Άρθρα
Έρνεστ Σάκλετον, ήταν εξερευνητής, Άγγλο-Ιρλανδικής καταγωγής
Έρνεστ Σάκλετον
Ο σερ Έρνεστ Χένρι Σάκλετον (Ernest Henry Shackleton, 15 Φεβρουαρίου 1874 – 5 Ιανουαρίου 1922) ήταν εξερευνητής, Άγγλο-Ιρλανδικής καταγωγής, ο οποίος συμμετείχε σε τρεις εξερευνητικές αποστολές στην Ανταρκτική και αποτελεί μια από τις κύριες προσωπικότητες της λεγόμενης «ηρωικής εποχής των εξερευνήσεων» της ιστορίας της ηπείρου.
Γεννήθηκε στο χωριό Κιλκέα, κοντά στην πόλη Αθί της κομητείας του Κιλντέαρ, στην Ιρλανδία. Η οικογένεια του πατέρα του (Χένρι Σάκλετον - Henry Shackleton) ήταν Αγγλο-Ιρλανδικής καταγωγής, από την περιοχή του Γιορκσάιρ, ενώ η οικογένεια της μητέρας του (Εριέτα Λετίτια Σοφία Γκαβάν - Henrietta Letitia Sophia Gavan) Ιρλανδικής. Σε ηλικία 10 ετών, η οικογένειά του μετακόμισε στο Λονδίνο, στο προάστιο Σίντενχαμ. Τρία χρόνια αργότερα εισήχθη στο κολέγιο αρρένων Dulwich College. Σε ηλικία 16 ετών αποφάσισε να ακολουθήσει μαθήματα στη ναυτιλία. Καθώς η οικογένειά του δεν μπορούσε να αντεπεξέλθει οικονομικά σε σπουδές στο Βασιλικό Ναυτικό, επιλέγει να μαθητεύσει αρχικά στο ιστιοφόρο Hoghton Tower, της εταιρείας North Western Shipping Company. Το 1894 επέτυχε στις εξετάσεις για τον βαθμό του Ανθυποπλοίαρχου και επελέγη ως Τρίτος Αξιωματικός σε ατμόπλοιο. Το 1898 κατάφερε να φτάσει στον βαθμό του Πλοιάρχου του εμπορικού ναυτικού, έχοντας πια δυνατότητα να κυβερνήσει οποιοδήποτε πλοίο υπό βρετανική σημαία. Τότε εργάστηκε στην γραμμή Union-Castle Line, η οποία συνέδεε ταχυδρομικά το Σάουθαμπτον με το Κέιπ Τάουν.
Με την έναρξη του πολέμου των Μπόερ το 1899 μεταφέρθηκε στο μεταγωγικό πλοίο Tintagel Castle. Εκεί γνώρισε τον Σέντρικ Λονγκσταφ (Cedric Longstaff), ο πατέρας του οποίου, Λιούελιν Λόνγκσταφ (Llewellyn Wood Longstaff), ήταν ο κύριος χρηματοδότης της Εθνικής Βρετανικής Αποστολής Εξερεύνησης της Ανταρκτικής του 1901 (γνωστότερη ως αποστολή εξερεύνησης Discovery). Κατάφερε έτσι να προσχωρήσει ως τρίτος αξιωματικός στο εξερευνητικό πλοίο Discovery, υπό τον πλοίαρχο Ρόμπερτ Φάλκον Σκοτ. Η εκστρατεία είχε επιστημονικούς και εξερευνητικούς στόχους, ανάμεσά τους και ένα ταξίδι νότια, προς την κατεύθυνση του Νότιου Πόλου. Αυτή η πορεία, την οποία ανέλαβαν οι Σκοτ, Σάκλετον και Έντουαρντ Άντριαν Γουίλσον, τους οδήγησε μέχρι το γεωγραφικό πλάτος 82° 17' S, περίπου 530 μίλια (850 χλμ.) από τον Πόλο. Το ταξίδι της επιστροφής επέφερε τη σωματική κατάρρευση του Σάκλετον και την πρόωρη αποχώρηση του από την αποστολή.
Το 1907, αποφασισμένος να επανορθώσει για αυτό που ο ίδιος θεωρούσε προσωπική αποτυχία, ο Σάκλετον επέστρεψε στην Ανταρκτική ως επικεφαλής της αποστολής Nimrod. Τον Ιανουάριο του 1909, μαζί με τρεις συντρόφους του, επιχείρησαν μια νέα πορεία προς τον Νότιο Πόλο φτάνοντας μέχρι το γεωγραφικό πλάτος 88° 23′ S, σε απόσταση 180 χιλιομέτρων από τον στόχο τους, το οποίο αποτελούσε το κοντινότερο σημείο από τον Πόλο στο οποίο κατάφερε να φτάσει κάποια εξερευνητική αποστολή, μέχρι εκείνη την εποχή. Για το κατόρθωμά του αυτό, ο Σάκλετον χρίστηκε ιππότης μετά την επιστροφή του στην Βρετανία, από τον βασιλιά Εδουάρδο.
Ο αγώνας για την κατάκτηση του Νότιο Πόλου έληξε με νικητή τον Νορβηγό Ρόαλντ Αμούνδσεν στις 14 Δεκεμβρίου 1911. Έτσι ο Σάκλετον αποφάσισε πως οι προσπάθειές του έπρεπε να επικεντρωθούν πια σε αυτό που ονόμαζε το τελευταίο μεγάλο σκοπό των ταξιδιών της Ανταρκτικής: να διασχίσει την παγωμένη ήπειρο, από θάλασσα σε θάλασσα, περνώντας μέσω του Νότιου Πόλου. Η αποστολή αυτή, η ονομαζόμενη «Αυτοκρατορική Δια-Ανταρκτική Αποστολή Εξερεύνησης» (Imperial Trans-Antarctic Expedition), πραγματοποιήθηκε την περίοδο 1914-1917. Παρά τις προετοιμασίες, η αποστολή υπήρξε αποτυχημένη. Η καταστροφή ήρθε όταν το πλοίο του, Endurance, παγιδεύτηκε στον πάγο, ο οποίος άρχισε σιγά-σιγά να το συνθλιβεί. Μέσω μιας σειράς ηρωικών κατορθωμάτων ο Σάκλετον κατάφερε να εξασφαλίσει την απόλυτη απόδραση, επιτυγχάνοντας να απεγκλωβίσει το σύνολο των μελών του πληρώματος χωρίς την ελάχιστη απώλεια. Το κατόρθωμά του αυτό, αν και δεν έγινε από την αρχή αποδεκτό, απέφερε στον Σάκλετον με τα χρόνια την ηρωική εικόνα που απολαμβάνει στις μέρες μας, θεωρούμενος από το κοινό της χώρας ως μια από τις σημαντικότερες προσωπικότητες της Βρετανίας όλων των εποχών.
Το 1921 επέστρεψε στην εξερεύνηση της Ανταρκτική, ως επικεφαλής της επιστημονικής αποστολή Σάκλετον-Ρόβετ (Shackleton–Rowett Expedition), με το πλοίο Quest. Πριν το πλοίο καταφέρει να φτάσει στην Ανταρκτική, και ενώ βρισκόταν στη Νότιο Γεωργία, ο Έρνεστ Σάκλετον απεβίωσε από καρδιακό επεισόδιο. Μετά από απαίτηση της συζύγου του, Έμιλι, θάφτηκε εκεί.
Για πολλά χρόνια μετά τον θάνατό του, η κυριαρχία της μορφής του Ρόμπερτ Φάλκον Σκοτ και τα γεγονότα του θανάτου του επισκίασαν αυτή του Σάκλετον, ο οποίος παρέμενε ξεχασμένος. Μετά την δεκαετία του 1970, όμως, όταν εμφανίστηκαν οι πρώτες σημαντικές αμφισβητήσεις για τις ικανότητες του Σκοτ, το κοινό στις δύο πλευρές του Ατλαντικού άρχισε πάλι να ανακαλύπτει τον Σάκλετον, αυξάνοντας σταδιακά την φήμη του και την ηρωική του εικόνα.
Πηγή: el.wikipedia.org
Νίκος Ξυλούρης, Έλληνας μουσικός και τραγουδιστής
Νίκος Ξυλούρης
Ο Νίκος Ξυλούρης ή Ψαρονίκος, ήταν Έλληνας μουσικός και τραγουδιστής. (7 Ιουλίου 1936 - 8 Φεβρουαρίου 1980)
Βιογραφία
Ο Νίκος Ξυλούρης γεννήθηκε το 1936, στο ορεινό χωριό Ανώγεια Μυλοποτάμου Ρεθύμνου της Κρήτης από οικογένεια με μουσική παράδοση και πολλούς λυράρηδες. Στα πέντε του χρόνια, όταν οι Γερμανοί έκαψαν το χωριό του, ξεριζώθηκε από τον τόπο του μαζί με τους υπόλοιπους κατοίκους, οι οποίοι μεταφέρθηκαν σε χωριό της επαρχίας Μυλοποτάμου όπου παρέμειναν μέχρι και την απελευθέρωση της Κρήτης. Αδέλφια του είναι οι επίσης γνωστοί μουσικοί της κρητικής μουσικής ο Αντώνης Ξυλούρης (Ψαραντώνης) και ο Γιάννης Ξυλούρης (Ψαρογιάννης).
Η λύρα
Σε νεαρή ακόμα ηλικία, με τη βοήθεια του δασκάλου του, κατάφερε να πείσει τον πατέρα του να του αγοράσει την πρώτη του λύρα και πολύ γρήγορα άρχισε να παίζει σε γάμους και πανηγύρια. Στα 17 του αποφάσισε να μετακομίσει στο Ηράκλειο και έπιασε δουλειά στο νυχτερινό κέντρο "Κάστρο". Τα πράγματα όμως δεν ήταν όπως τα περίμενε γιατί βρέθηκε αντιμέτωπος με τη "μόδα" της Ευρωπαϊκής μουσικής, κάτι τελείως ξένο για αυτόν. Τα έσοδά του μόλις και μετά βίας έφταναν να τον συντηρήσουν και πέρασε δύσκολες εποχές.
Επιστροφή στην Κρήτη
Γνώρισε την Ουρανία Μελαμπιανάκη, στις 21 Μαΐου του 1958 παντρεύτηκαν και τον ίδιο Σεπτέμβρη μετακόμισαν στο Ηράκλειο Κρήτης.
Σιγά σιγά οι Κρητικοί άρχισαν να τον στηρίζουν και να οργανώνουν γλέντια για να τον ακούν να παίζει. Έτσι άρχισε να γίνεται γνωστός και το Νοέμβριο του 1958 ηχογράφησε τον πρώτο του δίσκο με τίτλο "Μια μαυροφόρα που περνά". Ο δίσκος αγαπήθηκε από το κοινό κι έτσι ο Νίκος ηχογράφησε κι άλλα τραγούδια σε δίσκους των 45 στροφών. Το 1960 γεννήθηκε ο γιος του Γιώργος (ο οποίος σκοτώθηκε σε αυτοκινητικό το 2015) και το 1966 η κόρη του Ρηνιώ. Την χρονιά της γέννησης της κόρης του κέρδισε και το πρώτο βραβείο σε ένα φεστιβάλ μουσικής στο Σαν-Ρέμο παίζοντας με τη λύρα του ένα συρτάκι. Την επόμενη χρονιά άνοιξε στο Ηράκλειο το μουσικό κέντρο "Ερωτόκριτος" και πλέον δεν ανησυχεί για την επιβίωση του.
Η αναγνώριση του στην Αθήνα
Το 1969 ηχογράφησε με μεγάλη επιτυχία το δίσκο "Ανυφαντού" και λίγους μήνες αργότερα εμφανίστηκε και πάλι σε Αθηναϊκό μουσικό κέντρο. Οι καταστάσεις όμως πλέον είχαν ωριμάσει και ο κόσμος τον υποστήριζε περισσότερο. Έτσι μετακόμισε και πάλι στην Αθήνα. Γνώρισε τον ποιητή και σκηνοθέτη Ερρίκο Θαλασσινό ο οποίος αποφάσισε να τον συστήσει στο Γιάννη Μαρκόπουλο και έτσι ξεκίνησε μια λαμπρή συνεργασία με το δίσκο "Χρονικό" και τα "Ριζίτικα". Παράλληλα γνωρίστηκε με τον διευθυντή της δισκογραφικής εταιρίας COLUMBIA και έγιναν κουμπάροι.
Για το ποιος «ανακάλυψε» το Νίκο Ξυλούρη, τα λεγόμενα της συζύγου του κ. Ουρανίας Ξυλούρη – όπως δημοσιεύτηκαν σε σχετικά αφιερώματα των περιοδικών «Δίφωνο» και «Μονογραφίες» – διαφέρουν από την ιστορία που συνήθως επικρατεί σε αρκετές βιογραφίες του Νίκου Ξυλούρη: ότι δηλαδή τον ανακάλυψε ο Ερρίκος Θαλασσινός και τον ανέδειξε ο Γιάννης Μαρκόπουλος. Η ανάδειξη του Ξυλούρη οφείλεται στο τραγούδι του «Ανυφαντού» και το πρόσωπο που τον ανακάλυψε και τον ανέδειξε ήταν ο διευθυντής της δισκογραφικής εταιρείας «Κολούμπια» Τάκης Λαμπρόπουλος, ο οποίος τον ηχογράφησε σε ένα γαμήλιο γλέντι στα Ανώγεια κι έστειλε την κασέτα στον συνθέτη Σταύρο Ξαρχάκο ο οποίος ήταν τότε στο Παρίσι, προκειμένου να ακούσει τη φωνή του Ανωγειανού Λυράρη. Οι εφημερίδες της εποχής έγραψαν ότι ο Λαμπρόπουλος πήγε στην Κρήτη όπου ανακάλυψε μια σπουδαία και σημαντική φωνή. Από εκεί πληροφορήθηκε ο Γιάννης Μαρκόπουλος για το Νίκο Ξυλούρη και του πρότεινε τα τραγούδια του «Χρονικού». Προηγουμένως ο Μαρκόπουλος είχε δοκιμάσει τις φωνές του Γρηγόρη Μπιθικώτση και της Μαρίας Φαρανούρη που όπως φαίνεται δεν τον ικανοποίησαν, μέχρι που γνώρισε τον Ξυλούρη και του εμπιστεύτηκε μερικά από τα τραγούδια του "Χρονικού".
Τα χρόνια της δικτατορίας
Το 1971 ξεκίνησε κοινές εμφανίσεις με το Γιάννη Μαρκόπουλο στη μπουάτ "Λήδρα" και η φωνή του έγινε σύμβολο της αντίστασης. Εκείνα τα χρόνια συνεργάστηκε στενά με τον Θρακιώτη τραγουδοποιό Θανάση Γκαϊφύλλια στις μπουάτ της Πλάκας και σε συναυλίες σε όλη την Ελλάδα.
Το καλοκαίρι του 1973 τραγούδησε στο θεατρικό έργο «Το μεγάλο μας τσίρκο» με πρωταγωνιστές τον Κώστα Καζάκο και τη Τζένη Καρέζη στο θέατρο "Αθήναιον".
Το τέλος
Στην ακμή της καριέρας του, ο Νίκος Ξυλούρης αντιλήφθηκε ότι έχει καρκίνο και πιο συγκεκριμένα όγκο στους πνεύμονες με μετάσταση στον εγκέφαλο. Μετά από μεγάλο αγώνα, πολλαπλές εγχειρήσεις και αρκετή ταλαιπωρία έχασε τη μάχη στο Αντικαρκινικό Πειραιώς στις 8 Φεβρουαρίου 1980, σε ηλικία μόλις 43 χρονών. Με τη φωνή και το ήθος του σημάδεψε τα χρόνια της χούντας, την αντίσταση σε αυτήν, αλλά και τα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης. Όπως ο ίδιος έλεγε μετά τη μεταπολίτευση, αναφερόμενος στους ανθρώπους της μουσικής βιομηχανίας "εγώ τους ίδιους ανθρώπους έβλεπα να κανονίζουν επί χούντας, τους ίδιους βλέπω και τώρα". Είναι ενταφιασμένος στο πρώτο νεκροταφείο Αθηνών.
Κωνσταντίνος ΙΑ΄ Δραγάσης Παλαιολόγος, ο τελευταίος βασιλεύων Βυζαντινός αυτοκράτορας, ως μέλος της δυναστείας των Παλαιολόγων, από το 1449 έως το θάνατό του κατά την Άλωση της Κωνσταντινούπολης (1453)
Κωνσταντίνος ΙΑ΄ Παλαιολόγος
Ο Κωνσταντῖνος ΙΑ' Δραγάσης Παλαιολόγος ήταν ο τελευταίος βασιλεύων Βυζαντινός αυτοκράτορας, ως μέλος της δυναστείας των Παλαιολόγων, από το 1449 έως το θάνατό του κατά την Άλωση της Κωνσταντινούπολης (1453). (8 Φεβρουαρίου 1405 - 29 Μαΐου 1453)
Η ηρωική αντίστασή του κατά των Οθωμανών, σφράγισε τις ύστατες στιγμές της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας περνώντας ο ίδιος στη σφαίρα του θρύλου, του μύθου και της φαντασίας. Είναι εθνομάρτυρας και αποκαλείται συχνά και ανεπίσημα ως «εθνικός ήρωας», αν και δεν έχει ανακηρυχθεί άγιος από την Ορθόδοξη Εκκλησία.
Ήταν υιός του Μανουήλ Β΄ Παλαιολόγου, αυτοκράτορα των Ρωμαίων (1391-1425) και της Ελένης Δραγάτση (Jelena Dragas).
Ο πατέρας του ήταν υιός του Ιωάννου Ε΄ και της Ελένης Καντακουζηνής, κόρης του Ιωάννη ΣΤ΄.
Η μητέρα του ήταν κόρη του Σέρβου άρχοντα των Σερρών Κωνσταντίνου Δραγάτση 5ου απογόνου του Μιχαήλ Η´ και 4ου απογόνου του Θεοδώρου Μετοχίτου.
Ο Κωνσταντίνος ήταν νεότερος αδελφός τού αυτοκράτορα Ιωάννη Η΄ Παλαιολόγου (1425-1448) και του Θεοδώρου Β´ Παλαιολόγου δεσπότη του Μωρέως (1407-1443).
Γεννήθηκε στις 8 Φεβρουαρίου του 1405. Αν και συχνά αναφέρεται ως πορφυρογέννητος, γνωρίζουμε ελάχιστα για την παιδική ηλικία του. Επίσης για τη φυσική του εμφάνιση δεν γνωρίζουμε τίποτα. Σε νεαρή ηλικία εκπαιδεύτηκε στο κυνήγι, την ιππασία και την πολεμική τέχνη.
Τον Νοέμβριο του 1423, όταν ο αδελφός του Ιωάννης η´ ταξίδεψε στη Βενετία και στην Ουγγαρία για αναζήτηση βοήθειας, όρισε τον Κωνσταντίνο ως αντιβασιλέα στην Κωνσταντινούπολη, έχοντας έτσι την πρώτη του επαφή με θέση εξουσίας.
Του δόθηκε επίσης ο τίτλος του Δεσπότη και του παραχωρήθηκε μια περιοχή εκτεινόμενη κατά μήκος των δυτικών ακτών της Μαύρης Θάλασσας από την πόλη Μεσημβρία στον Βορρά μέχρι τον Δέρκο στον Νότο.
Δεσπότης του Μυστρά
Από το 1423 σημειώθηκαν κάποιες πρώτες κινήσεις τοποθέτησης του Κωνσταντίνου ως Δεσπότη στον Μυστρά: ο αδελφός του Ιωάννη Η´, Δεσπότης Θεόδωρος Β´, ήθελε να αποσυρθεί με σκοπό να μονάσει, αλλά τελικά μεταπείστηκε να παραμείνει. Πείστηκε όμως να παραχωρήσει ο ίδιος στον αδελφό του Κωνσταντίνο ικανό μέρος εδαφών, όπως το λιμάνι της Βοστίτσας, αρκετές κωμοπόλεις και φρούρια στη Λακωνία, την Καλαμάτα και τη Μεσσηνία. Αρχικά η βάση του ήταν η Γλαρέντζα.
Τον Ιούλιο του 1428 οι τρεις αδελφοί ενώθηκαν για να καταλάβουν την Πάτρα, αλλά τελικά οι πολιορκούμενοι δέχθηκαν να καταβάλουν ετήσιο φόρο υποτέλειας. Αργότερα συμμετείχε και στη δεύτερη απόπειρα πολιορκίας της Πάτρας, τον Μάρτιο του 1429, κατά την οποία γλίτωσε τον θάνατο ή την αιχμαλωσία. Τελικά την κατέλαβε, αλλά τον Μάρτιο του 1432 συμφώνησε με τον νεότερο αδελφό του Θωμά (επίσης Δεσπότη από το 1430) να ανταλλάξουν τις περιοχές τους και ο Κωνσταντίνος εγκαταστάθηκε στα Καλάβρυτα πρώην έδρα του Θωμά. Για να αντισταθμίσει την Βενετική επιρροή προσέγγισε την κοινότητα της Ραγούζα που κι αυτή ενδιαφερόταν να αποκτήσει εμπορικά προνόμια αλλά τελικά δεν συμφώνησαν. Στα 1436 ο Κωνσταντίνος με τον αδελφό του Θεόδωρο Β´ έρχονται στην Κωνσταντινούπολη για να συζητήσουν με τον μεγαλύτερο αδελφό τους Ιωάννη Η´ για το ποιος θα τον αντικαταστήσει.
Τελικά επιλέχθηκε να διοριστεί ως συν-Αυτοκράτορας ο Κωνσταντίνος, επειδή ο Αυτοκράτορας Ιωάννης Η΄ Παλαιολόγος θα αναχωρούσε για την Ιταλία, κάτι που έδειχνε ποιος προκρινόταν για διάδοχος του θρόνου. Ο Κωνσταντίνος μετέβη στην πρωτεύουσα επιβιβαζόμενος στην Κάρυστο της Εύβοιας σε ένα από τα πλοία που έστειλε ο Πάπας Ευγένιος Δ´ από την Κρήτη με προορισμό την Κωνσταντινούπολη. Οι ευθύνες του Κωνσταντίνου ως αντιβασιλέα έληξαν τον Φεβρουάριο του 1440 όταν επέστρεψε ο αδελφός του από την Ιταλία. Καθυστέρησε όμως να επιστρέψει στον Μωρέα επειδή σκεπτόταν να ξαναπαντρευτεί. Τελικά νυμφεύθηκε την Αικατερίνη Γκαττιλούζι και γύρισε στον Μωρέα τον Σεπτέμβριο του 1441.
Τον Ιούλιο του 1442 αναχώρησε εκ νέου από τον Μυστρά με σκοπό να βοηθήσει τον αδελφό του στην Κωνσταντινούπολη επειδή την πολιορκούσαν ο Δημήτριος Παλαιολόγος με τους Τούρκους. Περνώντας από την Λήμνο για να πάρει την γυναίκα του, εγκλωβίστηκε από τον Τουρκικό στόλο. Αν και οι Βενετοί έστειλαν στόλο για να τον πάρουν, τελικά κατόρθωσε να φθάσει τον Νοέμβριο του ίδιου έτους στην Κωνσταντινούπολη.
Τον Ιούνιο του 1443 ο αδελφός του Θεόδωρος από τον Μυστρά του πρότεινε να του δώσει το Δεσποτάτο και να πάρει τη Σηλυμβρία. Τελικά τον Οκτώβριο του 1443 ανέλαβε δεσπότης του Μυστρά. Ως φιλενωτικός είχε και την εκτίμηση της Ρώμης. Αφιερώθηκε με ζήλο στη διοικητική και στρατιωτική αναδιοργάνωση του δεσποτάτου, με απώτερο σκοπό την ενίσχυση της άμυνας της Πελοποννήσου έναντι της τουρκικής απειλής. Οικοδόμησε τα τείχη του Εξαμιλίου στον Ισθμό της Πελοποννήσου και επέκτεινε το δεσποτάτο του κατακτώντας τη Βοιωτία και τη Φωκίδα. Όμως ο Μουράτ Β΄ οργάνωσε μια μεγάλη εκστρατεία εναντίον του. Κατέστρεψε το φρούριο στο Εξαμίλιο, την Κόρινθο και την Πάτρα. Ο Κωνσταντίνος αναγκάστηκε να ζητήσει ειρήνη και να γίνει φόρου υποτελής στον Σουλτάνο.
Αυτοκράτορας
Μετά τον θάνατο του Ιωάννη Η΄, οι δυνητικοί διάδοχοι του θρόνου της Κωνσταντινούπολης ήταν ο Κωνσταντίνος και τα μικρότερα αδέλφια του Δημήτριος και Θωμάς, όμως ο Κωνσταντίνος ήταν ο πιο ευνοημένος του τελευταίου αυτοκράτορα και το είχε δηλώσει λίγο πριν αποβιώσει.
Αυτό επιθυμούσε και η μητέρα του Ελένη Δραγάτση. Η Αυτοκράτειρα έστειλε τον Αλέξιο Φιλανθρωπηνό Λάσκαρι, τον Μανουήλ Παλαιολόγο Ίαγρο και τον Θωμά Παλαιολόγο για να αναγγείλουν δημόσια και να στέψουν το νέο Αυτοκράτορα.
Έτσι στέφθηκε αυτοκράτορας στον Μυστρά (6 Ιανουαρίου 1449) Εκκλησιαστική τελετή στέψης στην Αγία Σοφία στην Κωνσταντινούπολη δεν έγινε ποτέ, διότι ο Κωνσταντίνος δεν απέρριπτε την ένωση και κάτι τέτοιο θα προκαλούσε την εξέγερση των ανθενωτικών.
Αρχικά απευθύνθηκε στον Βενετό διοικητή των Χανίων για να του παραχωρήσει πλοίο για να μεταβεί στην Κωνσταντινούπολη, αλλά τελικά έφτασε στις 12 Μαρτίου 1449 με καταλανικό πλοίο.
Η βασιλεία του διήρκεσε τέσσερα χρόνια, τέσσερις μήνες και εικοσιτέσερις ημέρες. Μεταξύ των πρώτων ενεργειών του ήταν η δρομολόγηση ανακωχής με τους Τούρκους και ο προσεταιρισμός της ανθενωτικής παράταξης.
Στους πρώτους μήνες της διακυβέρνησής του ζήτησε να αυξηθούν οι φόροι στα εισαγόμενα από τους Βενετούς προϊόντα κι εκείνοι αναζήτησαν σύμμαχο στον Μωάμεθ Β'.
Ο θάνατος του Κωνσταντίνου
Οι σύγχρονες πηγές των γεγονότων της Άλωσης διαφέρουν ως προς την μαρτυρία τους σχετικά με την τύχη του Αυτοκράτορα. Μερικές δεν κάνουν καμία αναφορά στον θανάτό του, άλλες καταγράφουν απλώς ό,τι σκοτώθηκε μαχόμενος. Λίγες υποστηρίζουν ότι διέφυγε.
Ο Αρχιεπίσκοπος Λεονάρδος της Χίου αναφέρει πως ο Κωνσταντίνος ζήτησε από τους αξιωματικούς του να τον σκοτώσει κι επειδή όλοι αρνούνταν ανακατεύτηκε μέσα στο στο γενικό μακελειό και σκοτώθηκε ποδοπατούμενος.
Ο Βενετός Νικολό Μπάρμπαρο επαναλαμβάνει την ικεσία του Κωνσταντίνου για να τον θανατώσουν, αλλά αναφέρει πως το σώμα του εθέαθη μεταξύ των πτωμάτων και πως φημολογείτο πως κρεμάστηκε.
Ο Καρδινάλιος Ισίδωρος αναφέρει πως έπεσε μαχόμενος στην Πύλη του Αγίου Ρωμανού, ενώ το κεφάλι του αποκόπηκε και δωρήθηκε στον Μωέμεθ. Αυτό επανέλαβε οι Δούκας και Χαλκοκονδύλης, ενώ ο Βενετός Ιάκωβος Τεντάλι λέει πως το ίσως χάθηκε το κεφάλι του. Ο Κωνσταντίνος Μιχαήλοβιτς της Οστρόβιτσα στα απομνημονεύματά του αναφέρει πως αφού σκοτώθηκε σε ρείγμα του τείχους, το κεφάλι του αποκόπηκε από ένα γενίτσαρο ονόματι Σαριέλλη που το δώρησε στον Σουλτάνο. Για τους Τούρκους χρονογράφους και ιστορικούς ο τελευταίος Βυζαντινός Αυτοκράτορας πανικόβλητος τράπηκε σε φυγή, αλλά μετά από συμπλοκή τελικά αποκεφαλίστηκε.
Ο Βενετός Νικόλαος Σαγκουντίνο αναφέρει πως ο Ιουστινιάνη διαπιστώνοντας το μάταιο της άμυνας του ζήτησε να διαφύγει ασφαλώς, αλλά εκείνος αρνήθηκε θέλοντας να πεθάνει μαζί με την αυτοκρατορία του. Γενικά ομοφώνως οι πηγές αναφέρουν πως σκοτώθηκε και το πτώμα του που βρέθηκε αποκεφαλίστηκε. Τρεις μόνο πηγές αναφέρουν πως διέφυγε από την πόλη: ο Σαμίλε ή Σαμουήλ, Έλληνας επίσκοπος, ο Αρμένιος ποιητής Αβραάμ Αγκύρας και ο Νίκολα ντελα Τούτσια.
Ο Αινείας Σύλβιος, κατοπινός Πάπας Πίος Β' αναφέρει πως εγκατέλειψε τη θέση του από δειλία, μα τελικά σκοτώθηκε. Ίσως αναπαράγει ψευδή πληροφορία από τους Σέρβους που την άντλησαν από τους Τούρκους, στο πλευρό των οποίων πολεμούσαν. Για τον τόπο θανάτου του αναφέρεται το ρήγμα του τείχους, κοντά στην Πύλη του Αγίου Ρωμανού, ή η Χρυσή Πύλη. Όπως επισημαίνει και ο Ντόναλντ Νίκολ, «η αφθονία αλληλοσυγκρουόμενων μαρτυριών καθιστά αδύνατον το να βεβαιωθεί κανείς σχετικά με τον τόπο και τον τρόπο θανάτου του Κωνσταντίνου».
Σύζυγοι και υποψήφιες σύζυγοι
Η πρώτη του σύζυγος ήταν η Μανταλένα Τόκκο, ανηψιά του Καρόλου Α΄ Τόκκου Δεσπότη της Ηπείρου η οποία, μετά το γάμο τους την 1η Ιουλίου 1428 σε μια τελετή κοντά στην Πάτρα, έγινε ορθόδοξη και άλλαξε το όνομά της σε Θεοδώρα. Πέθανε στο Στάμερο της Ηλείας τον Νοέμβριο του 1429. Η νεκρή ενταφιάστηκε στην Γλαρέντζα, αλλά αργότερα μεταφέρθηκε το λείψανό της στο ναό του Ζωοδότη Χριστού στον Μυστρά. Η δεύτερη σύζυγός του ήταν η Κατερίνα Γκαττιλούζιο, κόρη του Ντορίνο Α΄ Γκαττιλούζι αυθέντη της Λέσβου, την οποία νυμφεύθηκε στην πόλη της Μυτιλήνης τον Αύγουστο του 1441, αλλά την άφησε στον πατέρα της αναχωρώντας για τον Μυστρά. Η Κατερίνα αρρώστησε και πέθανε τον Αύγουστο του 1442. Ετάφηκε στο Παλαιόκαστρο της Λήμνου.
Η αναζήτηση συζύγου με σκοπό την διαιώνιση της Παλαιολόγειας δυναστείας είχε απασχολήσει τον Κωνσταντίνο ΙΑ´ από τότε που ήταν στον Μυστρά. Είχε στείλει απεσταλμένο στον βασιλιά Αλφόνσο Ε´ της Αραγωνίας με σκοπό τη σύναψη συμμαχίας μέσω γάμου. Μια πρόταση αφορούσε το γάμο με την Βεατρίκη, κόρη του Πέντρο, αδελφού του Αλφόνσου Ε´. Επίσης γι' αυτό το σκοπό πήγε απεσταλμένος στο Βασίλειο της Γεωργίας και την Αυτοκρατορία της Τραπεζούντας. Ο Σφραντζής επίσης είχε την ιδέα να νυμφευθεί ο Κωνσταντίνος τη θετή μητέρα του Μωέμεθ Β´, την χήρα του Μουράτ, την Μαρία ή Μάρα Μπράνκοβιτς, κόρη του Σέρβου Δεσπότη Γεωργίου Μπράνκοβιτς, ο οποίος και βολιδοσκοπήθηκε. Όμως η ίδια η Μαρία δεν ήθελε. Τελικά ο Κωνσταντίνος πέθανε χήρος και χωρίς απογόνους.
Απεικονίσεις του Κωνσταντίνου ΙΑ' Παλαιολόγου
Σε δύο σφραγίδες εγγράφων που έχουν φτάσει μέχρι την εποχή μας υπάρχουν προσωπογραφίες του Κωνσταντίνου. Πρόκειται στη μια περίπτωση, για σφραγίδα χρυσόβουλλου προς την Κοινότητα της Ραγούζας και σήμερα είναι στο Ντουμπρόβνικ. Η άλλη, είναι σε επιστολή προς τον Μπόρσο ντ' Έστε, Μαρκήσιο της Φερράρα. Και στις δύο απεικονίζεται σε ηλικία άνω των 45 ετών. Δεν είναι ρεαλιστικές, αλλά απεικονίζουν ένα γενειοφόρο Αυτοκράτορα.
Το 1974 ανακαλύφθηκε ένα νόμισμα με προχειροφτιαγμένη προτομή γενειοφόρου Αυτοκράτορα. Ένα χειρόγραφο του 15ου αι. του Βυζαντινού Χρονικού του Ζωναρά, που βρίσκεται στην Biblioteca Estense στην Μοντένα, είναι διακοσμημένο με μικροσκοπικά πορτραίτα κεφαλής όλων των Βυζαντινών Αυτοκρατόρων.
Μεταξύ αυτών απεικονίζεται και ο Κωνσταντίνος ΙΑ΄ Παλαιολόγος: εικονίζεται ένας στρογγυλοπρόσωπος άνδρας με γενειάδα κοντύτερη από εκείνη του αδελφού του Ιωάννη Η´ και αρκετά λιγότερη πυκνή από τη γενειάδα του πατέρα του Μανουήλ Β´.
Ο Κωνσταντίνος ΙΑ΄ Παλαιολόγος των θρύλων
Θρύλοι για την οικογενειακή του κατάσταση
Από τις Σλαβικές εκδοχές του Ημερολογίου του Νέστορα Ισκεντέρ, διαδόθηκε ο θρύλος πως ο Κωνσταντινος άφησε μια χήρα Αυτοκράτειρα και έναν γιο ή κόρες. Ο ίδιος θρύλος επαναλαμβάνεται σε επιστολή προς τον Πάπα Νικόλαο Ε´ από τον Αινεία Σύλβιο, ο οποίος αναφέρει πως ο Μωέμεθ Β´ ζήτησε να του φέρουν τη σύζυγο και τις κόρες του τελευταίου βυζαντινού Αυτοκράτορα με σκοπό να τις ατιμάσει και να τις δολοφονήσει. Επίσης πως ο γιος διέφυγε στο Πέραν (Γαλατά). Ο Γάλλος Ματιέ ντε Κουσσύ αναπαράγει την ίδια πληροφορία περί της συζύγου του Αυτοκράτορα και ο Μεγάλος Λογοθέτης Ιέρακας επίσης, δια του οποίου περνά στο Ελληνικό χρονικό των Σουλτάνων και στον Μαρτίνο Κρούσιο. Για άλλους ιστορικούς είχε λογοδοθεί με την Άννα Παλαιολογίνα, κόρη του Μεγάλου Δούκα Λουκά Νοταρά, όμως αυτή ζούσε στην Ιταλία πριν το 1453. Για Τούρκους χρονογράφους είχε αρραβωνιστεί μια κόρη του Βασιλιά της Γαλλίας, κάτι που επίσης δεν ισχύει.
Θρύλοι για τον τόπο ταφής του
Ο Θεόδωρος Σπανδωνής ή Σπαντουνίνο αναφέρει πως το πτώμα του αναζητήθηκε από τον Μωάμεθ και όταν το βρήκε τον θρήνησε και τον έθαψε, αλλά κατά τον Σπανδωνή δεν υπάρχει πουθενά ο τάφος του στην Κωνσταντινούπολη. Ο Μακάριος Μελισσηνός αναφέρει πως ετάφηκε στην Αγία Σοφία, κάτι που απορρίπτεται ως μυθώδες. Ο Εβλιγιά Τσελεμπί αναφέρει ως τόπο ταφής του τη μονή της Περιβλέπτου, αλλά εκεί έχει θαφτεί ένας προγενέστερος Αυτοκράτορας. Τούρκος ιστορικός του 19ου αιώνα λέει πως ετάφηκε στο Μπαλουκλί, στη μονή της Ζωοδόχου Πηγής.
Ο Πατριάρχης Κωνστάντιος του Σινά αναφέρει πως Τούρκοι ιμάμηδες και χριστιανοί επισκέπτονταν το τέμενος Γκιουλ Καμί, τον πρώην ναό της Αγίας Θεοδοσίας, ως τόπο ταφής του Κωνσταντίνου. Τέλος Τούρκοι διέδιδαν πως ετάφη στο Βέφα Μεϊντάν, αλλά μάλλον εκεί ήταν θαμμένος κάποιος δερβίσης ή Τούρκος στρατιώτης που εκτελέστηκε από τον Σουλτάνο επειδή σκότωσε τον Αυτοκράτορα και δεν τον συνέλαβε ζωντανό. Τέλος άλλη παράδοση αναφέρει πως ετάφτη στον ναό των Αγίων Αποστόλων, αλλά μεταφέρθηκε αργότερα το σώμα του στο Γκιουλ Τζαμί. Πιθανώς ετάφη σε έναν κοινό τάφο μαζί με τους ένοπλους συντρόφους τους και τους εχθρούς του.
Θρύλοι για το ότι δεν πέθανε
Ο θρύλος πως τελικά δεν πέθανε και πως θα επέστρεφε καλλιεργήθηκε από τα πρώτα χρόνια της Άλωσης: στο ποίημα Άλωση της Πόλης του ψευδο-Γεωργιλλά ο Μωέμεθ έψαξε να βρει το πτώμα του νεκρού Παλαιολόγου χωρίς να το εντοπίσει. Στο Ανακάλημα της Κωνσταντινούπολης ικετεύονται οι Κρήτες στρατιώτες να του κόψουν το κεφάλι και να το μεταφέρουν στην Κρήτη για να μην πέσει στα χέρια των Τούρκων.
Θρύλοι για το ξίφος του
Τον 19ο αιώνα ένας Ιταλός πρέσβης στην Κωνσταντινούπολη συγκέντρωσε μια ιδιωτική συλλογή όπλων και πανοπλιών, που την εξέθεσε αργότερα στο Τορίνο. Ανάμεσα στα αντικείμενα ήταν κι ένα ξίφος σκαλισμένο με Χριστιανικές φιγούρες και με ελληνιστί αφιέρωση σε έναν Αυτοκράτορα ονόματι Κωνσταντίνο. Το 1857 ο Γάλλος Βικτόρ Λανγκλουά το εξέτασε και αποφάνθηκε πως ήταν το ξίφος του Κωνσταντίνου, προερχόμενο από τον τάφο του Μωάμεθ Β´.
Μάρκος Βαμβακάρης, ρεμπέτης και από τους ακρογωνιαίους λίθους της Λαϊκής μουσικής
Μάρκος Βαμβακάρης
(1905 - 1972)
Ρεμπέτης, από τους ακρογωνιαίους λίθους της λαϊκής μουσικής. Γεννήθηκε στις 10 Μαΐου του 1905 στον συνοικισμό Σκαλί της Άνω Χώρας της Σύρου από οικογένεια καθολικών και ήταν ο πρώτος από τα έξι παιδιά του Δομένικου και της Ελπίδας Βαμβακάρη. Η οικογένειά του ήταν φτωχή, έφερε όμως το «μικρόβιο» της μουσικής. Ο πατέρας του έπαιζε γκάιντα και ο παππούς του έγραφε τραγούδια.
Πριν καλά - καλά ξεκινήσει το σχολείο, ο Μάρκος αναγκάστηκε να διακόψει, διότι πήραν τον πατέρα του στο στρατό, και έπιασε δουλειά με τη μητέρα του σε ένα κλωστήριο. Τα επόμενα χρόνια δούλεψε ως χασάπης, εφημεριδοπώλης, οπωροπώλης, λούστρος, και το 1917, σε ηλικία 12 ετών, έφυγε για τον Πειραιά. Αρχικά, εγκαταστάθηκε στα Ταμπούρια κι έπιασε δουλειά ως γαιανθρακεργάτης. Δούλεψε ακόμα ως λιμενεργάτης και ως εκδορέας στα σφαγεία, ενώ τα βράδια σύχναζε στους τεκέδες, όπου το 1924 άκουσε για πρώτη φορά στη ζωή του μπουζούκι. Εντυπωσιάστηκε και μέσα σε ελάχιστους μήνες έγινε ένας από τους καλύτερους αυτοδίδακτους μπουζουξήδες. Την περίοδο αυτή έκανε και τον πρώτο του γάμο με τη Ζιγκοάλα, την οποία όπως έλεγε μίσησε στο τέλος όσο καμία άλλη γυναίκα στον κόσμο.
Το 1925 κατατάχθηκε στο στρατό και όταν απολύθηκε άρχισε να γράφει τα πρώτα του τραγούδια. Έως το 1933 είχε γράψει πάνω από 50 τραγούδια και με την πιεστική παρότρυνση του Σπύρου Περιστέρη, o Μάρκος Βαμβακάρης γραμμοφώνησε στην Odeon τον πρώτο δίσκο με μπουζούκι στην Ελλάδα, που από τη μία μεριά είχε το «Καραντουζένι» (Έπρεπε να 'ρχόσουνα μάγκα μες στον τεκέ μας) και από την άλλη μεριά το «Αράπ» (ένα σόλο ζεϊμπέκικο).
Την επόμενη χρονιά δημιούργησε με τρεις φίλους του -τον Γιώργο Μπάτη, τον Στράτο Παγιουμτζή και τον Ανέστη Δελιά- ένα πρωτοποριακό για την εποχή μουσικό σχήμα που ονομάστηκε «Η Τετράς η ξακουστή του Πειραιώς». Ο Μάρκος άνοιξε το δικό του μαγαζί στα Άσπρα Χώματα. Η αστυνομία, όμως, δεν του έδωσε άδεια. Έτσι αναγκάστηκε να το κλείσει και για πρώτη φορά έπειτα από 20 χρόνια ταξίδεψε με τον Μπάτη στη Σύρο. Έπαιξαν μαζί για περίπου δύο μήνες σ' ένα μαγαζί της παραλίας και όταν γύρισε στον Πειραιά έγραψε τη Φραγκοσυριανή, ίσως το πιο γνωστό τραγούδι του.
Η περίοδος λίγο πριν από τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο ήταν και η πιο παραγωγική. Τα τραγούδια του έβγαιναν σε δίσκους και ο Μάρκος έγινε περιζήτητος. Αφού περιόδευσε στη Θεσσαλονίκη, στο Βόλο, στη Λάρισα, στα Τρίκαλα και σε πολλές ακόμα πόλεις, άρχισε εμφανίσεις στον Βοτανικό, μαζί με τον Γιάννη Παπαιωάννου, τον Κώστα Καρίπη και τον Στέλιο Κερομύτη.
Με την έναρξη του πολέμου, ο Βοτανικός έκλεισε και ακολούθησαν δύσκολα χρόνια. Το 1941 πέθανε ο αδερφός του Λεονάρδος και το 1942 η μητέρα του Ελπίδα. Την εποχή εκείνη, έπειτα από παρότρυνση της μεγάλης του αδελφής, ο Μάρκος παντρεύτηκε με ορθόδοξο γάμο τη δεύτερη σύζυγό του, τη Βαγγελιώ. Για το γεγονός αυτό αφορίστηκε από την καθολική εκκλησία και μόλις το 1966 του δόθηκε και πάλι η κοινωνία των Καθολικών. Τα δύο πρώτα παιδιά τους χάθηκαν πρόωρα. Το 1944 η Βαγγελιώ γέννησε τον Βασίλη και ακολούθησαν άλλα δύο αγόρια, ο Στέλιος το 1947 και ο Δομένικος το 1949.
Μετά τον πόλεμο, ο Μάρκος Βαμβακάρης άρχισε να βγάζει ξανά δίσκους σε διάφορες εταιρίες και όλοι γίνονταν ανάρπαστοι. Το 1954 αρρώστησε με βαριά αρθρίτιδα και σταμάτησε να παίζει. Όταν θέλησε να επιστρέψει στο πάλκο, όλοι τον είχαν ξεχάσει. Η ελληνική μουσική βιομηχανία τον θεωρούσε «ξεπερασμένο» και δεν τον έπαιρνε κανένας σε κάποιο μαγαζί.
Η κατάσταση άλλαξε δραματικά το 1960, όταν έπειτα από πρωτοβουλία του Βασίλη Τσιτσάνη, κυκλοφορούν από την Columbia παλιά και καινούρια τραγούδια του Βαμβακάρη, τραγουδισμένα από τον ίδιο και από καλλιτέχνες όπως ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης, η Καίτη Γκρέι, η Άντζελα Γκρέκα, ο Στράτος Διονυσίου, κ.ά. Το εγχείρημα σημείωσε τεράστια επιτυχία και ο Μάρκος είχε την ευκαιρία να ξαναδουλέψει στα λαϊκά πάλκα, αλλά και να δώσει συναυλίες σε πρωτόγνωρους για τους ρεμπέτες χώρους. Το 1966 έκανε την εμφάνισή του σε μπουάτ στην Πλάκα, ενώ ακολούθησε η συναυλία στο θέατρο «Κεντρικόν» το χειμώνα της ίδιας χρονιάς και στη συνέχεια πολλές εμφανίσεις στην Αθήνα και σε άλλες πόλεις της Ελλάδας.
Στις 8 Φεβρουαρίου του 1972, ο Μάρκος Βαμβακάρης πέρασε στην ιστορία, αφήνοντας μια τεράστια παρακαταθήκη.
Μαλβίνα Κάραλη, ήταν Ελληνίδα συγγραφέας, σεναριογράφος, δημοσιογράφος και παρουσιάστρια στην τηλεόραση
Μαλβίνα Κάραλη
η Σαββατογεννημένη
Η Μαλβίνα Κάραλη ήταν Ελληνίδα συγγραφέας, σεναριογράφος, δημοσιογράφος και παρουσιάστρια στην τηλεόραση. (πραγματικό όνομα Μαρία-Ελένη Σακκά, 3 Φεβρουαρίου 1952 - 7 Ιουνίου 2002)
Γεννήθηκε στον Πειραιά και καταγόταν από τα Ψαρά και τη Θράκη.
Απόφοιτη του Αρσακείου. Σπούδασε κυβερνητική στο Παρίσι. Εργάστηκε επί χρόνια ως δημοσιογράφος σε εφημερίδες όπως η Απογευματινή και η Ελευθεροτυπία και ως αρθρογράφος στα περιοδικά Φαντάζιο, Επίκαιρα, Γυναίκα, Κλίκ, 01, με στήλες που άφησαν εποχή όπως το Επ' αυτοφόρω (Γυναίκα) και "Σαββατογεννημένη" (στο περιοδικό Symbol της εφημερίδας Επενδυτής, άρθρα που κυκλοφόρησαν μετά το θάνατό της στην ομώνυμη συλλογή).
Η τηλεοπτική της καριέρα ξεκίνησε στην ΕΡΤ και συνέχισε στους τηλεοπτικούς σταθμούς Seven X, ANT1, ΣΚΑΪ, Mega Channel, Star Channel κ.α.
Οι πιο δημοφιλείς εκπομπές της ήταν το Mea Culpa (Seven X), Malvina Live (ΣΚΑΪ), Μalvina Hostess (Mega Channel), Malvina Rixten (Star Channel).
Ο χαρακτήρας αυτών των τηλεοπτικών σόου, που συνήθως προβάλλονταν πριν ή μετά το κεντρικό δελτίο ειδήσεων, ήταν επιθεωρησιακός.
Η κριτική και η διακωμώδηση της πολιτικής και των προσώπων της, τελικά τη μετέτρεψαν σε χρυσό αουτσάιντερ των τηλεοπτικών καναλιών: όλοι αγαπούσαν τις τηλεθεάσεις της, αλλά κανείς δεν είχε την (πολιτική) πολυτέλεια να την φιλοξενήσει στις συχνότητές του.
Παράλληλα, ως σεναριογράφος, τιμήθηκε με δύο κρατικά βραβεία σεναρίου για τις ταινίες «Ξένια» (1989) του Πατρίς Βιβάνκος και «Κρυστάλλινες Νύχτες» (1992) της Τώνιας Μαρκετάκη. Συνυπέγραψε επίσης τα σενάρια στις ταινίες «Αρχάγγελος του Πάθους» (1987) του Νίκου Βεργίτση και «Ζωή Χαρισάμενη» (1993) του Πατρίς Βιβάνκος.
Έγραψε τα βιβλία «Αθώος σαν αγαπημένος» (εκδ. Καστανιώτη), «Τα κορίτσια της Σαβάνα» (εκδ. Νεφέλη), «Πιο πολύ, πιο πολλοί» (εκδ. Αστάρτη), τη συλλογή δημοσιευμάτων «Ο έρωτας και άλλες πολεμικές τέχνες» από την περίοδο 1989-1996 (εκδ. Κάκτος) και σειρά πέντε βιβλίων μαγειρικής υπό τον γενικό τίτλο «Η κουζίνα της Μαλβίνας-Μαλβινέζικα» (εκδ. Αστάρτη). Επίσης, έγραψε την μυθιστορηματική βιογραφία της Αλίκης Βουγιουκλάκη («Γλυκό κορίτσι»).
Έκανε τρεις γάμους και απέκτησε τρία παιδιά. Ο δεύτερος γάμος της ήταν με τον σκηνογράφο Γιώργο Πάτσα και ο τελευταίος με τον συγγραφέα Διονύση Χαριτόπουλο.
Πέθανε στην Αθήνα τον Ιούνιο του 2002 ύστερα από πολύμηνη μάχη με τον καρκίνο. Κηδεύτηκε στο Α' Νεκροταφείο Αθηνών.
Περισσότερα Άρθρα...
- Κωνσταντίνος Καραθεοδωρή ο σοφός Έλλην του Μονάχου
- Ιωάννης Μεταξάς, το όνομά του συνδέθηκε με μία από τις μεγαλύτερες και πλέον ιστορικές σελίδες της Ελληνικής Ιστορίας στον 20ο αιώνα, όταν τα ξημερώματα της 28ης Οκτωβρίου 1940
- Σαλβαντόρ Νταλί, ένας σταθμός για την τέχνη του 20ου αιώνα
- Μπαντ Ντουάιερ Αμερικανός πολιτικός που αυτοκτονεί μπροστά στις κάμερες