Άρθρα
Μήτσος Λυγίζος, ήταν Έλληνας συγγραφέας λογοτεχνικών και θεατρικών έργων ποιητής, σκηνοθέτης, ηθοποιός και διευθυντής Δραματικών Σχολών
Μήτσος Λυγίζος
Ο Μήτσος Λυγίζος, ήταν Έλληνας συγγραφέας λογοτεχνικών και θεατρικών έργων ποιητής, σκηνοθέτης, ηθοποιός και διευθυντής Δραματικών Σχολών. (1 Σεπτεμβρίου 1912 - 18 Σεπτεμβρίου 1993)
Ο Μήτσος Λυγίζος ήταν ένας άνθρωπος γενικότερα του πνεύματος. Με μεγάλη ευρυμάθεια, υπήρξε επί σειρά ετών Γενικός Διευθυντής των Δραματικών Σχολών του Ωδείου Αθηνών και του Εθνικού Θεάτρου.
Ήταν πολυγραφότατος με σημαντικό συγγραφικό έργο. Ασχολήθηκε επιτυχώς με την λογοτεχνία και το θέατρο.,
Γεννήθηκε στην Αθήνα από νησιώτες γονείς. Ήταν παντρεμένος με τη γνωστή συγγραφέα Έλενα Πανταζώνη και απέκτησαν έναν γιο. Ο γνωστός ηθοποιός Ντάνος Λυγίζος ήταν ανιψιός του.
Πέθανε από οξύ πνευμονικό οίδημα σε ηλικία 81 ετών το 1993.
Θέατρο
Αρχικά σπούδασε στην Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου όπου έγινε βοηθός του Δημήτρη Ροντήρη , και συνέχισε τις σπουδές του στο Central School of Dramatic Arts στο Λονδίνο.
Ως ηθοποιός πρωτοεμφανίστηκε το 1940 συμμετέχοντας στην «Αντιγόνη» του Σοφοκλή που παρουσίασε το Εθνικό Θέατρο με πρωταγωνίστρια την Ελένη Παπαδάκη.
Το 1948 έφυγε από την Ελλάδα για να σπουδάσει σκηνοθεσία στο Παρίσι, στο Λονδίνο και στην Νέα Υόρκη .
Το 1954, όταν γύρισε στην Ελλάδα, δημιούργησε το «Κυκλικό Θέατρο» στον Παρνασσό σκηνοθετώντας πολλές παραστάσεις με γνωστούς πρωταγωνιστές όπως την Κυβέλη, την Κατερίνα, την Άννα Συνοδινού κ. ά. Το 1956 καινοτόμησε με το «Θέατρο στο πράσινο» ανεβάζοντας στον Εθνικό Κήπο το «Ρωμαίος και Ιουλιέτα», όπου αντί των σκηνικών κυριαρχούσε το φυσικό τοπίο. Τα επόμενα χρόνια συνεργάστηκε με τους θιάσους Κατράκη, Έλσας Βεργή, Βουγιουκλάκη, Τζένης Καρέζη, Δημήτρη Παπαμιχαήλ, Δέσπως Διαμαντίδου, Νίκου Χατζίσκου κ.ά. ανεβάζοντας έργα κλασσικού ρεπερτορίου έως επιθεώρηση. Έγραψε το σενάριο της κινηματογραφικής ταινίας «Το σταυροδρόμι του πεπρωμένου» που σκηνοθέτησε ο Τζιάννι Βερνούτσιο.
Πολύμορφη και ουσιαστική ήταν η συμβολή του τη διαμόρφωση του ραδιοφωνικού και τηλεοπτικού θεάτρου στη χώρα μας. Εργάστηκε στο ραδιόφωνο μέχρι το 1970 σκηνοθετώντας πολλά έργα. Υπήρξε ο πρώτος Έλληνας σκηνοθέτης θεατρικών έργων στο χώρο της ελληνικής ραδιοφωνίας (πχ «Ηχώ και Νάρκισσος» με Δημήτρη Χορν και Έλλη Λαμπέτη, «Ρινόκερος» του Ευγένιου Ιονέσκο, «Το Πάσχα του Ανδρόνικου» του Προκοπίου, κ.ά.). Στην τηλεόραση επίσης είχε μεγάλη θητεία καθώς σκηνοθέτησε εκτός από μονόπρακτα έργα στις τηλεοπτικές εκπομπές «Το μικρό Θέατρο» και το «Θέατρο της Δευτέρας» και τα σήριαλ «Ο άνθρωπος δίχως πρόσωπο», «Τα αγρίμια», «Ο εφιάλτης», «Τα δύσκολα χρόνια», «Η Θέμις έχει νεύρα», «Η Θέμις έχει κέφια», «Μαντάμ Σουσού», «Μία υπέροχη γλωσσού» κ.ά.
Ο Μήτσος Λυγίζος ως σκηνοθέτης είχε πρωτοποριακές ιδέες ανανεώνοντας τον τρόπο μεταφοράς / μετάγγισης της παράστασης ενός έργου στο κοινό. Παραδείγματα υπήρξαν πολλά, όπως το Κυκλικό θέατρο και το Θέατρο στο Πράσινο ή η παράσταση του έργου «Θεοφανώ» του Άγγελου Τερζάκη στον παλιό χριστιανικό ναό της Ροτόντας στην Θεσσαλονίκη.
Ο σκοπός ήταν προφανής, με την αφαίρεση του φόρτου των σκηνικών από τις παραστάσεις και την προβολή στο κοινό αφενός της δύναμης του θεατρικού έργου και αφετέρου της ικανότητας των ηθοποιών να ενσαρκώσουν τους ήρωες.
Οι ιδέες του και οι πρωτότυπες σκηνοθετικές του αντιλήψεις είχαν ανταπόκριση στο κοινό και έτσι η δραστηριότητά του μπόρεσε να επεκταθεί σε μία σειρά σκηνοθεσιών σε κρατικά και ελεύθερα θέατρα.
Ποίηση
Ως ποιητής είχε στο κέντρο της δημιουργίας του τον άνθρωπο. Αυτόν που δοκιμάζεται από κοινωνικές και εθνικές αντιξοότητες. Από την ποίησή του περνούν όλα εκείνα που απασχολούν τις αισθήσεις και την νόηση από τον περιβάλλοντα χώρο. Η ποιητική του γραφή ήταν ελλειπτική χωρίς φανατισμούς και προσήλωση σε κάποιο αισθητικό ρεύμα.
Η πρώτη του ποιητική συλλογή εκδόθηκε το 1940 («Τοπία του ημίφωτος»). Ακολούθησαν, μεταξύ άλλων, οι «Θαλασσινές καμπάνες», «Δίοδος», «Κατάδυση» για την οποία κέρδισε το α κρατικό βραβείο Ποίησης το 1981, «Μαρτυρολόγιο», «Λάμπα καταγραφής». Πολλά από τα ποιήματά του μεταφράστηκαν στα Ιταλικά, στα Γερμανικά, στα Αγγλικά και σε άλλες γλώσσες.
Το 1978 του απονεμήθηκε το πρώτο κρατικό βραβείο δοκιμίου για το έργο του «Θέματα και Ποιητές».
Συγγραφικό έργο
Έγραψε πολλά και σημαντικά δοκίμια και μελέτες για το θέατρο και όχι μόνο. Μεταξύ αυτών το «Τομή στο σύγχρονο θέατρο», «Το Νεοελληνικό πλάι στο παγκόσμιο θέατρο (β’έκδοση)» για το οποίο του απονεμήθηκε το βραβείο της Ακαδημίας Αθηνών το 1982, «Νεοελληνική δραματουργία», κ. ά.
Έγραψε μονόπρακτα, ασχολήθηκε με τη μετάφραση ξένων συγγραφέων «Επτά φημισμένα μονόπρακτα» με μεταφράσεις έργων συγγραφέων όπως οΤζων Μίλινγκτον Σιντζ (John Millington Synge), o Ουίλιαμ Σάρογιαν (William Saroyan), o Ρούπερτ Μπρούκ (Rupert Brooke) κ.ά.), την «Κοιμισμένη τρέλα» του Πωλ Βίνσεντ Κάρολ (Paul Vincent Carroll) καθώς και με ταξιδιωτικές περιγραφές.
Με το δίτομο ογκώδες βιβλίο του «Το Νεοελληνικό πλάι στο Παγκόσμιο θέατρο» προσπάθησε να δώσει μια καθοριστική εξήγηση στην έννοια Θέατρο. Θεωρούσε ότι Θέατρο σημαίνει για κάθε χώρα τα σκηνικά έργα που έγραψαν οι συγγραφείς της στη γλώσσα της.
Όταν, λ.χ., αναφέρεται η αρχαία ελληνική τραγωδία εννοούνται τα έργα του Αισχύλου, του Σοφοκλή, του Ευριπίδη και όχι οι υποκριτές ή ο τρόπος που ερμήνευαν τα έργα αυτά στις σκηνές των αρχαίων Θεάτρων.
Οι τελευταίοι καθώς και οι υπόλοιποι παράγοντες που συμβάλλουν στο ανέβασμα μιας παράστασης θεωρούσε ότι είναι οι δημιουργοί της σκηνικής τέχνης που αποτελεί ξεχωριστό τομέα του Θεάτρου.
Για μία σειρά ετών διετέλεσε Γενικός Διευθυντής των Δραματικών Σχολών του Εθνικού Θεάτρου και του Ωδείου Αθηνών, όπου δίδασκε κιόλας. Μαθητές του υπηρξαν πολλοί γνωστοί σημερινοί πρωταγωνιστές του Θεάτρου και της Τηλεόρασης.
Διετέλεσε μέλος του διοικητικού συμβουλίου στην Εταιρία Ελλήνων Λογοτεχνών από το 1982 έως το 1984 και αντιπρόεδρος το 1980.
Ποιητικές συλλογές
Λάμπα καταγραφής, Αθήνα 1989, εκδόσεις Δωδώνη
Ποίηση απ' την αντίσταση, εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή, 1986, ISBN 9602243147
Κατάδυση, Από την Αντίσταση στο σήμερα, Αθήνα 1981 , εκδόσεις Δωδώνη
Πολιορκία, Αθήνα 1974
Μαρτυρολόγιο, Αθήνα 1974 , εκδόσεις Εργαστήρι
Εραναν τον τάφο, Αθήνα 1966, εκδόσεις Δίφρος
Δίοδος, Αθήνα 1965, Εκδόσεις Δίφρος
Μουσική, Αθήνα 1956
Οι τελευταίοι , Αθήναι 1956, εκδόσεις Μιχ.Σαλιβέρου
Η αλλαγή, Αθήνα 1947 , έκδοση Α. Μαυρίδης
Θαλασσινές Καμπάνες, Αθήνα 1943
Τοπία του ημίφωτος, 1940 (η πρώτη του ποιητική συλλογή)
Βιβλία & Λογοτεχνικές μελέτες
Τομή στο σύγχρονο θέατρο και δώδεκα θεατρικά δοκίμια, εκδόσεις Δωδώνη, Αθήνα 1987, ISBN 960-248-332-6
Από τα ταξίδια μου, εκδόσεις Δωδώνη, Αθήνα 1984
Αντίσταση εμφύλιος και δικτατορία, εκδόσεις Δωδώνη, ISBN 960-248-334-4
Προβληματισμοί στην ποίηση-Δοκίμια, εκδόσεις Δωδώνη, 1978, ISBN 960-248-402-0
Το νεοελληνικό πλάι στο παγκόσμιο θέατρο, έκδοση Μ. Σαλίβερος, Αθήνα 1958
Ο Τέλλος Άγρας και ο λυρικός λόγος
Η έννοια της ποίησης
Φιλμογραφία
Ο Δρόμος των Ηρώων (1971)
Αυτοί που ξέχασαν τον Όρκο τους (1971)
Μία Ζωή χωρίς Αγάπη (1970)
Ο Μεγάλος Ένοχος (1970)
Αλτ! και σ'έφαγα. Εδώ Προκόπης (1969)
Κουρέλι της Ζωής (1969)
Η λεωφόρος της προδοσίας (1969)... στρατιωτικός, πρόεδρος ανακριτικής επιτροπής
Η Οδύσσεια ενός ξεριζωμένου (1969)
Ο Τσαχπίνης (1968)
Πήρε ο άνεμος τα όνειρά μου (1968)
Ωραία Αιγιώτισσα (1968)
Ορκίζομαι, Είμαι Αθώα (1968)...Μίλτος Κανδρής
Ένας ιππότης με... τσαρούχια (1968) .... Επαμεινώνδας Κουλουβάχατος
Αυτή που δεν λύγισε (1968) .... Πέτρος Βελλίδης
Ο εμποράκος (1967) .... Μαρίνος Κωνσταντινίδης
Άδικη Κατάρα (1967)
Ο Αδελφός Άννα (1963)... ηγούμενος
Συντρίμμια της Ζωής (1963)
Ο Λουστράκος (1962) .... Γιώργος Καρέλης
Το ταξίδι(1962)...Κεχαγιόγλου
Ποτέ την Κυριακή / Never on Sunday (1960) .... Αρμάθης (καπετάνιος)
Θεατρικές παραστάσεις που σκηνοθέτησε στην τηλεόραση
Ο αντρειωμένος 1971 ΥΕΝΕΔ
Ε, εσείς οι απ'έξω 1971 ΥΕΝΕΔ
Η νεράιδα 1972 ΥΕΝΕΔ
Ένας ευτυχής θνητός 1972 ΥΕΝΕΔ
Όνειρο για δύο 1972 ΥΕΝΕΔ
Δείπνο για δύο 1972 ΥΕΝΕΔ
Κατ' αντιπαράστασιν 1972 ΥΕΝΕΔ
Ο άνθρωπος της Ραγκούν 1972 ΥΕΝΕΔ
Ο τυχερός 1972 ΥΕΝΕΔ
Την παραμονή 1972 ΥΕΝΕΔ
Το παιδί 1972 ΥΕΝΕΔ
Ένα γκαρσόνι με τρυφερή καρδιά 1973 ΥΕΝΕΔ
Ένας σύζυγος με κατανόηση 1973 ΥΕΝΕΔ
Αγάπη και πως να τη θεραπεύσεις 1973 ΥΕΝΕΔ
Αυτεπάγγελτος υπεράσπισις 1973 ΥΕΝΕΔ
Αυτός που έφυγε 1973 ΥΕΝΕΔ
Βασίλισσες της Γαλλίας 1973 ΥΕΝΕΔ
Δίπλωμα 1973 ΥΕΝΕΔ
Η αρμονία 1973 ΥΕΝΕΔ
Η ιστορία ενός πουκαμίσου κι ενός βιολιού 1973 ΥΕΝΕΔ
Η μέγγενη 1973 ΥΕΝΕΔ
Η παρεξήγηση (1973) 1973 ΥΕΝΕΔ
Κοράν 1973 ΥΕΝΕΔ
Νυχτερινή ιστορία 1973 ΥΕΝΕΔ
Ο Μπελαβίτα 1973 ΥΕΝΕΔ
Ο γερο-ζηλιάρης 1973 ΥΕΝΕΔ
Ο τενόρος (1973) 1973 ΥΕΝΕΔ
Πέντε πέσος πρόστιμο 1973 ΥΕΝΕΔ
Ποτέ μην πεις μεγάλο λόγο 1973 ΥΕΝΕΔ
Τα κύματα ήταν μεγάλα 1973 ΥΕΝΕΔ
Τα ποντίκια (1973) 1973 ΥΕΝΕΔ
Το διαμάντι (1973) 1973 ΥΕΝΕΔ
Το ραντεβού 1973 ΥΕΝΕΔ
Η κοιμισμένη τρέλα 1981 ΕΡΤ
Σειρές που σκηνοθέτησε στην Τηλεόραση
Αγρίμια 1973 ΥΕΝΕΔ
Δύσκολα χρόνια 1975 ΥΕΝΕΔ
Εφιάλτης 1973 ΕΙΡT
Η Θέμις έχει κέφια 1975 ΕΙΡΤ
Η Θέμις έχει νεύρα 1976 ΕΡΤ
Μαντάμ Σουσού 1972 ΥΕΝΕΔ
Μια υπέροχη γλωσσού 1977 ΕΡΤ
Ο άνθρωπος δίχως πρόσωπο 1972 ΕΙΡΤ
Ορκίζομαι να είπω την αλήθεια 1976 ΥΕΝΕΔ
Ορκιστείτε παρακαλώ 1982 ΥΕΝΕΔ
Χωρίς φόβο και πάθος 1976 ΕΡΤ
Τζίμι Χέντριξ, ήταν Αμερικανός κιθαρίστας, τραγουδιστής και συνθέτης, θεωρείται ως ο κορυφαίος κιθαρίστας στην ιστορία της ροκ μουσικής
Τζίμι Χέντριξ
O Τζίμι Χέντριξ, γεννημένος ως Τζώνυ Άλλεν Χέντριξ, ήταν Αμερικανός κιθαρίστας, τραγουδιστής και συνθέτης. (James Marshall "Jimi" Hendrix, 27 Νοεμβρίου 1942 – 18 Σεπτεμβρίου 1970)
Θεωρείται από πολλούς ως ο κορυφαίος κιθαρίστας στην ιστορία της ροκ μουσικής. Ξεκίνησε το 1961 να παίζει διάφορους ρυθμούς μπλουζ της εποχής.
Το 1966, μετέβη στο Λονδίνο όπου και δημιούργησε ως Τζίμι Χέντριξ, μαζί με τους Μιτς Μίτσελ στα τύμπανα και τον Νόελ Ρέντινγκ στο μπάσο, το φημισμένο συγκρότημά του, The Jimi Hendrix Experience, που γνώρισε τεράστια επιτυχία ξεκινώντας τις μεγάλες του εμφανίσεις από τη Γαλλία συνεχίζοντας σε άλλες πόλεις της Ευρώπης, με μεγάλες επιτυχίες τα τραγούδια "Hey, Joe'", "Purple Haze" και "The Wind Cries Mary'".
Το 1968, το συγκρότημα διαλύθηκε και τον αμέσως επόμενο χρόνο, ο Χέντριξ συνέχισε με το συγκρότημα Band of Gypsys.
Μια από τις πιο γνωστές του εμφανίσεις ήταν αυτή στο φεστιβάλ του Γούντστοκ στις 18 Αυγούστου του 1969, όπου, μεταξύ άλλων, παρουσίασε μια διασκευή του Εθνικού ύμνου των Ηνωμένων Πολιτειών.
Ο Τζίμι Χέντριξ χρησιμοποιώντας στο μέγιστο δυνατό τους ηλεκτρικούς ενισχυτές καθώς και τις δυνατότητες της μουσικής μίξης άνοιξε νέους ορίζοντες στο είδος αυτό της μουσικής με συνέπεια και να καθιερωθεί πολύ γρήγορα.
Βρέθηκε νεκρός στις 18 Σεπτεμβρίου 1970 στο ξενοδοχείο "Samarkand" στο Λονδίνο όπου διέμενε. Αν και ως αιτία θανάτου προσδιορίστηκε αναρρόφηση τροφών, οι συνθήκες που οδήγησαν στο θάνατό του οφείλονταν σε υπερβολική λήψη βαρβιτουρικών. Ο τελευταίος άνθρωπος που ήταν μαζί του ήταν η Γερμανίδα σύντροφός του Μόνικα Ντάνεμαν.
Βιογραφία
Τα πρώτα χρόνια
Ο Τζίμι Χέντριξ γεννήθηκε με το όνομα Τζόνι Άλεν Χέντριξ στις 27 Νοεμβρίου 1942 στο Σιάτλ, από τον Αλ Χέντριξ και τη Λουσίλ Τζέτερ και ήταν ο μεγαλύτερος από τα πέντε αδέλφια της οικογένειας.
Ο Αλ Χέντριξ πολέμησε στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και αποστρατεύτηκε τον Σεπτέμβριο του 1945. Μετά την επιστροφή του άλλαξε το όνομα του πρωτότοκου γιου του σε Τζέιμς Μάρσαλ Χέντριξ.
Οι γονείς του πήραν διαζύγιο το 1951. Η μητέρα του πέθανε από κίρρωση του ήπατος στις 2 Φεβρουαρίου 1958, λόγω μακροχρόνιων προβλημάτων εθισμού στο αλκοόλ.
Την κηδεμονία του Τζίμι Χέντριξ ανέλαβε ο πατέρας του και τον μεγάλωσε στο Βανκούβερ μαζί με τη γιαγιά του. Τα τρία από τα πέντε αδέλφια του, αντιμετώπιζαν σοβαρά προβλήματα υγείας εκ γενετής, με τον Τζόζεφ να έχει πρόβλημα νοητικής στέρησης, την Κάθι να είναι τυφλή και την Πάμελα να έχει κινητικά προβλήματα.
Ο χωρισμός των γονιών του τον επηρέασε, ωθώντας τον να είναι πιο ντροπαλός και ευαίσθητος. Στα 15 του χρόνια αγόρασε την πρώτη του ακουστική κιθάρα έναντι πέντε δολαρίων, από ένα γνωστό του πατέρα του.
Έμαθε να παίζει μόνος του, βλέποντας πώς έπαιζαν άλλοι κιθαρίστες και το 1959, ο πατέρας του του δώρισε την πρώτη του ηλεκτρική κιθάρα μάρκας "Supro Ozark".
Πρώτες του μεγάλες επιρροές ήταν ο Muddy Waters και ο B. B. King.
Στη συνέχεια, έγινε μέλος διάφορων τοπικών συγκροτημάτων, δίνοντας την πρώτη του συναυλία στο υπόγειο μίας Εβραϊκής συναγωγής, στο Σιάτλ. Το πρώτο του επίσημο συγκρότημα ήταν οι Velvetones, ενώ ακολούθησαν οι Rocking Kings με τον Χέντριξ να κερδίζει το κοινό παίζοντας την κιθάρα ενώ την κρατούσε πίσω από το κεφάλι του ή ανάμεσα στα πόδια του.
Στα τέλη της δεκαετίας του '50, έγινε αποδεκτός στο "Garfield High School" αλλά δεν ολοκλήρωσε τις σπουδές του λόγω απουσιών. Κατά τη δεκαετία του '90 του απονεμήθηκε, μετά θάνατον, τιμητικό δίπλωμα.
Στρατιωτική θητεία
Στα 19 του χρόνια, κατατάχθηκε στο στρατό για να αποφύγει τη σύλληψη λόγω του ότι οδηγούσε κλεμμένα αυτοκίνητα, με ημέρα κατάταξης τις 31 Μαΐου 1961. Μετά τη δίμηνη βασική εκπαίδευση, μετατέθηκε στην 101η Αερομεταφερόμενη Μεραρχία, στο Φορτ Κάμπελ του Κεντάκι.
Η σκληρή εκπαίδευση των αλεξιπτωτιστών τον οδήγησε στο να ζητήσει από τον πατέρα του να του στείλει την κιθάρα του, με τον Χέντριξ να ασχολείται περισσότερο με αυτήν, παραμελώντας τα καθήκοντα του.
Εκεί, γνώρισε τον μπασίστα Μπίλι Κοξ, με τον οποίο συνεργάστηκαν σχηματίζοντας τους Casuals, οι οποίοι έπαιζαν σε τοπικά κλαμπ.
Στις 11 Ιανουαρίου του 1962, ο Χέντριξ ολοκλήρωσε την εκπαίδευση του, αλλά ο χαρακτήρας του προκαλούσε δυσαρέσκεια στους ανωτέρους του, με την χαλαρή αντιμετώπιση των καθηκόντων του να του προκαλεί συχνά προβλήματα.
Στις 29 Ιουνίου 1962, αποστρατεύτηκε λόγω ακαταλληλότητας. Παρ' όλα αυτά, ο ίδιος δήλωσε ότι η αποστράτευση του ήλθε μετά από στραμπούληγμα του αστραγάλου του κατά την 26η πτώση του με αλεξίπτωτο.
Πρώτες συνεργασίες
Στα τέλη του 1963, ο Χέντριξ σχημάτισε τους King Kasuals μαζί με τον Μπίλι Κοξ και μετακόμισαν στο Νάσβιλ όπου έπαιξαν για ένα μεγάλο διάστημα στο "Club del Morocco". Στην επόμενη διετία, συνεργάστηκε με ονόματα όπως ο Ουίλσον Πικέτ, ο Σαμ Κουκ, ο Τζάκι Ουίλσον, κ.α..
Στις αρχές του 1964, παραιτήθηκε από τους King Kasuals και μετακόμισε στο Χάρλεμ της Νέας Υόρκης, μαζί με την κοπέλα του, Φέι. Λίγο αργότερα, κέρδισε το πρώτο βραβείο σε διαγωνισμό ερασιτεχνών μουσικών στο "Apollo Theater", ενώ ξεκίνησε να συνεργάζεται με διάφορα συγκροτήματα της περιοχής.
Έγινε μέλος των The Isley Brothers, με πρώτη του ηχογράφηση το σινγκλ "Testify", το οποίο κυκλοφόρησε μέσω της δισκογραφικής εταιρείας "T-Neck" τον Ιούνιο του 1964. Μετά από μία περιοδεία στις Ηνωμένες Πολιτείες, ο Χέντριξ αποχώρησε από το συγκρότημα.
Το καλοκαίρι του 1964, βοήθησε στην ενορχήστρωση του τραγουδιού "Mercy Mercy" του Ντον Κόβεϊ το οποίο σκαρφάλωσε στο Top-40 του Billboard, πριν ενταχθεί στους Upsetters του Λιτλ Ρίτσαρντ, παίζοντας στο σινγκλ "I Don't Know What You Got (But It's Got Me)" το οποίο έφθασε στο # 92 των αμερικάνικων τσαρτ. Στη συνέχεια, συμμετείχε στο "My Diary" της Ρόζα Λι Μπρουκς, όπου γνώρισε και τον Άρθουρ Λι των Love.
Στα τέλη Ιουλίου του 1965, απολύθηκε από το σχήμα του Λιτλ Ρίτσαρντ λόγω διαφωνιών με τον τραγουδιστή και επανενώθηκε με τους The Isley Brothers, ηχογραφώντας το σινγκλ "Move Over and Let Me Dance" μέσω της "Atlantic". Στη συνέχεια, έγινε μέλος των Curtis Knight and the Squires, με τους οποίους έπαιξε στο σινγκλ "How Would You Feel".
Το 1966, σχημάτισε τους Blue Flame με τον 15χρονο κιθαρίστα Ράντι Γουλφ, τον μπασίστα Ράντι Πάλμερ και το ντράμερ Ντάνι Κάσεϊ. Το συγκρότημα έπαιξε εκτενώς σε κλαμπ της Νέας Υόρκης, μέχρι το Μάιο εκείνης της χρονιάς, όταν και διαλύθηκαν.
Jimi Hendrix Experience
Στις 24 Σεπτεμβρίου 1966, ο Τζίμι Χέντριξ έφθασε στο Λονδίνο και τις επόμενες ημέρες έκανε οντισιόν για μπασίστα και ντράμερ. Στις 29 του μήνα γνώρισε τον Νόελ Ρέντινγκ, ο οποίος ανέλαβε το μπάσο ενώ μέχρι τότε έπαιζε κιθάρα, και μία εβδομάδα αργότερα το ντράμερ Μιτς Μίτσελ.
Το όνομα "The Jimi Hendrix Experience" υιοθετήθηκε μετά από πρόταση του μάνατζερ τους, Μάικ Τζέφερι.
Το νεοσύστατο σχήμα έδωσε την πρώτη του συναυλία στις 13 Οκτωβρίου 1966 στο Εβρό της Γαλλίας μετά από πρόσκληση του Τζόνι Χαλιντέι. Μετά από άλλες τρεις ζωντανές εμφανίσεις επί γαλλικού εδάφους, οι Experience επέστρεψαν στην Αγγλία, όπου έγιναν γνωστοί για τις συναυλίες τους και τα υψηλά ντεσιμπέλ στα οποία έπαιζαν, όπως και για τη σπουδαία τεχνική κατάρτιση του Τζίμι Χέντριξ.
Τον Δεκέμβριο του 1966, κυκλοφόρησε το πρώτο τους σινγκλ, η διασκευή στο "Hey Joe" του Μπίλι Ρόμπερτς, το οποίο σκαρφάλωσε στο # 6 των βρετανικών τσαρτ.
Στις 11 Ιανουαρίου 1967, έπαιξαν ζωντανά στο κλαμπ "Bag O' Nails", με πληθώρα διασημοτήτων να βρίσκονται στο κοινό, με τον Χέντριξ να κερδίζει τον θαυμασμό μεγάλων μουσικών του είδους όπως ο Έρικ Κλάπτον, ο Μικ Τζάγκερ, ο Τζεφ Μπεκ, κ.α..
Στις 12 Μαΐου 1967, κυκλοφόρησε το πρώτο τους άλμπουμ με τίτλο "Are You Experienced?", σκαρφαλώνοντας στη δεύτερη θέση στη Μεγάλη Βρετανία και την πέμπτη στις Ηνωμένες Πολιτείες, συνοδευόμενο από τις Top-10 επιτυχίες "Purple Haze" και "The Wind Cries Mary". Το άλμπουμ έχει πλέον βραβευθεί ως τετραπλά πλατινένιο.
Παρά τη μεγάλη αρχική τους επιτυχία στην Ευρώπη, οι Experience αναγνωρίστηκαν στην αντίπερα όχθη του Ατλαντικού μετά την εμφάνιση τους στο "Monterey International Pop Festival", στις 18 Ιουνίου 1967.
Στο τέλος της εμφάνισης τους, ο Χέντριξ έβαλε φωτιά στην κιθάρα του, επί σκηνής. Στη συνέχεια έπαιξαν για πέντε συνεχόμενες ημέρες στο "Fillmore West" του Σαν Φρανσίσκο, για να περιοδεύσουν στις Ηνωμένες Πολιτείες ανοίγοντας τις εμφανίσεις των The Monkees και ηχογραφώντας νέα κομμάτια για το δεύτερο τους άλμπουμ στα "Mayfair Studios" της Νέας Υόρκης.
Στις 1 Δεκεμβρίου 1967, κυκλοφόρησε ο δεύτερος τους δίσκος με τίτλο "Axis: Bold as Love", σκαρφαλώνοντας στο Top-5 σε Βρετανία και Αμερική. Το άλμπουμ κυκλοφόρησε μέσα στο 1967 με σκοπό να εκπληρώσουν τον όρο στο συμβόλαιο τους που τους υποχρέωνε να ηχογραφήσουν δύο δίσκους μέσα στο συγκεκριμένο έτος.
Ο Χέντριξ δήλωσε απογοητευμένος από το εξώφυλλο του δίσκου, προτιμώντας να επεδείκνυε την προγονική του, ινδιάνικη παράδοση.
Ο τρίτος δίσκος του συγκροτήματος ηχογραφήθηκε στα "Record Plant Studios", με τον Χέντριξ να ηχογραφεί και το μπάσο σε έξι από τα δεκαέξι κομμάτια του άλμπουμ, αφού ο Ρέντινγκ, έχοντας δημιουργήσει το προσωπικό του σχήμα με την ονομασία Fat Matress, δυσκολευόταν να καλύψει τις υποχρεώσεις του. Σε αυτή την περίοδο, ο κιθαρίστας ξεκίνησε να πειραματίζεται και με άλλους μουσικούς.
Στις 25 Οκτωβρίου 1968, κυκλοφόρησε το άλμπουμ με τίτλο "Electric Ladyland", ανεβαίνοντας στην κορυφή του Billboard στις Ηνωμένες Πολιτείες. Ο δίσκος περιείχε τις επιτυχίες "Burning of the Midnight Lamp", "All Along the Watchtower" και "Crosstown Traffic", όπως και το "Voodoo Child (Slight Return)", το οποίο κυκλοφόρησε μετά το θάνατο του καλλιτέχνη, δύο χρόνια αργότερα ανεβαίνοντας στο # 1 στη Μεγάλη Βρετανία.
Στις αρχές του 1969, οι Experience περιόδευσαν στην κεντρική Ευρώπη, παίζοντας τις δύο τελευταίες τους ευρωπαϊκές συναυλίες στο "Royal Albert Hall" του Λονδίνου, στις 18 και 24 Φεβρουαρίου 1969.
Το συγκρότημα μετέβη στις Ηνωμένες Πολιτείες, όπου οι συνεχείς διαφωνίες του Ρέντινγκ με τον Χέντριξ οδήγησαν τον πρώτο σε αποχώρηση, με τελευταία του εμφάνιση στο "Pop Festival" του Ντένβερ.
Ο Χέντριξ κάλεσε τον παλιό του φίλο, Μπίλι Κοξ, μαζί με τον οποίο εμφανίστηκε στο "φεστιβάλ του Γούντστοκ", μία εμφάνιση για την οποία παρέλαβε συνολικά 44.000 δολάρια.
Το συγκρότημα εμφανίστηκε στις οκτώ το πρωί της τέταρτης ημέρας του φεστιβάλ, κλείνοντας τις εμφανίσεις των συγκροτημάτων μπροστά σε μικρότερο κοινό σε σύγκριση με τις προηγούμενες ημέρες. Στο set list του, περιλήφθηκε μία εκτέλεση του εθνικού ύμνου των ΗΠΑ, ενώ φεύγοντας από τη σκηνή, ο κιθαρίστας λιποθύμησε.
Band of Gypsys
Μετά τη διάλυση των Experience στις αρχές του 1969, ο Χέντριξ δημιούργησε τους Gypsy Sun and Rainbows, οι οποίοι τυπικά εμφανίστηκαν για πρώτη φορά στο "φεστιβάλ του Γούντστοκ". Μετά την ένταξη του ντράμερ Μπάντι Μάιλς στο συγκρότημα, ο Χέντριξ υιοθέτησε το όνομα Band of Gypsys.
Πρώτη τους ηχογράφηση ήταν το σινγκλ "Stepping Stone" για τη "Reprise Records" και έδωσαν τις πρώτες τους τέσσερις συναυλίες στο "Fillmore East" στα τέλη της χρονιάς.
Οι εμφανίσεις τους ηχογραφήθηκαν για να κυκλοφορήσουν μέσω της "Capitol", καλύπτοντας τις υποχρεώσεις του καλλιτέχνη για νέο υλικό, ολοκληρώνοντας το συμβόλαιο που είχε υπογράψει το 1966 με το μάνατζερ Εντ Τσάλπιν.
Ο δίσκος με την ονομασία "Band of Gypsys" περιελάμβανε νέο υλικό και ανέβηκε στο Top-10 σε Ηνωμένες Πολιτείες και Μεγάλη Βρετανία, ενώ έχει πλέον βραβευθεί ως διπλά πλατινένιος.
Το συγκρότημα διαλύθηκε μετά από μία συναυλία στο "Madison Square Garden" στις 28 Ιανουαρίου 1970, όπου ο Χέντριξ προσέβαλε μία κοπέλα από το κοινό, πριν αποχωρήσει από τη σκηνή, έχοντας παίξει μόλις δύο κομμάτια.
The Cry of Love
Μετά τη διάλυση των Band of Gypsys, ο μάνατζερ του συγκροτήματος προσπάθησε να επανενώσει τους Experience, προσκαλώντας και πάλι τους Ρέντινγκ και Μίτσελ.
Παρ' όλα αυτά, όταν ο Ρέντινγκ έφθασε στη Νέα Υόρκη, του ανακοινώθηκε ότι τη θέση του μπασίστα θα έπαιρνε ο Μπίλι Κοξ.
Στις αρχές του 1970, ηχογράφησαν αρκετά τραγούδια τα οποία κατέληξαν στο άλμπουμ "The Cry of Love". Τον Απρίλιο σταμάτησαν τις ηχογραφήσεις ξεκινώντας να περιοδεύουν από το Λος Άντζελες, όπου έπαιξαν μπροστά σε 20.000 θεατές.
Συνέχισαν να πραγματοποιούν ζωντανές εμφανίσεις και να ηχογραφούν στα "Record Plant Studios" της Νέας Υόρκης. Στις 4 Ιουλίου 1970 έπαιξαν μπροστά σε 600.000 θεατές στο "Atlanta International Pop Festival", ενώ η περιοδεία ολοκληρώθηκε στη Χαβάη, στις 1 Αυγούστου.
Τον Σεπτέμβριο του 1970, ήταν προγραμματισμένη μία ευρωπαϊκή περιοδεία για το συγκρότημα, αλλά μετά από δύο συναυλίες στη Σουηδία, δύο στη Δανία και άλλες δύο στη Γερμανία, αποφάσισαν να ακυρώσουν την εμφάνιση τους στο Ρότερνταμ στις 13 Σεπτεμβρίου, αναβάλλοντας την υπόλοιπη περιοδεία.
Θάνατος
Στις 17 Σεπτεμβρίου 1970, ο Τζίμι Χέντριξ συνάντησε τη φίλη του, Μόνικα Ντάνεμαν, στο ξενοδοχείο "Samarkand" του Νότινγκ Χιλ στο Λονδίνο. Μετά από κατανάλωση αλκοόλ, η Ντάνεμαν οδήγησε τον Χέντριξ στην οικία φίλου τους, όπου παρέμειναν για λίγη ώρα και μετά επέστρεψαν στο διαμέρισμα της, στις τρεις τη νύχτα. Σύμφωνα με τη μοναδική μαρτυρία από τη Ντάνεμαν, παρέμειναν άυπνοι μέχρι τις επτά το πρωί, όταν και αποφάσισαν να κοιμηθούν.
Τέσσερις ώρες αργότερα, βρήκε τον Χέντριξ ζωντανό αλλά αναίσθητο και χωρίς να μπορεί να ξυπνήσει. Αμέσως, κάλεσε ασθενοφόρο το οποίο έφθασε 18 λεπτά αργότερα και μετέφερε τον Χέντριξ στο νοσοκομείο "St. Mary Abbot's", όπου ανακοινώθηκε ο θάνατος του στις 12:45 της 18ης Σεπτεμβρίου 1970.
Η νεκροψία έδειξε ότι ο θάνατος του κιθαρίστα προήλθε από πνευμονική αναρρόφηση του εμετού του και ασφυξία ενώ βρισκόταν υπό την επήρεια βαρβιτουρικών. Αργότερα, η Ντάνεμαν αποκάλυψε ότι ο Χέντριξ είχε λάβει εννέα ταμπλέτες "Vesparax", 18 φορές πάνω από την επιτρεπτή δόση.
Η κηδεία του Τζίμι Χέντριξ πραγματοποιήθηκε στις 1 Οκτωβρίου 1970, στην εκκλησία Βαπτιστών του Ντάνλοπ και η ταφή του κοιμητήριο του Γκρίνγουντ στο Ρέντον της Ουάσινγκτον.
Ρήσεις
Όταν η δύναμη της αγάπης υπερκεράσει την αγάπη της δύναμης ο κόσμος θα γνωρίσει την ειρήνη".
"Όταν έκαψα την κιθάρα μου ήταν σαν να έκανα θυσία. Θυσιάζεις πράγματα που αγαπάς. Εγώ αγαπώ την κιθάρα μου".
"Όταν πεθάνω, θέλω ο κόσμος να παίζει τη μουσική μου, να τρελαίνεται και να κάνει ότι θέλει".
Μάνος Λοΐζος ήταν ένας από τους σημαντικότερους σύγχρονους Έλληνες συνθέτες
Μάνος Λοΐζος
Ο Μάνος Λοΐζος ήταν ένας από τους σημαντικότερους σύγχρονους Έλληνες συνθέτες.
Γεννήθηκε στις 22 Οκτωβρίου του 1937 στην Αλεξάνδρεια (ή σύμφωνα με άλλες μαρτυρίες στη Λάρνακα και λίγο αργότερα μετανάστευσαν οικογενειακώς στην Αίγυπτο προς αναζήτηση καλύτερης ζωής) και πέθανε σε νοσοκομείο στη Μόσχα, στις 17 Σεπτεμβρίου 1982.
Βιογραφία
Ο Μάνος Λοΐζος είχε κυπριακή καταγωγή (ο πατέρας του, Ανδρέας Λοΐζου, καταγόταν και ήταν κάτοικος των Αγιών Βαβατσινιάς -χωριό της Λάρνακας Κύπρου- και η μητέρα του, Δέσποινα Μανάκη, καταγόταν από τη Ρόδο).
Από μικρή ηλικία ασχολείται με τη μουσική: στην ηλικία των επτά ετών μελετά βιολί, αρχικά ερασιτεχνικά κι έπειτα στο Εθνικό Ωδείο της Αλεξάνδρειας.
Αφού αποφοίτησε από το Αβερώφειο Γυμνάσιο το 1955 ήλθε στην Αθήνα με σκοπό να σπουδάσει. Αρχικά γράφτηκε στην Φαρμακευτική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, αλλά στις αρχές του 1956 την εγκαταλείπει με σκοπό να φοιτήσει στην Ανωτάτη Εμπορική.
Για ένα σύντομο χρονικό διάστημα φοιτά στην Σχολή Βακαλό θέλοντας να σπουδάσει ζωγραφική. Το 1960 εγκαταλείπει τις σπουδές του στο πανεπιστήμιο και εργάζεται περιστασιακά προκειμένου να επιβιώσει: άλλοτε ως σερβιτόρος, άλλοτε ως γραφίστας σε διαφημιστικές εταιρείες, άλλοτε ως μουσικός σε μπουάτ.
Ήταν μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας. Στα τέλη του 1961 αρχές του 1962 συμμετέχει σε μια πρωτοβουλία συγκρότησης του Συλλόγου Φίλων της Ελληνικής Μουσικής.
Την άνοιξη του 1962 χρησιμοποιείται από τον Μίκη Θεοδωράκη ως διευθυντής της χορωδίας του Συλλόγου Φίλων της Ελληνικής Μουσικής στις παραστάσεις της Όμορφης Πόλης. Ο Μάνος Λοΐζος φιλοξενείται στο σπίτι της πρώην συζύγου του καθηγητή των γαλλικών που είχε στην Αλεξάνδρεια, της Διδούς Πετροπούλου, η οποία εργαζόταν στο Εθνικό Ίδρυμα Ραδιοφωνίας.
Αυτή θα συστήσει τον νεαρό μουσικό στον Μίμη Πλέσσα, ο οποίος μεσολαβεί στη δισκογραφική εταιρεία Φιντέλιτυ. Το 1962 ηχογραφεί το πρώτο του σαρανταπεντάρι Το τραγούδι του δρόμου σε στίχους Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα και ερμηνεία από τον Γιώργο Μούτσιο.
Τον Μάρτιο του 1965 παντρεύεται την πρώτη του σύζυγο Μάρω Λήμνου. Μαζί της αποκτά και μία κόρη, την Μυρσίνη. Όταν επιβλήθηκε η Χούντα των Συνταγματαρχών έφυγε για την Αγγλία το Σεπτέμβριο του 1967, για να επιστρέψει πάλι στην Ελλάδα στις αρχές της επόμενης χρονιάς.
Το 1971 γνωρίζει τη δεύτερη σύζυγό του, την ηθοποιό Δώρα Σιτζάνη. Το 1972 θα αποτελέσει ιδρυτικό μέλος της Ένωσης Μουσικοσυνθετών και Στιχουργών Ελλάδος (ΕΜΣΕ), που συστήνεται για την καταπολέμηση της κασετοπειρατείας και της λογοκρισίας.
Το βράδυ της 17ης Νοεμβρίου θα συλληφθεί στο σπίτι του στο Χολαργό και θα κρατηθεί για δέκα ημέρες. Το 1978 θα παντρευτεί την ηθοποιό Δώρα Σιτζάνη και την ίδια χρονιά θα γίνει πρόεδρος της Ένωσης Μουσικοσυνθετών και Στιχουργών Ελλάδος.
Τον Οκτώβριο του 1981 μπήκε στο Γενικό Κρατικό νοσοσκομείο με περικαρδίτιδα και νεφρική ανεπάρκεια και στο τέλος του χρόνου ταξίδεψε στη Μόσχα για ιατρικές εξετάσεις. Στις 8 Ιουνίου του 1982 υπέστη εγκεφαλικό επεισόδιο και νοσηλεύεται για ένα μήνα σε νοσοκομείο. Τον Αύγουστο ταξίδεψε για νοσηλεία στη Μόσχα, όπου στις 7 Σεπτεμβρίου υφίσταται δεύτερο εγκεφαλικό επεισόδιο. Πεθαίνει δέκα ημέρες αργότερα στις 17 Σεπτεμβρίου του 1982.
Συνεργάστηκε με τον Λευτέρη Παπαδόπουλο, τον Φώντα Λάδη και τον Γιάννη Νεγρεπόντη και Δημήτρη Χριστοδούλου στους στίχους και με τους ερμηνευτές Στέλιο Καζαντζίδη, Μαρία Φαραντούρη, Χάρις Αλεξίου, Γιώργο Νταλάρα, Γιάννη Καλατζή, Δήμητρα Γαλάνη κ.ά.
Τελευταίος δίσκος του ήταν τα "Γράμματα στην Αγαπημένη" σε στίχους του Τούρκου ποιητή Ναζίμ Χικμέτ με απόδοση στα ελληνικά του Γιάννη Ρίτσου.
To 2007 χαρακτηρίστηκε από τον μουσικό χώρο ως έτος Μάνου Λοΐζου τιμώντας τα 70 χρόνια από τη γέννησή του και τα 25 χρόνια από τον θάνατό του.
Δισκογραφία
1968 Ο Σταθμός (MINOS)
1970 Θαλασσογραφίες (MINOS)
1971 Ευδοκία (MINOS) Soundtrack
1972 Να χαμε τι να χαμε (MINOS)
1974 Καλημέρα ήλιε (MINOS)
1974 Τα τραγούδια του δρόμου (MINOS)
1975 Τα Νέγρικα (Μαρία Φαραντούρη)
1976 Τα τραγούδια μας (ΜΙΝΟS)
1979 Πρώτες εκτελέσεις (ΜΙΝΟS)
1979 Τα τραγούδια της Χαρούλας (ΜΙΝΟS)
1980 Για μια μέρα ζωής (ΜΙΝΟS)
1983 Γράμματα στην αγαπημένη (ΜΙΝΟS)
1985 Ο δρόμος του Μάνου (ΜΙΝΟS)
1985 Αφιέρωμα από το Ολυμπιακό στάδιο
1992 Οι μπαλάντες του Μάνου (ΜΙΝΟS)
1995 Κάτω από ένα κουνουπίδι (Μεσόγειος)
1997 Ενθύμιο Τρυφερότητας
2002 Εκτός Σειράς. Σαράντα σκόρπιες ηχογραφήσεις
2003 Τα τραγούδια του Σεβάχ
2007 Αφιέρωμα στον Μάνο Λοίζο (Χάρις Αλεξίου)
Γκρέτα Γκάρμπο, ήταν διάσημη Σουηδο-Αμερικανίδα ηθοποιός του κινηματογράφου
Γκρέτα Γκάρμπο
Η Γκρέτα Γκάρμπο, πραγματικό όνομα Γκρέτα Λοβίσα Γκούσταφσον, ήταν διάσημη Σουηδο-Αμερικανίδα ηθοποιός του κινηματογράφου κατά τη διάρκεια της εποχής του βωβού κινηματογράφου και μέρους της Χρυσής εποχής του Χόλιγουντ. (Σουηδικά: Greta Lovisa Gustafsson) 18 Σεπτεμβρίου 1905 - 15 Απριλίου 1990)
Η Γκρέτα Γκάρμπο θεωρείται μια από τις μεγαλύτερες αλλά και πιο μυστηριώδεις ηθοποιούς της Metro-Goldwyn-Mayer αλλά και του Χόλιγουντ γενικότερα.
Συνολικά πρωταγωνίστησε σε 31 ταινίες, με πρώτη ομιλούσα την Άννα Κρίστι (1930).
Προτάθηκε 4 φορές για το βραβείο Όσκαρ ερμηνείας Α' γυναικείου ρόλου αλλά ποτέ δεν το κατέκτησε.
Αντίθετα της απονεμήθηκε το 1955 τιμητικό Όσκαρ για τις αξέχαστες ερμηνείες της, η ίδια όμως δεν παρέστη αυτοπροσώπως για να το παραλάβει.
Το Αμερικανικό Ινστιτούτο Κινηματογράφου την έχει κατατάξει πέμπτη στη λίστα με τις 25 μεγαλύτερες σταρ όλων των εποχών.
Οικογένεια
Η Γκάρμπο γεννήθηκε ως Γκρέτα Λοβίσα Γκούσταφσον στη Στοκχόλμη της Σουηδίας και ήταν το μικρότερο από τα τρία παιδιά του Καρλ Άλφρεντ Γκούσταφσον (1871-1920) και της Άννα Λουίζα Γιόχανσον (1872-1944). Τα μεγαλύτερα αδέρφια της Γκάρμπο ήταν ο Σβέν Άλφρεντ (1898-1967) και η Άλβα Μαρία (1903-1926).
Τα Πρώτα Χρόνια
Όταν η Γκούσταφσον ήταν 14 ετών, έχασε τον πατέρα της, με τον οποίο ήταν ιδιαίτερα κοντά. Αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το σχολείο και να πάει να δουλέψει. Η πρώτη της δουλειά ήταν σε ένα κουρείο, όπου ήταν υπεύθυνη να ετοιμάζει τον αφρό για το ξύρισμα. Στο βιβλίο της Η Γκάρμπο για τη Γκάρμπο υποστηρίζει πως η σχέση της με τη μητέρα της ήταν πολύ καλή σε αντίθεση με τις φήμες που κυκλοφορούσαν τότε.
Αργότερα έγινε υπάλληλος στο πολυκατάστημα PUB στη Στοκχόλμη, όπου εργάστηκε ως μοντέλο στις διαφημίσεις του πολυκαταστήματος που προορίζονταν για τις εφημερίδες. Οι πρώτες της εμφανίσεις στον κινηματογράφο ήρθαν όταν έπαιξε σε δυο διαφημίσεις (οι πρώτες του πολυκαταστήματος όπου δούλευε). Τελικά την είδε ο κωμικός σκηνοθέτης Έρικ Άρθουρ Πέτσλερ και της έδωσε ένα ρόλο στην ταινία που γύριζε εκείνη την εποχή Peter the Tramp (Πήτερ ο Αλήτης, 1922).
Από το 1922 μέχρι το 1924, η Γκούσταφσον φοίτησε στο περίφημο Βασιλικό Δραματικό Θέατρο της Στοκχόλμης. Όσο ήταν εκεί, συνάντησε το σκηνοθέτη Μορίτζ Στίλερ. Την εκπαίδευσε στις κινηματογραφικές τεχνικές υποκριτικής, της έδωσε το καλλιτεχνικό της όνομα 'Γκρέτα Γκάρμπο' και της έδωσε έναν μείζονα ρόλο στη βωβή ταινία Gösta Berlings saga (Η Ιστορία του Γκέστα Μπέρλιν) , το 1924, μια μεταφορά του μυθιστορήματος της Σέλμα Λάγκερλεφ η οποία είχε κερδίσει και το Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας. Πρωταγωνίστησε στον Γκέστα Μπερλίν απέναντι από το Σουηδό ηθοποιό Λαρς Χάνσον, μετά εμφανίστηκε στη γερμανική ταινία Die freudlose Gasse (Ο δρόμος της Θλίψης, 1925), με σκηνοθέτη τον Γκέοργκ Βίλχελμ Παμπστ και συμπρωταγωνίστρια την Άστα Νίλσεν.
Ο Λούις Μπ. Μάγερ έφερε τον Στίλερ και τη Γκάρμπο στη Metro-Goldwyn-Mayer, όταν Η Ιστορία του Γκέστα Μπερλίν τράβηξε την προσοχή του.
Όταν είδε την ταινία σε μια επίσκεψή του στο Βερολίνο, ο Μάγερ εντυπωσιάστηκε από τη σκηνοθεσία του Στίλερ αλλά τον συνεπήρε πολύ περισσότερο η ηθοποιία και η σκηνική παρουσία της Γκάρμπο.
Σύμφωνα με την κόρη του Μάγερ, Αϊρίν Μάγερ Σέλτσνικ, με την οποία παρακολούθησε την ταινία, ήταν τα ήπια αισθήματα και οι εκφράσεις που εξέπεμπαν τα μάτια της που εξέπληξαν τόσο τον πατέρα της.
Δυστυχώς, η σχέση της με το Στίλερ τελείωσε αφού η φήμη της μεγάλωνε ενώ εκείνος πάλευε με το σύστημα. Απολύθηκε από την MGM και επέστρεψε στη Σουηδία το 1927 όπου και πέθανε ένα χρόνο αργότερα.
Η Γκάρμπο ήταν επίσης στενή φίλη με τον Άιναρ Χάνσον (Einar Hanson), ένα Σουηδό ηθοποιό, ο οποίος δούλεψε με εκείνη και τον Παμπστ στο Δρόμο της Θλίψης και μετά ήρθε στο Χίλιγουντ για να δουλέψει στην MGM και την Παραμάουντ. Ο Άιναρ Χάνσον σκοτώθηκε σε ένα αυτοκινητιστικό ατύχημα το 1927, μετά από ένα δείπνο με την Γκάρμπο και τον Στίλερ.
Η αδερφή της Γκάρμπο, Άλβα, πέθανε από καρκίνο το 1926, σε ηλικία 23 ετών, αφού εμφανίστηκε σε μια κινηματογραφική ταινία στη Σουηδία, πράγμα που αύξησε τη μελαγχολία που ένιωθε η Γκάρμπο στο Χόλιγουντ. Η MGM αρνήθηκαν να επιτρέψουν στη Γκάρμπο να παρακολουθήσει την κηδεία της αδερφής της στη Σουηδία. Κατάφερε να επιστρέψει μόνο το 1928 για μια επίσκεψη.
Η Ζωή στο Χόλυγουντ
Οι καλύτερες σιωπηλές ταινίες της Γκάρμπο ήταν Η Σάρκα και ο Διάβολος (Flesh and the Devil,1927), Αγάπη (Love,1927) και Η Μυστυριώδης Κυρία (The Mysterious Lady, 1928). Πρωταγωνίστησε στις δύο πρώτες με το δημοφιλή πρωταγωνιστή Τζον Γκίλμπερτ. Το όνομά της συνδέθηκε με το δικό του σε ένα πολυδιαφημισμένο ειδύλλιο και λεγόταν πως η Γκάρμπο τον εγκατέλειψε στα σκαλιά της εκκλησίας το 1926, όταν άλλαξε γνώμη για το γάμο τους.
Έχοντας συναντήσει τεράστια επιτυχία ως ηθοποιός βωβών ταινιών, ήταν μία από τους λίγους ηθοποιούς που έκανε τη μετάβαση στις ομιλούσες ταινίες, παρόλο που το καθυστέρησε όσο μπορούσε. Η ταινία της Το Φιλί (The Kiss, 1929) ήταν η τελευταία ταινία της MGM χωρίς διαλόγους (είχε μόνο μουσική υπόκρουση και ηχητικά εφέ).
Η φωνή της ακούστηκε για πρώτη φορά στη μεγάλη οθόνη στην ταινία Άννα Κρίστι(Anna Christie, 1930), η οποία διαφημίστηκε με το σλόγκαν "Η Γκάρμπο μιλάει". Η ταινία αποτέλεσε τεράστια επιτυχία. Το 1931 η Γκάρμπο γύρισε μια γερμανική εκδοχή της ταινίας.
Η Γκάρμπο υποδύθηκε την κατάσκοπο του Α' Παγκοσμίου Πολέμου, Μάτα Χάρι (Mata Hari, 1931). Την ίδια χρονιά συμπρωταγωνίστησε με τον Κλαρκ Γκέιμπλ στην ταινία Σούζαν Λένοξ (Susan Lenox [Her Fall and Rise], 1931). Ένα χρόνο αργότερα έγινε μέλος, μαζί με πολλά άλλα αστέρια της εποχής, της ταινίας Γκραντ Οτέλ (Grand Hotel,1932), στην οποία έπαιξε μια Ρωσίδα μπαλαρίνα.
Μετά είχε μια διένεξη με την MGM όσον αφορά το συμβόλαιό της και υπέγραψε καινούριο συμβόλαιο με την εταιρία το 1932, φεύγοντας για τη Σουηδία λίγο αργότερα τον ίδιο μήνα. Άσκησε τον έλεγχο που της είχε μόλις δοθεί αντικαθιστώντας τον συμπρωταγωνιστή της στη Βασίλισσα Χριστίνα (Queen Christina, 1933),Λόρενς Ολίβιε, με τον Γκίλμπερτ.
Το 1935 ο σκηνοθέτης Ντέηβιντ Ο. Σέλτσνικ την ήθελε για να υποδυθεί την κληρονόμο στο Λυκόφως μιας ζωής (Dark Victory) αλλά εκείνη επέμενε να ερμηνεύσει την Άννα Καρένινα (Anna Karenina) του Λέων Τολστόι. Η Μπέτι Ντέιβις θα έπαιζε τελικά το ρόλο της Τζούντιθ Τράχερν στο Λυκόφως μιας ζωής (Dark Victory) και απέσπασε την τρίτη της υποψηφιότητα για Όσκαρ.
Ο ρόλος της ως καταδικασμένη εταίρα στο Η κυρία με τις καμέλιες (Camille, 1936), σε σκηνοθεσία του Τζορτζ Κιούκορ, θεωρήθηκε ο καλύτερος ρόλος της. Μετά πρωταγωνίστησε με τον Μέλβιν Ντάγκλας στη Νινότσκα (Ninotchka, 1939), σε σκηνοθεσία Ερνστ Λούμπιτς.
Η Γκάρμπο προτάθηκε για Όσκαρ Α' Γυναικείου Ρόλου για τους ρόλους της στην Άννα Κρίστι (1930), το Ρομάντζο (1930), την Κυρία με τις Καμέλιες (1937), και τη Νινότσκα (1939).
Η Γκάρμπο επαινέθηκε πολύ και από συναδέλφους της, ηθοποιούς:
"Το ένστικτό της, η κατοχή της πάνω στη μηχανή, ήταν καθαρή μαγεία. Δεν μπορώ να αναλύσω την υποκριτική αυτής της γυναίκας. Το μόνο που ξέρω είναι πως κανένας άλλος δε δούλευε τόσο αποτελεσματικά μπροστά από την κάμερα."-Μπέτι Ντέιβις.
Κατά τη διάρκεια της καριέρας της Γκάρμπο στο Χόλιγουντ, διακωμωδήθηκε στα καρτούν της Warner Bros. Ο αγώνας δρόμου του Πόρκι (Porky's Road Race), Μιλώντας για τον καιρό (Speaking of the Weather) και οι δύο σε σκηνοθεσία Φρανκ Τάσλιν και στο Χόλιγουντ βγαίνει (Hollywood Steps Out), σε σκηνοθεσία Τεξ Έιβερυ.
Το Τέλος της Καριέρας της
Η Νινότσκα ήταν μια επιτυχημένη προσπάθεια να "ελαφρύνει" η εικόνα της Γκάρμπο και να φανεί λιγότερο εξωτική. Αυτή η κωμωδία, η πρώτη της Γκάρμπο, διαφημίστηκε με τη φράση ""Η Γκάρμπο γελάει!". Η επόμενη ταινία της, Διπρόσωπη Γυναίκα (1941) προσπάθησε να επωφεληθεί δίνοντας στην Γκάρμπο ένα ρόλο σε μια ρομαντική κομεντί, όπου έπαιζε διπλό ρόλο για τις ανάγκες του οποίου χόρεψε κιόλας, και προσπάθησαν να τη μετατρέψουν σε ένα "κανονικό κορίτσι".
Η ταινία, η τελευταία της Γκάρμπο, σκηνοθετήθηκε από τον Τζορτζ Κιούκορ και παρ' όλη την εμπορική του επιτυχία, πήρε πολύ κακές κριτικές.
Αναφέρεται συχνά ότι η Γκάρμπο αποφάσισε να αποσυρθεί από τον κινηματογράφο μετά την αποτυχία της ταινίας αλλά ήδη από το 1935 είχε γίνει πολύ επιλεκτική με τους ρόλους της και τελικά περνούσε πολύς καιρός μέχρι να συμφωνήσει να κάνει την επόμενη ταινία της.
Η ίδια η Γκάρμπο παραδέχτηκε ότι ένιωθε πως μετά το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο ο κόσμος άλλαξε, ίσως για πάντα.
Το 1941, ο ενδυματολόγος της MGM, Άντριαν, άφησε επίσης την εταιρία. Αργότερα είπε: Άφησα την MGM εξαιτίας της Γκάρμπο. Στην τελευταία της ταινία ήθελαν να την κάνω ένα κορίτσι της διπλανής πόρτας, μια κλασική Αμερικανίδα. Εγώ είπα, "Όταν τελειώσει η λάμψη για την Γκάρμπο, θα τελειώσει και για μένα.
Έχει δημιουργήσει ένα πρότυπο. Αν καταστρέψετε αυτή την ψευδαίσθηση, θα καταστρέψετε εκείνη." Όταν η Γκάρμπο έφυγε από το στούντιο, όλη η λάμψη έφυγε μαζί της, το ίδιο κι εγώ.
Το 1949, η Γκάρμπο κινηματογράφησε κάποια δοκιμαστικά καθώς σκόπευε να ξαναμπεί στην κινηματογραφική βιομηχανία για να γυρίσει το La Duchesse de Langeais σε σκηνοθεσία Ουόλτερ Ουάνγκερ, κατά τα άλλα, όμως, δεν βρέθηκε ποτέ ξανά μπροστά σε κάμερα. Τα σχέδια για την ταινία κατέρρευσαν όταν οι χρηματοδότες απέτυχαν στην υλοποίηση της ταινίας και τα δοκιμαστικά είχαν χαθεί για 40 χρόνια πριν ξαναβγούν στην επιφάνεια από το γκαράζ κάποιου. Συμπεριλήφθησαν στο ντοκιμαντερ του καναλιού TCM Γκάρμπο, το 2005 και τη δείχνουν ακόμα απαστράπτουσα στα 43 της χρόνια.[6] Υπήρχαν υπαινιγμοί ότι μπορεί να εμφανιζόταν ως "Δούκισσα de Guermantes" στην κινηματογραφική μεταφορά του έργου του Μαρσέλ Προυστ Η Ομοιότητα των Περασμένων αλλά ποτέ δεν καρποφόρησε.
Η τελευταία της συνέντευξη, μάλλον, δόθηκε στο διάσημο αρθρογράφο για θέματα ψυχαγωγίας της Daily Mail του Λονδίνου, Πολ Κάλαν κατά τη διάρκεια του Διεθνούς Φεστιβάλ Κινηματογράφου των Καννών. Συναντήθηκαν στο Hotel du Cap Eden Roc, ο Κάλαν ξεκίνησε "Αναρωτιέμαι..." αλλά η Γκάρμπο τον έκοψε λέγοντας του "Γιατί αναρωτιέσαι;" και έφυγε περήφανα, κάνοντας αυτή τη συνέντευξη μια από τις συντομότερες που δημοσιεύτηκαν ποτέ.
Σταδιακά αποσυρόταν από τον κόσμο της ψυχαγωγίας και κινήθηκε σε μια απομονωμένη ζωή στη Νέα Υόρκη, αρνούμενη να κάνει οποιαδήποτε δημόσια εμφάνιση. Μέχρι το θάνατό της, οι φωτογραφίες της Γκάρμπο είχαν γίνει ένα είδος σπορ για τους παπαράτσι. Το 1974, ο παραγωγός ταινιών ερωτικού περιεχομένου, Πήτερ ντε Ρομ, παρακολούθησε την Γκάρμπο στη Νέα Υόρκη και γύρισε κάποια πλάνα με εκείνη χωρίς την άδειά της για να τα συμπεριλάβει στην ερωτική ταινία του Adam & Yves.
Παρ´όλες τις προσπάθειές της να ξεφύγει από τη δημοσιότητα, ψηφίστηκε «καλύτερη ηθοποιός του βωβού κινηματογράφου του αιώνα» (με τη συμπατριώτισσα της Ίνγκριντ Μπέργκμαν να αναδεικνύεται «καλύτερη ηθοποιός του ομιλούντος κινηματογράφου») το 1950 και ανακηρύχθηκε η ομορφότερη γυναίκα που έζησε ποτέ από το Βιβλίο Γκίνες.
Προσωπική ζωή
Μετά την απογείωση της καριέρας της, η Γκάρμπο έγινε γνωστή ως μονόχνωτο άτομο. Σε όλη της τη ζωή δεν έδινε συνεντεύξεις, δεν υπέγραφε αυτόγραφα, δεν παρακολουθούσε κοινωνικές εκδηλώσεις και δεν απαντούσε στην αλληλογραφία των θαυμαστών της. Σήμερα το όνομά της έχει σχετιστεί με την περίφημη ατάκα της από το Γκραντ Οτέλ: "Θέλω να είμαι μόνη" (I want to be alone), που το είχε πει με πολύ βαριά προφορά αντικαθιστώντας το w (ου) με έναν ήχο v (β), όπως είναι στα Σουηδικά. Παρόλ' αυτά η Γκάρμπο αργότερα σχολίασε, "Δεν είπα ποτέ, "Θέλω να είμαι μόνη". Είπα μόνο πως "Θέλω να με αφήσουν ήσυχη" (I want to be let alone). Αυτή είναι όλη η διαφορά"
Η Γκάρμπο υπέφερε από περιόδους έντονης κατάθλιψης και έχει περιγραφεί σε διάφορα προσωπικά γράμματα ως ναρκισίστρια, κτητική και υποτίθεται ντρεπόμενη για τον πατέρα της, έναν καθαριστή αποχωρητηρίων.
Πιθανολογείται πως η Γκάρμπο ήταν αμφιφυλόφιλη, έχοντας απολαύσει σχέσεις με άντρες αλλά και γυναίκες, συμπεριλαμβανομένου και του ηθοποιού Τζον Γκίλμπερτ. Πρωταγωνίστησαν μαζί για πρώτη φορά στην κλασική ταινία Σαρξ και Διάβολος (Flesh and the Devil) to 1926. H "ερωτική ένταση" τους στην οθόνη γρήγορα μεταφράστηκε σε ειδύλλιο εκτός οθόνης και μέχρι το τέλος της παραγωγής η Γκάρμπο είχε εγκατασταθεί στο σπίτι του Γκίλμπερτ. Φέρεται πως ο Γκίλμπερτ της έκανε πρόταση γάμου τρεις φορές πριν δεχτεί τελικά. Όταν, επιτέλους, ο γάμος κανονίστηκε το 1926, εκείνη δεν εμφανίστηκε στην τελετή. Αφού η σχέση είχε τελειώσει και η καριέρα του Γκίλμπερτ είχε καταρρεύσει, η Γκάρμπο του έδειξε μεγάλη αφοσίωση και επέμενε να παίξει μαζί της στη Βασίλισσα Χριστίνα το 1933, παρ´όλες τις αντιρρήσεις του επικεφαλής του στούντιο της MGM, Λούις Μπ. Μάγερ.
Το 1931, η Γκάρμπο έγινε φίλη με τη συγγραφέα και κοσμική κυρία Μερσέντες ντε Ακόστα, που της τη σύστησε η συγγραφέας και ηθοποιός Σάλκα Φίερτελ. Εν τέλει το ζευγάρι ξεκίνησε μια σποραδική και άστατη σχέση που διακοπτόταν από μακριές περιόδους κατά τις οποίες η Γκάρμπο την αγνοούσε και περιφρονούσε τα πολλά ερωτικά γράμματά της. Μέχρι το 1960 ο δεσμός είχε τελειώσει, μετά την έκθεση, από την de Acosta, των προσωπικών τους συναντήσεων, συμπεριλαμβανομένης και μιας γυμνόστηθης φωτογραφίας της Γκάρμπο, στην επίμαχη αυτοβιογραφία της Εδώ Βρίσκεται η Καρδιά.
Η Γκάρμπο είχε έναν σύντομο ερωτικό δεσμό με τη χορεύτρια, μοντέλο και ηθοποιό του βωβού κινηματογράφου Λουΐζ Μπρουκς, όπως ισχυρίζεται η τελευταία στα απομνημονεύματά της. Περιέγραψε τη Γκάρμπο ως αρρενωπή αλλά "γοητευτική και τρυφερή ερωμένη".
Η βιογραφία Γκάρμπο του 1995 συνδέει τις σχέσεις της Γκάρμπο-που ήταν συχνά απλά στενές φιλίες-με τον ηθοποιό Τζορτζ Μπρεντ, το μαέστρο Λεοπόλδο Στοκόφσκι, το διαιτολόγο Γκάγελορντ Χάουσερ και τον μάνατζέρ της Τζόρτζ Σλη, σύζυγο της σχεδιάστριας Βαλεντίνα.
Αποχώρηση και απομόνωση
Η Γκάρμπο ένιωθε ότι οι ταινίες της είχαν την κατάλληλη θέση στην ιστορία και θα κέρδιζαν σε αξία. Στις 9 Φεβουαρίου 1951, έγινε επίσημα πολίτης των Ηνωμένων Πολιτειών. Το 1954 βραβεύτηκε με το ειδικό βραβείο Όσκαρ.
Το 1953, αγόρασε ένα διαμέρισμα με εφτά δωμάτια στη Νέα Υόρκη, στην 52η Λεωφόρο, όπου έζησε για το υπόλοιπο της ζωής της.
Κατά καιρούς θα βρισκόταν με τις πιο διάσημες προσωπικότητες της παγκόσμιας υψηλής κοινωνίας όπως ο Αριστοτέλης Ωνάσης και ο φωτογράφος Σεσίλ Μπητόν αλλά, γενικά, επέλεξε να ζήσει απομονωμένη ζωή. Ήταν γνωστή για τους μεγάλους περιπάτους της στους δρόμους της Νέας Υόρκης ντυμένη απλά και φορώντας τεράστια γυαλιά ηλίου, αποφεύγοντας πάντα τα αδιάκριτα βλέμματα, τους παπαράτσι και την προσοχή των μίντια. Εντούτοις, η Γκάρμπο έλαβε ένα τελευταίο ξέσπασμα δημοσιότητας όταν γυμνές φωτογραφίες της, που τραβήχτηκαν με φακούς μεγάλης εμβέλειας, δημοσιεύτηκαν στο περιοδικό People το 1976. Περιποιημένη και χαλαρή, απολάμβανε ένα μπάνιο.
Η Γκάρμπο έζησε τα τελευταία χρόνια της ζωής της σε απόλυτη απομόνωση. Έχοντας επενδύσει πολύ σοφά, ειδικά σε διαφημιστικά αγαθά κατά μήκος της εμπορικής οδού Rodeo Drive στο Μπέβερλι Χιλς, ήταν γνωστή για την ολιγάρκειά της και ήταν ιδιαίτερα εύπορη.
Πέθανε στο Νοσοκομείο της Νέας Υόρκης στις 15 Απριλίου 1990, σε ηλικία 84 ετών, ως συνέπεια πνευμονίας και νεφρικής ανεπάρκειας. Προηγουμένως είχε υποβληθεί σε επιτυχή θεραπεία για καρκίνο του μαστού. Αποτεφρώθηκε και, μετά από μακρά δικαστική μάχη, οι στάχτες της ενταφιάστηκαν στο νεκροταφείο Skogskykogárden στην ιδιαίτερη πατρίδα της, τη Στοκχόλμη. Άφησε όλη την περιουσία της, που υπολογίζεται στα 20.000.000 δολλάρια, στην ανηψιά της, Γκρέι Ράισφηλντ στο Νιου Τζέρσεϊ.
Για τη συνεισφορά της στον κινηματογράφο, έχει ένα αστέρι στη Λεωφόρο της Δόξας στο Χόλυγουντ, στο νούμερο 6901. Επίσης, τον Σεπτέμβριο του 2005, τα ταχυδρομεία των Ηνωμένων Πολιτειών και της Σουηδίας εξέδωσαν από κοινού δύο αναμνηστικά γραμματόσημα.
Οι κυριότερες ταινίες της
Δρόμος χωρίς χαρά (1925)
Άννα Κρίστι (1930) - Υποψήφια για Όσκαρ, το έχασε από τη Νόρμα Σίρερ
Ρομάντζο (1930) - Υποψήφια για Όσκαρ, το έχασε από τη Νόρμα Σίρερ
Μάτα Χάρι (1931)
Σούζαν Λένοξ (1931)
Γκραντ Οτέλ (1932)
Βασίλισσα Χριστίνα (1933)
Το βαμμένο πέπλο (1934)
Άννα Καρένινα (1935)
Η κυρία με τις καμέλιες (1936) - Υποψήφια για Όσκαρ, το έχασε από τη Λουίζ Ράινερ
Μαρία Βαλέφσκα (1937)
Νινότσκα (1939) - Υποψήφια για Όσκαρ, το έχασε από τη Βίβιαν Λι
Διπρόσωπη γυναίκα (1941) - Η τελευταία της ταινία
Γιάννης Κούρος, Έλληνας υπερμαραθωνοδρόμος, νικητής Σπαρτάθλου 4 φορές
Γιάννης Κούρος
Ο Γιάννης Κούρος είναι Έλληνας υπερμαραθωνοδρόμος, με σειρά διακρίσεων στο μη Ολυμπιακό άθλημα του υπερμαραθωνίου. (13 Φεβρουαρίου 1956)
Έχει κερδίσει το Σπάρταθλον συνολικά τέσσερις φορές, ενώ έχει πραγματοποιήσει 2 φορές τον Φειδιππίδειο Άθλο.
Γεννήθηκε το 1956, στην Τρίπολη Αρκαδίας. Άρχισε τα ποιήματα και τις μελωδίες του στην ηλικία των δώδεκα ετών.
Κατά τη διάρκεια της φοίτησης του στο γυμνάσιο, πήρε μαθήματα στη βυζαντινή και ευρωπαϊκή μουσική.
Από δεκαέξι ετών ξεκίνησε τον αθλητισμό και έως σήμερα έχει καταρρίψει τουλάχιστον 160 παγκόσμια ρεκόρ. Έχει ασχοληθεί επίσης με τη μουσική, την λογοτεχνία, την ποίηση και το τραγούδι, όπου συνθέτει και ερμηνεύει ο ίδιος.
Το 1990 μετανάστευσε στην Αυστραλία, και το 1993 πήρε την αυστραλιανή υπηκοότητα. Το Μάρτιο του 1993 Στο Antipodes Festival της Μελβούρνης κέρδισε το πρώτο βραβείο στίχου για το ποίημα "Χρώμα, ποιο χρώμα;".
Το 1983 τρέχει το 1ο Σπάρταθλον όπου τερματίζει 3 ώρες και 15 λεπτά μπροστά από το δεύτερο δρομέα. Το 2000 το νομαρχιακό διαμέρισμα της Αττικής σε μια τελετή τον έχρισε ως πρεσβευτή του ελληνισμού.
Έχει κερδίσει το Σπάρταθλον συνολικά τέσσερις φορές (1983, 1984, 1986, 1990), επιδόσεις οι οποίες τον καθιστούν μοναδικό διεθνώς.
Το 2005 και το 2011 πραγματοποίησε τον Φειδιππίδειο Άθλο, δηλαδή διέσχισε τη διαδρομή του αρχαίου Αθηναίου ημεροδρόμου Φειδιππίδη: "Αθήνα-Σπάρτη-Αθήνα".
Έχει δηλώσει
«Τρέχω υπερβατικά, ενάντια στη φύση και στις κακουχίες. Η προσπάθεια ενός υπερμαραθωνοδρόμου είναι εγκεφαλική. Ο αγώνας του, όπως τόνισε, είναι μια υπέρβαση του σώματος και ολοκληρώνεται ενεργοποιώντας τα βιώματα από τις πνευματικές του δυνάμεις. Το μυστικό της επιτυχίας μου οφείλεται και στην κράση μου να ξεπερνώ τα όρια.
Η φιλοσοφία του αγωνίσματος έγκειται στην ιδιοσυγκρασία του υπερδρομέα να ξεπερνά τον πόνο και την κούραση με πνευματική διαύγεια, εγρήγορση και μετουσίωση. Ο αγώνας αυτός θα προβάλει στη νεολαία τις αξίες της προσπάθειας, της καρτερίας, της επιμονής και του αγωνιστικού πνεύματος, ενάντια στις αντιξοότητες της ζωής και ότι η θέληση είναι νικήτρια όταν επιστρατεύονται όλες οι σωματικές και πνευματικές δυνάμεις».
Περισσότερα Άρθρα...
- Σωτήρης Μουστάκας, ένας από τους μεγαλύτερους Έλληνες κωμικούς στο θέατρο και τον κινηματογράφο
- Παύλος Φύσσας, ήταν καλλιτέχνης της ραπ Killah P και δολοφονήθηκε για την αντιφασιστική του δράση
- Μαρίκα Κοτοπούλη, ήταν σημαντική Ελληνίδα ηθοποιός του θεάτρου, με την θυελλώδη προσωπική ζωή ιδιαίτερα στα νεανικά της χρόνια
- Σαλβαδόρ Αλιέντε, ήταν πολιτικός και ο πρώτος μαρξιστής Πρόεδρος της Χιλής, "Αλύγιστος και στη φωτιά"