Άρθρα
Ιάκωβος Καμπανέλλης θεατρικός συγγραφέας και δημοσιογράφος
Ιάκωβος Καμπανέλλης
θεατρικός συγγραφέας και δημοσιογράφος
Ο θεατρικός συγγραφέας και δημοσιογράφος Ιάκωβος Καμπανέλλης, από πολλούς θεωρείται ο κορυφαίος μεταπολεμικός θεατρικός συγγραφέας με πολύ σπουδαίο έργο που επεκτείνεται και στον κινηματογράφο. Η αδυναμία του να σπουδάσει ηθοποιός στο Εθνικό Θέατρο τον έστρεψε στο γράψιμο.
Το πρώτο θεατρικό έργο του ο Χορός πάνω στα στάχυα ανέβηκε στο Θέατρο Διονύσια στην Καλλιθέα, το 1950, από τον Θίασο του Αδαμάντιου Λεμού.
Η μεγάλη του προσφορά του έδωσε πολλές διακρίσεις και τίτλους. Μέλος της Ακαδημίας Αθηνών, επίτιμος Διδάκτωρ σε διάφορα πανεπιστήμια, μέλος της Εταιρίας Ελλήνων Θεατρικών Συγγραφέων.
Θεατρικά έργα (Πρώτη Παράσταση)
Χορός πάνω στα στάχυα 1950, Έβδομη μέρα της δημιουργίας 1955,Αυτός και το παντελόνι του και Κρυφή ζωή (μονόπρακτα) 1957, Η Αυλή των Θαυμάτων 1957, Η ηλικία της νύχτας 1958, Ο Γορίλας και η Ορτανσία 1959, Παραμύθι χωρίς Όνομα 1959, Γειτονιά των αγγέλων 1963, Βίβα Ασπασία 1966, Οδυσσέα γύρισε σπίτι 1966, Αποικία των τιμωρημένων 1970, Ασπασία 1971, Το μεγάλο μας τσίρκο 1972, Το κουκί και το ρεβίθι 1974, Ο εχθρός λαός 1975, Πρόσωπα για βιολί και ορχήστρα 1976, Τα τέσσερα πόδια του τραπεζιού 1978, Ο μπαμπάς ο πόλεμος 1981, Ο αόρατος Θίασος 1988, Ο δρόμος περνά από μέσα 1992, Τρεις σε μοναξιά 1992.
Σενάρια κινηματογραφικών ταινιών
Στέλλα, Ο δράκος, Αρπαγή της Περσεφόνης, Το κανόνι και τα’ αηδόνι, Κορίτσια στον ήλιο.
Επίσης έγραψε στίχους για το «"Παραμύθι χωρίς όνομα» του Μάνου Χατζηδάκη, το «Μαουτχάουζεν» του Μίκη Θεοδωράκη, το «Μεγάλο μας Τσίρκο» του Σταύρου Ξαρχάκου.
Έργα του έχουν μεταφραστεί και παιχθεί σε πολλές χώρες της Ευρώπης.
Η ζωή του
Γεννήθηκε στη Νάξο στις 2 Δεκεμβρίου του 1921. Σε ηλικία 14 χρονών το 1935 εγκαταστάθηκε με την οικογένειά του στην Αθήνα. Για βιοποριστικούς λόγους κάνει διάφορες δουλειές την ημέρα και το βράδυ σπουδάζει σχέδιο στη Σιβιτανίδειο Σχολή.
Το 1943 αποτελεί σταθμό για την ζωή του αφού συνελήφθη από τους Γερμανούς και οδηγήθηκε στο στρατόπεδο Μαουτχάουζεν. Είναι από τους πολύ λίγους τυχερούς που ελευθέρωσαν τα συμμαχικά στρατεύματα το 1945.Την εμπειρία του αυτή μετέφερε στο ομώνυμο έργο του Μίκη Θεοδωράκη.
Η επαφή του με το θέατρο έγινε μέσα από τις παραστάσεις που παρακολούθησε στο Θέατρο Τέχνης του Κάρολου Κουν. Πλέον η πορεία του είχε ξεκινήσει, όπως έλεγε ο ίδιος «εκεί ανακάλυψα τον εαυτό μου και τον προορισμό μου».
Παράλληλα με το γράψιμο εργάστηκε και στις εφημερίδες, Ελευθερία, Ανένδοτος και Νέα.
Πέθανε στις 29 Μαρτίου του 2011.
Παύλος Μελάς, Έλληνας αξιωματικός του Στρατού, πρωτομάρτυρας και σύμβολο του Μακεδονικού Αγώνα
Παύλος Μελάς
1870 – 1904
Έλληνας αξιωματικός του Στρατού, πρωτομάρτυρας
και σύμβολο του Μακεδονικού Αγώνα.
Ο Παύλος Μελάς γεννήθηκε στις 29 Μαρτίου του 1870 στη Μασσαλία, όπου ο πατέρας του Μιχαήλ Μελάς (1833-1897) δραστηριοποιούταν ως έμπορος.
Το 1886 εισήλθε στη Σχολή Ευελπίδων και εξήλθε ως ανθυπολοχαγός του Πυροβολικού στις 8 Αυγούστου του 1891.
Τον επόμενο χρόνο νυμφεύτηκε τη Ναταλία Δραγούμη (1872-1973), κόρη του τραπεζίτη και πολιτικού Στέφανου Δραγούμη, με την οποία απέκτησε δύο παιδιά, τον στρατιωτικό Μιχαήλ Μελά (1894-1950) και τη χημικό Ζωή Μελά - Ιωαννίδη (1898-1996).
Υπήρξε δραστήριο μέλος της Εθνικής Εταιρείας, μιας μυστικής οργάνωσης, που είχε ως σκοπό την αναζωπύρωση του εθνικού φρονήματος και την απελευθέρωση των υπόδουλων Ελλήνων με κάθε θυσία, και έπαιξε αρνητικό ρόλο στον Ελληνοτουρκικό Πόλεμο του 1897.
Με την έκρηξη του πολέμου μάχεται στα μέτωπα της Θεσσαλίας, ως διοικητής ουλαμού της 2ης Πεδινής Πυροβολαρχίας.
Είναι αισιόδοξος για την έκβασή του, ώστε γράφει στους γονείς του: «...Αν ο θεός μας βοηθήση ολίγον, σύντομα θα λάβετε γράμμα μου από την Θεσσαλονίκην. ΄Ώστε θάρρος, αγαπητοί μου γονείς, θάρρος και πεποίθησιν• διότι και αν φέρη ο διάβολος, να νικηθώμεν, θα νικηθώμεν παλικαρίσια...».
Δέκα μέρες αργότερα, η κατάσταση που έχει διαμορφωθεί τον απογοητεύει και τον αηδιάζει. «Οι ηλίθιοι που φωνάζουν εναντίον του (εννοεί τον διάδοχο Κωνσταντίνο) έπρεπε να είναι εις την Λάρισσαν την επαύριο, της ατίμου, ατίμου, ατίμου φυγής μας, δια να ιδούν την κατάστασιν του στρατού και ν’ αντιληφθούν αν ήτο δυνατόν να κάμη μαζί του ένα βήμα προς τα εμπρός...» γράφει εκ νέου στους γονείς του.
Στις αρχές του 20ου αιώνα τον απασχολεί έντονα η κατάσταση στην τουρκοκρατούμενη Μακεδονία και τον ανησυχεί η δράση των κομιτατζήδων, που επιδιώκουν την προσάρτηση της Μακεδονίας στη Βουλγαρία. Τον επηρεάζει έντονα ο Μακεδόνας πεθερός του Στέφανος Δραγούμης, ενώ έχει πληροφόρηση από πρώτο χέρι από τον αδελφό της γυναίκας του Ίωνα Δραγούμη, που υπηρετεί ως υποπρόξενος στο Μοναστήρι (σημερινή Μπίτολα ΠΓΔΜ).
Τον Φεβρουάριο του 1904, μαζί με άλλους τρεις αξιωματικούς, τους λογαχούς Αλέξανδρο Κοντούλη και Αναστάσιο Παπούλα και τον ανθυπολοχαγό Γεώργιο Κολοκοτρώνη, συμμετέχει σε μυστική αποστολή στη Μακεδονία με το ψευδώνυμο Μίκης Ζέζας (Μίκης, από το όνομα του γιου του Μιχαήλ, που τον φωνάζουν χαϊδευτικά Μίκη και Ζέζας, από το όνομα της κόρης του Ζωής, που τη φωνάζουν χαϊδευτικά Ζέζα), κατόπιν εντολής της κυβέρνησης Θεοτόκη.
Η ομάδα των τεσσάρων αξιωματικών, συνοδευόμενη από μακεδόνες αγωνιστές, δραστηριοποιήθηκε στη δυτική Μακεδονία, αλλά οι κινήσεις της έγιναν αντιληπτές από τους Τούρκους, οι οποίοι ζήτησαν από την ελληνική κυβέρνηση την ανάκλησή τους.
Έτσι, ο Μελάς μαζί με τους τρεις άλλους αξιωματικούς επέστρεψαν στην Αθήνα στις 29 Μαρτίου.
Τον Ιούλιο, ενώ υπηρετούσε στη Σχολή Ευελπίδων, ζήτησε 20ήμερη άδεια και έκανε ένα δεύτερο ταξίδι στη Μακεδονία. Στο πλαστό διαβατήριό του αναγραφόταν το όνομα Πέτρος Δέδες και ως επάγγελμα δήλωνε ζωέμπορος.
Μόλις έφθασε στην Κοζάνη συναντήθηκε με το ντόπιο ελληνικό στοιχείο και αποφασίστηκε η συγκρότηση ενόπλων σωμάτων με τη στρατολόγηση ανδρών από τις γύρω περιοχές και η ανάληψη άμεσης δράσης στη Δυτική Μακεδονία. Επέστρεψε στην Αθήνα στις 3 Αυγούστου γεμάτος αισιοδοξία για την έκβαση του Αγώνα.
Μετά από 15 ημέρες ζήτησε κι έλαβε τετράμηνη άδεια από το στράτευμα για να αναλάβει επίσημα την αρχηγία του Μακεδονικού Αγώνα στην περιοχή της Καστοριάς και του Μοναστηρίου, κατόπιν υπόδειξης του Μακεδονικού Κομιτάτου. Λίγο πριν από την αναχώρησή του εξομολογείτο στη γυναίκα του: «...Αισθάνομαι πολύ, ο δυστυχής, την ευτυχίαν που αφήνω• αισθάνομαι ότι μ’ όλον τον ανήσυχον και νευρικόν χαρακτήραν μου ο βίος ο οποίος μου αρμόζει περισσότερον είναι ο ήσυχος και ο οικογενειακός. Αλλ’ από τινος δεν ηξεύρω τι έπαθα• έγινα όργανον δυνάμεως πολύ μεγάλης, ως φαίνεται, αφού έχει την ισχύν να κατασιγάση όλα τ’ αλλα αισθήματά μου και να με ωθή διαρκώς προς την Μακεδονίαν».
Και από τη Λάρισα συμπλήρωνε με νέο γράμμα προς την σύζυγό του, ωσάν να προαισθανόταν το τέλος του: «...Αναλαμβάνω αυτόν τον αγώνα με όλη μου την ψυχήν και με την ιδέαν, ότι είμαι υποχρεωμένος να τον αναλάβω. Είχα και εγώ την ακράδαντον πεποίθησιν, ότι δυνάμεθα να εργασθώμεν εν Μακεδονία και να σώσωμεν πολλά πράγματα. Έχων δε την πεποίθησιν ταύτην, έχω και υπέρτατον καθήκον να θυσιάσω το παν όπως πείσω την Κυβέρνησιν και την κοινήν γνώμην περί τούτου...».
Στις 28 Αυγούστου ο Καπετάν Μίκης Ζέζας διέβη τα σύνορα, συνοδευόμενος από αρκετούς Μακεδόνες, Λάκωνες και Κρήτες, και στα μέσα Σεπτεμβρίου στρατοπέδευσε στην περιοχή της Καστοριάς.
Στις 13 Οκτωβρίου του 1904 εισήλθε στο χωριό Στάτιστα για να αναπαυτεί αυτός και οι άνδρες του. Όμως, ο Βούλγαρος αρχικομιτατζής Μήτρος Βλάχος, προκειμένου να τον βγάλει από τη μέση, ειδοποίησε τις οθωμανικές αρχές.
Επί τόπου κατέφθασε ισχυρό στρατιωτικό απόσπασμα, αποτελούμενο από 150 άνδρες και στη συμπλοκή που ακολούθησε, ο Παύλος Μελάς τραυματίστηκε σοβαρά στην οσφυϊκή χώρα και μετά από μισή ώρα άφησε την τελευταία του πνοή.
Το κεφάλι του αποκόπηκε από τους συμπολεμιστές του και τάφηκε στο ναό της Αγίας Παρασκευής στο Πισοδέρι. Το σώμα του παραδόθηκε από τις οθωμανικές αρχές στον μητροπολίτη Καστοριάς Γερμανό (Καραβαγγέλη) και τάφηκε στον βυζαντινό ναό των Ταξιαρχών στην Καστοριά, όπου αναπαύεται και η κάρά του από το 1950. Στον ίδιο ναό έχει ταφεί και η σύζυγός του Ναταλία, κατ’ επιθυμίαν της.
Ο θάνατος του Παύλου Μελά έγινε γνωστός στην Αθήνα στις 18 Οκτωβρίου και συγκλόνισε την κοινή γνώμη, λόγω του ακέραιου και αγνού χαρακτήρα του ανδρός, αλλά και του γνωστού ονόματος της οικογένειάς του, που είχε μεγάλους δεσμούς με τη Μακεδονία και την κοινωνία των Αθηνών. Η θυσία του σηματοδότησε την ουσιαστική έναρξη του Μακεδονικού Αγώνα, που κορυφώθηκε με τους Βαλκανικούς Πολέμους του 1912-1913.
Μαξίμ Γκόρκι, Ρώσος συγγραφέας και ιδρυτής του σοσιαλιστικού ρεαλισμού και εγεργό πολιτικό στέλεχος
Μαξίμ Γκόρκι
Ο Μαξίμ Γκόρκι ήταν Ρώσος συγγραφέας, ιδρυτής του σοσιαλιστικού ρεαλισμού κι ενεργό πολιτικό στέλεχος. Το πραγματικό του όνομα ήταν Αλεξέι Μαξίμοβιτς Πέσκοφ ή Πεσκόφ ενώ το Γκόρκι το επέλεξε ως ψευδώνυμο επειδή σημαίνει πικρός. Αντιτάχτηκε πολλάκις στο τσαρικό καθεστώς και πέρασε πολύ καιρό στις φυλακές ή στην εξορία.
Γεννήθηκε από φτωχούς γονείς, στην πόλη Νίζνι Νόβγκοροντ (Ни́жний Но́вгород) στις 28 Μαρτίου 1868 και πέθανε στη Μόσχα στις 18 Ιουνίου 1936. Στα 1873 πεθαίνει ο πατέρας του. Η μητέρα του θα ξαναπαντρευτεί κι ο Μαξίμ Γκόρκι θα μείνει με τον παππού και τη γιαγιά του. Οι ιστορίες, τα παραμύθια κι η τρυφερή παρουσία της τελευταίας άσκησαν μεγάλη επίδραση πάνω του.
Αναγκάζεται από τη φτώχεια να φύγει από το σπίτι σε ηλικία μόλις 9 ετών και ν' αναζητήσει μόνος την τύχη του. Δοκιμάζει διάφορα επαγγέλματα: βοηθός υποδηματοποιού, βοηθός αγιογράφου, λαντζέρης σε καράβι, αχθοφόρος στην Οδησσό, νυχτοφύλακας σε ψαράδικο, φούρναρης, καθαριστής καμινάδων, εργάτης στα χωράφια. Ρακένδυτος, πεζός και πεινασμένος γυρνά όλη τη Ρωσία, γνωρίζει τους ανθρώπους και τη δυστυχία τους για πάνω από 5 χρόνια, κάτι που ήταν εξίσου καθοριστικό για τη μετέπειτα λογοτεχνική αλλά και την πολιτική του πορεία.
Τον Δεκέμβρη του 1887 αυτοπυροβολείται μ' ένα παλιό πιστόλι στο στήθος. Η σφαίρα θα μείνει στα πνευμόνια του 40 ολόκληρα χρόνια. Η αιτία ήταν μάλλον ο θάνατος της γιαγιάς του. Παρά τις αντιξοότητες αυτές, από το 1892 κιόλας, αρχίζει να εκδηλώνεται η αγάπη του για τη λογοτεχνία. Ξεκινά να γράφει πρώτα για βιοποριστικούς λόγους, επιφυλλίδες σ' επαρχιακές εφημερίδες. Τότε εργαζόταν στην εφημερίδα Tiflis του Καυκάσου κι ακόμα χρησιμοποιούσε το ψευδώνυμο Jehudiel Khlamida, αλλ' από κείνη τη χρονιά και μετά επιλέγει το Γκόρκι. τρία χρόνια μετά, γνωρίζεται με το συγγραφέα Βλαντιμίρ Κορολένκο (Владимир Короленко) που του δημοσιεύει το διήγημα, «Τσελκάς» και γνωρίζει κάποιον ενδιαφέρον. Το 1899 οι τυπωμένες συλλογές των διηγημάτων του, γνωρίζουν καταπληκτική επιτυχία. Γίνεται γνωστός σ' όλη την Ευρώπη.
Το 1902 η Ακαδημία τον εκλέγει μέλος της. Λίγες μέρες μετά ο Τσάρος Νικόλαος ο Β' ακυρώνει την εκλογή του, επειδή τα βάζει με τη λογοκρισία του τύπου που εφαρμόζεται, μ' αποτέλεσμα οι Τσέχωφ και Κορολένκο να παραιτηθούν. Την ίδια χρονιά γνωρίζεται με τον Λένιν και γίνονται φίλοι. Τρία χρόνια μετά αναλαμβάνει τη διεύθυνση του περιοδικού Νέα Ζωή κι αγωνίζεται για την επανάσταση. Γράφεται στο κομμουνιστικό κόμμα. Συλλαμβάνεται και κλείνεται στο φρούριο Πετροπαβλόφσκ, κατά τη διάρκεια της αποτυχημένης επανάστασης του 1905 κι εκεί μέσα γράφει ένα βιβλίο που φαινομενικά αναφέρεται στην επιδημία χολέρας του 1862, μα ουσιαστικά μιλά για το παρόν. Λογοτέχνες απ' όλο τον κόσμο κάνουν έκκληση για τη σωτηρία του.
Την επόμενη χρονιά φεύγει στο Κάπρι μέχρι το 1913 κι όταν επιστρέφει συμμετέχει στα πολιτικά δρώμενα που συντέλεσαν στο να ξεσπάσει η επανάσταση του 1917 και συμμετέχει ενεργά και σ' αυτήν. Κατά τη διάρκεια του Α' Παγκόσμιου Πολέμου το δωμάτιό του στην Πετρούπολη είχε γίνει καταφύγιο μπολσεβίκων. Μέχρι να ξεσπάσει η επανάσταση, δεν του επιτρεπόταν να εγκαταλείψει τη χώρα.
Δυο βδομάδες μετά το ξέσπασμα της επανάστασης, τον Οκτώβρη του 1917, έρχεται σε σύγκρουση με τα ηγετικά στελέχη του κόμματος. Γράφει χαρακτηριστικά:
...Οι Λένιν και Tρότσκι δεν έχουν οιαδήποτε ιδέα για την ελευθερία ή τα ανθρώπινα δικαιώματα. Αλλοτριώνονται ήδη από το βρωμερό δηλητήριο της εξουσίας. Αυτό είναι ορατό από την επαίσχυντη ασέβεια στην ελευθερία του λόγου αλλά κι όλων των άλλων αστικών ελευθεριών για τις οποίες η δημοκρατία πάλεψε...
Ο Λένιν απαντά με απειλές, το 1919:
...Σε συμβουλεύω: άλλαξε το περιβάλλον σου, τις απόψεις σου, τη δράση σου, αλλιώς η ζωή μπορεί να φύγει μακριά σου.
Τον Αύγουστο του 1921 συλλαμβάνονται οι φίλοι του λογοτέχνες, Νικολάι Γκουμιλιόφ (Николай Гумилёв) κι η σύζυγός του Άννα Αχμάτοβα (Анна Ахматова), για φιλομοναρχικές τάσεις. Γυρίζει εσπευσμένα στη Μόσχα πετυχαίνοντας να τους λευτερώσει με προσωπική διαταγή του ίδιου του Λένιν, μα όταν σπεύδει να τους δει, διαπιστώνει πως ήδη έχουν πυροβολήσει θανάσιμα τον Νικολάι. Κοντά σ' αυτά έρχεται η επιδείνωση της υγείας του, μια παλιά φυματίωση από τον καιρό που γυρνούσε στους δρόμους, και τον Οκτώβρη της ίδιας χρονιάς, μεταναστεύει ξανά στο Κάπρι για λόγους υγείας. Τούτη τη φορά θα μείνει μέχρι το 1929.
Επιστρέφει στη Ρωσία κατά διαστήματα και δέχεται τιμές από τον Στάλιν. Τ' όνομά του δίνεται σε κεντρική λεωφόρο και μετονομάζεται και η γενέτειρά του, επίσης ένα από τα μεγαλύτερα αεροπλάνα της εποχής στη Ρωσία, το Τουπόλεφ 20 ονομάζεται Γκόρκι, όπως κι ένα μεγάλο πάρκο μες στο κέντρο της Μόσχας. Είναι γεγονός πως το κόμμα εκμεταλλεύτηκε στο έπακρο τ' όνομά του για να προωθήσει την προπαγάνδα του στον έξω κόσμο.
Το 1936 πεθαίνει ξαφνικά κάτω από ανεξιχνίαστες συνθήκες. Οι Στάλιν και Μολότωφ, ήταν από κείνους που μετέφεραν το φέρετρό του στην κηδεία.
Στο μυθιστόρημα Η Μάνα, ο Μαξίμ Γκόρκι απεικονίζει για πρώτη φορά στη λογοτεχνία την πάλη του επαναστατικού προλεταριάτου για το σοσιαλισμό, κάτω από την καθοδήγηση του κόμματος της εργατικής τάξης, και τη γέννηση του νέου ανθρώπου μέσα σε αυτόν τον αγώνα. Εγκλωβισμένη σε μια μαρτυρική οικογενειακή ζωή, έρμαιο της συστηματικής σωματικής και ψυχικής κακοποίησης, η Πελαγία Νίλοβνα ζει αποκομμένη από την κοινωνία. Ο θάνατος του συζύγου της και η ωρίμανση του μονάκριβου γιου της, Παύλου, συνιστούν τις αναγκαίες συνθήκες για την κοινωνικοποίησή της. Η πολιτική δράση του Παύλου και των συντρόφων του ενάντια στην αυταρχική κρατική εξουσία την συγκινεί. Ο αγώνας τους γίνεται και δικός της: αναζητά την αλήθεια, αμφισβητεί την κρατούσα τάξη, στρατεύεται στον αγώνα για τη μεγάλη επανάσταση. Στα μάτια των συναγωνιστών της είναι η δική τους μάνα, έτοιμη να θυσιαστεί για τον κοινό σκοπο.
Ελένη Χαλκούση, ήταν Ελληνίδα ηθοποιός προικισμένη με ιδιαίτερο καυστικό χιούμορ, τόσο στη σκηνή, όσο και στη ζωή
Ελένη Χαλκούση
ηθοποιός προικισμένη με ιδιαίτερο καυστικό χιούμορ, τόσο στη σκηνή, όσο και στη ζωή
Η καταγωγή της οικογένειας της ήταν από το νησί της Χίου. Ο πατέρας της ήταν ο Γιάννης Χαλκούσης, στενός φίλος του εθνομάρτυρα Μητροπολίτη Σμύρνης Χρυσοστόμου και συνδιευθυντής μαζί με τον ποιητή Όμηρο Μπεκέ, του λογοτεχνικού περιοδικού «Ο Λόγος», το οποίο εξέδωσε το 1918 ο Λύσανδρος Πράσινος.
Η Ελένη Χαλκούση που είχε έξι ακόμη αδέλφια, τρεις αδελφές και τρεις αδελφούς, αποφοίτησε το 1922 από το Ζάππειο Παρθεναγωγείο. Στη συνέχεια, με τη συναίνεση του Μητροπολίτη Σμύρνης Χρυσοστόμου, που στην ερώτηση του πατέρα της απάντησε, «...Η ευθύνη δική μου», παρακολούθησε μαθήματα αισθητικής και λογοτεχνίας στη Σχολή Ανατολικών Γλωσσών της Σορβόνης στο Παρίσι, καθώς και στο Ωδείο Κονσερβατουάρ, ενώ μαθήματα θεάτρου παρακολούθησε στη δραματική σχολή του ηθοποιού Σαρλ Λε Μπαρζύ. Στο Παρίσι, σύμφωνα με τον Κωνσταντίνο Γεωργουσόπουλο, γνωρίστηκε με τον Μπέρτολτ Μπρεχτ.
Μεσολάβησε η Μικρασιατική καταστροφή και η αδυναμία της να επιστρέψει στην Κωνσταντινούπολη. Πρωτοεμφανίστηκε στη θεατρική σκηνή με το «Θέατρο Τέχνης» του Σπύρου Μελά στις 21 Σεπτεμβρίου 1925, στο θέατρο «Αθήναιον», στην οδό Πατησίων στην Αθήνα, ερμηνεύοντας τον ρόλο της Δομινίκης στα «Περασμένα» του Ζορζ ντε Πόρτο-Ρις.
Ήταν στενή οικογενειακή φίλη με τον ποιητή Νίκο Καββαδία, ο οποίος της είχε αφιερώσει το έργο του «Πούσι», και σύμφωνα με όσα γράφει ο Φ.Φιλίππου, «…Η Ελένη Χαλκούση ταξίδευε μαζί του συχνά και τον γνώρισε επαρκώς. Προικισμένη με έμφυτο χάρισμα της διαίσθησης-κάτι που λείπει από τους άντρες-δεν δίστασε να τον χαρακτηρίσει μισογύνη, κρίνοντάς τον από τα βιβλία του και τις προφορικές αφηγήσεις του…». Ο συγγραφέας Μήτσος Κασόλας γράφει για τη σχέση του Καββαδία με την Ελένη Χαλκούση, «…ο Καββαδίας στον ασύρματο διάβαζε πολύ και έγραφε πολύ. Η καμπίνα του ασύρματου ήταν κατά κάποιο τρόπο το φιλολογικό μας καφενείο. Και σ' αυτό μια μέρα είπε στην ηθοποιό Ελένη Χαλκούση. «Έκανα μεγάλο σφάλμα, Ελένη μου, στη ζωή μου που δεν σου ζήτησα να με παντρευτείς». Πολλά χρόνια αργότερα πήγε μαζί με φίλους του στο θέατρο, να τη δουν, όμως στο τέλος δεν πήγε να τη συγχαρεί στο καμαρίνι της. Την είδε στη σκηνή και σχολίασε, «Αυτή είναι η Ελένη; Δεν το πιστεύω. Πώς άλλαξε, πώς γέρασε η Ελένη; Πάμε να φύγουμε».
Θεατρική καριέρα
Πρωτοεμφανίστηκε ερασιτεχνικά σε θεατρική σκηνή μαζί με μία από τις αδελφές της στο Μακροχώρι, σ' ένα μονόπρακτο του Γκυ ντε Μωπασσάν, ενώ αργότερα σε έναν επαγγελματικό νεανικό θίασο, έπαιξε το ρόλο της Στέλλας Βιολάντη, από το ομώνυμο έργο του Γρηγορίου Ξενόπουλου. Στην Αθήνα το 1926 ίδρυσε τον θίασο «Οι Νέοι» με τον οποίο εμφανίστηκε στο Θέατρο Κυβέλης του Χρηματιστηρίου. Στο πλαίσιο του θιάσου άρχισε συνεργασία με την Ελένη Παπαδάκη που δε στέφθηκε από επιτυχία, καθώς το κεφάλαιο της εξανεμίστηκε και ο θίασος διαλύθηκε στα τέλη του Σεπτεμβρίου, ενώ για το ζήτημα της αμοιβής της Παπαδάκη οδηγήθηκαν σε δικαστική διαμάχη, γεγονός που διέρρηξε οριστικά τις σχέσεις τους.
Μετά το 1927 παρουσίασε, μεταξύ άλλων, τα έργα «Τζοκόντα», «Η αναδυομένη», «Η φαρμακωμένη», «Αρχιτέκτονας Σόλνες» και άλλα.
Από το 1936 έως το 1944 διατέλεσε μόνιμη συνεργάτιδα του θιάσου της Μαρίκας Κοτοπούλη και έπαιξε στα έργα «Στέλλα Βιολάντη», «Έκτο πάτωμα», «Μαντάμ Μποβαρί», «Πολεμικά Παναθήναια».
Το 1945 προσελήφθη στο Εθνικό Θέατρο στο οποίο ερμήνευσε πολυάριθμους ρόλους σε έργα του Ίψεν, του Σαίξπηρ, στο έργο Αρχοντοχωριάτης του Μολιέρου καθώς και στις κωμωδίες του Αριστοφάνη, «Εκκλησιάζουσες», «Σφήκες», «Πλούτος» και «Λυσιστράτη», ενώ η τελεταία της θεατρική παράσταση ήταν το έργο «Θεσμοφοριάζουσες» το 1985, με το «Μοντέρνο Θέατρο» του Γιώργου Μεσσάλα. Άρχισε τη δημοσιογραφική της ενασχόληση σχετικά με το θέατρο, με την παρότρυνση της Ελένης Βλάχου και συνεργάστηκε με τις εφημερίδες «Η Καθημερινή», «Μεσημβρινή», «Έθνος», «Ελευθεροτυπία» και «Απογευματινή», δίδαξε θέατρο σε διάφορες σχολές, μεταξύ τους στη σχολή του Τάκη Μουζενίδη και η σχολή του Εθνικού θεάτρου, ενώ εργάστηκε στην τηλεόραση και το ραδιόφωνο.
Σύμφωνα με τον εγγονό της Τζαννή Χαλκούση γιο της ανιψιάς της Βάνας Χαλκούση η οποία είχε την επιμέλεια της ως το τέλος της ζωής της, ήταν προσωπική της επιλογή να ζήσει σε Γηροκομείο στο Χαλάνδρι, ενώ στην κηδεία της παρεβρέθηκαν άνθρωποι του Θεάτρου και παλιοί της συνεργάτες, όπως ο σκηνογράφος Γιώργος Ανεμογιάννης, η Τατιάννα Βαρούτη-Μαμμάκη και ο Αρτέμης Μάτσας.
Ο Αλέξης Σολωμός έγραψε γι' αυτήν ότι ήταν «...Κληρονόμος πολλών χαρακτηριστικών της Μαρίκας Κοτοπούλη και της Κυβέλης, αλλά προικισμένη με ιδιαίτερο καυστικό χιούμορ, τόσο στη σκηνή, όσο και στη ζωή.
Ιούλιος Βερν, ο παραμυθάς και οραματιστής που εισήγαγε στη λογοτεχνία το είδος της επιστημονικής φαντασίας
Ιούλιος Βερν
1828 – 1905
Ο Ιούλιος Βερν, ήταν Γάλλος συγγραφέας, ο παραμυθάς και οραματιστής που εισήγαγε στη λογοτεχνία το είδος της επιστημονικής φαντασίας. Μυθιστορήματα, όπως «20.000 λεύγες υπό τη θάλασσα», «Ο γύρος του κόσμου σε 80 ημέρες», «Από τη Γη στη Σελήνη», «Ταξίδι στο κέντρο της Γης» και η «Μυστηριώδης Νήσος», αποτελούν προσφιλή αναγνώσματα. Ήρωες, όπως ο Φιλέας Φογκ και ο Κάπτεν Νέμο. εξάπτουν τη φαντασία μικρών και μεγάλων.
Ο Ιούλιος Βερν (Jules Verne) γεννήθηκε στις 8 Φεβρουαρίου 1828 στη Ναντ, παραθαλάσσια πόλη της Γαλλίας στις ακτές του Ατλαντικού. Η γενέθλια πόλη του αποτέλεσε πηγή έμπνευσης για τον Βερν, όταν στα μικράτα του παρατηρούσε με τις ώρες τα καράβια να περνούν από τον ποταμό Λουάρ και να ξανοίγονται στο πέλαγος.
Το 1848 αφήνει τη Ναντ και μετακομίζει στο Παρίσι για να σπουδάζει νομικά. Γρήγορα «τα φορτώνει στον κόκκορα» και δοκιμάζει να γράψει, παράλληλα με την απασχόληση του στο Χρηματιστήριο του Παρισιού για τα προς το ζην.
Η γνωριμία του με τον εκδότη Πιερ-Ζιλ Ετζέλ θα τον στρέψει ολοκληρωτικά στη λογοτεχνία, «τη μόνη πηγή για την αληθινή ευτυχία», όπως έλεγε. Το 1863 υποβάλλει την παραίτησή του από το Χρηματιστήριο.
Ο Ετζέλ ήξερε πώς να πλασάρει το συγγραφικό ταλέντο του Βερν στην αγορά. Πρώτα κυκλοφορούσε τα μυθιστορήματά του σε συνέχειες, μετά σε ολοκληρωμένη μορφή και τέλος σε πολυτελή χρυσοκόκκινη συσκευασία.
Η τεχνολογική έκρηξη του δεύτερου μισού του 19ου αιώνα προμήθευσε στον Βερν το απαραίτητο υλικό για πολλά από τα έργα του. Στα μυθιστορήματά του μιλά για υποβρύχια, ιπτάμενες μηχανές, ουρανοξύστες, για την κατάκτηση της Σελήνης, εμπνέοντας σημαντικούς επιστήμονες της εποχής του. Η ικανότητά του να συνδυάζει την πραγματικότητα με τον μύθο και να τοποθετεί την ιστορία του σε εξωτικά μέρη, εκτόξευσαν τη φήμη του από πολύ νωρίς. Σήμερα, ο Ιούλιος Βερν θεωρείται από τους δέκα πιο πολυμεταφρασμένους συγγραφείς όλων των εποχών.
Τα τελευταία τριάντα χρόνια της ζωής του τα πέρασε στην Αμιένη της Βόρειας Γαλλίας, γενέτειρας της γυναίκας του Ονορέν. Το 1886 ο Ιούλιος Βερν βίωσε δύο τραγωδίες: τραυματίστηκε σοβαρά στο πόδι από πυροβολισμό του παρανοϊκού ανιψιού του Γκαστόν κι έχασε τον αγαπημένο του εκδότη, που έφυγε από τη ζωή.
Έξι χρόνια μετά, ο καταρράκτης που τον ταλαιπωρούσε, μείωσε κατά πολύ την όρασή του και στις 24 Μαρτίου 1905 άφησε την τελευταία του πνοή, σε ηλικία 77 ετών, υποφέροντας από διαβήτη και παράλυση.
Ο Ιούλιος Βερν είχε ένα γιο, τον Μισέλ, ο οποίος επιμελήθηκε τα ημιτελή του μυθιστορήματα και συνέβαλε στη διάδοση του έργου του.
Βασική Εργογραφία στα Ελληνικά
Ταξίδι στο Κέντρο της Γης
Από τη Γη στη Σελήνη
Ο Γύρος του Κόσμου σε 80 ημέρες
20.000 λεύγες κάτω από τη θάλασσα
Ροβήρος ο Κατακτητής
Μιχαήλ Στρογκώφ
Η μυστηριώδης Νήσος
Οι πειρατές του Αιγαίου
Ο Δεκαπενταετής Πλοίαρχος
Καίσαρ Κασκαμπέλ