Άρθρα
Κωνσταντίνος Καραθεοδωρή ο σοφός Έλλην του Μονάχου
Κωνσταντίνος Καραθεοδωρή
ο σοφός Έλλην του Μονάχου
Ο Κωνσταντίνος Καραθεοδωρή, ήταν μαθηματικός ελληνικής καταγωγής, υπήκοος Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, που διακρίθηκε σε παγκόσμιο επίπεδο. (Βερολίνο, 13 Σεπτεμβρίου 1873 – Μόναχο, 2 Φεβρουαρίου 1950)
Ο Καραθεοδωρή ήταν γνωστός εκτός Ελλάδας ως Konstantin Caratheodory και συχνά αναφέρεται (λανθασμένα) ως Καραθεοδωρής.
Το επιστημονικό έργο του Κωνσταντίνου Καραθεοδωρή επεκτείνεται σε πολλούς τομείς των Μαθηματικών, της Φυσικής και της Αρχαιολογίας.
Είχε σημαντικότατη συνεισφορά ιδιαίτερα στους τομείς της πραγματικής ανάλυσης, συναρτησιακής ανάλυσης και θεωρίας μέτρου και ολοκλήρωσης. Τα περισσότερα έργα του τα έγραψε στα γερμανικά.
ΒιογραφίαΗ παιδική του ηλικία
Ο πατέρας του Καραθεοδωρή, Στέφανος Καραθεοδωρή, ήταν νομικός από την Κωνσταντινούπολη με καταγωγή από το Μποσνοχώρι ή Βύσσα (σήμερα μεταφέρθηκε στη Νέα Βύσσα του Νομού Έβρου) της Δυτικής Θράκης.
Εργάστηκε ως διπλωμάτης για την Οθωμανική Αυτοκρατορία, αρχικά ως γραμματέας και κατόπιν ως πρέσβης του Σουλτάνου στις Βρυξέλλες, την Αγία Πετρούπολη και το Βερολίνο. Η μητέρα του Καραθεοδωρή, Δέσποινα το γένος Πετροκοκκίνου, κατάγονταν από τη Χίο.
Η μητέρα του πέθανε όταν ο Κωνσταντίνος ήταν μόλις έξι ετών και ο νεαρός Καραθεοδωρή ανατράφηκε από την γιαγιά του, Ευθαλία Πετροκοκκίνου. Μεγάλωσε σε ένα ευρωπαϊκό, επιστημονικό και αριστοκρατικό περιβάλλον.
Πέρασε τα παιδικά του χρόνια στις Βρυξέλλες, όπου ο πατέρας του ήταν πρέσβης της Υψηλής Πύλης από το 1875, με αποτέλεσμα να έχει ως μητρική γλώσσα τα ελληνικά και τα φλαμανδικά. Πριν ακόμη μπει στην εφηβεία μιλούσε τουρκικά και γερμανικά.
Από το 1883 έως το 1885 φοίτησε σε σχολεία της Ριβιέρα και του Σαν Ρέμο. Ένα χρόνο φοίτησε σε γυμνάσιο των Βρυξελλών, όπου στο μάθημα της Γεωμετρίας αισθάνθηκε την αγάπη και την κλίση που είχε για τα Μαθηματικά.
Το 1886 γράφτηκε στο γυμνάσιο Ατενέ Ρουαγιάλ των Βρυξελλών, από όπου αποφοίτησε το 1891. Στο Βέλγιο τότε γινόταν διαγωνισμός μαθηματικών στον οποίο κλήθηκε η τάξη του να διαγωνιστεί για δύο χρονιές κατά σειρά και ο Καραθεοδωρή πήρε την πρώτη θέση και τις δύο χρονιές.
Τα νεανικά χρόνια
Από το 1891 έως το 1895, σπούδασε πολιτικός μηχανικός στη Στρατιωτική Σχολή του Βελγίου στις Βρυξέλλες. Με την αποφοίτησή του, το 1895, αποδέχτηκε την πρόσκληση του θείου του, Αλέξανδρου Στεφάνου Καραθεοδωρή, ο οποίος ήταν γενικός διοικητής της Κρήτης, και τον επισκέφθηκε στα Χανιά. Εκεί γνωρίστηκε με τον Ελευθέριο Βενιζέλο.
Στην συνέχεια πήγε στην Λέσβο, όπου μετείχε στην κατασκευή έργων οδοποιίας, ενώ το 1898 πήγε στην Αίγυπτο, για να εργαστεί ως μηχανικός στην βρετανική εταιρεία που κατασκεύαζε το φράγμα στο Ασουάν. Στην Αίγυπτο συνέχισε να μελετά μαθηματικά συγγράμματα, ενώ έκανε και μετρήσεις στην κεντρική είσοδο της πυραμίδας του Χέοπα, τις οποίες και δημοσίευσε.
Στην Αίγυπτο, ο Καραθεοδωρή κατάλαβε πόσο μεγάλη γοητεία και επιρροή ασκούσαν επάνω του τα Μαθηματικά και συνειδητοποίησε πως η δουλειά του μηχανικού δεν ήταν εκείνη που αναζητούσε το ανήσυχο πνεύμα του.
Έτσι το 1900, ο 27χρονος πια Καραθεοδωρή, προς μεγάλη έκπληξη των δικών του, αποφάσισε να εγκαταλείψει το επάγγελμα του μηχανικού και να πάει στην Γερμανία για να σπουδάσει Μαθηματικά. Για δύο χρόνια παρακολούθησε μαθήματα Μαθηματικών στο Πανεπιστήμιο του Βερολίνου.
Τα πρώτα επιστημονικά βήματα
Στο Βερολίνο ο Καραθεοδωρή είχε την τύχη να παρακολουθήσει μαθήματα από μεγάλους μαθηματικούς όπως ο Χέρμαν Σβαρτς (Herman Schwarz), ο Γκέοργκ Φρομπένιους (Georg Frobenius), ο Έρχαρντ Σμιτ (Erhard Schmidt) και ο Λάζαρος Φουξ (Lazarus Fuchs).
Ο Σμιτ το φθινόπωρο του 1901 έφυγε για το πανεπιστήμιο του Γκέτινγκεν και παρακίνησε τον Καραθεοδωρή να αποφασίσει να εγκατασταθεί κι εκείνος εκεί.
Έτσι το 1902, ο Καραθεοδωρή μεταγράφηκε στο Πανεπιστήμιο του Γκέτινγκεν για να κάνει διδακτορική διατριβή υπό την επίβλεψη του Χέρμαν Μινκόβσκι (Hermann Minkowski).
Το Γκέτινγκεν εκείνη την εποχή είχε θεωρηθεί σαν το μεγαλύτερο κέντρο των Μαθηματικών και δύο διάσημοι καθηγητές, ο Νταβίντ Χίλμπερτ (David Hilbert) και ο Φέλιξ Κλάιν (Felix Klein), δίδασκαν εκεί. Αυτοί οι δύο σπουδαίοι μαθηματικοί επέδρασαν πολύ στη ζωή και στη σταδιοδρομία του ως μαθηματικού.
Ο Καραθεοδωρή αναγορεύτηκε διδάκτορας στο Πανεπιστήμιο του Γκέτινγκεν το 1904 και αμέσως μετά ζήτησε να εργαστεί στην Ελλάδα. Οι αρμόδιοι όμως του απάντησαν ότι είχε ελπίδες να διοριστεί μόνο σαν δάσκαλος σε σχολεία της επαρχίας.
Τότε γύρισε στη Γερμανία, όπου τον επόμενο χρόνο (Μάρτιος 1905) αναγορεύτηκε υφηγητής των Μαθηματικών στο Πανεπιστήμιο του Γκέτινγκεν. Στο ίδιο πανεπιστήμιο δίδαξε μέχρι το 1908.
Την ίδια χρονιά παντρεύτηκε την τότε 24χρονη Ευφροσύνη, με την οποία απέκτησε δύο παιδιά, τον Στέφανο και τη Δέσποινα.
Η επιστημονική αναγνώριση
Από το 1909 έως το 1920 δίδαξε Μαθηματικά σε διάφορα γερμανικά ακαδημαϊκά ιδρύματα: Αννόβερο, Μπρέσλαου (Βρότσλαβ στην σημερινή Πολωνία), Γκέτινγκεν και Βερολίνο.
Η φήμη του ως μαθηματικού τον έφερε σε φιλική και επαγγελματική επαφή με άλλους μεγάλους ομολόγους της εποχής του όπως ο Μαξ Πλανκ (Max Planck), ο Άλμπερτ Αϊνστάιν, ο Σβαρτς, ο Φρομπένιους, ο Σμιτ, ο Ντάβιντ Χίλμπερτ, ο Κλάιν, κ.ά.
Ιδιαίτερη ήταν η σχέση που συνέδεε τον Καραθεοδωρή με τον Άλμπερτ Αϊνστάιν. Οι δύο άνδρες γνωρίσθηκαν το 1915 διατήρησαν μια επιστημονική σχέση, στηριγμένη στην αλληλοεκτίμηση και σεβασμό. Τότε άρχισε και το ενδιαφέρον του Καραθεοδωρή για τη Θεωρία της Σχετικότητας.
Το 1911, μετά από πρόσκληση του Ελευθέριου Βενιζέλου, ο Καραθεοδωρή συμμετείχε στην επιτροπή επιλογής καθηγητών για το Πανεπιστήμιο Αθηνών.
Το 1913 έγινε καθηγητής της Α΄ έδρας της μαθηματικής επιστήμης του Πανεπιστημίου του Γκεντινγκεν, θέση στην οποία παρέμεινε μέχρι το 1918.
Το 1920, πάλι με πρόσκληση του Βενιζέλου, ανέλαβε να οργανώσει το Ιωνικό Πανεπιστήμιο στη Σμύρνη.
Στην Σμύρνη ο Καραθεοδωρή έμεινε μέχρι την κατάρρευση του μικρασιατικού μετώπου τον Αύγουστο του 1922. Όταν οι Τούρκοι εισέβαλαν στην πόλη, ο 49χρονος Καραθεοδωρή κατόρθωσε να διασώσει τη βιβλιοθήκη και πολλά από τα εργαστηριακά όργανα του Ιωνικού Πανεπιστημίου και να τα μεταφέρει στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.
Η δωρεά Καραθεοδωρή βρίσκεται μέχρι τις μέρες μας στο Μουσείο Φυσικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Αθηνών. Το 1922 διορίστηκε καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και το 1923 διορίσθηκε καθηγητής στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο.
Μάλλον απογοητευμένος από την μίζερη κατάσταση των ελληνικών πανεπιστημίων, εγκατέλειψε την Ελλάδα το 1924, για να αναλάβει καθηγητική θέση στο Πανεπιστήμιο του Μονάχου, που εκείνο τον καιρό ήταν το δεύτερο μεγαλύτερο πανεπιστήμιο της Γερμανίας και δίδασκαν σ' αυτό κορυφαία ονόματα.
Το Νοέμβριο του 1926, έγινε μέλος στη νεοϊδρυθείσα Ακαδημία Αθηνών για την τάξη των Θετικών Επιστημών.
Το 1928, ανταποκρινόμενος σε πρόσκληση από το Πανεπιστήμιο Χάρβαρντ και την Αμερικανική Μαθηματική Εταιρεία, επισκέφθηκε τις ΗΠΑ μαζί με την γυναίκα του για έναν σχεδόν χρόνο, για να δώσει διαλέξεις σε διάφορα αμερικανικά πανεπιστήμια, ανάμεσά στα οποία το Πανεπιστήμιο Πρίνστον, το Πανεπιστήμιο της Πενσυλβάνια, το Πανεπιστήμιο του Τέξας στο Ώστιν και άλλα.
Το 1930, πάλι μετά από πρόσκληση του Ελευθέριου Βενιζέλου, ανέλαβε καθήκοντα κυβερνητικού επιτρόπου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και το Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης για να βοηθήσει στην αναδιοργάνωση του πρώτου και στην οργάνωση του (νεοσύστατου) δεύτερου.
Τα τελευταία χρόνια
Το 1932, επέστρεψε στην έδρα του στο Μόναχο και παρέμεινε στην πόλη αυτή, ακόμα και μέσα στα δύσκολα χρόνια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Αμφιλεγόμενος είναι ο ρόλος του κατά τη διάρκεια του Γ' Ράιχ και η στάση του απέναντι στο ναζιστικό καθεστώς, ενώ άλλοι επιστήμονες στάθηκαν κριτικά απέναντι στον Χίτλερ.
Διετέλεσε επίτροπος της Εκκλησίας του Σωτήρος στο Μόναχο, διορισμένος από το ναζιστικό καθεστώς.
Το 1945, διάφορα αμερικανικά πανεπιστήμια τον προσκάλεσαν για να εγκατασταθεί και να διδάξει στις ΗΠΑ, αλλά προτίμησε να μείνει στη Γερμανία, αφού ήταν ηλικιωμένος και είχε ήδη χάσει την σύντροφό του.
Τον Δεκέμβριο του 1949 έδωσε την τελευταία του διάλεξη στο Μόναχο. Πέθανε δύο μήνες αργότερα. Η σορός του ενταφιάστηκε στο Κοιμητήριο Waldfriedhof του Μονάχου.
Το επιστημονικό του έργο
Ο Καραθεοδωρή άρχισε να συγγράφει επιστημονικές μελέτες ήδη από τον καιρό που εργάζονταν ως μηχανικός στην Αίγυπτο. Οι έρευνες του, τις οποίες δημοσίευσε κυρίως στα γερμανικά, συνθέτουν ένα τεράστιο και πολύπλευρο έργο, το οποίο τον κατατάσσει μεταξύ των μεγαλύτερων μαθηματικών.
Αρχικά ασχολήθηκε με τον Λογισμό των Μεταβολών και η διδακτορική διατριβή του (Γκέτινγκεν, 1904) φέρει τον τίτλο «Περί των ασυνεχών λύσεων στον Λογισμό των Μεταβολών».
Στην συνέχεια, καταπιάστηκε με όλους σχεδόν του κλάδους των Μαθηματικών: θεωρία πραγματικών συναρτήσεων, θεωρία μιγαδικών συναρτήσεων, διαφορικές εξισώσεις, θεωρία συνόλων και διαφορική γεωμετρία, σύμμορφες απεικονίσεις κ.ά.
Οι μαθηματικές του αποδείξεις χαρακτηρίζονται από «κομψότητα και απλότητα», αλλά και αυστηρότητα που δίνει απόλυτη ασφάλεια στα συμπεράσματα που προκύπτουν. Με την συμβολή του στον Λογισμό των Μεταβολών βοήθησε στην ανάπτυξη της Γενικής Θεωρίας της Σχετικότητας προκαλώντας τον θαυμασμό του ίδιου του Αϊνστάιν:
«Αν θέλετε να μπείτε στον κόπο να μου εξηγήσετε ακόμα και τους κανονικούς μετασχηματισμούς θα βρείτε έναν ευγνώμονα και ευσυνείδητο ακροατή. Αν όμως λύσετε και το πρόβλημα των κλειστών γραμμών του χρόνου, θα σταθώ μπροστά σας με σταυρωμένα χέρια. Πίσω από αυτό υπάρχει κρυμμένο κάτι που είναι αντάξιο του ιδρώτα των καλυτέρων.» — Επιστολή του Αϊνστάιν προς τον Καραθεοδωρή, 1916.
Η συμβολή του στην Θεωρητική Φυσική ήταν ουσιαστική στην μαθηματική θεμελίωση τομέων της Φυσικής όπως η Θερμοδυναμική, η Γεωμετρική Οπτική, η μηχανική και η Σχετικότητα.
Το 1909 δημοσίευσε μία εργασία με τίτλο «Έρευνα επί των βάσεων της Θερμοδυναμικής» στο περιοδικό Mathematische Annalen. Η εργασία αυτή έγινε ευρέως γνωστή στους κύκλους των φυσικών μόνο το 1921 από ένα σχετικό άρθρο του Μαξ Μπορν (Max Born) στο περιοδικό Physikalische Zeitschrift. Στην εργασία του 1909 περιέχεται και η περίφημη Αρχή Καραθεοδωρή.
«σε κάθε κατάσταση θερμοδυναμικής ισορροπίας ενός συστήματος υπάρχουν μερικές απείρως γειτονικές καταστάσεις ισορροπίας στις οποίες δεν μπορούμε να φτάσουμε με αδιαβατικές μεταβολές».
Με απλά αξιώματα και υποθέσεις, ο Καραθεοδωρή κατόρθωσε να φτάσει στον ορισμό θεμελιωδών θερμοδυναμικών μεγεθών όπως της εντροπίας, χωρίς καμία αναφορά σε θερμοδυναμικούς κύκλους κ.λπ.
Υπήρξε μέλος των ακαδημιών Βερολίνου (1919), Γκέτινγκεν (1920), Μονάχου (1925), Κολωνίας (1926, Αθηνών (1927) και Ρώμης (1929).
Τέκνα
Το μαθηματικό έργο του (βιβλία, άρθρα, κλπ.) συλλέχθηκε επιμελώς από τον γιο του, Στέφανο, και εκδόθηκε στα γερμανικά το 1957.
Η κόρη του, Δέσποινα Καραθεοδωρή-Ροδοπούλου, επιμελήθηκε την πρόσφατη έκδοση της βιογραφίας του στα ελληνικά. Γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Γερμανία το 1909.
Παντρεύτηκε τον πολιτικό, πρόεδρο της βουλής και υπουργό, Κωνσταντίνο Ροδόπουλο με τον οποίο απέκτησε ένα παιδί, το Στέφανο.
Το 1950 με την επιστροφή της από τη Γερμανία έζησε σε ένα κτήμα στην Παραλία Σκοτίνας στην Πιερία συγγράφοντας βιβλία με θέμα τον διάσημο πατέρα της, όπως Κωνσταντίνος Καραθεοδωρής ο σοφός Έλλην του Μονάχου (μαζί με την Δέσποινα Βλαχοστεργίου-Βασβατέκη).
Πέθανε τον Νοέμβριο του 2009. Με τον θάνατό της εξέλιπε και το όνομα της οικογένειας.
Συνέδρια και τιμές στη μνήμη του
Το 1973, η Ελληνική Μαθηματική Εταιρία διοργάνωσε διεθνές συμπόσιο για τα 100 χρόνια από την γέννηση του Καραθεοδωρή, ενώ το 2000 το Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης διοργάνωσε παγκόσμιο συνέδριο Μαθηματικών για τα 50 χρόνια από τον θάνατο του μεγάλου επιστήμονα.
Ανδριάντες του έχουν στηθεί στην Κομοτηνή - με πρωτοβουλία του εκεί παραρτήματος της Ελληνικής Μαθηματικής Εταιρίας - καθώς και στο Περιστέρι Αττικής. Η προτομή του ανεγέρθηκε στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου, ενώ σε πολλές οδούς ελληνικών πόλεων έχει δοθεί το όνομα του Κωνσταντίνου Καραθεοδωρή.
Ο Σύλλογος Ελλήνων Επιστημόνων Βερολίνου, το κτίριο Διοίκησης του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, το Γυμνάσιο Παλαιού Ψυχικού, το 4ο Λύκειο Γαλατσίου και το 30ό Γυμνάσιο Θεσσαλονίκης φέρουν το όνομα "Κωνσταντίνος Καραθεοδωρή".
Το Μουσείο Καραθεοδωρή ιδρύθηκε και λειτουργεί στην Κομοτηνή και εκεί εκτίθενται βιβλία, χειρόγραφες επιστολές από και προς τους Einstein, Rosenthal, Kneser, αυθεντικά έγγραφα, φωτογραφίες της οικογένειας Καραθεοδωρή κ.ά.
Ιωάννης Μεταξάς, το όνομά του συνδέθηκε με μία από τις μεγαλύτερες και πλέον ιστορικές σελίδες της Ελληνικής Ιστορίας στον 20ο αιώνα, όταν τα ξημερώματα της 28ης Οκτωβρίου 1940
Ιωάννης Μεταξάς
Ο Ιωάννης-Μιχαήλ Μεταξάς, Έλληνας εθνικιστής, ανώτατος αξιωματικός του Πυροβολικού, πολιτικός που εκλέχθηκε βουλευτής, υπήρξε αρχηγός κόμματος, διατέλεσε Υπουργός διαφόρων κυβερνήσεων και ως ο επικεφαλής του καθεστώτος της 4ης Αυγούστου, διατέλεσε πρωθυπουργός από την 4η Αυγούστου 1936 έως την ημέρα του θανάτου του, γεννήθηκε στις 12 Απριλίου 1871 στην Ιθάκη και πέθανε από επιπλοκές πυώδους αμυγδαλίτιδας ή σύμφωνα με άλλες πηγές δολοφονήθηκε, την Τετάρτη 29 Ιανουαρίου 1941 στο σπίτι του στην Κηφισιά. Το όνομά του συνδέθηκε με μία από τις μεγαλύτερες και πλέον ιστορικές σελίδες της Ελληνικής Ιστορίας στον 20ο αιώνα, όταν τα ξημερώματα της 28ης Οκτωβρίου 1940, αρνήθηκε το Ιταλικό τελεσίγραφο λέγοντας στον πρέσβη «Alors, c'est la guerre», [«Λοιπόν, έχουμε πόλεμο»]. Η νεκρώσιμη ακολουθία ψάλθηκε στο Μητροπολιτικό ναό Αθηνών και η ταφή του έγινε την Παρασκευή 31 Ιανουαρίου 1941, στον τάφο της οικογένειας Μεταξά στο Α' Νεκροταφείο Αθηνών.
Παντρεύτηκε στις 31 Ιουλίου 1909, με την Ελένη, [Λέλα], Κωνσταντίνου Χατζηιωάννου, από την Τήνο, με την οποία στις 18 Οκτωβρίου 1911 απέκτησαν την μεγάλη τους κόρη, τη Λουκία-Άννα, σύζυγο του Γεώργιου Μαντζούφα και στις 7 Δεκεμβρίου 1912 τη δεύτερη κόρη τους, Ιωάννα-Νανά, σύζυγο του καθηγητή ιατρικής και πρύτανη Ευγένιου Φωκα.
Βιογραφία
Η ιστορία της οικογένειας Μεταξά ξεκινά από το 1081, στα χρόνια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Ένα μέλος της οικογένειας από την πλευρά του πατέρα του στην περίοδο των Βυζαντινών Αυτοκρατόρων του οίκου των Κομνηνών, σύμφωνα με την «Αλεξιάδα» της Άννας Κομνηνής, είχε το αξίωμα του Υπουργού του Αλέξιου Κομνηνού. Στην πολιορκία της Κωνσταντινουπόλεως, ο Μάρκος Αντώνιος Μεταξάς, συμπολεμιστής του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου, του τελευταίου Αυτοκράτορα, διακρίθηκε για τη γενναιότητα του και την αφοσίωση του. Την ημέρα της αλώσεως κατάφερε διέφυγε και περνώντας από τη Χίο και την Κρήτη, έφθασε στην Κεφαλλονιά όπου εγκαταστάθηκε στη περιοχή «Φραντζάτα» που μετονομάσθηκε σε «Μεταξάτα». Από τότε η οικογένεια του έδωσε στο Έθνος, αρχιερείς, στρατηγούς, πολιτικούς, διπλωμάτες και άλλους που διακρίθηκαν στα γράμματα και τις επιστήμες. Ανάμεσα τους ο Ανδρέας και ο Κωνσταντίνος Μεταξάς οι οποίοι ηγήθηκαν σημαντικής δυνάμεως αγωνιστών της Κεφαλλονιάς που πολέμησαν στην Πελοπόννησο κατά την Εθνεγερσία του 1821.
Ο Ιωάννης Μεταξάς ήταν απόγονος του οικονομικά ξεπεσμένου Κεφαλληνιακού κλάδου των Αντζουλακάτων της παλαιάς Βυζαντινής οικογένειας των Μεταξάδων, ενώ η οικογένεια αναφέρεται στο «Libro d'Oro» του Ραγκαβή ως μία από αυτές που το 1691, είχαν αποκτήσει από την Γαληνοτάτη Δημοκρατία της Βενετίας, τον τίτλο του κόμη. Ο Νικόδημος Μεταξάς, Έλληνας μοναχός, είναι ο πρώτος τυπογράφος στην Ανατολή, ο οποίος ίδρυσε τυπογραφείο στην Κωνσταντινούπολη το 1627, κι αργότερα το μετέφερε στην Κεφαλληνία. Γονείς του Ιωάννη ήταν ο Έπαρχος Παναγής Μεταξάς-Αντζουλακάτος, με καταγωγή από την Κεφαλλονιά και η Ελένη Κωνσταντίνου Τριγώνη, από το Αγρίνιο και καταγωγή από τα Γρεβενά, των οποίων ήταν το πρωτότοκο παιδί και αδέλφια του ήταν ο Κωνσταντίνος, ο οποίος σπούδασε στην Ιατρική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, αλλά σχετικά νέος οδηγήθηκε στο ψυχιατρείο γι' αυτό και ο Ιωάννης Μεταξάς του είχε ιδιαίτερη αδυναμία, και η Μαριάνθη.
Σπουδές
Έζησε ευτυχισμένα παιδικά χρόνια παρ' όλες τις οικονομικές δυσκολίες της οικογενείας του και από μικρός διακρινόταν για το ήθος του και την ευφυΐα του. Τελείωσε το δημοτικό σχολείο στο Άργος το 1880, με βραβείο επιμέλειας και χρηστοήθειας, που το συνόδευε το βιβλίο «Βίοι Παράλληλοι διαπρεψάντων Πολιτικών Ανδρών», του Αναστασίου Γούδα, που περιλαμβάνει και την ιστορία των προγόνων του Ανδρέα που διατέλεσε πρωθυπουργός της Ελλάδος, ο πρώτος που έφερε τον τίτλο, και Κωνσταντίνου Μεταξά, που πολέμησαν το 1822, στην μάχη του Λάλα. Η οικονομική τους κατάσταση επιδεινώθηκε το 1879, όταν ο πατέρας του έχασε την πολιτική θέση που κατείχε και αναγκάστηκε να μετακομίσει στην Κεφαλλονιά. Την περίοδο από το 1883 έως το 1885 ήταν μαθητής στο Γυμνάσιο του Αργοστολίου, με ιδιαίτερη κλίση στα μαθηματικά, από το οποίο αποφοίτησε με επιτυχία.
Στρατιωτική καριέρα
Στις 12 Σεπτεμβρίου 1885, σε ηλικία 14 ετών, εισήλθε στη Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων και στις 10 Αυγούστου 1890, μετά από επιτυχημένη παρουσία, στη διάρκεια της οποίας αρίστευσε σε όλες τις τάξεις, αποφοίτησε με βαθμολογία 19.90, ως Ανθυπολοχαγός του Μηχανικού. Υπήρξε συμφοιτητής, στη Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων, με τους Αμβρόσιο Φραντζή και Ξενοφώντα Στρατηγό με τον οποίο ήταν αδερφικοί φίλοι. Η επιλογή του δεν ήταν τυχαία, αφού στο ίδιο σώμα υπηρετούσαν δύο συγγενείς του, ο Γεράσιμος και ο Νικόλαος Μεταξάς, μετέπειτα υπουργός των Στρατιωτικών. Το Σεπτέμβριο του 1892 μπήκε στη σχολή Μηχανικών Στρατού και υπηρέτησε έως το 1894 στην Κέρκυρα, ενώ παρακολούθησε μαθήματα στη Σχολή Πυροβολικού.
Περίοδος 1894-1912
Το 1894 μετατέθηκε στην τοπική φρουρά του Ναυπλίου και έως το 1897 υπηρέτησε στη Διεύθυνση Μηχανικού, στο Ναύπλιο, όπου ζούσε με την οικογένεια του, αφού ο πατέρας του είχε μετατεθεί στο Ναύπλιο. Το 1896, άρχισε να γράφει το «Ημερολόγιο» του, όταν βρίσκονταν ακόμη στο Ναύπλιο κι ήταν για έβδομο έτος στο βαθμό του Ανθυπολοχαγού, όπως σημείωσε ο ίδιος. Τον επόμενο χρόνο μετατέθηκε στο υπουργείο Στρατιωτικών, δίπλα στον θείο του, τον υπουργό Νικόλαο Μεταξά και τον ίδιο χρόνο πήρε μέρος στον Ελληνοτουρκικό πόλεμο, όταν μετά από δικό του αίτημα μετατέθηκε στο επιτελείο του τότε Αντιστράτηγου, στη θέση του υπευθύνου των εμπιστευτικών αρχείων του επιτελείου. Εκεί γνωρίστηκε και συνδέθηκε φιλικά με τον διάδοχο του θρόνου Κωνσταντίνο, κερδίζοντας την εύνοια του Βασιλιά. Το 1889, με Βασιλική υποτροφία συμπλήρωσε τις σπουδές του στην Πολεμική Ακαδημία του Βερολίνου, στη Γερμανία, όπου μαζί με τους αξιωματικούς Ιπποκράτη Παπαβασιλείου και Ξενοφώντα Στρατηγό, φοίτησαν από τις 7/19 Σεπτεμβρίου 1899 έως τις 5/18 Σεπτεμβρίου 1901 και αποφοίτησε με ιδιαίτερες διακρίσεις.
Το 1903, όταν επανήλθε στην Ελλάδα, τοποθετήθηκε στο νεοσύστατο Γενικό Επιτελείο Στρατού και συνέβαλε στην οργάνωση του στρατού, ενώ συνεργάστηκε με τον Βίκτωρα Δούσμανη στη σύνταξη των νέων στρατιωτικών κανονισμών, οι οποίοι ψηφίστηκαν στη Βουλή το 1904, ύστερα από εισήγηση του Θεοτόκη. Το 1906, προήχθη σε Λοχαγό πρώτης τάξεως. Στο Γενικό Επιτελείο ανέπτυξε στενή φιλία με τον πρίγκηπα Ανδρέα, αδερφό του διαδόχου Κωνσταντίνου, ενώ το 1907 του ζητήθηκε να αναλάβει τη στρατιωτική εκπαίδευση του διαδόχου και μετέπειτα Βασιλιά Γεωργίου Β', στον οποίο δίδαξε για τα επόμενα δύο χρόνια, στρατιωτική ιστορία και τακτική. Το 1909, όταν επικράτησε το Κίνημα στου Γουδή, οι κινηματίες μετέθεσαν το Μεταξά στη Λάρισα. Στις 19 Οκτωβρίου του 1910 ο Βασιλιάς διόρισε πρωθυπουργό τον Ελευθέριο Βενιζέλο και την ίδια μέρα ο Μεταξάς, αφού ανακλήθηκε στην Αθήνα, έλαβε πρόσκληση να επισκεφθεί τον Βενιζέλο, ο οποίος του πρόσφερε τη θέση του στρατιωτικού συμβούλου και πρώτου υπασπιστή του κι ουσιαστικά έγινε σύνδεσμος μεταξύ του πρωθυπουργού και των ανακτόρων.
Βαλκανικοί πόλεμοι
Λίγο πριν την έκρηξη του 1ου Βαλκανικού πολέμου, ο Μεταξάς ταξίδεψε στη Σόφια, ως απεσταλμένος της Ελληνικής κυβερνήσεως, για να διαπραγματευτεί τη στρατιωτική συνθήκη μεταξύ της Ελλάδας και της Βουλγαρίας, που υπογράφηκε στις 5 Οκτωβρίου. Στη συνέχεια επισκέφθηκε το Βελιγράδι και στις 17 Οκτωβρίου επέστρεψε στην Ελλάδα και μετέβη στη Λάρισα, όπου είχε εγκατασταθεί το Γενικό Επιτελείο Στρατού. Εκείνη την εποχή ήταν τέταρτος στην ιεραρχία του επιτελείου, όμως στην ουσία ήταν ο στρατιωτικός εγκέφαλος του Επιτελείου. Πήρε όλες στις μάχες του πρώτου Βαλκανικού πολέμου, ενώ μαζί με τον Βίκτωρα Δούσμανη διαπραγματεύτηκε την παράδοση της Θεσσαλονίκης από τον Ταξίν Χασάν Πασά. Το πρωτόκολλο παραδόσεως υπογράφηκε στις 26 Οκτωβρίου 1912.
Τον Δεκέμβριο του ίδιου χρόνου ο Μεταξάς ταξίδεψε στο Λονδίνο ως στρατιωτικός σύμβουλος του Βενιζέλου, για τη διαπραγμάτευση των όρων της συνθήκης ειρήνης με την Τουρκία, όμως στις 16 Ιανουαρίου του 1913, ανακλήθηκε και στάλθηκε αμέσως στην Ήπειρο. Επιμελήθηκε το σχέδιο καταλήψεως του Μπιζανίου, ενώ ήταν αντιπρόσωπος της Ελλάδος στην παράδοση των Ιωαννίνων. Τον Απρίλιο του 1913 προήχθη στο βαθμό του Ταγματάρχη λόγω αρχαιότητας και διορίστηκε Διοικητής του Επιτελείου. Πήρε μέρος στον δεύτερο Βαλκανικό πόλεμο και μετά τη λήξη του προήχθη σε αντισυνταγματάρχη και τοποθετήθηκε Διευθυντής Επιχειρήσεων του Γενικού Επιτελείου Στρατού, καθώς και ως Διευθυντής της Ανώτερης Στρατιωτικής Ακαδημίας. Τον Οκτώβριο του 1913, παρασημοφορήθηκε από τον Βασιλιά με το Χρυσό Σταυρό του Σωτήρος, ενώ στη διάρκεια της κρίσεως των σχέσεων με την Τουρκία το 1914, για το ζήτημα των νησιών του Ανατολικού Αιγαίου, συνέταξε και σχέδιο αιφνίδιας αποβάσεως και καταλήψεως των νησιών.
Στις 14 Ιανουαρίου 1915 υπέβαλε υπόμνημα στον πρωθυπουργό Ελευθέριο Βενιζέλο, με τίτλο «Μικρά Ασία: Δυνατότητες διαμονής», με το οποίο εξέθετε τις ισχυρές του επιφυλάξεις σχετικά με το ενδεχόμενο εκστρατείας. Το Φεβρουάριο του 1915, ασκούσε καθήκοντα αρχηγού στο Γενικό Επιτελείο Στρατού [Γ.Ε.Σ.] ως αντικαταστάτης του Βίκτωρα Δούσμανη, όταν εκείνος διαφώνησε με το Ελευθέριο Βενιζέλο στο θέμα της εξόδου ή μη της Ελλάδας στον Α' Παγκόσμιο πόλεμο και παραιτήθηκε. Ο Βενιζέλος επέμενε στην υποστήριξη της Αντάντ κι ο Μεταξάς, τον Μάρτιο του 1915, υπέβαλε την παραίτηση του, καθώς δεν συμφωνούσε με τον επικείμενο πόλεμο.
Επίστρατοι
Στις 6 Οκτωβρίου του 1915, ο Ελευθέριος Βενιζέλος απομακρύνθηκε από τη θέση του πρωθυπουργού και ο Μεταξάς ανακλήθηκε στο σώμα ως υπαρχηγός του Επιτελείου. Στις 26 Μαΐου του 1916 οι γερμανικές και βουλγαρικές δυνάμεις επιτέθηκαν στο οχυρό Ρούπελ στα ελληνοβουλγαρικά σύνορα κι ο Μεταξάς, ύστερα από πιέσεις του Βασιλιά, έδωσε εντολή να παραδοθεί το οχυρό. Στις 27 Ιουνίου, ύστερα από το τελεσίγραφο των Μεγάλων Δυνάμεων, δημοσιεύτηκε το διάταγμα της γενικής αποστρατεύσεως και με την αποστράτευσή του ο Μεταξάς προήχθη στο βαθμό του Συνταγματάρχη.
Ακολούθησε η οργάνωση των αποστράτων σε ομάδες εφέδρων, κυρίως υπαξιωματικών και στρατιωτών, που προέρχονταν από τα κοινωνικά στρώματα που αποκαλούνται «μεσαία». Ήταν άνθρωποι που ζούσαν ευπρεπώς αλλά με τον ιδρώτα του προσώπου τους και τον κόπο των χεριών τους, οι οποίοι έγιναν γνωστοί ως «Επίστρατοι» και ανεπίσημος αρχηγός τους ήταν ο Μεταξάς. Πρόκειται για την πρώτη μαζική οργάνωση στη νεότερη πολιτική ιστορία της Ελλάδος. Ο ίδιος ο Μεταξάς σε άρθρο του το 1934 έγραφε ότι, «...Ο κ. Βενιζέλος με κατηγόρησε και με κατηγορεί σήμερον, ότι υπήρξα ό οργανωτής της κινήσεως ταύτης. 'Αλλ' αυτό το θεωρώ εγώ τιμήν μου. Ναι! την κίνησιν εδημιούργησε μόνη της ολόκληρος ή ελληνική νεολαία της εποχής εκείνης. Και εγώ έτέθην εις την υπηρεσίαν αυτής και ήγωνίσθην μετά πλήθους άλλων αλησμόνητων συνεργατών, όπως λάβη ωργανωμένην μορφήν...».
Ο επίσημος τίτλος των «Επιστράτων» ήταν, «Πανελλήνιος Σύνδεσμος Εφέδρων» [«Π.Σ.Ε.»]. Ο Σύνδεσμος ιδρύθηκε στις αρχές Ιουνίου 1916 και εξαπλώθηκε με γοργούς ρυθμούς σε ολόκληρη τη χώρα, παράλληλα με τη γενική αποστράτευση που είχε επιβάλει η Αντάντ στο βασιλιά Κωνσταντίνο Α'. Ο πρόδρομος και πυρήνας τους ήταν ο «Σύνδεσμος Εφέδρων Υπαξιωματικών» που ιδρύθηκε το Νοέμβριο του 1913 κι είχε κατορθώσει τη ματαίωση ψηφίσεως νομοσχεδίου του Βενιζέλου που απέκλειε τους έφεδρους υπαξιωματικούς παλαιότερων κλάσεων από το δικαίωμα προαγωγής στο βαθμό του αξιωματικού. Με βάση αυτό το συμβάν, ο έφεδρος λοχίας Γεώργιος Καμαρινός φαίνεται να συνέλαβε την ιδέα της οργάνωσης όλων των επιστρατευμένων εφέδρων την άνοιξη του 1916. Στις 30 Μαΐου υπογράφτηκε το πρακτικό ίδρυσης του Συνδέσμου από είκοσι ιδρυτικά μέλη. Η σύνταξη του καταστατικού ανατέθηκε στον Ιωάννη Θεοφιλάκη και ψηφίστηκε στις 5 Ιουνίου, ενώ ο σκοπός του, όπως δηλώνεται στο καταστατικό του, είναι α) πρόνοια για τους εφέδρους και τις οικογένειές τους, β) διαπαιδαγώγηση του ελληνικού λαού στα εθνικά ζητήματα.
Οι σύμμαχοι απαίτησαν από την Ελληνική κυβέρνηση να τους παραδώσει το μεγαλύτερο μέρος του στόλου μαζί με πολεμοφόδια και ο Βασιλιάς Κωνσταντίνος αρνήθηκε. Ο Γάλλος αντιναύαρχος Φουρνέ αποβίβασε 3.000 στρατιώτες στο Φάληρο και στον Πειραιά, με σκοπό να προελάσουν προς στην Αθήνα. Οι «Επίστρατοι» τους εμπόδισαν και συγκρούσθηκαν μαζί τους στην περιοχή του Φιλοπάπου, στις 18 και 19 Νοεμβρίου 1916, όταν υπερασπίστηκαν νικηφόρα το βασιλιά και την πρωτεύουσα από τα συμμαχικά αγήματα και στη συνέχεια έπνιξαν την απόπειρα βενιζελικού κινήματος. Οι σύμμαχοι ηττήθηκαν και την επόμενη μέρα αποσύρθηκαν προς το Φάληρο, ενώ ο συμμαχικός στόλος άρχισε να βομβαρδίζει από το Φάληρο την Αθήνα. ΟΙ επίστρατοι κατόρθωσαν να πιάσουν αιχμάλωτο τον Γάλλο ναύαρχο, που ήταν επικεφαλής των δυνάμεων της θρασύτατης επιθετικής ενέργειας. Το γεγονός χαιρετίστηκε ως νίκη του Ελληνικού Στρατού και Λαού σε βάρος των «Μεγάλων Δυνάμεων». Η δράση των Επιστράτων συνεχίστηκε μέχρι το 1920, και ο μερικός μετασχηματισμός τους σε οργανώσεις του Λαϊκού κόμματος συνέβαλε στην εκλογική ήττα των βενιζελικών στις εκλογές του Νοεμβρίου του 1920.
Η δίκη του Επιτελείου
Οι Ιωάννης Μεταξάς, Βίκτωρ Δούσμανης, Ξενοφών Στρατηγός και Αθανάσιος Εξαδάκτυλος ήταν κατηγορούμενοι και δικάστηκαν στο έκτακτο Στρατοδικείο Αθηνών, από τις 7 Νοεμβρίου 1919 έως τις 14 Φεβρουαρίου 1920, με την εισηγητική έκθεση που έφερε την υπογραφή του Στυλιανού Κολοκυθά, εισηγητή του Α΄ Διαρκούς Στρατοδικείου, κατηγορούμενοι για την παράδοση της Ανατολικής Μακεδονίας, του Δ΄ Σώματος Στρατού και άφθονου πολεμικού υλικού στα Γερμανικά και Βουλγαρικά στρατεύματα. Στη «Δίκη του πρώην Επιτελείου», που οι εφημερίδες της εποχής την αποκάλεσαν και «Υπόθεση Ρούπελ», από την παράδοση του ομώνυμου οχυρού στους Βούλγαρους. Η δίκη άρχισε στις 25 Οκτωβρίου 1919 και περατώθηκε στις 31 Ιανουαρίου 1920. Η έκθεση χαρακτήριζε προδοτική τη στάση του Γενικού Επιτελείου, το οποίο είχε καταστεί «…την εποχήν εκείνην το κέντρον της αντιανταντικής και Γερμανοφίλου πολιτικής….». Βασική κατηγορία υπήρξε η εσχάτη προδοσία για τους Δούσμανη και Μεταξά, διότι, σύμφωνα με το κατηγορητήριο, συνωμότησαν για τη μεταβολή του καθεστώτος από Βασιλευομένη Δημοκρατία σε απόλυτο Μοναρχία, παρέδωσαν την Ανατολική Μακεδονία και τα οχυρά της στους Γερμανούς και Βουλγάρους, όπλισαν τους επιστρατευτικούς συλλόγους και τους παρακίνησαν σε εμφύλιο πόλεμο και παρέδωσαν σε πράκτορες της Γερμανίας, Αυστρίας και Βουλγαρίας κρατικά απόρρητα.
Η κατηγορία για τους Ξενοφώντα Στρατηγό και Αθανάσιο Εξαδάκτυλο ήταν ότι βοήθησαν τους ιΩΆΝΝΗ Μεταξά και Βίκτωρα Δούσμανη για την εκτέλεση των πράξεων εσχάτης προδοσίας. Mε την απόφαση οι Ιωάννης Μεταξάς και Βίκτωρ Δούσμανης κρίθηκαν: για τη μεταβολή του πολιτεύματος αθώοι, για παράδοση της Ανατολικής Μακεδονία αθώοι, για την παράδοση των οχυρών της Ανατολικής Μακεδονίας ομόφωνα ένοχοι, για τον εξοπλισμό των επιστράτων αθώος ο Δούσμανης και ομόφωνα ένοχος ο Μεταξάς, ενώ αθωώθηκαν για την παράδοση κρατικών εγγράφων. Στο Μεταξά επιβλήθηκε η θανατική ποινή και στον Δούσμανη η ποινή των ισοβίων δεσμών. Οι Ξενοφών Στρατηγός και Αθανάσιος Εξαδάκτυλος κηρύχθηκαν αθώοι.
Εξορία
Το καλοκαίρι του 1917, αμέσως μετά την εκθρόνιση του Βασιλιά, ο ύπατος αρμοστής των συμμάχων έστειλε στον πρωθυπουργό Αλέξανδρο Ζαΐμη κατάλογο όσων έπρεπε να εξοριστούν άμεσα, μεταξύ τους και ο Ιωάννης Μεταξάς, που στις 20 Ιουνίου του 1917 επιβιβάστηκε στο ατμόπλοιο «Βασιλεύς Κωνσταντίνος» με προορισμό την Κορσική. Μαζί του οι Δημήτριος Γούναρης, Γεώργιος Πεσμαζόγλου, Κωνσταντίνος Έσσλιν, Βίκτωρας Δούσμανης και άλλοι. Στις 29 Ιουνίου, το πλοίο έφτασε στο Αιάκειο. Ο Μεταξάς συνταξίδευε με τη σύζυγο και τις δύο τους κόρες και κατέλυσαν στο «Grand Hotel». Τους μήνες που ακολούθησαν αναζήτησε τρόπο να αποδράσει, καθώς η κυβέρνηση Βενιζέλου επιδίωκε την επιστροφή του στην Ελλάδα για να τον δικάσει. Στις 6 Δεκεμβρίου 1918, μαζί με τους Δημήτριο Γούναρη και Γεώργιο Πεσμαζόγλου, διέφυγαν χρησιμοποιώντας το αυτοκίνητο του νομάρχη, το μοναδικό που μπορούσε να κυκλοφορεί βράδυ. Έφτασαν σε ερημική τοποθεσία και επιβιβάστηκαν σε ένα καΐκι με προορισμό τη Σαρδηνία, όπου κατέλυσαν σε ξενοδοχείο ύστερα από παράκληση των Γούναρη και Πεσμαζόγλου. Το βράδυ της ίδιας μέρας, τον συνέλαβαν, όπως και τους άλλους, οι αστυνομικές αρχές της Σαρδηνίας, όμως η Ιταλική κυβέρνηση αρνήθηκε να τους εκδώσει στη Γαλλία. Την ίδια στάση τήρησε η Ιταλική κυβέρνηση, και στις πιέσεις του Βενιζέλου κι αρνήθηκε να τον εκδώσει στην Ελλάδα, θέλοντας να τον χρησιμοποιήσει ως μέσο συνδιαλλαγής στο θέμα των Δωδεκανήσων.
Στις 21 Δεκεμβρίου 1918 ο Μεταξάς μεταφέρθηκε στο Κάλιαρι, την πρωτεύουσα της Σαρδηνίας, όπου παρέμεινε υπό αστυνομική παρακολούθηση. Λίγο καιρό αργότερα ο υπουργός των εξωτερικών Tittoni, του επέτρεψε να εγκατασταθεί σε μία από τις πόλεις, Περούτζια, Σιένα ή Λούκκα και ο Μεταξάς με την οικογένεια του, η οποία είχε φτάσει στην Ιταλία, εγκαταστάθηκε στη Σιένα, όπου παρέμεινε για έναν περίπου χρόνο. Στην Ελλάδα, στις 7 Νοεμβρίου 1919, ξεκίνησε η δίκη των στελεχών του πρώην Γενικού Επιτελείου Στρατού. Ο Μεταξάς και ο Βίκτωρ Δούσμανης κατηγορήθηκαν για εσχάτη προδοσία και ο Μεταξάς καταδικάστηκε σε θάνατο, στις 14 Φεβρουαρίου 1920, με απόφαση του Στρατοδικείου. Τον Μάιο του 1920 οι Μεταξάς, Γούναρης και Πεσμαζόγλου έπαψαν να θεωρούνται κρατούμενοι και στις 27 Σεπτεμβρίου του ίδιου χρόνου ο Μεταξάς με την οικογένειά του μετακόμισαν στη Φλωρεντία.
Επιστροφή στην Ελλάδα
Μετά την ήττα του Βενιζέλου στις εκλογές της 20ης Νοεμβρίου 1920, ο Μεταξάς επέστρεψε στην Αθήνα, όπου συναντήθηκε με τον υπουργό στρατιωτικών Δημήτριο Γούναρη, με τον πρωθυπουργό Δημήτριο Ράλλη, με τον πρώην πρωθυπουργό Στέφανο Σκουλούδη, με τον συμφοιτητή του από τη Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων και φίλο του Ξενοφώντα Στρατηγό, τον πρώην πρωθυπουργό Στέφανο Δραγούμη, ενώ απότισε φόρο τιμής στον τάφο του Ίωνα Δραγούμη. Στη συνέχεια ταξίδεψε στην Κεφαλλονιά και στο λιμάνι της Σάμης τον υποδέχθηκαν πλήθος από τους κατοίκους του νησιού αλλά και πολλοί από τους επίστρατους. Στις 30 Νοεμβρίου 1920 επισκέφθηκε το Αργοστόλι και τις επόμενες μέρες έκανε επισκέψεις στα γύρω χωριά και στην Ιθάκη, ενώ ίδρυσε τον «Πολιτικό Λαϊκό Σύλλογο» που σκοπό είχε την επίβλεψη των βουλευτών του νησιού. Στα τέλη του 1920 η οικογένεια του επέστρεψε στην Ελλάδα κι εγκαταστάθηκε στο Φάληρο.
Στις 7 Ιανουαρίου 1921, ο Μεταξάς ανακλήθηκε στο στρατό, προήχθη σε αντιστράτηγο και αποστρατεύθηκε. Στις 25 Μαρτίου του 1921 ο υπουργός Οικονομικών Πέτρος Πρωτοπαπαδάκης κάλεσε τον Μεταξά σπίτι του. Στη συνάντηση τους ήταν ακόμη ο υπουργός στρατιωτικών Νικόλαος Θεοτόκης, ο πρωθυπουργός Δημήτριος Γούναρης και ο συνταγματάρχης και συμφοιτητής του Μεταξά, Αθανάσιος Εξαδάκτυλος. Εκεί συζήτησαν για τη Μικρασιατική εκστρατεία, και του πρότειναν τη θέση του στρατιωτικού συμβούλου του Αντιστράτηγου, όμως μετά την άρνηση του, ο Πρωτοπαπαδάκης του πρόσφερε τη θέση του Αντιστράτηγου της Μικράς Ασίας. Ο Μεταξάς αρνήθηκε καθώς θεωρούσε ότι οποιαδήποτε επιχείρηση εναντίον της Τουρκίας ήταν καταδικασμένη. Ανάλογη συνάντηση πραγματοποιήθηκε στις 29 Μαρτίου με το ίδιο αποτέλεσμα. Στις 14 Σεπτεμβρίου 1922 ο Βασιλιάς κάλεσε τον Μεταξά στα ανάκτορα στο Τατόι και του ζήτησε να συντάξει την επιστολή παραιτήσεως του προς τον Ελληνικό λαό.
Πολιτική δράση
Υποστηρικτής των Γερμανών μαζί με το βασιλιά Κωνσταντίνο, διαφώνησε με τις κυβερνήσεις που ακολούθησαν την πτώση του Βενιζέλου για τη συνέχιση της μικρασιατικής εκστρατείας και στις 12 Οκτωβρίου 1922, ο Μεταξάς ίδρυσε το Κόμμα των Ελευθεροφρόνων, με το οποίο άρχισε αγώνα εναντίον του Κινήματος του 1922 και μετά την αποτυχία του απέκτησε μεγάλη δημοτικότητα. Ο Μεταξάς με επιστολή του, για την οποία είχε τη συγκατάθεση του πρωθυπουργού Σωτηρίου Κροκιδά, ζήτησε από το υπουργικό συμβούλιο να επιτραπεί η άσκηση εφέσεως, στους κατηγορουμένους της δίκης των Έξι, πρόταση που απέρριψε η επαναστατική επιτροπή, έτσι στις 10 Νοεμβρίου παραιτήθηκε ο υπουργός εξωτερικών Νικόλαος Πολίτης και τον ακολούθησε όλη η κυβέρνηση Κροκιδά, ώστε τέσσερις μέρες αργότερα να σχηματιστεί η κυβέρνηση του Στυλιανού Γονατά.
Τα μεσάνυχτα της 21 Οκτωβρίου 1923, ξέσπασε το στρατιωτικό κίνημα των Παναγιώτη Γαργαλίδη-Γεωργίου Λεοναρδόπουλου, το οποίο καθοδηγούσε παρασκηνιακά. Η αποτυχία του κινήματος τον υποχρέωσε να διαφύγει, στις 28 Οκτωβρίου, με νορβηγικό πλοίο από την Πάτρα με προορισμό την Ιταλία, όπου πληροφορήθηκε την ερήμην καταδίκη του σε θάνατο. Όταν αμνηστεύτηκε το 1924, επέστρεψε στην Ελλάδα και και στο δημοψήφισμα του ίδιου χρόνου για την αβασίλευτη δημοκρατία, μαζί με τον Παναγή Τσαλδάρη εκπροσώπησαν τους βασιλόφρονες. Στη διάρκεια της δικτατορίας του Θεόδωρου Πάγκαλου φυλακίστηκε κι εκτοπίστηκε, όμως στις εκλογές της 11ης Νοεμβρίου του 1926, συγκέντρωσε 151.044 ψήφους και κατέλαβε 51 από τις 286 έδρες στη Βουλή. Συνεργάστηκε με την κυβέρνηση συνασπισμού του Αλέξανδρου Ζαΐμη και στις 4 Δεκεμβρίου 1926, ορκίστηκε και έως τις 17 Αυγούστου 1927, διατέλεσε Υπουργός Συγκοινωνιών. Διατήρησε τη θέση του Υπουργού Συγκοινωνιών και στην επόμενη κυβέρνηση του Αλέξανδρου Ζαΐμη από τις 17 Αυγούστου 1927 έως τις 8 Φεβρουαρίου 1928, ενώ από τις 16 Νοεμβρίου 1927 του είχε ανατεθεί προσωρινά η Διεύθυνση του Υπουργείου Δικαιοσύνης. Στην επόμενη κυβέρνηση υπό τον Αλέξανδρο Ζαΐμη, ορκίστηκε εκ νέου και διατέλεσε από τις 8 Φεβρουαρίου 1928 έως τις 4 Ιουλίου του ίδιου χρόνου, Υπουργός Συγκοινωνίας.
Το Φεβρουάριο του 1928, το κόμμα του υπέστη διάσπαση, καθώς αποχώρησαν πολλά μέλη του και στις εκλογές του 1929 για τη Γερουσία, έλαβε 22.518 ψήφους και ανέδειξε δύο γερουσιαστές κι ένα μόνο βουλευτή, δίχως να εκλεγεί ο Μεταξάς, που απογοητευμένος από την εξέλιξη σκέφθηκε να αποσυρθεί από την πολιτική. Στις βουλευτικές εκλογές του 1932, το κόμμα των Ελευθεροφρόνων συγκέντρωσε 18.591 ψήφους και κατέλαβε τρεις έδρες, όμως ο Μεταξάς συμμετείχε στην κυβέρνηση του Παναγή Τσαλδάρη, από τις 4 Νοεμβρίου 1932 έως τις 16 Ιανουαρίου 1933, ως Υπουργός Εσωτερικών. Την περίοδο που ακολούθησε κορυφώθηκε η ένταση στις σχέσεις του με τον Ελευθέριο Βενιζέλο και από τις 13 Οκτωβρίου 1934 έως τις 23 Νοεμβρίου 1935, ο Μεταξάς αρθρογραφούσε για την περίοδο του Κράτους της Θεσσαλονίκης και της Μικρασιατικής εκστρατείας, κατηγορώντας τον Βενιζέλο για την πολιτική που είχε ακολουθήσει.
Το 1935 το κόμμα του έλαβε 152.285 ψήφους και ανέδειξε επτά βουλευτές, ενώ στις εκλογές της 26ης Ιανουαρίου 1936, έλαβε το 3.94% του εκλογικού σώματος, 50.137 ψήφους και κατέλαβε επτά έδρες. Στις 5 Μαρτίου ορκίστηκε Υπουργός Στρατιωτικών στην υπηρεσιακή του Κωνσταντίνου Δεμερτζή, ενώ στις 14 Μαρτίου ορκίστηκε Αντιπρόεδρος, Υπουργός Αεροπορίας κι ανέλαβε προσωρινά τη Διεύθυνση του Υπουργείου Ναυτικών, διατηρώντας παράλληλα τη θέση του υπουργού Στρατιωτικών. Στις 13 Απριλίου πέθανε αιφνιδίως από ανακοπή καρδιάς ο πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Δεμερτζής. Την ίδια εποχή η κοινοβουλευτική δημοκρατία έδειχνε να εξαντλεί τα όρια της, ενώ η κοινωνική αναταραχή εντεινόταν, καθώς στους τρεις τελευταίους μήνες της πρωθυπουργίας Δεμερτζή, είχαν γίνει 200 απεργίες.
Καθεστώς 4ης Αυγούστου
Μετά το θάνατο του Κωνσταντίνου Δεμερτζή έγινε πρωθυπουργός στις 13 Απριλίου. Στις 25 του ίδιου μήνα εκφώνησε στο Κοινοβούλιο τις προγραμματικές του δηλώσεις και δύο μέρες αργότερα έλαβε ψήφο εμπιστοσύνης από την Βουλή με 241 ψήφους υπέρ, 16 κατά - Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδος και ο Γεώργιος Παπανδρέου, ενώ υπήρξαν και 4 αποχές. Στις 30 Απριλίου του 1936 η Βουλή του παραχώρησε με ψήφισμα απόλυτη ελευθερία, καθώς διέκοψε τις εργασίες της ως τις 30 Σεπτεμβρίου του 1936 και παρείχε εξουσιοδότηση στην Εκτελεστική εξουσία να εκδίδει νομοθετικά διατάγματα για όλα τα θέματα, κάτω από την επίβλεψη μιας 40μελούς επιτροπής, που δε λειτούργησε ποτέ. Στις 4 Αυγούστου του 1936, ο Μεταξάς εκμεταλλεύτηκε την ανήσυχη διεθνή κατάσταση, τον εσωτερικό κομμουνιστικό κίνδυνο και την πιθανότητα εσωτερικών ταραχών, με αφορμή τα γεγονότα της Θεσσαλονίκης και την πανελλαδική απεργία που είχε προκηρυχτεί για την 5η Αυγούστου και με τη συγκατάθεση του Βασιλιά Γεωργίου Β', διέλυσε τη Βουλή χωρίς να προκηρύξει εκλογές, ανέστειλε πολλά άρθρα του Συντάγματος και κατάργησε τον Κοινοβουλευτισμό.
Αυθημερόν, παρέδωσε προς υπογραφή στον βασιλιά δύο διατάγματα με σκοπό την αντιμετώπιση του κομμουνιστικού κινδύνου και της πολιτικής κρίσεως. Με το ένα ανέστελλε σημαντικά άρθρα του Συντάγματος περί ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Ακόμα, με το δεύτερο διέλυσε την Γ΄ Αναθεωρητική Βουλή, χωρίς την προκήρυξη νέων εκλογών. Την ίδια ημέρα απηύθυνε διάγγελμα προς τον Ελληνικό λαό. Στις 13 Αυγούστου 1936 υπογράφηκαν μεταξύ των εργοδοτών και των εργατικών οργανώσεων της Ελλάδος οι δύο πρώτες -στην ιστορία της Ελλάδος- συλλογικές συμβάσεις εργασίας «περί καθορισμού κατωτάτου ορίου μισθού ιδιωτικών υπαλλήλων και ημερομισθίου εργατών βιομηχανίας».
Στις 30 Ιουνίου 1938 αποκαλύφθηκε η δράση ομάδας υπαξιωματικών που σχεδίαζαν την ανατροπή του Μεταξά, ενώ στις 17 Ιουλίου του ίδιου χρόνου, εκδηλώθηκε κίνημα στην Κρήτη από μια μερίδα κατοίκων και ορισμένους πολιτικούς αρχηγούς. Δώδεκα ημέρες αργότερα, το κίνημα κατέρρευσε και συνελήφθησαν οι αρχηγοί του. Τον ίδιο χρόνο με αφορμή το θάνατο του Μουσταφά Κεμάλ, γνωστού ως Κεμάλ Ατατούρκ, μετονόμασε προς τιμήν του Τούρκου δικτάτορα την Οδό Αποστόλου Παύλου στη Θεσσαλονίκη σε Οδό Κεμάλ Ατατούρκ και αγόρασε από τον ιδιώτη που το κατείχε το σπίτι όπου υποτίθεται ότι γεννήθηκε ο Κεμάλ, το οποίο χάρισε στο τουρκικό κράτος. Σε όλη τη διάρκεια του καθεστώτος της 4ης Αυγούστου διοργανώνονταν επισκέψεις σε εργοστάσια και βιοτεχνίες, ομιλίες και εγκαίνια, παρελάσεις στις διάφορες επετείους και στην Πρωτομαγιά, όπως και η μαζική συμμετοχή των εργατών σ' αυτές.
Άρνηση πληρωμής επαχθούς χρέους
Το 1936, ο Μεταξάς αρνήθηκε να πληρώσει το χρέος της Ελλάδας στη βελγική τράπεζα «Societe Commerciale de Belgique» και αντιμετώπισε το Διαρκές Δικαστήριο Διεθνούς Δικαιοσύνης. Απολογούμενη η Ελλάδα είχε επισημάνει ότι, «Η Κυβέρνηση της Ελλάδος είναι ανήσυχη για τα ζωτικά συμφέροντα του Ελληνικού λαού, τη διοίκηση, την οικονομική ζωή, την κατάσταση της υγείας και την εσωτερική και εξωτερική ασφάλεια της χώρας. Γι’ αυτό, δεν θα μπορούσε να προβεί σε άλλη επιλογή….». Αργότερα αναφερόμενη γενικά σε όλα τα Κράτη είχε δηλώσει συμπληρωματικά: «….Όταν μια Κυβέρνηση καλείται να επιλέξει ανάμεσα στην πληρωμή του χρέους και στην εξασφάλιση για το Λαό κατάλληλης διοικήσεως, εγγυημένων συνθηκών για ηθική, κοινωνική και οικονομική ανάπτυξη, πρέπει να επιλέξει το δεύτερο. Το Καθήκον του Κράτους να εξασφαλίσει την εύρυθμη λειτουργία των βασικών δημοσίων υπηρεσιών, υπερτερεί έναντι της πληρωμής των χρεών. Από κανένα Κράτος δεν μπορεί να απαιτηθεί η εκπλήρωση, μερική ή ολική των χρηματικών του υποχρεώσεων θέτοντας σε κίνδυνο τη λειτουργία των δημοσίων υπηρεσιών του με συνέπεια την αποδιοργάνωση της χώρας....». Με αυτά τα τόσο σωστά επιχειρήματα το Διεθνές Δικαστήριο δικαίωσε την Ελλάδα, δημιουργώντας ένα ευνοϊκό προηγούμενο, πάνω στο οποίο βασίσθηκε και το 2003 ανάλογη ευνοϊκή απόφαση για την Αργεντινή.
Νεοελληνική Γραμματική της Δημοτικής
Ο Μεταξάς θεωρούσε «ατύχημα» το ότι «η άρχουσα τάξις (...) ηθέλησε να συγχέη τον δημοτικισμόν, που είναι κίνημα καθαρώς εθνικόν, με τον κομμουνισμόν. Αυτή η σύγχυσις δεν επιτρέπεται πλέον, διότι δεν ωφελεί παρά μόνον τους κομμουνιστάς...». Έτσι για τη γραμματική και την ορθογραφία της δημοτικής, ο Μεταξάς ανέθεσε το Δεκέμβριο του 1938 σε επιτροπή, με πρόεδρο το Μανόλη Τριανταφυλλίδη, τη σύνταξη γραμματικής της δημοτικής γλώσσας. Μέλη της επιτροπής ορίστηκαν οι: Κλέανδρος Λάκωνας, ο Θρασύβουλος Σταύρου, γυμνασιάρχης, ο Αχιλλέας Τζάρτζανος, γνωστός από το συντακτικό της αρχαίας ελληνικής γλώσσας και ο Βασίλης Φάβης, συντάκτης του Λεξικού της Ακαδημίας και αργότερα καθηγητής στο πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης. Γραμματέας της επιτροπής ορίστηκε ο Νικόλαος Ανδριώτης, συνεργάτης τότε της Ακαδημίας Αθηνών, καθηγητής αργότερα στο πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης. Το τυπικό της νέας γραμματικής, που είχε τη σύμφωνη γνώμη του Ιωάννη Μεταξά, βασίστηκε στο τυπικό του 1918 και την πρώτη καθιέρωση της σχολικής δημοτικής. Η διασάφηση που δόθηκε από το υπουργείο Παιδείας εκ μέρους του Μεταξά ήταν ότι «...βάσις της σχολικής γραμματικής θα ληφθή η γλώσσα η υπάρχουσα εις τα πρότυπα των δημοτικών τραγουδιών και των μεγάλων ποιητών της νέας Ελλάδος, ως ερρυθμίσθη γραμματικώς και ορθογραφικώς κατά την πρώτην αυτής σχολικήν καθιέρωσιν...». Τελικά, η «Νεοελληνική Γραμματική της Δημοτικής», δημοσιεύτηκε από τον «Οργανισμό Εκδόσεως Σχολικών Βιβλίων» [Ο.Ε.Σ.Β.] το 1941, μετά το θάνατο του Μεταξά.
Τορπιλισμός του «Έλλη»
Η βύθιση του πλοίου «Έλλη» στις 15 Αυγούστου 1940, από τορπιλική επίθεση, ενώ συμμετείχε σημαιοστολισμένη στις εορταστικές εκδηλώσεις της Παναγίας στη Τήνο, αποτέλεσε την κορύφωση των Ιταλικών προκλήσεων σε βάρος της Ελλάδος. Η έρευνα του Γενικού Επιτελείου Ναυτικού οδήγησε στο συμπέρασμα ότι η ενέργεια είχε πραγματοποιηθεί από Ιταλικό Υποβρύχιο, συμπέρασμα που επιβεβαιώθηκε από απόστρατο Ιταλό Ναύαρχο, ο οποίος παραδέχθηκε δημόσια ότι ο τορπιλισμός της ήταν δικό του έργο, όταν ήταν Κυβερνήτης στο Ιταλικό υποβρύχιο «ΔΕΛΦΙΝΟ». Η Ελληνική Κυβέρνηση αναγκάσθηκε να ανακοινώσει ότι η «Έλλη» «...εβλήθη δια τορπιλών αγνώστου εθνικότητος Υποβρυχίου».
Μια μέρα μετά τον τορπιλισμό, ο Ιωάννης Μεταξάς συγκάλεσε το Υπουργικό Συμβούλιο όπου ξεκαθάρισε τη θέση του ανακοινώνοντας ότι, «… Ενώπιον αυτής της καταστάσεως, η πολιτική της Ελλάδος είναι καθαρά. Εκατό τοις εκατό, χωρίς επιφυλάξεις και χωρίς παζαρέματα, είμεθα παρά το πλευρό της Αγγλίας. Αυτήν την δήλωσιν, δεν σας την κάμνω δια να προκαλέσω συζήτησιν. Είναι πολιτική αποφασισθείσα, που την εγκρίνει χωρίς καμιά αμφιβολία ολόκληρος ο Ελληνικός Λαός, ο Στρατός μας και ο Βασιλεύς. Εάν υπάρχει αντίθετος, ο οποίος θέλει ν’ ακολουθήσει η Χώρα ιταλόφιλον πολιτικήν, ας εκδηλωθεί. Εάν υπάρχει μεταξύ υμών κανείς ο οποίος να μην εγκρίνει ή να έχει επιφυλάξεις ας αποχωρήση … Η πολιτική των υποχωρήσεων δεν φέρει πουθενά. Έχομεν το παράδειγμα της Ρουμανίας και του Πεταίν. Έστω και αν νικήσει ο Άξων, που το θεωρώ για πολλούς λόγους αδύνατον, οι Γερμανοί θα μας σεβασθούν πολύ περισσότερον και ως τιμίους εχθρούς και ως Έθνος που απέδειξεν πως έχει δικαιώματα να ζη ελέυθερον, παρά ως συμμάχους της τελευταίας στιγμής με προβαδίζοντας τους Ιταλούς και τους Βουλγάρους, με τας γνωστάς εδαφικάς αξιώσεις εναντίον μας … Εάν νικήσει η Μεγάλη Βρετανία, όπως πιστεύω, το μέλλον μας εις την Ανατολικήν Μεσόγειον είναι βεβαίως περίλαμπρον. Και τα πλέον τολμηρά μας όνειρα ασφαλώς θα πραγματοποιηθούν. Είναι μια καμπή της ιστορίας μας, η οποία παρουσιάζεται ίσως κάθε πεντακόσια έτη … Θα θέσωμεν την δόξαν πρώτην και ύστερα τη νίκην. Και θα δείξουμε εις τον κόσμον, ότι αι εσωτερικαί αξίαι του Ελληνισμού, δεν έχουν μειωθεί. Αι θυσίαι βεβαίως θα είναι μεγάλαι, μέγισται. Αλλά όπως εγώ είμαι έτοιμος να θυσιάσω τα πάντα, το σπίτι μου, τα παιδιά μου, τη ζωή μου, έτσι είμαι βέβαιος θα σκεφθή ο καθένας μας, ο κάθε Έλλην. Δεν επιτρέπεται να μαυρίσουμε, να κηλιδώσουμε μίαν ιστορίαν θαυμασία δυόμιση χιλιάδων ετών….». Για την Ελλάδα, εκείνη ήταν η πρώτη ημέρα του πολέμου. Για τις επόμενες ημέρες από τον τορπιλισμό επικράτησε η «ηρεμία πριν από την καταιγίδα». Μ' ένα πρωτοποριακό σύστημα «σιωπηρής επιστρατεύσεως» με ατομικές προσκλήσεις, ο Μεταξάς πρόλαβε να ετοιμάσει τον στρατό για τον επερχόμενο πόλεμο.
Το «ΟΧΙ» του 1940
Λίγο πριν τις τρεις το πρωί της Δευτέρας 28 Οκτωβρίου 1940, ένα αυτοκίνητο της Ιταλικής Πρεσβείας, με τον αριθμό Δ.Σ. 75, έφτασε έξω από την κατοικία του πρωθυπουργού, «μια μικροαστική εξοχική βιλίτσα» στην Κηφισιά. Το αυτοκίνητο ανήκε στον στρατιωτικό ακόλουθο της Ιταλικής Πρεσβείας, Μοντίνι, και επελέγη αντί του αυτοκινήτου του πρεσβευτή, για να μην προκαλέσει υποψίες. Επιβάτες του ήταν ο Ιταλός πρεσβευτής Εμμανουέλλε Γκράτσι και ο Αλβανός διερμηνέας του, Ντε Σάντο [De Santo]. Ο αρχιφύλακας Τραυλός, που εξέλαβε λάθος το πράσινο χρώμα στο σημαιάκι για μπλε, χτυπά το κουδούνι της πρωθυπουργικής οικίας και ξυπνά τον Μεταξά, τον οποίο ενημερώνει ότι τον ζητά ο πρεσβευτής της Γαλλίας. Ο Μεταξάς, έκπληκτος και φορώντας «μία σκούρα μάλλινη ρόμπα, από τον γιακά της οποίας φαινόταν ένα μετριότατο βαμβακερό νυχτικό», κατεβαίνει από την πίσω σκάλα και ανοίγει την πόρτα. Βλέποντας τον Γκράτσι, ψύχραιμος τον οδήγησε στο μικρό «σαλονάκι» του πρώτου ορόφου της διώροφης κατοικίας του.
Ο Ιταλός πρέσβης παρέδωσε στον Έλληνα πρωθυπουργό έναν μεγάλο φάκελο που περιείχε το τελεσίγραφο της Ιταλικής κυβερνήσεως που κατηγορούσε την Ελλάδα ότι παραχώρησε διευκολύνσεις στον βρετανικό στόλο και καταπίεζε τους Αλβανούς της Τσαμουριάς. Το τελεσίγραφο εξέπνεε στις 6 το πρωί της ίδια ημέρας και μ' αυτό η Ιταλική κυβέρνηση ζητούσε να επιτραπεί η ελεύθερη διέλευση του Ιταλικού στρατού από την Ελληνοαλβανική μεθόριο. Η «τελεσιγραφική διακοίνωσις» ήταν χειρόγραφα γραμμένη και διατυπωμένη στη γαλλική γλώσσα και απαιτούσε από την Ελλάδα να αναγνωρίσει στην Ιταλία «το δικαίωμα να καταλάβει διά των ενόπλων αυτής δυνάμεων ορισμένα στρατηγικά σημεία του ελληνικού εδάφους», προκειμένου να διευκολυνθεί ο Ιταλικός Στρατός για την μετέπειτα προώθησή του στην Αφρική. Ο Μεταξάς αρνήθηκε την ελεύθερη είσοδο των ιταλικών στρατευμάτων στην Ελλάδα, με τη φράση «Alors c' est la guerre» [«Πολύ καλά, λοιπόν. Έχομεν πόλεμον»], που σήμανε την εισβολή των ιταλικών στρατευμάτων στην Ήπειρο και την εμπλοκή της Ελλάδας στον πόλεμο. Το τελεσίγραφο είχε προετοιμαστεί από τον Τσιάνο και είχε εγκριθεί από τον Μπενίτο Μουσολίνι, χωρίς να το γνωρίζουν οι αρχηγοί των επιτελείων, Μπαντόλιο, Καβανιάρι και Πρίκολο [Francesco Pricolo], αλλά ούτε και ο Αδόλφος Χίτλερ.
Όσα επακολούθησαν
Στο διάγγελμα του από το ραδιοφωνικό σταθμό Αθηνών ο Μεταξάς είπε, «Η στιγμή επέστη που θα αγωνισθώμεν δια την ανεξαρτησίαν της Ελλάδος, την ακεραιότητα και την τιμήν της. Μολονότι ετηρήσαμεν την πλέον αυστηράν ουδετερότητα και ίσην προς όλους, η Ιταλία, μη αναγνωρίζουσα, εις ημάς το δικαίωμα να ζώμεν ως ελεύθεροι Έλληνες, μου εζήτησε σήμερον την 3ην πρωινήν την παράδοσιν τμημάτων του εθνικού εδάφους, κατά την ιδίαν αυτής βούλησιν και μου ανεκοίνωσε, ότι προς κατάληψιν αυτών, η κίνησης των στρατευμάτων της θα ήρχιζε την 6ην πρωινήν. Απήντησα είς τον Ιταλόν Πρέσβυν ότι θεωρώ και το αίτημα αυτό καθ'εαυτό και τον τρόπον με τον οποίο γίνεται τούτο ως κύρηξιν πολέμου της Ιταλίας κατά της Ελλάδος. Τώρα θα αποδείξωμεν εάν πράγματι είμεθα άξιοι των προγόνων μας και της ελευθερίας την οποίαν μας εξησφάλισαν οι προπάτορές μας. Όλο το Έθνος ας εγερθή σύσσωμον. Αγωνισθήτε δια την Πατρίδα, τας γυναίκας και τα παιδιά σας και τας ιεράς μας παραδόσεις. Νυν υπέρ πάντων ο Αγών». Στις 30 Οκτωβρίου 1940, όπως περιγράφει στο Ημερολόγιο του, ο Μεταξάς ανέλυσε εκτενώς την απόφαση του στους ιδιοκτήτες και αρχισυντάκτες του Αθηναϊκού Τύπου στο Γενικό Στρατηγείο. Στο ξενοδοχείο «Μεγάλη Βρεταννία», τους δήλωσε με βεβαιότητα στους Έλληνες δημοσιογράφους: «Οι Γερμανοί δεν θα νικήσουν. Δεν μπορούν να νικήσουν» και στις 18 Ιανουαρίου 1941 έστειλε την παρακάτω διακοίνωση προς τη Βρετανική Κυβέρνηση, «Είμεθα αποφασισμένοι να αντιμετωπίσωμεν καθ’ οιονδήποτε τρόπον και με οιασδήποτε θυσίας ενδεχομένην γερμανικήν επίθεσιν, αλλ’ ουδόλως επιθυμούμεν να την προκαλέσωμεν….».
Όπως διηγείται ο Κωνσταντίνος Κοτζιάς, ο Μεταξάς δήλωνε στους στενούς του συνεργάτες ότι οι Ιταλοί κήρυξαν πόλεμο. «...Κυρ Κώστα έχουμε πόλεμο… οι Ιταλοί μάς τον κήρυξαν.». Το πραγματικό κλίμα εκείνου του μεταμεσονύχτιου αποτυπώνει ο Αμβρόσιος Τζίφος, υπουργός Ναυτιλίας του Μεταξά, ο οποίος μετείχε στην πρώτη κυβερνητική σύσκεψη το ξημέρωμα εκείνης της ιστορικής νύχτας. «...Εξάλλου η προθεσμία του τελεσιγράφου ήτο τρίωρος, ήτοι ώς τας 6 το πρωί, ώστε δεν εδίδετο καν καιρός διά οιανδήποτε ενέργειαν, έστω και αν υπήρχε η παραμικρά διάθεσις.».
Η «Έκθεσις επί της δράσεως του Βασιλικού Ναυτικού κατά τον πόλεμον 1940-1944» συντάχθηκε το 1953 και στηρίχθηκε σε επίσημα στοιχεία της Ιστορικής Υπηρεσίας του Ναυτικού. Συντάκτης της ήταν ο ανακληθείς ως Αντιναύαρχος στην ενέργεια το 1951 επί Πρωθυπουργίας Σοφοκλή Βενιζέλου και μετέπειτα Ακαδημαϊκός Δημήτριος Γ. Φωκάς, ένας από τους τρεις επικεφαλής του Βενιζελικού Κινήματος της 11ης Σεπτεμβρίου 1922, μαζί με τους Συνταγματάρχες Νικόλαο Πλαστήρα και Στυλιανό Γονατά, ο οποίος αποστρατεύτηκε το 1935 για συμμετοχή στο αποτυχημένο κίνημα του Ελευθερίου Βενιζέλου. Η Έκθεση του βραβεύτηκε από την Ακαδημία Αθηνών «ως την τε αλήθειαν ομολογούσα και την πάτριον Ιστορίαν προάγουσα». Στην Έκθεση, αναφέρει ότι το φθινόπωρο του 1936 ο Ιωάννης Μεταξάς σε συνεδρίαση του Ανωτάτου Ναυτικού Συμβουλίου στο Γενικό Επιτελείο Ναυτικού είπε, «...Προβλέπω πόλεμον μεταξύ του Αγγλικού και του Γερμανικού συγκροτήματος. Πόλεμον πολύ χειρότερον από τον προηγούμενον. Εις τον πόλεμον αυτόν θα κάνω ό,τι ημπορώ δια να μην εμπλακή η Ελλάς, αλλά τούτο δυστυχώς θα είναι αδύνατον. Είναι περιττόν να σας είπω ότι η θέσις μας εις την σύρραξιν αυτήν θα είναι παρά το πλευρόν της Αγγλίας..... Το τελευταίον αυτό, προπαντός, να μην εξέλθη της αιθούσης ταύτης...». Κύρια στοιχεία για την ανάλυση της προσωπικότητάς του και του χαρακτήρα του καθεστώτος του αποτελούν το «Ημερολόγιο» και το «Τετράδιο των Σκέψεων» που άφησε.
Η απάντηση του Μεταξά στο ιταλικό τελεσίγραφο θεωρείται από αρκετούς ιστορικούς αποτέλεσμα πιέσεως της κοινής γνώμης, όμως ήταν προσωπική ενέργεια και απόφαση, αλλά και αποτέλεσμα της εξωτερικής πολιτικής της κυβερνήσεως του, αφού η Ελλάδα προετοιμαζόταν χρόνια για επικείμενη επίθεση εχθρικών δυνάμεων. Τον Νοέμβριο του 1940, ο Μεταξάς δέχθηκε Γερμανικές προτάσεις για παρέμβαση με στόχο την επίτευξη ειρήνης με την Ιταλία, τις οποίες απέρριψε συνεπής με τη στρατηγική της ευθυγραμμίσεως με τη Μεγάλη Βρετανία.
Επιρροή της 4ης Αυγούστου
Συνεργάτες του καθεστώτος της 4ης Αυγούστου και του Ιωάννη Μεταξά ήταν ο Άριστος Καμπάνης, ο Θεολόγος Νικολούδης, προϊστάμενος του Γεωργίου Σεφέρη, η μεταγενέστερα στρατευμένη στην αριστερά Ρίτα Μπούμη-Παππά, σύζυγος του Ανδρέα Παππά, τακτικού αρθρογράφου στο περιοδικό «Το Νέον Κράτος». Στο ποίηµά της «28η Οκτωβρίου 1940» η Μπούµη-Παππά έγραφε, «“Oχι!” φωνάζει ο Αρχηγός σαν Αθηναίος αρχαίος/ και τ’ “Oχι” από το στόμα του ταρπάξανε δρομαίοι/ οι άνεμοι οι ελληνικοί παντού να το κηρύξουν/ και σε μια ώρα η Ελλάς σύμπασα φώναξε “ΟΧΙ”». Ανάλογο ήταν το κείμενο του Μάρκου Αυγέρη, μετέπειτα στελέχους των ΕΑΜ/ΚΚΕ, στο περιοδικό της ΕΟΝ «Νεολαία» µε τίτλο «Εσωτερικός διάλογος». «Να ο λαός σου». Πολλοί διανοούμενοι δήλωσαν παρόντες στην «Πνευµατική Επιστράτευση». Στο «Ανώτατον Γνωμοδοτικόν Συμβούλιον της συμμετείχαν μεταξύ άλλων οι Κωστής Μπαστιάς, Αχιλλέας Κύρου, Νίκος Κιτσίκης, πρόεδρος του ΤΕΕ επί Βενιζέλου, πρύτανης του ΕΜΠ επί Μεταξά και μεταπολεμικά βουλευτής της Ε∆Α. Στα «Μέλη της Εκτελεστικής Επιτροπής επί κεφαλής τοµέων» ο Γεώργιος Σεφέρης, ο κορπορατιστής βενιζελικός Λέων Μακκάς, ο θεολόγος Νικόλαος Λούβαρις, ο Παντελής Πρεβελάκης και η Σοφία Γεδεών. Στις υπό την εποπτεία τους περιοδείες/ομιλίες συμμετείχαν µέλη της συντηρητικής διανοήσεως, όπως οι Κωνσταντίνος Τσάτσος, Ιωάννης Θεοδωρακόπουλος, Παναγιώτης Κανελλόπουλος, Στίλπων Κυριακίδης, Θρασύβουλος Βλησίδης, Νικόλαος Λούρος, Νικόλαος Εξαρχόπουλος, Αλέξανδρος Τσιριντάνης της «Χριστιανικής Ένωσης Επιστημόνων», Ιωάννης Κακριδής, Κωνσταντίνος Δημαράς µε ομιλία για «Το νόηµα της Ελευθερίας», Άγγελος Σικελιανός για «Το βαθύτερο νόημα της Πνευματικής Επιστρατεύσεως» και ο Φαίδων Κουκουλές σχετικά µε το «Διατί ενικήσαµεν και διατί θα νικήσωµεν».
Ο Μεταξάς για την 4η Αυγούστου
Σύμφωνα με τον Ιωάννη Μεταξά, «....Η Ελλάς έγινε από της 4ης Αυγούστου Κράτος αντικομμουνιστικό, Κράτος αντικοινοβουλευτικό, Κράτος ολοκληρωτικό, Κράτος με βάση αγροτική και εργατική, και κατά συνέπεια αντιπλουτοκρατικό. Δεν έχει βέβαια κόμμα ιδιαίτερο να κυβερνά. Αλλά κόμμα ήτανε όλος ο λαός, εκτός από τους αδιόρθωτους κομμουνιστάς και τους αντιδραστικούς παλαιοκομματικούς. Επομένως, αν ο Χίτλερ και ο Μουσολίνι αγωνιζότανε πραγματικά για την ιδεολογία που υψώνανε για σημαία, έπρεπε να υποστηρίζουν παντού την Ελλάδα με όλη τους τη δύναμη. Ακόμα και να ανεχότανε αν τα άμεσα συμφέροντα ή και η ανάγκη από τη γεωγραφική της θέση έφερνε την Ελλάδα κοντά στην Αγγλία. Λοιπόν, το εναντίον, η Ελλάδα έμεινε μακριά από την Αγγλία –εκτός από την απαραίτητη και αλλιώς αναγκαία φιλική σχέση. Η Ελλάδα καμιά βοήθεια ούτε έδωσε ούτε υπεσχέθη εις την Αγγλία. Επομένως η Ιταλία, που ωστόσο ανεγνώριζε την συγγένεια του ελληνικού καθεστώτος προς το δικό της, έπρεπε να είναι φιλικώτατη προς την Ελλάδα, ειλικρινά και πιστά φιλικώτατη. Και όμως ήτανε εχθρική. Από εξ αρχής εχθρική. Και στο τέλος επεζήτησε να την κατακτήση και την υποδουλώση. Για τον Χίτλερ το πράγμα δεν είναι και τόσο φανερό. Βέβαια δεν περίμενε κανείς να μεταχειριζότανε βία απάνω στην Ιταλία για να την σταματήση. Αλλά περίμενα, εγώ τουλάχιστον, ότι δεν θα είχε ευθύς εξ αρχής ξεπουλήσει την Ελλάδα στην Ιταλία σαν να ήτανε άψυχο αντικείμενο και χωρίς αξία μάλιστα. Επομένως και αυτός πηγαίνει, σχετικά με την Ελλάδα, στην κατηγορία του Μουσολίνι. Λοιπόν και ο Μουσολίνι και ο Χίτλερ απέναντι της Ελλάδος δεν ωδηγηθήκανε από κανένα από τα ιδεολογικά ελατήρια που υψώνανε ως σημαία του αγώνα των. Το εναντίον, κτυπώντας την Ελλάδα, κτυπούσανε τη σημαία αυτή....».
Ο θάνατος του
Στις 28 Ιανουαρίου 1941, ο βασιλιάς Γεώργιος Β’ προέδρευσε στο υπουργικό Συμβούλιο, ανακοινώνοντας την κατάσταση της υγείας του Μεταξά και ζήτησε από τους Υπουργούς να «παραμείνουν εις τας θέσεις των υπηρετούντες την πατρίδα». Ο Μεταξάς πέθανε στις 6:20' το πρωί της 29ης Ιανουαρίου 1941, την 94η ημέρα του πολέμου με την Ιταλία. Σύμφωνα με το ιατρικό ανακοινωθέν, που υπέγραφαν 12 Έλληνες γιατροί, ο Μεταξάς δέκα ημέρες νωρίτερα είχε παρουσιάσει φλεγμονή στον φάρυγγα. Όπως περιέγραφε το ιατρικό ανακοινωθέν, «...Παρά την έγκαιρον διάνοιξίν του, ως και την μετεγχειρητικήν κατάλληλον θεραπείαν, παρουσίασεν εν συνεχεία τοξιναιμικά φαινόμενα και επιπλοκάς, ως γαστρορραγίαν και ουρίαν και απέθανεν». Η σορός του εκτέθηκε σε λαϊκό προσκύνημα στη Μητρόπολη Αθηνών, με τιμητική φρουρά τα μέλη της Εθνική Οργάνωση Νεολαίας.
Νεκρώσιμη ακολουθία
Την ημέρα της κηδείας του Μεταξά είχαν γεμίσει ασφυκτικά όλοι οι δρόμοι της Αθήνας. Δύναμη Αστυφυλάκων προηγείτο της νεκρικής πομπής με αργό βήμα. Ακολουθούσαν στρατιωτικές μπάντες και σαλπιγκτές με τυμπανιστές της Εθνικής Οργανώσεως Νεολαίας. Μετά βάδιζαν αποσπάσματα Χωροφυλακής, Αστυνομίας και Πυροσβεστών, ένα άγημα Βασιλικού Ναυτικού, Τμήματα Νεολαίας, συμμαχικά αγήματα και ακολουθούσαν τα στεφάνια από Αρχηγούς Κρατών. ένας Αξιωματικός κρατούσε σε σκούρο μαξιλάρι τα παράσημα του και κατόπιν ανάμεσα σε διπλό στίχο πρωτοετών Ευελπίδων που έφεραν τα όπλα υπό μάλης, κινείτο ένα πυροβόλο πάνω στον κιλλίβαντα του οποίου υπήρχε το δρύινο φέρετρο του Μεταξά. Στις 18.10 και αφού εψάλλει η τελευταία δέηση, ετάφη με ομοβροντίες πυροβόλων και εμβατήρια. Την ίδια ώρα πραγματοποιήθηκαν επιμνημόσυνες δεήσεις σε όλους τους ναούς της Ελλάδος. Σε εκτέλεση επιθυμίας του ετάφη μαζί του και το σπαθί που έφερε στις εκστρατείες.
Εκδοχές θανάτου
Από τις πρώτες ημέρες μετά το θάνατό του έντονη είναι η φημολογία ότι ο Μεταξάς υπήρξε θύμα πρακτόρων ξένων δυνάμεων, καθώς στη διάρκεια της ασθένειας του, τον εξέτασαν και Βρετανοί γιατροί, ενώ πολλοί υποστηρίζουν ότι του έκαναν και ενέσεις. Ο Άγγλος ιστορικός Άντονι Μπίβορ αναφέρει «καρκίνο του λάρυγγος» στο βιβλίο του «Η Μάχη της Κρήτης». Ο γαμπρός του Μεταξά είπε στον Λερντ Άρτσερ ότι «πέθανε από συνδυασμό διαβήτη, εντερικών (μόλυνση νεφρών) και γρίπης, που οδήγησαν σε καρδιακή προσβολή», ενώ ο Στάνλεϋ Κάσον, αξιωματικός Πληροφοριών, με κώδικα 27, της Στρατιωτικής Αποστολής στην Αθήνα από τον Νοέμβριο του 1940, σημείωσε στην αναφορά του στην Μ16 ότι ο Μεταξάς πέθανε, «Έπειτα από εγχείριση αμυγδαλών..». «Αν είχαμε βάλει τον Μεταξά σε ένα νοσοκομείο στην τρίτη θέση, θα είχε ζήσει», είπε αργότερα ο Κώστας Μανιαδάκης, Υπουργός Ασφαλείας του καθεστώτος της 4ης Αυγούστου. Με τη διαθήκη του, την οποία συνέταξε στις 6 Ιουνίου 1940 στο σπίτι του στην Κηφισιά κι έγινε γνωστή το Φεβρουάριο του 1941, άφησε το σύνολο της περιουσίας του στη σύζυγο του Λέλα, μετά το θάνατο της οποίας θα περιέρχονταν στις δύο κόρες του.
Μπαντ Ντουάιερ Αμερικανός πολιτικός που αυτοκτονεί μπροστά στις κάμερες
Μπαντ Ντουάιερ
Αμερικανός πολιτικός που αυτοκτονεί μπροστά στις κάμερες
Στις αρχές της δεκαετίας του '80, ο Μπαντ Ντουάιερ ήταν ένας αξιοσέβαστος πολιτικός στην πολιτεία της Πενσυλβάνιας. Σε ηλικία 40 ετών είχε ήδη διατελέσει πολιτειακός βουλευτής και γερουσιαστής με τη σημαία του ρεπουμπλικανικού κόμματος και ετοιμαζόταν να ξεκινήσει μια νέα καριέρα στο Υπουργείο Οικονομικών της πολιτείας αυτής των ΗΠΑ, που έχει τα γεωγραφικά και δημογραφικά μεγέθη της χώρας μας.
Όμως, το 1986 η ζωή του άλλαξε δραματικά, όταν βρέθηκε αναμεμιγμένος σε ένα μεγάλο οικονομικό σκάνδαλο, που συντάραξε την πολιτεία. Κατηγορήθηκε ότι έλαβε 300.000 δολάρια, προκειμένου να διευκολύνει ένα τοπικό επιχειρηματία να αναλάβει μια εργολαβία της πολιτείας. Η περιπέτειά του ξεκίνησε από μια ανώνυμη επιστολή που έφθασε στον ρεπουμπλικάνο κυβερνήτη της Πενσυλβάνιας Ντικ Θόρνμπεργκ, μετέπειτα Υπουργό Δικαιοσύνης των ΗΠΑ. Ο Ντουάιερ από την πρώτη στιγμή διατυμπάνιζε την αθωότητά του και θεωρούσε πολιτική τη δίωξή του από ανταγωνιστές του στο κόμμα.
Ο τοπικός εισαγγελέας, στο πλαίσιο των δικονομικών παζαριών (plea bargains) που προβλέπονται στο αμερικανικό νομικό σύστημα, του πρότεινε ποινή φυλάκισης πέντε ετών, αν παραδεχόταν ότι δωροδοκήθηκε και συνέβαλε με τη συνεργασία του στην αποκάλυψη όλων των πτυχών του σκανδάλου. Ο Ντουάιερ αρνήθηκε επειδή πίστευε στην αθωότητά του. Δικάστηκε, κρίθηκε ένοχος παθητικής δωροδοκίας και καταδικάστηκε σε ποινή φυλάκισης 55 ετών και χρηματική ποινή 300.000 δολαρίων, το ποσό δηλαδή που φέρεται να ενθυλάκωσε.
Στις 22 Ιανουαρίου 1987 ο Μπαντ Ντουάιερ προγραμμάτισε συνέντευξη τύπου στην πρωτεύουσα της Πενσυλβάνιας, Χάρισμπεργκ. Οι δημοσιογράφοι υπέθεσαν ότι θα τους ανακοίνωνε την παραίτησή του από την υπηρεσία, καθώς την επομένη έπρεπε να παρουσιαστεί στη φυλακή για να εκτίσει την ποινή του. Η συνέντευξη θα επιφύλασσε απρόσμενες και τραγικές εκπλήξεις. Γύρω στις 11 το πρωί ο Ντουάιερ παρουσιάστηκε στην αίθουσα της συνέντευξης φανερά νευρικός και ταραγμένος.
Στην εισαγωγική του ομιλία υποστήριξε για μια ακόμη φορά την αθωότητά του και ανέφερε ότι δεν σκόπευε να παραιτηθεί. Στη συνέχεια διάβασε ένα προετοιμασμένο κείμενο. Χαρακτήρισε τον εαυτό του «σύγχρονο Ιώβ», κατηγόρησε τον δικαστή που εξόντωσε έναν αθώο και θεώρησε τον εαυτό του θύμα πολιτικής πλεκτάνης. Ολοκληρώνοντας, τόνισε ότι θα αναλάβει σταυροφορία για την καλυτέρευση της απονομής της δικαιοσύνης στις ΗΠΑ.
Μόλις τελείωσε την ομιλία του και χωρίς να δεχθεί ερωτήσεις από τους παριστάμενους δημοσιογράφους έβγαλε τρεις φακέλους από την τσάντα του και τους παρέδωσε σ' έναν υφιστάμενό του. Από τον τέταρτο και μεγαλύτερο φάκελλο, που κρατούσε, τράβηξε ένα Μάγκνουμ 357. Όλοι μέσα στην αίθουσα πάγωσαν. Αυτός, χωρίς να χάσει την ψυχραιμία του, τους είπε: «Όσοι δεν αντέχετε τη θέα του όπλου να βγείτε από την αίθουσα». Κάποιοι που κατάλαβαν το τι επρόκειτο να συμβεί κινήθηκαν για να τον μεταπείσουν. Μάταια όμως. Ο Ντουάιερ με μια γρήγορη κίνηση έβαλε την κάνη του Μάγκνουμ στο στόμα του και πυροβόλησε μπροστά σε πέντε τηλεοπτικές κάμερες που κάλυπταν «ζωντανά τη συνέντευξή του». Ήταν θέμα δευτερολέπτων να πιστοποιηθεί ο θάνατός. Η εικόνα που παρουσίαζε το πρόσωπό του δεν άφηνε καμία αμφιβολία περί του αντιθέτου.
Οι θεατές των πρωινών εκπομπών είδαν σε απευθείας μετάδοση την αυτοκτονία. Ανάμεσα τους και πολλά παιδιά, καθώς εκείνη την ημέρα τα σχολεία της πολιτείας ήταν κλειστά, λόγω χιονοθύελλας. Η αυτοκτονία Ντουάιερ δημιούργησε μείζον δημοσιογραφικό πρόβλημα και καταστάσεις διλημματικού χαρακτήρα. Τα τηλεοπτικά κανάλια θα έπρεπε να δείξουν ή να μην δείξουν την αποτρόπαια σκηνή και αν ναι με ποιο τρόπο. Η λύση που δόθηκε από τους αρχισυντάκτες στα απογευματινά και βραδινά δελτία ειδήσεων περιλάμβανε όλους τους δυνατούς συνδυασμούς. Πάντως, έγκυροι καθηγητές δημοσιογραφίας που κλήθηκαν να σχολιάσουν το γεγονός, υποστήριξαν ότι οι υπεύθυνοι των τηλεοπτικών δελτίων ειδήσεων θα πρέπει να είναι πάντα προετοιμασμένοι να πάρουν κρίσιμες αποφάσεις μέσα σε δευτερόλεπτα και καλό θα είναι να δίνουν προτεραιότητα στον ψυχολογικό αντίκτυπο που θα έχει η παρουσίαση της είδησης στο κοινό και να μην έχουν γνώμονα το κυνήγι της πρωτιάς και της τηλεθέασης.
Όσον αφορά στα επακόλουθα της αυτοκτονίας Ντουάιερ, οι τρεις φάκελλοι που άφησε ο αυτόχειρας πολιτικός προορίζονταν ο ένας για την οικογένειά του, όπου ανέφερε και τους λόγους της αυτοκτονίας του, ο δεύτερος περιείχε μία κάρτα δωρητή σώματος και ο τρίτος ένα γράμμα για τον νεοεκλεγέντα κυβερνήτη της πολιτείας. Αργότερα, ένας φίλος του Ντουάιερ αποκάλυψε ότι ο λόγος της αυτοκτονίας του ήταν η δυνατότητα που θα έδινε στην οικογένειά του να ευεργετηθεί από το συνταξιοδοτικό του πρόγραμμα και να αντεπεξέλθει στα υπέρογκα δικηγορικά έξοδα της δικαστικής του περιπέτειας.
Σαλβαντόρ Νταλί, ένας σταθμός για την τέχνη του 20ου αιώνα
Σαλβαντόρ Νταλί (Salvador Dali)
Ο Σαλβαδόρ Νταλί (πλήρες όνομα: Salvador Felip Jacint Dalí Domènech) (Φιγέρες, 11 Μαΐου 1904 — Φιγέρες, 23 Ιανουαρίου 1989) ήταν ένας από τους σημαντικότερους Ισπανούς ζωγράφους. Συνδέθηκε με το καλλιτεχνικό κίνημα του υπερρεαλισμού, στο οποίο ανήκε για ένα διάστημα. Αποτελεί έναν από τους πιο γνωστούς ζωγράφους του 20ου αιώνα και μια πολύ εκκεντρική φυσιογνωμία της σύγχρονης τέχνης.
Ο Σαλβαντόρ Νταλί γεννήθηκε στις 11 Μαίου 1904 στη μικρή πόλη Figueras της Καταλωνίας. Ο Νταλί πέρασε την παιδική του ηλικία στο Figueras καθώς και στo εξοχικό σπίτι της οικογένειας Νταλί κοντά στο ψαράδικο χωριό Cadaques, όπου οι γονείς του έχτισαν το πρώτο του στούντιο. Τα παιδικά και εφηβικά του χρόνια θα επηρεάσουν σημαντικά την κατοπινή του εξέλιξη. Ο Νταλί αγάπησε με πάθος τα τοπία της νεότητάς του, τα μελαγχολικά αυτά τοπία που συναντάμε σαν άμεση παρουσία στους πίνακες του. Η σχέση του Σαλβαδόρ με την οικογένεια του ήταν καθοριστικής σημασίας για τη διαμόρφωση της καλλιτεχνικής του προσωπικότητας.
Η καλλιτεχνική του δεινότητα άρχισε να διαμορφώνεται στην Ακαδημία Καλών Τεχνών της Μαδρίτης και κάτω από την επίδραση της Ιταλικής Μεταφυσικής Σχολής. Εκείνη την εποχή, o Νταλί θα ζωγραφίσει τα πρώτα του κυβιστικά έργα. Σύντομα η Ακαδημία θα του φανεί πολύ συντηρητική. Το κίνημα του ιμπρεσιονισμού και οι νέες αναζητήσεις θα τον οδηγήσουν σε άλλους χώρους, εκεί όπου θα συνδεθεί με όλους τους επαναστάτες δημιουργούς της εποχής: Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα, Λουί Μπουνιουέλ, Πέντρο Γκαρθίας, Ευγένιο Μοντέζ και Ραφαέλ Μπαράντες.
Αυτή η πρώτη περίοδος, γνωστή ως «πρώιμη περίοδος», περιλαμβάνει έργα που ανήκουν σε διάφορα καλλιτεχνικά στυλ: ιμπρεσσιονιστικά, κυβιστικά , ακαδημαϊκές μελέτες και ρεαλιστικές εργασίες πάνω στο γερμανικό Μπαρόκ.
Σουρρεαλιστική περίοδος (1929-40)
Το 1929, ο Νταλί γίνεται δεκτός στην ομάδα των σουρεαλιστών, της οποίας ηγείτο ο Αντρέ Μπρετόν. Εκείνη τη χρονιά ο Νταλί γνωρίζει τη Γκαλά Ελυάρ, την τότε σύζυγο του ποιητή Πωλ Ελυάρ, η οποία γίνεται η μούσα του, πηγή έμπνευσης που ενσαρκώνει γι΄ αυτόν τα πάντα.
Σύντομα ο Νταλί γίνεται ένας ηγέτης του σουρεαλιστικού κινήματος, το οποίο υποστήριζε τη σημασία του υποσυνειδήτου και της ελεύθερης έκφρασης της φαντασίας, όπως εκφράζεται στα όνειρα, ελεύθερη από τον έλεγχο κάθε λογικής αιτιότητας. Το έργο του «Η αντίσταση της μνήμης» εξακολουθεί να είναι ένα από τα πιο φημισμένα σουρεαλιστικά έργα. Ωστόσο, γύρω στα μέσα της δεκαετίας του ΄30, οι σχέσεις του Νταλί με τους σουρεαλιστές άρχισαν να χαλάνε- έστω κι αν ο Νταλί πήρε μέρος στη Διεθνή Σουρεαλιστική Έκθεση του Παρισιού- και από το 1939 διακόπηκαν οριστικά Οι λόγοι αυτής της αμοιβαίας αποξένωσης ήταν ότι, παρά την απόλυτη σύμπτωση ενδιαφερόντων σε ορισμένα σημεία (την υιοθέτηση των απόψεων του Φρόυντ κι ορισμένων πλευρών της ψυχαναλυτικής θεωρίας, καθώς και την πίστη στο ελεύθερο παιχνίδι της άλογης φαντασίας) οπωσδήποτε υπήρχαν από την αρχή σημεία διαφωνίας. Ο Νταλί πάντα αδιαφορούσε για τους πολιτικούς στόχους των σουρεαλιστών. Επίσης, ο ίδιος ο Νταλί άλλαξε σημαντικά στη διάρκεια της δεκαετίας του ΄30, κινούμενος προς ένα νέο στυλ, που έγινε γνωστό ως «κλασική περίοδος»
Από το 1941 Νταλί αφήνει πίσω το σουρεαλιστικό του στυλ, για μία πιο παγκόσμια καλλιτεχνική δήλωση.Tο ενδιαφέρον του μετατοπίζεται από την προσωπική παρατήρηση σε παγκόσμια θέματα, και συναρπάζεται από τη θρησκεία και τη σύγχρονη επιστήμη. Ο Νταλί στρέφεται στην Κλασική και την Αναγεννησιακή τέχνη για να εμπνευστεί, ενώ προσμένει με χαρά τις επιστημονικές ανακαλύψεις που έρχονται στο φως τη δεκαετία του 50. Ήθελε να είναι ο εκπρόσωπος της ατομικής εποχής, να ενώσει τις ανακαλύψεις της μοντέρνας επιστήμης με τη θρησκεία και το μυστικισμό.
Στη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, ο Νταλί και η Γκαλά εγκαταστάθηκαν στις ΗΠΑ.Η περίοδος αυτή ήταν πολύ σημαντική για τον καλλιτέχνη. Εδώ ο Νταλί άρχισε να ζωγραφίζει μία σειρά από πορτραίτα της κοινωνικής ζωής. Το 1941 γράφει την αυτοβιογραφία του «Η Μυστική Ζωή του Σαλβαντόρ Νταλί».
Καθώς ο Νταλί απομακρύνθηκε από το σουρεαλισμό στη διάρκεια της κλασικής του περιόδου, άρχισε να ζωγραφίζει τις σειρές έργων που περιλαμβάνουν σύγχρονα γεγονότα, την ισπανική του κληρονομιά, επιστημονικά, ιστορικά και θρησκευτικά θέματα. Ανάμεσα στα πιο γνωστά από αυτά είναι: «Το Γεωπολιτικό Παιδί παρακολουθώντας τη γέννηση του Νέου Ανθρώπου», «Η ανακάλυψη της Αμερικής από το Χριστόφορο Κολόμβο» και «ο Παραισθησιογόνος Ταυρομάχος», που βρίσκονται στο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης της Νέας Υόρκης.
Το 1974, ο Νταλί εγκαινιάζει το Τeatro Museo στο Figueras. Ακολούθησαν εκθέσεις στο Παρίσι και το Λονδίνο. Μετά το θάνατο της συζύγου του Γκαλά, το 1982, η υγεία του άρχισε να καταρρέει. «Θα επιστρέφω στις έννοιες της χειμερίας νάρκης και της μετεμψύχωσης , που με απασχολούν και με πλημμυρίζουν με ένα συναίσθημα παρηγοριάς.» είχε γράψει στη Μυστική Ζωή πολύ πριν.
Ο Νταλί πέθανε στις 23 Ιανουαρίου του 1989 μετά από καρδιακό επεισόδιο.
Σαν καλλιτέχνης, ο Νταλί δεν περιορίζεται σε ένα συγκεκριμένο στυλ ή μέσο καλλιτεχνικής έκφρασης. Το σύνολο της δημιουργίας του, από τα πρώτα ιμπρεσσιονιστικά, , περνώντας μέσα από τα σουρεαλιστικά και φθάνοντας ως τα έργα της κλασικής του περιόδου, αναδεικνύει ένα διαρκώς εξελισσόμενο καλλιτέχνη. Ο Νταλί εργάστηκε με όλα τα μέσα, αφήνοντας πίσω του ένα πλούσιο υλικό, αποτελούμενο από ελαιογραφίες, σχέδια, υδατογραφίες, γραφικά, κοσμήματα και αντικείμενα κάθε είδους.. Η υπεροχή του ως δημιουργός-καλλιτέχνης είναι φανερή. Ο Νταλί ήταν ένας έξοχος ζωγράφος.
Ο ίδιος ο Νταλί έλεγε για το έργο του: «Η δουλειά μου δεν είναι παρά μια αντανάκλαση, αυτών που καταφέρνω, αυτών που γράφω και σκέφτομαι. Όλη η ζωγραφική μου είναι ένα ψήγμα της συνολικής κοσμογονίας μου».
«Θέλω να δω και να καταλάβω τις δυνάμεις και τους κρυφούς νόμους των πραγμάτων. Για να διεισδύσω στην καρδιά των πραγμάτων ξέρω από διαίσθηση ότι κατέχω ένα εξαιρετικό όπλο: το μυστικισμό». «Διεισδύω όλο και περισσότερο στη συμπυκνωμένη μαγεία του σύμπαντος».
Στο άρθρο του «Οι πίνακες μου στο φθινοπωρινό σαλόνι», ο Νταλί υποστήριζε ότι προσπαθούσε να ζωγραφίζει με τον πιο φυσικό τρόπο κι ότι ήταν ακατανόητοι μόνο σε όσους έχουν χάσει την ικανότητα να παρατηρούν απλά τη φύση. «Το να ξέρει κανείς πώς να κοιτάξει ένα αντικείμενο με τα μάτια του νου ισοδυναμεί με το να το βλέπει με τη μεγαλύτερη δυνατή αντικειμενικότητα. Οι άνθρωποι όμως δε βλέπουν παρά στερεότυπες εικόνες των πραγμάτων, απλές σκιές αδειασμένες από οποιαδήποτε έκφραση, απλά φαντάσματα των πραγμάτων, ενώ θεωρούν χυδαία και φυσιολογικά όλα εκείνα που συνηθίζουν να βλέπουν καθημερινά, όσο θαυμαστά και εκπληκτικά κι αν είναι αυτά. Βλέπω σημαίνει επινοώ.»
Για τον Νταλί οι εικόνες ήταν μάλλον ένα είδος ονείρων που βλέπει κανείς όταν είναι ξύπνιος και που εμφανίζονται ήδη σχηματισμένα. Το θέμα γι΄ αυτόν ήταν να μεταφερθούν αυτά στο μουσαμά και με αυτή την έννοια έβλεπε το ρόλο του σαν ένα είδος διαμεσολαβητή, ένα είδος μέντιουμ.(Η έννοια του μέντιουμ και οι ανάλογες τεχνικές όπως για παράδειγμα, η κατάσταση της αυτοπροκαλούμενης έκστασης, είχαν παίξει άλλωστε σημαντικό ρόλο στους πρώτους σουρεαλιστικούς πειραματισμούς).
Ο Νταλί ήταν ριζικά αντίθετος στη διάκριση της επιστημονικής από τα άλλα είδη ανθρώπινης γνώσης. Σε μία συνέντευξή του που δημοσιεύτηκε το 1976 στο περιοδικό Le Sauvage έλεγε: «Η πρόοδος των επιστημών είναι κολοσσιαία. Ακόμη και ο Αύγουστος Κοντ δεν μπορούσε να την έχει προβλέψει. Από πνευματική ωστόσο άποψη, ζούμε στο χαμηλότερο στάδιο του πολιτισμού. Έχει δημιουργηθεί πραγματικό χάσμα ανάμεσα στη φυσική και τη μεταφυσική. Ζούμε σε συνθήκες μιας τερατώδους ανάπτυξης της εξειδίκευσης, χωρίς καμιά σύνθεση». Ο Νταλί όχι μόνο επιδίωκε ο ίδιος μία τέτοια σύνθεση, αλλά κι έκανε αυτή την προσπάθεια ένα από τα βασικά στοιχεία του έργου του. Η συχνή χρήση από μέρους του θρησκευτικών θεμάτων σε όλη αυτή την περίοδο, αποτελεί μέρος της στρατηγικής του να επανεισάγει τη μεταφυσική στη φυσική. Στην «Αντι-πρωτονική ανάληψη» συναντάμε μία συγχώνευση των θεωριών της πυρηνικής φυσικής και του μυστικισμού του Νταλί.
Οι ανακαλύψεις των πυρηνικών φυσικών σχετικά με τη δομή της ύλης , «αξιοποιήθηκαν» άμεσα από το Νταλί. Η γενική έννοια της διαιρετότητας της ύλης, εμφανίζεται συχνά με διάφορες μορφές στη ζωγραφική του Νταλί αυτής της περιόδου. Το «Εκρηγνυόμενο ραφαηλικό κεφάλι», η «Παναγία του Port Lligat» αποτελούν ενδιαφέροντα παραδείγματα. Στο Μανιφέστο της αντι-ύλης ο Νταλί έγραφε: «Θέλω να βρω ένα τρόπο να μεταφέρω στα έργα μου την αντι-ύλη. Είναι θέμα εφαρμογής μιας νέας εξίσωσης που διατύπωσε ο Δρ. Χάιζενμπεργκ, η οποία μπορεί να δώσει τον τύπο της ενότητας της ύλης».
Στην «Εμμονή της μνήμης», τα εύκαμπτα ρολόγια αποτελούν ένα ασύνειδο σύμβολο της σχετικότητας του χώρου και του χρόνου, ένα σουρεαλιστικό στοχασμό πάνω στην κατάρρευση των αντιλήψεών μας για μία σταθερή κοσμική τάξη πραγμάτων, «από τη στιγμή που η θεωρία της σχετικότητας εκθρόνισε το χρόνο, επαναφέροντάς τον στο σχετικό του ρόλο, όπως αυτός είχε καθοριστεί από τον Ηράκλειτο»
Ένα μεγάλο μέρος από τα κοσμήματα του Νταλί είναι αφιερωμένο σε θρησκευτικά θέματα, με τους πολύτιμους λίθους και τα μέταλλα να έχουν συμβολικές προεκτάσεις: ο σταυρός από αγγέλους, για παράδειγμα, συμβολίζει «την πραγματεία της ύπαρξης, τη βαθμιαία μετάβαση από το επίπεδο του μετάλλου στον άγγελο», με κάθε φάση να αντιπροσωπεύεται και από έναν ιδιαίτερο πολύτιμο λίθο ή υλικό: «Ο λάπις λάζουλι είναι τα μέταλλα. Ο κοραλένιος σταυρός - το Δέντρο της Ζωής - είναι ο κόσμος των φυτών. Ο ρυθμός των αγκαθιών αντιπροσωπεύει τον κόσμο των ζώων-Το τοπάζι είναι η πύλη του ναού-»
Ο Νταλί θεωρούσε τα ιστορικά γεγονότα της εποχής μας σαν φαινόμενα ανάλογα με έναν γεωλογικό κατακλυσμό. Πίστευε ότι δεν μπορούσε να αποτρέψει κανείς την αλλαγή, την οποία θεωρούσε απαραίτητη για να μπορεί να αποκαλυφθεί η πραγματική δύναμη της παράδοσης. Έβλεπε τον Εμφύλιο Πόλεμο σαν μία συμβολική πόλωση ανάμεσα σε θεμελιακές και ενστικτώδεις δυνάμεις, ανάμεσα στο θάνατο και την πίστη, την επανάσταση και την παράδοση. Το «Προμήνυμα εμφυλίου πολέμου» και «Το πρόσωπο του πολέμου» εκφράζουν τη στάση του Νταλί απέναντι σε αυτά τα γεγονότα.
Υπέρμαχος μιας πολιτιστικής επανάστασης που εμψυχώνει μόνο το πνεύμα, που είναι κύριος του χώρου και του χρόνου, αφού όπως γράφει στο «Η πολιτιστική μου επανάσταση», «οι πιο ωραίες και οι πιο βαθιές πολιτιστικές επαναστάσεις, έγιναν δίχως τη στασιαστική βία», δίνοντας στο παρελθόν το μέσο να κυκλοφορήσει μες στο μέλλον. Στην Πολιτιστική Επανάσταση υποστηρίζει ότι πρέπει να στραφούν προς τα πάνω οι πνευματικές λειτουργίες της κοινωνίας, να επανοδηγηθούν προς την ουράνια, υπερβατική και νόμιμη πηγή. Πρέπει να ξεπροβάλλει μία αριστοκρατία του πνεύματος, υποστηρίζει ο Νταλί.
Στη Μυστική Ζωή σε ένα απόσπασμα ο Νταλί γράφει:
«Ο αγώνας μου, ενάντια στην ομοιομορφία για την ποικιλία, ενάντια στην ισοπέδωση για την ιεραρχία, ενάντια στην πολιτική για τη μεταφυσική, ενάντια στην επανάσταση για την παράδοση, ενάντια στο σκεπτικισμό για την Πίστη.»
Πίστευε ότι: «Ο παράδεισος βρίσκεται ακριβώς στο κέντρο του στήθους του ανθρώπου που έχει πίστη».
Στο βιβλίο του «Τα Κατά Νταλί Πάθη», ο καλλιτέχνης αναφέρει χαρακτηριστικά: Για ένα μυστικιστή σαν εμένα, ο άνθρωπος είναι ύλη που με τη βοήθεια της αλχημείας της τέχνης μπορεί να μετατραπεί σε χρυσάφι.»Για το Νταλί, αυτός είναι ο σκοπός της τέχνης, αυτός είναι ο σκοπός της καλλιτεχνικής του δημιουργίας. Αυτά τα πιστεύω ενέπνευσαν και αποτυπώθηκαν στα έργα του. Η απαράμιλλη διορατικότητα και η συμβολική περιπλοκότητα στο έργο του το καθιστά για πάντα ένα σταθμό για την τέχνη του 20ου αιώνα.
Βικτώρια Βασίλισσα του Ηνωμένου Βασιλείου
Βικτώρια
Βασίλισσα του Ηνωμένου Βασιλείου
Η Αλεξανδρίνα Βικτώρια (Alexandrina Victoria) (24 Μαΐου 1819 – 22 Ιανουαρίου 1901) ήταν Βασίλισσα του Ηνωμένου Βασιλείου Μεγάλης Βρετανίας και Ιρλανδίας και Αυτοκράτειρα των Ινδιών. Η περίοδος της βασιλείας της διήρκεσε εξήντα τρία χρόνια και κατείχε τον τίτλο της πλέον μακροχρόνιας στην ιστορία της Γηραιάς Αλβιόνας, ώσπου στις 10 Σεπτεμβρίου 2015 την ξεπέρασε σε χρόνια εξουσίας η Βασίλισσα Ελισάβετ Β'.
Γενεαλογικά είχε, σχεδόν εξ ολοκλήρου, γερμανική καταγωγή και ήταν η τελευταία εκπρόσωπος στο βρετανικό θρόνο του Βασιλικού Οίκου του Αννοβέρου (Hannoveraner). Ο διάδοχός της, υιός της, Εδουάρδος Ζ΄, ανήκε στο Βασιλικό Σάξεν-Κόμπουργκ και Γκότα (Sachsen-Coburg und Gotha).
Η Βικτώρια ήταν η πρώτη Βρετανή μονάρχης που είδε το όνομά της να δίνεται στη χρονική περίοδο της βασιλείας της ενόσω βρισκόταν ακόμη στη ζωή. Μέσα στο διάστημα, που χαρακτηρίζεται ως Βικτωριανή Εποχή, με την έκρηξη της βιομηχανικής επανάστασης και τη σημαντική εδαφική επέκταση της Βρετανικής Αυτοκρατορίας άλλαξαν ριζικά οι οικονομικές και κοινωνικές δομές του Ηνωμένου Βασιλείου.
Μεταξύ των μεγάλων επιτευγμάτων της μοναρχίας της συγκαταλέγονται η θεσμική μεταρρύθμιση προς μια συνταγματικότερη μορφή πολιτεύματος και η επέκταση της Αυτοκρατορίας, η οποία έφτασε στο απόγειο της δύναμής της, διπλασιαζόμενη σε μέγεθος με την προσάρτηση των Ινδιών, της Αυστραλίας, του Καναδά και εδαφών της Αφρικής και του Νότιου Ειρηνικού.
Τα πρώτα χρόνια
Η Βικτώρια γεννήθηκε στο Παλάτι του Κένσιγκτον στις 24 Μαΐου 1819 και ήταν το μοναδικό παιδί του Πρίγκιπα Εδουάρδου Αυγούστου, Δούκα του Κεντ και του Στράδερν (Edward Augustus, Duke of Kent and Strathearn), τέταρτου γιου του Βασιλιά Γεωργίου Γ΄, και της Βικτώριας Μαρίας Λουΐζας, Πριγκίπισσας του Σάξεν-Κόμπουργκ-Σάαλφελντ και Δούκισσας της Σαξονίας (Victoria von Sachsen-Coburg-Saalfeld). Ο μεγαλύτερος αδερφός του Εδουάρδου, Πρίγκιπας – Διάδοχος Γεώργιος είχε και αυτός μόνο μία κόρη, την πριγκίπισσα Καρλότα, η οποία, όμως, είχε πεθάνει δύο χρόνια πριν, δημιουργώντας ιδιαίτερη ανησυχία στη βασιλική οικογένεια λόγω της έλλειψης απογόνων μεταξύ των δώδεκα παιδιών του Γεωργίου Γ΄.
Η βάπτισή της τελέσθηκε από τον Αρχιεπίσκοπο του Καντέρμπουρι στην Αίθουσα του Θόλου στο Κένσιγκτον και, παρά την αρχική επιθυμία των γονιών της να ονομαστεί Γεωργιάνα Καρλότα Αυγούστα Αλεξανδρίνα Βικτώρια, μετά από την παρέμβαση του Διαδόχου Γεωργίου, ο οποίος δεν επιθυμούσε να λάβει το δικό του όνομα ή αυτό της νεκρής κόρης του, κατέληξαν στα ονόματα Αλεξανδρίνα Βικτώρια, προκειμένου να τιμήσουν, με το πρώτο, τον Αυτοκράτορα πασών των Ρωσιών Αλέξανδρο Α΄, ο οποίος ήταν ένας από τους αναδόχους.
Ο πατέρας της πέθανε από πνευμονία οκτώ μήνες μετά τη γέννησή της και έξι μέρες αργότερα κατέληξε και ο παππούς της Βασιλιάς Γεώργιος, τον οποίο διαδέχθηκε ο Πρίγκιπας της Ουαλίας ως Βασιλιάς Γεώργιος Δ΄. Ύστερα από αυτούς τους δύο θανάτους η Βικτώρια βρέθηκε δεύτερη στη σειρά διαδοχής του Θρόνου έπειτα από το θείο της Γουλιέλμο.
Μετά το θάνατο του συζύγου της η μητέρα της Βικτώριας, Μαρία Λουΐζα, ανέπτυξε σχέσεις με τον Ιρλανδό αξιωματικό Σερ Τζον Κονρόι (Sir John Conroy). Η συμπεριφορά του Κονρόι προς τη νεαρή πριγκίπισσα ήταν ιδιαίτερη τρυφερή αναπληρώνοντας έτσι την πατρική απουσία.
Η Βικτώρια σε νεανική ηλικία
Ο συγγραφέας Α.Ν. Ουίλσον, μάλιστα, υποστηρίζει στο βιβλίο του "The Victorians" ότι η σχέση του Κονρόι με τη Μαρία Λουΐζα ήταν πολύ προγενέστερη και πως αυτός ήταν ο πραγματικός πατέρας της Βικτωρίας. Η άποψη αυτή στηρίχθηκε στην εξέταση των οικογενειακών ιατρικών αρχείων και τη διαπίστωση πως η ασθένεια πορφυρία (μια κληρονομική δυσλειτουργία στην ικανότητα μεταβολισμού του οργανισμού) απασχολούσε παλαιότερα τη βασιλική οικογένεια αλλά σύμφωνα με τα υπάρχοντα στοιχεία η Βασίλισσα Βικτώρια δεν έπασχε από κάτι παρόμοιο και η δυσλειτουργία αυτή δεν πέρασε στους απογόνους της. Ο Ουίλσον γράφει ακόμα στο βιβλίο του ότι η Βασίλισσα Βικτωρία ήταν φορέας της νόσου της αιμοφιλίας, ασθένεια η οποία δεν καταγράφεται στα ιατρικά αρχεία της μητέρας της ούτε στα ιατρικά στοιχεία δεκαεπτά προγενεστέρων γενεών. Το γεγονός αυτό οδηγεί τον συγγραφέα στο συμπέρασμα ότι κληρονόμησε την αιμοφιλία από τον Κονρόι.
Τα πρώτα της χρόνια η Βικτώρια μιλούσε μόνο γερμανικά εξ αιτίας της καταγωγής της μητέρας της. Στην ηλικία των τριών άρχισε να διδάσκεται αγγλικά και εν συνεχεία έμαθε ιταλικά, αρχαία ελληνικά, λατινικά και γαλλικά. Επίσημος δάσκαλός της ήταν ο Αιδεσιμότατος Τζορτζ Ντέιβυς (George Davys). Ο φόβος της μητέρας της για πιθανή δολοφονία της Βικτώριας από τους αδελφούς του πατέρα της, με σκοπό να ανέβουν στη σειρά διαδοχής, οδήγησε σε αυξημένα μέτρα προστασίας της. Ακόμη και στην αίθουσα διδασκαλίας συνοδευόταν πάντα από φρουρό.
Στις 26 Ιουνίου 1830 πέθανε ο Γεώργιος Δ΄ και τον διαδέχτηκε ο αδελφός του Γουλιέλμος ενώ η Βικτώρια ονομάστηκε Πριγκίπισσα – Διάδοχος. Η εύθραυστη υγεία του νέου μονάρχη τον έκανε να ανησυχεί για την περίπτωση που η ανιψιά του ανελάμβανε βασιλικά καθήκοντα πριν την ενηλικίωσή της, φοβούμενος την επιρροή του Κονρόι επάνω της. Ο ίδιος, μετά το θάνατο των δύο παιδιών του, δεν είχε νόμιμους διαδόχους, αν και απέκτησε άλλα δέκα νόθα παιδιά με την ερωμένη του Ντόροθυ Τζόρνταν (Dorothy Jordan). Για την αποφυγή του φαινομένου της ακυβερνησίας, το Κοινοβούλιο ψήφισε την "Πράξη περί Αντιβασιλείας του 1831", διά της οποίας θα οριζόταν Αντιβασίλισσα η μητέρα της Βικτωρίας, εάν κατά την ανάληψη των καθηκόντων της η δεύτερη δεν είχε συμπληρώσει το δέκατο όγδοο έτος.
Η άνοδος στον Θρόνο
Στις 20 Ιουνίου 1837, είκοσι επτά ημέρες μετά την ενηλικίωση της Βικτωρίας, ο θείος της, Βασιλιάς Γουλιέλμος Δ΄, πέθανε. Το γεγονός της ανήγγειλαν ο Αρχιεπίσκοπος του Καντέρμπουρι και ο Αυλάρχης Μαρκήσιος του Κόνινχαμ (Conyngham), καλώντας τη να αναλάβει την ανώτατη αρχή της Αυτοκρατορίας. Η ίδια σημείωνε στο ημερολόγιό της την ημέρα εκείνη: "Είμαι πολύ νέα και σε πολλά, αν όχι σε όλα, άπειρη αλλά είμαι σίγουρη πως πολύ λίγοι έχουν πιότερη αληθινή καλή πρόθεση και περισσότερο αληθινό πόθο να πράξουν ό,τι είναι καλό και δίκαιο, απ’ ότι έχω εγώ".
Η απόδοση του βρετανικού στέμματος στη Βικτωρία έσπασε τη μακροχρόνια παράδοση, που ήθελε τον Βρετανό μονάρχη να αναλαμβάνει και τη διακυβέρνηση του Βασιλείου του Αννοβέρου. Αυτή η μικρή μοναρχία κυβερνάτο βάσει του παλαιού φραγκικού Σαλικού Νόμου (Lex Salica), ο οποίος προέβλεπε την ανάδειξη μόνο ανδρών ηγεμόνων. Έτσι, τη διακυβέρνηση ανέλαβε ο θείος της Βικτωρίας, Δούκας του Κάμπερλαντ, ως Ερνέστος Αύγουστος Α΄ του Ανοβέρου (Ernst August I., Konig von Hannover).
Η νεαρή Βασίλισσα με την άνοδό της στο Θρόνο θέλησε να αποκοπεί από την επιρροή της μητέρας της και του Κονρόι. Οι αρχικά τρυφερές της σχέσεις με τον άτυπο πατριό της είχαν ψυχρανθεί, επειδή αντιλήφθηκε την προσπάθειά του να εκμεταλλευτεί τα προνόμια του αξιώματός της. Το μένος της εναντίον του οδήγησε και σε ένα από τα μεγαλύτερα σκάνδαλα της βασιλείας της, όταν κατηγόρησε κάποια Κυρία επί των τιμών, που παρουσίαζε συμπτώματα εγκυμοσύνης, ότι είναι παλλακίδα του. Εν τέλει αποδείχθηκε πως η νεαρή κοπέλα έπασχε από θανατηφόρο νόσημα και η Βικτωρία μετάνιωσε για την άκριτη επίθεσή της. Έπειτα από αυτό το γεγονός ο Κονρόι διέκοψε το δεσμό του με τη Μαρία Λουΐζα και εγκατέλειψε τη χώρα.
Αποκλεισμένη από το στενό βασιλικό περιβάλλον παρέμεινε και η μητέρα της Βικτωρίας μέχρι και τη γέννηση της πρώτης εγγονής της. Τότε μόνο, με την κατευναστική παρέμβαση του Πρίγκιπα Αλβέρτου, έγινε δυνατό να αποκατασταθούν οι σχέσεις των δύο γυναικών.
Κυρίαρχο πολιτικό κόμμα την περίοδο εκείνη στο Ηνωμένο Βασίλειο ήταν οι Ουΐγοι και Πρωθυπουργός ο Ουίλιαμ Λαμπ, 2ος Υποκόμης του Μέλμπουρν (William Lamb, 2nd Viscount Melbourne). Ο Υποκόμης έδειξε στη Βασίλισσα πατρική αγάπη, οφειλόμενη εν μέρει στον πρόσφατο χαμό του γιου του, και αυτή τον περιέβαλε από την πρώτη στιγμή με σεβασμό και αφοσίωση. Η συνεργασία τους, όμως, στην κορυφή της εξουσίας δε διήρκεσε για πολύ αδιατάρακτη. Η αδυναμία του Λαμπ να αντιμετωπίσει τις ανταρσίες στον Καναδά και τη Τζαμάικα οδήγησαν σε παραίτηση την κυβέρνησή του τον Μάιο του 1839, και ο Ρόμπερτ Πηλ (Robert Peel), επικεφαλής του κόμματος των Τόρυς, κλήθηκε να σχηματίσει κυβέρνηση.
Τότε ξέσπασε η "Κρίση του Ευναστηρίου", κατόπιν της άρνησης της Βασίλισσας να αποδεχθεί την πρόταση του Πηλ να αποπέμψει όσες βασιλικές ακολούθους ανήκαν πολιτικά στους Ουΐγους, αντικαθιστώντας τες με προσκείμενες στους Τόρυς. Η πρόταση έγινε επειδή ο Πιλ έβλεπε πως η κυβέρνηση, που θα σχημάτιζε, θα στηριζόταν σε μειοψηφία στη Βουλή των Κοινοτήτων και χρειαζόταν ένα σημείο εμπιστοσύνης από τη Βικτωρία. Η κρίση κατέληξε στην ανάκληση της παραίτησης του Λαμπ και την παραμονή του στην κεφαλή της κυβέρνησης μέχρι το 1841.
Ο γάμος με τον Αλβέρτο
Ο πρώτος εξάδελφος της Βικτώριας, Πρίγκιπας Αλβέρτος, νεότερος γιος του Δούκα του Σάξεν-Κόμπουργκ και Γκότα επισκέφθηκε το Λονδίνο το 1839. Εκεί συναντήθηκε για δεύτερη φορά με τη Βικτώρια και μεταξύ τους δημιουργήθηκε ειδύλλιο, το οποίο σύντομα κατέληξε σε πρόταση της Βασίλισσας να γίνει σύζυγός της.
Η οικογένεια της Βικτωρίας και του Αλβέρτου
Ο γάμος πραγματοποιήθηκε στις 10 Φεβρουαρίου 1840 στο βασιλικό παρεκκλήσι των Ανακτόρων του Αγίου Ιακώβου, ενώ τέσσερεις μέρες πριν η Βικτώρια είχε παραχωρήσει στο μέλλοντα σύζυγό της το προνόμιο να προσφωνείται ως η "Αυτού Βασιλική Υψηλότητα".
Το βασιλικό ζεύγος το 1854
Ο Αλβέρτος δεν έγινε ιδιαίτερα δημοφιλής στο βρετανικό λαό και αυτός ήταν ο κύριος λόγος που δεν του παραχωρήθηκε ο τίτλος του Πρίγκιπα Βασιλικού Συζύγου (Prince Consort) παρά στα 1857. Η επιρροή του, όμως, στη Βασίλισσα ήταν τεράστια και παραμέρισε οποιαδήποτε άλλη, συμπεριλαμβανομένης και αυτής του Υποκόμη Λαμπ, ο οποίος και εγκατέλειψε οριστικά την πρωθυπουργία, κατόπιν της εκλογικής ήττας των Ουΐγων το 1841.
Μετά το γάμο της η Βασίλισσα Βικτώρια ενδιαφέρθηκε για την εξακρίβωση του ιδιαιτέρου επωνύμου του συζύγου της μέσα στον ευρύτερο Οίκο του Δουκάτου του Σάξεν-Κόμπουργκ και Γκότα. Εκείνη την εποχή το Δουκάτο κυβερνούσε η Δυναστεία των Ουέτιν (Wettinische Dynastie) του κλάδου των Ερνεστάιν (Ernestinische Linie) και η γραμματεία της την πληροφόρησε ότι το επινύμφειο επώνυμό της ήταν Ουέτιν (Wettin ή von Wettin).
Το ζευγάρι απέκτησε εννέα παιδιά, οι γάμοι των οποίων με άλλα μέλη ευρωπαϊκών βασιλικών οίκων υπήρξαν η αιτία να αποδοθεί στη Βικτωρία το προσωνύμιο η Γιαγιά της Ευρώπης.
Στις 10 Ιουνίου 1840, ευρισκόμενη μέσα σε ανοιχτή άμαξα μαζί με τον Αλβέρτο, και ενώ διήνυε την πρώτη εγκυμοσύνη της, δέχθηκε δολοφονική επίθεση από τον δεκαοκτάχρονο Έντουαρντ Όξφορντ (Edward Oxford) στο Constitution Hill. Ο νεαρός καταδικάστηκε για εσχάτη προδοσία σε θάνατο, αλλά η ποινή του δεν εκτελέστηκε λόγω παραφροσύνης. Η Βικτώρια δεν τραυματίστηκε από την επίθεση καθώς οι βολές του επίδοξου δολοφόνου ήταν άστοχες. Το 1842, όμως, έγιναν σε βάρος της άλλες τρεις, λιγότερο ή περισσότερο σοβαρές, απόπειρες, που οδήγησαν τον Αλβέρτο να προτείνει στα μέλη του Κοινοβουλίου την ψήφιση της "Πράξης περί Εσχάτης Προδοσίας", βάσει της οποίας οιοσδήποτε στόχευε με όπλο τη Βασίλισσα, της επιτίθετο, πετούσε εναντίον της οποιοδήποτε αντικείμενο ή εμφάνιζε όπλο παρουσία της με σκοπό να την τρομάξει, καταδικαζόταν σε επτάχρονη φυλάκιση και μαστίγωση.
Τα παιδιά της Βικτωρίας
• Πριγκίπισσα Βικτωρία Αδελαΐδα Μαρία Λουΐζα, (21 Νοεμβρίου 1840 - 5 Αυγούστου 1901), παντρεύτηκε το 1858 τον Αυτοκράτορα της Γερμανίας, Φρειδερίκο Γ΄. Ο Γουλιέλμος Β΄ της Γερμανίας και η Σοφία της Ελλάδας ήταν παιδιά τους.
• Βασιλιάς Εδουάρδος Ζ΄ του Ηνωμένου Βασιλείου (9 Νοεμβρίου 1841 - 6 Μαΐου 1910), παντρεύτηκε το 1863 την Πριγκίπισσα Αλεξάνδρα της Δανίας. Ο Γεώργιος Ε΄ του Ηνωμένου Βασιλείου ήταν γιος τους.
• Πριγκίπισσα Αλίκη Μοντ Μαίρη (25 Απριλίου 1843 - 14 Δεκεμβρίου 1878), παντρεύτηκε το 1862 το Λουδοβίκο Δ΄, Μεγάλο Δούκα της Έσσης και του Ρήνου. Η Πριγκίπισσα Βικτωρία της Έσσης – Ντάρμσταντ ήταν κόρη τους.
•Πρίγκιπας Αλφρέδος Ερνέστος Αλβέρτος, (6 Αυγούστου 1844 - 31 Ιουλίου 1900), παντρεύτηκε το 1874 τη Μεγάλη Δούκισσα της Ρωσίας, Μαρία Αλεξάντροβνα.
• Πριγκίπισσα Ελένα Αυγούστα Βικτωρία, (25 Μαΐου 1846 - 9 Ιουνίου 1923), παντρεύτηκε το 1866 τον Πρίγκιπα Χριστιανό του Σλέσβιγκ - Χολστάιν.
• Πριγκίπισσα Λουίζα Καρολίνα Αλβέρτα, (18 Μαρτίου 1848 - 3 Δεκεμβρίου 1939), παντρεύτηκε το 1871 τον Τζον Κάμπελ, 9ο Δούκα του Αργκάιλ.
• Πρίγκιπας Αρθούρος Γουλιέλμος Πατρίκιος Αλβέρτος, (1 Μαΐου 1850 - 16 Ιανουαρίου 1942), παντρεύτηκε το 1879 την Πριγκίπισσα Λουΐζα Μαργαρίτα της Πρωσίας.
• Πρίγκιπας Λεοπόλδος Γεώργιος Ντάνκαν Αλβέρτος, (7 Απριλίου 1853 - 28 Μαρτίου 1884), παντρεύτηκε το 1882 την Πριγκίπισσα Ελένα του Waldeck και του Pyrmont.
• Πριγκίπισσα Βεατρίκη Μαίρη Φεοδώρα Βικτωρία, (14 Απριλίου 1857 - 26 Οκτωβρίου 1944) παντρεύτηκε το 1885 τον Πρίγκιπα Ερρίκο του Μπάτενμπεργκ.
Πολιτικές εξελίξεις
Το χρονικό διάστημα της κοινής ζωής της Βικτώριας με τον Αλβέρτο, μέχρι και το θάνατό του το 1861, υπήρξε αυτό, όπου η Βασίλισσα έδειξε το πλέον έντονο ενδιαφέρον για τα ζητήματα της Αυτοκρατορίας. Μετά την ήττα του Λαμπ ακολούθησαν οι κυβερνήσεις των Ρόμπερτ Πηλ και του Λόρδου Τζον Ράσσελ, μετέπειτα 1ου Κόμη Ράσσελ (John Russell, 1st Earl Russell). Και με τους δύο η Βικτώρια είχε αγαστές σχέσεις. Το 1842 το Χονγκ Κονγκ παραχωρήθηκε στο Ηνωμένο Βασίλειο με τη Συνθήκη του Νανκίν κατόπιν της ήττας της Κίνας στον Πρώτο Πόλεμο του Οπίου. Η Βασίλισσα, που είχε υποστηρίξει την πραγματοποίηση του πολέμου, κατανοώντας την εμπορική αξία του οπίου, σχολίαζε σε μία επιστολή της προς το θείο της Λεοπόλδο του Βελγίου (Leopold II de Belgique): "Ο Αλβέρτος διασκέδασε τρομερά με το ότι πήρα το νησί (sic) του Χονγκ Κονγκ."
Το 1845 ο Πηλ εναντιώθηκε στους γαιοκτήμονες ανακαλώντας τους "Νόμους περί Δημητριακών", οι οποίοι προστάτευαν τα αγροτικά εισοδήματα με τον περιορισμό των εισαγωγών σιτηρών. Η κίνηση αυτή προκάλεσε τις αντιδράσεις του Κόμματος των Ουΐγων και μερίδας των Τόρυς και συνέβαλε στον ιρλανδικό λιμό των ετών 1845 – 1849. Εξαιτίας αυτών των γεγονότων ο Πηλ αναγκάστηκε να παραιτηθεί και το σχηματισμό κυβέρνησης ανέλαβε ο Τζον Ράσσελ.
Στην πρώτη κυβέρνηση Ράσσελ (1846 – 1852) συμμετείχε με το χαρτοφυλάκιο του Υπουργού των Εξωτερικών ο Χένρυ Τεμπλ, 3ος Υποκόμης Πάλμερστον (Henry Temple, 3rd Viscount Palmerston), ο οποίος ήρθε σε έντονη αντίθεση με το βασιλικό ζεύγος. Αιτία ήταν η διαφορετική αντίληψη για την άσκηση της εξωτερικής πολιτικής του Υπουργού και των Ανακτόρων. Ο Πάλμερστον υποστήριζε ότι κύριος στόχος της κυβερνητικής εξωτερικής πολιτικής έπρεπε να είναι η αύξηση της ισχύος της Βρετανικής Αυτοκρατορίας με κάθε μέσο. Στα πλαίσια αυτής της πολιτικής υιοθετούσε, ορισμένες φορές, πρακτικές που έφερναν σε δύσκολη θέση και αποδυνάμωναν τις ξένες κυβερνήσεις. Η Βασίλισσα Βικτώρια και ο Πρίγκιπας Αλβέρτος, αφετέρου, θεωρούσαν ότι η βρετανική κυβέρνηση όφειλε να κάνει ό,τι μπορούσε προκειμένου να βοηθήσει τις ευρωπαϊκές βασιλικές οικογένειες έναντι των επαναστατικών ομάδων που υποστήριζαν τον εκδημοκρατισμό.
Το διάσημο μαύρο γραμματόσημο της μίας πέννας με τη μορφή της Βικτώριας. Η Μεγάλη Βρετανία, κατά τη βασιλεία της, ήταν η πρώτη χώρα που εξέδωσε επίσημα γραμματόσημα
Αποκορύφωμα της σύγκρουσης των δύο αντιλήψεων άσκησης πολιτικής στάθηκαν δύο περιστατικά. Το πρώτο ήταν η περίπτωση του Δον Δαυίδ Πατσίφικο, Εβραιοπορτογάλου που είχε λάβει τη βρετανική υπηκοότητα. Η ελληνική κυβέρνηση είχε αρνηθεί να του καταβάλει αποζημίωση για την καταστροφή από τον όχλο του σπιτιού του στην Αθήνα το Πάσχα του 1850 και αυτός απευθύνθηκε για προστασία στη βρετανική κυβέρνηση. Η Μ. Βρετανία επιθυμούσε το νησάκι της Σαπιέντζας για ναυτική βάση θεωρώντας το εξάρτημα της αγγλοκρατούμενης Ζακύνθου αλλά η Ελλάδα αρνούνταν αυτή την παραχώρηση. Έτσι, με αφορμή την υπόθεση Πατσίφικο, ο Πάλμερστον διέταξε το Ναύαρχο Παρκ να αποκλείσει το λιμάνι του Πειραιά. Ο αποκλεισμός αυτός κόστισε ιδιαίτερα στο ελληνικό κράτος και λύθηκε με παρέμβαση της Ρωσίας και της Γαλλίας, των οποίων τα συμφέροντα απειλούνταν, στις 15 Απριλίου 1850. Έπειτα από αυτό το περιστατικό η Βικτώρια απέστειλε ένα σημείωμα στον Πρωθυπουργό εκφράζοντας την δυσαρέσκειά της για τον τρόπο με τον οποίο Υπουργός των Εξωτερικών απέφυγε την υποχρέωση να υποβάλει προς έγκριση σε αυτήν τα μέτρα που λάμβανε. Ο Πρωθυπουργός ενεχείρισε στον Πάλμερστον το σημείωμα, όμως, αυτός αρνήθηκε να υποβάλει την παραίτησή του θεωρώντας ως πηγή εξουσίας του τη συνταγματική έγκριση και όχι τη βασιλική δύναμη.
Το δεύτερο περιστατικό αφορούσε το πραξικόπημα του Λουδοβίκου – Ναπολέοντα, του μετέπειτα Αυτοκράτορα Ναπολέοντα Γ΄ (Napoleon III). Μετά την εκδήλωση του πραξικοπήματος ο Πάλμερστον, χωρίς προηγούμενη κυβερνητική έγκριση, κάλεσε τον Πρεσβευτή της Γαλλίας και δήλωσε την προσωπική του έγκριση στο γεγονός. Όταν πληροφορήθηκε την ενέργειά του ο Πρωθυπουργός του ζήτησε να παραιτηθεί. Ο Πάλμερστον το έπραξε αλλά λίγες εβδομάδες αργότερα συνέβαλε στην πτώση της κυβέρνησης του Λαμπ.
Το 1851 ο Αλβέρτος διοργάνωσε τη Μεγάλη Έκθεση στο Κρύσταλ Πάλας (Crystal Palace). Σε αυτήν το κοινό μπορούσε να παρακολουθήσει τα επιτεύγματα της σύγχρονης τεχνολογίας και επιστήμης. Η έκθεση είχε μεγάλη επιτυχία και με τα χρήματα, που συγκεντρώθηκαν, αγοράστηκε έκταση γης στο Κένσιγκτον, όπου χτίστηκαν ιδρύματα και κέντρα για την προαγωγή του πολιτισμού και της τεχνολογίας όπως το Μουσείο Επιστημών, το Αυτοκρατορικό Κολλέγιο Επιστήμης και Τεχνολογίας, το Royal Albert Hall κ.α. Η κίνηση αυτή είχε σαν αποτέλεσμα την ενδυνάμωση του γοήτρου της μοναρχίας στο Ηνωμένο Βασίλειο.
Ένα χρόνο αργότερα η Βικτώρια ενθάρρυνε τη δημιουργία κυβέρνησης συνασπισμού υπό τον Τζορτζ Γκόρντον Χάμιλτον, 4ο Κόμη του Άμπερντιν (George Hamilton-Gordon, 4th earl of Aberdeen). Παρά την επιτυχία της κυβέρνησης στα εσωτερικά θέματα ο Άμπερντιν δεν κατάφερε να συγκρατήσει το, καθοδηγούμενο από τον Πάλμερστον, πολιτικό ρεύμα, που ήθελε την ανάμιξη της χώρας στον Κριμαϊκό πόλεμο στο πλευρό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Η αντιδημοφιλία αυτού του πολέμου και η κακή διαχείριση των εκστρατευτικών επιχειρήσεων οδήγησαν τον Άμπερντιν στην υποβολή της παραίτησης της κυβέρνησής του.
Το Φεβρουάριο του 1855 ο Πάλμερστον ανέλαβε την Πρωθυπουργία. Η αρχικά προβληματική του σχέση με τη Βασίλισσα βελτιώθηκε σταδιακά και μεταξύ τους μπόρεσε να αναπτυχθεί καλή συνεργασία παρά τη μέχρι τέλους συγκεκαλυμμένη προσωπική της αποστροφή προς το πρόσωπό του.
Στα 1857 έλαβε χώρα η Ινδική Ανταρσία. Η Ινδία διοικούνταν από την "Εταιρία Ανατολικών Ινδιών" με τη συνεργασία της βρετανικής κυβέρνησης. Αφορμή για την ανταρσία δόθηκε με την εισαγωγή νέας παρτίδας φυσιγγίων από το βρετανικό στρατό, που φημολογήθηκε ότι έχουν λιπανθεί με λαρδί. Οποιοσδήποτε Ινδουιστής δάγκωνε την άκρη του φυσιγγίου, όπως επέβαλλε η πρακτική της όπλισης των πυροβόλων, υπέπιπτε σε ιεροσυλία ερχόμενος σε επαφή με το χοιρινό λίπος. Το στράτευμα επαναστάτησε και κατέσφαξε πολλούς Βρετανούς ανώτερους αξιωματικούς και τις οικογένειές τους. Μετά την παύση της ανταρσίας η διοίκηση των Ινδιών υπήχθη απευθείας στην κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου.
Η Χήρα του Ουίνδσορ
Το Νοέμβριο του 1861 ο Πρίγκιπας Αλβέρτος προσβλήθηκε από τυφοειδή πυρετό. Η αρχική διάγνωση των γιατρών μιλούσε για γρίπη αλλά, σύντομα, η εξέλιξη της ασθένειας μετέβαλλε τις διαπιστώσεις. Στις 14 Δεκεμβρίου 1861 ο Αλβέρτος πέθανε βυθίζοντας τη Βικτωρία σε μία μακρά περίοδο πένθους.
Φωτογραφία της Βικτωρίας με τη χαρακτηριστική μαύρη αμφίεση, που υιοθέτησε μετά το θάνατο του συζύγου της
Από εκείνη τη στιγμή η Βασίλισσα υιοθέτησε τη, χαρακτηριστική μέχρι το τέλος της ζωής της, μαύρη ενδυμασία και απομονώθηκε από το δημόσιο βίο. Συνέχισε να ασχολείται τυπικά με τις υποθέσεις της Αυτοκρατορίας, αλλά αρνούνταν κάθε δημόσια εμφάνιση στο Λονδίνο, ακόμη και για το άνοιγμα των συνεδριάσεων του Κοινοβουλίου.
Τον περισσότερο χρόνο της, πλέον, τον περνούσε στη Σκωτία, στο Κάστρο του Μπάλμοραλ. Εκεί συνδέθηκε με πολύ στενή φιλία με έναν από τους αγαπημένους υπηρέτες του Αλβέρτου, τον Σκωτσέζο Τζον Μπράουν. Αυτή η σχέση προκάλεσε σχόλια στη βρετανική κοινωνία, κάνοντας ορισμένους να μιλούν για κρυφό γάμο του Μπράουν και της Βασίλισσας και να αναφέρονται σκωπτικά σε αυτήν ως Κυρία Μπράουν. Μολονότι ένας τέτοιος γάμος δεν επιβεβαιώθηκε ποτέ, η Βικτωρία έδειξε τη μεγάλη αγάπη που έτρεφε για τον Μπράουν, με την επιθυμία της να τοποθετηθεί στο φέρετρό της εκτός από μία τήβεννο του Πρίγκιπα Αλβέρτου και μία τούφα από τα μαλλιά του Μπράουν.
Η αποχή της Βασίλισσας για μεγάλο διάστημα από τα κοινά προκάλεσε την πτώση της δημοτικότητας του μοναρχικού θεσμού και προώθησε την ιδέα της αντικατάστασής του με αβασίλευτη δημοκρατία.
Το 1864 η Βικτωρία παραχώρησε στην Ελλάδα τα Επτάνησα ως δώρο για την ανάδειξη στον ελληνικό θρόνο του ανιψιού της Πρίγκιπα της Δανίας Γουλιέλμου Γεωργίου. Πίσω από αυτή την κίνηση κρύβονταν, βέβαια, οι λεπτοί χειρισμοί της βρετανικής εξωτερικής πολιτικής και οι συμφωνίες για εξασφάλιση των συμφερόντων του Ηνωμένου Βασιλείου στη Βαλκανική και την ανατολική Μεσόγειο, τις οποίες είχε αποδεχθεί ο νεαρός μονάρχης.
Το 1867, με την ψήφιση της "Δεύτερης Μεταρρυθμιστικής Πράξης", συντελέστηκε μία από τις μεγαλύτερες μετατροπές του βρετανικού εκλογικού συστήματος με εισήγηση του Πρωθυπουργού Έντουαρντ Σμιθ Στάνλεϋ, 14ου Κόμη του Ντέρμπυ (Edward Smith-Stanley, 14th Earl of Derby).
Ο Ράντγιαρντ Κίπλινγκ (Rudyard Kipling) έγραψε το 1892, για τη Βασίλισσα Βικτωρία, το ποίημα η "Χήρα στο Ουΐνσδορ" (The Widow at Windsor) εξυμνώντας την ευγένεια και την καλοσύνη της.
Το ιρλανδικό πρόβλημα και ύστερες πολιτικές εξελίξεις
Η διάθεση ανεξαρτητοποίησης των Ιρλανδών από το Ηνωμένο Βασίλειο αποτελούσε ένα χρονίζον πρόβλημα της αγγλικής πολιτικής. Η κατάσταση οξύνθηκε κατά το Μεγάλο Λιμό των ετών 1845 – 1849 όταν τα ανεπαρκή μέτρα για την αντιμετώπισή του από τον Πρωθυπουργό Τζον Ράσσελ κόστισαν σε δημοφιλία στη Βασίλισσα. Τότε της αποδόθηκε και ο χαρακτηρισμός η "Βασίλισσα του Λιμού".
Η Βικτωρία απονέμει στον Ντισραέλι το Παράσημο της Περικνημίδος σε αναγνώριση των υπηρεσιών του προς την Αυτοκρατορία
Οι σχέσεις μεταξύ της Βικτωρίας και των Ιρλανδών υπηκόων της παρέμειναν κακές σε όλη τη διάρκεια της βασιλείας της. Η άρνησή της να επισκεφθεί την Ιρλανδία για ολόκληρη τη δεκαετία του 1870, ως απάντηση στην απόφαση της Δημοτικής αρχής του Δουβλίνου να μη συγχαρεί τον Πρίγκιπα της Ουαλίας για το γάμο του και την απόκτηση διαδόχου, βάθυνε περισσότερο το χάσμα. Ακόμη η Βικτωρία αρνείτο κατηγορηματικά την εγκαθίδρυση αντιβασιλείας στο νησί παρά τις εκκλήσεις Βρετανών και Ιρλανδών πολιτικών παραγόντων.
Η τελευταία φορά που επισκέφθηκε την Ιρλανδία ήταν ένα χρόνο πριν το θάνατό της, προκειμένου να καλέσει τους Ιρλανδούς να στρατευθούν στις Βρετανικές ένοπλες δυνάμεις κατά το Δεύτερο Πόλεμο των Μπόερς. Η επίσκεψή της προκάλεσε εθνικιστικές αντιδράσεις, που καθοδηγούσε ο Άρθρουρ Γκρίφιθ (Arthur Griffith), μελλοντικός ιδρυτής της πατριωτικής ιρλανδικής οργάνωσης Σιν Φέιν (Sinn Fein).
Το Δεκέμβριο του 1868, έπειτα από μία σύντομη πρωθυπουργική θητεία του Βενιαμίν Ντισραέλι (Benjamin Disraeli, 1st Earl of Beaconsfield), τη διακυβέρνηση ανέλαβε ο ηγέτης των Φιλελευθέρων στη Βουλή των Κοινοτήτων, Γουίλιαμ Γκλάντστοουν (William Ewart Gladstone). Η κυβέρνηση του Γκλάντστοουν σχεδίαζε σημαντικές πολιτικές μεταρρυθμίσεις με απαρχές τη διεύρυνση του εκλογικού δικαιώματος, την εισαγωγή της μυστικής ψηφοφορίας και τον περιορισμό της δύναμης του κυρίαρχου σώματος ευγενών, της Βουλής των Λόρδων. Μολονότι αντίθετη στις μεταρρυθμίσεις, η Βικτωρία δεν κατάφερε να εμποδίσει τον δυναμικό Πρωθυπουργό να τις πραγματοποιήσει.
Το 1874 ο Γκλάντστοουν ηττήθηκε στις εκλογές και στην πρωθυπουργία επανήλθε ο Ντισραέλι. Η Βικτωρία έτρεφε μεγάλη συμπάθεια για τον Ντισραέλι και η στήριξή της προς τις πολιτικές του ήταν δεδομένη. Η δυναμική εξωτερική πολιτική και η αύξηση της παρεμβατικότητας της Μεγάλης Βρετανίας χαρακτήρισαν τη δεύτερη θητεία του ως επικεφαλής της κυβέρνησης. Με την εξαγορά της πλειοψηφίας των μετοχών της Διώρυγας του Σουέζ κατάφερε να αποκτήσει τον έλεγχο της πλέον σημαντικής θαλάσσιας διόδου της Μεσογείου ενώ το 1876 με την "Πράξη περί Βασιλικών Τίτλων" προσέφερε στη Βικτωρία τον τίτλο της Αυτοκράτειρας των Ινδιών.
Η παραδοσιακή πολιτική της Αυτοκρατορίας για θαλάσσια κυριαρχία οδήγησε στη στήριξη το 1878 της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας έναντι της Ρωσικής στο Συνέδριο του Βερολίνου. Το αντάλλαγμα για την διάσωση, ουσιαστικά, μετά την ήττα της στο Ρωσο – τουρκικό πόλεμο, της "μεγάλης ασθενούς των Βαλκανίων", όπως ονομαζόταν τότε η Οθωμανική Αυτοκρατορία, ήταν η παραχώρηση στη Μεγάλη Βρετανία της Κύπρου.
Η εικοσαετία της αποδοχής και το τέλος
Κάρτα του 1887 για τον εορτασμό του Χρυσού Ιωβηλαίου
Οι εκλογές του 1880 επανέφεραν το Γλάδστωνα στην εξουσία και σήμαναν την οριστική αποχώρηση από τον πολιτικό στίβο του Ντισραέλι. Και αυτή τη φορά η συνεργασία Γκλάντστοουν και Βικτωρίας υπήρξε προβληματική. Η επιμονή του Πρωθυπουργού στην πολιτική δράση βάσει των ηθικών αξιών και του φιλελευθερισμού δεν μπορούσε να προσαρμοστεί με τις νέες ιμπεριαλιστικές βλέψεις της Αυτοκράτειρας, πλέον, Βικτωρίας. Η σχέση τους διερράγη οριστικά όταν ο Γκλάντστοουν πληροφορήθηκε τη μυστική παράδοση εμπιστευτικών εγγράφων από τη Βασίλισσα στον αρχηγό των Συντηρητικών Μαρκήσιο του Σώλσμπερυ (Robert Gascoyne-Cecil, 3rd Marquess of Salisbury).
Το 1885 σχημάτισε κυβέρνηση ο Μαρκήσιος του Σώλσμπερυ, ο οποίος μοιραζόταν τις επεκτατικές βλέψεις της Βασίλισσας. Η εναλλαγή στην πρωθυπουργία Γκλάντστοουν και Σώλσμπερυ διήρκεσε μέχρι το 1894 οπότε ο πρώτος αποσύρθηκε, παραμένοντας απλό μέλος της Βουλής των Κοινοτήτων. Από το 1895 μέχρι και το τέλος της ζωής της Βικτωρίας κυβερνούσε ο Σώλσμπερυ με την πλήρη στήριξή της.
Το 1887 και το 1897 γιόρτασε το Χρυσό και το Αδαμάντινο, αντίστοιχα, Ιωβηλαίο της ηγεμονίας της. Οι συχνές δημόσιες παρουσίες της και οι συνεχείς επιτυχίες στην εξωτερική πολιτική των κυβερνήσεων του Στέμματος είχαν αυξήσει το κύρος του μοναρχικού θεσμού στη χώρα.
Το 1898 το Ηνωμένο Βασίλειο ενεπλάκη στον Δεύτερο Πόλεμο των Μπόερς, του οποίου θερμή θιασώτης ήταν η Βασίλισσα. Στην προσωπική της ζωή τα τελευταία χρόνια αντιμετώπισε μία σειρά θανάτων και ασθενειών παιδιών και εγγονών της. Τελικά η Βασίλισσα Βικτωρία, η "Χήρα του Ουίνδσορ" και "Γιαγιά της Ευρώπης" απεβίωσε στις 22 Ιανουαρίου του 1901 αφήνοντας πίσω της μία Αυτοκρατορία στην οποία ο "Ήλιος ποτέ δε δύει" και έχοντας ταυτίσει το όνομά της με μία ολόκληρη εποχή (Βικτωριανή εποχή).
Περισσότερα Άρθρα...
- Λόρδος Βύρων, Άγγλος ποιητής, ηγετική μορφή του ρομαντισμού κι ένας από τους πιο ένθερμους φιλέλληνες, που έδωσε τη ζωή του για την ελευθερία της Ελλάδας
- Τζωρτζ Όργουελ, ήταν Βρετανός συγγραφέας, λογοτέχνης και δημοσιογράφος
- Βλαντιμίρ Λένιν, Ρώσος πολιτικός, ο εμπνευστής και ο ηγέτης της «Οκτωβριανής Επανάστασης» του 1917
- Μπένι Χίλ, ήταν Άγγλος κωμικός, διάσημος για την εκπομπή του "The Benny Hill Show"