Άρθρα
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, ο πιο μποεμ κοσμοκαλόγερος
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Έλληνας συγγραφέας
O Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης υπήρξε μια τραγική προσωπικότητα της νεότερης Ελλάδας με τόσο πολλές όψεις που ακόμη τον ανακαλύπτουμε. Έζησε μόνος, απένταρος, πιστός στην τέχνη, αδιάφορος για τα χρήματα και την κοινωνική ένταξη, μοίρασε τη ζωή ανάμεσα στα καπηλειά και στις εκκλησίες, σχεδόν ρακένδυτος, υπήρξε πάντα ένας αποσυνάγωγος τεχνίτης της γλώσσας και της αφήγησης. Ένας έλληνας μποέμ.
Γεννήθηκε στις 4 Μαρτίου 1851 σε ένα νησί που φημίζεται για τη φυσική καλλονή του και τους ψαράδες του, τη Σκιάθο. Ήταν το τέταρτο παιδί του ζεύγους Αδαμαντίου και Γκιουλιώς (Αγγελικής) Εμμανουήλ. Το επώνυμο Παπαδιαμάντης προέρχεται από το όνομα του πατέρα του που ήταν και παπάς.
Τα παιδικά του χρόνια ήταν ανέμελα στο νησί και θα τα ανακαλέσει πολλές φορές νοσταλγικά στα κείμενά του. Ως το 1860 φοίτησε στο δημοτικό σχολείο Σκιάθου, όπου έμαθε τα βασικά- ανάγνωση, γραφή, μαθηματικά-, του άρεσε όμως, από ό,τι λένε, πιο πολύ να ζωγραφίζει. Στα παιχνίδια του είχε συντροφιά ανάμεσα στους άλλους τον ξάδελφό του, μετέπειτα καλό συγγραφέα Αλέξανδρο Μωραϊτίδη και τον Νικόλαο Διανέλλο, μετέπειτα μοναχό Νήφωνα, ο οποίος θα είναι για χρόνια ο «κολλητός» του. Θα πάνε μαζί στο Άγιον Όρος, θα κατοικήσουν (μέχρι παρεξηγήσεως) για λίγο στο ίδιο διαμέρισμα, ώσπου ο Νήφωνας να παντρευτεί και να φύγει για να μείνει στο Χαρβάτι.
Άνθρωπος των καπηλειών και των τρωγλών
Ο πατέρας του θα τον στείλει στην Αθήνα για να σπουδάσει Θεολογία, αλλά αυτός θα κάνει στροφή την τελευταία στιγμή και θα γραφτεί στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Θα απογοητευθεί γρήγορα από το στείρο κλίμα και θα τα παρατήσει. Μελετά μόνος του αγγλικά και γαλλικά και παραδίδει μαθήματα. Φυτοζωεί κυριολεκτικά.
Το 1878 γνωρίζεται με τον εκδότη της «Ακρόπολης» Βλάση Γαβριηλίδη που θα τον παρακινήσει να δημοσιεύσει το πρώτο του μυθιστόρημα με τίτλο «Η μετανάστις» στην εφημερίδα «Νεολόγος» Κωνσταντινουπόλεως. Θα ακολουθήσει το 1882 το δεύτερο μυθιστόρημά του με τίτλο «Οι έμποροι των εθνών» δημοσιευμένο στο «Μη χάνεσαι». Δημοσιεύει συνεχώς, γίνεται πια γνωστός στους λογοτεχνικούς κύκλους, αν και αποφεύγει να συγχρωτίζεται με αυτούς. Οσο ζούσε δεν είδε ποτέ δημοσιευμένο δικό του βιβλίο, αλλά αυτό δεν εμπόδισε το έργο του να αποτελεί τη βασικότερη παρακαταθήκη για τους έλληνες πεζογράφους: Δ. Χατζής, Γ. Ιωάννου, Αλ. Κοτζιάς, Χρ. Μηλιώνης, Η. Χ. Παπαδημητρακόπουλος, Θ. Βαλτινός, Μένης Κουμανταρέας...
Είναι μια γραφική φιγούρα της Αθήνας. Ο συγκαιρινός του Μιλτιάδης Μαλακάσης τον περιγράφει ως «μια σιλουέτα με ακατάστατα γενάκια, απεριποίητη περιβολή, λασπωμένα ή κατασκονισμένα υποδήματα, ξεθωριασμένο ημίψηλο, με μια παπαδίστικη κάννα με ασημένια λαβή, μαύρο κορδόνι γύρω από μια ασιδέρωτη λουρίδα, ένα είδος κολάρου, συγκρατώντας με τα χέρια του ένα πανωφόρι που του έπεφτε λίγο μεγάλο», το οποίο ήταν γνωστό ότι του το είχε στείλει από το Λονδίνο ο Αλέξανδρος Πάλλης. Ο Δ. Χατζόπουλος τον χαρακτηρίζει ιδιόρρυθμο, εκκεντρικό, μποέμ, άνθρωπο των καπηλειών και των τρωγλών, και τον παρομοιάζει με τον φιλόσοφο Μένιππο, τον πνευματώδη Λουκιανό, τον παρατηρητικό Ντίκενς, τον ψυχολόγο Τουργκένιεφ. Ο ίδιος όταν το μάθει θα πει: «Δεν μοιάζω με κανέναν, είμαι ο εαυτός μου». Συχνάζει στο μπακάλικο του Καχριμάνη στου Ψυρρή, αλλά και στη μικρή εκκλησία του Αγίου Ελισαίου, όπου ψάλλει μαζί με τον ξάδελφό του Αλέξανδρο Μωραΐτίδη.
Το 1906 αρχίζει να συχνάζει στη Δεξαμενή Κολωνακίου. Κάθεται στο πιο φτηνό από τα δύο καφενεία, αυτό του Μπαρμπα-Γιάννη, όπου ο καφές είχε μία δεκάρα. Αγοραφοβικός, μακριά από όλους τους πελάτες, σταύρωνε τα χέρια στο στήθος, έγερνε το κεφάλι και ονειροπολούσε. Εκεί τον φωτογράφισε ο Παύλος Νιρβάνας, σε αυτή τη φωτογραφία που τον έχουμε ως σήμερα.
Γράφει και μεταφράζει συνέχεια για να μπορεί να ζει. Το 1909 θα γυρίσει στο νησί του. Θα αρρωστήσει και θα πεθάνει το βράδυ της 2ας προς 3η Ιανουαρίου 1911. Έζησε μοναχικός, ανέραστος, πάσχων.
Γρηγόρης Αυξεντίου, ήταν ο πρώτος τομεάρχης της ΕΟΚΑ στην περιοχή Αμμοχώστου
Γρηγόρης Αυξεντίου
Ο ήρωας Γρηγόρης Αυξεντίου πολεμώντας μόνος, περικυκλωμένος από 60 Άγγλους, έπεφτε νεκρός σαν σήμερα 3 Μαρτίου 1957. Ήταν το τέλος ενός ανθρώπου που απέδειξε ότι ο ηρωϊσμός δεν είναι θεωρία, λόγια και κραυγές, αλλά αποφάσεις και πράξεις. Ήρθε στην Ελλάδα για να γίνει στρατιωτικός.
Το 1949 απέτυχε στις εξετάσεις της Σχολής Ευελπίδων και γράφτηκε στη Σχολή Εφέδρων Αξιωματικών του Ελληνικού Στρατού και έλαβε κατάρτιση ανθυπολοχαγού.
Εκεί αφού αποφοίτησε, έκανε τη στρατιωτική του θητεία στον 1° λόχο του 613ου τάγματος πεζικού, στα Ελληνοβουλγαρικά σύνορα.
τελείωσε τη θητεία του στις 15/11/1952 και επέστρεψε στην Κύπρο, όπου άρχισε να εργάζεται στα κτήματα του πατέρα του σαν οδηγός, μεταφέροντας εργάτες από τη Λύση στην Αμμόχωστο. Εκείνη την περίοδο αρραβωνιάζεται.
Τον Ιανουάριο του 1955 μυήθηκε στην Ε.Ο.Κ.Α. (Εθνική Οργάνωση Κυπρίων Αγωνιστών, με κύριο στόχο την Ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα) από τον Ανδρέα Αζίνα και είχε την πρώτη του επαφή με το Γρίβα στις 20/1/1955, που ήταν αρχηγός της Ε.Ο.Κ.Α. και μπήκε στον αγώνα κατά των Άγγλων. Αντί του καθιερωμένου όρκου, ο Γεώργιος Γρίβας Διγενής δέχτηκε τον λόγο της στρατιωτικής τιμής του Αυξεντίου. Την άνοιξη του ιδίου χρόνου συμμετείχε στις επιθέσεις κατά της Ηλεκτρικής Εταιρείας και του Ραδιοφωνικού Σταθμού της Λευκωσίας.
Μέσα στην Οργάνωση πήρε το κωδικό όνομα «Ζήδρος» (το αγωνιστικό του ψευδώνυμο παρέπεμπε στο Ζήδρο, το Δυτικομακεδόνα κλεφταρματολό επί Τουρκοκρατίας), το οποίο και κράτησε μέχρι τον ηρωικό του θάνατο.
Ήταν ηγετική φυσιογνωμία και διέθετε οργανωτικές και στρατιωτικές αρετές. Ήταν ο μόνος από τους νεαρούς μαχητές που διέθετε στρατιωτική κατάρτιση.
Ο Αυξεντίου ήταν ο πρώτος τομεάρχης της ΕΟΚΑ στην περιοχή Αμμοχώστου και την 1η Απριλίου του 1955, πρώτη μέρα του αγώνα κατά των Άγγλων, επειδή ανακαλύφθηκε το αυτοκίνητο που χρησιμοποιούσε για την επιχείρηση ανατινάξεων στις πετρελαιοαποθήκες της αγγλικής βάσης Δεκέλειας, βγήκε στα βουνά και ηγήθηκε των επιθέσεων εναντίον αγγλικών στόχων στον τομέα του.
Ήταν ο υπ” αριθμόν ένα καταζητούμενος από τους Άγγλους, οι οποίοι τον επικήρυξαν αρχικά με 250 λίρες και στην συνέχεια, με το υπέρογκο για την εποχή, ποσό των 5.000 λιρών, επειδή ανατίναξε αγγλικές περιουσίες. Κατέφυγε στην οροσειρά τού Πενταδάκτυλου, σε μια σπηλιά. Εκεί τον βρήκε ο βοσκός από τη Λάπηθο, γέρο Γιώργος Ζοππής και άρχισε να τον τροφοδοτεί, εκμεταλλευόμενος το επάγγελμά του που δικαιολογούσε την καθημερινή παρουσία του στο βουνό. Εκεί ο Αυξεντίου μαθαίνει στους αγωνιστές την χρήση των όπλων, καθώς και τεχνικές ανταρτοπόλεμου.
Η δράση του ήταν πλούσια τόσο στον Πενταδάκτυλο όσο και στο όρος Τρόοδος όπου κατέφυγε αργότερα. Κρυφά παντρεύτηκε και κάτω από μυθιστορηματικές συνθήκες την ως τότε μνηστή του Βασιλεία Παναγή, μια νύχτα στο μοναστήρι του Αχειροποιήτου στις 10/6/1955.
Στις 11 Δεκεμβρίου 1955 επέδειξε τις εξαίρετες στρατιωτικές του ικανότητες στην ιστορική μάχη των Σπηλιών, παρασύροντας δυο φάλαγγες των Άγγλων στρατιωτών, που ανηφόριζαν προς τα κρησφύγετα, να συγκρουστούν μεταξύ τους.
Το Πάσχα του 1956 βρίσκει τον ήρωα ν’ αναρρώνει στο ιστορικό (ιδρύθηκε το 1148) μοναστήρι του Μαχαιρά, μετά από εγχείρηση. Εκεί συνέβη και το πρωτοφανές της εμφάνισής του ενώπιον των διωκτών του, όταν πάνω από 100 Άγγλοι αξιωματικοί και στρατιώτες έζωσαν το μοναστήρι. Μεταμφιεσμένος σε καλόγερο, με γενειάδα και ράσο, ο Γρηγόρης Αυξεντίου παρουσιάστηκε και συστήθηκε στον Άγγλο επικεφαλής αξιωματικό ως ο «πάτερ-Xρύσανθος» και στην συνέχεια τους…κέρασε. Ο Διγενής τού ανέθεσε μαζί με τον τομέα Πιτσιλιάς και τα χωριά της Ορεινής – Μαχαιρά.
Τον Ιούλιο του 1956 προστέθηκαν στον τομέα του και τα κρασοχώρια Λεμεσού. Στις 31 Δεκεμβρίου του 1956, παραμονή Πρωτοχρονιάς, κυκλώνεται μαζί με τα παλικάρια του στο χωριό Ζωοπηγή και ακολουθεί σφοδρή σύγκρουση. Ο Αυξεντίου τραυματίζεται, αλλά διαφεύγει, αφήνει όμως νεκρό πίσω, τον συναγωνιστή του Μάκη Γεωργάλλα.
Την 1η Μαρτίου του 1957, οι Άγγλοι ξαναεισβάλλουν στο μοναστήρι του Μαχαιρά. Υποβάλουν σ’ εξαντλητική ανάκριση τον αγωγιάτη της Μονής και τον αναγκάζουν ν’ αποκαλύψει ότι ο Αυξεντίου έχει κατασκευάσει καταφύγιο-κρύπτη ένα χιλιόμετρο πιο κάτω.
Σε προτροπές τών Άγγλων να παραδοθεί είχε μόνο μία απάντηση να δώσει «Μολών Λαβέ». Αμέσως, τέσσερις στρατιώτες όρμησαν μέσα στην σπηλιά. Ο Αυξεντίου τους υποδέχτηκε με καταιγιστικά πυρά. Οι τρεις Βρετανοί οπισθοχώρησαν έντρομοι, ο τέταρτος, ένας δεκανέας, έπεσε νεκρός. Σύμφωνα με μαρτυρία του συμπολεμιστή του Αυγουστή Ευσταθίου, που μετά τη ρίψη χειροβομβίδας στο κρησφύγετο επέστρεψε, με υπόδειξη των Άγγλων, για να διακριβώσει αν ο Αυξεντίου ήταν ζωντανός και να τον πείσει να παραδοθεί.
Ο Αυγουστής προτίμησε να μείνει μαζί με τον αρχηγό του. Ο Γρηγόρης φώναξε: «Τώρα είμαστε δύο. Ελάτε να μας πάρετε». Και η μάχη συνεχίστηκε ως το απόγευμα.
Προσπάθειά τους ήταν να κρατήσουν τη μάχη μέχρι να νυχτώσει και επωφελούμενοι από το σκοτάδι να διαφύγουν.
Οι Άγγλοι στρατιώτες, που αντιλήφθηκαν τον σκοπό τους, περιέλουσαν το κρησφύγετο με βενζίνη, το πυρπόλησαν και έκαψαν ζωντανό τον Αυξεντίου, ενώ ο Αυγουστής Ευσταθίου, με βαριά εγκαύματα, επιχειρεί έξοδο και συλλαμβάνεται.
•Οι εμπρηστικές βόμβες πετρελαίου, λαμπαδιάζουν τα πάντα. Έτσι, καιόμενος σαν λαμπάδα, έπεσε ο Γρηγόρης Αυξεντίου, άμορφη μάζα από καμένη σάρκα, πυροβολώντας ως το τέλος, Κυριακή 3 Μαρτίου 1957. Στις 3 Μαρτίου 1957, Άγγλοι στρατιώτες περικύκλωσαν το κρησφύγετό του κοντά στον Μαχαιρά.
Ο Γρηγόρης φώναξε τότε:
«Σύντροφοι, ο θεός να με βγάλει ψεύτη, προδοθήκαμε». «Αρχηγέ, μαζί σου και στον θάνατο» ψιθύρισαν όλοι. Δεν πρόλαβαν να τελειώσουν την κουβέντα τους και οι στρατιώτες έφθασαν στην είσοδο του κρησφύγετου. Φώναξαν στους άνδρες να παραδοθούν όμως καμία απάντηση.
Η μάχη κράτησε για ώρες. Στην ομάδα του ήταν οι Ανδρέας Στυλιανού, Αυγουστής Ευσταθίου, Αντώνης Παπαδόπουλος και Φειδίας Συμεωνίδης, τους οποίους, όμως, διέταξε να βγουν από το κρησφύγετο και να παραδοθούν για να σωθούν, ενώ αυτός έμεινε και πολέμησε μόνος επί 10 ώρες τους εχθρούς, τραυματισμένος από θραύσμα χειροβομβίδας. Ο ίδιος αποφασισμένος να μην πέσει ζωντανός στα χέρια των Άγγλων και αν χρειαστεί να θυσιαστεί τους είπε επίλέξη: Μέχρι σήμερα μαθαίνατε πώς πολεμούν οι Έλληνες. Σήμερα θα μάθετε και πως πεθαίνουν.
Κατίνα Παξινού, ήταν Ελληνίδα ηθοποιός, κυρίως δραματικού ρεπερτορίου, παγκόσμιας φήμης, βραβευμένη με Όσκαρ ηθοποιίας
Κατίνα Παξινού
Η Κατίνα Κωνσταντοπούλου - Παξινού ήταν Ελληνίδα ηθοποιός, κυρίως δραματικού ρεπερτορίου, παγκόσμιας φήμης. Βραβευμένη με Όσκαρ ηθοποιίας. (17 Δεκεμβρίου 1900 - 22 Φεβρουαρίου 1973)
Γεννήθηκε στις 17 Δεκεμβρίου 1900 στον Πειραιά. Κόρη μεγαλοαστικής οικογένειας, και συγκεκριμένα του αλευροβιομήχανου Βασίλη Κωνσταντόπουλου, φοίτησε αρχικά στη Σχολή Χιλλ. Ακολούθησε η Σχολή Καλογραιών της Τήνου.
Λόγω του ζωηρού της χαρακτήρα φοίτησε εσώκλειστη σε σχολείο της Ελβετίας.
Σπούδασε μουσική και τραγούδι στο Ωδείο της Γενεύης καθώς και σε άλλες αντίστοιχες σχολές στη Βιέννη και στο Βερολίνο. Παντρεύτηκε τον βιομήχανο Παξινό, και απέκτησε μαζί του δύο κόρες (αργότερα η πρώτη πέθανε). Άρχισε από πολύ νωρίς την καλλιτεχνική σταδιοδρομία της και γρήγορα διακρίθηκε για το αληθινό ταλέντο της και την αγάπη στην τέχνη της.
Ο πρώτος της σημαντικός ρόλος ήταν της Βεατρίκης, στην ομώνυμη όπερα Αδελφή Βεατρίκη, που την έγραψε ειδικά γι' αυτήν ο Δημήτρης Μητρόπουλος και η οποία ανέβηκε το 1920 στο Δημοτικό θέατρο Πειραιώς. Ο πρώτος θεατρικός ρόλος της στην πρόζα ήταν το 1929, στο θέατρο Κοτοπούλη, στο «Γυμνή Γυναίκα» (La femme nue) του Μπατάιγ, που την καθιέρωσε και ως πρωταγωνίστρια δραματικών ρόλων.
Το 1931 συνεργάστηκε με τον κορυφαίο Έλληνα ηθοποιό Αιμίλιο Βεάκη με τον οποίο εισχώρησε στον συνεταιρικό θίασο του Αλέξη Μινωτή, τον οποίο και παντρεύτηκε και που μαζί του
συνεργάστηκε αποδοτικά από το 1932 μέχρι το 1940, χρονιά που έγινε μόνιμο μέλος του Εθνικού Θεάτρου.
Με την Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου εμφανίσθηκε στο Λονδίνο στη Φρανκφούρτη και το Βερολίνο. Κατά την περίοδο του πολέμου εγκαταστάθηκε στις ΗΠΑ όπου και εμφανίσθηκε στο Μπρόντγουεϊ της Νέας Υόρκης. Όμως, το έργο που την επέβαλε σε διεθνή κλίμακα και που της χάρισε το 1943 το Όσκαρ ηθοποιίας, από την Αμερικανική Ακαδημία Κινηματογράφου, ήταν το «Για ποιον χτυπά η καμπάνα», όπου υποδυόταν το ρόλο της φλογερής πατριώτισσας της Ισπανίας, Πιλάρ.
Για το κινηματογραφικό έργο «Το πένθος ταιριάζει στην Ηλέκτρα» το 1947 βραβεύτηκε με το βραβείο Κοκτώ.
Επέστρεψε στην Ελλάδα το 1952 και άρχισε ξανά τις εμφανίσεις της στο Εθνικό Θέατρο με τον Αλέξη Μινωτή, όπου ανέβασε Ίψεν και Λόρκα, αλλά με κύριο πλέον ενδιαφέρον στις παραστάσεις αρχαίων θεατρικών έργων. Απέδωσε τους πρωταγωνιστικούς ρόλους στα έργα: "Το Σπίτι της Μπερνάρντα Άλμπα" του Λόρκα, "Η επίσκεψη της γηραιάς κυρίας" του Ντύρενματ, "Η τρελή του Σαγιώ" του Ζιρωντού, "Το μακρύ ταξίδι" του Ο΄ Νηλ.
Επίσης, έλαβε μέρος στα διάφορα Φεστιβάλ της δεκαετίας του "50 στις παραστάσεις αρχαίας τραγωδίας στο Ηρώδειο και στην Επίδαυρο. Παράλληλα, εμφανίστηκε και στις ταινίες "Ο κύριος Αρκάντιν" του Όρσον Γουέλς και "Ο Ρόκο και τ΄ αδέλφια του" του Λουκίνο Βισκόντι (1960). Με τον Όρσον Γουέλς είχε συνεργαστεί και στη «Δίκη» (The Trial, 1962), αλλά η σκηνή στην οποία εμφανίστηκε η Παξινού τελικά «κόπηκε». Παρότι η σκηνή δεν υπάρχει στην τελική μορφή της ταινίας, η Ελληνίδα ηθοποιός αναφέρεται στους τίτλους.
Κατά την διάρκεια της δικτατορίας η Κατίνα Παξινού και ο Αλέξης Μινωτής συγκρότησαν δικό τους θίασο όπου και ανέβασαν μεταξύ άλλων τα έργα: "Ματωμένος γάμος" του Λόρκα, "Η Ήρα και το παγώνι" του Ο΄ Κέισυ, "Οι παλαιστές" του Στρατή Καρά κ.ά. Η τελευταία της παράσταση στο θέατρο ήταν στο ρόλο της μάνας στο έργο του Μπρεχτ "Μάνα κουράγιο" και στον κινηματογράφο "Το νησί της Αφροδίτης" (1969).
Γενικά, η Κατίνα Παξινού είχε πολύ πλούσιες εκφραστικές δυνατότητες που της επέτρεπαν να ερμηνεύει όχι με δυσκολία δραματικούς ρόλους κάθε θεατρικού ύφους, από την αρχαία ελληνική τραγωδία μέχρι το "μπρεχτικό" θέατρο.
Επίσης, η μουσική της καλλιέργεια της επέτρεπε να χρωματίζει τη φωνή της ώστε ν΄ αναδεικνύεται η εκφραστικότητα και η ευαισθησία έντονα καθώς και ο μελωδικός ρυθμός του ποιητικού λόγου. Η Κατίνα Παξινού έγραψε, επίσης, και μουσική για την τραγωδία «Οιδίπους τύραννος».
Χτυπημένη από καρκίνο καλπάζουσας μορφής, ήδη από το 1969, γνώριζε για την ασθένειά της. Η συμμετοχή της στην ταινία "Το νησί της Αφροδίτης" ήταν, ουσιαστικά, μία αναμέτρηση με τα όριά της. Έπαιξε στην ταινία υπομένοντας φρικτούς πόνους. Αργότερα, για την παράσταση "Μάνα κουράγιο", έβγαινε κάθε βράδυ στη σκηνή σέρνοντας ένα ολόκληρο και βαρύ κάρο.
Το καλοκαίρι του 1972, η Kατίνα Παξινού εμφανίζεται, για τελευταία φορά, στο θέατρο της Επιδαύρου, όχι ως ηθοποιός, πράγμα που δεν εμπόδισε το κοινό να υποκλιθεί χειροκροτώντας όρθιο την μεγάλη ιέρεια της Τέχνης, η οποία «έφυγε», μετά από πολυετή μάχη με τον καρκίνο, στις 22 Φεβρουαρίου 1973.
Παρασκήνιο, Αφιέρωμα στην Κατίνα Παξινού, Μέρος 1 (Αρχείο ντοκιμαντέρ της ΕΡΤ)
Παρασκήνιο, Αφιέρωμα στην Κατίνα Παξινού, Μέρος:2 (Αρχείο ντοκιμαντέρ της ΕΡΤ)
Νικόλαος Πλανάς Έλληνας ιερωμένος, από τους νεώτερους Αγίους της Ορθοδοξίας
Νικόλαος Πλανάς
Έλληνας ιερωμένος, από τους νεώτερους Αγίους της Ορθοδοξίας
Ο Νικόλαος Πλανάς γεννήθηκε στη Νάξο το 1851 από εύπορη και ευσεβή οικογένεια. Ο πατέρας του, Ιωάννης Πλανάς, είχε ένα εμπορικό καΐκι και η μητέρα του, Αυγουστίνα Μελισσουργού, ήταν κόρη του ιερέα Γεωργίου Μελισσουργού.
Ο μικρός Νικόλας ανατράφηκε σε χριστιανικό περιβάλλον και βοηθούσε στα εκκλησιαστικά του καθήκοντα τον παππού του, από τον οποίον έμαθε τα πρώτα γράμματα.Μετά τον θάνατο του πατέρα του και σε ηλικία 14 ετών ήλθε με τη μητέρα του και την αδελφή του στην Αθήνα.
Στα 17 του νυμφεύθηκε, κατόπιν επιθυμίας της μητέρας του, την Ελένη Προβελέγγιου από τα Κύθηρα. Χήρευσε όμως νωρίς, καθώς η σύζυγός του πέθανε μόλις γεννήθηκε το παιδί τους, ο Γιαννάκης, που το μεγάλωσε μόνος του.
Στη συνέχεια αφοσιώθηκε στην εκκλησία και στις 28 Ιουλίου 1879 χειροτονήθηκε διάκονος στο ναό Μεταμορφώσεως της Πλάκας. Μετά από πέντε χρόνια, στις 2 Μαρτίου 1884, χειροτονήθηκε Πρεσβύτερος στο ταπεινό εκκλησάκι του Αγίου Ελισσαίου, στο Μοναστηράκι, όπου έψελναν δύο πασίγνωστοι Έλληνες συγγραφείς, ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης και ο εξάδελφός του Αλέξανδρος Μωραϊτίδης.
Ο πατέρας Νικόλαος ιερουργούσε κάθε Κυριακή στους ναούς του Αγίου Παντελεήμονος Ιλισσού (οδός Καλλιρρόης) και του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου του λεγομένου «Κυνηγού», στη σημερινή οδό Βουλιαγμένης. Τις καθημερινές λειτουργούσε στο εκκλησάκι του Αγίου Ελισσαίου, όπου οι αγρυπνίες του άφησαν εποχή και προσήλκυαν τον πνευματικό κόσμο της πρωτεύουσας, ειδικά όταν στο ψαλτήρι βρισκόταν το δίδυμο Παπαδιαμάντη και Μωραϊτίδη. Οι δύο συγγραφείς σε κείμενά τους έχουν εξάρει την απλότητα, την ταπεινότητα και την αγιοσύνη του πατέρα Νικόλα.
Έχουν αναφερθεί μαρτυρίες παιδιών ότι τον έβλεπαν κατά τη διάρκεια της Θείας Λειτουργίας μεταρσιωμένο να στέκεται υπεράνω της γης. Ο παπα-Νικόλας ζούσε λιτά, σχεδόν ασκητικά. Του αρκούσε για τροφή λίγο ψωμί και λίγα χόρτα, τα οποία συνέλεγε ο ίδιος, και κάποιες φορές, λίγο γάλα που του πρόσφεραν βοσκοί στην ερημική τότε περιοχή του Αϊ-Γιάννη. Βοηθούσε τους φτωχούς ενορίτες του, ακόμη και από το υστέρημά του. Είναι αμέτρητα τα θαύματά του, σύμφωνα με μαρτυρίες. Θεράπευε ασθενείς, απομάκρυνε δαιμόνια, προέλεγε το μέλλοντα, έλυνε δύσκολα θέματα, συμβούλευε πρεπόντως.
Την Κυριακή του Ασώτου, 28 Φεβρουαρίου 1932, ο παπα-Νικόλας λειτούργησε για τελευταία φορά στον Άγιο Ιωάννη της οδού Βουλιαγμένης. Μετά τη Θεία Λειτουργία έχασε τις αισθήσεις του και στις 2 Μαρτίου 1932 αποδήμησε εις Κύριον, σε ηλικία 82 ετών. Το επόμενο πρωί το λείψανό του εκτέθηκε σε λαϊκό προσκύνημα επί τριήμερο στον ναό του Αγίου Ιωάννου της οδού Βουλιαγμένη. Χιλιάδες λαού κατέφθασαν από κάθε σημείο του λεκανοπεδίου Αττικής για να αποχαιρετήσουν τον σύγχρονο Άγιο.
Η κηδεία του έγινε στις 5 Μαρτίου 1932, παρουσία πλήθους κόσμου και χοροστατούντος του Αρχιεπισκόπου Αθηνών Χρυσοστόμου, ο οποίος εκφώνησε τον επικήδειον λόγον.
Στις 29 Αυγούστου του 1992, τα λείψανα του Νικολάου Πλανά τοποθετήθηκαν σε ασημένια λάρνακα, που βρίσκεται στο δεξιό κλίτος του ναού του Αγίου Ιωάννη της οδού Βουλιαγμένης.
Τον ίδιο χρόνο η Ορθόδοξη Εκκλησία ανακήρυξε Άγιο τον Νικόλαο Πλανά, με απόφαση του Οικουμενικού Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως.
Αμέριγκο Βεσπούτσι, ήταν Ιταλός εξερευνητής, οικονομολόγος, θαλασσοπόρος και χαρτογράφος
Αμέριγκο Βεσπούτσι
Ο Αμέριγκο Βεσπούτσι ήταν Ιταλός εξερευνητής, οικονομολόγος, θαλασσοπόρος και χαρτογράφος. (Amerigo Vespucci, 9 Μαρτίου 1454 - 22 Φεβρουαρίου 1512)
Ήταν ο πρώτος που απέδειξε ότι η Βραζιλία και οι Δυτικές Ινδίες δεν αποτελούν τις ανατολικές παρυφές της Ασίας, όπως αρχικά εικαζόταν από τα ταξίδια του Κολόμβου, αλλά αντιθέτως αποτελούσαν μία εντελώς ξεχωριστή ήπειρο άγνωστη έως τότε στους Αφρο-Ευρασιάτες.
Ο Αμέριγκο Βεσπούτσι γεννήθηκε στη Φλωρεντία της Ιταλίας, ως το τρίτο παιδί μιας σεβαστής οικογένειας. Ο πατέρας του ήταν συμβολαιογράφος για τη συντεχνία των μετατροπέων χρημάτων της Φλωρεντίας.
Ο ρόλος του Βεσπούτσι έχει συζητηθεί πολύ, ιδιαίτερα λόγω δύο επιστολών, των οποίων η αυθεντικότητα έχει αμφισβητηθεί: τη "Mundus Novus" (Νέος Κόσμος) και τη "Lettera" (ή "Τα Τέσσερα Ταξίδια"). Ενώ μερικοί έχουν προτείνει ότι ο Βεσπούτσι υπερέβαλλε για τη συμβολή του και κατασκεύασε εσκεμμένες πλαστογραφίες, άλλοι αντ' αυτού έχουν προτείνει ότι οι δύο επιστολές ήταν αντιγραφή και παραποίηση άλλων επιστολών που γράφτηκαν από άλλους την ίδια περίοδο. Όταν έφτασε στις ακτές της σημερινής Βόρειας Καρολίνας.
Ο Αμέριγκο έγραψε στην Ισπανία για να αναγγέλλει ότι οι μάζες εδάφους που βρήκαν ήταν πολύ μεγαλύτερες από το αναμενόμενο. Από αυτές τις επιστολές, το ευρωπαϊκό κοινό έμαθε για την Αμερική και για πρώτη φορά η ύπαρξή της έγινε γενικά γνωστή σε όλη την Ευρώπη, μέσα σε μερικά έτη από δημοσίευσή τους. Μπορεί να ήταν η δημοσίευση και η διαδεδομένη κυκλοφορία των επιστολών του που οδήγησαν το Μάρτιν Βαλντζεεμύλλερ (Martin Waldseemuller) να ονομάσει τη νέα ήπειρο Αμερική στον παγκόσμιο χάρτη του το 1507.
Ο Βεσπούτσι αναφερόταν στον εαυτό του ως "Americus Vespucius" στις επιστολές του στα Λατινικά, έτσι ο Βαλντζεεμύλλερ βασίστηκε για το νέο όνομα στη λατινική μορφή του μικρού ονόματος του Βεσπούτσι.
Το όνομα "Amerigo" είναι μια Ιταλική μορφή του μεσαιωνικού Λατινικού "Emericus", το οποίο μέσω της Γερμανικής μορφής "Heinrich" (στα Αγγλικά Henry και στα Ελληνικά Ερρίκος) προέρχεται από το Γερμανικό όνομα "Haimirich". Οι δύο υπό αμφισβήτηση επιστολές, υποστηρίζουν ότι ο Βεσπούτσι έκανε τέσσερα ταξίδια στην Αμερική, ενώ μόνο τα τρία έχουν διασταυρωθεί από άλλες πηγές.
Τώρα γενικά είναι αποδεκτό από τους ιστορικούς ότι κανένα ταξίδι δεν έγινε το Μάιο του 1497 (που άρχισε σύμφωνα με τους ισχυρισμούς από το Κάδιξ στις 10 Μαΐου του ίδιου έτους)
Τα ταξίδια του στην Αμερική
Τα ονόματα των πλοίων με τα οποία ο Αμεριγκο Βεσπούτσι ταξίδευσε στήν Αμερική ήταν τα San Antiago, Repertaga, Wegiz, και το Girmand.
Το πρώτο ταξίδι
Το έτος 1499 - 1500, ο Βεσπούτσι συμμετείχε σε μια αποστολή που οδηγήθηκε από τον Αλόνσο ντε Ογιέδα (Alonso de Ojeda). Όταν έφτασαν στην ακτή της σημερινής Γουιάνας, οι δύο τους φαίνονται να χωρίζουν. Ο Βεσπούτσι έπλευσε νότια, ανακάλυψε τις εκβολές του Αμαζονίου ποταμού, πριν να γυρίσει πίσω και βρεθεί στο Τρινιντάντ και τον ποταμό Ορινόκο και επιστρέψει στην Ισπανία μέσω της Ισπανιόλας. Ο Βεσπούτσι ισχυρίστηκε, σε μια επιστολή του προς τον Λορέντσο των Μεδίκων, ότι καθόρισε το γεωγραφικό μήκος που βρισκόταν αστρικά στις 23 Αυγούστου του 1499, ενώ ήταν σε αυτό το ταξίδι. Αλλά ο ισχυρισμός του είναι σαφώς ψευδής, γεγονός που δημιουργεί μεγαλύτερη αμφιβολία για την αξιοπιστία του Βεσπούτσι.
Το δεύτερο ταξίδι
Το επόμενο ταξίδι του το 1501 - 1502 ήταν στην υπηρεσία της Πορτογαλίας, όταν έφθασε στον κόλπο του σημερινού Ρίο ντε Τζανέιρο. Ο ηγέτης αυτής της αποστολής ήταν ο Γκοανσάλο Κοέλιο. Σε αυτό το ταξίδι έπλευσε νότια κατά μήκος της ακτής της Νότιας Αμερικής. Εάν πιστέψουμε την εκδοχή του Βεσπούτσι, έφθασε στο γεωγραφικό πλάτος της Παταγωνίας πριν να γυρίσει πίσω αν και αυτό φαίνεται επίσης αμφισβητήσιμο, δεδομένου ότι δεν αναφέρει την εκβολή του Ρίο ντε λα Πλάτα, τον οποίο θα έπρεπε να είχε δει εάν είχε φτάσει τόσο νότια.
Κατά τη διάρκεια του πρώτου μισού αυτής της αποστολής το 1501, ο Βεσπούτσι χαρτογράφησε δύο αστέρια, τον Άλφα του Κενταύρου και Βήτα του Κενταύρου καθώς επίσης και τα αστέρια του αστερισμού του Σταυρού του Νότου. Αν και αυτά τα αστέρια ήταν γνωστά στους αρχαίους Έλληνες, η βαθμιαία μετάπτωση τους είχε χαμηλώσει κάτω από τον ευρωπαϊκό ορίζοντα έτσι ώστε ήταν ξεχασμένα.
Το τρίτο ταξίδι
Λίγα είναι γνωστά για το τελευταίο ταξίδι του το 1503 - 1504. Δεν είναι ακόμα και γνωστό εάν όντως πραγματοποιήθηκε. Ο Αμέριγκο Βεσπούτσι πέθανε στη Σεβίλλη της Ισπανίας, το 1512.
Περισσότερα Άρθρα...
- Νίνα Σιμόν, ήταν τραγουδίστρια, στιχουργός και πιανίστρια
- Σάκης Μπουλάς, ήταν Έλληνας ηθοποιός, στιχουργός, ερμηνευτής και παρουσιαστής θεαμάτων
- Γεώργιος Παπανικολάου, ήταν κορυφαίος γιατρός με παγκόσμια ακτινοβολία
- Γαλιλαίος Γαλιλέι, ήταν Ιταλός φυσικός, μαθηματικός, αστρονόμος και φιλόσοφος, που έπαιξε σημαντικό ρόλο στην επιστημονική επανάσταση