Άρθρα
Λόρδος Βύρων, Άγγλος ποιητής, ηγετική μορφή του ρομαντισμού κι ένας από τους πιο ένθερμους φιλέλληνες, που έδωσε τη ζωή του για την ελευθερία της Ελλάδας
Λόρδος Βύρων
1788 – 1824
Άγγλος ποιητής, ηγετική μορφή του ρομαντισμού κι ένας από τους πιο ένθερμους φιλέλληνες, που έδωσε τη ζωή του για την ελευθερία της Ελλάδας.
Ο Λόρδος Βύρων, όπως είναι γνωστός στη χώρα μας ο Τζορτζ Γκόρντον Μπάιρον, 6ος Βαρώνος Μπάιρον (George Gordon Byron, 6th Baron Byron), γεννήθηκε στις 22 Ιανουαρίου 1788 στο Λονδίνο και καταγόταν από αριστοκρατική οικογένεια.
Από μικρός αγαπούσε τη μελέτη, διάβασε πολλά βιβλία, σπούδασε σε ανώτερα αγγλικά κολέγια, έμαθε να μιλά τα ελληνικά και τα λατινικά και ταξίδευε πολύ.
Σε ηλικία 21 χρόνων έγινε βουλευτής και πολλές φορές βρέθηκε αντίθετος με τους άλλους λόρδους, διότι έδειχνε ενδιαφέρον για τα ζητήματα της εργατικής τάξης.
Το 1809 ταξίδεψε για πρώτη φορά στην Ελλάδα. Επισκέφθηκε την Πάτρα, την Πρέβεζα, τη Νικόπολη, την Άρτα, τα Γιάννενα κι έφθασε ως το Τεπελένι, όπου τον φιλοξένησε ο Αλή Πασάς. Ξαναγύρισε στην Πάτρα, πήγε στο Αίγιο, στους Δελφούς, στη Λιβαδειά, στην Αθήνα, όπου έμεινε δυο μήνες και ύστερα στην αρχαία Τροία και την Κωνσταντινούπολη.
Ο Βύρων, με την ποιητική του ευαισθησία, καταμαγεύθηκε από τις ελληνικές φυσικές ομορφιές και τα αρχαία ερείπια. Ενώ ταξίδευε, έγραφε θαυμάσια ποιήματα, που καθρέφτιζαν την καλλιτεχνική του συγκίνηση. Στο μεγάλο του ποιητικό έργο, που έχει τον τίτλο «Το προσκύνημα του Τσάιλντ Χάρολντ», δίνει ωραιότατες περιγραφές της Ηπείρου. Ξεχωριστή θέση έχει ένα ποίημα, όπου περιγράφει μία θύελλα, που τον βρήκε στη Ζίτσα της Ηπείρου.
Στο Σούνιο εμπνεύσθηκε το ποίημα «Νησιά της Ελλάδας», όπου περιγράφει τις εντυπώσεις του και από την αρχαία Τροία. Ο ελληνολάτρης ποιητής αγανάχτησε από τα βάθη της ψυχής του από το ανοσιούργημα του Έλγιν, που έκλεψε από την Ακρόπολη τα μαρμάρινα καλλιτεχνήματα κι έγραψε το ποίημα «Η κατάρα της Αθήνάς». Άλλα ποιήματά του ήταν η «Νύμφη της Αβύδου», τα «Τούρκικα παραμύθια» και ο «Δον Ζουάν», ίσως η κορυφαία ποιητική δημιουργία. Ο Βύρων με τα ποιητικά του αυτά έργα έγινε διάσημος στην Αγγλία, ενώ η παγκόσμια φήμη του όλο και μεγάλωνε.
Ο Βύρων ήταν όμορφος άνδρας με πυκνά πυρόξανθα σγουρά μαλλιά και ωραίο παράστημα, αν και λίγο κουτσός από το δεξί του πόδι. Οι ερωτικές του περιπέτειες άφησαν εποχή στο Λονδίνο και η περιφρόνησή του για τις κοινωνικές συμβάσεις δημιούργησαν μικρά και μεγάλα σκάνδαλα. Από τον σύντομο γάμο του με την Αναμπέλα Μίλμπανκ απέκτησε μία κόρη, την Άντα Λάβλεϊς, μετέπειτα διάσημη μαθηματικό, που θεωρείται από τους πρωτοπόρους της πληροφορικής. Από τη σχέση του με την Κλερ Κλέμοντ, απέκτησε και μία δεύτερη κόρη, την Κλάρα Αλέγκρα, η οποία πέθανε σε ηλικία πέντε χρονών.
Όταν ξέσπασε η Ελληνική Επανάσταση, ο Βύρων, που με το ποίημά του «Προφητεία του Δάντη» είχε καταδικάσει τα τυραννικά καθεστώτα και είχε εκφράσει τη συμπάθειά του για τους απελευθερωτικούς αγώνες των λαών, έδειξε αμέσως το ενδιαφέρον του. Το 1823 έγινε μέλος του «Φιλελληνικού Κομιτάτου», ενός συλλόγου από άγγλους φιλελευθέρους και φιλέλληνες, που είχαν σκοπό να ενισχύσουν τους έλληνες επαναστάτες. «Αποφάσισα να πάω στην Ελλάδα. Είναι το μοναδικό μέρος, όπου δοκίμασα πραγματική ευχαρίστηση. Αν είμαι ποιητής το χρωστώ στον αέρα της Ελλάδας» έγραφε σε κάποιον φίλο του.
Στις 3 Αυγούστου 1823 έφθασε στο Αργοστόλι. Οι Έλληνες τότε ήταν διχασμένοι κι αυτό πίκραινε τον ευαίσθητο και φλογερό νέο. Περίμενε μήπως πάψουν οι διχόνοιες, αλλά του κάκου. Έχοντας διορισθεί αντιπρόσωπος του «Φιλελληνικού Κομιτάτου», μοίρασε στους επαναστάτες τα εφόδια, που του έστειλαν από το Λονδίνο. Από δικά του χρήματα έστειλε στο Μαυροκορδάτο 4.000 λίρες για τη συντήρηση του στόλου.
Στις 5 Ιανουαρίου 1824 έφθασε στο Μεσολόγγι, όπου οι αγωνιζόμενοι Έλληνες τον υποδέχθηκαν με ενθουσιασμό. Εκεί συνεργάσθηκε με άλλους ξένους εθελοντές και με δικά του έξοδα οργάνωσε το στρατό και φρόντισε για την οχύρωση του Μεσολογγίου. Στις 25 Ιανουαρίου η κυβέρνηση τον αναγνώρισε αρχιστράτηγο. Οι κόποι του, όμως, για την οργάνωση του στρατού και για τη συμφιλίωση των οπλαρχηγών, καθώς και το κακό κλίμα, υπέσκαψαν την υγεία του.
Στις 9 Απριλίου έπεσε στο κρεβάτι με δυνατό πυρετό. Παραμιλούσε διαρκώς, αλλά και τότε ακόμα παρακινούσε τους Έλληνες να συμφιλιωθούν, για να πετύχουν την απελευθέρωσή τους. Τα χαράματα της 19ης Απριλίου 1824, Δευτέρα του Πάσχα, άφησε την τελευταία του πνοή στο Μεσολόγγι, σε ηλικία 36 χρονών. Τα τελευταία του λόγια του ήταν για την Ελλάδα: «Της έδωσα τον καιρό, την υγεία μου, την περιουσία μου, και τώρα της δίνω τη ζωή μου. Τι μπορούσα να κάνω περισσότερο;»
Ο θάνατός του άπλωσε βαρύ πένθος σ’ όλους τους αγωνιζόμενους Έλληνες. Άνδρες και γυναίκες έκλαψαν σαν πραγματικό αδελφό και προστάτη τον Βύρωνα, που έγινε σύμβολο του πατριωτισμού και ανακηρύχθηκε εθνικός ήρωας. Μετά την κηδεία του στο Μεσολόγγι η σορός του μεταφέρθηκε στο Λονδίνο. Τις μέρες εκείνες ο Διονύσιος Σολωμός έγραψε ένα μεγάλο ποίημα («Εις το θάνατο του Λορδ Μπάιρον») χαρισμένο στο μεγάλο αυτό λάτρη της Ελλάδας, που αρχίζει μ’ αυτούς τους στίχους:
Λευθεριά, για λίγο πάψε
Νά χτυπάς με το σπαθί·
Τώρα σίμωσε καί κλάψε
Εις του Μπάιρον το κορμί·
Οι Έλληνες μετά την απελευθέρωση τίμησαν τον Βύρωνα και του έκαμαν άγαλμα, που υψώνεται στο Ζάππειο, στη γωνία που βλέπει προς την Ακρόπολη και παριστάνει τον φιλέλληνα κοντά σε μια γυναίκα –την Ελλάδα– που τον στεφανώνει. Το όνομα του Βύρωνα δόθηκε και στο συνοικισμό προσφύγων, που ιδρύθηκε στην Αθήνα, πάνω από το Παγκράτι και σήμερα αποτελεί τον Δήμο Βύρωνα.
Τζωρτζ Όργουελ, ήταν Βρετανός συγγραφέας, λογοτέχνης και δημοσιογράφος
Τζωρτζ Όργουελ
O Έρικ Άρθουρ Μπλαιρ (αγγλικά: Eric Arthur Blair, 25 Ιουνίου 1903 – 21 Ιανουαρίου 1950), γνωστός περισσότερο με το συγγραφικό του ψευδώνυμο Τζωρτζ Όργουελ, ήταν Βρετανός συγγραφέας, λογοτέχνης και δημοσιογράφος. Το έργο του χαρακτηρίζεται από ξεκάθαρο πεζό λόγο, συνειδητότητα των κοινωνικών ανισοτήτων, αντίθεση στα ολοκληρωτικά καθεστώτα και αφοσίωση στο δημοκρατικό σοσιαλισμό.
Συχνά ταξινομείται ως ένας από Άγγλους συγγραφείς του 20ου αιώνα με τη μεγαλύτερη επιρροή και ως ένας από τους πιο σημαντικούς χρονικογράφους της Αγγλικής κουλτούρας της γενιάς του. Ο Όργουελ έγραψε κριτικές λογοτεχνίας, ποίηση, μυθιστορήματα και πολεμικές ανταποκρίσεις. Είναι διάσημος για το δυστοπικό μυθιστόρημα 1984 (1949) και την αλληγορική νουβέλα Η Φάρμα των Ζώων (1945). Το βιβλίο του Φόρος Τιμής στην Καταλωνία (1938), είναι μία καταγραφή των εμπειριών του από τον Ισπανικό Εμφύλιο και είναι ευρέως αναγνωρισμένο, όπως και τα πολυάριθμα δοκίμιά του πάνω σε θέματα πολιτικής, λογοτεχνίας, γλώσσας και πολιτιστικά. Το 2008, οι Times, τον κατέταξαν ως δεύτερο στη λίστα με τους "50 κορυφαίους Βρετανούς συγγραφείς από το 1945".
Το έργο του Όργουελ συνεχίζει να επηρεάζει τη μαζική και πολιτική κουλτούρα και ο όρος Οργουελικός, περιγραφικός ολοκληρωτικών και απολυταρχικών πρακτικών, εντάχθηκε στο λεξιλόγιο μαζί με αρκετούς από τους νεολογισμούς του, συμπεριλαμβανομένων των ακόλουθων: ψυχρός πόλεμος, Μεγάλος Αδελφός, Αστυνομία Σκέψης, Δωμάτιο 101, διπλή σκέψη και έγκλημα σκέψης.
Τα πρώτα χρόνια
Ο Τζωρτζ Όργουελ γεννήθηκε στο Μοτιάρι της Βρετανοκρατούμενης Ινδίας το 1903, γιος κατώτερου διοικητικού υπαλλήλου. Η οικογένειά του επέστρεψε στην Αγγλία το 1911.
Ο προπάππους του, Τσαρλς Μπλαιρ, ήταν ένας εύπορος κύριος από το Ντορσέτ, που νυμφεύθηκε τη Λαίδη Μαίρη Φέην, θυγατέρα του Τόμας Φέην, 8ου Κόμη του Γουέσμορλαντ και ήταν εισοδηματίας, καθότι γαιοκτήμονας φυτειών στην Τζαμάικα. Ο παππούς του, Τόμας Ρίτσαρντ Άρθουρ Μπλαιρ, ήταν κληρικός. Αν και οι τίτλοι ευγενείας κληροδοτήθηκαν στις επόμενες γενεές, δε συνέβη το ίδιο και με την οικονομική ευμάρεια. Ο ίδιος ο Έρικ Μπλαιρ, περιέγραφε την οικογένειά του, ως «κατώτερο μέρος της ανώτερης και μεσαίας τάξης». Ο πατέρας του, Ρίτσαρντ Γουόλμσλεϊ Μπλαιρ, εργάστηκε στην Ινδική Δημόσια Υπηρεσία, στο Τμήμα Οπίου. Η μητέρα του, Άιντα Μέιμπλ Μπλαιρ, μεγάλωσε στο Μουλμέϊν της Βιρμανίας, όπου ο Γάλλος πατέρας της είχε αναμιχθεί σε κερδοσκοπικές δραστηριότητες. Ο Έρικ είχε δύο αδελφές, την Μάρτζορι, 5 ετών μεγαλύτερή του και την Αβρίλ, 5 ετών μικρότερή του. Όταν ήταν ενός έτους, η μητέρα του, τον πήγε μαζί με τη μεγαλύτερη αδερφή του στην Αγγλία. Το σπίτι των προγόνων του στο Μοτιάρι της Ινδίας έχει ανακηρυχθεί προστατευόμενο μνημείο ιστορικής σημασίας.
Το 1904 η Άιντα Μπλαιρ εγκαταστάθηκε με τα παιδιά της στο Χένλεϊ-ον-Τεμζ στο Όξφορντσαϊρ. Ο Έρικ μεγάλωσε στη συντροφιά της μητέρας του και των αδερφών του και πέρα από μία σύντομη επίσκεψη το καλοκαίρι του 1907, δεν ξαναείδε τον πατέρα του Ρίτσαρντ Μπλαιρ μέχρι το 1912. Το ημερολόγιο που διατηρούσε η μητέρα του από το 1905, διηγείται μία ανατροφή με έντονη κοινωνική δραστηριότητα και καλλιτεχνικές ανησυχίες.
Η οικογένεια μετακόμισε στο Σίπλεϊκ πριν τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο, όπου ο Έρικ έπιασε φιλίες με την οικογένεια Μπάντικομ, ειδικά με την κόρη τους, την Υακίνθη. Όταν πρωτοσυναντήθηκαν, στεκόταν ανάποδα με το κεφάλι του σε ένα χωράφι. Όταν τον ρώτησε γιατί, απάντησε «Πως σε προσέχουν πιο εύκολα αν στέκεσαι κατακόρυφα στο κεφάλι σου, παρά κανονικά». Η Υακίνθη και ο Έρικ διάβαζαν και έγραφαν ποίηση και ονειρεύονταν να γίνουν διάσημοι συγγραφείς. Είπε ότι μπορεί να έγραφε ένα βιβλίο στο ύφος της Σύγχρονης Ουτοπίας του Χ.Τζ.Γουέλς. Σε αυτή τη χρονική περίοδο, διασκέδαζε ψαρεύοντας, κυνηγώντας και παρατηρώντας πουλιά με τα αδέρφια της Υακίνθης.
Όταν έγινε 5 ετών, ο Έρικ εστάλη μαθητής στο σχολείο της γυναικείας μονής του Χένλι-ον-Τεμζ, όπου φοιτούσε και η αδερφή του Μάρτζορι. Επρόκειτο για μία Ρωμαιοκαθολική μονή που λειτουργούσαν Γαλλίδες Ουρσουλίνες μοναχές, που είχαν εξοριστεί από τη Γαλλία, αφότου είχε απαγορευτεί η θρησκευτική εκπαίδευση το 1903. Η μητέρα του ήθελε να λάβει μόρφωση σε ιδιωτικό σχολείο, αλλά δεν μπορούσαν να πληρώσουν τα δίδακτρα και χρειαζόταν να κερδίσει υποτροφία. Ο αδερφός της Άιντα Μπλαιρ, Κάρολος Λιμουζίν, συνέστησε το σχολείο του Αγίου Κυπριανού, στο Ήστμπορν, στο Ανατολικό Σάσσεξ. Ο Λιμουζίν, που ήταν επαγγελματίας παίκτης του γκολφ, γνώριζε τόσο το σχολείο όσο και το διευθυντή του, μέσω της Βασιλικής Λέσχης Γκολφ του Ήστμπορν, όπου είχε κερδίσει αρκετές διοργανώσεις, το 1903 και το 1904. O διευθυντής ανάλαβε να βοηθήσει τον Μπλαιρ να κερδίσει την υποτροφία και σύναψε μία ιδιωτική οικονομική συμφωνία με τους γονείς του για να πληρώσουν μόνο τα μισά δίδακτρα. Το Σεπτέμβριο του 1911 ο Έρικ εγγράφηκε στο σχολείο του Αγίου Κυπριανού, όπου παρακολουθούσε μαθήματα για τα επόμενα πέντε χρόνια, επιστρέφοντας στο σπίτι μόνο κατά τις διακοπές. Δε γνώριζε τίποτε για τα μειωμένα δίδακτρα αν και αντελήφθη ότι προερχόταν από φτωχή οικογένεια. Ο Μπλαιρ μισούσε το σχολείο και πολλά χρόνια αργότερα έγραψε το δοκίμιο "Such, Such Were the Joys", που εκδόθηκε μετά θάνατον, με θέμα τα χρόνια του εκεί. Στου Αγ. Κυπριανού όμως ο Μπλαιρ συνάντησε και τον Κύριλος Κόννολλυ, που αργότερα έγινε αξιοσημείωτος συγγραφέας και ως εκδότης του Ορίζοντα, δημοσίευσε πολλά από τα δοκίμια του Όργουελ.
Ο Μπλαιρ έγραψε δύο ποιήματα που δημοσιεύτηκαν στην εφημερίδα Χένλεϊ εντ Σάουθ Όξφορντσαϊρ Στάνταρ, ως μέρος σχολικών εργασιών. Ήρθε δεύτερος πίσω από τον Κόννολλυ στη διεκδίκηση του Βραβείου Ιστορίας Χάρροου, δέχθηκε εύφημο μνεία για την εργασία του από τον εξωτερικό σχολικό αξιολογητή και τελικά κέρδισε υποτροφίες για τα κολλέγια του Ουέλλινγκτον και του Ήτον.
Τον Ιανουάριο του 1917 ο Μπλαιρ, έλαβε θέση στο Ουέλλινγκτον, όπου παρέμεινε για το εαρινό εξάμηνο. Το Μάιο του 1917 διατέθηκε ακαδημαϊκή θέση για υπότροφους στο Ήτον. Σπούδασε στο Ήτον ως το Δεκέμβριο του 1921, οπότε και έφυγε σε ηλικία 18,5 ετών. Ο Όργουελ ανέφερε στην παιδική του φίλη, Υακίνθη Μπάντικομ, ότι το Ουέλλινγτον ήταν «άθλιο», αλλά ότι στο Ήτον ένιωθε «ευτυχισμένος και σε πνευματική εγρήγορση». Ο βασικός καθηγητής του ήταν ο Α.Σ.Φ. Γκόου, ακαδημαϊκός επισκέπτης από το Κολλέγιο Αγ. Τριάδος (Τρίνιτυ), του Κέμπριτζ, που του έδινε και επαγγελματικές συμβουλές. Ο Μπλαιρ διδάχτηκε Γαλλικά από τον Άλντους Χάξλεϊ. Ο Στήβεν Ράνσιμαν, που ήταν μαζί με τον Μπλαιρ στο Ήτον, παρατήρησε ότι ο Όργουελ και οι σύγχρονοί του εκτιμούσαν το λογοτεχνικό ταλέντο του Χάξλεϊ. Ο Κόννολλυ ακολούθησε τον Μπλαιρ στο Ήτον, αλλά επειδή σπούδαζαν σε διαφορετικά έτη, δε σχετίζονταν.
Οι ακαδημαϊκές επιδόσεις του Μπλαιρ υποδηλώνουν ότι αμελούσε τις σπουδές του. Οι γονείς του δεν είχαν τους οικονομικούς πόρους να τον στείλουν στο πανεπιστήμιο, χωρίς άλλη υποτροφία, συμπεραίνοντας από τις φτωχές του επιδόσεις, ότι δε θα μπορούσε να κερδίσει μία ακόμη. Ο Ράνσιμαν επεσήμανε τη ρομαντική αντίληψη που έτρεφε για την Ανατολή και η οικογένειά του αποφάσισε ότι ο Μπλαιρ θα έπρεπε να καταταγεί στην Αυτοκρατορική Αστυνομία, πρόδρομο της Ινδικής Αστυνομίας. Για αυτό έπρεπε να δώσει εισαγωγικές εξετάσεις. Εκείνη την περίοδο ο πατέρας του είχε αποσυρθεί στο Σάουθγουολντ του Σάφολκ. Ο Μπλαιρ γράφτηκε σε προπαρασκευαστικό σχολείο στο Κρέγκχερστ και «ξεσκόνισε» τους κλασσικούς, τα Αγγλικά και την Ιστορία. Ο Μπλαιρ πέρασε στις εξετάσεις, ερχόμενος 7ος ανάμεσα σε 29 επιτυχόντες.
Αστυνομικός στη Μπούρμα
Η γιαγιά του Μπλαιρ, από τη μεριά της μητέρας του ζούσε στο Μοτ Μαλέμ, οπότε ο ίδιος επέλεξε να τοποθετηθεί στη Μπούρμα. Το 1922, επιβαίνοντας στο S.S. Herefordshire, έπλευσε μέσω της Διώρυγας του Σουέζ και της Κεϋλάνης προς την Μπούρμα για να ενταχθεί στην Ινδική Αυτοκρατορική Αστυνομία.
Το 1922 διορίστηκε αξιωματούχος στην αστυνομία της Βιρμανίας, απ' όπου παραιτήθηκε έξι χρόνια μετά, αμφισβητώντας το ρόλο του στην αποικιακή διοίκηση, την οποία οι ντόπιοι δεν αποδέχτηκαν ποτέ. 'Ενα μήνα αργότερα, έφτασε στο Ραγκούν και ταξίδεψε στην Αστυνομική σχολή στο Μάνταλεϊ. Μετά από μία σύντομη θητεία στο Μαίμιο, έναν βασικό σταθμό στους λόφους της Βιρμανίας, τοποθετήθηκε στο μεθοριακό φυλάκιο της Myaungmya στο δέλτα του ποταμού Irrawaddy στις αρχές του 1924.
Δουλεύοντας ως αυτοκρατορικός αστυνομικός έγινε ιδιαίτερα υπεύθυνος, ενώ οι περισσότεροι από τους συνομήλικούς του ήταν ακόμα στο πανεπιστήμιο στην Αγγλία. Όταν τοποθετήθηκε ανατολικότερα στο Δέλτα του Τουάντε ως υπο-περιφερειακός αξιωματικός, ήταν υπεύθυνος για την ασφάλεια περίπου 200.000 ανθρώπων. Στο τέλος του 1924, πήρε προαγωγή ως βοήθος επιθεωρητή περιφέρειας και τοποθετήθηκε στο Syriam κοντά στο Ρανγκούν. Στο Syriam βρισκόταν το διυλιστήριο της εταιρίας Πετρελαίου της Μπούρμα. Όμως η πόλη ήταν κοντά στο Ρανγκούν, ένα κοσμοπολίτικο λιμάνι και ο Μπλαιρ πήγαινε στην πόλη όσο πιο συχνά μπορούσε, "για να ξεφυλλίσει βιβλία στο βιβλιοπωλείο, να φάει καλομαγειρεμένο φαγητό και να ξεφύγει απο την βαρετή ρουτίνα της αστυνομικής ζώης". Τον Σεπτέμβριο του 1925 πήγε στο Insein, την έδρα της φυλακής του Insein και τη δεύτερη μεγαλύτερη φυλακή της Βιρμανίας. Εκεί, έκανε μεγάλες συζητήσεις για κάθε πιθανό θέμα με την Elisa Maria Langford-Rae (που αργότερα παντρεύτηκε τον Kazi Lhendup Dorjee). Αυτή εντόπισε πάνω του την "αισθηση της απόλυτης εντιμότητας στις παραμικρές λεπτομέρειες".
Τον Απρίλιο του 1926 μετακόμησε στο Μουλμέιν, όπου ζούσε η γιαγιά του (από την πλευρά της μητέρας του). Στο τέλος του ίδιου έτους, τοποθετήθηκε στην Κάθα, στην Άνω Βιρμανία, όπου προσβλήθηκε από δάγκειο πυρετό το 1927. Του επιτράπηκε να λάβει αναρρωτική άδεια στην Αγγλία εκείνη την χρονιά, όπου και έμεινε τον Ιούλιο λόγω της ασθένειάς του. Σε αυτό το διάστημα τον Σεπτέμβριο του 1927 ενώ έκανε διακοπές μαζί με την οικογένεια του στην Κορνουάλη, επανεκτίμησε τη ζωή του. Αποφασίζει να μην επιστρέψει στη Βιρμινία, να παραιτηθεί απο την Ινδική Αυτοκρατορική Αστυνομία και να γίνει συγγραφέας. Άντλησε από τις εμπειρίες του ως αστυνομικός στη Βιρμανία για το μυθιστόρημα Μέρες της Μπούρμα (1934) και για τα δοκίμια "Η Κρεμάλα" (1931) και "Πυροβολώντας έναν ελέφαντα" (1936).
Στην Μπούρμα, ο Μπλαιρ απέκτησε τη φήμη του παρία. Περνούσε πολύ χρόνο μονάχος του, διαβάζοντας ή αναζητώντας δραστηριότητες, όπως εκκλησίασμα στην εθνοτική κοινότητα των Κάρεν. Ένας συνάδελφός του, ο Ρότζερ Μπήντον, θυμόταν (σε εκπομπή του BBC το 1969), ότι «ο Μπλαιρ μάθαινε γρήγορα την τοπική γλώσσα και πριν φύγει από τη Βιρμανία, μπορούσε να μιλήσει με Βιρμανούς ιερείς σε άπταιστα Βιρμανικά».
Λονδίνο και Παρίσι
Έκτοτε έζησε για καιρό φτωχική ζωή στο Παρίσι και το Λονδίνο, αλλάζοντας περιστασιακά επαγγέλματα και συναναστρεφόμενος με περιθωριακούς. Επρόκειτο για μια συνειδητή από μέρους του απόρριψη του αστικού τρόπου ζωής, που συνοδεύτηκε από την πολιτική του ωρίμανση. Ο ίδιος χαρακτήριζε τον εαυτό του αναρχικό.
Στην Αγγλία εγκαταστάθηκε στο σπίτι της οικογένειας στο Σάουθγουολντ. Εκεί συνάντησε και τους παλιούς τους φίλους. Επίσης επισκέφτηκε τον παλιό του δάσκαλο, Gow, στο Κέμπριτζ, ώστε να του ζητήσει συμβουλές για το πώς να γίνει συγγραφέας.
Αρχές φθινοπώρου, του 1927, μετακόμισε στο Λονδίνο. Ο Ρουθ Πίτερ, ένας οικογενειακός φίλος, τον βοήθησε να βρει κατάλυμα. Μέχρι το τέλος του 1927 εγκαταστάθηκε στην οδό Πορτομπέλλο. Μάλιστα, σε αυτό το μέρος σήμερα βρίσκεται μια πινακίδα όπου τιμά την παρουσία του εκεί. Η συμμετοχή του Πίτερ στο κίνημα θα τον βοηθούσε να ανέβει στην εκτίμηση της κυρίας Μπλαιρ. Ο Πίτερ συμπαθούσε το γράψιμο του Μπλαιρ, εντόπιζε αδυναμίες στην ποίησή του και τον συμβούλευε να γράψει για όσα ήξερε.
Τα βιβλία του Οι αλήτες του Παρισιού και του Λονδίνου (1933), Μέρες της Μπούρμα (1934), Η κόρη του παπά (1935) και Ο δρόμος προς την αποβάθρα του Γουίγκαν (1937), δίνουν το χρονικό της περιόδου αυτής και καταγράφουν την εξέλιξη των ιδεών του.
Ισπανικός Εμφύλιος
Από τις κορυφαίες στιγμές της ζωής του ήταν η συμμετοχή του στον ισπανικό Εμφύλιο. Στρατευμένος αρχικά στη δημοκρατική πολιτοφυλακή, πολέμησε και τραυματίστηκε, για να συγκρουστεί αργότερα και με τους κομμουνιστές. Στο βιβλίο του Πεθαίνοντας στην Καταλωνία (1938) αποτύπωσε μοναδικά τις εμπειρίες και τη δράση του.
Β' Παγκόσμιος Πόλεμος
Με την έκρηξη του Β' Παγκόσμιου Πολέμου τοποθετήθηκε διευθυντής της Ινδικής Υπηρεσίας του BBC, απ' όπου αποχώρησε το 1943. Ως λογοτεχνικός συντάκτης, εν συνεχεία, στην εφημερίδα Tribune, διαμόρφωσε πολιτικές θέσεις με σοσιαλιστική κατεύθυνση, διαφοροποιημένος ωστόσο από την επίσημη γραμμή των Εργατικών. Στην περίοδο αυτή ανήκουν μερικά από τα καλύτερα δοκίμιά του.
Ωριμότητα
Τα τελευταία χρόνια της ζωής του έγραψε τα δύο βιβλία που του χάρισαν τη μεγάλη του φήμη. Το 1944 ολοκλήρωσε τη Φάρμα των Ζώων, πολιτική αλληγορία εμπνευσμένη από τη Ρωσική Επανάσταση και τη σταλινική περίοδο της ΕΣΣΔ. Το βιβλίο τον έκανε πλούσιο και διάσημο. Το 1949 κυκλοφόρησε το τελευταίο του έργο, το περίφημο 1984, κορυφαία ίσως στιγμή του συγγραφέα και πολιτικού στοχαστή. Με τη δράση τοποθετημένη στο μελλοντικό τότε έτος 1984, σκιαγραφεί αριστουργηματικά όσο και εφιαλτικά το ολοκληρωτικό αστυνομικό κράτος, όπου τα πάντα εξελίσσονται υπό την παρακολούθηση του Μεγάλου Αδελφού.
Ο αντικομμουνισμός του Όργουελ έφτασε σε τέτοιο σημείο, που το 1949 παρέδωσε 38 ονόματα συμπαθούντων την Αριστερά στην Βρετανική κυβέρνηση, όπως ο Τσάρλι Τσάπλιν και άλλοι.
To 1950, λίγο πριν τον θάνατό του, μακριά από το αγαπημένο του νησί Τζούρα, ο Βρετανός λογοτέχνης απαγόρευσε ρητά τη συγγραφή της βιογραφίας του, κάτι που τελικά δεν τηρήθηκε από τους πολυάριθμους βιογράφους του.
Ο Τζορτζ Όργουελ πέθανε τον Ιανουάριο του 1950 σε νοσοκομείο του Λονδίνου, σε ηλικία 47 ετών.
Το 1958 η χήρα του Σόνια σε συνεργασία με τον Ίαν Άνγκους επιμελήθηκε και εξέδωσε σε τέσσερις ογκώδεις τόμους το σύνολο σχεδόν των δοκιμίων, των άρθρων, των βιβλιοκρισιών, των επιστολών αλλά και των ημερολογίων που κράτησε κατά καιρούς ο Όργουελ.
http://www.dailymotion.com/video/xg6hev_1984_shortfilms
Μπένι Χίλ, ήταν Άγγλος κωμικός, διάσημος για την εκπομπή του "The Benny Hill Show"
Η Ζωή και ο τραγικός θάνατος του Μπένι Χίλ
Ο Alfred Hawthorne Hill (Μπένι Χίλ) ήταν Άγγλος κωμικός, διάσημος για την εκπομπή του "The Benny Hill Show". Ο Μπένι Χίλ, γεννήθηκε το 1924 και μεγάλωσε στο Σάουθαμπτον της Μεγάλης Βρετανίας. Ο άνθρωπος αυτός έπαιξε σημαντικό Καλλιτεχνικό ρόλο κυρίως την δεκαετία του 1970-1980 με το ομώνυμο σόου του, που άφησε εποχή. Μάθετε λίγα για την ιστορία του αλλά και το τραγικό του τέλος.
Οπως αναφέραμε ο Μπένι Χίλ γεννήθηκε και μεγάλωσε στην πόλη του Σάουθαμπτον της Μεγάλης Βρετανίας.Τ ελειώνοντας το σχολείο, εργάστηκε ως γαλατάς, χειριστής κινητής γέφυρας, οδηγός και ντράμερ, μέχρι που τελικά κατάφερε να μπει στο χώρο του θεάματος ως βοηθός διευθυντή σκηνής.Τότε ξεκίνησε να εμφανίζεται σε μικρά κλαμπ για άντρες. Η πρώτη επαγγελματική του δουλειά στο θέατρο ήταν με τον Reg Varney,ενώ για τις απαιτήσεις της σκηνής, άλλαξε και το όνομά του σε Μπένι, προς τιμή του αγαπημένου του κωμικού, Τζάκ Μπένι (Jack Benny).
Μετά τον Β' παγκόσμιο πολεμο.
Από το τέλος του Β' Παγκοσμίου Πολέμου και μέχρι το ξεκίνημα της τηλεόρασης, ο Χιλ εργάστηκε σε ραδιοφωνικές εκπομπές. Η πρώτη του τηλεοπτική εμφάνιση ήταν το 1949 στην εκπομπή "Hi There". Συνέχισε να εργάζεται ασταμάτητα μέχρι που η καριέρα του άρχισε να απογειώνεται το 1955 με το "The Benny Hill Show", που παιζόταν στην Τηλεόραση του BBC. Παρέμεινε στο BBC μέχρι το 1968, με μικρά διαλείμματα. Το 1964 έπαιξε τον Νικ Μπότομ σε μια τηλεοπτική εκδοχή του "Όνειρου Θερινής Νύχτας" του Σαίξπηρ.
"The Benny Hill show".
Το 1969, η εκπομπή μετακόμισε από το BBC στην "Thames Television", όπου και έμεινε μέχρι τον τερματισμό της το 1989. Σε αυτό το Σόου ο Χίλ χαρακτηρίζονταν απο τον "μισογυνισμό" του αλλα και απο τα αστεία σχόλια εναντιον των Γυναικών. Το πιο κοινό αστείο της εκπομπής ήταν η σκηνή πριν το τέλος του επεισοδίου, όπου διάφορα μέλη του καστ, καθώς και μερικές "ελαφρώς" ντυμένες γυναίκες κυνηγούν τον Χιλ, πάντα με υπόκρουση το τραγούδι "Yakety Sax". Εκτός από τα κωμικά σκετς της εκπομπής, υπήρχε και μια ομάδα όμορφων γυναικών γνωστών ως "Οι άγγελοι του Χιλ" (Hill's Angels), που είτε εκτελούσαν χορευτικά νούμερα, είτε συμμετείχαν σε σκετς με τον Χιλ. Η Εμπομπή φυσικά ειχε τεράστια επιτυχία σε ολόκληρο τον κόσμο.
Το τέλος της εκμπομπής και η καταρράκωση του Χίλ.
Το 1989,ο πρώην υπεύθυνος ψυχαγωγικού προγράμματος της "Thames Television" (John Howard Davies), δήλωσε ότι έπρεπε να διακόψει οριστικά την εκπομπή, για τρεις λόγους: "1) η τηλεθέαση έπεφτε, 2) η εκπομπή κόστιζε πάρα πολλά λεφτά, και 3) [ο Χιλ] φαινόταν κουρασμένος". Ο ίδιος ο Χιλ καταρρακώθηκε με τη διακοπή της εκπομπής.
Προσωπική Ζωή
Ο Χιλ δεν είχε πολλούς φίλους, αλλά οι συνάδελφοί του θεωρούν ότι δεν ήταν μοναχικό άτομο. Δεν παντρεύτηκε ποτέ, αν και είχε κάνει πρόταση γάμου σε τρεις γυναίκες. Παρότι το πατρικό του σπίτι στο Σάουθαμπτον του ανήκε, δεν αγόρασε ποτέ κάποιο σπίτι στο Λονδίνο, ούτε είχε ποτέ αυτοκίνητο. Ο Χιλ προτιμούσε να νοικιάζει τα διαμερίσματα που έμενε, στην αρχή ένα ευρύχωρο διαμέρισμα στο Κουίνσγκεϊτ (Queensgate) του Λονδίνου μέχρι το 1986, και στην συνέχεια ένα μικρό διαμέρισμα στο Τέντινγκτον, σε πολύ μικρή απόσταση απο τα στούντιο της "Thames Television" όπου γυριζόταν η εκπομπή του. Η μόνη πολυτέλεια που επέτρεπε ο Χιλ στον εαυτό του ήταν τα ταξίδια: Επισκεπτόταν συχνά τη Μασσαλία, ενώ -εκτός από Γαλλικά- μιλούσε επίσης Γερμανικά, Ολλανδικά και Ιταλικά σε επίπεδο καθημερινής συνεννόησης. Οι διακοπές στο εξωτερικό συχνά αποτελούσαν πηγή άντλησης νέου χιουμοριστικού υλικού για την εκπομπή του.Συνολικά εκτός απο το "Beny Hill show",πήρε μερος και σε εννιά ταινίες.
Ο Τραγικός Θάνατος
Από τα μέσα της δεκαετίας του '80, η υγεία του Χιλ είχε αρχίσει να φθίνει. Αντιμετώπιζε καρδιολογικά προβλήματα, και έτσι το Φεβρουάριο του 1992 οι γιατροί του συνέστησαν να χάσει βάρος και να εισαχθεί για εγχείριση bypass. Ο Χιλ απέρριψε την πρόταση και μία εβδομάδα αργότερα παρουσίασε νεφρική ανεπάρκεια. Πέθανε στις 19 Απριλίου 1992, σε ηλικία 68 ετών χωρίς κανένας να το πάρει χαμπάρι. Δύο μέρες αργότερα (21 Απριλίου), οι γείτονές του ειδοποίησαν την αστυνομία, η οποία τον βρήκε νεκρό στην πολυθρόνα του με ανοιχτή την τηλεόραση. Από ειρωνία της τύχης, την ημέρα του θανάτου του είχε φτάσει ένα νέο συμβόλαιο από την "Central Independent Television" για ένα καινούργιο Σόου. Τελειώνοντας αξίζει να αναφερουμε πως εμπνεόμενος απο τους κωμικούς του μιούζικ χωλ, ο Χιλ αποφάσισε να αφήσει το σημάδι του στο χώρο του θεάματος και το κατάφερε.
Βλαντιμίρ Λένιν, Ρώσος πολιτικός, ο εμπνευστής και ο ηγέτης της «Οκτωβριανής Επανάστασης» του 1917
Βλαντίμιρ Λένιν
1870 – 1924
Βλαντιμίρ Λένιν, Ρώσος πολιτικός, ο εμπνευστής και ο ηγέτης της «Οκτωβριανής Επανάστασης» του 1917. Θεωρείται ένας από τους επιδραστικότερους πολιτικούς ηγέτες στην ιστορία της ανθρωπότητας. Υπήρξε ο δημιουργός και ο πρώτος ηγέτης της Σοβιετικής Ένωσης, καθώς και ο ιδρυτής της Γ’ Διεθνούς (γνωστή και ως Κόμιντερν), η οποία συσπείρωνε τα κομμουνιστικά κόμματα που ακολουθούσαν τις πολιτικές υποθήκες του. Το συγγραφικό του έργο ξεπερνά τους 55 τόμους και τον κατατάσσει στις σημαντικότερες προσωπικότητες της πολιτικής επιστήμης.
Ο Βλαντίμιρ Ίλιτς Ουλιάνοφ, όπως ήταν το πραγματικό του όνομα, γεννήθηκε στις 10 Απριλίου 1870 στο Σιμπίρσκ (νυν Ουλιάνοφσκ), μία πόλη 893 χιλιόμετρα ανατολικά της Μόσχας. Ήταν το τρίτο από τα έξι παιδιά μιας πολύ δεμένης και ευτυχισμένης οικογένειας, με γονείς υψηλής παιδείας και καλλιέργειας. Ο πατέρας του ήταν σχολικός επιθεωρητής και η μητέρα του κόρη γιατρού.
Ο νεαρός Βλαδίμηρος ήταν πολύ καλός μαθητής και τίποτε δεν προμήνυε ότι θα γινόταν επαναστάτης, εκτός ίσως από το ότι δήλωνε άθεος. Όλα τα παιδιά της οικογένειας Ουλιάνοφ στράφηκαν στο επαναστατικό κίνημα, όπως και άλλα μέλη της ρωσικής ιντελιγκέντσιας, από την οποία το τσαρικό σύστημα στερούσε δικαιώματα και ελευθερίες.
Δύο γεγονότα σημάδεψαν τη ζωή του νεαρού παιδιού: η απειλή απόλυσης του πατέρα του, λίγο πριν από τον πρόωρο θάνατό του, και η εκτέλεση του μεγαλύτερου αδερφού του, επειδή ανήκε σε επαναστατική οργάνωση που συνωμοτούσε κατά του τσάρου. Αίφνης, στην ηλικία των 17 ετών, ο Λένιν έγινε ο επικεφαλής της οικογένειάς του, η οποία έφερε πλέον το στίγμα ότι είχε αναθρέψει έναν «εγκληματία κατά του κράτους».
Το φθινόπωρο του 1887 άρχισε να σπουδάζει νομικά στο Πανεπιστήμιο του Καζάν, αλλά τρεις μήνες μετά αποβλήθηκε από τη σχολή για επαναστατική δράση και εξαναγκάστηκε από την τσαρική αστυνομία να ζήσει για δύο χρόνια υπό περιορισμό στην κατοικία του παππού του στο χωριό Κακούσκινο. Σε αυτό το διάστημα, ο Λένιν ήρθε σε επαφή με τους εξόριστους επαναστάτες και διάβασε το «Κεφάλαιο» του Μαρξ.
Με τα πολλά, το κράτος πείστηκε να τον αφήσει να τελειώσει τις σπουδές του και να του επιτρέψει να δικηγορήσει στην Αγία Πετρούπολη. Σύντομα, όμως, εξορίστηκε για τρία χρόνια στη Σιβηρία, λόγω της επαναστατικής δραστηριότητάς του. Εκεί πήρε το επαναστατικό ψευδώνυμο «Λένιν» (από την ονομασία του ποταμού Λένα) και νυμφεύθηκε τη συναγωνίστριά του Ναντέζντα Κρούπσκαγια (1869-1939).
Μετά τη λήξη της εξορίας του το 1900 κατέφυγε στο Μόναχο, όπου εξέδιδε μαζί με άλλους το περιοδικό «Ίσκρα» («Σπίθα»). Ήρθε σε ρήξη με όσους πίστευαν ότι ο μαρξισμός δεν ήταν εφαρμόσιμος στην αγροτική Ρωσία, επειδή δεν υπήρχε προλεταριάτο, δηλαδή βιομηχανική εργατική τάξη, και με όσους θεωρούσαν ότι έπρεπε πρώτα να γίνει μία επανάσταση της μπουρζουαζίας (αστικής τάξης) και να ακολουθήσει η επανάσταση του προλεταριάτου.
Ο Λένιν υποστήριζε ότι η κατάσταση ήταν ώριμη για την εκδήλωση μιας σοσιαλιστικής επανάστασης, διότι στη Ρωσία υπάρχει καπιταλισμός, συνεπώς υπάρχει και η ρωσική εργατική τάξη, που είναι η κινητήρια δύναμη της επανάστασης. Αυτό που χρειάζεται είναι ένα «κόμμα ενός νέου τύπου», το οποίο πρέπει να είναι οργανωμένο γύρω από ένα πυρήνα πεπειραμένων επαγγελματιών επαναστατών και να διέπεται από τον «δημοκρατικό συγκεντρωτισμό» και την απόλυτη κομματική πειθαρχία. «Δώστε μας μια οργάνωση επαναστατών και θα αναποδογυρίσουμε τη Ρωσία» διατυμπάνιζε.
Όταν το 1898 ιδρύθηκε το Ρωσικό Σοσιαλδημοκρατικό Εργατικό Κόμμα (μετέπειτα Κομμουνιστικό Κόμμα της Σοβιετικής Ένωσης), η πλευρά του Λένιν αποκαλέστηκε «μπολσεβίκοι» (δηλαδή, πλειοψηφούντες) και η άλλη «μενσεβίκοι» (μειοψηφούντες). Σύμφωνα με τα λόγια ενός μενσεβίκου, «δεν υπήρχε άλλος άνθρωπος τόσο απορροφημένος από την επανάσταση 24 ώρες το 24ωρο, που δεν σκεφτόταν άλλο από την επανάσταση και που ακόμη και στον ύπνο τον ονειρευόταν την επανάσταση».
Όταν ξέσπασε ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος, το 1914, ο Λένιν προέτρεψε τους σοσιαλιστές να «μετατρέψουν τον ιμπεριαλιστικό πόλεμο σε εμφύλιο», λέγοντάς τους ότι ο εχθρός δεν ήταν ο εργάτης στο απέναντι χαράκωμα, αλλά οι καπιταλιστές συμπατριώτες τους. Τελικά, τον Μάρτιο του 1917 ο αποκαμωμένος από τον πόλεμο ρωσικός λαός ανέτρεψε τον τσάρο Νικόλαο Β’. Την εξουσία ανέλαβε μία προσωρινή κυβέρνηση, αποτελούμενη από φιλελεύθερους και σοσιαλδημοκράτες πολιτικούς. Ο Λένιν επέστρεψε στη Ρωσία ένα μήνα αργότερα, χαρακτήρισε «ιμπεριαλιστική» τη νέα κυβέρνηση και απαίτησε να παραδώσει την εξουσία στα Σοβιέτ, τα συμβούλια εκπροσώπων των εργατών, στρατιωτών και αγροτών.
Οι ιδέες του περί επιβολής μιας «δικτατορίας του προλεταριάτου» είχαν όλο και μεγαλύτερη απήχηση. Στις 26 Οκτωβρίου 1917 οι στρατιώτες, που είχαν συνταχθεί με τους Μπολσεβίκους του Λένιν, καταλαμβάνουν τα χειμερινά ανάκτορα της Αγίας Πετρούπολης και ανατρέπουν την προσωρινή κυβέρνηση του σοσιαλδημοκράτη Αλεξάντρ Κερένσκι (1881-1970). Η εξουσία περνά στα Σοβιέτ και ο Λένιν εκλέγεται πρόεδρος της επαναστατικής κυβέρνησης.
Ως ηγέτης, πλέον, της Ρωσίας, ο Λένιν αντιμετώπισε μεγάλες δυσκολίες από τον αιματηρό εμφύλιο μεταξύ Κόκκινων (κομμουνιστών) και Λευκών (φιλοτσαρικών), που διάρκεσε σχεδόν τρία χρόνια και την απόπειρα δολοφονίας του από την Φάνι Καπλάν το 1918 ως την κατεστραμμένη οικονομία της αχανούς χώρας του. Κατόρθωσε, όμως, να τις ξεπεράσει, χάρη στις αναμφισβήτητες πολιτικές του ικανότητες. Για να αντιμετωπίσει τους αντιπάλους του, όμως, κατέφευγε σε σκληρά μέτρα και στην καταδίωξη κάθε αντιφρονούντος.
Το 1921 άρχισε να συνειδητοποιεί ότι οι σκληρές μέθοδοι του «πολεμικού κομμουνισμού» δεν μπορούν να διατηρηθούν μετά την αποκατάσταση της ειρήνης. Χωρίς την εισροή κεφαλαίων δεν ήταν δυνατή η πραγματοποίηση του εκβιομηχανισμού της χώρας κι επομένως η θεμελίωση του σοσιαλισμού. Γι’ αυτό ήταν αναγκαίο να επανέλθει ένας τύπος καπιταλιστικής οικονομίας σε ορισμένους τομείς και για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα. Η «Νέα Οικονομική Πολιτική» (ΝΕΠ), που εισηγήθηκε τον Μάρτιο του 1921, είχε ευεργετικά αποτελέσματα στη σοβιετική οικονομία.
Το 1922 ο Στάλιν ανέλαβε γενικός γραμματέας του κόμματος κι επιδόθηκε στη συγκέντρωση όλων των εξουσιών στα χέρια του. Ο Λένιν προσπάθησε να ανακόψει αυτές τις τάσεις, αλλά αρρώστησε βαριά. Στην πολιτική «διαθήκη του», όπως αποκαλείται το κείμενο που υπαγόρευσε στη γραμματέα του στα τέλη του 1923 ή στις αρχές του 1924, εξέφρασε το φόβο του για τη σταθερότητα του κόμματος υπό την ηγεσία ισχυρών, αλλά ολότελα διαφορετικών προσωπικοτήτων, όπως ήταν ο Στάλιν και ο Τρότσκι.
Το πρωί της 21ης Ιανουαρίου 1924 υπέστη ένα ακόμα εγκεφαλικό επεισόδιο και ο ασθενικός οργανισμός του δεν άντεξε. Πέθανε το ίδιο βράδυ στο Γκόρκι, κοντά στη Μόσχα, σε ηλικία 53 ετών.
Χωρίς αμφιβολία, ο Λένιν υπήρξε μέγας οργανωτής και τακτικιστής, βαθύς γνώστης της μηχανορραφίας και της δημαγωγίας. Άκαμπτος, επίμονος, αλλά και προσαρμοστικός στις κρίσιμες στιγμές. Η στάση του απέναντι στη θεωρία του Μαρξ υπήρξε ωφελιμιστική και οπουρτουνιστική. Γνήσιο τέκνο του Μακιαβέλι, προείχε γι’ αυτόν η επιτυχία του σκοπού, και η επιλογή των μέσων τον άφηνε αδιάφορο και ασυγκίνητο. Όσο, όμως, στην πολιτική του ζωή ήταν αδίστακτος και αμοραλιστής, τόσον στην ιδιωτική του ζωή υπήρξε μετριόφρων, λιτός, και στις προσωπικές του σχέσεις συνετός.
Μπαρτολομέ Μίτρε, Αργεντίνος πολιτικός, στρατιωτικός και συγγραφέας, ελληνικής καταγωγής
Μπαρτολομέ Μίτρε
Αργεντίνος πολιτικός, στρατιωτικός και συγγραφέας, ελληνικής καταγωγής (Βαρθολομαίος Μητρόπουλος, το ελληνικό του όνομα). Διετέλεσε Πρόεδρος της Αργεντινής από το 1862 έως το 1868.
Ο Μπαρτολομέ Μίτρε (Bartolome Mitre) γεννήθηκε στο Μπουένος Άιρες στις 26 Ιουνίου 1821. Ο απώτερος πρόγονός του Βεντούρα Μητρόπουλος είχε φθάσει στην Αργεντινή από τη Βενετία στα τέλη του 17ου αιώνα.
Ως φιλελεύθερος, αντιτάχθηκε στη δικτατορία του Χουάν Μανουέλ ντε Ρόζας και εξορίστηκε στην Ουρουγουάη το 1846. Αργότερα, έζησε στη Βολιβία, το Περού και τη Χιλή και με τη δράση του συνέβαλε στην πτώση του Ρόζας το 1852.
Μετά την επιστροφή του στην Αργεντινή υποστήριξε τις αυτονομιστικές τάσεις της επαρχίας του Μπουένος Άιρες και απέρριψε το Σύνταγμα του 1853, το οποίο παρείχε μία ανεπαρκή κατά τη γνώμη του θέση μέσα στην ομοσπονδία.
Κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου (1859-1861) τέθηκε επικεφαλής του στρατού του Μπουένος Άιρες και νίκησε τον στρατό της συνομοσπονδίας της Αργεντινής στην αποφασιστική μάχη του Παβόν (17 Σεπτεμβρίου 1861).
Τον Οκτώβριο του 1862 εκλέχτηκε Πρόεδρος της Αργεντινής και παρέμεινε στη θέση του έως τις 11 Οκτωβρίου 1868, οπότε έληξε η εξαετής θητεία του. Κατά τη διάρκεια της προεδρίας του, πάταξε τους τοπικούς αρχηγούς (caudillos), ευνόησε τη μετανάστευση και ανέπτυξε την εκπαίδευση και την οικονομία. Στην αρχή του πολέμου εναντίον της Παραγουάης (1865) τέθηκε επικεφαλής των συμμαχικών στρατευμάτων (Αργεντινής, Βραζιλίας, Ουρουγουάης).
Στις 4 Ιανουαρίου του 1870 ίδρυσε την εφημερίδα «La Nacion Argentina» («Το Αργεντίντικο Έθνος»), που συνεχίζει να εκδίδεται από τους απογόνους του με την ονομασία «La Nacion». Ανήκει στον κεντροξεξιό χώρο κι έχει τη δεύτερη κυκλοφορία στη χώρα.
Το 1874, ο Μίτρε υπέβαλε εκ νέου υποψηφιότητα για την Προεδρία της Αργεντινής, αλλά ηττήθηκε. Θεώρησε την ήττα του προϊόν νοθείας και κήρυξε «αντάρτικο». Κατέλαβε μία κανονιοφόρο και επιχείρησε να εμποδίσει την ορκωμοσία του νέου προέδρου Νικολάς Αβελανέδα. Συνελήφθη και η ζωή του σώθηκε χάρη στη μεγαλοψυχία του νέου προέδρου.
Στη συνέχεια και μέχρι το τέλος της ζωής του αφιερώθηκε στο γράψιμο. Έγραψε, μεταξύ άλλων, ιστορικά βιβλία, τον βίο του Αγίου Μαρτίνου και μετέφρασε στα ισπανικά τη «Θεία Κωμωδία» του Δάντη.
Ο Μπαρτολομέ Μίτρε, που ήταν ενεργός Μασόνος, πέθανε στο Μπουένος Άιρες στις 19 Ιανουαρίου 1906, σε ηλικία 85 ετών.
Περισσότερα Άρθρα...
- Δημήτρης Χορν, ο κορυφαίος ηθοποιός του ελληνικού θεάτρου και κινηματογράφου
- Μάρτιν Λούθερ Κινγκ, Αμερικανός ιερωμένος και ηγέτης του κινήματος για τα πολιτικά δικαιώματα του μαύρου πληθυσμού στις ΗΠΑ
- Σπύρος Λούης, Έλληνας μαραθωνοδρόμος, υπήρξε ο πρώτος αθλητικός θρύλος της νεώτερης Ελλάδας
- Σιμόν ντε Μποβουάρ, Γαλλίδα συγγραφέας και φεμινίστρια