Άρθρα
Δημήτρης Χορν, ο κορυφαίος ηθοποιός του ελληνικού θεάτρου και κινηματογράφου
Δημήτρης Χορν
Ο κορυφαίος ηθοποιός του ελληνικού θεάτρου και κινηματογράφου Δημήτρης Χορν γεννήθηκε στις 9 Μαρτίου του 1921 στην Αθήνα. Πατέρας του ήταν ο γνωστός θεατρικός συγγραφέας Παντελής Χορν.
Σπούδασε στη Δραματική Σχολή του Βασιλικού Θεάτρου (νυν Εθνικού), όπου έκανε το ντεμπούτο του το 1940, στην οπερέτα του Στράους «Η Νυχτερίδα».
Αμέσως μετά εμφανίστηκε στο «Θέατρο Ρεξ» της Μαρίκας Κοτοπούλη, ως πρωταγωνιστής σε έργα, όπως «Ο πρωτευουσιάνος», «Αλάτι και πιπέρι», «Η κυρία με τις καμέλιες» κ.ά. Την περίοδο 1943 - 1944 συμμετείχε στο θίασο της Κατερίνας, με την οποία συμπρωταγωνίστησε στο «Σύζυγοι με δοκιμή».
Το 1944 συγκρότησε δικό του θίασο μαζί με τη Μαίρη Αρώνη και λίγο αργότερα συνέπραξε με τη Βάσω Μανωλίδου. Το 1945 συνεργάστηκε με τον θίασο Μελίνας Μερκούρη και Νίκου Χατζίσκου, ενώ την περίοδο 1946 - 1950 επέστρεψε στο «Βασιλικό Θέατρο».
Ύστερα από απουσία δύο ετών στο εξωτερικό, επιστρέφει στην Ελλάδα και το 1953 γνωρίζει την Έλλη Λαμπέτη. Ο δεσμός τους επισπεύδει το διαζύγιο της Λαμπέτη με τον Μάριο Πλωρίτη και μαζί γράφουν μία από τις πιο αστραφτερές σελίδες στην υποκριτική τέχνη.
Συγκροτούν δικό τους θίασο, μαζί με τον Γιώργο Παππά, ανεβάζοντας έργα, όπως: «Ο βροχοποιός», «Νυφικό Κρεβάτι» και «Το παιχνίδι της Μοναξιάς». Οι δρόμοι τους χώρισαν το 1959 και δεν ξανασυναντήθηκαν ποτέ στο θεατρικό σανίδι.
Μεγάλη ήταν η συμβολή του Δημήτρη Χορν και στον κινηματογράφο. Πρωταγωνίστησε μόνο σε 10 ταινίες, δίνοντας όμως ανεπανάληπτες ερμηνείες, όπως στην «Κάλπικη λίρα» (1954), στο «Μια ζωή την έχουμε» (1955) και «Το κορίτσι με τα μαύρα» (1956).
Έντονη ήταν και η ραδιοφωνική παρουσία του. Εκτός από τις μαγνητοφωνήσεις δεκάδων θεατρικών έργων, είχε «περάσει» στον κόσμο με ιδιαίτερο κέφι και φινέτσα ένα «αεράκι» εβδομαδιαίων πεντάλεπτων εκπομπών, που έγραφε ο Κώστας Πρετεντέρης. Με μια σουρεαλιστική ειρωνεία στη φωνή του, διάβαζε φανταστικά γράμματα ακροατών στην εκπομπή «Ο Ταχυδρόμος έφτασε».
Διετέλεσε γενικός διευθυντής της ΕΡΤ την περίοδο 1974 -1975, ενώ το 1980 ίδρυσε με τη σύζυγό του Άννα Γουλανδρή το Ίδρυμα Γουλανδρή - Χορν, σκοπός του οποίου είναι η μελέτη του ελληνικού πολιτισμού. Η Πολιτεία του απένειμε το Χρυσό Σταυρό Γεωργίου Α'.
Πέθανε στις 16 Ιανουαρίου του 1998, ύστερα από πολύμηνη ασθένεια.
Μάρτιν Λούθερ Κινγκ, Αμερικανός ιερωμένος και ηγέτης του κινήματος για τα πολιτικά δικαιώματα του μαύρου πληθυσμού στις ΗΠΑ
Μάρτιν Λούθερ Κινγκ
1929 – 1968
Ο Μάρτιν Λούθερ Κινγκ ήταν Αμερικανός ιερωμένος και ηγέτης του κινήματος για τα πολιτικά δικαιώματα του μαύρου πληθυσμού στις ΗΠΑ τις δεκαετίες του ‘50 και του ‘60. Το 1964 τιμήθηκε με το Νόμπελ για την Ειρήνη.
Ο Μάρτιν Λούθερ Κινγκ ο νεώτερος (Martin Luther King Jr) γεννήθηκε στις 15 Ιανουαρίου 1929 στην Ατλάντα της Τζόρτζια. Ο πατέρας και ο παππούς του ήταν βαπτιστές ιεροκήρυκες. Ήδη από τα πρώτα χρόνια της ζωής του το οικογενειακό του περιβάλλον δεν κατόρθωσε να τον κρατήσει μακριά από τον ζόφο της λευκής μισαλλοδοξίας. Πολύ αργότερα θα μιλήσει εκτενώς για τις κουρτίνες που στοίχειωσαν τα παιδικά χρόνια του, εκείνες που χρησιμοποιούσαν στις τραπεζαρίες των τρένων για να χωρίσουν τους λευκούς από τους μαύρους. «Ήμουν πολύ μικρός όταν βίωσα την πρώτη μου εμπειρία πίσω από την κουρτίνα. Ένιωσα σαν να είχε πέσει μια κουρτίνα πάνω σε όλη μου τη ζωή».
Σε ηλικία 15 ετών, ο Μάρτιν Λούθερ άρχισε σπουδές στο Κολέγιο Μόρχαουζ της Ατλάντας, με βάση ειδικό πρόγραμμα για ταλαντούχους μαθητές. Στο τελευταίο έτος των σπουδών του εγκατέλειψε δια παντός το ενδιαφέρον του για την ιατρική και τη νομική και επέλεξε τη σταδιοδρομία του κληρικού, ύστερα από επιμονή του πατέρα του. Σπούδασε στο Θεολογικό Σεμινάριο του Κρόζερ στο Τσέοτερ της Πενσιλβανίας, απ’ όπου αποφοίτησε το 1951 με δίπλωμα θεολογίας.
Τεράστια επίδραση στην ήδη αφυπνισμένη σκέψη του άσκησε η φιλοσοφία της «πολιτικής ανυπακοής» και της «μη βίας» του Μαχάτμα Γκάντι, καθώς και οι θεωρίες των σύγχρονων προτεσταντών θεολόγων. Από το Κρόζερ βρέθηκε στο Πανεπιστήμιο της Βοστώνης, όπου και γνώρισε τη μετέπειτα σύζυγό του Κορέτα Σκοτ. Εκεί εξάλλου εναγκαλίστηκε και μία στέρεη βάση για τις δικές του θεολογικές και ηθικές αρχές, πάνω στην οποία έχτισε και τη διδακτορική διατριβή του με τίτλο «Συγκριτική μελέτη των ιδεών περί Θεού στη σκέψη του Πάουλ Τίλιχ και του Χένρι Νέλσον Βίμαν». Ο Κινγκ αντιλαμβανόταν τον Θεό ως μία ενεργή, εμπρόσωπη οντότητα. Επομένως, γι’ αυτόν η σωτηρία του ανθρώπου δεν ήταν δυνατόν να βρεθεί ούτε στην επιδίωξη κοινωνικής προόδου, ούτε στη δύναμη του λογικού, αλλά στην πίστη ότι ο άνθρωπος οδηγείται από τον Θεό.
Ήταν σχεδόν ένα χρόνο εφημέριος της εκκλησίας των Βαπτιστών της λεωφόρου Ντέξτερ στο Μοντγκόμερι της Αλαμπάμα, όταν η ολιγομελής ομάδα οπαδών τού κινήματος για τα πολιτικά δικαιώματα της πόλης εγκαινίασε τον αγώνα κατά των φυλετικών διακρίσεων στα δημόσια λεωφορεία. Αφορμή, η σύλληψη την 1η Δεκεμβρίου 1955 της μοδίστρας Ρόζας Παρκς, η οποία αρνήθηκε να παραχωρήσει τη θέση της στο λεωφορείο σ’ ένα λευκό επιβάτη, όπως όριζε η νομοθεσία φυλετικών διακρίσεων. Μαχητικοί εκπρόσωποι του ντόπιου μαύρου πληθυσμού έσπευοαν να ιδρύσουν την «Ενωση για την Πρόοδο» του Μοντγκόμερι κι εξέλεξαν ηγέτη τους τον Κινγκ.
Στη διάρκεια της παρθενικής ομιλίας του ως προέδρου της οργάνωσης επέδειξε την εξέχουσα ρητορική του δεινότητα: «Δεν έχουμε άλλη επιλογή από το να διαμαρτυρηθούμε. Επί πολλά χρόνια έχουμε δείξει απίστευτη υπομονή. Έχουμε δημιουργήσει μερικές φορές στους λευκούς αδελφούς μας την εντύπωση ότι μας άρεσε ο τρόπος με τον οποίο μας μεταχειρίζονταν. Ήρθαμε, όμως, εδώ για να λυτρωθούμε από την υπομονή εκείνη που μας κάνει να υπομένουμε οτιδήποτε το λιγότερο από την ελευθερία και τη δικαιοσύνη». Το αμερικανικό έθνος είχε μόλις αποκτήσει μία νέα φωνή. Ένα χρόνο αργότερα, οι μαύροι του Μοντγκόμερι είχαν αποκτήσει τη δική τους θέση στο λεωφορείο.
Αναγνωρίζοντας την ανάγκη ενός μαζικού μαύρου κινήματος, ο Κινγκ δημιούργησε την οργάνωση «Συνδιάσκεψη της Χριστιανικής Ηγεσίας των Πολιτειών του Νότου», εγκαινιάζοντας πλέον και επίσημα τον αγώνα κατά των φυλετικών διακρίσεων. Έχοντας εξασφαλίσει ένα ισχυρό βήμα στο Νότο, ξεκινά τις ανθρωπιστικές περιοδείες του ανά τις ΗΠΑ, συζητεί με τους μαύρους για τα πολιτικά τους δικαιώματα, ακολουθεί την πολιτική τής ενεργού μη βίας, διοργανώνοντας καθιστικές διαδηλώσεις και πορείες διαμαρτυρίας, συναντά ξένους ηγέτες, δίνει πύρινους λόγους (εκείνο το θεόπνευστο «Έχω ένα όνειρο» στη διάρκεια μιας ειρηνικής «διαφυλετικής» συγκέντρωσης στην Ουάσιγκτον στις 28 Αυγούστου 1963 θα μείνει στην Ιστορία), διακηρύσσει ότι «έχει φθάσει η κατάλληλη στιγμή που μια συντονισμένη εξόρμηση εναντίον της αδικίας θα μπορούσε να αποφέρει μεγάλα και χειροπιαστά οφέλη».
Τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του ‘60 η δημοτικότητά του φθάνει στο αποκορύφωμά της. Το 1964 του απονέμεται το Νόμπελ Ειρήνης, ενώ ψηφίζεται ο Νόμος περί Πολιτικών Δικαιωμάτων, που εξουσιοδοτεί την ομοσπονδιακή κυβέρνηση να επιβάλλει την απάλειψη των φυλετικών διακρίσεων στους δημόσιους χώρους και να διώκει ποινικά τις διακρίσεις, τόσο στα κρατικά μέσα κοινής ωφέλειας, όσο και στην απασχόληση.
Σε λίγο, όμως, θα εμφανιστούν τα πρώτα σημεία αντιπολίτευσης στους κόλπους του μαύρου κινήματος. Η φιλοσοφία της μη βίας «σκοντάφτει» όλο και συχνότερα σε εξαγριωμένους ριζοσπάστες της λεγόμενης «Μαύρης Δύναμης», που δεν αργούν να του «κολλήοουν» και το άκρως ειρωνικό προσωνύμιο «de Lawd» («ο κ. Προσευχόμενος»). Ο Κινγκ απαντά διευρύνοντας τη βάση της οργάνωσής του: συγκροτεί ένα μέτωπο των φτωχών πληθυσμών από όλες τις φυλές, τάσσεται κατά του Πολέμου του Βιετνάμ, πολεμά πλέον «για μια ριζική αναδιάρθρωση ολόκληρης της κοινωνίας, μια επανάσταση αξιών».
Το σχέδιό του για μία «Πορεία των Φτωχών προς την Ουάσιγκτον», διακόπηκε την άνοιξη του 1968 από ένα ταξίδι του στο Μέμφις του Τενεσί για την υποστήριξη μιας απεργίας εργαζομένων στα νοσοκομεία. Στις 4 Απριλίου, ο Μάρτιν Λούθερ Κινγκ δολοφονήθηκε σε ηλικία 39 ετών από ένα λευκό ελεύθερο σκοπευτή, ενώ στεκόταν στο μπαλκόνι του μοτέλ, στο οποίο είχε καταλύσει με τους στενούς συνεργάτες του. Στις 10 Μαρτίου 1969 ο δολοφόνος του Τζέιμς Ιρλ Ρέι ομολόγησε και κατ αδικάστηκε σε 99 ετών κάθειρξη.
Σιμόν ντε Μποβουάρ, Γαλλίδα συγγραφέας και φεμινίστρια
Σιμόν ντε Μποβουάρ
1908 – 1986
Σιμόν ντε Μποβουάρ, Γαλλίδα συγγραφέας και φεμινίστρια, σύντροφος του σπουδαίου γάλλου υπαρξιστή φιλοσόφου και πολιτικού ακτιβιστή Ζαν Πολ Σαρτρ. Το πολυδιαβασμένο βιβλίο της «Το δεύτερο φύλο» θεωρείται η βίβλος του φεμινισμού.
Η Σιμόν Λισί Ερνεστίν Μαρί Μπερτράν ντε Μποβουάρ (Simone-Lucie-Ernestine-Marie Bertrand de Beauvoir) γεννήθηκε στις 9 Ιανουαρίου του 1908 στο Παρίσι, στους κόλπους μιας ξεπεσμένης αριστοκρατικής οικογένειας. Αφού έλαβε τη βασική μόρφωση σε ιδιωτικά σχολεία, σπούδασε φιλοσοφία στη Σορβόνη, όπου συνάντησε τον συμφοιτητή της Ζαν Πολ Σαρτρ (1905-1980), με τον οποίο δημιούργησε μία ελεύθερη σχέση, που κράτησε σε όλη τους τη ζωή. Από το 1931 έως το 1943 δίδαξε φιλοσοφία στη μέση εκπαίδευση και τον Οκτώβριο του 1945 εξέδωσε μαζί με τον Σαρτρ το μηνιαίο περιοδικό λογοτεχνικής και πολιτικής κριτικής «Temps Modernes» («Μοντέρνοι Καιροί»), με τον τίτλο του δανεισμένο από την ομώνυμη ταινία του Τσάρλι Τσάπλιν.
Το 1949 εξέδωσε το φιλοσοφικό δοκίμιο «Το δεύτερο φύλο», που την έκανε διάσημη σε όλο τον κόσμο. Είναι μία εμπεριστατωμένη και φλογερή έκκληση για την κατάργηση εκείνου που αποκαλούσε μύθο του «αιώνιου θηλυκού». Τη δεκαετία του '60 το βιβλίο αυτό θεωρήθηκε ένα από τα κλασσικά έργα της φεμινιστικής λογοτεχνίας και βρισκόταν για πολλά χρόνια στη λίστα του Βατικανού με τα απαγορευμένα βιβλία (Index Librorum Prohibitorum). Η ντε Μποβουάρ υποστηρίζει ότι τα βασικά δικαιώματα του ατόμου πρέπει να στηρίζονται στην ισότητα δικαιωμάτων του άνδρα και της γυναίκας. Αυτά θεμελιώνονται στην κοινή δομή της ύπαρξής τους, ανεξάρτητα από τη σεξουαλικότητά τους.
Από το λογοτεχνικό της έργο, το οποίο μπολιάζει με τις ιδέες του Υπαρξισμού, ξεχωρίζει το μυθιστόρημα οι «Μανδαρίνοι» (1954), που κέρδισε το βραβείο Γκονκούρ. Αναφέρεται στην προσπάθεια μιας ομάδας διανοουμένων μετά τον πόλεμο να εγκαταλείψουν την κοινωνική θέση των «μανδαρίνων» (της μορφωμένης ελίτ) και να αναλάβουν πολιτική δράση.
Ένα μεγάλο μέρος του συγγραφικού της έργου είναι αφιερωμένο σε αυτοβιογραφικά κείμενα, που εκτός από το προσωπικό ενδιαφέρον, αποτελούν ένα πορτρέτο της πνευματικής ζωής της Γαλλίας, από τη δεκαετία του '30 έως τη δεκαετία του '70 («Αναμνήσεις ενός καθωσπρέπει κοριτσιού», Η δύναμη της ζωής», «Η δύναμη των πραγμάτων»). Η ντε Μποβουάρ ενδιαφέρθηκε ακόμη και για το ζήτημα των γηρατειών. Το βιβλίο της «Ένας πολύ γλυκός θάνατος» (1964) αναφέρεται στο θάνατο της μητέρας της σ’ ένα νοσοκομείο του Παρισιού. Το 1981 έγραψε το βιβλίο «Η τελετή του αποχαιρετισμού», ένα γεμάτο πόνο απολογισμό των τελευταίων χρόνων του Σαρτρ. Στην εργογραφία της περιλαμβάνονται, ακόμη, ταξιδιωτικά δοκίμια για την Κίνα και την Αμερική.
Η Σιμόν Ντε Μποβουάρ πέθανε στις 14 Απριλίου του 1986 από πνευμονία
θάφτηκε δίπλα στον Σαρτρ στο Κοιμητήριο Μονπαρνάς των Παρισίων.
Βιβλία της στα Ελληνικά
Το δεύτερο φύλο («Μεταίχμιο», «Γλάρος»)
Ένας πολύ γλυκός θάνατος («Μεταίχμιο», «Γλάρος»)
Οι αναμνήσεις μιας καθωσπρέπει κόρης («Γλάρος»)
Για μια ηθική της αμφισβήτησης («Γλάρος»)
Η μεγάλη Πορεία: Δοκίμιο για την Κίνα («Γλάρος»)
Η δύναμη των πραγμάτων» («Γλάρος»)
Η δύναμη της ζωής («Γλάρος»)
Η Καλεσμένη («Γλάρος»)
Οι Μανδαρίνοι («Γλάρος»)
Προδομένη Γυναίκα («Γλάρος»)
Πύρρος και Κινέας («Γλάρος»)
ΑΡΧΕΙΟ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ 30.03.2008
Ξαναδιαβάζοντας το «Δεύτερο Φύλο»
Το όνομά της συνδέθηκε αναπόσπαστα με εκείνο του Ζαν-Πολ Σαρτρ, ωστόσο η Σιμόν ντε Μποβουάρ δεν οφείλει τη διεθνή φήμη της σε αυτήν τη σχέση. Συγγραφέας με εξαιρετικές επιδόσεις στο μυθιστόρημα και στο δοκίμιο, πρωταγωνίστρια σε αγώνες με στόχους ριζοσπαστικούς για την εποχή τους, από την ανεξαρτησία της Αλγερίας και την εναντίωση στον πόλεμο του Βιετνάμ μέχρι την αποποινικοποίηση των αμβλώσεων, η Μποβουάρ υπήρξε μια αυτόφωτη προσωπικότητα, μια δημιουργός με έργο πολύ σημαντικό σε ποιότητα και επιρροή. Η επέτειος των εκατό χρόνων από τη γέννησή της δίνει φέτος την αφορμή για αποτιμήσεις της πνευματικής προσφοράς της όσο και για βιογραφικές αναφορές που, όπως το θέλει η εποχή, συχνά κινούνται στα όρια του σκανδαλοθηρικού.
Μια ελεύθερη ένωση
Πολλοί θέτουν το ερώτημα πόσο πραγματικά ελεύθερη ήταν η μακρόχρονη «ελεύθερη ένωση» ανάμεσα στα δύο ιερά τέρατα της γαλλικής διανόησης, πεδίο δοκιμασίας των αρχών τους για την προσωπική ανεξαρτησία. Εγιναν το πρότυπο του ζευγαριού που ζει έξω από τη σύμβαση του γάμου, τις δεσμεύσεις για πίστη και αποκλειστικότητα. Το πείραμα είχε αμφιλεγόμενα αποτελέσματα - δεν γλίτωσαν τις συγκρούσεις, τη ζήλια, τη χρησιμοποίηση τρίτων για να λύσουν δικούς τους λογαριασμούς. Κάθε άλλο παρά ανέφελη ήταν η προσωπική τους ζωή, ωστόσο παρέμειναν ενωμένοι «ώσπου να τους χωρίσει ο θάνατος» (ο Σαρτρ πέθανε το 1980, έξι χρόνια νωρίτερα από τη σύντροφό του) σε μια συντροφικότητα που, τουλάχιστον στο πνευματικό επίπεδο, αποδείχθηκε εξαιρετικά δημιουργική.
Ξεχωριστή θέση στο έργο της Μποβουάρ κατέχει το βιβλίο που θεμελίωσε θεωρητικά το φεμινιστικό κίνημα. Το «Δεύτερο Φύλο» εκδίδεται το 1949 και προκαλεί αμέσως τεράστιο ενδιαφέρον. Τα 50.000 αντίτυπα της πρώτης έκδοσης εξαντλούνται μέσα σε μια βδομάδα, σχόλια ενθουσιώδη και χλευαστικά δημοσιεύονται, το Βατικανό σπεύδει να βάλει το βιβλίο στη «μαύρη λίστα».
Εγκυκλοπαίδεια της καταπίεσης
Μέσα στις 800 περίπου σελίδες του η Μποβουάρ περιγράφει μια κοινωνία που κρατάει τις γυναίκες σε θέση κατωτερότητας, στη θέση του «άλλου» που περιγράφεται με όρους αρνητικούς σε σχέση με τον άνδρα. Αναλύοντας τη γυναικεία κατάσταση μέσα από την ιστορία, τους μύθους, τις παραδόσεις, τις θρησκείες, τις βιολογικές παραμέτρους, τη λογοτεχνία, τα στάδια της ζωής όπου η γυναίκα κάνει τη «μαθητεία» της, η Μποβουάρ χαρτογράφησε με εγκυκλοπαιδικό ζήλο το σύμπαν της γυναικείας εμπειρίας.
Υποστήριξε ότι η θηλυκή ταυτότητα, όπως έχει διαμορφωθεί ιστορικά, είναι δημιούργημα της κοινωνίας και όχι αναπόδραστη φυσική αναγκαιότητα: «Δεν γεννιέσαι γυναίκα, γίνεσαι», ήταν η φράση - κλειδί της επιχειρηματολογίας της. Θεωρεί ότι η βιολογική διαφορά, που κάθε άλλο παρά την παραβλέπει, έγινε η βάση για να δικαιολογηθεί η αρσενική κυριαρχία. Αν σε κάποιες ιστορικές περιόδους η υποταγή των γυναικών υπήρξε αναγκαία για να αναπτυχθούν οι αρχαϊκές κοινωνίες, όταν αυτή η αναγκαιότητα έπαψε να υπάρχει η ιδεολογία της γυναικείας κατωτερότητας εξακολούθησε να ισχύει φτάνοντας ώς τη σημερινή εποχή.
Ακόμα και σε σύγχρονες κοινωνίες, όπου οι διακρίσεις έχουν καταργηθεί στο νομικό επίπεδο, οι γυναίκες συχνά αντιμετωπίζουν την επιλογή είτε να αιχμαλωτιστούν μέσα στη θηλυκότητά τους είτε να μεταμφιεστούν σε άφυλα υποκείμενα. Για την Μποβουάρ, η γυναίκα δεν έχει την υποχρέωση να διαλέξει ανάμεσα στην ισότητα και τη διαφορετικότητα. Εξηγώντας τι εννοεί, αναφέρει ένα παράδειγμα. Στη διάρκεια μιας θεωρητικής συζήτησης, κάποιος της είπε: «Το λέτε αυτό επειδή είστε γυναίκα». Αν εκείνη απαντούσε «Το λέω επειδή είναι αλήθεια», γράφει, θα ήταν σαν να εξαφάνιζε την ίδια την υποκειμενικότητά της, τη βιωμένη εμπειρία της. Αλλά αν έλεγε «Ναι, το λέω επειδή είμαι γυναίκα», θα έμενε φυλακισμένη στο φύλο της και θα απαρνιόταν τη δυνατότητα να πει κάτι με γενική αξία.
Υπαρξισμός και σοσιαλισμός
Εξετάζοντας το θέμα από την υπαρξιστική προοπτική -που θεμελιώνει την ανθρώπινη ταυτότητα στο σύνολο των επιλογών και των πράξεων του υποκειμένου- θέτει τον στόχο να μπορεί η γυναίκα, ως άτομο με ελεύθερη βούληση και όχι ετεροκαθοριζόμενο, να επιδιώξει την αυτοϋπέρβαση πραγματώνοντας τις δυνατότητές της. Παράλληλα, συνδέει το πρόβλημα της γυναικείας ισότητας με τα κοινωνικο-οικονομικά δεδομένα: Οι πολιτικές ελευθερίες (όπως το δικαίωμα ψήφου) δεν αρκούν για να εξασφαλίσουν την ισότιμη θέση της γυναίκας εάν δεν υπάρχουν οι όροι για την υγεία, τη μόρφωση και την εργασία που εξασφαλίζει την οικονομική ανεξαρτησία της. Και βλέπει στη σοσιαλιστική οργάνωση της κοινωνίας τη βάση για να επιτευχθεί η γυναικεία χειραφέτηση
Αν και το «Δεύτερο Φύλο» έδωσε την πρώτη ύλη για το σύγχρονο φεμινιστικό κίνημα, η Σιμόν ντε Μποβουάρ δεν έπαιξε ιδρυτικό ρόλο στην ανάδυσή του, τη δεκαετία του '70. Εδωσε όμως όλη την υποστήριξή της στις μαχητικές φεμινίστριες του Κινήματος για την Απελευθέρωση της Γυναίκας (MLF) και συμμετείχε στις κινητοποιήσεις τους. Δημοσίευσε κείμενά τους στην επιθεώρηση Temps Modernes (που διηύθυνε μαζί με τον Σαρτρ) και δέχτηκε με καλή πίστη την κριτική τους. Στο βιβλίο της δεν είχε προβλέψει τη δυναμική εμφάνιση των κινημάτων αυτών, που έβαλαν τη σφραγίδα τους στις τελευταίες δεκαετίες του 20ού αιώνα. Το «Δεύτερο Φύλο» όμως έπαιξε ρόλο μαμής στη γέννησή τους. Και αξίζει να ξαναδιαβαστεί σήμερα.
Η φεμινιστική ουτοπία
Η ουτοπία της γυναικείας απελευθέρωσης, σε αντίθεση με άλλες ουτοπίες, φάνηκε να πραγματώνεται, σε ένα μέρος τουλάχιστον του κόσμου, βάζοντας στο χρονοντούλαπο της ιστορίας τον μαχητικό φεμινισμό. Τα τελευταία χρόνια, ωστόσο, βλέπουμε όχι μόνο να επανέρχονται σεξιστικές αντιλήψεις και πρακτικές στις οικονομικά αναπτυγμένες χώρες (αρκεί να σκεφτούμε το trafficking και την εξάπλωση της καταναγκαστικής πορνείας), αλλά και να σημειώνεται μια τραγική οπισθοχώρηση στις συνθήκες ζωής και στα δικαιώματα των γυναικών σε μεγάλα τμήματα του μουσουλμανικού κόσμου. Το ότι δεν αναδύεται μια αποτελεσματική αντίσταση σε αυτές τις εξελίξεις δείχνει πόσο δύσκολη είναι η κοινή δράση των γυναικών εναντίον της καταπίεσης.
Οι γυναίκες, γράφει η Μποβουάρ στον πρόλογο του Δεύτερου Φύλου, «δεν διαθέτουν δική τους ιστορία και θρησκεία, δεν έχουν σαν τους προλετάριους μια ενότητα εργασίας και συμφερόντων. Δεν υπάρχει καν μεταξύ τους η φυσική προσέγγιση του χώρου που κάνει τους μαύρους της Αμερικής, τους Εβραίους των γκέτο, τους εργάτες του Σεν Ντενί ή των εργοστασίων της Ρενό να αποτελούν ιδιαίτερη κοινότητα. Ζουν κατεσπαρμένες ανάμεσα στους άνδρες, συνδεδεμένες εξαιτίας της κατοικίας, της εργασίας, των οικονομικών συμφερόντων, της κοινωνικής τους θέσης με ορισμένους άνδρες -τον πατέρα ή τον σύζυγο- πιο στενά από ό,τι με τις άλλες γυναίκες. ( ) Ο δεσμός που ενώνει τη γυναίκα με τους καταπιεστές της δεν συγκρίνεται με κανέναν άλλο».
Η Μποβουάρ επισημαίνει πόσο μεγάλα είναι τα εμπόδια στη γυναικεία αλληλεγγύη. Τα κινήματα του '70 και του '80 έδειξαν πως η υπέρβαση των εμποδίων αυτών είναι εφικτή. Οι γυναίκες έχουν αποκτήσει πλέον τη «δική τους ιστορία», στην οποία ένα από τα μεγάλα ορόσημα είναι το «Δεύτερο Φύλο».
Σπύρος Λούης, Έλληνας μαραθωνοδρόμος, υπήρξε ο πρώτος αθλητικός θρύλος της νεώτερης Ελλάδας
Σπύρος Λούης
1872 – 1940
Έλληνας μαραθωνοδρόμος. Υπήρξε ο πρώτος αθλητικός θρύλος της νεώτερης Ελλάδας και από τις μορφές των Α' Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας.
Ο Σπύρος Λούης γεννήθηκε στις 12 Ιανουαρίου 1872 στο Μαρούσι της Αττικής, από φτωχή αγροτική οικογένεια. Ο πατέρας του ήταν νερουλάς και ο νεαρός Σπύρος τον βοηθούσε κουβαλώντας το νερό.
Κατά τη διάρκεια της στρατιωτικής του θητείας διακρίθηκε για την αντοχή του, γεγονός που εξέπληξε τους ανωτέρους του.
Θρυλείται ότι έτρεξε από την Αθήνα στο Μαρούσι και τούμπαλιν για να φέρει το πηλήκιο που είχε ξεχάσει στο σπίτι του, ώστε να είναι τέλειος στην αναφορά του τάγματος.
Εξαιτίας των αγωνιστικών του προσόντων, ο Λούης μπήκε από το «παράθυρο» στον αγώνα του Μαραθωνίου των Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας (29 Μαρτίου 1896), με την προτροπή του διοικητού του ταγματάρχη Παπαδιαμαντόπουλου, που ήταν και αθλητικός κριτής.
Ο Λούης έτρεξε χωρίς καμία προετοιμασία και κατόρθωσε να επικρατήσει των αντιπάλων του, επευφημούμενος από 80.000 θεατές που είχαν κατακλύσει το Καλλιμάρμαρο.
Οι φήμες που κυκλοφόρησαν ότι κατά τη διάρκεια του Μαραθωνίου είχε «κλέψει», πραγματοποιώντας μέρος της διαδρομής πάνω σε κάρο, δεν επιβεβαιώθηκαν ποτέ.
Ο Λούης μετά τον θρίαμβό του δεν ξανάτρεξε ποτέ κι έζησε μία ήρεμη ζωή στο Μαρούσι, εργαζόμενος ως αγρότης, κηπουρός, νερουλάς και αργότερα ως τοπικός αστυνομικός. Παντρεύτηκε κι έκανε οικογένεια.
Ο θρύλος του παρέμεινε αναλλοίωτος με το πέρασμα του χρόνου. Συχνά τον καλούσαν σε αθλητικούς αγώνες ως επίσημο προσκεκλημένο και το κοινό τού έδειχνε την αγάπη του με επευφημίες.
Αυτός εμφανιζόταν ντυμένος φουστανελάς και με το χρυσό μετάλλιο στο στήθος.
Όπως συνέβη και την 1η Αυγούστου 1936, όταν προσκλήθηκε από το Χίτλερ στην τελετή έναρξης των Ολυμπιακών Αγώνων του Βερολίνου.
Συναντήθηκε μαζί του, φωτογραφήθηκε και προσέφερε στον Φύρερ ένα κλαδί ελιάς ως σύμβολο της ειρήνης, που ήδη είχε αρχίσει να μπαίνει σε δοκιμασία.
Ο Λούης δεν τον χαιρέτησε με τον γνωστό ναζιστικό τρόπο, όπως έκαναν τα υπόλοιπα μέλη της ελληνικής αποστολής.
Το 1926 κατηγορήθηκε για πλαστογραφία στρατιωτικού εγγράφου, προφυλακίστηκε για σχεδόν ένα χρόνο, αλλά αθωώθηκε πανηγυρικά.
Τα τελευταία χρόνια της ζωής του τα έφερνε δύσκολα και εξαιτίας της σοβαρής ασθένειας της συζύγου του.
Ο Σπυρίδων Λούης πέθανε πάμπτωχος στο Μαρούσι, στις 26 Μαρτίου 1940. Το Ολυμπιακό Στάδιο της Αθήνας φέρει το όνομά του.
Η έκφραση «Έγινε Λούης», λέγεται για κάποιον που εξαφανίζεται τρέχοντας πολύ γρήγορα.
Η ταινία Συνέβη στην Αθήνα (It Happened in Athens), παραγωγής 1962, με πρωταγωνίστρια την Τζέιν Μάνσφιλντ, αναπαράγει τον θρύλο ότι ο Λούης δεν έτρεξε μόνο για τη δόξα, αλλά και για τα μάτια της Ελένης, μιας όμορφης μαρουσιώτισας.
Στο Μόναχο, το όνομά του φέρει η λεωφόρος που περνάει από το Ολυμπιακό Πάρκο (Spiridon-Louis-Ring).
Το 2012, η ιταλική εταιρεία Vibram κυκλοφόρησε ένα μοντέλο αθλητικών παπουτσιών με την ονομασία Spyridon LS, προς τιμή του Σπύρου Λούη.
Το ασημένιο κύπελλο που είχε απονεμηθεί στον Λούη μετά τη νίκη του στον Μαραθώνιο πουλήθηκε αντί 664.842 ευρώ στο Ίδρυμα «Σταύρος Νιάρχος», σε δημοπρασία του οίκου Christie's στο Λονδίνο (18 Απριλίου2012).
Νίκολα Τέσλα, ήταν Σέρβος εφευρέτης, μηχανολόγος, ηλεκτρολόγος μηχανικός, και ένας από τους σημαντικότερους φυσικούς στην ιστορία της επιστήμης
Νίκολα Τέσλα
Ο Νίκολα Τέσλα ( 10 Ιουλίου 1856 - 7 Ιανουαρίου 1943) ήταν Σέρβος εφευρέτης, μηχανολόγος, ηλεκτρολόγος μηχανικός, και ένας από τους σημαντικότερους φυσικούς στην ιστορία της επιστήμης.
Πρώτα χρόνια
Ο Νίκολα Τέσλα γεννημένος στο Σμίλιαν στην περιοχή Λίκα της σημερινής Κροατίας, το οποίο ανήκε στη Σερβική κοινότητα της Αυστριακής Αυτοκρατορίας. Πατέρας του ήταν ο ορθόδοξος ιερέας του χωριού Σμίλιαν, Μιλούτιν Τέσλα (1819-1879), μητέρα του ήταν η Γκεοργκίνα-Τζούκα Μάντιτς (1822-1892), κόρη ιερέα, ενώ και τα αδέρφια της ήταν μέλη του κλήρου της χώρας. Ο ένας ήταν ο Μητροπολίτης Νίκολα Μάντιτς και ο άλλος ο μοναχός Πέταρ Μάντιτς. Το όνομα Τέσλα δηλώνει το μικρό τσεκούρι με λεπίδα σε ορθή γωνία προς τη λαβή, ώστόσο, χρησιμοποιείται επίσης για να περιγράψει ένα άτομο με προεξέχοντα δόντια, ένα κοινό χαρακτηριστικό των μελών της οικογένειας Τέσλα.
Είχε έναν μεγαλύτερο κατά επτά χρόνια αδελφό, τον Ντάνε Τέσλα, ο οποίος έχασε τη ζωή του, όταν ο Νίκολα ήταν επτά ετών, πέφτοντας από το άλογο ενώ έκανε ιππασία. Ο Νίκολα ζούσε στη σκιά του αδελφού του, ο οποίος αντιμετωπιζόταν από τους γονείς του ως ο πλέον ταλαντούχος και προοριζόταν να ακολουθήσει το παράδειγμα του πατέρα του και των θείων του.
Αρκετά χρόνια αργότερα, ο Νίκολα Τέσλα υπέφερε ακόμα από εφιάλτες και ψευδαισθήσεις που σχετίζονταν με το θάνατο του αδελφού του, ενώ εικάζεται πως πολυάριθμες φοβίες και εμμονές που χαρακτήριζαν τον Τέσλα ενδεχομένως ήταν απόρροια του αντίκτυπου που είχε κατά την παιδική του ηλικία η απώλεια του Ντάνε και η προβληματική σχέση με τον πατέρα του. Αν και οι λεπτομέρειες του θανάτου του Ντάνε είναι άγνωστες, βέβαιο θεωρείται πως προκάλεσε μεγάλη θλίψη στην οικογένεια και επηρέασε τη σχέση του Νίκολα με τους γονείς του, οι οποίοι συντετριμμένου από το θάνατο του Ντάνε αδυνατούσαν να εκτιμήσουν τις ικανότητες του Νίκολα.
Όπως περιγράφει ο ίδιος στην αυτοβιογραφία του, το γεγονός αυτό είχε ως αποτέλεσμα να μεγαλώσει χωρίς αυτοπεποίθηση. Ο Νίκολα από μικρή ηλικία έδειξε πως είχε ζωηρή φαντασία και ενδιαφέρον στις εφευρέσεις ακολουθώντας το παράδειγμα της μητέρας του, έτσι και έμαθε τη Γερμανική γλώσσα. Από μικρός ήταν επίσης βιβλιόφιλος καθώς διάβαζε τα περιοδικά που δημοσίευε ποίηση ο πατέρας του και λάτρευε τον Ιούλιο Βέρν (1828-1905) και τον Εμίλ Ζολά (1840-1902).
Σπουδές
Το 1863 μετακόμισε με τους γονείς του στο Γκόσπιτς όπου ο Νίκολα έλαβε τη βασική εκπαίδευση και έμαθε τη γερμανική γλώσσα. Το 1870 συνέχισε την εκπαίδευση του μέχρι το 1873 στο Real Gymnasium στην πόλη Ράκοβατς, κοντά στο Κάρλοβατς (σημερινό Κόρντουν) όπου και έμενε στο σπίτι της θείας του Στάνκα Μπράνκοβιτς. Εκεί ο καθηγητής του Μάρτιν Σέκουλιτς, μαζί με το συμμαθητή του Ιούλιους Μπαρτόκοβιτς, τον παρότρυναν να ασχοληθεί περισσότερο με τη μελέτη του ηλεκτρομαγνητισμού.
Τελικά στις 26 Ιουνίου του έτους 1873 αποφοίτησε με βαθμό «πολύ καλά» και επέστρεψε στη γενέτειρά του όπου προσβλήθηκε από χολέρα. Χρειάστηκε εννέα μήνες για να αναρρώσει. Την ίδια περίοδο, ανακοίνωσε στον πατέρα του την πρόθεσή του να ακολουθήσει σπουδές μηχανολόγου, παρά την επιθυμία του τελευταίου να γίνει ιερέας. Καθώς ο Τέσλα ήταν σε ηλικία να υπηρετήσει τον Αυστριακό στρατό για τρία χρόνια, ο πατέρας του, από φόβο πως δεν θα μπορούσε να ανταπεξέλθει στη σκληρή στρατιωτική ζωή, τον παρότρυνε να κρυφτεί στα βουνά του Γκόσπιτς, όπου έμεινε για εννέα μήνες μέχρι το καλοκαίρι του 1875.
Με δεδομένο πως μέλη της οικογένειας του πατέρα του ήταν υψηλόβαθμοι αξιωματούχοι, θεωρείται πιθανό πως κατάφεραν με την επιρροή τους να εξασφαλίσουν πως δεν θα υπηρετούσε τη θητεία του. Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στα βουνά, ο Τέσλα συνέλαβε δύο ευφάνταστες ιδέες οι οποίες, αν και αδύνατο να υλοποιηθούν στην πράξη, θεωρούνται ενδεικτικές της οικουμενικότητας των εφευρέσεων του. Η πρώτη αφορούσε ένα υποθαλάσσιο δίκτυο σωλήνων που θα επέτρεπε τη γρήγορη αποστολή αλληλογραφίας και δεμάτων από τη μία ήπειρο στην άλλη, και η δεύτερη ένα στάσιμο δακτύλιο κατά μήκος του ισημερινού που θα επέτρεπε τους χρήστες του να μεταβαίνουν, χωρίς να μετακινούνται, σε διαφορετικά σημεία της Γης καθώς αυτή θα περιστρεφόταν ως προς το δακτύλιο.
ε προσπάθειες του πατέρα του εξασφάλισε υποτροφία από τη Στρατιωτική Περιφέρεια του Κάρλοβατς για την Ανώτατη Πολυτεχνική Σχολή του Γκρατς. Άλλες τρεις παρόμοιες σχολές βρίσκονταν στη Βιέννη, στο Μπρνο και στην Πράγα. Στη σχολή, ο Τέσλα παρακολούθησε μαθήματα γεωμετρίας, θεωρητικής και πειραματικής φυσικής, ολοκληρωτικού λογισμού, καθώς και αναλυτικής χημείας, βοτανικής, οπτικής, γαλλικών και αγγλικών. Δείχνοντας υπερβολικό ζήλο, εργαζόταν πολλές ώρες την ημέρα έχοντας άριστες επιδόσεις. Η παρακολούθηση των διαλέξεων του καθηγητή Πεσλ έδωσε το έναυσμα να καταπιαστεί με την πρόκληση της ανάπτυξης ενός κινητήρα με χρήση εναλασσόμενου ρεύματος, η οποία θα απασχολούσε τον Τέσλα τα επόμενα χρόνια.
Έχοντας ολοκληρώσει το πρώτο έτος σπουδών του, επισκέφτηκε την οικογένειά του στο Γκόσπιτς. Ο πατέρας του έδειξε μικρό ενδιαφέρον για τις επιδόσεις του στη σχολή και τον παρότρυνε να παραμείνει στο Γκρόσπιτς, γεγονός που προκάλεσε ρήξη στις σχέσεις τους. Οι προθέσεις του Μιλούτιν Τέσλα ήταν στην πραγματικότητα αγνές, καθώς χωρίς να το γνωρίζει ο Νίκολα Τέσλα, με επιστολή τους προς τον πατέρα του, οι καθηγητές του είχαν εκφράσει φόβους για την υγεία του εξαιτίας της υπέρμετρης αφοσίωσης του στις σπουδές του. Ο σχεδόν μοναστικός τρόπος ζωής του αποτελούσε αντικείμενο χλευασμού εκ μέρους των συμφοιτητών του και μέχρι το τέλος του δεύτερου έτους σπουδών του ο Τέσλα, αντιδρώντας, στράφηκε στην άσωτη ζωή και τη χαρτοπαιξία. Κατά τη διάρκεια του τρίτου έτους σπουδών του σταμάτησε να παρακολουθεί μαθήματα και όπως μαρτυρούν τα αρχεία της σχολής του, την άνοιξη του 1878 δεν βρισκόταν μεταξύ των εγγεγραμμένων φοιτητών με αποτέλεσμα να διακοπεί η υποτροφία του.
Δεν αποφοίτησε ποτέ από την σχολή του Γκρατς. Μετά από μια ανεπιτυχή προσπάθεια να εξασφαλίσει νέα υποτροφία για να συνεχίσει τις σπουδές του στη Βιέννη ή στο Μπρνο, εγκαταστάθηκε στο Μάρμπουργκ της σημερινής Σλοβενίας όπου εργάστηκε για μικρό χρονικό διάστημα ως μηχανικός. Εκεί τον επισκέφτηκε ο πατέρας του, ο οποίος προσπάθησε ανεπιτυχώς να τον πείσει να επιστρέψει στην οικογένεια του και να συνεχίσει πιθανώς τις σπουδές του στην Πράγα. Μερικές εβδομάδες αργότερα, o Τέσλα συνελήφθη στο Μάριμπορ και οδηγήθηκε πίσω στο Γκόσπιτς υπό αστυνομική συνοδεία. Ο Μίλουτιν Τέσλα πέθανε τον Απρίλιο του 1879, απογοητευμένος από την τροπή των γεγονότων.
Αποφασισμένος να ακολουθήσει την επιθυμία του πατέρα του, ο Τέσλα γράφτηκε τον Ιανουάριο του 1880 στο γερμανόφωνο Πανεπιστήμιο του Καρόλου της Πράγας έχοντας αρχικά οικονομική στήριξη από τους θείους του, Πέταρ και Πάβλε Μάντιτς. Ένα χρόνο αργότερα, και ενώ δεν ήταν πλέον δυνατό να τον συντηρεί η οικογένειά του, αποφάσισε να εγκαταλείψει την Πράγα χωρίς να αποκτήσει κάποιο πτυχίο, και εγκαταστάθηκε στη Βουδαπέστη.
Αρχή της σταδιοδρομίας του
Ο Τέσλα επέλεξε τη Βουδαπέστη καθώς εκείνη την περίοδο ο Τιβαντάρ Πούσκας, γόνος αριστοκρατικής οικογένειας, είχε εξασφαλίσει άδεια από τον Τόμας Έντισον για τη δημιουργία ενός τηλεφωνικού κέντρου στη Βουδαπέστη υπό την επίβλεψη του αδελφού του, Φέρεντς Πούσκας. Καθώς η χρηματοδότηση και οι εργασίες για την εγκατάστασή του δεν είχαν ολοκληρωθεί, ο Τέσλα προσελήφθη τελικά ως τεχνικός σχεδιαστής στο Κεντρικό Τηλεγραφικό Γραφείο της Ουγγαρίας αποκτώντας πολύτιμη πρακτική εμπειρία. Όταν λίγους μήνες μετά εγκαταστάθηκε τελικά το τηλεφωνικό κέντρο της Βουδαπέστης, ο Φέρεντς Πούσκας προσέλαβε τον Τέσλα, o οποίος κατάφερε να υλοποιήσει αρκετές βελτιώσεις στον εξοπλισμό του κέντρου ενώ όπως ο ίδιος μαρτυρά στην αυτοβιογραφία του τελειοποίησε και έναν τηλεφωνικό ενισχυτή, τον οποίο όμως δεν κατοχύρωσε ως ευρεσιτεχνία. Στην αυτοβιογραφία του, ο Τέσλα καταγράφει πως στη Βουδαπέστη αντιμετώπισε ένα σοβαρό νευρικό κλονισμό, τον οποίο ξεπέρασε με τη βοήθεια του συνεργάτη και στενού φίλου του Anthony Szigeti.
Μετά την πώληση του τηλεφωνικού κέντρου από τον Πούσκας, προσελήφθη στην Ηλεκτρική Εταιρεία Έντισον (Societe Electrique Edison) με έδρα το Ιβρύ (σημερινό Ιβρύ-σιρ-Σεν), στα περίχωρα του Παρισιού. Ήδη από το 1881 είχε εγκατασταθεί στη Γαλλία ο στενός συνεργάτης του Έντισον, Τσαρλς Μπάτσελορ, ιδρύοντας τρεις εταιρείες: την Compagnie Continentale Edison (υπεύθυνη για τον έλεγχο των ευρεσιτεχνιών), τη Societe Industrielle & Commerciale (υπεύθυνη για την κατασκευή του εξοπλισμού) και τη Societe Electrique Edison (υπεύθυνη για την εγκατάσταση συστημάτων). Ήταν η πρώτη φορά που ο Τέσλα ήρθε σε άμεση επαφή με το έργο του Έντισον και απέκτησε βαθύτερη γνώση και εμπειρία γύρω από τις γεννήτριες και τους κινητήρες.
Σύντομα ξεχώρισε για τις ικανότητές του, έχοντας μάλιστα ένα πλούσιο θεωρητικό επιστημονικό υπόβαθρο σε αντίθεση με τους περισσότερους υπαλλήλους του Έντισον, ενώ ανέπτυξε έναν αυτόματο ρυθμιστή για τα δυναμό του Έντισον, προκαλώντας τον ενθουσιασμό του προέδρου της Ηλεκτρικής Εταιρείας, Λουί Ρο. Τον Οκτώβριο του 1883 ανέλαβε να επισκευάσει τον ηλεκτρικό σταθμό του Στρασβούργου στον οποίο σημειώθηκε έκρηξη κατά την επίσκεψη του Γερμανού Κάιζερ Γουλιέλμου Α'. Εκεί του δόθηκε επίσης η ευκαιρία να πραγματοποιήσει επιτυχημένα πειράματα πάνω στην ιδέα του για έναν κινητήρα εναλλασσόμενου ρεύματος. Οι προσπάθειές του εντούτοις να εξασφαλίσει οικονομική στήριξη για την εφεύρεσή του στέφθηκαν τότε με αποτυχία. Ο Τέσλα επέστρεψε στο Παρίσι το Φεβρουάριο του 1884. Την άνοιξη του ίδιου έτους, ο Μπάτσελορ τού πρότεινε να εργαστεί στην επιχείρηση του Έντισον στη Νέα Υόρκη.
Η.Π.Α.
Ο Τέσλα έφτασε στη Νέα Υόρκη τον Ιούνιο του 1884 με το πλοίο 'Saturnia στα 28 του χρόνια. Αμέσως συναντήθηκε με τον Έντισον, ο οποίος του ανέθεσε την πρώτη του δουλειά: να επισκευάσει τη γεννήτρια του ατμοπλοίου «Όρεγκον» (S. S. Oregon). Με μια ομάδα βοηθών και δουλεύοντας κατά τη διάρκεια της νύχτας, ο Τέσλα κατάφερε να θέσει τις γεννήτριες του πλοίου σε λειτουργία εντυπωσιάζοντας τον Έντισον και κερδίζοντας την εμπιστοσύνη του. Δύο ημέρες μετά την άφιξή του, ο Τέσλα ξεκίνησε να εργάζεται στο κατάστημα μηχανικών εργασιών του Έντισον. Οι σχέσεις των δυο ανδρών δεν ήταν ποτέ ιδιαίτερα θερμές. Ο Έντισον ήταν άνθρωπος πρακτικός και βασιζόταν περισσότερο στην εργατικότητα και στις εμπειρίες του, σε αντίθεση με τον Τέσλα που ήταν ένας άνθρωπος με ιδανικά, διανοούμενος και περισσότερο θεωρητικός. Ακόμα είχαν διαφωνίες στο αντικείμενο της εργασίας τους καθώς ο Έντισον ήταν υποστηρικτής της χρήσης του συνεχούς ρεύματος, κυρίως για πρακτικούς λόγους και για ζητήματα ασφάλειας, ενώ ο Τέσλα υποστήριζε τη χρήση του εναλλασσόμενου ρεύματος.
Στο διάστημα που εργάστηκε στο εργαστήριό του, ο Τέσλα επανασχεδίασε τις γεννήτριες του Έντισον βελτιώνοντας την απόδοσή τους και είχε σημαντική συμβολή στην ανάπτυξη ενός συστήματος λαμπτήρων τόξου. Απογοητευμένος από το γεγονός πως το σύστημα που σχεδίασε δεν τέθηκε τελικά σε εφαρμογή, αλλά και επειδή ποτέ δεν ανταμοίφθηκε οικονομικά για τις πολύτιμες συνεισφορές του πέρα από τον μισθό του που έφτανε τα 18 δολλάρια την εβδομάδα, παραιτήθηκε περίπου έξι μήνες μετά την έναρξη της συνεργασίας του με τον Έντισον.
Ο Τέσλα μετά από κάποιες αποτυχημένες επιχειρηματικές ενέργειες βρίσκει νέο χρηματοδότη για τα πειράματα του το 1887. Ο νέος χρηματοδότης ήταν ο διευθυντής της τηλεγραφικής εταιρείας Western Union Α. Μπράουν, ο οποίος του έστησε το εργαστήριο του, λίγα τετράγωνα πιο πάνω από το εργαστήριο του Έντισον, στην οδό Liberty στον αριθμό 89. Τον Οκτώβριο του 1887 η πατέντα του με το όνομα Πολυφασικό Σύστημα Τέσλα κατοχυρώθηκε στην Αμερικανική Επιτροπή Ευρεσιτεχνιών. Το 1888 ο Τέσλα έδωσε μια διάλεξη με θέμα «Το Νέο Σύστημα Κινητήρων και Μετασχηματισμών Εναλλασσόμενου Ρεύματος», στο Αμερικάνικο Ινστιτούτο Ηλεκτρομηχανικής, η οποία έδωσε το έναυσμα στον βιομήχανο Τζώρζ Γουέστινχαουζ (1846-1914) να συνεργαστεί μαζί του.
Ο Έντισον με τον χρηματοδότη του Μόργκαν άνοιξαν μέτωπο δυσφήμισης εναντίον του Τέσλα και των χρηματοδοτών του Γουέστινχαουζ και Μπράουν και ειδικά όταν ο τελευταίος πούλησε στις φυλακές Σινγκ-Σινγκ το σχέδιο κατασκευής και λειτουργίας της ηλεκτρικής καρέκλας με εναλλασσόμενο ρεύμα του Τέσλα. Η διοίκηση συμφώνησε και το 1890 έπειτα από πολλές επαναλήψεις εκτέλεσαν τον πρώτο κατάδικο στην ηλεκτρική καρέκλα, τον Γουίλιαμ Κέμλερ. Στη συνέχεια ο Γουέστινχάουζ αντιμετώπιζε οικονομικά προβλήματα και δεν μπόρεσε να καταβάλει την αμοιβή του Τέσλα, ο οποίος όμως συνέχιζε να δουλεύει αφιλοκερδώς για αυτόν. Την ίδια στιγμή η εταιρεία του Μόργκαν, Thompson Huston άνθιζε και εξαγόρασε την General Electric του Έντισον, η οποία συνεχίζει να υφίσταται μέχρι σήμερα με την ίδια ονομασία.
Η κορύφωση της δόξας και η προσπάθεια χαρακτηρισμού του ως τρελού
Το διάστημα 1890-1891 ο Τέσλα έδωσε δεκάδες διαλέξεις για το εναλλασσόμενο ρεύμα και τη χρήση του. Το 1891 ο Τέσλα εφηύρε το πηνίο που φέρει το όνομά του. Το 1892 ο Τέσλα έλαβε μήνυμα ότι η μητέρα του πεθαίνει οπότε βρήκε ευκαιρία να δώσει σειρά διαλέξεων στο Λονδίνο και να γνωριστεί με τη βασιλική οικογένεια της Μεγάλης Βρετανίας και ύστερα στο Παρίσι. Στη συνέχεια πήγε να επισκεφθεί την ετοιμοθάνατη μητέρα του και μετά πήγε στο Βελιγράδι όπου τον βράβευσε ο βασιλιάς και η Σερβική Βασιλική Ακαδημία. Το 1892 έως το 1903 ο Τέσλα αγωνιζόταν να αποδείξει ότι η εκπομπή και λήψη ραδιοκυμάτων ήταν δική του εφεύρεση καθώς στηριζόταν σε 13 δικές του πατέντες και όχι του Ιταλού Μαρκόνι. Τελικά ο Τέσλα δικαιώθηκε το 1943, ενώ αναγνωρίστηκε ως ο εφευρέτης του ραδιοφώνου το 1955.
Παράλληλα τη νύχτα της 1η Μαΐου του έτους 1893 στη Διεθνή Έκθεση του Σικάγο, ο Γκρόβερ Κλήβελαντ, ο 24ος πρόεδρος των Η.Π.Α., φωταγώγησε την πόλη του Σικάγου με λάμπες που λειτουργούσαν με εναλλασσόμενο ρεύμα. Στο περίπτερο του Τέσλα και του Γουέστινχαουζ στην έκθεση επικρατούσε πανηγυρικό κλίμα. Το 1895 ο Ρέντγκεν με τη βοήθεια του Τέσλα μπορούσε να παινευτεί ότι εφεύρε τις ακτίνες Χ και έτσι η φήμη του Τέσλα εκτοξεύτηκε. Κατόπιν δήλωσε ότι είχε καταγωγή από εξωγήινους πολιτισμούς, πράγμα που συνάδει με τη σημερινή θεωρία της πανσπερμίας του σύμπαντος. Το 1898 ισχυρίστηκε, δημιουργώντας και χρησιμοποιώντας μια συσκευή τηλεγεωδυναμικής, ότι ήταν υπεύθυνος για μικρό σεισμό που συνέβη στη Νέα Υόρκη.
Σήμερα γνωρίζουμε πως η πρόκληση σεισμών με ηλεκτρομαγνητικούς παλμούς (EMP ή ΗΜΠ) είναι όντως εφικτή. Εκείνη την περίοδο, η φήμη του Τέσλα στις Ηνωμένες Πολιτείες ήταν μεγαλύτερη από κάθε άλλου εφευρέτη ή επιστήμονα στη λαϊκή συνείδηση, αλλά λόγω της εκκεντρικότητας του και των περίεργων και θεωρούμενων ως εξωφρενικών ισχυρισμών του για τις δυνατότητες της επιστημονικής και τεχνολογικής ανάπτυξης να βοηθήσουν την εκτόξευση του ανθρώπινου πολιτισμού σε άλλη κλίμακα, τελικά εξοστρακίστηκε σαν τρελός επιστήμονας.
Από το 1898 έως το 1903 ο Τέσλα άλλαξε αρκετούς χρηματοδότες ενώ είχε αποτραβηχτεί σε πειράματα για τη λεγόμενη «ελεύθερη ενέργεια» στο Κολοράντο Σπρινγκς και στο Λονγκ Άιλαντ, για τα οποία δεν γνωρίζουμε πολλά και τα οποία διακόπηκαν εντελώς ξαφνικά λόγω παύσης χρηματοδότησης όταν αποκάλυψε στο χρηματοδότη του J. P. Morgan ότι η ελεύθερη ενέργεια θα μοιραζόταν δωρεάν.
Ο Μαρκ Τουέιν στο εργαστήριο του Τέσλα το 1894
Έως το 1910 ο Τέσλα είχε ξεχαστεί ή παραγκωνιστεί λόγω των νέων εφευρέσεων και θεωριών των αδερφών Ράιτ, των Μαρί και Πιέρ Κιουρί και του Αϊνστάιν και της εμμονής του Νικολά να θεωρεί τον εαυτό του και τις εφευρέσεις του υπαίτιους για την έκρηξη στη Τουγκούσκα. Από το 1915 έως το 1917 κέρδισε πολλές διακρίσεις από διάφορες ακαδημίες αλλά έχασε την ευκαιρία να προταθεί για Νόμπελ φυσικής από τον Έντισον.
Το 1916 νέα κόντρα ξεκίνησε στους κόλπους των φυσικών από τους οπαδούς της θεωρίας του Τέσλα, κυματική θεωρία, εναντίον των οπαδών της θεωρίας του Αϊνστάιν, ατομική θεωρία. Από το 1918 έως το 1922 κατοχύρωσε διάφορες πατέντες και ευρεσιτεχνίες για τη μηχανική των υγρών οι οποίες αγοράστηκαν από διάφορες εταιρίες για να τις εμπορευματοποιήσουν.
Το 1924 ο Τέσλα ισχυρίστηκε ότι είχε εφεύρει την περιβόητη «ακτίνα θανάτου», ένα υπερόπλο ικανό να καταστρέψει μεγάλες εκτάσεις δηλαδή έως και 10.000 αεροπλάνα σε απόσταση 200 μιλίων, ενώ επίσης ισχυρίστηκε ότι αυτό ήταν υπεύθυνο για την έκρηξη της Τουνγκούσκα, φυσικά οι δημοσιογράφοι και ο επιστημονικός κόσμος τον περιγέλασαν ενώ μέχρι σήμερα οι μελετητές εντάσσουν αυτή την εφεύρεση στο τομέα των ανεξήγητων φαινομένων και γεγονότων.
Σήμερα η προσπάθεια αποκρυπτογράφησης μέρους των θεωριών και ανακαλύψεων του Τέσλα γίνεται με συστήματα όπως το Haarp. Το 1926, όταν έγινε 70 χρονών, τα πανεπιστήμια του Βελιγραδίου και του Ζάγκρεμπ τον εξέλεξαν ως επίτιμο διδάκτορα.
Το τέλος του Τέσλα
Από το 1936 έως το θάνατο του το FBI παρακολουθούσε τις συνομιλίες και τις κινήσεις του Τέσλα φοβούμενοι ότι είχε αναπτύξει φιλικές σχέσεις με την σταλινική Σοβιετική Ένωση.
Το 1937 ένα αμάξι χτύπησε τον Τέσλα σπάζοντάς του αρκετά πλευρά και κλονίζοντας σοβαρά την υγεία του. Εδώ αξίζει να σημειώσουμε ότι ο Νίκολα Τέσλα είχε να αρρωστήσει από τα 30 του χρόνια, όπως δήλωνε ο ίδιος, ο οποίος πίστευε ότι για αυτό “φταίνε” τα πειράματα του. Το κράτος της Γιουγκοσλαβίας, μετά το ατύχημα του, του έβγαλε ισόβια σύνταξη.
Το 1941, με την επέκταση του ναζισμού στην Ευρώπη και τον αναβρασμό του παγκοσμίου πολέμου, ο Τέσλα ήθελε να κατασκευάσει ένα «νέο» υπερόπλο για να σώσει την πατρίδα του.
Τελικά πέθανε το 1943 στις 7 του Γενάρη αλλά τον βρήκαν νεκρό δυο μέρες μετά γιατί είχε κρεμάσει, όπως έκανε πάντα, στην πόρτα του δωματίου του την επιγραφή «ΜΗΝ ΕΝΟΧΛΕΙΤΕ, ΕΡΓΑΖΟΜΑΙ».
Υστεροφημία
Ο Τέσλα είναι κυρίως γνωστός για τις επαναστατικές του συνεισφορές στους κλάδους του ηλεκτρισμού και του μαγνητισμού στα τέλη του 19ου και τις αρχές του 20ου αιώνα. Οι ανακαλύψεις και η θεωρητική εργασία του αποτέλεσαν τη βάση για την εφαρμογή του σημερινού συστήματος εναλλασσόμενου ρεύματος.
Μουσείο Νικολά Τέσλα στο Βελιγράδι
Εφευρέσεις όπως τα πολυφασικά συστήματα διανομής ισχύος και ο κινητήρας εναλλασσόμενου ρεύματος συνετέλεσαν στην εκδήλωση της Δεύτερης Βιομηχανικής Επανάστασης. Η μονάδα της έντασης του μαγνητικού πεδίου στο SI, το Τέσλα, ονομάστηκε προς τιμή του στο Γενικό Συνέδριο Μέτρων και Σταθμών του Παρισιού το 1960.
Εκτός από τη δουλειά του στον ηλεκτρομαγνητισμό και τα συστήματα ισχύος, ο Τέσλα λέγεται ότι έχει συνεισφορές και στη θεμελίωση της ρομποτικής, του τηλεχειρισμού, στην ανάπτυξη του ραντάρ και της επιστήμης υπολογιστών, όπως και στην επέκταση της βαλλιστικής, της πυρηνικής και θεωρητικής φυσικής.
Το 1943 το Ανώτατο Δικαστήριο των Ηνωμένων Πολιτειών τον αναγνώρισε σαν τον εφευρέτη της ασύρματης επικοινωνίας. Ο Τέσλα ισχυριζόταν, μέσα σε όλες τις άλλες θεωρίες του, ότι το 2035 η μόλυνση του νερού θα είναι πολύ χαμηλή, τα ποσοστά παραγωγής δημητριακών πολύ υψηλά, αναδάσωση όλων των καμένων και άνυδρων περιοχών και εκμετάλλευση των πηγών ενέργειας με τρόπο φιλικό για το περιβάλλον .
Σύγχρονοι μελετητές του έργου του τον έχουν αποκαλέσει «τον άνθρωπο που εφηύρε τον Εικοστό Αιώνα» και «προστάτη άγιο του σύγχρονου ηλεκτρισμού».
Περισσότερα Άρθρα...
- Ιωάννα της Λωραίνης η γυναίκα που «ντυνόταν με ανδρικά ρούχα» Αιρετική, μάγισσα και πολεμίστρια αλλά Αγία
- Ευγένιος Σπαθάρης, ένας από τους πιο σημαντικούς καραγκιοζοπαίχτες του θεάτρου σκιών και ζωγράφος
- Βασίλειος Καισαρείας γνωστός και ως Μέγας Βασίλειος ή Άγιος Βασίλης
- Άγιος Τηλέμαχος ήταν μοναχός του 5ου αιώνα και άγιος της Χριστιανικής Εκκλησίας