Άρθρα
Ιωάννα της Λωραίνης η γυναίκα που «ντυνόταν με ανδρικά ρούχα» Αιρετική, μάγισσα και πολεμίστρια αλλά Αγία
Ιωάννα της Λωραίνης
η γυναίκα που «ντυνόταν με ανδρικά ρούχα»
Αιρετική, μάγισσα και πολεμίστρια αλλά... αγία
Η Ζαν ντ 'Άρκ, γνωστή και ως «Παρθένος της Ορλεάνης», είναι από τις ιστορικές φιγούρες που αναγνωρίστηκαν μετά θάνατον.
Η ζωή γύρισε την πλάτη αμετάκλητα στην εθνική ηρωίδα της Γαλλίας, που οδήγησε τα γαλλικά στρατεύματα σε νίκη κατά των βρετανών κατακτητών στην Ορλεάνη σε ηλικία μόλις 18 ετών, και έπρεπε να καεί ζωντανή στην πυρά για να αναγνωριστεί η συνεισφορά της και το ταυτόχρονο ατόπημα ενός έθνους.
Η γυναίκα που «ντυνόταν με ανδρικά ρούχα» και είχε «κοντοκουρεμένη κόμη», σύμφωνα με το κατηγορητήριο, έμελλε να αντιστρέψει τη μοίρα των Γάλλων κατά τον Εκατονταετή Πόλεμο, ενώ 500 χρόνια αργότερα, το 1920, θα αγιοποιούταν από τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία.
Ας δούμε τα έργα και τις ημέρες της αγίας που δεν υπέμεινε με τίποτα τον ζυγό...
Πρώτα χρόνια
Η Ιωάννα της Λωραίνης γεννιέται το 1412 (στις 6 Ιανουαρίου, σύμφωνα με κάποιες πηγές) σε οικογένεια χωρικών και αφοσιωμένων θρήσκων στο μικρό χωριό του Ντομρεμί της Γαλλίας.
Σε ηλικία 12 ετών, η μικρή Γαλλίδα θα νιώσει το θεϊκό κάλεσμα μέσα από αποκαλυπτικό όραμα: ο αρχάγγελος Μιχαήλ, η αγία Αικατερίνη και η αγία Μαργαρίτα θα την καλέσουν να πάρει τα όπλα και να ξεπλύνει την ατίμωση του λαού της από τους Βρετανούς. Ήταν τα χρόνια του Εκατονταετούς Πολέμου Αγγλίας-Γαλλίας, με τις γαλλικές δυνάμεις να γνωρίζουν συντριπτικές ήττες.
Η Ιωάννα χαρακτηριζόταν -ήδη από παιδί- από εξαιρετική ευσέβεια και ευλάβεια, την ώρα που ισχυριζόταν ότι επικοινωνούσε απευθείας με τους αγίους, εγείροντας από νωρίς τη μήνη της καθολικής εκκλησίας, ιδιαίτερα εξαιτίας της δήλωσής της ότι επικοινωνούσε με τον Θεό.
Και βέβαια, όπως έμελλε να δείξει η Ιστορία, η Ιωάννα διέθετε αξιοσημείωτο κουράγιο και μεγαλοφυείς στρατηγικές ικανότητες...
Ιστορικό πλαίσιο
Το στέμμα της Γαλλίας κατά τα χρόνια όπου έζησε η Ιωάννα της Λωραίνης ήταν αντικείμενο διαμάχης: από τη μία, ο γάλλος δελφίνος Κάρολος (αργότερα Κάρολος Ζ') και από την άλλη ο μονάρχης της Βρετανίας Ερρίκος ΣΤ'.
Οι στρατιές του Ερρίκου είχαν ήδη καταλάβει το μεγαλύτερο μέρος του βόρειου τμήματος του γαλλικού βασιλείου, με το κράτος του Καρόλου να συρρικνώνεται διαρκώς, την ώρα που ο ίδιος, πέντε χρόνια μετά τον θάνατο του πατέρα του, δεν είχε στεφθεί ακόμα βασιλιάς της Γαλλίας.
Το χωριό της Ιωάννας, την περίοδο όπου έζησε, κειτόταν στα σύνορα των δύο βασιλείων, με τους κατοίκους να καλούνται να εγκαταλείψουν μαζικά τα σπίτια τους, εξαιτίας των εχθροπραξιών.
Οδηγημένη λοιπόν από τη θεϊκή δύναμη, η Ιωάννα θα εγκαταλείψει τα πατρικά εδάφη τον Μάιο του 1428 για να υπηρετήσει τον γάλλο διάδοχο, υιοθετώντας πλήρως το δίκαιο των αγώνων του. Η τρυφερή της ηλικία ωστόσο -ήταν μόλις 16 ετών- και η συνήθειά της να επικαλείται συνεχώς τους αγίους θα κάνουν τον Κάρολο να την απορρίψει αμέσως, με την ατιμασμένη Ιωάννα να επιστρέφει άπραγη στο σπίτι της.
Απτόητη ωστόσο, θα επέστρεφε και πάλι την επόμενη χρονιά...
Τα γεγονότα της Ορλεάνης
Τον Απρίλιο του 1429, ο Κάρολος, θαμπωμένος από την επιμονή της Ιωάννας, θα της εμπιστευθεί μια μικρή στρατιωτική δύναμη για να ριχτεί στη μάχη. Στο στρατιωτικό της απόσπασμα θα προσχωρήσουν επίσης τα δυο της αδέλφια, Ζαν και Πιερ. Η Ιωάννα ήθελε τη δύναμη του Ιησού στο πλάι της, φιλοτεχνώντας τα λάβαρα της δύναμης όπου ηγείτο με θρησκευτικές σκηνές.
Η στρατηγική της στη μάχη χαρακτηριζόταν από θάρρος, αλλά και αλλαγή πολεμικής πλεύσης: την ώρα που το δόγμα των γάλλων πολεμάρχων ήταν αμυντικό, καθεστώς που εξακολουθούσε να ισχύει καθ' όλη τη διάρκεια του Εκατονταετούς Πολέμου, η Ιωάννα διείδε την αναποτελεσματικότητα της ηττοπαθούς αυτής προσέγγισης και βάλθηκε να την αλλάξει, αλλάζοντας ταυτόχρονα και την έκβαση του πολέμου.
Στις 4 Μαΐου, κάτω από τις άμεσες διαταγές της, οι γαλλικές δυνάμεις επιτέθηκαν και κατέλαβαν οχυρό έξω από την Ορλεάνη, που είχε περάσει στα χέρια των Βρετανών, με τον θρίαμβο να επαναλαμβάνεται και την επόμενη μέρα και στο δεύτερο «πεσμένο» οχυρό της πόλης.
Η δύναμή της είχε έναν και μόνο έναν σκοπό: να ενισχύσει την άμυνα της Ορλεάνης στην ασφυκτική πολιορκία των Βρετανών. Ενώπιον του πολεμικού συμβουλίου της πόλης, η Ιωάννα ζήτησε την ολομέτωπη επίθεση των στρατευμάτων, το αμυντικό δόγμα στάθηκε όμως και πάλι στον δρόμο της. Οι πύλες της Ορλεάνης κλειδαμπαρώθηκαν μάλιστα για να την αποτρέψουν από το να επιτεθεί στον εχθρό!
Στις 7 του μήνα ωστόσο, η Ιωάννα και μια χούφτα στρατιωτών και κατοίκων θα ξεσφράγιζαν την πύλη της Ορλεάνης και θα έκαναν αιφνιδιαστική επίθεση στο κύριο βρετανικό οχυρό, πολιορκώντας το με ό,τι βρήκαν. Κατά τη διάρκεια μάλιστα της πολιορκίας, η Ιωάννα θα τραυματιζόταν στον λαιμό από εχθρικό βέλος, θα επέστρεφε ωστόσο αμέσως στη μάχη, με το ασίγαστο πνεύμα της να δίνει κουράγιο στους άνδρες της, μέχρι την τελική συνθηκολόγηση των Άγγλων.
Η Ορλεάνη, μια από τις λίγες πόλεις που ήταν ακόμα πιστές στον Κάρολο, είχε σωθεί...
Η στέψη του Καρόλου
Η νίκη στην Ορλεάνη γέμισε ελπίδα τον γαλλικό στρατό, την ίδια στιγμή που άλλαξε το δόγμα των αρχηγών του: υιοθετήθηκε μια πιο επιθετική στρατηγική, την ώρα που η Ιωάννα πίεζε πλέον τον Κάρολο να στεφθεί βασιλιάς.
Με την Ιωάννα πλέον στο τιμόνι μιας καλής στρατιωτικής δύναμης, ο γαλλικός στρατός προέλαυνε προς τη Ρεμς για να γίνει η στέψη του διαδόχου. Πολλές πόλεις ανακαταλήφθηκαν κάτω από τις διαταγές της, με το απόσπασμα να καταφτάνει τελικά στη Ρεμς. Στις 17 Ιουλίου ο Κάρολος γινόταν βασιλιάς της Γαλλίας, με την Ιωάννα στο πλευρό του.
Το Παρίσι
Ο απελευθερωτικός πόλεμος του Καρόλου Ζ' απέδιδε και μια σειρά από εδάφη είχαν περιέλθει και πάλι κάτω από την εξουσία των Γάλλων. Τότε ήταν που η Ιωάννα της Λωραίνης θα έπειθε τον βασιλιά να πολιορκήσει το Παρίσι, που είχε μετατραπεί σε βρετανικό φρούριο, με τη γαλλική επίθεση να αποφασίζεται τελικά και να εκτελείται στις 8 Σεπτεμβρίου.
Η Ιωάννα θα χτυπηθεί στο πόδι από βέλος, θα συνεχίσει ωστόσο απτόητη τη μάχη, με τα γαλλικά στρατεύματα να μετρούν επιτυχία την πρώτη μέρα της εφόδου. Το επόμενο πρωί ωστόσο η Ιωάννα θα λάβει βασιλικό διάταγμα που θα τη διέταζε να αποσυρθεί...
Η δίκη και το τέλος
Για τα κατορθώματα και τα ανδραγαθήματά της, η Ιωάννα της Λωραίνης θα αναγορευτεί ευγενής από τον βασιλιά. Ήταν όμως και στην καρδιά των γάλλων στρατιωτών, που τη θεωρούσαν ικανότατο στρατηγό και θαρραλέο πολεμιστή.
Και ήταν ακριβώς το ατίθασο θάρρος της που θα την έκανε να πιαστεί από βουργουνδικές δυνάμεις -οι οποίες πολεμούσαν στο πλευρό των Βρετανών- τον επόμενο χρόνο: θα αιχμαλωτιστεί σε μια επιχείρηση κοντά στην Κομπιένη και θα παραδοθεί στις βρετανικές Αρχές. Η αρχή του τέλους είχε φτάσει.
Οι Βρετανοί και μέλη του γαλλικού κλήρου αποφάσισαν να τη δικάσουν ως αιρετική και μάγισσα, σε μια δίκη-παρωδία. Οι ταπεινωμένοι Βρετανοί και οι γάλλοι προδότες μισούσαν την Ιωάννα της Λωραίνης για την απρόσμενη τροπή που είχε πάρει ο Εκατονταετής Πόλεμος, εκεί που φαινόταν ότι όλα είχαν τελειώσει. Η σχεδόν θαυματουργή αναβίωση του γαλλικού ηθικού και της εθνικής περηφάνιας που εγκαινίασε έμελλε να την έφερναν αντιμέτωπη με την πυρά.
Η δημόσια δίκη δεν πήγαινε ωστόσο όπως προσδοκούσαν οι διώκτες της: οι σπιρτόζικες απαντήσεις της και η ευλάβειά της κέρδιζαν ολοένα και περισσότερο το κατά τα άλλα εχθρικό ακροατήριο, με τις κατηγορίες για βλασφημία να πέφτουν στο κενό.
Η δίκη θα συνεχιζόταν λοιπόν κεκλεισμένων των θυρών και, όπως ήταν αναμενόμενο, οι δικαστές θα την έβρισκαν ένοχη καταδικάζοντάς τη σε θάνατο στην πυρά. Η Ιωάννα θα υπέμεινε το τελευταίο της μαρτύριο με αξιοπρέπεια, την ώρα που 10.000 κόσμου είχαν συρρεύσει για να απολαύσουν τη δημόσια εκτέλεση. Ο θρύλος το θέλει η καρδιά της να παραμένει ανεπηρέαστη από τις φλόγες.
Κάπου 26 χρόνια αργότερα, οι Άγγλοι θα εγκατέλειπαν τη Ρουέν, με τους Γάλλους να ανοίγουν την υπόθεσή της και να την αθωώνουν επισήμως, αναγνωρίζοντάς της το καθεστώς του μάρτυρα. Το 1920 θα γίνει αγία, παραμένοντας πάντα η προστάτιδα αγία της Γαλλίας.
Η Ιωάννα της Λωραίνης κατάφερε εκπληκτικά πράγματα στη σύντομη ζωή της των 19 χρόνων. Ενσάρκωσε ιδανικά τη θρησκευτική ευλάβεια με την ανδρεία και την ταπεινότητα, αφιερώνοντας τον εαυτό της σε έναν σκοπό που θα άλλαζε τον ρου της γαλλικής ιστορίας...
Κληρονομιά
Τα επίσημα μητρώα από τη Μεγάλη Δίκη του 1431 αλλά και από τη διαδικασία της αποκατάστασης του ονόματός της μισό αιώνα αργότερα διατηρούνται μέχρι και σήμερα στα Εθνικά Μητρώα της Γαλλίας, ρίχνοντας άπλετο φως στη σκευωρία αλλά και τα πεπραγμένα του βίου της.
Η βιογραφία κανενός άλλου προσώπου της εποχής δεν περιβάλλεται με τέτοια βεβαιότητα και περιεκτικότητα όσο της Ιωάννας της Λωραίνης, αποδεικνύοντας τη σημαντικότητά της. Η Γαλλία του 16ου αιώνα θα την ονόμαζε «Ζαν ντ' Άρκ» και θα την έκανε εθνική ηρωίδα.
Η αγία πολεμίστρια έμελλε να γίνει συνώνυμο με το πνεύμα ενός λαού, με τα σύμβολά της να μετατρέπονται σε σύμβολα ενός έθνους σε κάθε κατοπινή πολεμική πρόκληση που αντιμετώπισε.
Ακόμα και κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, ο στρατηγός Τσαρλς ντε Γκολ χρησιμοποίησε το σύμβολό της, τον Σταυρό της Λωραίνης, ως σύμβολο της ελεύθερης Γαλλίας...
Ευγένιος Σπαθάρης, ένας από τους πιο σημαντικούς καραγκιοζοπαίχτες του θεάτρου σκιών και ζωγράφος
Ευγένιος Σπαθάρης
Ο Ευγένιος Σπαθάρης (2 Ιανουαρίου 1924 – 9 Μαΐου 2009) του Σωτηρίου ήταν καλλιτέχνης του ελληνικού θεάτρου σκιών, ένας από τους πιο σημαντικούς καραγκιοζοπαίχτες και ζωγράφος.
Γεννήθηκε στην Κηφισιά στις 2 Ιανουαρίου 1924. Μετά τις εγκύκλιες σπουδές του άρχισε να ασχολείται με τη ζωγραφική και ιδιαίτερα με τους ήρωες του θεάτρου σκιών, από τους πρωτοπόρους του οποίου ήταν ο πατέρας του, Σωτήρης Σπαθάρης, ο οποίος απεβίωσε το 1974.
Το γεγονός αυτό τον εξοικείωσε με το καλλιτεχνικό αυτό είδος και ξεκίνησε να δίνει ο ίδιος παραστάσεις, αρχικά στη διάρκεια της κατοχής, σε θέατρα της Αθήνας, σε πρεσβείες, στη Γεννάδειο Βιβλιοθήκη κ.α..
Από τότε, έδωσε πληθώρα παραστάσεων, τόσο στην Ελλάδα όσο και σε χώρες του εξωτερικού, συμμετέχοντας σε διεθνή φεστιβάλ και συνέδρια ειδικά για το θέατρο σκιών.
Παρουσίασε πολλά έργα με ήρωα τον Καραγκιόζη, τόσο ως άψυχο υλικό (φιγούρες ηρώων), όσο και σε έμψυχη (ζωντανή) παράσταση με ηθοποιούς, στο Κρατικό Θέατρο Β. Ελλάδος, στο «Ελληνικό Χορόδραμα», στο Θέατρο Χατζώκου (Θεσσαλονίκη), στο Θέατρο Συντεχνίας κ.α. με τις παραστάσεις «Το ταξίδι», «Το καταραμένο φίδι», «Ο δικτάτορας», «Ο Αλέκος με τα κυδώνια» κ.ά.
Το 1970 κυκλοφόρησε 13 εικονογραφημένα τεύχη (των 2 δρχ. έκαστο) με μαυρόασπρες φιγούρες και έγχρωμο εξώφυλλο. Ενώ το 1979 παρουσιάστηκε από τις εκδόσεις Νεφέλη το επιτυχημένο βιβλίο του «Ο Καραγκιόζης των Σπαθάρηδων» με εφτά έργα και εφτά περιλήψεις (τα τέσσερα δικά του και τα τρία του πατέρα του Σωτήρη).
Από το 1962 κυκλοφόρησαν 10 έργα του σε δίσκους 45 στροφών από την His Master’s Voice, ενώ ακολούθησαν άλλοι 2 δίσκοι 33 στροφών από τη Μinos-EMI αρχές της δεκαετίας του ’80, και άλλες έξι παραστάσεις σε 6 αντίστοιχα CD από τη Legend το 2002.
Το 1950 ο Ευγένιος πραγματοποιεί την πρώτη του συμμετοχή σε κινηματογραφική ταινία, στο Πικρό Ψωμί του Γρηγόρη Γρηγορίου. Έπαιξε έργα του στην κρατική τηλεόραση από το 1966 μέχρι το 1992.
Κάποια από τα έργα του αυτά κυκλοφορούσαν μέχρι και τα μέσα της δεκαετίας του ’90 σε βιντεοκασέτες, ενώ τις ημέρες του θανάτου του ξεκίνησε συμπτωματικά η κυκλοφορία τους σε DVD.
Ο Ευγένιος Σπαθάρης ήταν μέλος του Καλλιτεχνικού Επιμελητηρίου Ελλάδος, του Ινστιτούτου Παγκοσμίου Θεάτρου (της ΟΥΝΕΣΚΟ). Έκανε περιοδείες σε πολλές χώρες λαμβάνοντας μέρος σε διάφορα φεστιβάλ και συνέδρια όπως: Παρίσι, Λιέγη, Ρώμη, Κάιρο, Λονδίνο, Κοπεγχάγη. Αλλά και ως ζωγράφος έλαβε μέρος σε πολλές εκθέσεις ατομικές και ομαδικές στην Αθήνα, Ζυρίχη, Παρίσι και Νέα Υόρκη.
Τιμήθηκε με το Βραβείο Ρώμης (1962), με το Α’ Μετάλλιο του Πρίγκιπα του Μοντ, το Α’ Βραβείο Πολωνίας (1978), το Α’ Μετάλλιο Τοσκανίνι (Ιταλία) το 1978 κ.α. Τέλος, το 2007 τιμήθηκε ιδιαίτερα από το ελληνικό υπουργείο Πολιτισμού για τη μεγάλη του προσφορά στο καλλιτεχνικό αυτό είδος, για το οποίο του αναγνωρίστηκε ο τίτλος του μεγάλου δασκάλου.
Τιμήθηκε με το Βραβείο Ρώμης (1962), με το Α’ Μετάλλιο του Πρίγκιπα του Μοντ, το Α’ Βραβείο Πολωνίας (1978), το Α’ Μετάλλιο Τοσκανίνι (Ιταλία) το 1978 κ.α. Τέλος, το 2007 τιμήθηκε ιδιαίτερα από το ελληνικό υπουργείο Πολιτισμού για τη μεγάλη του προσφορά στο καλλιτεχνικό αυτό είδος, για το οποίο του αναγνωρίστηκε ο τίτλος του μεγάλου δασκάλου.
Το 1991 ιδρύθηκε το Σπαθάρειο Μουσείο Θεάτρου Σκιών Δήμου Αμαρουσίου, το οποίο λειτουργεί συστηματικά από το 1996, με στόχο την προβολή του θεάτρου σκιών και του καραγκιόζη.
Στις 6 Μαΐου του 2009 και ενώ βρισκόταν στο Ινστιτούτο Γκαίτε Αθηνών για να παραστεί σε εκδήλωση προς τιμήν του, έχασε την ισορροπία του και έπεσε από σκάλες, με αποτέλεσμα να υποστεί πολλά κατάγματα και να δημιουργηθεί σοβαρό αιμάτωμα στον εγκέφαλο, με την κατάστασή του να χαρακτηριστεί ως κρίσιμη. Τελικά, στις 9 Μαΐου, ύστερα από τρεις ημέρες νοσηλείας απεβίωσε, σε ηλικία 85 ετών.Η σορός του εξετέθη σε λαϊκό προσκύνημα στο Σπαθάρειο Μουσείο Θεάτρου Σκιών και η κηδεία έγινε στις 13 Μαΐου του 2009, στο Μαρούσι, με δημόσια δαπάνη.
Άγιος Τηλέμαχος ήταν μοναχός του 5ου αιώνα και άγιος της Χριστιανικής Εκκλησίας
Άγιος Τηλέμαχος
ήταν μοναχός του 5ου αιώνα και άγιος της Χριστιανικής Εκκλησίας
Ο Άγιος Τηλέμαχος ήταν μοναχός της εκκλησίας. Ταξίδεψε από την Ασία στη Ρώμη επί αυτοκράτορα Ονώριου, θέλοντας να σώσει την πόλη. Αντιτάχθηκε στις μονομαχίες που γίνονταν στα αμφιθέατρα και ο ίδιος όρμησε στο Κολοσσαίο και φώναξε στους μονομάχους να σταματήσουν στο όνομα του Χριστού.
Τότε το πλήθος άρχισε να γελάει και να τον γιουχάρει. Ένας από τους μονομάχους χτύπησε στο στομάχι τον Τηλέμαχο με το ξίφος του και εκείνος έπεσε κάτω. Σηκώθηκε και ξαναφώναξε στους δύο μονομάχους να σταματήσουν.
Ένας μονομάχος τον κάρφωσε στο στομάχι με το ξίφος και εκείνος, αφού ψέλλισε για τελευταία φορά το ίδιο, πέθανε στο δάπεδο του αμφιθεάτρου, βουτηγμένος στο αίμα. Το πλήθος σιώπησε και εκκένωσε το Κολοσσαίο.
Χάρη σε αυτόν τον άγιο, την 1 Ιανουαρίου 404 μ.Χ. έλαβε χώρα η τελευταία μονομαχία στην Ιστορία της Ρωμαικής Αυτοκρατορίας αφού εξαιτίας του θανάτου του, έπειτα από 3 ημέρες, με αυτοκρατορικό διάταγμα καταργήθηκαν οι μονομαχίες.
Βασίλειος Καισαρείας γνωστός και ως Μέγας Βασίλειος ή Άγιος Βασίλης
Βασίλειος Καισαρείας
γνωστός και ως Μέγας Βασίλειος ή Άγιος Βασίλης
Ο Βασίλειος Καισαρείας (330 - 1 Ιανουαρίου 379), γνωστός και ως Μέγας Βασίλειος ή Άγιος Βασίλης, ήταν Έλληνας επίσκοπος της Καισαρείας στην Καππαδοκία, Μικρά Ασία (στη σημερινή Τουρκία). Ήταν σημαίνων θεολόγος που υποστήριξε το Σύμβολο της Πίστεως και αντιτάχθηκε στις αιρέσεις της πρωτοχριστιανικής εκκλησίας, μεταξύ των οποίων και του Αρειανισμού. Επίσης, ήταν Πατέρας της Εκκλησίας και ένας από τους Τρεις Ιεράρχες, που θεωρούνται προστάτες της παιδείας.
Γεννήθηκε από Άγιους γονείς το 330 μ.χ. στη Καισάρεια (Καππαδοκία). Ο πατέρας του Άγιος Βασίλειος ασκούσε το επάγγελμα του καθηγητή ρητορικής στη Καισάρεια της Καππαδοκίας και η μητέρα του Αγία Εμμέλεια ήταν απόγονος οικογένειας Ρωμαίων αξιωματούχων (ο πατέρας της είχε πεθάνει ως Χριστιανός μάρτυρας). Στην οικογένεια εκτός από το Βασίλειο υπήρχαν άλλα οκτώ ή εννέα παιδιά. Μεταξύ αυτών, ο Άγιος Γρηγόριος Νύσσης, ο Ναυκράτιος που έγινε ασκητής και θαυματουργός Άγιος, η Μακρίνα (Οσία Μακρίνα) και ο Πέτρος, Επίσκοπος Σεβαστείας, ενώ κάποιο φαίνεται να πέθανε σε βρεφική ηλικία.
Ο Βασίλειος μεταφέρθηκε από τη γιαγιά του Μακρίνα στο κτήμα των Αννήσων κοντά στον ποταμό Ίρι της Μικράς Ασίας, όπου ανατράφηκε από αυτήν μέχρι το θάνατό της και μετέπειτα από την πρωτότοκη αδερφή του Μακρίνα η οποία επηρέασε καθοριστικά τον μικρό Βασίλειο να στραφεί στην Χριστιανική πίστη. Την εγκύκλια παιδεία έλαβε από τον πατέρα του ενώ μετά την εκδημία του (γύρω στα 345) μετέβη στην Καισάρεια. Κατόπιν η ανάγκη του για περαιτέρω μόρφωση τον έφερε στην Κωνσταντινούπολη, όπου φοίτησε κοντά στο γνωστό δάσκαλο της εποχής Λιβάνιο και επακόλουθα στην Αθήνα (352).
Στην Αθήνα γνωρίστηκε με το Γρηγόριο από την Καππαδοκία, αναπτύσσοντας μία μεγάλη φιλία, εγγράφηκε στη σχολή του Χριστιανού φιλοσόφου Προαιρεσίου και παρακολούθησε τη διδασκαλία του καθώς και τη διδασκαλία άλλων φιλοσόφων όπως ο Ιμέριος.
Επέστρεψε στην πατρίδα του το καλοκαίρι του 356, εγκαταστάθηκε στην Καισάρεια και, συνεχίζοντας την παράδοση του πατέρα του, έγινε καθηγητής της ρητορικής. Το 358, επηρεασμένος από το θάνατο του αδερφού του μοναχού Ναυκρατίου, βαπτίζεται Χριστιανός, πιθανόν από τον επίσκοπο Διάνιο, και αποφασίζει να αφιερώσει τον εαυτό του στην ασκητική πολιτεία. Το φθινόπωρο του ίδιου έτους ξεκινά ένα οδοιπορικό σε γνωστά κέντρα ασκητισμού της Ανατολής, επιθυμώντας την ανεύρεση κατάλληλου τόπου διαμονής. Επέστρεψε το 359 στον Πόντο και για μικρό χρονικό διάστημα διέμεινε στην Αριανζό, κοντά στο φίλο του Γρηγόριο.
Τον Ιανουάριο του 360 φαίνεται να συμμετείχε, ως παρατηρητής εντεταλμένος από τον επίσκοπο Διάνιο, στην αρειανική Σύνοδο, που συνήλθε στην Κωνσταντινούπολη, για την έριδα μεταξύ Ομοουσιανών και Ομοιανών. Μετά την υπογραφή, από μέρους του Διανίου, του συμβόλου των Ομοιανών, ο Βασίλειος απογοητευμένος αποσύρθηκε στο ησυχαστήριο της αδερφής του εγκαινιάζοντας τη μνημειώδη αλληλογραφία του με το Γρηγόριο.
Το καλοκαίρι του 364 ο Ευσέβιος Καισαρείας τον χειροτόνησε πρεσβύτερο. Η μεγάλη δραστηριότητα και η μόρφωση του Βασιλείου προκάλεσαν τα ζηλόφθονα αισθήματα του Ευσεβίου γεγονός που οδήγησε τον πρώτο, για ακόμα μία φορά, να επιστρέψει στην πατρίδα του. Η μεσολάβηση, όμως, του Γρηγορίου επιφέρει εξομάλυνση των σχέσεων και την επιστροφή του Βασιλείου στην Καισάρεια. Μετά το θάνατο του Ευσεβίου, με τη συνδρομή του Ευσεβίου επισκόπου Σαμοσάτων και του Γρηγορίου επισκόπου Ναζιανζού, εκλέγεται διάδοχός του στην επισκοπική έδρα της Καισάρειας και αναλαμβάνει συν τω χρόνω, λόγω του κύρους της προσωπικότητάς του, την εξαρχία της Αρχιεπισκοπής του Πόντου.
Στον εκκλησιαστικό τομέα, ως επίσκοπος πλέον, ο Βασίλειος αντιμετώπισε την προσπάθεια του Αυτοκράτορα Ουάλη να επιβάλει τον Ομοιανισμό (ρεύμα του Αρειανισμού), όντας σε επιστολική επικοινωνία με το Μέγα Αθανάσιο, Πατριάρχη Αλεξανδρείας και τον Πάπα Ρώμης Δάμασο. Στην περιφέρεια της ποιμαντικής του ευθύνης είχε να αντιμετωπίσει την έντονη παρουσία του αρειανικού στοιχείου και άλλων χριστιανικών, μη ορθόδοξων, ομολογιών. Σε αυτό τον τομέα έδρασε και ως επίσκοπος, δηλαδή οργανωτικά, αλλά και με την αντιρρητική του γραμματεία. Μέσα από τις επιστολές του φαίνονται οι προσπάθειες που κατέβαλε για την ανάδειξη άξιων κληρικών στο ιερατείο, την καταπολέμηση της σιμωνίας των επισκόπων, την πιστή εφαρμογή των ιερών κανόνων από τους πιστούς καθώς και η ποιμαντική μέριμνα, που επέδειξε έναντι των αποκομμένων και περιθωριοποιημένων μελών της Εκκλησίας. Η όλη του δραστηριότητα επιφέρει τη βαθμιαία αναγνώρισή του ως κοινού έξαρχου ολόκληρου του ασιατικού θέματος της Αυτοκρατορίας.
Στην οικουμενική Εκκλησία ο Βασίλειος αναλαμβάνει τα πνευματικά ηνία από το Μέγα Αθανάσιο, ο οποίος βαθμιαία αποσύρεται από την ενεργό δράση λόγω γήρατος. Εργάζεται για την επικράτηση των ορθόδοξων χριστιανικών αρχών και υπερασπίζεται το δογματικό προσανατολισμό της Οικουμενικής Συνόδου της Νίκαιας. Προσπαθεί να βρίσκεται σε αλληλενέργεια με τα ορθόδοξα πατριαρχεία και ουσιαστικά υποκαθιστά και αντικαθιστά την αρειανίζουσα ιεραρχία του πολιτικού κέντρου της Αυτοκρατορίας. Σε αυτή την προσπάθεια συναντά την αδιάφορη ή προκατειλημμένη στάση των άλλων πατριαρχείων, γεγονός, που παρά την απογοήτευση που του επιφέρει δεν τον καταβάλει στη συνέχιση του αγώνα του.
Έργο ζωής και σημαντικό σταθμό στην πορεία του, αποτελεί η ίδρυση και λειτουργία ενός κοινωνικού φιλανθρωπικού συστήματος, του Πτωχοκομείου ή Βασιλειάδας. Εκεί διοχετεύει όλη την ποιμαντική του ευαισθησία, καθιστώντας την πρότυπο κέντρου περίθαλψης και φροντίδας των ασθενέστερων κοινωνικά ατόμων. Ουσιαστικά η Βασιλειάδα υπήρξε ένας πρότυπος οίκος για τη φροντίδα των ξένων, την ιατρική περίθαλψη των φτωχών άρρωστων και την επαγγελματική κατάρτιση των ανειδίκευτων. Καθίσταται η μήτρα ομοειδών οργανισμών που δημιουργήθηκαν σε άλλες επισκοπές και στάθηκε η σταθερή υπενθύμιση στους πλουσίους του προνομίου τους να διαθέτουν τον πλούτο τους με έναν αληθινά χριστιανικό τρόπο.
Καταπονημένος από την ευρεία δράση που ανέπτυξε σε πολλούς τομείς της χριστιανικής μαρτυρίας καθώς και την ασκητική ζωή, την οποία ακολουθούσε, ο Βασίλειος πεθαίνει την 1 Ιανουαρίου του 379 σε ηλικία 50 ετών. Ο θάνατός του βυθίζει στο πένθος όχι μόνο το ποίμνιό του αλλά και όλο το χριστιανικό κόσμο της Ανατολής. Στην κηδεία του συμμετέχουν Ιουδαίοι, πιστοί της εθνικής θρησκείας και ένα πλήθος ανομοιογενούς θρησκευτικής και εθνικής απόχρωσης. Η παρακαταθήκη του υπήρξε το τεράστιο σε μέγεθος και σημασία θεολογικό – δογματικό του έργο μαζί με τη συμβολή του στη λειτουργική και την πρωτότυπη ανθρωπιστική του δράση.
Εορτή
Η μνήμη του τιμάται από την Ορθόδοξη Εκκλησία την 1η Ιανουαρίου ενώ από το 1081 ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως – Νέας Ρώμης Ιωάννης Μαυρόπους (ο από Ευχαΐτων) θέσπισε έναν κοινό εορτασμό των Τριών Ιεραρχών, Βασιλείου του Μεγάλου, Ιωάννη Χρυσοστόμου και Γρηγορίου του Θεολόγου, στις 30 Ιανουαρίου ως προστατών των γραμμάτων και της παιδείας. Η Αγγλικανική και η Καθολική εκκλησία τιμούν την μνήμη του στις 2 Ιανουαρίου, ενώ η Λουθηρανική και η Επισκοπελιανή, στις 14 Ιουνίου.
Ορθόδοξη υμνολογία Αγίου
Απολυτίκιο (Ἦχος α')
Εἰς πᾶσαν τὴν γῆν ἐξῆλθεν ὁ φθόγγος σου,
ὡς δεξαμένην τὸν λόγον σου, δι' οὗ θεοπρεπῶς ἐδογμάτισας,
τὴν φύσιν τῶν ὄντων ἐτράνωσας,
τὰ τῶν ἀνθρώπων ἤθη κατεκόσμησας.
Βασίλειον ἱεράτευμα, Πάτερ Ὅσιε, πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ,
σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.
To Έργο του Μεγάλου Βασιλείου
Ο Μέγας Βασίλειος είναι ένας από τους σημαντικότερους δογματικούς θεολόγους του Χαλκηδόνιου Χριστιανισμού με σημαντική συμβολή στην ανάπτυξη του Τριαδολογικού δόγματος. Διακήρυξε την ενότητα της Αγίας Τριάδας ως μιας ουσίας και προχώρησε στον προσδιορισμό του υποστατικού διαχωρισμού των Προσώπων της. Κάθε υπόσταση διακρίνεται από ορισμένους τρόπους ύπαρξης και μεμονωμένα χαρακτηριστικά (ιδιώματα): ο Πατέρας είναι αγέννητος, ο Υιός γεννηθείς αχρόνως και το Άγιο Πνεύμα εκπορευτό διά του Πατρός. Η μόνη προτεραιότητα του Πατέρα είναι λογική, μη χρονική και δεν ενέχει καμία ανωτερότητα.
Στο έργο τόνισε επίσης τη σημασία της διάκρισης μεταξύ ουσίας και ενεργειών του Θεού. Μεταξύ του άκτιστου Θεού και του κτιστού κόσμου υπάρχει οντολογικό χάσμα, που αποκλείει την κατ’ ουσία κοινωνία και σχέση μεταξύ τους. Ο Θεός καθίσταται αντιληπτός στον κόσμο διά των ενεργειών του. Το ότι ο κόσμος διατηρείται στο "είναι" οφείλεται στη δημιουργική, συνεκτική και ζωοποιό ενέργεια του Θεού.
Ο Βασίλειος υπήρξε θαυμαστής του μεγάλου αλεξανδρινού φιλοσόφου Ωριγένη αλλά στο ερμηνευτικό του έργο απορρίπτει την αλληγορική μέθοδο και πλησιάζει προς την αντιοχειανή σχολή. Ερμηνεύει χρησιμοποιώντας το κείμενο ως αφορμή έκθεσης των προσωπικών του θέσεων.
Κεφαλαιώδης ήταν και η συμβολή του στην αξιολόγηση της θύραθεν παιδείας μέσα στη χριστιανική Εκκλησία. Μελετητής ο ίδιος και γνώστης της ελληνικής φιλοσοφίας, τη χρησιμοποιεί ως όργανο επεξεργασίας και διατύπωσης των θεολογικών του αντιλήψεων. Η φιλοσοφία, κατά το Βασίλειο, πρέπει να μελετάται υπό το νέο χριστιανικό πρίσμα. Δεν απορρίπτει τη μελέτη των κλασσικών γραμμάτων, αντίθετα προτρέπει στη χρήση τους ως ένδυμα της χριστιανικής θρησκευτικής διδασκαλίας.
Στον τομέα του μοναχισμού ανέλαβε δράση, θέτοντάς τον υπό τον έλεγχο της εκκλησιαστικής ηγεσίας και εισήγαγε την ομολογία της αφιέρωσης στο Θεό και της ένταξης στην αδελφότητα, η οποία προέβλεπε αγαμία, υπακοή και ακτημοσύνη. Επίσης, έθεσε την αυθαίρετη πνευματικότητα του μοναχισμού στη σταθερή βάση της Αγίας Γραφής και τοποθέτησε τους μοναχούς στη γραμμή του κοινού βίου και της οργανωμένης δράσης.
Στις ημέρες του υπήρξε μια σοβαρή αίρεση, ο Αρειανισμός και ο Άγιος αγωνίστηκε για την ενότητα της εκκλησίας, για αυτό έγραψε και σπουδαία θρησκευτικά συγγράμματα, όπως το ¨Περί Αγίου Πνεύματος¨ και εργαζόταν σκληρά, προς την επίλυση των διαφορών, δείχνοντας μόνο τον δρόμο της αγάπης.
Πλούσιο είναι και το νομικό του έργο το οποίο βρίσκουμε συγκεντρωμένο κυρίως στις επιστολές του προς τον Αμφιλόχιο Ικονίου, από τις οποίες προήλθαν οι 85 κανόνες που, αφού επικυρώθηκαν από τη Σύνοδο εν Τρούλω στα τέλη του 7ου αιώνα (691/2), αποτελούν ως σήμερα, ως συστατικό στοιχείο των νομοκανονικών συλλογών, βασικό βοήθημα του εκκλησιαστικού δικαίου. Το ίδιο ισχύει και για ένα άλλο νομικό του έργο, τους λεγόμενους «μοναχικούς κανόνες» διατάξεις που αφορούν την οργάνωση των μονών και τη διαβίωση των μοναχών. Οι κανόνες αυτοί δεν επικυρώθηκαν ποτε. Η έλλειψη ωστόσο συνοδικής επικύρωσης δεν επηρέασε, λόγω του κύρους του συντάκτη, την εφαρμογή τους στην πράξη. Ενδεικτικό της μεγάλης εκτίμησης στο έργο του Μ.Βασιλείου που έτρεφαν οι ερμηνευτές των δικαιϊκών πηγών όχι μόνο του χώρου της Εκκλησίας αλλά και της Πολιτείας, αποδεικνύεται από την συχνή παραπομπή των κανόνων του στα σχόλια των Βασιλικών, της τελευταίας δηλαδή επίσημης κωδικοποιήσεως που πραγματοποιήθηκε κατ΄εντολήν του Λέοντος ΣΤ' του Σοφού στα τέλη του 9ου αιώνα. Ιδιαίτερα αισθητή είναι η επίδραση του Μ. Βασιλείου στο Οικογενειακό Δίκαιο, όπου πρώτος έθεσε με κατηγορηματικότητα το όριο των τριών επιτρεπόμενων γάμων, που απετέλεσε μέχρι το 1982 πολιτειακό δίκαιο και εξακολουθεί ακόμη να ισχύει επί του θρησκευτικού Γάμου.
Κορνήλιος Καστοριάδης, ήταν Έλληνας φιλόσοφος, οικονομολόγος, επαγγελματίας ψυχαναλυτής
Κορνήλιος Καστοριάδης
ήταν Έλληνας φιλόσοφος, οικονομολόγος, επαγγελματίας ψυχαναλυτής
Ο Κορνήλιος Καστοριάδης ήταν Έλληνας φιλόσοφος, οικονομολόγος, επαγγελματίας ψυχαναλυτής από το 1973 και διευθυντής σπουδών στην Ανώτατη Σχολή για τις Κοινωνικές Επιστήμες. (Κωνσταντινούπολη, 11 Μαρτίου 1922 – Παρίσι, 26 Δεκεμβρίου 1997)
Συγγραφέας του έργου Η Φαντασιακή Θέσμιση της Κοινωνίας, διευθυντής σπουδών στην Σχολή Ανωτέρων Σπουδών Κοινωνικών Επιστημών του Παρισιού από το 1979, και φιλόσοφος της αυτονομίας, υπήρξε ένας από τους μεγαλύτερους στοχαστές του 20ου αιώνα.
Τα πρώτα χρόνια στην Αθήνα
Γεννήθηκε το 1922 στην Κωνσταντινούπολη και την ίδια χρονιά, ένα μήνα πριν τη μικρασιατική καταστροφή, η οικογένεια του μετεγκαταστάθηκε στην Αθήνα. Σημαντικές ήταν οι επιρροές από το οικογενειακό του περιβάλλον.
Ο πατέρας του, είχε λατρεία για τη μόρφωση, ήταν άθεος και αντιβασιλικός. Η μητέρα του, είχε ιδιαίτερη μόρφωση, λάτρευε τη μουσική. Ο Κορνήλιος Καστοριάδης άρχισε να διαβάζει φιλοσοφία από την ηλικία των 11-12 ετών, ενώ πρωτοήρθε σε επαφή με την μαρξιστική σκέψη σε ηλικία 13 ετών, οπότε και γεννήθηκε και το ενδιαφέρον του τόσο για την σκέψη όσο και για την πολιτική.
Μεταξύ του 1932 και του 1935 διδάχθηκε γαλλικά από την Σαβίτρι Ντέβι, με την οποία διατήρησε φιλικές σχέσεις.
Η πρώτη ενεργός ανάμειξη και δραστηριοποίηση του στην πολιτική, ήρθε όταν επί δικτατορίας Μεταξά (1937) προσχώρησε στην Ομοσπονδία Κομμουνιστικών Νεολαιών Ελλάδας πιάστηκε από τις αρχές και αφού έκανε δήλωση αφέθηκε ελεύθερος. Λίγο μετά την αρχή της κατοχής συγκρότησε μαζί με άλλους νέους μία ομάδα που εναντιωνόταν στο προσανατολισμό του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας.
Το 1943 προσχώρησε στην τροτσκιστική ομάδα του Άγι Στίνα, πράγμα που είχε ως συνέπεια τη δίωξή του όχι μόνο από τους Γερμανούς αλλά κυρίως από το Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο. Το 1944 γράφει τα πρώτα του κείμενα για τις κοινωνικές επιστήμες και τον Μαξ Βέμπερ (Max Weber), τα οποία δημοσιεύει στο περιοδικό Αρχείον Κοινωνιολογίας και Ηθικής.
Σπούδασε αρχικά νομικά και οικονομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Κατά τα Δεκεμβριανά, αποδοκίμασε την στάση του ΚΚΕ ως σταλινικό πραξικόπημα και, στη συνέχεια, μετέβη με το υπό πορτογαλική σημαία πλοίο Ματαρόα από τον Πειραιά στο Παρίσι όπου έμελλε να εγκατασταθεί μόνιμα.
Συνεπιβάτες σε αυτό το πλοίο και οι άλλοι δύο Έλληνες, μετέπειτα στοχαστές του Παρισιού, ο Κώστας Αξελός και ο Κώστας Παπαϊωάννου, που μαζί με διακόσιους ακόμα (ανάμεσα στους οποίους και οι: Μέμος Μακρής, Μιμίκα Κρανάκη) είχαν εξασφαλίσει, με την βοήθεια του Οκτάβιου Μερλιέ (Octave Merlier), υποτροφία του Γαλλικού Ινστιτούτου από την γαλλική κυβέρνηση.
Στο Παρίσι
Στο Παρίσι έγινε μέλος της τροτσκιστικής Τετάρτης Διεθνούς και του Διεθνιστικού Κομμουνιστικού Κόμματος, από τις οποίες όμως άρχισε σταδιακά να απομακρύνεται, ώσπου μετά το 1948 να εγκαταλείψει οριστικά το τροτσκιστικό κίνημα. Παράλληλα από την ίδια χρονιά άρχισε να εργάζεται στην υπηρεσία Στατιστικής Εθνικών Λογαριασμών και Μελετών Ανάπτυξης του Οργανισμού Οικονομικής Ανάπτυξης και Συνεργασίας (ΟΟΣΑ), μια θέση την οποία διατήρησε ως και το 1970.
Το 1946 ξεκίνησε και η γνωριμία του με τον διανοούμενο Κλωντ Λεφόρ, με τον οποίο συγκρότησαν μία εσωτερική τάση στο PCI, από το οποίο αποχώρησαν το 1948 και ίδρυσαν την ομάδα Socialisme ou Barbarie («Σοσιαλισμός ή Βαρβαρότητα»), η οποία από το επόμενο έτος μέχρι το 1965 εξέδιδε το ομώνυμο περιοδικό. Από τα κείμενα εκείνης της περιόδου προέκυψαν τα βιβλία: Η Γραφειοκρατική Κοινωνία (1973), Η Πείρα του Εργατικού Κινήματος (1974), Το Περιεχόμενο του Σοσιαλισμού, Σύγχρονος Καπιταλισμός και Επανάσταση, Η Γαλλική Κοινωνία (1979).
Μέσα από το συγκεκριμένο περιοδικό βρήκαν βήμα τα επόμενα χρόνια γνωστοί διανοούμενοι της Γαλλίας, όπως ο Ζαν-Φρανσουά Λιοτάρ και ο Γκυ Ντεμπόρ. Το περιοδικό κινείτο πέραν των τροτσκιστικών κύκλων και ήταν ιδιαίτερα επικριτικό στα καθεστώτα του υπαρκτού σοσιαλισμού.
Χαρακτηριστική της γραμμής του περιοδικού ήταν η ανάλυση του Καστοριάδη για το πολιτικό σύστημα της Σοβιετικής Ένωσης, το οποίο το χαρακτήρισε καθεστώς «Γραφειοκρατικού Καπιταλισμού». Ανέφερε χαρακτηριστικά: «Η ρωσική επανάσταση οδήγησε στην εγκαθίδρυση ενός νέου τύπου καθεστώτος εκμετάλλευσης και καταπίεσης όπου μια νέα κυρίαρχη τάξη, η γραφειοκρατία, σχηματίστηκε γύρω από το κομμουνιστικό κόμμα».
Όσον αφορά τις «φιλελεύθερες ολιγαρχίες» της Δύσης θεωρούσε ότι το κριτήριο ταξικής διαφοροποίησης είχε πάψει να είναι πλέον η κατοχή και ο έλεγχος των μέσων παραγωγής, αλλά η κατοχή και η ικανότητα άσκησης εξουσίας.
Σταδιακά και προς τα τελευταία χρόνια της έκδοσης του περιοδικού ο Καστοριάδης απομακρύνθηκε από την μαρξιστική φιλοσοφία και θεωρία της Ιστορίας όσο και από την μαρξιστική οικονομική ανάλυση, πράγμα εμφανές στο κείμενο του «Μαρξισμός και επαναστατική κοινωνία» το οποίο αργότερα συμπεριελήφθη στο Η Φαντασιακή Θέσμιση της Κοινωνίας.
Ενώ οι θέσεις και οι απόψεις του Καστοριάδη γνώρισαν μεγάλη απήχηση στους επαναστατικούς κύκλους πολλών χωρών της εποχής, ο ίδιος δεν είχε την ανάλογη αναγνώριση, καθώς ήταν αναγκασμένος να υπογράφει τα κείμενα του χρησιμοποιώντας διάφορα ψευδώνυμα (Pierre Chaulieu, Paul Cardan, Marc Noiraud κ.α).
Αυτό συνέβαινε διότι δεν είχε γαλλική υπηκοότητα ή διαβατήριο ακόμη, με συνέπεια να βρίσκεται συνεχώς υπό τον φόβο της απέλασης στην Ελλάδα. Στις σελίδες του περιοδικού πρωτοεμφανίστηκαν και μερικά από τα σημαντικότερα κείμενα της πρώτης περιόδου της σκέψης του, τα οποία αργότερα έμελλε να δημοσιευθούν μέσα από τις εκδόσεις βιβλίων του, όπως τα: «Η Γραφειοκρατική Κοινωνία», «Η Πείρα του Εργατικού Κινήματος» και του ίσως σημαντικότερου έργου του «Η Φαντασιακή Θέσμιση της Κοινωνίας».
Το 1967 η ομάδα του Socialisme ou Barbarie διαλύεται, ωστόσο όμως δύο χρόνια αργότερα, τα κείμενα και η σκέψη της ομάδας και κυρίως του Καστοριάδη αποτελούν βασική πηγή έμπνευσης των εξεγερμένων φοιτητών του Μάη του '68.
Το 1970 ο Καστοριάδης αποκτά την γαλλική υπηκοότητα και έτσι παύει πλέον ο συνεχής φόβος της απέλασης. Αυτή την περίοδο ο Καστοριάδης στρέφεται στην ψυχανάλυση, μάλιστα εργάζεται και ως ψυχαναλυτής ο ίδιος από το 1974, και συμμετέχει στις συνελεύσεις της Τέταρτης Ομάδας, ενός κινήματος διαφωνούντων της σχολής του Ζακ Λακάν (Jacques Lacan).
Αυτή η στροφή προς την ψυχανάλυση χαρακτηρίζει πλέον το σύνολο της σκέψης του, πράγμα το οποίο τον οδηγεί σε μια καινούργια φιλοσοφική κατανόηση της πολιτικής και κοινωνικής ζωής του ανθρώπου, η οποία αποτυπώνεται στο κλασικό πλέον έργο του «Η Φαντασιακή Θέσμιση της Κοινωνίας».
Κεντρική θέση στην σκέψη του αποκτά η έννοια του Φαντασιακού, το οποίο θεωρεί ως το θεμέλιο στοιχείο της ανθρώπινης δημιουργίας. Ο Καστοριάδης αντιλαμβάνεται την κοινωνική διαφοροποίηση ως μια διαδικασία συνεχούς δημιουργίας ex nihilo (από το τίποτα) σημασιών, νοημάτων, εικόνων οι οποίες θεσπίζονται και δομούν την εικόνα του κόσμου και της κοινωνίας κάθε εποχής.
Ο Καστοριάδης αρνείται την ύπαρξη οποιουδήποτε ντετερμινισμού όσον αφορά την κοινωνική αλλαγή, οποιασδήποτε προδιαγεγραμμένης πορείας της κοινωνίας, καθώς αυτή είναι συνεχής δημιουργία που γεννιέται και νοηματοδοτείται μέσω του «Κοινωνικού Φαντασιακού». Σύμφωνα με τον Καστοριάδη, αν και όλες οι κοινωνίες δημιουργούν οι ίδιες τις φαντασιακές σημασίες τους (δηλαδή τους θεσμούς, τους κανόνες, τις πεποιθήσεις, τις αντιλήψεις κ.λπ.) δεν έχουν όλες συνείδηση του γεγονότος αυτού.
Πολλές κοινωνίες συγκαλύπτουν τον κοινωνικό χαρακτήρα της θέσμισης των φαντασιακών σημασιών τους, αποδίδοντας την θέσμιση και την θεμελίωση τους σε εξω-κοινωνικούς παράγοντες (π.χ. το Θεό, την παράδοση, το νόμο, την ιστορία).
Με βάση αυτή την συνείδηση της αυτοθέσμισης των φαντασιακών σημασιών από κάθε κοινωνία, ο Καστοριάδης διέκρινε μεταξύ των αυτόνομων κοινωνιών, αυτών δηλαδή που είχαν συνείδηση της αυτοθέσμισης αυτής, και των ετερόνομων κοινωνιών, στις οποίες η θέσμιση αποδιδόταν σε κάποια εξωκοινωνική αυθεντία.
Το 1979 ο Καστοριάδης εξελέγη διευθυντής της Σχολής Ανωτέρων Σπουδών Κοινωνικών Επιστημών Παρισιού (Ecoles des Hautes Etudes en Sciences Sociales), όπου διοργάνωσε σεμινάριο με τίτλο «Θέσμιση της κοινωνίας και ιστορική δημιουργία».
Τα τελευταία χρόνια της ζωής του ο Κορνήλιος Καστοριάδης επισκέφθηκε αρκετές φορές την Ελλάδα, δίνοντας σειρά διαλέξεων, μεταξύ άλλων στη Θεσσαλονίκη, το Ηράκλειο, τον Βόλο το Ρέθυμνο κ.α. Το 1989 αναγορεύθηκε επίτιμος διδάκτορας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο. Στις 24 Φεβρουαρίου 1993 αναγορεύθηκε επίτιμος διδάκτορας του Παιδαγωγικού Τμήματος Δημοτικής Εκπαίδευσης στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης.
Ο Κορνήλιος Καστοριάδης απεβίωσε σε ηλικία 75 ετών, στις 26 Δεκεμβρίου του 1997.
Το 2014 κυκλοφόρησε η βιογραφία του, Καστοριάδης - Μια ζωή (του Φρανσουά Ντοσσέ)
Φιλοσοφία
Αυτονομία
Βασική θέση στο έργο του Καστοριάδη κατέχει η έννοια της «Αυτονομίας», σε τέτοιο μάλιστα βαθμό, που ο ίδιος αποκαλέστηκε και «Φιλόσοφος της Αυτονομίας». Ετυμολογικά βέβαια, η λέξη σημαίνει την πολιτική πράξη κατά την οποία μια κοινωνία δημιουργεί τους δικούς της νόμους και θεσμούς.
Εκτός όμως από τους ίδιους τους νόμους, οι κοινωνίες έχουν και την ανάγκη της «νομιμοποίησης» αυτών, την απάντηση δηλαδή στο γιατί αυτοί οι νόμοι να είναι οι δίκαιοι. Προγενέστερες κοινωνίες νομιμοποιούσαν τους νόμους τους μέσα από την μεταφυσική, λέγοντας κυρίως ότι τους είχαν δοθεί από κάποιο θεό ή θεϊκό πρόγονο.
Ο Καστοριάδης παρατήρησε ότι οι προσπάθειες αυτές για νομιμοποίηση είναι, ως επί το πλείστον τους, ταυτολογικές. Οι νόμοι της Παλαιάς Διαθήκης για παράδειγμα, νομιμοποιούνται από το Θεό, η ύπαρξη του οποίου βεβαιώνεται από το γεγονός ότι έδωσε αυτούς τους νόμους. Ο καπιταλισμός από την άλλη έχει σαν νομιμοποίηση του την «ορθολογικότητα», το ότι δηλαδή αποτελεί ένα σύστημα στηριγμένο στη λογική.
Παρομοίως όμως, ορίζει πρώτα το τι είναι λογικό, που στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι η μεγιστοποίηση ενός «προϊόντος» παραγωγής και η ελαχιστοποίηση ενός «κόστους», των οποίων τις έννοιες ορίζει και πάλι ο ίδιος. Ένας τέτοιος ορισμός της λογικής όμως δεν μπορεί να στηριχτεί ο ίδιος στη λογική, μιας και έχουν υπάρξει πολλές κοινωνίες, που σίγουρα δεν θα αποκαλούνταν «παράλογες», που τον αγνοούσαν πλήρως και έτσι απαιτείται να τον δεχτούμε ως παραδοχή. Μία δεύτερη νομιμοποίηση του καπιταλιστικού συστήματος έχει επιχειρηθεί και με τη χρήση της Δαρβινικής θεωρίας της εξέλιξης των ειδών μέσω φυσικής επιλογής.
Εδώ ο καπιταλισμός παρουσιάζεται ως «φυσικός», έχοντας δήθεν προέλθει από την ίδια διαδικασία που δημιούργησε και τον άνθρωπο. Ο Καστοριάδης, εκφράζοντας πρώτα την άποψη ότι η εφαρμογή της θεωρίας αυτής σε κοινωνικά μορφώματα είναι άτοπη, μας θυμίζει ότι η διαδικασία της εξέλιξης αφήνει πίσω της τον καταλληλότερου προς επιβίωση, με οποιοδήποτε μέσο, και όχι κάποιο ιδανικό αισθητικής ή δικαιοσύνης. Η νομιμοποίηση λοιπόν του καπιταλισμού είναι για άλλη μια φορά ταυτολογική, κάτι που δεν τον καθιστά αυτόματα λογικό ή φυσικό ως σύστημα.
Εδώ παρατηρεί ότι πολλές κοινωνίες, τη στιγμή της δημιουργίας τους, παρουσιάζουν φαινόμενα αυτονομίας, όπως οι δημαρχιακές συναντήσεις πολιτών (town hall meetings) κατά την Αμερικανική Ανεξαρτησία και οι οργανώσεις πολιτών κατά την Κομμούνα του Παρισίου. Στην εξέλιξη τους όμως, τα συστήματα αυτά, δίνουν την νομοθετική εξουσία σε εκλεγόμενους άρχοντες με αποτέλεσμα την πλήρη αποξένωση του πολίτη από αυτήν.
Κατά τον Καστοριάδη, μόνον η λεγόμενη εκτελεστική εξουσία που πρέπει να πράττει μόνο κατά κυριολεξία του όρου, εκτελώντας τα βουλεύματα του δήμου, μπορεί να μεταβιβάζεται σε ειδικούς ενώ οι υπόλοιπες, συμπεριλαμβανομένης και της δικαστικής, πρέπει να μένουν στα χέρια των πολιτών μέσω της άμεσης δημοκρατίας.
Σε αντίθεση αυτής της τάσης, οι Έλληνες κατά την αρχαιότητα ως πραγματικά αυτόνομη κοινωνία, γνώριζαν ότι οι νόμοι είναι ανθρώπινοι και κατ' ουσίαν αυτονομιμοποιούμενοι. Μπόρεσαν έτσι να τους αλλάζουν διαρκώς, συχνά με δημοκρατικά μέσα. Το ότι παρά τη συνειδητοποίηση αυτή, οι Έλληνες συνέχισαν να σέβονται και να υπακούουν τους νόμους τους, απέδειξε κατά τον Καστοριάδη ότι οι αυτόνομες κοινωνίες είναι δυνατές μέσα στην ιστορία σε αντίθεση με το επιχείρημα που παρουσιάζει τη θρησκεία ως αναγκαία προϋπόθεση για την διατήρηση της έννομης τάξης.
Φαντασιακή Θέσμιση της κοινωνίας
Ο Καστοριάδης πίστευε ότι η θέσμιση των κοινωνιών, είτε ως αυτόνομες είτε όχι, προϋποθέτει μια συγκεκριμένη σύλληψη του κόσμου και της σχέσης του ανθρώπου με αυτόν. Ο καπιταλισμός για παράδειγμα, αναδυόμενος μέσα από τη βιομηχανική επανάσταση, συλλαμβάνει έναν επιστημονικά ορισμένο κόσμο με μία κοινωνία βασισμένη σε αυτό που ο ίδιος ορίζει ως «ορθό λόγο» (λογική).
Παραδόξως όμως, όπως επισημαίνει αναλυτικά στο πρωτοποριακό του έργο «Η Φαντασιακή Θέσμιση της Κοινωνίας» (1975), ο Κομμουνισμός βασίζεται επίσης στην ίδια φαντασιακή σύλληψη, καθώς οραματίζεται με τη σειρά του μια κατ' ουσία βιομηχανική κοινωνία, όπου η ευημερία του ανθρώπου είναι υλικά μετρήσιμη και βελτιστοποιήσιμη μέσω της τεχνολογίας. Αποδέχεται έτσι τις ίδιες καπιταλιστικές κατηγορίες και ορισμούς, όπως το τι είναι «προϊόν», «κόστος» κλπ.
Έτσι λοιπόν, η ιστορική εξέλιξη της Μαρξιστικής θεωρίας, όπως το παράδειγμα της Σοβιετικής Ένωσης, δεν αποτελεί δολιοφθορά ή «έκπτωση» της αρχικής της ιδεολογίας αλλά η μοιραία της πραγμάτωση μέσα στο χρόνο. Η Ιστορία, δηλαδή, «δείχνει στα γεγονότα αυτό που η θεωρητική ανάλυση δείχνει απ' την πλευρά της στις ιδέες: ότι το Μαρξιστικό σύστημα αποτελεί μέρος της καπιταλιστικής κουλτούρας».
Στο σημείο αυτό, επανέρχεται στο θέμα της αρχαίας Ελλάδας όπου το θεμελιώδες φαντασιακό, όπως φαίνεται από τον Όμηρο και τον Ησίοδο στις αντίστοιχες κοσμογονίες τους, έχει τον κόσμο να γεννιέται από το Χάος. Σήμερα, και ενώ ο όρος αυτός έχει αναχθεί σε επιστημονική θεωρία (Θεωρία του Χάους), ο Καστοριάδης προτιμά τον ορισμό του ως «τίποτα». Αυτή η σύλληψη ήταν, κατά τον Καστοριάδη, η γενεσιουργός δύναμη της αρχαίας δημοκρατίας αφού αφήνει τον άνθρωπο δημιουργό του δικού του νοήματος, σε έλλειψη κάποιου ανώτερου προϋπάρχοντος νόμου.
Αρχαία Ελλάδα και Δύση
Ασχολούμενος με το φαινόμενο της αρχαιοελληνικής δημοκρατίας ο Καστοριάδης βρίσκει πάλι το φαινόμενο της αυτοθέσμισης και αυτονομίας ενώ αντικρούει την άποψη που θέλει το πολίτευμα αυτό να πηγάζει από τα φαινόμενα της δουλείας, της γεωγραφίας του Ελλαδικού χώρου ή την οπλιτική φάλαγγα. Όπως παρατηρεί, σε μια διάλεξη του στο Λεωνίδιο το 1984, η Γερμανία θα έπρεπε, με βάση το επιχείρημα της γεωγραφίας, να αποτελεί, ήδη από τον Μεσαίωνα, ένα ενιαίο κράτος.
Ωστόσο γνωρίζουμε ότι κάτι τέτοιο δεν έγινε παρά μόνο πρόσφατα και ότι αυτός ο κατακερματισμός με τη σειρά του δεν οδήγησε σε καμία μορφή δημοκρατίας. Ούτε και η παρουσία της δουλείας σε άλλες κοινότητες, η οποία μάλιστα δεν ήταν βασικό στοιχείο της πρώτης δημοκρατικής κοινωνίας την εποχή του Κλεισθένη, οδήγησε αυτόματα στη δημοκρατία.
Αντίθετα, η δημοκρατία της αρχαίας Ελλάδος στηρίχτηκε όχι στην τάξη των δούλων αλλά σε αυτή των μικροεμπόρων, κάτι γνωστό στον ίδιο τον Καρλ Μαρξ, όπως επισημαίνει στην ίδια διάλεξη.
Το φαινόμενο της μικρής αυτονομούμενης πόλης κράτους αναδύεται ξανά στις ανεξάρτητες πόλεις της βορείου Ιταλίας κατά την Αναγέννηση, βασιζόμενη ξανά στην τάξη των μικροεμπόρων.
Η αρχαία Ελλάδα κατά τον Καστοριάδη
δεν πρέπει να αποτελέσει πρότυπο αλλά έμπνευση για μία σύγχρονη αυτόνομη δημοκρατία.