Άρθρα
Άλμπερτ Αϊνστάιν, Γερμανός φυσικός τιμημένος με το Νόμπελ Φυσικής
Άλμπερτ Αϊνστάιν
Γερμανός φυσικός, τιμημένος με Νόμπελ Φυσικής το 1921.
Υπήρξε μία από τις πιο δημιουργικές διάνοιες στην ιστορία της ανθρωπότητας και άνοιξε νέους δρόμους στην επιστήμη.
Ο Άλμπερτ Αϊνστάιν (Albert Einstein) γεννήθηκε στις 14 Μαρτίου 1879 στο Ουλμ της Γερμανικής Αυτοκρατορίας από εβραίους γονείς: τον επιχειρηματία Χέρμαν Αϊνστάιν (1847-1902) και την Παουλίνε Κοχ (1858-1920), μία αξιόλογη πιανίστρια, που έστρεψε από νωρίς τον γιο της στην κλασική μουσική.
Σε ηλικία 5 ετών, ο μικρός Αλβέρτος ξεκίνησε μαθήματα βιολιού και μέχρι το τέλος της ζωής του δεν αποχωριζόταν το αγαπημένο του όργανο.
Τίποτε δεν φανέρωνε την ιδιοφυία του όταν ήταν μικρός. Αντίθετα, οι γονείς του είχαν αρχίσει να πείθονται ότι ο καρπός της ένωσής τους ήταν ένα καθυστερημένο αγόρι. Πώς αλλιώς να εξηγούσαν το ότι άρχισε να μιλά σε ηλικία 3 ετών;
Ο Αλβέρτος μεγάλωσε στο Μόναχο. Άτακτο παιδί στο σχολείο. Και στα μαθήματα επιεικώς μέτριος. Όχι από τεμπελιά. Από «άποψη». Έλεγε και ξανάλεγε ότι το σχολείο δεν είναι τίποτε άλλο παρά «ένα στρατιωτικό καψόνι για ανεγκέφαλους».
Έτσι, προτιμούσε να μελετά στο σπίτι. Τι άλλαξε την εικόνα των γονιών του (και μαζί την εικόνα της ανθρωπότητας για το Σύμπαν); Δύο πατρικά δώρα: μία πυξίδα κι ένα βιβλίο γεωμετρίας.
Ώρες ατελείωτες ο πεντάχρονος Αλβέρτος παρατηρεί τον «μπούσουλα» που του χάρισε ο πατέρας του. Το ερώτημα που τριβελίζει το ανήσυχο παιδικό μυαλό είναι πώς και γιατί μία βελόνα μπορεί να δείχνει προς την ίδια κατεύθυνση. Λίγα χρόνια αργότερα, μάλιστα, δίνει ο ίδιος την ερμηνεία: «Δεν μπορεί, μία μυστηριώδης δύναμη που υπάρχει στο χώρο την οδηγεί». Όσο για το βιβλίο της γεωμετρίας, ήταν δώρο γενεθλίων, την ημέρα που ο Αλβέρτος συμπλήρωνε τα 12 χρόνια του. Εντυπωσιάστηκε από το πώς «μαγικές», μη προφανείς, προτάσεις μπορούν να αποδειχθούν με τη λογική και με απλά αξιώματα. Από τότε αγαπημένα του βιβλία έγιναν τα συγγράμματα γεωμετρίας και οι εκλαϊκευμένες επιστημονικές εκδόσεις.
Συμβιβαζόμενος με τις επιταγές του εκπαιδευτικού συστήματος, φοίτησε στο γυμνάσιο του Αράου της Ελβετίας και σπούδασε φυσική στο Πολυτεχνείο της Ζυρίχης. Εκεί, το 1901, στα 22 του χρόνια, νυμφεύθηκε τη σερβικής καταγωγής συμφοιτήτριά του Μίλεβα Μάριτς (1875 - 1948). Όπως φάνηκε αργότερα, τους ένωσε μάλλον ο έρωτας για τη φυσική, παρά κάποιο τρελό ερωτικό πάθος. «Οι θεωρίες μας» έλεγε (με έμφαση στον πληθυντικό) όταν αναφερόταν στα επιστημονικά ευρήματά του.
Η Μίλεβα ήταν η ισχυρή γυναίκα πίσω από τον ισχυρό άνδρα. Το επιστημονικό alter ego του, με το οποίο απέκτησε δύο παιδιά, τον πολιτικό μηχανικό Χανς Άλμπερτ Αϊνστάιν (1904-1973) και τον Έντουαρντ Αϊνστάιν (1910-1965), αλλά και τη μελαγχολία που γεννά ένας αποτυχημένος γάμος. Ούτε η επιστημονική μούσα του, όμως, ήταν ευτυχισμένη. Οι καταθλιπτικές κρίσεις της Μίλεβα διαδέχονταν η μία την άλλη (απ’ ό,τι έλεγαν, τα ψυχολογικά προβλήματα ήταν «κληρονομιά» από τη μητέρα της).
Το 1902, ο Αϊνστάιν προσελήφθη «με τα χίλια βάσανα» στο ομοσπονδιακό γραφείο ευρεσιτεχνιών.
Ήταν η ευκαιρία της ζωής του. Η θέση - κλειδί για να μελετήσει πάμπολλους φακέλους με διπλώματα ευρεσιτεχνίας διαφόρων επιστημόνων και η αφορμή για να ξεκινήσει την έρευνά του.
Το 1905 δημοσιεύει στο επιστημονικό περιοδικό «Χρονικά της Φυσικής» το επαναστατικής φύσης άρθρο του για την Ειδική Θεωρία της Σχετικότητας, που συγκλονίζει την επιστημονική κοινότητα.
Η κεντρική ιδέα της θεωρίας ήταν ότι, αν για όλα τα συστήματα αναφοράς η ταχύτητα του φωτός είναι σταθερή και αν όλοι οι φυσικοί νόμοι είναι ίδιοι, τότε τόσο ο χρόνος, όσο και η κίνηση, εξαρτώνται από το σύστημα αναφοράς στο οποίο μετρούνται (η τιμή τους δηλαδή σχετίζεται προς τον εκάστοτε παρατηρητή).
Τον ίδιο χρόνο δημοσιεύει ένα νέο άρθρο, σύμφωνα με το οποίο αν ένα σώμα χάσει ένα ποσό ενέργειας με μορφή ακτινοβολίας, η μάζα του μειώνεται κατά ποσό E/c2 (c = ταχύτητα του φωτός).
Το 1907 παρουσιάζει τη διάσημη εξίσωσή του E = mc2, (όπου E = Ενέργεια, m = μάζα και c = ταχύτητα του φωτός), η οποία ήταν καθοριστική για την παραγωγή της πυρηνικής ενέργειας και την κατασκευή της ατομικής βόμβας, στην οποία ωστόσο δεν συμμετείχε.
Το 1909 διορίζεται έκτακτος καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Ζυρίχης κι ένα χρόνο μετά καθηγητής της θεωρητικής φυσικής στο γερμανικό Πανεπιστήμιο της Πράγας, θέση την οποία κράτησε ως το 1912. Ύστερα από τις πιέσεις και την επιμονή διαπρεπών επιστημόνων της εποχής, δέχθηκε να διδάξει στο Ινστιτούτο του Αυτοκράτορα Γουλιέλμου στο Βερολίνο και να γίνει μέλος της Πρωσικής Ακαδημίας Επιστημών. Το Βερολίνο ήταν πλέον η έδρα του. Εκεί χώρισε (το 1914) κι εκεί νυμφεύθηκε για δεύτερη φορά (το 1919), όχι κάποια συνάδελφό του, αλλά την εξαδέλφη του Έλσα Λέβενταλ (1876-1936).
Το 1916 δημοσιεύει τη Γενική Θεωρία της Σχετικότητας, που είναι μία διευρυμένη εκδοχή της Ειδικής Θεωρίας της Σχετικότητας. Σύμφωνα με τη νέα θεωρία, η ύλη προκαλεί καμπύλωση του χώρου. Η βαρύτητα δεν είναι δύναμη, αλλά αποτέλεσμα του γεγονότος ότι τα κινούμενα σώματα ακολουθούν τη συντομότερη οδό μέσα στον καμπυλωμένο χώρο.
Λέγεται ότι στη διαμόρφωση των μαθηματικών σχέσεων αυτής της θεωρίας μεγάλη ήταν η συμβολή του σπουδαίου έλληνα μαθηματικού Κωνσταντίνου Καραθεοδωρή (1873-1950), με τον οποίο διατηρούσε φιλία. Ο Αϊνστάιν, όπως και ο ίδιος παραδεχόταν, δεν είχε πολύ καλές σχέσεις με τα θεωρητικά μαθηματικά. Ίσως γι’ αυτό φρόντιζε να δημιουργεί φιλίες με σπουδαίους μαθηματικούς (Καραθεοδωρή, Μινκόφσκι, Μπλούμενταλ, Χίλμπερτ).
Ο Αϊνστάιν είναι τώρα ένας καταξιωμένος επιστήμονας, που ανοίγει νέους δρόμους στην επιστήμη. Στις 10 Δεκεμβρίου 1921 η Βασιλική Ακαδημία της Σουηδίας του απονέμει το Νομπέλ Φυσικής για τις εργασίες του στο φωτοηλεκτρικό φαινόμενο, με τις οποίες απέδειξε ότι το φως συμπεριφέρεται ταυτόχρονα ως ένας κυματισμός και μία ροή σωματιδίων, ανοίγοντας το δρόμο κυρίως στην έρευνα σχετικά με τα ραντάρ.
O Αϊνστάιν με τη σύζυγό του Έλσα
Στην ιδιωτική ζωή του, όμως, για άλλη μία φορά δυστυχεί. Ο γάμος με την εξαδέλφη του χαρίζει τη γαλήνη της συμβατικότητας και όχι τον έρωτα. «Είμαι άτυχος με τις γυναίκες» εξομολογείται σ’ ένα φίλο του.
Η Έλσα είναι περισσότερο φίλη. Και δεν έχει και τόσο καλή γνώμη γι’ αυτόν: «Η καημένη η Μίλεβα έπεφτε σε μελαγχολία, επειδή ο Αλβέρτος είναι από αυτούς τους εγωκεντρικούς επιστήμονες που κοιτάζουν μόνο τη δουλειά τους και τις γυναίκες τις έχουν για υπηρέτριες».
Ο Αϊνστάιν αρχίζει να ταξιδεύει διαρκώς, από την Αμερική ως την Άπω Ανατολή κι εξηγεί με πάθος τις θεωρίες του. Οι ναζιστές, που έχουν καταλάβει την εξουσία στη Γερμανία από τις αρχές του 1933, τον θεωρούν απειλή, όχι μόνο για τις εβραϊκές ρίζες του, αλλά και για το κοφτερό του μυαλό. Τον καθαιρούν απ’ όλες τις θέσεις που κατέχει και του δημεύουν την περιουσία. Ο Αϊνστάιν αναγκάζεται να εγκαταλείψει για πάντα τη Γερμανία. Με ενδιάμεσους σταθμούς τη Γαλλία, το Βέλγιο και τη Μεγάλη Βρετανία, θα εγκατασταθεί τελικά στις Ηνωμένες Πολιτείες (Οκτώβριος 1933), όπου θα γίνει δεκτός με τιμές και θα διοριστεί διευθυντής στο Ινστιτούτο Προκεχωρημένων Σπουδών του Πανεπιστημίου του Πρίνστον.
Τον Αύγουστο του 1939, με επιστολή του προειδοποιεί τον αμερικανό πρόεδρο Φραγκλίνο Ρούζβελτ για τον κίνδυνο κατασκευής ατομικής βόμβας από τους Γερμανούς, που, όπως επισημαίνει, θα έχει ολέθριες συνέπειες για την ανθρωπότητα. Τον παροτρύνει, ωστόσο, να χρηματοδοτήσει την έρευνα για την κατασκευή ατομικής βόμβας. Τελειώνοντας την επιστολή του γράφει: «Όταν θα είναι έτοιμη η δοκιμή της πρώτης ατομικής βόμβας να καλέσετε σ’ ένα ερημονήσι του Ειρηνικού εκπροσώπους της Γερμανίας, της Ιαπωνίας, των συμμάχων, καθώς και ουδέτερους παρατηρητές. Ρίξτε τότε τη βόμβα στο ερημονήσι μπροστά σ’ όλους αυτούς. Είμαι σίγουρος ότι όταν ο εχθρός πληροφορηθεί τα αποτελέσματα, θα συνθηκολογήσει χωρίς άλλο. Κι έτσι θα αποφύγουμε το θάνατο χιλιάδων ανθρώπων και θα έχουμε και τα χέρια μας καθαρά όταν θα γίνει ειρήνη».
Μετά το τραγικό αποτέλεσμα της ατομικής βόμβας στη Χιροσίμα και το Ναγκασάκι (6 και 9 Αυγούστου 1941), είπε στη γραμματέα του: «Καλύτερα να έκοβα τα χέρια μου, παρά να έστελνα εκείνο το γράμμα στον Ρούζβελτ». Από τότε, εκτός από το ερευνητικό του έργο, προσηλώθηκε στην υπεράσπιση της παγκόσμιας ειρήνης. Στις 11 Απριλίου 1955 υπέγραψε με τον Μπέρτραντ Ράσελ τη γνωστή δήλωση, με την οποία καλούσε τις κυβερνήσεις των μεγάλων δυνάμεων να βρουν ειρηνικό τρόπο για την επίλυση των διαφορών τους.
Οι φιλειρηνικές θέσεις του έστρεψαν εναντίον του τη διαβόητη Επιτροπή Αντιαμερικανικών Ενεργειών του γερουσιαστή Μακάρθι, ο οποίος τον χαρακτήρισε κομουνιστή και πράκτορα των Σοβιετικών. Το 1965 διαπιστώθηκε ότι ο φάκελλος που είχε ανοίξει γι’ αυτόν το FBI περιείχε 1280 σελίδες.
Ο Αϊνστάιν δεν απαρνήθηκε ποτέ την εβραϊκή καταγωγή του. Έδρασε όσο μπορούσε για τη δημιουργία του κράτους του Ισραήλ και όταν ο πρωθυπουργός του νεοσύστατου κράτους Νταβίντ Μπεν Γκουριόν του πρότεινε το 1952 να αναλάβει την προεδρία του, αυτός αρνήθηκε, προβάλλοντας τα επιχειρήματα ότι ήταν αρκετά ηλικιωμένος και ότι είχε περιορισμένες πολιτικές ικανότητες.
Το 1948 διαγνώστηκε με ανεύρυσμα αορτής και η εγχείρηση στην οποία υποβλήθηκε δεν έλυσε το πρόβλημα. Η υγεία του έβαινε διαρκώς επιδεινούμενη. Όταν το ανεύρυσμα παρουσιάστηκε και πάλι αρνήθηκε νέα χειρουργική επέμβαση, δηλώντας ότι προτιμούσε να φύγει από τη ζωή όταν έλθει η ώρα του. Αυτό συνέβη στις 18 Απριλίου 1955, στο νοσοκομείο του Πρίνστον.
Πληροφορίες: el.wikipedia
Γιώργος Σεφέρης, Έλληνας ποιητής, δοκιμιογράφος, μεταφραστής και διπλωμάτης, τιμήθηκε με Νόμπελ Λογοτεχνίας
Γιώργος Σεφέρης 1900 – 1971
Ο Γιώργος Σεφέρης ήταν Έλληνας διπλωμάτης και ποιητής και ο πρώτος Έλληνας που τιμήθηκε με βραβείο Νόμπελ. Είναι ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες ποιητές και εκ των δύο μοναδικών Ελλήνων βραβευμένων με Νόμπελ Λογοτεχνίας, μαζί με τον Οδυσσέα Ελύτη. (Βουρλά, Σμύρνη, 13 Μαρτίου 1900 – Αθήνα, 20 Σεπτεμβρίου 1971) Γραμματολογικά ανήκει στη «Γενιά του '30».
Ο Γεώργιος Σεφεριάδης, όπως ήταν το πραγματικό του όνομα, γεννήθηκε στις 29 Φεβρουαρίου του 1900 στη Σμύρνη. Ήταν το μεγαλύτερο παιδί του Στυλιανού Σεφεριάδη (1873-1951) - δικηγόρου, σημαντικού κοινωνικού παράγοντα της Σμύρνης και ανθρώπου με λογοτεχνικές ανησυχίες - και της Δέσποινας Τενεκίδη με καταγωγή από τη Νάξο. Το ζευγάρι είχε άλλα δυο παιδιά, τον Άγγελο (1905-1950) και την Ιωάννα (1902-2000), σύζυγο του φιλόσοφου και πολιτικού Κωνσταντίνου Τσάτσου.
Ο Σεφέρης ξεκίνησε τις εγκύκλιες σπουδές του το 1906 στη Σμύρνη και τις ολοκλήρωσε το 1918 στην Αθήνα, όπου είχε εγκατασταθεί η οικογένειά του από το 1914. Στη συνέχεια γράφτηκε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου της Σορβόνης, από την οποία αποφοίτησε με διδακτορικό το 1924. Τα χρόνια παραμονής του στο Παρίσι ήταν καθοριστικά για τη διαμόρφωση της ποιητικής του φυσιογνωμίας. Ήταν η εποχή που το κίνημα του μοντερνισμού βρισκόταν στην ακμή του.
Μετά την επιστροφή του στην Ελλάδα διορίστηκε υπάλληλος του Υπουργείου Εξωτερικών (1926), αρχίζοντας έτσι μια λαμπρή καριέρα στο διπλωματικό σώμα, που κορυφώθηκε το 1957, με την τοποθέτησή του ως πρεσβευτή της Ελλάδας στη Μεγάλη Βρετανία. Παρέμεινε στο Λονδίνο έως το 1962, οπότε και συνταξιοδοτήθηκε. Στις 10 Απριλίου του 1941, μία ημέρα μετά την κατάληψη της Θεσσαλονίκης από τους Γερμανούς, είχε νυμφευτεί στην Πλάκα τη Μαρώ Ζάννου με την οποία δεν απέκτησε παιδια.
Στα ελληνικά γράμματα ο Γιώργος Σεφέρης εμφανίστηκε το 1931, με την ποιητική συλλογή Στροφή, η οποία από την πρώτη στιγμή της κυκλοφορίας της προκάλεσε το ενδιαφέρον της λογοτεχνικής κοινότητας της Αθήνας, με θετικές και αρνητικές αντιδράσεις. Οι θαυμαστές του -Γιώργος Θεοτοκάς, Γιώργος Κατσίμπαλης και Ανδρέας Καραντώνης- υποστήριξαν ότι η Στροφή εγκαινιάζει μια καινούργια εποχή για την ελληνική ποίηση, ενώ οι επικριτές του, όπως ο Άλκης Θρύλος και ο Τάκης Παπατσώνης, ισχυρίστηκαν ότι η ποίηση του Σεφέρη είναι σκοτεινή και εγκεφαλική, χωρίς πραγματικό συναίσθημα. Με την πάροδο του χρόνου, η Στροφή απέκτησε τεράστιο συμβολικό βάρος, επειδή θεωρήθηκε από την κριτική ότι έστρεψε την ελληνική ποίηση από την παραδοσιακή στη μοντέρνα γραφή. Ο Μοντερνισμός του Σεφέρη, παρατηρεί ο Γιώργος Θεοτοκάς, υπήρξε «ένας μοντερνισμός τολμηρός, αλλά που κρατούσε το νήμα της παράδοσης, με αίσθημα ευθύνης και με σεβασμό για τη γλώσσα».
Ο θόρυβος που δημιουργήθηκε, αλλά και το ειδικό βάρος των Κατσίμπαλη και Καραντώνη στα λογοτεχνικά πράγματα, τον βοήθησε να επιβληθεί ως ένας πολλά υποσχόμενος νέος ποιητής. Η καθιέρωση του Σεφέρη ως μείζονος ποιητή έγινε το 1935, με την ποιητική συλλογή Μυθιστόρημα. Σ’ αυτό το έργο βλέπουμε πλήρως διαμορφωμένα τα σύμβολα που συνθέτουν την ποιητική μυθολογία του Σεφέρη: το «ταξίδι», οι «πέτρες», τα «μάρμαρα», τα «αγάλματα», η «θάλασσα», ο «Οδυσσέας» κ.ά.
Εκτός από το πλούσιο ποιητικό έργο του, ο Σεφέρης διακρίθηκε και στον δοκιμιακό λόγο, με μία σειρά ρηξικέλευθων κριτικών δοκιμίων, στα οποία τόνισε τη σημασία της ελληνικής παράδοσης και ανέδειξε το έργο περιθωριακών μορφών της, όπως του Γιάννη Μακρυγιάννη και του Θεόφιλου. Το μεταφραστικό του έργο είναι μικρό σε ποσότητα, αλλά σημαντικό. Μετέφρασε δύο έργα του αμερικανού ποιητή Τ.Σ. Έλιοτ (Έρημη Χώρα και Φονικό στην Εκκλησιά), ενώ μετέφερε στη νέα ελληνική δύο έργα της Βίβλου (Άσμα Ασμάτων και Αποκάλυψη του Ιωάννη). Ο Τ.Σ. Έλιοτ, ηγετική φυσιογνωμία της μοντερνιστικής ποίησης του 20ου αιώνα, ήταν ο ποιητής που τον επηρέασε όσο κανένας άλλος.
Από τη δεκαετία του '50 το έργο του Σεφέρη μεταφράστηκε και εκτιμήθηκε στο εξωτερικό. Συνεπεία αυτού ήταν η βράβευσή του με το Νόμπελ Λογοτεχνίας τον Δεκέμβριο του 1963, «για το υπέροχο λυρικό ύφος του, που είναι εμπνευσμένο από ένα βαθύ αίσθημα για το ελληνικό πολιτιστικό ιδεώδες», όπως αναφέρεται στο σκεπτικό της Σουηδικής Ακαδημίας.
Κατά τη διάρκεια της επτάχρονης δικτατορίας, έσπασε τη σιωπή του στις 28 Μαρτίου του 1969 και στηλίτευσε τη χούντα με την περίφημη δήλωσή του στο ραδιόφωνο του BBC. «Είναι μια κατάσταση υποχρεωτικής νάρκης, όπου όσες πνευματικές αξίες κατορθώσαμε να κρατήσουμε ζωντανές, με πόνους και με κόπους, πάνε κι αυτές να καταποντισθούν μέσα στα ελώδη στεκάμενα νερά» τόνισε μεταξύ άλλων.
Στις αρχές Αυγούστου του 1971 ο Γιώργος Σεφέρης εισάγεται στον Ευαγγελισμό και εγχειρίζεται στον δωδεκαδάκτυλο. Θα πεθάνει από μετεγχειρητικές επιπλοκές τα ξημερώματα της 20ης Σεπτεμβρίου του 1971. Η κηδεία του, δύο ημέρες αργότερα, θα είναι πάνδημη και θα λάβει αντιδικτατορικό χαρακτήρα. Στη νεκρώσιμη πομπή προς το Α' Νεκροταφείο, μπροστά στην Πύλη του Αδριανού, το πλήθος σταματά την κυκλοφορία και αρχίζει να τραγουδά το απαγορευμένο τραγούδι του Μίκη Θεοδωράκη σε στίχους Σεφέρη Άρνηση (Στο περιγιάλι το κρυφό, όπως είναι πιο γνωστό). Στις 23 Σεπτεμβρίου, δημοσιεύεται στην εφημερίδα Το Βήμα, το τελευταίο ποίημα του Γιώργου Σεφέρη Επί Ασπαλάθων, που έγραψε στις 31 Μαρτίου 1971 και αποτελεί μία ακόμη καταγγελία κατά της δικτατορίας.
Αρκετοί συνθέτες έχουν ενσκήψει στο έργο του Σεφέρη και μελοποιήσει ποιήματά του, όπως οι Μίκης Θεοδωράκης, Νίκος Μαμαγκάκης, Μίλτος Πασχαλίδης, Αδελφοί Κατσιμίχα, Ηλίας Ανδριόπουλος, Δήμος Μούτσης, Αργύρης Μπακιρτζής, Δημήτρης Αγραφιώτης, Θεόδωρος Αντωνίου, Λεωνίδας Ζώρας, Θεόδωρος Καρυωτάκης, Περικλής Κούκος, Γιώργος Κουρουπός, Γεώργιος Πονηρίδης, Θάνος Μικρούτσικος και Τζον Τάβενερ.
Γιῶργος Σεφέρης
Ὁμιλία κατὰ τὴν ἀπονομὴ τοῦ Νόμπελ Λογοτεχνίας στὴ Στοκχόλμη
Τούτη τὴν ὥρα αἰσθάνομαι πὼς εἶμαι ὁ ἴδιος μία ἀντίφαση. Ἀλήθεια, ἡ Σουηδικὴ Ἀκαδημία, ἔκρινε πὼς ἡ προσπάθειά μου σὲ μία γλώσσα περιλάλητη ἐπὶ αἰῶνες, ἀλλὰ στὴν παροῦσα μορφή της περιορισμένη, ἄξιζε αὐτὴ τὴν ὑψηλὴ διάκριση. Θέλησε νὰ τιμήσει τὴ γλώσσα μου, καὶ νὰ - ἐκφράζω τώρα τὶς εὐχαριστίες μου σὲ ξένη γλώσσα. Σᾶς παρακαλῶ νὰ μοῦ δώσετε τὴ συγνώμη ποὺ ζητῶ πρῶτα -πρῶτα ἀπὸ τὸν ἑαυτό μου.
Ἀνήκω σὲ μία χώρα μικρή. Ἕνα πέτρινο ἀκρωτήρι στὴ Μεσόγειο, ποὺ δὲν ἔχει ἄλλο ἀγαθὸ παρὰ τὸν ἀγώνα τοῦ λαοῦ, τὴ θάλασσα, καὶ τὸ φῶς τοῦ ἥλιου. Εἶναι μικρὸς ὁ τόπος μας, ἀλλὰ ἡ παράδοσή του εἶναι τεράστια καὶ τὸ πράγμα ποὺ τὴ χαρακτηρίζει εἶναι ὅτι μας παραδόθηκε χωρὶς διακοπή. Ἡ ἑλληνικὴ γλώσσα δὲν ἔπαψε ποτέ της νὰ μιλιέται. Δέχτηκε τὶς ἀλλοιώσεις ποὺ δέχεται καθετὶ ζωντανό, ἀλλὰ δὲν παρουσιάζει κανένα χάσμα. Ἄλλο χαρακτηριστικὸ αὐτῆς τῆς παράδοσης εἶναι ἡ ἀγάπη της γιὰ τὴν ἀνθρωπιά, κανόνας της εἶναι ἡ δικαιοσύνη. Στὴν ἀρχαία τραγωδία, τὴν ὀργανωμένη μὲ τόση ἀκρίβεια, ὁ ἄνθρωπος ποὺ ξεπερνᾶ τὸ μέτρο, πρέπει νὰ τιμωρηθεῖ ἀπὸ τὶς Ἐρινύες.
Ὅσο γιὰ μένα συγκινοῦμαι παρατηρώντας πῶς ἡ συνείδηση τῆς δικαιοσύνης εἶχε τόσο πολὺ διαποτίσει τὴν ἑλληνικὴ ψυχή, ὥστε νὰ γίνει κανόνας τοῦ φυσικοῦ κόσμου. Καὶ ἕνας ἀπὸ τοὺς διδασκάλους μου, τῶν ἀρχῶν τοῦ περασμένου αἰώνα, γράφει: «... θὰ χαθοῦμε γιατί ἀδικήσαμε ...». Αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος ἦταν ἀγράμματος. Εἶχε μάθει νὰ γράφει στὰ τριάντα πέντε χρόνια τῆς ἡλικίας του. Ἀλλὰ στὴν Ἑλλάδα τῶν ἡμερῶν μας, ἡ προφορικὴ παράδοση πηγαίνει μακριὰ στὰ περασμένα ὅσο καὶ ἡ γραπτή. Τὸ ἴδιο καὶ ἡ ποίηση. Εἶναι γιὰ μένα σημαντικὸ τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ Σουηδία θέλησε νὰ τιμήσει καὶ τούτη τὴν ποίηση καὶ ὅλη τὴν ποίηση γενικά, ἀκόμη καὶ ὅταν ἀναβρύζει ἀνάμεσα σ᾿ ἕνα λαὸ περιορισμένο. Γιατί πιστεύω πὼς τοῦτος ὁ σύγχρονος κόσμος ὅπου ζοῦμε, ὁ τυραννισμένος ἀπὸ τὸ φόβο καὶ τὴν ἀνησυχία, τὴ χρειάζεται τὴν ποίηση. Ἡ ποίηση ἔχει τὶς ρίζες της στὴν ἀνθρώπινη ἀνάσα - καὶ τί θὰ γινόμασταν ἂν ἡ πνοή μας λιγόστευε; Εἶναι μία πράξη ἐμπιστοσύνης - κι ἕνας Θεὸς τὸ ξέρει ἂν τὰ δεινά μας δὲν τὰ χρωστᾶμε στὴ στέρηση ἐμπιστοσύνης.
Παρατήρησαν, τὸν περασμένο χρόνο γύρω ἀπὸ τοῦτο τὸ τραπέζι, τὴν πολὺ μεγάλη διαφορὰ ἀνάμεσα στὶς ἀνακαλύψεις τῆς σύγχρονης ἐπιστήμης καὶ στὴ λογοτεχνία. Παρατήρησαν πὼς ἀνάμεσα σ᾿ ἕνα ἀρχαῖο ἑλληνικὸ δράμα καὶ ἕνα σημερινό, ἡ διαφορὰ εἶναι λίγη. Ναί, ἡ συμπεριφορὰ τοῦ ἀνθρώπου δὲ μοιάζει νὰ ἔχει ἀλλάξει βασικά. Καὶ πρέπει νὰ προσθέσω πὼς νιώθει πάντα τὴν ἀνάγκη ν᾿ ἀκούσει τούτη τὴν ἀνθρώπινη φωνὴ ποὺ ὀνομάζουμε ποίηση. Αὐτὴ ἡ φωνὴ ποὺ κινδυνεύει νὰ σβήσει κάθε στιγμὴ ἀπὸ στέρηση ἀγάπης καὶ ὁλοένα ξαναγεννιέται. Κυνηγημένη, ξέρει ποὺ νἄ ῾βρει καταφύγιο, ἀπαρνημένη, ἔχει τὸ ἔνστικτο νὰ πάει νὰ ριζώσει στοὺς πιὸ ἀπροσδόκητους τόπους. Γι᾿ αὐτὴ δὲν ὑπάρχουν μεγάλα καὶ μικρὰ μέρη τοῦ κόσμου. Τὸ βασίλειό της εἶναι στὶς καρδιὲς ὅλων τῶν ἀνθρώπων τῆς γῆς. Ἔχει τὴ χάρη ν᾿ ἀποφεύγει πάντα τὴ συνήθεια, αὐτὴ τὴ βιομηχανία. Χρωστῶ τὴν εὐγνωμοσύνη μου στὴ Σουηδικὴ Ἀκαδημία ποὺ ἔνιωσε αὐτὰ τὰ πράγματα, ποὺ ἔνιωσε πὼς οἱ γλῶσσες, οἱ λεγόμενες περιορισμένης χρήσης, δὲν πρέπει νὰ καταντοῦν φράχτες ὅπου πνίγεται ὁ παλμὸς τῆς ἀνθρώπινης καρδιᾶς, ποὺ ἔγινε ἕνας Ἄρειος Πάγος ἱκανὸς νὰ κρίνει μὲ ἀλήθεια ἐπίσημη τὴν ἄδικη μοίρα τῆς ζωῆς, γιὰ νὰ θυμηθῶ τὸν Σέλλεϋ, τὸν ἐμπνευστή, καθὼς μᾶς λένε, τοῦ Ἀλφρέδου Νομπέλ, αὐτοῦ τοῦ ἀνθρώπου ποὺ μπόρεσε νὰ ἐξαγοράσει τὴν ἀναπόφευκτη βία μὲ τὴ μεγαλοσύνη τῆς καρδιᾶς του.
Σ᾿ αὐτὸ τὸν κόσμο, ποὺ ὁλοένα στενεύει, ὁ καθένας μας χρειάζεται ὅλους τοὺς ἄλλους. Πρέπει ν᾿ ἀναζητήσουμε τὸν ἄνθρωπο, ὅπου καὶ νὰ βρίσκεται.
Ὅταν στὸ δρόμο τῆς Θήβας, ὁ Οἰδίπους συνάντησε τὴ Σφίγγα, κι αὐτὴ τοῦ ἔθεσε τὸ αἴνιγμά της, ἡ ἀπόκρισή του ἦταν: ὁ ἄνθρωπος. Τούτη ἡ ἁπλὴ λέξη χάλασε τὸ τέρας. Ἔχουμε πολλὰ τέρατα νὰ καταστρέψουμε. Ἂς συλλογιστοῦμε τὴν ἀπόκριση τοῦ Οἰδίποδα.
(11 Δεκεμβρίου 1963)
Ο Γιώργος Σεφέρης και η υποψηφιότητά του για την Ακαδημία Αθηνών
Σύμφωνα με την μαρτυρία του Κωνσταντίνου Τσάτσου, τα μέλη της Ακαδημίας Αθηνών Ηλίας Βενέζης, Κωνσταντίνος Τριανταφυλλόπουλος και Χρήστος Καρούζος είχαν προτείνει τον Νομπελίστα ποιητή για υποψήφιο μέλος της. Του ζητήθηκε να μην απορρίψει την εκλογή του. Όμως, πάλι σύμφωνα με τον Τσάτσο, «άνθρωποι του Συγκροτήματος [Λαμπράκη]» και η σύζυγός του, από το 1941, Μαρώ (1898 - 29 Μαρτίου 2000), «όλοι οι εχθροί της Ακαδημίας», τον πίεσαν να μην δεχθεί να γίνει μέλος της.
Μετά το Νόμπελ
Στις 16 Απριλίου 1964 αναγορεύεται σε επίτιμο διδάκτορα του Πανεπιστημίου της Θεσσαλονίκης, ενώ το καλοκαίρι του ίδιου έτους αναγορεύεται σε επίτιμο διδάκτορα του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης και τον Ιούνιο του 1965 επίτιμος διδάκτωρ του Πρίνστον. Το 1967 η δικτατορία των Συνταγματαρχών κατέλυσε το Σύνταγμα στην Ελλάδα αναστέλλοντας τις ατομικές ελευθερίες. Τον Σεπτέμβριο του 1965 αρνείται πρόταση του Πανεπιστημίου του Ιλλινόις να μεταβεί εκεί το επόμενο έτος για να διδάξει ως επισκέπτης καθηγητής. Τον Ιούλιο του 1967 προλογίζει την έκδοση των ποιημάτων του αδελφού του Άγγελου. Τον Νοέμβριο του ίδιου έτους προσκαλείται από το Ινστιτούτο Ανωτάτων Σπουδών στο Πρίνστον και αποδέχεται, ενώ καλείται να διδάξει και στην Έδρα Τσαρλς Έλιοτ Νόρτον για την Ποίηση του Χάρβαρντ για το ακαδημαίκό έτος 1969-1970 αλλά απορρίπτει.με επίσημη επιστολή του προς τον πρύτανη του ιδρύματος, κάτι που συνιστά την πρώτη ανοιχτή δήλωσή του κατά του καθεστώτος. Το 1968 τον προσεγγίζουν Αριστεροί με σκοπό να τους συνδράμει: ο Μίκης Θεοδωράκης του ζητά να συμβάλει στην δημόσια εκτέλεση μελοποιημένης ποίησής του από τον ίδιο, αλλά το θεωρεί μάταιο, ενώ του ζητείται να μεσολαβήσει για να χειρουργηθεί ο Γιάννης Ρίτσος. Το φθινόπωρο του 1968 μεταβαίνει στις Η.Π.Α και διαβάζει ποιήματά του στα Πανεπιστήμια Χάρβαρντ, Πρίνστον, Ράτγκερς, Πίστμπουργκ, Ουάσιγκτον, στην Χ.Α.Ν της Νέας Υόρκης. Στις 28 Μαρτίου 1969 ο Σεφέρης μίλησε για πρώτη φορά δημόσια εναντίον της Χούντας:μεταδόθηκε από την Ελληνική Υπηρεσία του B.B.C., το ραδιοφωνικό σταθμό του Παρισιού και την Ντόιτσε Βέλε. Γι' αυτό το λόγο του αφαιρέθηκε ο τίτλος του πρέσβη επί τιμή, καθώς και το δικαίωμα χρήσης διπλωματικού διαβατηρίου: στην τρισέλιδη επιστολή του Πιπινέλη προς τον Σεφέρη, αυτό δικαιολογείτο επειδή η Δήλωσή του είχε μεταδοθεί από τη σοβιετική ραδιοφωνία και άρα ήταν αντεθνική προπαγάνδα.
Τον Ιούλιο του 1970 εκδίδονται τα Δεκαοχτώ κείμενα μεταξύ των οποίων, πρώτο, το Σεφερικό ποίημα Οι γάτες τ' Αϊ-Νικόλα. Στις 22 Ιουλίου 1971 εισήχθη στον Ευαγγελισμό με συμπτώματα έλκους, το οποίο τον ταλαιπωρούσε τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια. Πέθανε την Δευτέρα 20 Σεπτεμβρίου της ίδιας χρονιάς. Δύο μέρες αργότερα πραγματοποιήθηκε η κηδεία του, η οποία εξελίχθηκε σε σιωπηρή πορεία κατά της δικτατορίας. Μετά τον θάνατό του εκδόθηκε το προσωπικό του ημερολόγιο με τίτλο «Μέρες…» καθώς και το «Πολιτικό» του ημερολόγιο.
Η γλώσσα του Σεφέρη πυκνή και καίρια, συμπυκνώνει στην ποίησή του αυτό που ο ίδιος ονόμασε επιγραμματικά «καημό της ρωμιοσύνης». Η ζωντανή, γηγενής παράδοση συμπορεύεται με τη σύγχρονη ευρωπαϊκή παιδεία. Στο πρόσωπό του, στην ποιητική, δοκιμιακή και μεταφραστική του εργασία, η νεοελληνική γραμματεία αναγνωρίζει έναν από τους κλασικούς του 20ου αιώνα.
Εργογραφία
Ποιητικές συλλογές
Στροφή, Εστία, Αθήνα 1931
Πάνω σ' έναν στίχοξένο', Εστία, Αθήνα 1931
Η Στέρνα, Εστία, Αθήνα 1932
Σχέδια στο περιθώριο, ανάτυπο από Τα Νέα Γράμματα, Αθήνα 1935
Μυθιστόρημα, Κασταλία, Αθήνα 1935
Γυμνοπαιδία, ανάτυπο από Τα Νέα Γράμματα, Αθήνα 1936
Τετράδιο Γυμνασμάτων (1928-1937), τυπ. Ταρουσοπούλου, Αθήνα 1940
Ημερολόγιο καταστρώματος Α΄, τυπ. Ταρουσοπούλου, Αθήνα 1940
Ημερολόγιο καταστρώματος Β΄, ιδιωτική έκδοση, Αλεξάνδρεια 1944
Ημερολόγιο καταστρώματος Β΄, Ίκαρος, Αθήνα 1945
Τελευταίος σταθμός, ανάτυπο από Το Τετράδιο, 1947
Κίχλη, Ίκαρος, Αθήνα 1947
Ημερολόγιο καταστρώματος Γ΄ (με τον τίτλο Κύπρον, οὗ μ'ἐθέσπισεν), Ίκαρος, Αθήνα 1955
Τρία κρυφά ποιήματα, τυπ. Γαλλικού Ινστιτούτου, Αθήνα 1966
Τετράδιο Γυμνασμάτων Β΄, Ίκαρος, 1976 (μεταθανάτια έκδοση)
Επί Ασπαλάθων..., «Le Μonde», Αθήνα 1971 (μεταθανάτια έκδοση)
Μυθιστορήματα
Έξι νύχτες στην Ακρόπολη, Ερμής, Αθήνα 1974 (μεταθανάτια έκδοση)
Βαρνάβας Καλοστέφανος, Μ. Ι. Ε. Τ., Αθήνα 2007 (μεταθανάτια έκδοση, ημιτελές)
Δοκίμια
Δοκιμές, τυπ. Γιούλη, Κάιρο 1944
Δοκιμές, Φέξης, Αθήνα 1962
Εκλογή από τις Δοκιμές, Γαλαξίας, Αθήνα 1966
Δοκιμές, Ίκαρος, Αθήνα 1992 (μεταθανάτια έκδοση)
Μεταφράσεις
Θ. Σ. Έλιοτ, Η έρημη χώρα και άλλα ποιήματα, Ίκαρος, Αθήνα 1949
Θ. Σ. Έλιοτ, Φονικό στην Εκκλησιά, Ίκαρος, Αθήνα 1963
Αντιγραφές, Ίκαρος, Αθήνα 1965
Άσμα Ασμάτων, χ.ε., Αθήνα 1965
Η Αποκάλυψη του Ιωάννη, Ίκαρος, Αθήνα 1966
Πληροφορίες: el.wikipedia.
Μελίνα Μερκούρη, όραμά της ήταν μέχρι το θάνατό της η επιστροφή των μαρμάρων του Παρθενώνα από το Βρετανικό Μουσείο
Μελίνα Μερκούρη
Η Μελίνα Μερκούρη (Μαρία Αμαλία Μερκούρη) γεννήθηκε στις 18 Οκτωβρίου του 1920. Ήταν η αγαπημένη εγγονή του δημάρχου Αθηναίων Σπύρου Μερκούρη και κόρη του βουλευτή της ΕΔΑ και υπουργού Σταμάτη Μερκούρη.
Σπούδασε θέατρο στη Δραματική Σχολή του Εθνικού (1943-46) και έκανε το ντεμπούτο της στη σκηνή το 1944. Ως πρωταγωνίστρια καθιερώθηκε το 1949 με το ρόλο της Μπλανς από το έργο του Τένεσι Ουίλιαμς «Λεωφορείον ο Πόθος».
Η πρώτη κινηματογραφική δουλειά της ήταν η ταινία του Μιχάλη Κακογιάννη «Στέλλα» (1955). Με το ρόλο, όμως, της Ίλια στην ταινία «Ποτέ την Κυριακή» (1960), αλλά και τη θεατρική μεταφορά του έργου στη Νέα Υόρκη, η Μελίνα Μερκούρη απέκτησε πλέον διεθνή φήμη.
Το 1965 παντρεύτηκε τον αμερικανό σκηνοθέτη Ζυλ Ντασέν, ο οποίος και τη σκηνοθέτησε στις ταινίες «Ποτέ την Κυριακή» (1960), «Φαίδρα» (1962), «Τοπκαπί» (1964) και «A Dream of Passion» (1978).
Η Μελίνα Μερκούρη πάλεψε σκληρά για την ανατροπή της χούντας από το εξωτερικό όπου βρισκόταν.
Μετά την αποκατάσταση της Δημοκρατίας γύρισε στην Ελλάδα και πολιτεύτηκε. Εκλέχθηκε με το ΠΑ.ΣΟ.Κ. το 1981 και ανέλαβε καθήκοντα υπουργού Πολιτισμού, αξίωμα που διατήρησε ως το τέλος της πρώτης οκταετίας των κυβερνήσεων Παπανδρέου.
Όραμά της ήταν μέχρι το θάνατό της η επιστροφή των μαρμάρων του Παρθενώνα από το Βρετανικό Μουσείο. Δημιούργησε τα Δημοτικά Περιφερειακά Θέατρα για να έρθει το θέατρο στην επαρχία, ενώ δική της έμπνευση ήταν και η δημιουργία του θεσμού της «Πολιτιστικής Πρωτεύουσας της Ευρώπης».
Το άστρο της Μελίνας έσβησε στις 6 Μαρτίου του 1994.
Άννα Φρανκ, ένα από τα πιο γνωστά και πολυσυζητημένα θύματα του Ολοκαυτώματος
Άννα Φρανκ
Άννα Φρανκ νεαρή Γερμανοεβραία, ένα από τα πιο γνωστά και πολυσυζητημένα θύματα του Ολοκαυτώματος. Το ημερολόγιο, που κρατούσε κατά τη δίχρονη παραμονή της οικογένειας της σ' ένα κρησφύγετο στο γερμανοκρατούμενο Άμστερνταμ, είναι ένα από τα πιο πολυμεταφρασμένα και πολυδιαβασμένα βιβλία παγκοσμίως.
Η Ανελίς «Άνε» Μαρί Φρανκ (Annelies «Anne» Marie Frank) γεννήθηκε στη Φραγκφούρτη στις 12 Ιουνίου του 1929. Ήταν η δεύτερη κόρη του επιχειρηματία Ότο Φρανκ (1889-1980) και της Εντίτ Χολέντερ (1900-1945). Η πρωτότοκη κόρη της οικογένειας ονομαζόταν Μαργκότ (1926-1945) και ήταν τρία χρόνια μεγαλύτερη από την Άννα. Οι Φρανκ δεν ήταν φανατικά προσκολλημένοι στον Ιουδαϊσμό και ζούσαν σε μία μη εβραϊκή γειτονιά της Φραγκφούρτης.
Μετά την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία το 1933, η οικογένεια Φρανκ μετακόμισε στο Άμστερνταμ. Αρχικά, ο Ότο Φρανκ δούλεψε σε μία εταιρεία παραγωγής πηκτίνης και το 1938 ξεκίνησε τη δική του επιχείρηση, ασχολούμενος με το χονδρεμπόριο φρούτων. Όταν οι Γερμανοί κατέλαβαν την Ολλανδία το 1941, η Άννα αναγκάστηκε να μεταγραφεί από το Μοντεσοριανό σχολείο, στο οποίο φοιτούσε, σ’ ένα ειδικό σχολείο για Εβραίους.
Αντιμετωπίζοντας την απειλή της εκτόπισης σε στρατόπεδο καταναγκαστικών έργων, ο Ότο Φρανκ και η οικογένειά του αποφάσισαν να κρυφτούν στην αποθήκη της επιχείρησής τους στο Άμστερνταμ (9 Ιουλίου 1942). Έχοντας εξασφαλισμένη τη διατροφή και τη βοήθεια ορισμένων φίλων τους μη Εβραίων, παρέμειναν στο κρησφύγετό τους έως τις 4 Αυγούστου του 1944, οπότε τους ανακάλυψε η Γκεστάπο και τους συνέλαβε.
Η οικογένεια Φρανκ οδηγήθηκε στο στρατόπεδο συγκέντρωσης του Άουσβιτς, όπου η μητέρα της Άννας, Εντίτ, πέθανε από τις κακουχίες στις 6 Ιανουαρίου του 1945. Η Άννα και η αδελφή της μεταφέρθηκαν στο στρατόπεδο συγκέντρωσης του Μπέργκεν-Μπέλσεν και πέθαναν εκεί από τύφο, η μεν Μαργκότ στις 9 Μαρτίου 1945, η δε Άννα τρεις ημέρες αργότερα. Ο Ότο Φρανκ ήταν το μόνο μέλος της οικογένειας που επέζησε. Βρέθηκε ζωντανός στο Άουσβιτς και απελευθερώθηκε από τον Κόκκινο Στρατό.
Μετά τη σύλληψη των Φρανκ στο Άμστερνταμ, φίλοι της οικογένειας ερεύνησαν το κρησφύγετο και παρέδωσαν στον Ότο Φρανκ διάφορα έγγραφα, μεταξύ των οποίων και το ημερολόγιο της Άννας, που ήταν γραμμένο στα ολλανδικά. Ο πατέρας της το εξέδωσε το 1947 με τον τίτλο Het Achterhuis (Το πίσω σπίτι) ή όπως είναι γνωστό στη χώρα μας Το ημερολόγιο της Άννας Φρανκ.
Το βιβλίο διακρίνεται για το ώριμο ύφος και τις οξυδερκείς παρατηρήσεις του και αποκαλύπτει τη συναισθηματική ωρίμαση της νεαρής συγγραφέως μέσα από τις αντιξοότητες, που δεν την εμπόδισαν να γράψει: «Παρ’ όλα αυτά, εξακολουθώ να πιστεύω ότι όλοι οι άνθρωποι είναι κατά βάθος καλοί». Τα τελευταία χρόνια η αυθεντικότητα του ημερολογίου έχει αμφισβητηθεί από αναθεωρητές ιστορικούς του Ολοκαυτώματος, όπως ο Ρομπέρ Φορισόν, ο Ροζέ Γκαροντί και ο Ντέιβιντ Ίρβινγκ.
Έλενα Ναθαναήλ, ελληνίδα ηθοποιός, από τις πιο όμορφες και ξεχωριστές παρουσίες της εγχώριας σόουζ-μπιζ
Έλενα Ναθαναήλ (1947 – 2008).
Δημοφιλής ελληνίδα ηθοποιός, από τις πιο όμορφες και ξεχωριστές παρουσίες της εγχώριας σόουζ-μπιζ. Διακρίθηκε, κυρίως, για τους κινηματογραφικούς ρόλους της.
Η Έλενα Ναθαναήλ γεννήθηκε στις 19 Ιανουαρίου 1947 στη Νέα Φιλαδέλφεια Αττικής από πλούσια οικογένεια. Ο πατέρας της, με καταγωγή από τη Μικρά Ασία, έφερε το επώνυμο Δεληβασίλης και ήταν υφαντουργός, ενώ το επίθετο της μητέρας της, που καταγόταν από τη Μάνη, ήταν Ναθαναήλ.
Τελείωσε το Ιταλικό Γυμνάσιο και το Λύκειο Τεχνών της Ρώμης, όπου σπούδασε ζωγραφική και διακόσμηση. Την τέχνη της ηθοποιίας τη διδάχθηκε στη δραματική σχολή του Πέλου Κατσέλη.
Στον κινηματογράφο πρωτοεμφανίστηκε το 1964 στην κωμωδία του Γιάννη Δαλιανίδη «Κάτι να καίει». Εντυπωσίασε με τη μελαχρινή εύθραυστη ομορφιά της, τα χαρακτηριστικά μάτια της και το αριστοκρατικό ύφος της, που την ανέδειξαν αμέσως σε σταρ.
Το πρώτο της εξώφυλλο στο περιοδικό «Πρώτο» γοήτευσε τον Γερμανό σκηνοθέτη Ρoλφ Τίλε, που την κάλεσε να πρωταγωνιστήσει στο γερμανικό δράμα του 1965 «Το Αίμα των Βελσούγκεν» («Wälsungenblut»), το οποίο βασιζόταν στην ομώνυμη νουβέλα του σπουδαίου γερμανού συγγραφέα Τόμας Μαν. Η ταινία συμμετείχε στο διαγωνιστικό τμήμα του 15ου Φεστιβάλ του Βερολίνου.
Επιστρέφοντας στην Ελλάδα παίζει στην ταινία «Ντάμα Σπαθί» του Γιώργου Σκαλενάκη, η οποία διαγωνίσθηκε στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Θεσσαλονίκης (1966) και στο κινηματογραφικό φεστιβάλ Σικάγου ένα χρόνο αργότερα. Το 1967 πρωταγωνιστεί στο κοινωνικό δράμα του Ντίμη Δαδήρα «Ο 13ος», που βραβεύτηκε στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης για το σενάριο του Παύλου Κοντέλη.
Το 1968 ήταν η σειρά της ίδιας να τιμηθεί στο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, για την ερμηνεία της στο κοινωνικό δράμα του Βασίλη Γεωργιάδη «Ραντεβού με μία άγνωστη». Την ίδια χρονιά γύρισε και την ταινία «Επιχείρησις Απόλλων» του Γιώργου Σκαλενάκη, όπου υποδυόταν μία όμορφη ελληνίδα ξεναγό. Η ταινία γνώρισε μεγάλη επιτυχία και στο εξωτερικό, καθώς πρόβαλλε τις ελληνικές ομορφιές.
Το 1971 πρωταγωνίστησε μαζί με τον Λάκη Κομνηνό στο ερωτικό δράμα του Βασίλη Γεωργιάδη «Εκείνο το καλοκαίρι». Ήταν μία ελληνική εκδοχή του «Love Story», που ταυτίστηκε με τη μουσική του Γιάννη Σπανού.
Η παρακμή του ελληνικού κινηματογράφου τη δεκαετία του ‘70 είχε επιπτώσεις και στην καριέρα της, όπως και άλλων σταρ εκείνης της εποχής. Τη δεκαετία του ‘80 επανεμφανίστηκε μετά από επτά χρόνια απουσίας κι έπαιξε σε ελαφρές κωμωδίες και βιντεοταινίες, αλλά και σε σοβαρές παραγωγές, όπως στις ταινίες του Γιώργου Κατακουζηνού «Απουσίες» (1987) και του Μενέλαου Καραμαγγιώλη «Black out» (1998).
Από τις τηλεοπτικές της εμφανίσεις ξεχώρισε ο ρόλος της Τζούλιας στη δημοφιλή σαπουνόπερα της δεκαετίας του ‘90 «Άγγιγμα Ψυχής» (ΑΝΤ1). Τελευταία της εμφάνιση στη σόου-μπιζ, η συμμετοχή της στο σήριαλ του Mega «Γοργόνες» το 2007.
Τα τελευταία χρόνια της ζωής της απείχε από τα καλλιτεχνικά δρώμενα και ζούσε αποτραβηγμένη στο κτήμα της στην Εύβοια, μαζί με τον σύντροφό της, τον παλαίμαχο διεθνή ποδοσφαιριστή Τάσο Μητρόπουλο. Από τη σχέση της με τον επιχειρηματία Γιώργο Τσαγκάρη είχε αποκτήσει μία κόρη, την ηθοποιό και δημοσιογράφο Ίνκα Τσαγκάρη (1973)
Η Έλενα Ναθαναήλ πέθανε στην Αθήνα στις 4 Μαρτίου 2008, σε ηλικία 61 ετών, χτυπημένη από καρκίνο στους πνεύμονες.
Περισσότερα Άρθρα...
- Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, ο πιο μποεμ κοσμοκαλόγερος
- Γρηγόρης Αυξεντίου, ήταν ο πρώτος τομεάρχης της ΕΟΚΑ στην περιοχή Αμμοχώστου
- Νικόλαος Πλανάς Έλληνας ιερωμένος, από τους νεώτερους Αγίους της Ορθοδοξίας
- Κατίνα Παξινού, ήταν Ελληνίδα ηθοποιός, κυρίως δραματικού ρεπερτορίου, παγκόσμιας φήμης, βραβευμένη με Όσκαρ ηθοποιίας