές. Η Ρώμη μαστίστηκε οικονομικά από τα πρωτοφανή καμώματα του παράφρονα τυράννου.
Ο σαδισμός του ήταν τέτοιος που όλοι πλέον τον έτρεμαν, όσο φίλοι κι αν ήταν. Ο Καλιγούλας είχε μια έφεση στο να κόβει λαιμούς. «Ω, πόσο όμορφος λαιμός! Θα κοπεί μόλις εγώ προστάξω!», έλεγε στις συζύγους και τις ερωμένες του και πολλές φορές αυτό έγινε πράξη. Ταυτοχρόνως, είχε εμμονή με την αραίωση των μαλλιών του και όσοι είχαν πλούσια κόμη κινδύνευαν πολύ, καθώς τους ξεπάστρευε μαζικά. Όποιος τον κοιτούσε μάλιστα στο επίμαχο σημείο, καταδικαζόταν αμέσως σε θάνατο.
Η σκληρότητά του ικανοποιούνταν μόνο με σωματικά και ψυχολογικά βασανιστήρια. Υποχρέωνε τους γονείς να παρευρίσκονται στον βασανισμό και την εκτέλεση των παιδιών τους, αναγκάζοντάς τους κατόπιν να συνφάγουν μαζί του και να φαίνονται κεφάτοι και χαρούμενοι. Είναι προφανώς η τρέλα η μοναδική δυνατή εξήγηση που μπορεί να επιστρατευτεί για το τρομερό και εκτεταμένο βιογραφικό του, αν είναι όπως είπαμε αλήθεια όλα αυτά που του καταμαρτυρούν. Επιληπτικός ήδη από μικρός, πιστεύεται ότι η εγκεφαλίτιδα επιδείνωσε την κατάστασή του, ενώ έχουν διατυπωθεί θεωρίες ακόμα και για σχιζοφρένεια.
Ο ιστορικός Σουητώνιος έγραψε ότι το 39 μ.Χ. ο Καλιγούλας αποφάσισε να ενώσει τον κόλπο της Νάπολης με το απέναντι λιμάνι. Έδεσε μαζί 4.000 πλοία, τα οποία απλώθηκαν σε ακτίνα 2 χιλιομέτρων και δημιούργησαν μια πλωτή γέφυρα! Σκοπός του ήταν λέει να ξεπεράσει τον πέρση βασιλιά Ξέρξη, ο οποίος είχε γεφυρώσει με τον τρόπο αυτό τον Ελλήσποντο! Οι ιστορίες για τον Καλιγούλα δεν έχουν πραγματικά τελειωμό: πλάι στην αιμομιξία, τις δολοφονίες, και την κατασπατάληση των δημόσιων ταμείων, δεν δίστασε να κάνει ακόμα και εντελώς άσκοπες εκστρατείες, όπως ο πόλεμος που κήρυξε στον θεό Ποσειδώνα! Διέταξε τις ρωμαϊκές λεγεώνες να πλεύσουν εναντίον της Βρετανίας και όταν ο στρατός του έφτασε στα βρετανικά παράλια, τους ανάγκασε να μαζέψουν κοχύλια! Οι τεράστιες ποσότητες κοχυλιών μεταφέρθηκαν στη Ρώμη για να μετατραπούν σε γεύματα για το αυτοκρατορικό στομάχι.
Αν και η χαρακτηριστικότερη απ’ όλες τις ιστορίες είναι αυτή που θέλει τον Καλιγούλα να χρίζει το άλογό του ύπατο της Ρώμης! Ενδέχεται βέβαια η απόφασή του να ήταν περισσότερο σατιρική και συμβολική: είχε προηγηθεί μια συζήτηση όπου είχε εκφράσει την πρόθεσή του να κάνει ύπατο τον θείο του Κλαύδιο και κάποιος σχολίασε ότι θα ήταν καλύτερο να βάλει το πολυαγαπημένο του άλογο στη θέση αυτή. Μπορεί λοιπόν ο Ιncitatus (Ακάθεκτος) να μην έγινε πράγματι ύπατος και να ήταν όλο ένα χωρατό ή μια ακόμα τρανή ένδειξη της περιφρόνησής του για τους ευγενείς και τους θεσμούς, αν και το άλογο ζούσε σε μαρμάρινους στάβλους και τρεφόταν σε παχνί από ελεφαντόδοντο, την ίδια ώρα που είχε δική του έπαυλη και στρατιά από σκλάβους…
Δολοφονία
Πέρα από τη ζοφερή παρακαταθήκη του στην κοινωνία και την καθημερινότητα της Ρώμης, ήταν η πολιτική του κληρονομιά αυτή που θα έμενε, καθώς συνέβαλε στην περαιτέρω εδραίωση της αυτοκρατορίας και στην πλήρη κατάλυση των τελευταίων δημοκρατικών θεσμών που απέμεναν σε χρήση, συνεχίζοντας το έργο του Αύγουστου και του Τιβέριου.
Αφού συγκέντρωσε όλη την εξουσία στο πρόσωπό του, προσπάθησε να εδραιώσει μια θεοκρατική μοναρχία στα πρότυπα των φαραώ της Αιγύπτου. Πλέον καθόταν δίπλα στο άγαλμα του Δία ρωτώντας τους περαστικούς ποιος φαινόταν πιο σημαντικός στα μάτια τους, την ίδια ώρα που επέκτεινε ως την Αγορά το παλάτι του, μετατρέποντας σε βασιλική πύλη εισόδου τον ναό του Κάστορος και του Πολυδεύκη. Η παράνοιά του τον έκανε να πιστέψει ότι ήταν ο Θεός Ήλιος και οι πολίτες της Ρώμης έπρεπε πια να τον λατρεύουν σαν θεότητα. Αν και μέσα στην παραφροσύνη του διατηρούσε πάντα την αυτοκρατορική λογική του, καθώς κανένας δεν θα μπορούσε να επισκιάσει ή να σκοτώσει έναν Θεό!
Η Ρώμη βαρέθηκε ωστόσο σύντομα τα έξαλλα καμώματά του και στήθηκε συνωμοσία εναντίον του. Ήταν η προσωπική φρουρά του που θα εκτελούσε το πραξικόπημα, αυτή που τόσο είχε ευνοήσει ο πολυμήχανος αυτοκράτορας κατά τις πρώτες ημέρες της ηγεμονίας του: οι Πραιτοριανοί αποτελούνταν από 500 άνδρες και ο Καλιγούλας ενίσχυσε τον ρόλο τους μέχρι του σημείου να ανακηρύσσουν και να εκθρονίζουν αυτοκράτορες. Αυτοί επέτρεψαν την εκλογή του Καλιγούλα στο ύπατο ρωμαϊκό αξίωμα, αυτοί τον δολοφόνησαν επιλέγοντας κατόπιν τον διάδοχό του, τον θείο του Κλαύδιο (ήταν αδελφός του Γερμανικού).
Στις 24 Ιανουαρίου του 41 μ.Χ., η ομάδα των συνωμοτών Πραιτοριανών συμφώνησε να του επιτεθεί στην έξοδο των Παλατίνων Αγώνων και ο αρχηγός της κοόρτιδος Κάσιος Χαιρέας, πιστός άλλοτε αξιωματικός του Γερμανικού, ζήτησε να είναι αυτός που θα τον λάβωνε, αηδιασμένος από τις συνεχείς κοροϊδίες του Καλιγούλα προς το πρόσωπό του. Σε μια υπόγεια στοά, ο Χαιρέας και ο Κορνήλιος Σαβίνος τον τραυμάτισαν και μόλις έπεσε κάτω, η υπόλοιπη φρουρά τον μαχαίρωσε τριάντα φορές με τα ξίφη και τα στιλέτα τους. Η σύζυγός του Καισονία δολοφονήθηκε επίσης, όπως και η μοναχοκόρη του.
Η Σύγκλητος διέταξε αμέσως να γκρεμιστούν τα αγάλματά του σε μια απέλπιδα προσπάθεια να τον σβήσει από τα κιτάπια της ρωμαϊκής ιστορίας. Αν και ο διαβόητος Καλιγούλας θα αποδεικνυόταν απείρως ανθεκτικότερος, επιβιώνοντας ως ένας από τους γνωστότερους (έστω και για όλους τους λάθος λόγους) αυτοκράτορες της Ρώμης.
Όπως είπαμε, οι σύγχρονοι ιστορικοί είναι αρκετά επιφυλακτικοί στο να αποδεχτούν τις τραβηγμένες ιστορίες που τον αφορούν, θεωρώντας πως η βιογραφία του παραποιήθηκε από αντιμοναρχικούς συγγραφείς, όπως ο Σουητώνιος, ο οποίος παρέχει και τις περισσότερες αναφορές για τον Καλιγούλα. Οι σύγχρονοί του εξάλλου Σενέκας και Φίλωνας δεν ανέφεραν ακρότητες για τον πρώτο αυτοκράτορα που δολοφονήθηκε από τους υπηκόους του.
Τσαρλς Μπρόνσον, υπήρξε σημαντικός Αμερικάνος ηθοποιός του κινηματογράφου, καρατερίστας, σεναριογράφος και τηλεοπτικός ηθοποιός
Τσαρλς Μπρόνσον
ο πιο όμορφος – άσχημος του σινεμά
Ο Τσαρλς Μπρόνσον, το πραγματικό όνομά του ήταν Τσάρλς Ντέννις Μπουτσίνσκι, υπήρξε σημαντικός Αμερικάνος ηθοποιός του κινηματογράφου, καρατερίστας, σεναριογράφος και τηλεοπτικός ηθοποιός. (αγγλ. Charles Bronson, 1921 - 2003)
Συγκαταλέγεται στους πιο δημοφιλείς ηθοποιούς της δεκαετίας του 1960 και 1970.
Υποδύθηκε ρόλους λακωνικών ηρώων της Άγριας Δύσης και δραματικούς ρόλους σε αστυνομικά και κοινωνικά έργα.
Ο άγνωστος Τσαρλς Μπρόνσον
Άλλαξε το όνομα του για να γλυτώσει από το Μακαρθισμό, πολέμησε και παρασημοφορήθηκε, δούλευε στα ανθρακωρυχεία και δεν ήταν κακός αλλά ένας ήσυχος οικογενειάρχης που ζωγράφιζε.
Ήταν ο πιο όμορφος – άσχημος του σινεμά. Και σχεδόν σε καμία ταινία δεν μιλούσε πολύ. Ένα βλέμμα του αρκούσε για να δείξει ποιος ήταν ο σκληρός της υπόθεσης.
Αν χρειαζόταν έριχνε και το απαραίτητο ξύλο ενώ και στα όπλα ήταν άσσος. Ο Charles Bronson με την ιδιαίτερη και χαρακτηριστική φυσιογνωμία, μπήκε στον κόσμο του κινηματογράφου λίγο πριν από τα 30 του.
Σταρ έγινε όμως κοντά στα πενήντα του χρόνια. Αν και ερμήνευε «μάτσο» ρόλους όπως το σκληρό ινδιάνο, τον κατάδικο, τον ατίθασο καουμπόη, τον σκληροτράχηλο μποξέρ, τον αδίστακτο γκάνγκστερ, τον στρατιωτικό κοκ, στην προσωπική του ζωή δεν ήταν παρά ένας αφοσιωμένος οικογενειάρχης, που του άρεσε πολύ η ζωγραφική. «Μπορώ να σχεδιάσω ότι θες, χωρίς καν να σηκώσω τη μύτη του μολυβιού από το χαρτί», έλεγε κάποτε σε συνέντευξή του.
Για χρόνια όμως, συντηρούσε το μύθο του «σκληρού» και εκτός κινηματογράφου. Γι αυτό έλεγε ψέμματα στους δημοσιογράφους, ότι είναι νευρικός στην καθημερινότητά του, ότι είχε κάνει φυλακή ως νέος και ότι ήταν άσσος στα μαχαίρια και ειδικά στο πέταγμά τους. Όπως αφηγήθηκε κάποτε στην εφημερίδα Ουάσινγκτον Ποστ, βρέθηκε στη Ρώμη για επαγγελματικούς λόγους.
Εκεί κάποιος τον πλησίασε από πίσω και του κόλλησε ένα όπλο στην πλάτη. «Δώσε μου τα λεφτά σου», του είπε με σπαστά αγγλικά. Ο Charles Bronson γύρισε αργά το κεφάλι του και του απάντησε «καλύτερα να μου δώσεις εσύ τα δικά σου», κάνοντας τον ληστή να τραπεί σε φυγή.
Ο κλειστοφοβικός «σκληρός»
Στην ταινία του 1962, «Η μεγάλη απόδραση», ο ηθοποιός Charles Bronson, έπαιζε το ρόλο του Πολωνού αιχμαλώτου Danny Velinski. Το παρατσούκλι που του είχαν δώσει οι άλλοι αιχμάλωτοι ήταν «The Tunnel King», επειδή υποτίθεται ότι ήξερε να φτιάχνει σήραγγες. Η σκηνή όμως της απόδρασης, ήταν δύσκολο να γυριστεί.
Ο Τσαρλς Μπρόνσον, όταν έπαιρνε τη θέση του στο πλατό και έβλεπε το τούνελ, τον έπιανε φοβία και ίδρωνε. Ήταν κλειστοφοβικός επειδή από τα δέκα του χρόνια δούλευε στα ανθρακωρυχεία. Κάποτε εγκλωβίστηκε σε ένα από αυτά. Σώθηκε τελευταία στιγμή, όταν τον εντόπισαν και τον απεγκλώβισαν μεγαλύτεροι εργάτες. Έτσι, όταν στην ταινία έπαιρνε θέση μπροστά στο τούνελ, κυριολεκτικά έτρεμε. Χρειάστηκαν πολλές λήψεις για να καταφέρει ο Μπρόνσον να τελειώσει η σκηνή.
Τα δύσκολα παιδικά χρόνια
Ο Charles Dennis Buchinsky γεννήθηκε στις 3 Νοεμβρίου του 1921, στην Πενσιλβανία των ΗΠΑ. Ήταν το ενδέκατο από τα δεκαπέντε παιδιά των Λιθουανών μεταναστών Walter και Mary Buchinsky. Τα περισσότερα μέλη της οικογένειας δούλευαν στα ανθρακορυχεία της πόλης μαζί με τον πατέρα, για να επιβιώσουν. Η οικογένεια ήταν τόσο φτωχή, που όταν ήρθε η ώρα να πάει ο μικρός Charles στο σχολείο, η μητέρα που δεν είχε άλλα ρούχα να του βάλει, τον έντυνε με κοριτσίστικα, όπως γινόταν με πολλά παιδιά εκείνη την εποχή.
Σε ηλικία 10 ετών, ο πατέρας του πέθανε και έτσι για να βοηθήσει και αυτός, πήρε τη θέση του στα ανθρακωρυχεία. Για κάθε τόνο άνθρακα που έβγαζε ο Charles, έπαιρνε ένα δολάριο. «Τα χρόνια που δούλεψα ως ανθρακωρύχος, ήμουν παιδί. Είχα πειστεί όμως, ότι ανήκα στο κατώτερο είδος ανθρώπου. Δεν γεννήθηκα με ένα κουτάλι στο στόμα μου αλλά με ένα φτυάρι στα χέρια», έλεγε ενθυμούμενος τα δύσκολα παιδικά του χρόνια. Μέσα στο σπίτι όλοι μιλούσαν ρώσικα και έτσι ο Charles έμαθε τη γλώσσα της χώρας που ζούσε, σχεδόν όταν έγινε έφηβος.
Ο ήρωας πολέμου που κέρδισε το μετάλλιο της Πορφυρής Καρδιάς
Ο μετέπειτα σταρ του παγκόσμιου κινηματογράφου, δούλεψε στα ανθρακωρυχεία μέχρι την ηλικία των 22 ετών. Τα χρόνια ήταν δύσκολα και ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος στην κορύφωσή του. Το μόνο που σκεφτόταν ο Charles Bronson ήταν πως θα ξέφευγε από τα ορυχεία.
Έτσι το 1943 κατατάχτηκε στην Αεροπορία των ΗΠΑ. Εκπαιδεύτηκε ως πολυβολητής και πετούσε με τα βομβαρδιστικά B-29, εναντίον ιαπωνικών στόχων.
Έκανε 25 αποστολές και παρασημοφορήθηκε με το μετάλλιο της Πορφυρής Καρδιάς, που απονέμεται για πράξεις ξεχωριστής ανδρείας.
Άλλαξε το όνομά του για να ξεφύγει από το Μακαρθισμό
Το 1946 ο Charles Bronson αποστρατεύτηκε. Πήγε στη Νέα Υόρκη και δούλεψε περιστασιακά σε οικοδομές χτίζοντας τούβλα, έγινε βοηθός μάγειρα σε μικρά εστιατόρια και αγρότης σε καλλιέργειες με κρεμμύδια. Μετά εγκαταστάθηκε στο Ατλάντικ Σίτι, όπου νοίκιαζε ξαπλώστρες σε παραλία.
Εκεί γνώρισε μια θεατρική ομάδα από τη Φιλαδέλφεια. Χωρίς δεύτερη σκέψη ζήτησε να τον αφήνουν, να ζωγραφίζει τα σκηνικά τους. Η ομάδα τον πήρε μαζί της. Που και που όμως έπαιζε και κανένα μικρό ρόλο, που δεν είχε πολλά λόγια.
Ο Charles Bronson άρχιζε να συνειδητοποιεί σταδιακά ότι, η ηθοποιία του άρεσε περισσότερο από τη ζωγραφική.
Το 1949 πήγε στην Καλιφόρνια για να σπουδάσει καλές τέχνες, όπου τον πρόσεξε ένας από τους καθηγητές του.
Το 1950 τον σύστησε στο σκηνοθέτη Henry Hathaway με σκοπό να παίξει στην ταινία του 1951 «Torpilakatos 1168». Αργότερα έμαθε ότι τον είχαν πάρει επειδή ήταν ο μοναδικός από αυτούς που έκαναν οντισιόν, που μπορούσε να βρίσει στην κάμερα και να φαίνεται φυσικό.
Εκείνη τη χρονιά, ο Charles Bronson πήρε ένα μικρό ρόλο στην ταινία «You’re in the Navy Now», με πρωταγωνιστή τον Γκάρι Κούπερ. Τα επόμενα τρία χρόνια πήρε κι άλλους μικρούς ρόλους και πάντα στους τίτλους εμφανιζόταν με το Λιθουανικό του επώνυμο.
Το 1954 ο μακαρθισμός ήταν στα φόρτε του και φοβόταν ότι εξαιτίας της καταγωγής των γονιών του αλλά και του επωνύμου του, θα έμπαινε στο στόχαστρο.
Έτσι, άλλαξε το «κομμουνιστικό» επώνυμο Buchinsky. Για νέο διάλεξε το Bronson, από την Bronson Gate των στούντιο Παραμάουντ, που βρισκόταν στη συμβολή των οδό Μελρόουζ και Μπρόνσον. Ήλπιζε ότι οι μακαρθικοί δεν θα τον ενοχλούσαν ποτέ, όπως και έγινε. Με νέο όνομα ήταν έτοιμος να κατακτήσει τον κόσμο του κινηματογράφου.
Η καθιέρωση Μέχρι το 1960 ο Charles Bronson έπαιζε πλέον κανονικά σε σειρές της τηλεόρασης και σε κινηματογραφικές ταινίες. Δεν ήταν όμως κανένα μεγάλο όνομα, παρά ένας καλός δευτεραγωνιστής. Το 1960 ο σκηνοθέτης John Sturges τον κάλεσε να παίξει στην ταινία «Και οι επτά ήταν υπέροχοι».
Ο Bronson δεν μίλαγε με κανέναν στα γυρίσματα και καθόταν διαρκώς μόνος του και αμίλητος. Τελικά αμείφθηκε με 50 χιλιάδες δολάρια και ήταν αυτός που τράβηξε την προσοχή των θεατών και των κριτικών. Το 1961 προτάθηκε για τα βραβεία Emmy για τη συμμετοχή σε σειρά του CBS και το 1962 έπαιξε μαζί με τον Έλβις Πρίσλεϊ.
Την ίδια χρονιά ο σκηνοθέτης John Sturges, τον κάλεσε πάλι να παίξει στο έργο «Η μεγάλη απόδραση». Η επιτυχία ήταν μεγάλη. Οι προτάσεις πλήθαιναν και ο Bronson εμφανιζόταν όλο και πιο συχνά, στη μικρή και στη μεγάλη οθόνη. Φυσικά κάνοντας πάντα τι άλλο; τον σκληρό και ανίκητο άνδρα.
Το 1967 εμφανίστηκε στην ταινία «Και οι 12 ήταν καθάρματα», με πολλούς από τους γνωστούς θρύλους του Χόλιγουντ.
Το 1968 πρωταγωνίστησε ως Harmonica στην ταινία «Κάποτε στη Δύση» του Σέρτζιο Λεόνε, ο οποίος έκτοτε δήλωνε ξετρελαμένος μαζί του. Το νερό πλέον είχε μπει στο αυλάκι. Charles Bronson in Death Wish, 1974.
Η Ευρώπη τον έκανε πρώτο όνομα και στις ΗΠΑ. Όλα πήγαιναν καλά αλλά ο Charles Bronson, δεν ήταν ευχαριστημένος. Έτσι, αποφάσισε να ταξιδέψει στην Ευρώπη και να εργαστεί σε άλλες κινηματογραφικές παραγωγές.
Το 1970 έπαιξε στη γαλλική ταινία Rider on the Rain, που του χάρισε τη Χρυσή Σφαίρα για την καλύτερη ξένη ταινία. Ήταν πλέον 50 ετών. Η μια επιτυχία ερχόταν μετά την άλλη και το 1975 θεωρούνταν ο 4ος καλύτερος ηθοποιός του Χόλιγουντ, πίσω από τον Ρόμπερτ Ρέντφορντ, τη Μπάρμπαρα Στρέιζαντ και τον Αλ Πατσίνο. Όταν επέστρεψε στις ΗΠΑ, είχε κερδίσει το σεβασμό των πάντων.
Ο φτωχός ανθρακωρύχος, τα είχε καταφέρει.
«Θα παντρευτώ τη γυναίκα σου» 1968. Στα γυρίσματα της ταινίας «Η Μεγάλη Απόδραση», ο Bronson έπρεπε να συνεργάζεται πολύ με τον ηθοποιό David McCallum. Όταν γνώρισε τη γυναίκα του, επίσης ηθοποιό Jill Ireland, ο πάντα κοφτός Bronson είπε στο συνάδελφό του. «Θα παντρευτώ τη γυναίκα σου».
Ο David McCallum γέλασε και του απάντησε περιφρονητικά. Σύντομα ο Τσαρλς και η Τζίλ χώρισαν από τους συζύγους τους και παντρεύτηκαν. Ξέσπασε σάλος με τις εφημερίδες να εκτοξεύουν μύδρους για το σκάνδαλο. Το ζευγάρι όμως δεν νοιάζονταν.
Εξάλλου ο Bronson είχε ξεκαθαρίσει τη θέση του από την πρώτη στιγμή! Από τη δεκαετία του 1970 μέχρι το 1990, οπότε η Jill Ireland πέθανε, ο Charles Bronson την είχε συμπρωταγωνίστρια σε 14 ταινίες του.
Πως έκανε διάσημο τον Κλιντ Ίστγουντ
Ο σκηνοθέτης Σέρτζιο Λεόνε έλεγε ότι ο Charles Bronson, ήταν ο καλύτερος ηθοποιός που είχε δει ποτέ. Όταν του ζήτησε να παίξει στην ταινία «Για μια χούφτα δολάρια», ο Bronson αρνήθηκε. Ούτε καν τον ενδιέφερε. Ο Λεόνε επέμενε αλλά χωρίς επιτυχία.
Τελικά στράφηκε στο νεαρό και ελπιδοφόρο Κλιντ Ίστγουντ. Το ίδιο συνέβη και για την ταινία «Απόδραση από τη Νέα Υόρκη», του σκηνοθέτη John Carpenter. Ο Bronson ένιωθε μεγάλος και κουρασμένος και αρνήθηκε. Έτσι, το ρόλο του Snake Plissken έπαιξε τελικά ο Κέρτ Ράσελ.
Το 1998 ο Charles Bronson παντρεύτηκε για τρίτη φορά. Τότε αποσύρθηκε και από την ενεργό δράση.
Τιμήθηκε το 1972 με τις Χρυσές Σφαίρες στην κατηγορία «Δημοφιλέστατος ανδρικός ηθοποιός του κόσμου» (μαζί με τον Σον Κόνερι).
Τον τελευταίο του καιρό τον πέρασε υποφέροντας από τη νόσο του Αλτσχάιμερ.
Ο Μπρόνσον πέθανε στις 30 Αυγούστου 2003, σε ηλικία 81 ετών, χτυπημένος από πνευμονία.
Επίσημη ιστοσελίδα: http://www.charlesbronson.info
Μαρία Μπονέλου ήταν ηθοποιός και σύζυγος του επίσης ηθοποιού Σωτήρη Μουστάκα
Μαρία Μπονέλου
Η Μαρία Μπονέλου ήταν ηθοποιός και σύζυγος του επίσης ηθοποιού Σωτήρη Μουστάκα.
Είχε γεννηθεί στην Αθήνα το 1940.
Η πρώτη της θεατρική εμφάνιση έγινε το 1962, στη σκηνή του Ηρωδείου, με τον θίασο του «Εθνικού Θεάτρου», στο έργο του Ι. Α. Τρωίλου «Βασιλεύς Ροδολίνος».
Ακολούθησαν τα έργα «Καλοκαίρι και καταχνιά» με τον θίασο του Δημ. Παπαμιχαήλ, «Ναυτάκι» και «Υπάρχει και φιλότιμο», με τον θίασο της Αλίκης Βουγιουκλάκη, «Περάστε την πρώτη του μηνός» με τον θίασο Λάμπρου Κωνσταντάρα, «Η κόρη μου η σοσιαλίστρια» με τον θίασο Μ. Κοντού, Σ. Ληναίου και Ν. Ρίζου, «Αδάμ και Εύα του 67» με τους Σμ. Γιούλη, Κ. Βουτσά, Γ. Κωνσταντίνου, «Μαριχουάνα στοπ» και «Το σεξ και πώς να το αποκτήσετε» με τον θίασο των Ζωής Λάσκαρη και Τόλη Βοσκόπουλου κ.ά.
Στις επιθεωρήσεις συμμετείχε επανειλημμένα στον θίασο των Κώστα Βουτσά, Βασίλη Τσιβιλίκα και του συζύγου της Σωτήρη Μουστάκα.
Στον κινηματογράφο εμφανίστηκε στις ταινίες «Αμόκ», «Χτυποκάρδια στο θρανίο», «Κολωνάκι, διαγωγή μηδέν», «Η βίλα των οργίων», «Κάτι κουρασμένα παλικάρια», «Ενας ιππότης για τη Βασούλα» κ. ά.
Η Μαρία Μπονέλου είχε αποσυρθεί από το θέατρο από το 2000 - η τελευταία της εμφάνιση ήταν το 2000 στην επιθεώρηση «Μουρλένιουμ» που είχε παρουσιαστεί στο «Περοκέ» με τον Σωτήρη Μουστάκα πρωταγωνιστή.
Το πρόβλημα υγείας της (έπασχε από τη νόσο Αλτσχάϊμερ) δεν της επέτρεπε να παίζει και ο σύζυγός της με την κόρη της ήταν πλάι της προσπαθώντας να απαλύνουν τον πόνο της.
Ο Μουστάκας δεν έφευγε περιοδεία χωρίς τον όρο ότι ανά τρεις ημέρες πρέπει να είναι πίσω στην Αθήνα και στο σπίτι τους για να μη μένει μόνη της κι ως την τελευταία στιγμή της ζωής του δεν έφευγε από το πλευρό της.
Καθηλωμένη στο κρεβάτι, η γνωστή ηθοποιός δεν είχε καταφέρει να βρεθεί, ούτε στην κηδεία του πολυαγαπημένου της συζύγου.
Τρεις μήνες μετά το θάνατο του αείμνηστου συζύγου της Σωτήρη Μουστάκα (4 Ιουνίου 2007) και συγκεκριμένα το πρωί της Πέμπτης 30 Αυγούστου, ''έφυγε'' από τη ζωή σε ηλικία 67 ετών.
Φιλμογραφία
Εγώ... και το Πουλί μου (1982) [Μάγια]
Η Νονά (1981) [Λίντα]
Γεύση από Ελλάδα (1980)
Καθένας με την τρέλλα του... (1980)
Μια Ελληνίδα στο χαρέμι (1971) [Μπέτυ]
Ο αχαΐρευτος (1970) [Λίτσα Βαρδατρίχα]
Η ωραία του κουρέα (1969) [Ρίτα Ψαλίδα]
Ξύπνα κορόιδο... (1969) [Λία Μπαρολέ]
Τα Δυο Πόδια σ`ένα... Παπούτσι! (1969) [Αλέκα]
Εκείνοι που ξέρουν ν' αγαπούν (1968)
Ένας ιππότης για τη Βασούλα (1968) [Πηνελόπη Γιακουμάτου]
Θα τα Κάψω τα Λεφτά μου (1968)
Κάτι κουρασμένα παληκάρια (1967) [Μαρίνα Αλεξοπούλου]
Κολωνάκι διαγωγή μηδέν (1967) [Τρακαντάρου]
Ο κόσμος τρελλάθηκε... (1967) [Μίνα]
Ο σπαγγοραμένος (1967) [Λίντα]
Τα δύο πόδια σ' ένα... παπούτσι! (1967) [Αλέκα]
Η βίλα των οργίων (1964) [Τσιμισκή]
Αμόκ (1963)
Χτυποκάρδια στο θρανίο (1963)
Εξω οι Κλέφτες (1961)
Πιέρ Ζυλ Τεοφίλ Γκοτιέ, ήταν Γάλλος ρομαντικός ποιητής, δραματουργός, μυθιστοριογράφος, δημοσιογράφος και λογοτεχνικός κριτικός
Θεόφιλος Γκωτιέ
Ο Πιέρ Ζυλ Τεοφίλ Γκοτιέ, επίσης Θεόφιλος Γκωτιέ, ήταν Γάλλος ρομαντικός ποιητής, δραματουργός, μυθιστοριογράφος, δημοσιογράφος και λογοτεχνικός κριτικός. (Pierre Jules Theophile Gautier) (30 Αυγούστου 1811 - 23 Οκτωβρίου 1872)
Η εργασία του είναι δύσκολο να ταξινομηθεί και παραμένει σημείο αναφοράς για τα επόμενα λογοτεχνικά ρεύματα, όπως ο παρνασσισμός, ο συμβολισμός και ο μοντερνισμός. Εκτιμήθηκε ευρέως από συγγραφείς τόσο διαφορετικούς όσο οι Κάρολος Μποντλέρ, αδελφοί Γκονκούρ (Goncourt), Στεφάν Μαλλαρμέ, Γκυστάβ Φλωμπέρ και ο Όσκαρ Γουάιλντ (Oscar Wilde).
Οι τελευταίες εργασίες του υπογράμμισαν τη τελειότητα της μορφής, τη λουστραρισμένη ομορφιά της γλώσσας και των καλολογικών στοιχείων, π.χ. Emaux Et Camees (Σμάλτο και Καμέες, 1852). Ήταν επίσης ο μυθιστοριογράφος του Mademoiselle De Maupin (1835), ενώ αργότερα στράφηκε στη δημοσιογραφία. Η πίστη του στην ανώτατη σημασία της μορφής στη τέχνη, με κόστος το συναίσθημα και τις ιδέες, ενέπνευσε τους ποιητές που έγιναν γνωστοί αργότερα ως Παρνασσιστές (Les Parnassiens). Κέρδιζε τα προς το ζην από τη δημοσιογραφία, για να μπορεί να γράφει και έμεινε γνωστός κυρίως για τα διηγήματά του με τίτλο Ο Θάνατος Στον Έρωτα.
Βίος
Γεννήθηκε στο Ταρμπ (Tarbes) στις 30 Αυγούστου 1811, πρωτεύουσα της επαρχίας των Άνω Πυρηναίων (Hautes-Pyrenees), στη ΝΔ Γαλλία. O πατέρας του, Pierre Gautier, ήταν αρκετά καλλιεργημένος, κυβερνητικός ανώτερος υπάλληλος και μητέρα του ήταν η Antoinette-Adelaide Concarde. Το 1814 η οικογένεια μετακόμισε στο Παρίσι και πιάνει διαμέρισμα στην παλιά συνοικία του Marais. Σπούδασε στο εξαιρετικό College Louis-le-Grand, απόφοιτοι του οποίου ήταν επίσης οι Μποντλέρ και Βολταίρος. Φοίτησε ελάχιστα, λόγω ασθένειας που τον ανάγκασε να συνεχίσει κατ' οίκον σπουδές κι ολοκλήρωσε τελικά στο College Charlemagne, απ' όπου αποφοίτησε ο Σεν Μπεβ (Charles Augustin Sainte-Beuve).
Στο κολέγιο γνώρισε τον Ζεράρ Ντε Νερβάλ (Gerard de Nerval) και έγιναν ισόβιοι φίλοι. Από τη φιλία τούτη είναι που οδηγήθηκε στη λατρεία του για τον Ουγκό. Στα 18 του, ο πατέρας του τον παρότρυνε να ασχοληθεί με τη μελέτη των λατίνων. Εκείνος αρχικά ήθελε να γίνει ζωγράφος, αλλά αντ' αυτού αφιερώθηκε στο γράψιμο.
Στην Επανάσταση του 1830, η οικογένεια Γκωτιέ συνάντησε τρομερές δυσκολίες κι αναγκάστηκε να μετακινηθεί προς τα περίχωρα. Ο νεαρός Θεόφιλος αποφάσισε να ζήσει ανεξάρτητος και ελεύθερος και ενοικίασε διαμέρισμα με τους φίλους του στο Doyenne, συνοικία του Παρισιού, ζώντας εκεί μιαν ευχάριστη μποέμικη ζωή. Προς τα τέλη του 1830, άρχισε να συμμετέχει στις συνεδριάσεις της Le Petit Cenacle, λέσχης που απαρτιζόταν από μιαν ομάδα καλλιτεχνών, που συναντώνταν στο στούντιο του Jehan Du Seigneur. Η ομάδα αυτή ήταν αντιγραφή της Σενάκλ του Ουγκό και μέλη της ήταν οι: Ζεράρ ντε Νερβάλ (Gerard de Nerval]], Αλέξανδρος Δουμάς (πατήρ) (Alexandre Dumas), Πετρύς Μπορέλ (Petrus Borel), Αλφόνς Μπρο (Alphonse Brot), Ζοζέφ Μπουσαρντύ (Joseph Bouchardy) και Φιλοτέ Ο'Νεντί (Philothee O?Neddy). Γρήγορα κέρδισαν τη φήμη των εκκεντρικών, διασκεδαστών καλλιτεχνών, αλλά παράλληλα η λέσχη αποτέλεσε για την εποχή ένα διέξοδο, ένα καταφύγιο από τη σκληρή κοινωνία.
Έργο
Ξεκίνησε τη καριέρα του ως ποιητής από το 1826, ρίχτηκε με μέγα πάθος στο ρομαντικό κίνημα και ήταν θαυμαστής του Βικτόρ Ουγκό (Victor Hugo). Επίσης βοηθήθηκε πολύ κι από τον Ονορέ ντε Μπαλζάκ (Honore de Balzac), που του προσέφερε δουλειά στα Chronique de Paris. Το 1832 έγραψε το πρώτο μακροσκελές ποίημά του, "Albertus", υπερβολικό θεολογικό μύθο, αξιοπρόσεκτο για την τελειότητα ύφους, το χρώμα και τα καλολογικά στοιχεία του. Κατόπιν ακολούθησε το "La Comedie de la mort" (1838), "Les Jeune-France" (επίθεση στους ψευτορομαντικούς, 1833) και το μυθιστόρημα "Mademoiselle de Maupin", που συγκλόνισαν τη κοινή γνώμη από τη περιφρόνηση που αυτός επέδειξε στην ηθική.
Ως δημοσιογράφος για 30 χρόνια, εργάστηκε με ζήλο -κυρίως στο περιοδικό La Presse, πράγμα που του έδινε συχνά την ευκαιρία να ταξιδεύει στον κόσμο, αλλά και να συναναστρέφεται με την υψηλή κοινωνία της εποχής- κι είχε θαυμαστή επιτυχία και ως κριτικός τέχνης, παράλληλα μ' αυτή του συγγραφέα. Είχε ξεκινήσει από το 1831 μα χωρίς κάτι ιδιαίτερο, όταν ο φίλος του Εμίλ ντε Ζιραρντέν (Emile de Girardin), τον προσέλαβε στο Λα Πρες. Kατά τη διάρκεια της θητείας του εκεί, ωστόσο, έγραψε και περί τα 70 άρθρα για τη Λε Φιγκαρό (Le Figaro).
Μαζί με τους Μποντλέρ, Ουγκό, Μπαλζάκ, Φλομπέρ, Ντελακρουά και άλλους καλλιτέχνες της εποχής και με τον Δρ Ζακ-Ζοζέφ Μορό (Jacques-Joseph Moreau) προεξάρχοντα, ανήκε σε μια λέσχη που σκοπό είχε να πειραματίζεται με τις διάφορες ουσίες και κυρίως το χασίς. Η λέσχη αυτή ονομαζόταν Λέσχη Των Χασισοποτών, που έδωσε και τον τίτλο σε κείμενό του, ένα άρθρο που περιγράφει τα πειράματα αυτά και γράφτηκε το 1846.
Το 1840 επισκέφτηκε την Ισπανία, αμέσως μετά τον εμφύλιο. Σε εκείνον ανήκει το ρητό, «Η Φαντασία είναι το πρώτο όπλο στον πόλεμο ενάντια στη Πραγματικότητα».
Απορροφημένος στην εργασία του, μετά την Επανάσταση του 1848 έγραψε πάνω από 100 άρθρα, που συγκροτούν 4 συμπαγείς τόμους βιβλίων, μέσα σε 9 μήνες. Σε τούτο συμμετείχαν ενεργά κι άλλοι ρομαντικοί της εποχής μαζί κι ο Ουγκό, όπως οι: Σατομπριάν (Francois-Rene De Chateaubriand), Λαμαρτέν (Alphonse De Lamartine), Βινί (Alfred De Vigny) & Μισέ (Alfred De Musset). Το γόητρό του ισχυροποιήθηκε από την εποχή που ήταν διευθυντής του περιοδικού Revue De Paris (1851-6).
Κατόπιν, και αφού παράτησε και το Λα Πρες, έπιασε δουλειά σαν απλός δημοσιογράφος στο Le Moniteur, (επίσημο περιοδικό της 2ης Αυτοκρατορίας) βρίσκοντας ωστόσο βαρύ και ταπεινωτικό αυτό το φορτίο. Κι όμως ανέλαβε την έκδοση της Αναθεώρησης Των Καλλιτεχνών, το 1856 και εκεί κοινοποίησε την αγάπη του για την τέχνη, μέσω πολλών και διαφόρων εξαίσιων άρθρων, διατυπώνοντας παράλληλα το χαρακτηριστικό του δόγμα, «Η Τέχνη για τη Τέχνη».
Η 10ετία του 1860 ήταν δική του, παρόλο που απορρίφθηκε 3 φορές από τη Γαλλική Ακαδημία (1867-8-9). Ο διάσημος κριτικός τέχνης -μεταξύ άλλων- Σεν Μπεβ, αφιέρωσε τουλάχιστον 3 άρθρα του, για τη συλλογική μέχρι τότε δουλειά του Γκωτιέ, το 1863. 2 χρόνια μετά, το γόητρό του ανέβηκε μιας και κλήθηκε πολλάκις στο Σαλόνι της πριγκήπισσας Ματίλντ (Mathilde Bonaparte), εξαδέλφης του Ναπολέοντα Γ' και ανηψιάς του Ναπολέοντα Βοναπάρτη. Η Ματίλντ του πρόσφερε μιαν αργομισθία, ως βιβλιοθηκάριό της, το 1868, πράγμα που του έδωσε πρόσβαση μετά, στη δίκη του Ναπολέοντα Γ'. Από το 1862 είχε εκλεγεί πρόεδρος της Societe Nationale Des Beaux-Arts, κι εκεί ήρθε σ' επαφή με επιτροπή αποτελούμενη από τους πιο γνωστούς καλλιτέχνες της εποχής, όπως οι: Ευγένιος Ντελακρουά, Πιέρ Πυβί ντε Σαβάν (Pierre Puvis de Chavannes), Εντουάρ Μανέ, Αλμπέρτ-Ερνέστ Καριέ-Μπελέζ (Albert-Ernest Carrier-Belleuse) και Γκυστάβ Ντορέ.
Ταξίδια
Ταξίδεψε πάρα πολύ στον κόσμο κι επισκέφτηκε χώρες όπως η Ισπανία, η Ιταλία, η Αίγυπτος, η Ρωσία, η Αλγερία, η Τουρκία κ.λπ. Τα ταξίδια αυτά πολλάκις τον ενέπνευσαν στα γραπτά του. Για παράδειγμα, το Ταξίδι στην Ισπανία (Voyage en Espagne, 1843), το Θησαυροί Τέχνης στη Ρωσία (Tresors d' Art de la Russie, 1858), το Ταξίδι στη Ρωσία (Voyage en Russie, 1867) και η Κωνσταντινούπολη. Η ταξιδιωτική αυτή λογοτεχνία του, σήμερα εξετάζεται με πολλή προσοχή.
Έχει προσωπικό ύφος, περιγράφοντας τις προτιμήσεις του για τον πολιτισμό και τη τέχνη γενικότερα και ως εκ τούτου θεωρείται και κατέχει μιαν από τις κορυφαίες θέσεις στον 19ο αιώνα. Έγραψε και πολλά σενάρια για μπαλέτα με κυριότερο κείνο της "Ζιζέλ" (Giselle) και του οποίου η πρώτη ερμηνεύτρια, μπαλαρίνα Καρλότα Γκρίζι (Carlotta Grisi), υπήρξε ο μεγάλος έρωτας της ζωής του. Επειδή δεν μπόρεσε να τη παντρευτεί, πήρε την αδερφή της, την τραγουδίστρια Ερνεστίνα. Ήταν επίσης λάτρης των γατών.
Κέρδισε θέση στη Λεγεώνα Της Τιμής, για μιαν εργασία του που κέρδισε την επιτροπή για το σχεδιασμό του τάφου του Ναπολέοντα. Κατά τη διάρκεια του Γαλλοπρωσικού Πολέμου, ο Θεόφιλος Γκωτιέ γύρισε πίσω στο Παρίσι, μόλις έμαθε για την εισβολή των Πρώσων στη πρωτεύουσα και έμεινε εκει για όλη σχεδόν τη κατοχή, ώσπου πέθανε στις 23 Οκτωβρίου 1872 ξαφνικά, από μια μακριά καρδιακή πάθηση και τάφηκε με τιμές, στο κοιμητήριο της Μονμάρτρης (Cimetiere de Montmartre), στο Παρίσι, σε ηλικία 61 ετών.
Απόψεις
Λάτρεψε τον Ουγκό και συμμερίστηκε τις απόψεις του για την έννοια της λέξης "τραγωδία", θαύμασε τον Μπαλζάκ για τη προσφορά του στα γαλλικά γράμματα κι επίσης συμπάθησε μεγάλους ζωγράφους της εποχής όπως ο Γάλλος Ενγκρ (Jean-Auguste-Dominique Ingres), αλλά και τους Ισπανούς: Μουρίλο (Murillo), Βελάσκεθ (Velasquez) & Ριμπέρα (Ribera). Ο ρόλος του στα περιοδικά κυρίως, εκτός από την ενημέρωση, ήταν αυτός του θεατρικού και λογοτεχνικού κριτικού.
Η κριτική του ήταν ανακλαστική και κυρίως μαρτυρούσε όχι εμπορικές, αλλά προσωπικές του προτιμήσεις καθαρά. Επηρεάστηκε στη κριτική του, από τον Ντενί Ντιντερό (Denis Diderot), που πίστευε πως ο κριτικός έπρεπε να "μεταφράζει" έτσι το εκάστοτε έργο, ώστε να μπορεί να το καταλαβαίνει ο αναγνώστης. Πάντως έκανε μια σαφή διάκριση μεταξύ πεζού λόγου και ποίησης, δηλώνοντας πως ουδέποτε το πεζό μπορεί να χαρακτηριστεί ίσο με το ποίημα. Επίσης ήταν πρόθυμος να δεχτεί ως εφάμιλλη την κωμωδία με την τραγωδία.
Περισσότερα Άρθρα...
- Άγιος Αλέξανδρος, Αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως
- Αττίκ, ήταν Έλληνας μουσικοσυνθέτης, στιχουργός και ερμηνευτής των τραγουδιών του, από τους σημαντικότερους εκφραστές του ελληνικού ελαφρού τραγουδιού στις αρχές του 20ου αιώνα
- Βασίλειος A' o Μακεδών Βυζαντινός Αυτοκράτορας, ένας παλαιστής στο θρόνο του Βυζαντίου
- Στέλιος Καζαντζίδης, ήταν σπουδαίος Έλληνας λαϊκός τραγουδιστής, συγκαταλέγεται στους σημαντικότερους τραγουδιστές του Ελληνικού λαϊκού τραγουδιού