Άρθρα
Παύλος Νιρβάνας, Έλληνας ποιητής
Παύλος Νιρβάνας
Με το λογοτεχνικό ψευδώνυμο Παύλος Νιρβάνας είναι γνωστός ο Έλληνας λογοτέχνης Πέτρος Κ. Αποστολίδης. Ο πατέρας του, έμπορος Κωνσταντίνος Αποστόλου Κουμιώτης, ήταν από την Σκόπελο και η μητέρα του, Μαριέττα Ιωάννου Ράλλη, από τη Χίο. Γεννήθηκε στην Μαριούπολη της Ρωσίας (σήμερα ανήκει στην Ουκρανία) το 1866 και πέθανε στην Αθήνα στις 28 Νοεμβρίου 1937.
Σε μικρή ηλικία επιστρέφει στην Ελλάδα, στον Πειραιά, οπότε τελικά σπουδάζει στην ιατρική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών (1883-1890). Το έτος 1890 κατατάσσεται στο Βασιλικό Ναυτικό, από όπου και παραιτείται με τον βαθμό του γενικού αρχιάτρου το 1922, έχοντας διατελέσει πρόεδρος της Ανώτατης Υγειονομικής Επιτροπής του Ναυτικού και τμηματάρχης του Υπουργείου Ναυτικών επί Ελευθερίου Βενιζέλου. Μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου του Εθνικού Θεάτρου, από την ίδρυσή του το 1930 έως το θάνατό του το 1937.
Ο Παύλος Νιρβάνας εξέδωσε πολλές ποιητικές συλλογές και δημοσίευσε πολλά χρονογραφήματα σε εφημερίδες. Διατηρούσε στενούς δεσμούς με αρκετούς λογοτέχνες της εποχής του και συνέβαλε στην ανάδειξη νεότερων λογοτεχνών π.χ. Ιωάννης Κονδυλάκης, Γρηγόριος Ξενόπουλος, Νίκος Καββαδίας. Τον συνέδεε αδελφική φιλία με τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη.
Λογοτεχνικά, τοποθετείται στον κύκλο του Κωστή Παλαμά. Επηρεάζεται από τον αισθητισμό και το συμβολισμό, καθώς και από το φιλόσοφο Νίτσε. Η πεζογραφία του διέπεται από ηθογραφικά και ψυχογραφικά στοιχεία, ενώ γλωσσικά ξεκίνησε από καθαρεύουσα και κατέληξε στη δημοτική γλώσσα. Ο Τέλος Άγρας έγραψε πως "η ηθογραφία του είναι τραγική και αποκλίνει προς το ζωηρό λυρισμό, όταν δεν τρέπεται προς τον πραγματικό σαρκασμό", ενώ ο Κώστας Ουράνης ανέφερε πως "ακόμη και το χιούμορ του το χρησιμοποιεί για να προκαλέσει μειδίαμα και όχι για να καυτηριάσει
Το 1923, βραβεύτηκε για το λογοτεχνικό του έργο με το Αριστείο Γραμμάτων και Τεχνών, ενώ το 1928 έγινε μέλος της Ακαδημίας Αθηνών. Πέθανε από βρογχοπνευμονία στο Μαρούσι το 1937.
Έργα
Εμφανίστηκε στα γράμματα το 1884, όταν εξέδωσε την πρώτη ποιητική του συλλογή και άρχισε να δημοσιεύει χρονογραφήματα στις εφημερίδες Άστυ, Ακρόπολη και από το 1905 στην Εστία με το ψευδώνυμο Κύριος Άσοφος Πήρε επίσης μέρος στην έκδοση του σατιρικού περιοδικού Αθήναι.
Ασχολήθηκε με πολλά είδη γραπτού λόγου, όπως διηγήματα, ποιήματα, μυθιστορήματα, δράματα, κριτικές μελέτες, δοκίμια, θεατρικά έργα, χρονογραφήματα και τη «Γλωσσική Αυτοβιογραφία», ενώ ασχολήθηκε και με τη μετάφραση.
Ένα από τα χρονογραφήματά του, το Η βιβλιοφιλία των Ελλήνων ή πόνος ψυχής πρωτοδημοσιεύτηκε στη εφημερίδα «Εστία» το 1950 και στη συνέχεια συμπεριλήφθηκε στα Νεοελληνικά Αναγνώσματα για τους μαθητές των τότε Γυμνασίων.
Δάφναι εις την 25ην Μαρτίου 1821 (1884)
Η φιλοσοφία του Νίτσε (1898)
Γλωσσική Αυτοβιογραφία (1905)
Παγά Λαλέουσα (1907)
Ο αρχιτέκτων Μάρθας (1907)
Το χελιδόνι (1908)
Μαρία Πενταγιώτισσα (1909)
Όταν σπάση τα δεσμά του (1910)
Το συναξάρι του παπα-Παρθένη (1915)
Αριστοτέλης Βαλαωρίτης (1916)
Η ηθική επίδρασις της επαναστάσεως (1923)
Το αγριολούλουδο (1924)
Ξενιτιά (1925)
Το έγκλημα του Ψυχικού (1928)
Εκλεκτές Ιστορίες (1930)
Ένας ίσκιος στη νύχτα (1934)
Γιώργος Φούντας, ο παραδοσιακός δυναμικός αλλά και με ευαισθησίες άνδρας
Γιώργος Φούντας
1924 – 2010
Βιογραφία
Έλληνας ηθοποιός, που διακρίθηκε ιδιαίτερα στη μεγάλη οθόνη. Έπαιξε σε περισσότερες από 50 ταινίες και δημιούργησε τον δικό του κινηματογραφικό τύπο, του δυναμικού, παραδοσιακού, αλλά και με ευαισθησίες άνδρα. Η ατάκα του προς τη συμπρωταγωνίστριά του Μελίνα Μερκούρη «Φύγε, Στέλλα, κρατάω μαχαίρι!» («Στέλλα») παραμένει αξέχαστη.
Ο Γιώργος Φούντας γεννήθηκε στις 3 Ιουνίου 1924 στο Μαυρολιθάρι Φωκίδας. Μικρός, ήρθε με την πολυμελή οικογένειά του στην Αθήνα κι έζησε στη Ριζούπολη. Τελειώνοντας το Δημοτικό άρχισε να εργάζεται στο γαλατάδικο του πατέρα του στου Ψυρρή, αλωνίζοντας μ’ ένα ποδήλατο την Αθήνα. Φοιτά σε νυχτερινό σχολείο, παίζει μποξ και ποδόσφαιρο στην ΑΕΚ, αν και αργότερα θα γίνει γνωστός ως οπαδός του Παναθηναϊκού.
Ο κινηματογράφος πάντα τον γοήτευε και όταν του δόθηκε η ευκαιρία έλαβε μέρος στα δοκιμαστικά της ταινίας του Γιώργου Τζαβέλλα «Χειροκροτήματα» (1943). Κέρδισε ένα μικρό ρόλο, παίρνοντας το βάπτισμα του πυρός στη μεγάλη οθόνη. Στη συνέχεια σπούδασε υποκριτική στη Δραματική Σχολή του Ωδείου Αθηνών, με δάσκαλο τον κορυφαίο έλληνα ηθοποιό Αιμίλιο Βεάκη.
Φαντάρος πραγματοποιεί την πρώτη του θεατρική εμφάνιση στο θέατρο «Περοκέ», με το «Νυφιάτικο τραγούδι» του Νότη Περγιάλη. Στη συνέχεια συνεργάστηκε με τον θίασο Μουσούρη και τον θίασο της Κατερίνας. Αρχές του 1951 συναντά τον Φίνο και παίζει στη «Νεκρή Πολιτεία» του Φρίξου Ηλιάδη, που προβλήθηκε στο Φεστιβάλ των Καννών κι έκανε γνωστή στο διεθνές κοινό την πρωταγωνίστρια της Ειρήνη Παππά.
Την ίδια χρονιά συμμετέχει στο εμβληματικό νεορεαλιστικό δράμα του Γρηγόρη Γρηγορίου «Πικρό ψωμί» και το 1954 πρωταγωνιστεί στη «Μαγική Πόλη» του Νίκου Κούνδουρου, όπου γίνεται ευρύτερα γνωστός. Σταθμό στην καριέρα του αποτελεί το ερωτικό δράμα του Μιχάλη Κακογιάννη «Στέλλα» (1955). Η ατάκα «Φύγε, Στέλλα, κρατάω μαχαίρι!», που εκστόμισε στη συμπρωταγωνίστριά του Μελίνα Μερκούρη παραμένει κλασική. Η ταινία κέρδισε τη«Χρυσή Σφαίρα» καλύτερης ξένης ταινίας και ο Γιώργος Φούντας αρχίζει να γίνεται γνωστός και στο εξωτερικό. Ο κινηματογράφος, τώρα, αποτελεί την πρώτη του προτεραιότητα. Αφήνει το θέατρο, στο οποίο θα επιστρέψει χρόνια αργότερα.
Το 1960 ξανασυναντιένται με τη Μελίνα Μερκούρη στην ταινία του Ζιλ Ντασέν «Ποτέ την Κυριακή». Ξεχωριστή χρονιά ήταν το 1963, όταν τα «Κόκκινα Φανάρια» του Βασίλη Γεωργιάδη φτάνουν ένα βήμα πριν από το Όσκαρ Ξένης Ταινίας (το χάνουν από το «8 ½» του Φελίνι). Τον ίδιο χρόνο γνωρίζει τη λυγερόκορμη χορεύτρια Χρυσούλα Ζώκα (1931-2015). Την ερωτεύεται κεραυνοβόλα και την παντρεύεται σε δεύτερο γάμο. Ο γιος του Πάνος έρχεται να συμπληρώσει την ευτυχία τους. Είχε αποκτήσει δύο ακόμη παιδιά από τον πρώτο του γάμο.
Το 1997 ολοκλήρωσε την κινηματογραφική του καριέρας, συμμετέχοντας στο δραματοποιημένο ντοκιμαντέρ της Βίκυ Πεζίρη «Οι Λεβέντες της Θάλασσας» για τους σφουγγαράδες της Καλύμνου. Στην κινηματογραφική του διαδρομή, που ξεπέρασε τον μισό αιώνα, ο Γιώργος Φούντας διακρίθηκε όχι μόνο για τον τρόπο που έπαιζε, αλλά και για τον τρόπο που αγκάλιαζε και φιλούσε τις συμπρωταγωνίστριές του στην οθόνη, κάτι που τον είχε καταστήσει αυθεντικό σύμβολο του σεξ, μακριά από το στιλ του ζεν πρεμιέ, ως ένα δυναμικό, παραδοσιακό, αλλά και με ευαισθησίες αρσενικό. Τιμήθηκε δύο φορές με το βραβείο α’ ανδρικού ρόλου του Κινηματογραφικού Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης για την ερμηνεία του στις ταινίες «Με τη Λάμψη στα Μάτια» (1966) και «Πυρετός στην Άσφαλτο» (1967).
Το 1973 έκανε το τηλεοπτικό ντεμπούτο με τη σειρά «Κατοχή», που ήταν η πρώτη διεθνής συμπαραγωγή της ελληνικής τηλεόρασης. Τα επόμενα χρόνια πρωταγωνίστησε σε δύο τηλεοπτικές σειρές («Ο Χριστός ξανασταυρώνεται», «Γαλήνη»), που προβλήθηκαν από τη δημόσια τηλεόραση και άφησαν εποχή.
Ο Φούντας θα γινόταν "πράκτορας 007"
Η ξενόγλωσση ταινία «Ποτέ την Κυριακή», στην οποία ο Φούντας έπαιξε το 1960, του άνοιξε το δρόμο για διεθνή καριέρα και τον έκανε γνωστό και στο εξωτερικό. Η ερμηνεία του ηθοποιού άρεσε τόσο στους ξένους παραγωγούς που, όταν ο Σον Κόνερι αποφάσισε να σταματήσει να ενσαρκώνει τον Τζέιμς Μποντ, εκείνοι πρότειναν στον Φούντα να τον αντικαταστήσει. Η πρόταση, την οποία άλλοι ηθοποιοί ονειρεύονταν, άφησε σχεδόν αδιάφορο τον Φούντα και αρχικά σκέφτηκε να την απορρίψει. Ο Φιλοποίμην Φίνος, μέσω της εταιρίας του οποίου είχε γίνει η πρόταση, τον έπεισε τελικά να δεχτεί και να κάνει τα απαραίτητα δοκιμαστικά. Στο τέλος της οντισιόν είχαν απομείνει ο Φούντας και ο Τζορτζ Λέιζενμπι. Ο Έλληνας ηθοποιός έχασε την τελευταία στιγμή τον ρόλο του πιο διάσημου κινηματογραφικού πράκτορα, επειδή δήλωσε στους παραγωγούς ότι δεν θα προλάβαινε να μάθει αγγλικά μέχρι να ξεκινήσουν τα γυρίσματα. Ήταν μια εποχή στην οποία κανείς δεν μπορούσε να προβλέψει ότι ο Τζέιμς Μποντ θα άντεχε για δεκαετίες. Στη συνέχεια επικράτησε ο πρωταγωνιστής να είναι πάντα Βρετανός, όμως στις αρχές της δεκαετίας του ’60 δεν ίσχυε ακόμα αυτός ο άγραφος κανόνας....
Ο Γιώργος Φούντας τιμήθηκε δύο φορές με το βραβείο ερμηνείας του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης. Το 1966 για την ταινία «Με τη λάμψη στα μάτια» και το 1967 για τον «Πυρετό στην Άσφαλτο».
Ο Γιώργος Φούντας πέθανε στις 28 Νοεμβρίου 2010, σε ηλικία 86 ετών. Την τελευταία δεκαετία της ζωής του έπασχε από τη νόσο του Αλτσχάιμερ.
Άγιος Στυλιανός ο προστάτης των νηπίων
Άγιος Στυλιανός
ο προστάτης των νηπίων
Πέταξα μια βαρειά άγκυρα, που με κρατούσε δεμένο κοντά στις επιθυμίες του φθαρτού σώματος. Πέταξα από πάνω μου τή φθορά και την απώλεια. Τώρα ανοίγεται μπροστά μου πιο ευδιάκριτος ο δρόμος της αληθινής ζωή.
Σύμφωνα με την ιερά παράδοση, ο Αγιος Στυλιανός με τη δύναμη και τη Χάρη του Θεού πολέμησε όλα τα δολώματα της φθαρτής και πρόσκαιρης ζωής. Φιλοσόφησε με την αληθινή σοφία του Θεού και είδε πόσο πρόσκαιρος και τιποτένιος είναι ο υλικός κόσμος.
Αποφάσισε έπειτα, να βαδίσει με την επιθυμία της ψυχής του. Η ψυχή του τον καλούσε σε αγώνες ηθικούς και ωραίους. Τον καλούσε στην άσκηση της αρετής. Του έδειχνε τον δύσκολο και δύσβατο δρόμο της αιωνίας ζωής, της παντοτεινής ευτυχίας.H αγνή και πιστή καρδιά του, υπάκουσε στη φωνή της ψυχής του. Και η πρώτη ενέργεια του ήταν να πούλησει την περιουσία του και να την μοιράσει στους φτωχούς της Εκκλησίας. Και όταν δεν του είχε απομείνει τίποτε πια από την πατρική κληρονομία, γεμάτος ανακούφηση και χαρά αναφώνησε τα λόγια αυτά.
Άγιος Στυλιανός γεννήθηκε στην Παφλαγονία (Μικρά Ασία). Οι ιστορικές πληροφορίες που διαθέτουμε γι'αυτόν είναι πενιχρότατες. Έζησε μεταξύ 4ου και 6ου αιώνα. Θεωρείται προστάτης των νηπίων και θεραπευτής των παιδικών ασθενειών. Μόλις ενηλικιώθηκε, μοίρασε την πατρική του περιουσία στους φτωχούς και έζησε σε ερημικό τόπο με νηστεία και επίμονο άσκηση μέσα σε σπήλαιο. Απέκτησε, με τα χρόνια φήμη κυρίως για την θαυματουργή του προσευχή που βοηθούσε πολλές γυναίκες όταν δεν έκαναν παιδιά. Έτσι ο Άγιος θεωρήθηκε προστάτης των νηπίων. Πέθανε στην Παφλαγονία, άγνωστο πότε. Η ορθόδοξη Εκκλησία τιμά τη μνήμη του στις 26 Νοεμβρίου.
Από παρετυμολογία του ονόματός του πιστεύεται ότι αυτός στυλώνει, δηλαδή ενισχύει την υγεία των παιδιών. Γι αυτό κατά την εορτή του οι μητέρες των βρεφών και των άλλων παιδιών απέχουν από κάθε δραστηριότητα. Έτσι στην Ικαρία τα σπίτια έχουν την εικόνα του αγίου και όταν αρρώσταινε κάποιο παιδί λειτουργούσαν την εικόνα και σταύρωναν με αυτήν το παιδί. Στην Κρήτη οι γονείς των παιδιών τα οποία πεθαίνουν, ονομάζουν το νεογέννητο μετά το θάνατο του παιδιού, Στυλιανό ή Στυλιανή. Σε κάποια, πάλι, ασθένεια, μπορούσε το όνομα να αλλάξει σε Στυλιανός. Εξαιρετικά διαδεδομένο είναι, κυριως ανάμεσα στους Βλάχους, το όνομα Στέργιος ως παραλλαγή του Στέλιος, το οποίο δίδεται κατόπιν τάματος για ευτοκία από επίτοκες γυναίκες, οι οποίες ενωρίτερα δεν μπόρεσαν να αποκτήσουν παιδιά.
Οι αντιλήψεις αυτές για τον Άγιο Στυλιανό, είναι ακόμη και σήμερα διαδεδομένες μεταξύ των πιστών. Πιστεύεται ότι ο Άγιος ενισχύει την υγεία των νηπίων, των οποίων θεωρείται φύλακας. (Του Αγίου Στυλιανού όσες έχουν παιδιά δεν δουλεύουν, για να ζήσουν τα παιδιά τους.) Στη Θεσσαλία τη μέρα της εορτής του γιορτάζουν κατά παράδοση και αυτοί που έχουν το όνομα Στέργιος.
Αλέκος Αλεξανδράκης, ένας πραγματικός "ζεν πρεμιέ" στο θέατρο και στον κινηματογράφο
Αλέκος Αλεξανδράκης
Γιος δικηγόρου από τη Μάνη, ο Αλέκος Αλεξανδράκης γεννήθηκε στις 27 Νοεμβρίου 1928 στην Αθήνα. Φοίτησε στα καλύτερα σχολεία της εποχής και μεγάλωσε σε ένα σπίτι γεμάτο βιβλία. Αγαπημένο του άθλημα ήταν η ξιφασκία και στα 15 του έγινε μέλος της εθνικής ομάδας.
Ένα χρόνο αργότερα μπήκε στη Σχολή Δοκίμων, θέλοντας να γίνει αξιωματικός του Ναυτικού. Μία παράσταση, όμως, του Κάρολου Κουν, με πρωταγωνίστρια την Έλλη Λαμπέτη, του άλλαξε τη ζωή. Αποφάσισε να δώσει εξετάσεις στο Βασιλικό Θέατρο και πέρασε πρώτος. Ο Δημήτρης Χορν ήταν τόσο σίγουρος για το ταλέντο του Αλέκου, που είχε στοιχηματίσει για την επιτυχία του.
Τον καιρό εκείνο, η Κατερίνα (Ανδρεάδη) έψαχνε για έναν «ζεν πρεμιέ», για το έργο «Φθινοπωρινή Παλίρροια». Ο νεαρός ηθοποιός την επισκέφτηκε με λουλούδια στο σπίτι της μαζί με την Άννα Συνοδινού και πήρε το ρόλο. Έκανε τα πρώτα του βήματα στο θεατρικό σανίδι στις 9 Ιουλίου 1949 και άφησε τις καλύτερες εντυπώσεις σε κριτικούς και κοινό. «Παρουσιάστε όπλα. Επιτέλους, ένας εραστής στο ελληνικό θέατρο», έγραψε χαρακτηριστικά ο Αιμίλιος Χουρμούζιος στην Καθημερινή.
Εντύπωση έκανε και στον Φιλοποίμηνα Φίνο, ο οποίος του πρότεινε να παίξει στον κινηματογράφο. Την ίδια, κιόλας, χρονιά έκανε το ντεμπούτο του στη μεγάλη οθόνη, με την ταινία «Δύο κόσμοι», σε σκηνοθεσία Γρηγόρη Γρηγορίου. Ακολούθησαν αμέτρητες άλλες, και όλοι συμφωνούσαν πως επρόκειτο για έναν μεγάλο ηθοποιό και τον μεγαλύτερο γόη της εποχής. Η απήχησή του στον γυναικείο πληθυσμό ήταν άνευ προηγουμένου.
Στη γοητεία του είχε υποκύψει πρώτη η Έλλη Λαμπέτη. Ο δεσμός τους, όμως, δεν κράτησε πολύ, καθώς ο Αλεξανδράκης προτίμησε να ακολουθήσει την Κατερίνα σε μία περιοδεία. Στο Σουδάν γνώρισε την πρώτη του γυναίκα, Μαρτζ Βάλβη, με την οποία παντρεύτηκε λίγο αργότερα στην Αθήνα. Ο γάμος τους κράτησε τρία χρόνια, όσο κι αυτός με την Κλοντ Σαμπαντού, μια πανέμορφη Γαλλίδα.
Το 1956, παντρεύτηκε την ηθοποιό Αλίκη Γεωργούλη. Μαζί ανέβασαν στο θέατρο «Γκλόρια» της Πλατείας Αμερικής, το «Πικνίκ», ενώ συμμετείχαν σε πορείες ειρήνης και δημοκρατικά συλλαλητήρια. Όμως, ύστερα από τέσσερα χρόνια χώρισαν. Ο τέταρτος γάμος του ήταν με την ελβετίδα Βερένα Γκάουερ. Στα πέντε χρόνια που κράτησε ο γάμος τους απέκτησαν δύο παιδιά. Το 1969 γνώρισε τη Νόνικα Γαληνέα και την ερωτεύτηκε βαθιά. Παρότι αυτή η σχέση κράτησε 21 ολόκληρα χρόνια, δεν παντρεύτηκαν ποτέ.
Εκτός από την ιδιότητα του θιασάρχη, που ξεκίνησε το 1956 και κράτησε τουλάχιστον 35 χρόνια, ο Αλέκος Αλεξανδράκης σκηνοθέτησε θεατρικά έργα, αλλά και ταινίες, όπως ο «Θρίαμβος» (1960) με τον Καρύδη-Φουκς και η «Συνοικία το όνειρο» (1961), που βραβεύτηκε στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, αλλά η προβολή της απαγορεύτηκε από τη λογοκρισία της εποχής.
Συνεργάστηκε με λαμπερές πρωταγωνίστριες, όπως τη Μελίνα Μερκούρη, την Αλίκη Βουγιουκλάκη, τη Τζένη Καρέζη, τη Μάρω Κοντού και τη Ζωή Λάσκαρη.
Συνολικά, πρωταγωνίστησε σε περισσότερες από 75 κινηματογραφικές ταινίες, από τις οποίες ξεχωρίζουν: «Ο βαφτιστικός», «Στέλλα», «Το νησί των γενναίων», «Ραντεβού στην Κέρκυρα», «Δεσποινίς Διευθυντής», «Δάκρυα για την Ηλέκτρα», «Όμορφες μέρες», «Η κόμισσα της Κέρκυρας», «Η Μαρία της σιωπής», «Ο άνθρωπος με το γαρύφαλλο», «Τα παιδιά της Χελιδόνας» και πολλές ακόμα.
Στο θέατρο ερμήνευσε τους σημαντικότερους ρόλους. Μεταξύ των παραστάσεων στις οποίες πρωταγωνίστησε και άφησαν εποχή, είναι: «Παράξενο Ιντερμέτζο», «Ταξίδι της μέρας μέσα στην νύχτα», «Ήταν όλοι τους παιδιά μου», «Μαντάμ Μπάτερφλαΐ», «Η γυναίκα με τα μαύρα», «Τέσσερα δωμάτια με κήπο», «Έγκλημα και τιμωρία», «Τα μεγάλα χρόνια», «Ο γλάρος».
Στην τηλεόραση έπαιξε στον «Παράξενο Ταξιδιώτη», τον «Γιούγκερμαν» και τους «Μυστικούς Αρραβώνες».
Το 1994 ανέβασε με τη Μιμή Ντενίση, τον «Θείο Βάνια» και δύο χρόνια αργότερα επέστρεψε στο Εθνικό, απ’ όπου είχε ξεκινήσει. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του δίδασκε υποκριτική στο Εργαστήρι του Διαμαντόπουλου, ενώ το 2001 ο τότε Πρόεδρος της Δημοκρατίας, Κωνσταντίνος Στεφανόπουλος, του απένειμε τον Χρυσό Σταυρό του Τάγματος της Τιμής για την προσφορά του στην τέχνη.
Πέθανε στις 8 Νοεμβρίου του 2005, έπειτα από μακροχρόνια μάχη με τον καρκίνο
Ευγένιος Ιονέσκο ο θεμελιωτής του Θεάτρου του Παραλόγου
Ευγένιος Ιονέσκο
ο θεμελιωτής του Θεάτρου του Παραλόγου
Ο Ευγένιος Ιονέσκο καθόριζε ως εξής την ταυτότητα του θεάτρου: «Τα πάντα είναι κωμικά, τίποτα δεν είναι τραγικό, όλα είναι πραγματικά και μη, δυνατά και αδύνατα, σοβαρά και γελοία». Λογική είναι η τρέλα των δυνατών, έλεγε ο ίδιος.
Γεννήθηκε στη Σλάτινα της Ρουμανίας από Ρουμάνο πατέρα και Γαλλίδα μητέρα, στις 26 Νοεμβρίου του 1909, ωστόσο το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του έζησε στη Γαλλία. Μάλιστα, για την καταγωγή του είχε ξεσπάσει διαμάχη μερικά χρόνια πριν, ανάμεσα στην κόρη του και τον θεατρικό κόσμο της Ρουμανίας.
Η Ένωση Ρουμάνων συγγραφέων κατήγγειλε τότε την «απαράδεκτη στάση» της κόρης του Ιονέσκο, Μαρί-Φρανς, τονίζοντας ότι προκειμένου να δώσει την έγκρισή για να ανεβεί στη Ρουμανία το έργο «Η Φαλακρή Τραγουδίστρια», έθετε ως όρο να μην ειπωθεί ότι ο πατέρας της ήταν Ρουμάνος.
«Οι Ρουμάνοι ξέρετε, με το σύμπλεγμα των μικρών λαών, θέλουν να τον σφετεριστούν. Αλλά, όχι. Δεν έχω καμία αντίρρηση να παίζονται τα έργα του στη Ρουμανία, αλλά όπως και στις άλλες χώρες, όπως σε οποιαδήποτε άλλη χώρα, τίποτε περισσότερο και τίποτε λιγότερο», δήλωνε από την πλευρά της η Μαρί-Φρανς Ιονέσκο.
Στην πραγματικότητα, ο Ιονέσκο πέρασε την παιδική του ηλικία στη Γαλλία, αλλά επέστρεψε στη Ρουμανία με τον πατέρα του το 1925, μετά το διαζύγιο των γονιών του. Μετά τις σπουδές του στο κολέγιο, σπούδασε Γαλλική λογοτεχνία στο Πανεπιστήμιο του Βουκουρεστίου από το 1928 ως το 1933 και έγινε καθηγητής της γαλλικής γλώσσας.
Το 1938 επέστρεψε όμως πάλι στη Γαλλία με τη σύζυγό του Ροντίκα Μπουριλεάνου και την κόρη τους, προκειμένου να τελειώσει τη διδακτορική του διατριβή. Κατά το ξέσπασμα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου το 1939 βρισκόταν στη Γαλλία. Παρέμεινε στη Μασσαλία κατά τη διάρκεια του πολέμου, ενώ μετά το 1944 εγκαταστάθηκε στο Παρίσι. «Ονομάζομαι Ιονέσκο σαν τον πατέρα μου. Ιονέσκο σημαίνει ο γιος του Γιάννη.
Ο πατέρας μου ήταν Ρουμάνος», είχε δηλώσει ο ίδιος σε συνέντευξή του το 1960, ενώ είχε προσθέσει ότι: «Είμαι γάλλος πολίτης. Έζησα τα πρώτα χρόνια της ζωής μου στη Γαλλία. Η παιδική μου ηλικία είναι γαλλική».
Η λογοτεχνική του σταδιοδρομία ξεκίνησε στο Βουκουρέστι, με τη δημοσίευση στίχων το 1931 και ενός φυλλαδίου με τον τίτλο «Όχι» (Νu 1934), το οποίο προκάλεσε έντονες αντιδράσεις εξαιτίας της απόλυτα αυστηρής λογικής με την οποία ο συγγραφέας του υποστήριζε διαδοχικά θέσεις διαμετρικά αντίθετες. Για αυτό το έργο βραβεύτηκε και με το βραβείο Βασιλικών Εκδόσεων.
Στον χώρο του θεάτρου εμφανίστηκε το 1950 με τη «Φαλακρή Τραγουδίστρια». Για το έργο του αυτό έλεγε: «O αυτοματισμός της γλώσσας, η συμπεριφορά των ανθρώπων, το να μιλάμε για να μη λέμε τίποτα, να μιλάμε γιατί δεν έχουμε τίποτα να πούμε προσωπικό, μου αποκάλυπτε την έλλειψη εσωτερικής ζωής, το μηχανισμό του καθημερινού, τον άνθρωπο που πλέει μέσα στο κοινωνικό του περιβάλλον, το ότι δεν ξεχωρίζουμε πια τίποτα».
Τα πρώτα και πιο καινοτόμα έργα του Ιονέσκο ήταν θεατρικά μονόπρακτα: «Η Φαλακρή Τραγουδίστρια» (1950), «Το Μάθημα» (1951), «Οι Καρέκλες» (1952). Το 1959, παρουσιάζεται το έργο του «Δολοφόνος χωρίς αμοιβή», όπου πρωταγωνιστεί για πρώτη φορά ο κεντρικός του ήρωας, Μπερανζέ, ο οποίος εμφανίζεται σε μια σειρά έργων του (Ρινόκερος, Ο βασιλιάς πεθαίνει, Ο πεζός στον αέρα). Ο Μπερανζέ αποτελεί μια σχεδόν αυτοβιογραφική φιγούρα, η οποία εκφράζει την απορία και την αγωνία του Ιονέσκο για την παράδοξη πραγματικότητα.
Όπως περιγράφει η βιογράφος του Deborah B. Gaensbauer, κατά την παιδική του ηλικία είχε μία εμπειρία η οποία, όπως υποστήριζε, επηρέασε καθοριστικά την αντίληψή του για τον κόσμο: «Περπατώντας στην καλοκαιρινή λιακάδα σε ένα επαρχιακό χωριό κάτω από ένα έντονο μπλε ουρανό, ο Ιονέσκο άλλαξε ριζικά από το φως». Σύμφωνα με τη βιογραφία, τον διαπέρασε ξαφνικά ένα αίσθημα έντονης φωτεινότητας, ένα αίσθημα ότι αιωρείται και ταυτόχρονα ένα αίσθημα έντονης ευεξίας. «Όταν ‘επέστρεψε’ στο έδαφος και το ‘φως’ εξαφανίστηκε, είδε ότι συγκριτικά ο πραγματικός κόσμος ήταν σάπιος, γεμάτος διαφθορά και ανούσια επαναλαμβανόμενη δράση». Αυτό συνέπεσε με την προσωπική συνειδητοποίηση ότι ο θάνατος έρχεται για όλους στο τέλος.
Μεγάλο μέρος του μετέπειτα έργου του, αντικατοπτρίζει αυτή την εμπειρία και δείχνει μια αποστροφή για τον απτό κόσμο, δυσπιστία στην επικοινωνία, ενώ εκφράζει και την αίσθηση ότι ένας καλύτερος κόσμος βρίσκεται σε απόσταση αναπνοής. Τα παραπάνω είναι εμφανή σε αναφορές και θέματα σημαντικών έργων του: ήρωες των έργων μαραζώνουν για μια ανέφικτη ‘πόλη του φωτός’ (Οι Καρέκλες) ή αντιλαμβάνονται έναν άλλο κόσμο (Ο πεζός στον αέρα,1961), πρωταγωνιστές μπορούν και πετούν (Ο πεζός στον αέρα, Amédée), ενώ η κοινοτοπία του κόσμου τους οδηγεί στην κατάθλιψη (όπως ο ήρωας Μπερανζέ), εκστατικές αποκαλύψεις ομορφιάς πραγματοποιούνται σε ένα απαισιόδοξο πλαίσιο (Amédée, οι Καρέκλες, Μπερανζέ) ή ήρωες συνειδητοποιούν το του θανάτου (Ο βασιλιάς πεθαίνει)».
«Οι άνθρωποι στριφογυρίζουν μέσα στο κλουβί τους που είναι η γη, γιατί ξέχασαν πως μπορούν να στρέψουν το βλέμμα τους προς τον ουρανό», είχε πει ο ίδιος.
Ο Ιονέσκο έγινε μέλος της Γαλλικής Ακαδημίας το 1970, ενώ κέρδισε πολυάριθμα βραβεία και τιμητικές διακρίσεις.
Έφυγε από τη ζωή στις 28 Μαρτίου 1994
Περισσότερα Άρθρα...
- Αντώνης Αγγελούλης (Βρατσάνος), η κορυφαία φυσιογνωμία του ΕΛΑΣ, ο επιφανέστερος σαμποτέρ της Εθνικής Αντίστασης
- Αγία Αικατερίνη η Μεγαλομάρτυς
- Σαρλ ντε Γκωλ, Γάλλος στρατηγός και πολιτικός
- Άννα Συνοδινού, Ελληνίδα ηθοποιός του θεάτρου, που διακρίθηκε για τις ερμηνείες της, κυρίως σε ρόλους της αρχαίας τραγωδίας