Άρθρα
Φωκίων Νέγρης, ήταν Έλληνας μεταλλειολόγος, γεωλόγος, πολιτικός και πρώτος πρόεδρος της Ακαδημίας Αθηνών
Φωκίων Νέγρης
Ο Φωκίων Νέγρης, ήταν Έλληνας μεταλλειολόγος, γεωλόγος, πολιτικός και πρώτος πρόεδρος της Ακαδημίας Αθηνών. (31 Μαρτίου 1846 - 15 Ιανουαρίου 1928)
Διετέλεσε διευθυντής της Εταιρείας των Μεταλλουργείων του Λαυρίου και εν συνεχεία δήμαρχος της πόλης του Λαυρίου (1895 - 1898.
Ως υπουργός Οικονομικών εισήγαγε σημαντικές μεταρρυθμίσεις στην κοινωνική ασφάλιση.
Γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη και ήταν γιος του Κωνσταντίνου Νέγρη, πρώτου καθηγητή στην έδρα των μαθηματικών στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Καταγόταν από τις σπουδαίες φαναριώτικες οικογένειες Νέγρη, Καλλιμάχη και Υψηλάντη και ήταν δισέγγονος του Κωνσταντίνου Υψηλάντη, ηγεμόνα της Βλαχίας, Μέγα Διερμηνέα της υψηλής πύλης και πατέρα των Δημητρίου και Αλεξάνδρου Υψηλάντη, και αδερφός του Θεόδωρου Νέγρη.
Έζησε τα παιδικά του χρόνια στο Παρίσι αποπερατώνοντας τις εγκύκλιες σπουδές του στο Λύκειο Louis le Grand. Στη συνέχεια σπούδασε στην Πολυτεχνική Σχολή (Ecole Polytechnique) και στην Ecole de Mines καθώς και στη μαθηματική σχολή της Σορβόνης.
Το 1870 εγκατάσταθηκε στην Ελλάδα. Διετέλεσε μέλος του δ.σ. του Σύνδεσμου Μεταλλευτικών Επιχειρήσεων (Σ.Μ.Ε.), πρόεδρος της Εταιρείας Σιδηροδρόμων Αττικής, πρόεδρος του Ελληνικού Πολυτεχνικού Συλλόγου (1909 - 1919), πρόεδρος του ελληνικού Συλλόγου της Κοινωνίας των Εθνών, επίτιμος διδάκτωρ των φυσικών επιστημών του Πανεπιστημίου Αθηνών και τακτικό μέλος, από ιδρύσεως, της Ακαδημίας Αθηνών.
Το 1927 εξελέγη πρώτος πρόεδρος της Ακαδημίας Αθηνών. Επίσης έγραψε πολλές μελέτες για το κλίμα και τα πετρώματα της Ελλάδος.
Το 1904 ανέφερε την ύπαρξη αρχαίας πόλης στον υποθαλάσσιο χώρο της Ελαφονήσου μεταξύ της νήσου Ελαφόνησος και της παραλίας Πούντα Ελαφονήσου, στη νότια Λακωνία.
Απεβίωσε στην Αθήνα. Ήταν παντρεμένος με την Ελένη Ρίζου - Νερουλού, εγγονή του Ιάκωβου Ρίζου - Νερουλού, και είχαν αποκτήσει μια κόρη, την Λουκία Νέγρη, σύζυγο του Ασημάκη Ζαΐμη. Εγγονός του ήταν ο Φωκίων Ζαΐμης, βουλευτής και υπουργός, και δισέγγονός του ο Ανδρέας Φ. Ζαΐμης. Στην Κυψέλη ένας κεντρικός πεζόδρομος φέρει το όνομά του.
Λαύριο και Μεταλλευτικές επιχειρήσεις
Το 1870 επιστρέφοντας στην Ελλάδα εργάστηκε ως γενικός έφορος των μεταλλείων του Λαυρίου για να αναλάβει εν τέλει το 1875 την διεύθυνση της Εταιρείας των Μεταλλουργείων του Λαυρίου (ελληνική εταιρεία), θέση στην οποία παρέμεινε μέχρι το 1886.
Από την θέση αυτή πέτυχε την αναδιοργάνωση των υπηρεσιών, τον τεχνικό εξοπλισμό της και τη σιδηροδρομική σύνδεση Λαυρίου - Αθήνας.
Το τελευταίο έργο ήταν αποτέλεσμα διευθέτησής του με τον Χαρίλαο Τρικούπη σχετικά με διαφορές του ελληνικού δημοσίου και της Ελληνικής Εταιρείας και εκτελέστηκε από τους μηχανικούς της εταιρείας υπό την επίβλεψή του.
Επανήλθε στην θέση του Γενικού Διευθυντή της εταιρείας το 1894 παραμένοντας μέχρι και και το 1898.
Το 1899 ανέλαβε την διεύθυνση της Α.Ε. Δημόσιων και Δημοτικών Εργων, σημαντικού κατασκευαστικού όμίλου της εποχής και του οποίου ήταν ιδιοκτήτης, συμμετέχοντας σε εκμεταλλεύσεις μεταλλείων (κοινοτικά μεταλλεία Λίμνης) και αναδιοργανώνοντας τα λιγνιτωρυχεία της Κύμης και τα ορυχεία λευκολίθου στο Μαντούδι της Εύβοιας.
Πολιτική σταδιοδρομία
Εξελέγη για πρώτη φορά βουλευτής Αττικής στις εκλογές του 1887 και επανεξελέγη σε αυτές του 1899, 1905, 1906 και 1910.
Χρημάτισε υπουργός Οικονομικών στις κυβερνήσεις Αλέξανδρου Ζαΐμη (Κυβέρνηση Αλέξανδρου Ζαΐμη 1897: 1898 - 1899 & Κυβέρνηση Αλέξανδρου Ζαΐμη 1901: 1901 - 1902), υπουργός Συγκοινωνιών στην κυβέρνηση Ζαΐμη (1916) καθώς και υπουργός Εσωτερικών στην κυβέρνηση Ζαΐμη (1917).
Είχε υπάρξει επίσης υποψήφιος δήμαρχος Αθηναίων καθώς και δήμαρχος Λαυρίου (1895 - 1898). Υπό την τελευταία του ιδιότητα διαδραμάτισε εξισορροπητικό ρόλο στην απεργιακή εξέγερση των μεταλλορύχων της Καμάριζας του Λαυρίου.
Κατά τη διάρκεια της θητείας του στο υπουργείο οικονομικών συνάφθηκε σημαντικό δάνειο με ικανοποιητικούς όρους για την Ελλάδα που διετέθη για την επέκταση του σιδηροδρομικού δικτύου της χώρας ενώ υπήρξε εμπνευστής του νόμου ΒΩΜΑ΄ περί περιθάλψεως των εν τοις μεταλλείοις και μεταλλουργείοις παθόντων και των οικογενειών αυτών, νόμου που προσπάθησε να επεκτείνει σε όλους τους κλάδους της βιομηχανίας.
Ο Φωκίων Νέγρης συγκαταλέγεται σε αυτούς που υποστήριζαν σθεναρά την αναγκαιότητα μιας νέας πολιτικής προσέγγισης των εργασιακών σχέσεων έχοντας ζήσει από κοντά, ως δήμαρχος Λαυρίου, τις κοινωνικές εντάσεις της ταξικής πάλης στο Λαύριο.
Ζιλ Ντασέν, Αμερικανός σκηνοθέτης του θεάτρου και του κινηματογράφου και σύζυγος της Μελίνας Μερκούρη
Ζιλ Ντασέν
1911 –2008
Ζιλ Ντασέν, Αμερικανός σκηνοθέτης του θεάτρου και του κινηματογράφου, σύζυγος της Μελίνας Μερκούρη. Οι ταινίες του εκτείνονται από το αστυνομικό γκανγκστερικό φιλμ νουάρ ως τον κοινωνικό ρεαλισμό και τον λυρικό εξπρεσιονισμό.
Ο Ζιλ Ντασέν (Jules Dassin) γεννήθηκε στις 18 Δεκεμβρίου του 1911 στο Κονέκτικατ των ΗΠΑ και ήταν το 8ο παιδί ενός ρωσοεβραίου κουρέα. Ξεκίνησε την κινηματογραφική του πορεία ως μαθητευόμενος στο πλευρό του Άλφρεντ Χίτσκοκ. Αργότερα, συνεργάστηκε με τον σκηνοθέτη Μαρκ Χέλνγκερ, με τον οποίο έκανε δύο ταινίες.
Η συνεργασία τους διακόπηκε, όταν αναγκάστηκε να αυτοεξοριστεί τη σκοτεινή εποχή του Μακαρθισμού, λόγω των διώξεων και των παρεμβάσεων που δεχόταν στη δουλειά του.
Όταν κλήθηκε να απολογηθεί στο Κογκρέσο, κατηγορούμενος για αντιαμερικανική δράση, γύριζε την ταινία «Night and the City».
Εγκαταλείποντας τις ΗΠΑ, εγκαταστάθηκε στη Γαλλία. Εκεί γύρισε την ταινία «Ριφιφί», ένα από τα σημαντικότερα κινηματογραφικά φιλμ νουάρ της παγκόσμιας κινηματογραφίας, με το οποίο κέρδισε το Βραβείο Σκηνοθεσίας στο Φεστιβάλ των Κανών το 1955.
Στη Γαλλία, επίσης, παντρεύτηκε την Μπεατρίς Λονέρ, με την οποία απέκτησε δύο παιδιά, τον διάσημο γάλλο τραγουδιστή Τζο Ντασέν (1938-1980) και την ηθοποιό Ζουλί Ντασέν. Ωστόσο, τη ζωή του χάραξε βαθιά ο έρωτάς του με τη Μελίνα Μερκούρη, την οποία γνώρισε δύο χρόνια μετά το «Ριφιφί».
Από τη στιγμή εκείνη άρχισε η δεύτερη καριέρα του, καθώς οι περισσότερες ταινίες που σκηνοθέτησε είχαν πρωταγωνίστρια τη Μελίνα. Μαζί γύρισαν εννέα ταινίες, μεταξύ των οποίων το «Τοπκαπί», η «Φαίδρα» και το «Ποτέ την Κυριακή», που τιμήθηκε με το βραβείο καλύτερης ταινίας στο Φεστιβάλ Κανών το 1960. Η ίδια ταινία ήταν υποψήφια για Όσκαρ σκηνοθεσίας και σεναρίου, όμως τελικά απέσπασε το Όσκαρ καλύτερης μουσικής και τραγουδιού για «Τα Παιδιά του Πειραιά» του Μάνου Χατζιδάκι.
Με τη Μελίνα, παντρεύτηκε το 1966 και υιοθέτησε τόσο την υπηκοότητα του Έλληνα, όσο και το όραμα της συντρόφου του για την επιστροφή των μαρμάρων του Παρθενώνα. Μαζί ανέπτυξαν έντονη αντιδικτατορική δράση την περίοδο της χούντας των συνταγματαρχών και με την αποκατάσταση της Δημοκρατίας το 1974 εγκαταστάθηκαν μόνιμα στην Ελλάδα.
Σε μία συνέντευξή του είχε πει: «Ζούσα μια διαφορετική εξορία από το ' 67 έως το '74. Σκηνοθέτησα μία μόνο ταινία, γιατί η καρδιά μου είχε μόνο απογοήτευση για τη δικτατορία στην Ελλάδα.
Αφοσιώθηκα στη Μελίνα, μένοντας πλάι της όσο το δυνατόν περισσότερο. Οι ταινίες δεν βρίσκονταν καν στο μυαλό μας, γυρίσαμε μία, την "Υπόσχεση την αυγή", απλώς και μόνο επειδή είχαμε υπογράψει τα συμβόλαια».
Στην Αθήνα ο Ζιλ Ντασέν σκηνοθέτησε και τρία θεατρικά έργα, την «Όπερα της Πεντάρας», τον «Γλάρο», και τον «Θάνατο του εμποράκου». Σε συνέντευξή του είχε δηλώσει: «Ξεκίνησα από το θέατρο και λόγω του θεάτρου είχα αρχίσει από νωρίς να σέβομαι και να αγαπώ την Ελλάδα».
Μετά το θάνατο της διάσημης ηθοποιού και πολιτικού, ο Ντασέν δημιούργησε στη μνήμη της το Ίδρυμα «Μελίνα Μερκούρη», με στόχο την προώθηση της δημιουργίας του νέου Μουσείου της Ακρόπολης και την προβολή του ελληνικού πολιτισμού. Κατέχοντας τη θέση του προέδρου, παραχώρησε στο ίδρυμα τα έσοδα από τις ταινίες του, προκειμένου να ενισχυθεί ο αγώνας για την επιστροφή των μαρμάρων του Παρθενώνα από το Βρετανικό Μουσείο.
Πέθανε πλήρης ημερών, σε ηλικία 97 ετών, στις 31 Μαρτίου 2008.
Φιλμογραφία
Στα 16 γνώρισα τον έρωτα (1980)
Κραυγή γυναικών (1978)
Η Δοκιμή (1974)
Υπόσχεση την Αυγή (1970)
Εκτέλεση εν ψυχρώ (1968)
Hamilchama al hashalom- Survivor (1968)
0:30 Καλοκαίρι Βράδυ (1966)
Τοπκαπί (1964)
Φαίδρα (1962)
Ποτέ την Κυριακή (1960)
Ο Νόμος (1959)
Ο Χριστός Ξανασταυρώνεται (1957)
Ριφιφί (1955)
Η Νύχτα και η Πόλη (1950)
Thieves' Highway (1949)
Γυμνή Πόλη (1948)
Brute Force (1947)
A Letter for Evie (1946)
Two Smart People (1946)
The Canterville Ghost (1944)
Young Ideas (1943)
Reunion in France (1942)
The Affairs of Martha (1942)
Nazi Agent (1942)
The Tell-Tale Heart (1941)
Μανόλης Ανδρόνικος, διακεκριμένος Έλληνας αρχαιολόγος
Μανόλης Ανδρόνικος
Ο Μανώλης Ανδρόνικος (23 Οκτωβρίου 1919 - 30 Μαρτίου 1992) ήταν Έλληνας αρχαιολόγος.
Γεννήθηκε στην Προύσα στις 23 Οκτωβρίου 1919. Ο πατέρας του, Λεωνίδας, ήταν από τη Σάμο και η μητέρα του από την Ίμβρο.
Μετά την Μικρασιατική καταστροφή η οικογένειά εγκαταστάθηκε στη Θεσσαλονίκη.
Ο Μανόλης Ανδρόνικος μπήκε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης το 1936, όπου προσωπικότητες όπως αυτή του καθηγητή Κωνσταντίνου Ρωμαίου, του κίνησαν σε πρώτο στάδιο το αρχαιολογικό του ενδιαφέρον.
Ενώ ήταν φοιτητής, ο Ανδρόνικος εργάστηκε σαν βοηθός δίπλα στον Ρωμαίο στην ανασκαφή της Βεργίνας.
Μετά την ολοκλήρωση των σπουδών του το 1941, διορίστηκε φιλόλογος σε γυμνάσιο του Διδυμότειχου.
Στη συνέχεια διέφυγε στη Μέση Ανατολή, κατατάχτηκε στον Ελληνικό Στρατό και πήρε μέρος σε πολεμικές επιχειρήσεις όπου υπηρέτησε ως λοχίας στο 8ό τάγμα της ΙΙ ταξιαρχίας η οποία εστάλη στην Τρίπολη της Κυρηναικής να φυλάει αιχμαλώτους λόγω ότι ήταν «δημοκρατική».
Μετά τον πόλεμο εργάστηκε στη σχολή «Σχοινά» της Θεσσαλονίκης και το 1949 διορίστηκε επιμελητής αρχαιοτήτων στην εφορεία Κεντρικής Μακεδονίας. Το 1952 έγινε καθηγητής Kλασικής Aρχαιολογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Το διάστημα 1954-1955 μετεκπαιδεύτηκε στην Οξφόρδη, δίπλα στον Σερ Τζον Μπίζλι (Sir John D. Beazley, 1954-1955). Το 1957 εξελέγη υφηγητής της Αρχαιολογίας (Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης) με τη διατριβή «Λακωνικά ανάγλυφα». Το 1961 εκλέχτηκε έκτακτος καθηγητής της Β΄ έδρας Αρχαιολογίας και το 1964 τακτικός καθηγητής στην ίδια έδρα.
Ήταν παντρεμένος με την Ολυμπία Kακουλίδου (1921-2012), την οποία γνώρισε στη σχολή «Σχοινά». Αγαπούσε ιδιαίτερα τις τέχνες και τα γράμματα. Διάβαζε πολύ και υπήρξε ιδρυτικό μέλος του Συλλόγου «Η τέχνη». Aγαπούσε τον Παλαμά, τον Σεφέρη και τον Eλύτη.
Πραγματοποίησε πολλές ανασκαφικές έρευνες στη Βέροια, τη Νάουσα, το Κιλκίς, τη Χαλκιδική, τη Θεσσαλονίκη, αλλά το κύριο ανασκαφικό του έργο συγκεντρώθηκε στη Βεργίνα, όπου ανέσκαψε το σημαντικότατο νεκροταφείο τύμβων των γεωμετρικών χρόνων και συνέχισε σε συνεργασία με τον Γ. Μπακαλάκη την ανασκαφή του ελληνιστικού ανακτόρου που είχε αρχίσει το 1937 ο Κ. Α. Ρωμαίος, εκ μέρους του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.
Η κορυφαία στιγμή της καριέρας του θεωρείται η 8η Νοεμβρίου 1977, όταν στη Βεργίνα έφερε στο φως ένα από τα σημαντικότερα αρχαιολογικά μνημεία, τον ασύλητο μακεδονικό τάφο ΙΙ της Μεγάλης Τούμπας. Διατύπωσε την άποψη ότι στο μνημείο αυτό τάφηκε ο Φίλιππος Β΄, βασιλιάς της Μακεδονίας (359-336 π.Χ.). Στο εσωτερικό του τάφου διασώζονταν πολυάριθμα ευρήματα, μεταξύ των οποίων και αξιόλογα έργα τέχνης, τα οποία εκτίθενται στη Μεγάλη Τούμπα της Βεργίνας. Η ταυτότητα του νεκρού αμφισβητείται από μέρος αρχαιολόγων, όμως ο ιστορικός κ. Χατζόπουλος τεκμηριώνει ότι πρόκειται για τον τάφο του Φιλίππου Β΄.
Το 2010, επιστημονική μελέτη των οστών που βρέθηκαν στον τάφο απορρίπτει την περίπτωση να πρόκειται για τον Φίλιππο Γ΄ τον Αρριδαίο και υποστηρίζει βάσιμα ότι τα ευρήματα είναι συμβατά μόνο με τον Φίλιππο τον Β΄. Νεότερη επιστημονική έρευνα που δημοσιεύθηκε στο αμερικανικό επιστημονικό περιοδικό Proceedings of the National Academy of Sciences αποδεικνύει ότι ο τάφος είναι όντως του Φιλίππου Β και δεν έχει σχέση με τον Αρριδαίο. Η σημασία του μνημείου είναι αναμφισβήτητη και θεωρείται μία από τις μεγαλύτερες αρχαιολογικές ανακαλύψεις του 20ού αιώνα σε παγκόσμιο επίπεδο.
Ο Βρετανός ιστορικός Νίκολας Χάμοντ αναφερόμενος στο έργο του Ανδρόνικου δήλωσε: «Στις πολλές επισκέψεις μου στη Βεργινα θαύμασα την εκπληκτική δεινότητα του Ανδρόνικου και της ομάδας αρχαιολόγων και τεχνικών του, όπως και την τελειότητα των ερευνών τους υπό την καθοδήγησή του. Ήταν ο εξαιρετικός ανασκαφέας, μελετητής και ιστορικός τέχνης της γενιάς του, που ανέτρεψε άρδην την αντίληψή μας για την αρχαία Μακεδονία σε τέτοιο βαθμό που ποτέ δεν θα υπάρξει όμοιός του. Όπως φάνηκε και από την επιστολή που μου έστειλε, ήταν ένας εξαιρετικά γενναιόδωρος συνάδελφος, ένας τολμηρός στοχαστής και άνθρωπος της δράσης, στον οποίο οι απανταχού μελετητές πρέπει να αισθάνονται βαθύτατο χρέος».
Ο καθηγητής Κλασικής Αρχαιολογίας Μιχάλης Τιβέριος αναφέρει πως ο Ανδρόνικος είχε πολύ σημαντική προσφορά στην κατανόηση των επιτύμβιων μνημείων. Στη διατριβή «Λακωνικά ανάγλυφα» έδειξε πως μια ομάδα αναγλύφων, που ως τότε θεωρούνταν επιτύμβια για αφηρωισμένους νεκρούς, ήταν αναθηματικά ανάγλυφα σε χθόνιες θεότητες. Στη μελέτη «Ελληνικά επιτάφια μνημεία» παρουσίασε μια συνολική εικόνα της μορφής και του ρόλου του επιτάφιου μνημείου των προϊστορικών και γεωμετρικών χρόνων. Στη μελέτη αυτή και την «Ομηρικά και Μυκηναϊκά έθιμα ταφής» ο Ανδρόνικος εκθέτει τις διαφορές που παρουσιάζει ο τρόπος ταφής στον μυκηναϊκό και τον γεωμετρικό κόσμο, και υποστηρίζει πως τα ταφικά έθιμα που αναφέρονται στον Όμηρο δεν είναι της Μυκηναϊκής εποχής αλλά φανερώνουν έθιμα και ιδέες των γεωμετρικών χρόνων. Ο Τιβέριος χαρακτηρίζει το έργο του Ανδρόνικου «Totenkult» (Λατρεία νεκρών) «κλασσικό έργο των αρχαιογνωστικών επιστημών».
Υπήρξε μέλος του Αρχαιολογικού Συμβουλίου (1964-1965), της Αρχαιολογικής Εταιρείας Αθηνών, της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών, της Association Internationale des Critiques d' Art, καθώς και του Γερμανικού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου του Βερολίνου.
Έλαβε μέρος με ανακοινώσεις σε πολλά διεθνή συνέδρια. Προσκλήθηκε από γερμανικά πανεπιστήμια για διαλέξεις και σχεδόν απ' όλα τα πανεπιστήμια της Ελλάδας. Διετέλεσε Κοσμήτωρ της Φιλοσοφικής Σχολής Θεσσαλονίκης (1968-1969). Μιλούσε εκτός της μητρικής του γλώσσας, αγγλικά, γαλλικά και γερμανικά.
Μνήμη Μανώλη Ανδρόνικου στους Βασιλικούς Τάφους Αιγών, στη Βεργίνα.
Το όνομά του γράφεται κάποιες φορές με ωμέγα (Μανώλης). Ο ίδιος το έγραφε με όμικρον (Μανόλης).
Το 1992 του απονεμήθηκε ο Μεγαλόσταυρος του Φοίνικος.
Mόνιμος κάτοικος Θεσσαλονίκης (επί της οδού Παπάφη), πέθανε στις 30 Μαρτίου 1992.
Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ, ένας από τους πιο σημαντικούς μουσικούς
Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ
Ένας από τους πιο σημαντικούς μουσικούς
Ο Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ γεννήθηκε το 1685 στη Γερμανία και πέθανε το 1750. Ήταν συνθέτης, διευθυντής ορχήστρας, οργανίστας και βιολιστής την εποχή του Μπαρόκ. Η μουσική Μπαρόκ ανήκει στη γενική τεχνοτροπία Μπαρόκ και αναπτύχθηκε πρώτα στην Ιταλία τον 17ο αιώνα. Το Μπαρόκ στη μουσική θεωρείται ότι αρχίζει με τη γέννηση της Όπερας και τελειώνει το 1750 με το θάνατο του Γ.Σ. Μπαχ.
Ο Μπαχ σε ηλικία 10 χρονών μένει ορφανός και πηγαίνει στο σπίτι του αδερφού του. Ήδη διακρίνεται για τις μουσικές του ικανότητες. Σε ηλικία δεκαπέντε χρονών εγκαταλείπει το σπίτι του αδερφού του, για να αναζητήσει μα καλύτερη ζωή. Δεκαοχτώ χρονών είναι ήδη αναγνωρισμένος οργανίστας.
Με δεδομένο το έμφυτο μουσικό του ταλέντο,ο Μπαχ πρέπει να είχε σημαντικές επαφές με τους διαπρεπείς οργανίστες της εποχής. Λόγω της επαφής του με αυτούς τους σημαντικούς μουσικούς, ο Μπαχ είχε την ευκαιρία να παίξει στα καλύτερα και μεγαλύτερα εκκλησιαστικά όργανα της εποχής εκείνης
Αρχές του 18ου αιώνα τον βρίσκουμε οργανίστα και διευθυντή μουσικής στην αυλή της Βαϊμάρης. Παντρεύεται, κάνει επτά παιδιά, από τα οποία έζησαν τα τέσσερα.
Στα χρόνια της Βαϊμάρης γνωρίζει την ιταλική όπερα της εποχής, η οποία επηρέασε τα εκκλησιαστικά του έργα. Την περίοδο εκείνη ο Μπαχ αρχίζει τη σύνθεση μιας σειράς οργανικών πρελουδίων, τα οποία δεν έχουν ακόμη αναπτυχθεί πλήρως. Αργότερα φεύγει και πάει στο Koethen στην αυλή του πρίγκιπα Λεοπόλδου του ΄Ανχαλτ.
Εκεί πεθαίνει το 1720, η γυναίκα του Μαρία Βαρβάρα και ένα χρόνο μετά παντρεύεται την Άννα Μαγδαληνή. Από αυτό το γάμο απέκτησε άλλα 13 παιδιά.Στο Koethen γράφτηκαν και τα σπουδαιότερα έργα για μουσική δωματίου, τα οποία αρχικά προορίζονταν για την εκπαίδευση των παιδιών του.
Το 1722 προσλαμβάνεται ως οργανίστας στη Λειψία. Εκεί εργάζεται και συνθέτει συνολικά πάνω απο τριακόσα έργα. Λόγω της προχωρημένης ηλικίας του τυφλώνεται προοδευτικά. Ωστόσο, στα τελευταία του έγραψε πολύ σημαντικά έργα για την ιστορία της μουσικής. Με το θάνατό του ξεχνιέται και αναγνωρίζεται αργότερα ως ένας από τους πιο σημαντικούς μουσικούς μέχρι σήμερα.
Η μουσική του Μπαχ αποτελεί ολοκλήρωση της Μπαρόκ μουσικής πριν από την Κλασική. Η θρησκευτικότητα, η μουσική και ο θάνατος σημαδεύουν το Μπαχ, από την αρχή ως το τέλος της ζωής του.
Νίκος Μπελογιάννης, ο άνθρωπος με το γαρύφαλλο
Νίκος Μπελογιάννης
Ο άνθρωπος με το γαρύφαλλο
Η πληγή μας μεγαλώνει μέρα με τη μέρα, το ίδιο κι η πίστη μας./ Θα φέρουμε την κληρονομιά σου στους ώμους μας,/ ως την πόρτα του ήλιου, Μπελογιάννη. Καλημέρα αδέρφια μου./ Καλημέρα ήλιε / Καλημέρα κόσμε./ Ο Μπελογιάννης μας έμαθε άλλη μια φορά/ πώς να ζούμε και πώς να πεθαίνουμε.
Γ. Ρίτσος «Ο άνθρωπος με το γαρύφαλλο».
Στις 30 Μαρτίου 1952, στις 4.12 π.μ ο Νίκος Μπελογιάννης, με τρεις συντρόφους του, τους Καλούμενο, Αργυριάδη και Μπάτση, στήνονται απέναντι από το εκτελεστικό απόσπασμα, στο Γουδί και εκτελούνται δια τυφεκισμού.
Ο Νίκος Μπελογιάννης ήταν Έλληνας κομμουνιστής, ηγετικό στέλεχος του ΚΚΕ, αγωνιστής της Εθνικής Αντίστασης κατά των Γερμανών και στέλεχος του ΔΣΕ. (22 Δεκεμβρίου 1915 - 30 Μαρτίου 1952)
Εκτελέστηκε το 1952 ως κομμουνιστής με την κατηγορία της κατασκοπείας.
Η δίκη που έμεινε στην ιστορία ως «υπόθεση Μπελογιάννη» και η εκτέλεσή του έλαβαν μεγάλη δημοσιότητα και προκάλεσαν διεθνείς αντιδράσεις, ενώ έμειναν στην ιστορία ως παράδειγμα υπερβολικής σκληρότητας των μετεμφυλιακών αντικομμουνιστικών διώξεων.
Προς τιμήν του ονομάστηκαν δρόμοι και οικισμοί σε χώρες της ανατολικής Ευρώπης, όπως το χωριό Μπελογιάννης στην Ουγγαρία
Ο Νίκος Μπελογιάννης γεννήθηκε στην Αμαλιάδα το 1915. Από παιδική ηλικία γαλουχήθηκε με τα ιδανικά του κομμουνισμού και από νωρίς, στα φοιτητικά του κιόλας χρόνια, στη Νομική Αθηνών, στοχοποιείται λόγω της πολιτικής του δράσης. Από το 1934 ο Μπελογιάννης είναι μέλος του ΚΚΕ.
Η δυναμική του παρουσία στην πολιτική ζωή της Αμαλιάδας, ως γραμματέας της τοπικής οργάνωσης, δημιουργεί ρίξεις με την καθεστωτική τάξη και σύντομα συλλαμβάνεται και εξορίζεται.
Το πραξικόπημα της 4ης Αυγούστου του 1936, του Ιωάννη Μεταξά, σηματοδοτεί και την έναρξη ενός ανηλεούς αντικομουνιστικού μένους. Οι φυλακίσεις, οι εξορίες και τα βασανιστήρια σημάδεψαν τη ζωή του Νίκου Μπελογιάννη. Την στιγμή που οι ναζί εισβάλουν στην Ελλάδα, ο Μπελογιάννης βρίσκεται κρατούμενος στις φυλακές Ακροναυπλίου. Ζητά την ελευθερία του για συμμετάσχει στον πόλεμο αλλά η κυβέρνηση αρνείται. Καταφέρνει να αποδράσει και εντάσσεται στον ΕΛΑΣ ως καπετάνιος μεραρχίας στην Πελοπόννησο.
Με την απελευθέρωση της χώρας από τους ναζί και το ξέσπασμα του εμφυλίου πολέμου ο Μπελογιάννης αναλαμβάνει ρόλο Πολιτικού Επιτρόπου της 10ης Μεραρχίας του Δημοκρατικού Στρατού. Από αυτή τη θέση θα παλέψει για τα ιδανικά του μέχρι και την τελευταία στιγμή της εμφύλιας σύρραξης. Το 1949, μετά την ήττα, εγκαταλείπει τη χώρα, βρίσκοντας προσωρινό καταφύγιο στις γειτονικές σοσιαλιστικές χώρες.
Ένα χρόνο αργότερα τον Ιούνιο του 1950, ως μέλος πλέον της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ, επιστρέφει στην Ελλάδα, με εντολή να ανασυγκροτήσει και να οργανώσει τους μηχανισμούς του ΚΚΕ στην Αθήνα, το οποίο βάση νόμου θεωρείται παράνομο, προδοτικό και ξενοκίνητο κόμμα, που δρα ενάντια στην εδαφική ακεραιότητα της Ελλάδας.
Το Δεκέμβρη του 1950 συλλαμβάνεται, μαζί με 93 συντρόφους του, και μετά από εννιά μήνες βασανιστηρίων, τον Οκτώβρη του 1951, οδηγείται ενώπιον του έκτακτου στρατοδικείου, το οποίο αποτελούσαν οι Ανδρέας Σταυρόπουλος (πρόεδρος), Γ. Παπαδόπουλος (μετέπειτα δικτάτορας), Ν. Κομιάνος, Γ. Κοράκης, και Θ. Κυριακόπουλος. Ο Μπελογιάννης καταδικάζεται σε θάνατο και η εύθραυστη μετεμφυλιακή ισορροπία της ελληνικής κοινωνίας κινδυνεύει.
«Τα δικαστήριά σας είναι δικαστήρια σκοπιμότητας. Γι’ αυτό δε ζητώ την επιείκειά σας. Αντικρίζω την καταδικαστική σας απόφαση με περηφάνια και ηρεμία. Με το κεφάλι ψηλά θα σταθώ μπροστά στο εκτελεστικό σας απόσπασμα.
Αλλά είμαι σίγουρος πως θα ‘ρθει η μέρα, που οι ίδιοι δικαστές που τώρα με δικάζουν, θα ζητήσουν χάρη απ’ τον ελληνικό λαό. Δεν έχω άλλο τίποτε να πω», θα δηλώσει ο Μπελογιάννης κλείνοντας την απολογία του.
Η διεθνής κατακραυγή αναγκάζει τον τότε πρωθυπουργό Νικόλαο Πλαστήρα, να ανακοινώσει την άρση της απόφασης. Ωστόσο αποφασίζεται ότι ο Μπελογιάννης και μερικοί ακόμη σύντροφοί του, θα δικαστούν και πάλι με την κατηγορία της κατασκοπείας, η οποία θα ενισχυθεί όταν οι αρχές θα ανακοινώσουν στις 14 Νοεμβρίου 1951, ότι βρήκαν παράνομους ασύρματους σε χώρους κομμουνιστών σε Καλλιθέα και Γλυφάδα.
Στις 15 Φεβρουαρίου 1952, ξεκινάει το δεύτερο μέρος της πολύκροτης δίκης, η οποία έσπασε τα σύνορα της Ελλάδας και κέντρισε το ενδιαφέρον της ευρωπαϊκής κοινής γνώμης. Ο Μπελογιάννης ενώπιον του Διαρκούς Στρατοδικείου Αθηνών, αντικρούει όλες τις κατηγορίες περί κατασκοπείας και δηλώνει: «Εμείς αγαπάμε την Ελλάδα και το λαό της περισσότερο από εκείνους που μας κατηγορούν. Το αποδείξαμε τότε που η λευτεριά, η ανεξαρτησία και η εδαφική ακεραιότητα βρίσκονταν σε κίνδυνο. Παλεύουμε για να ξημερώσουν και για την πατρίδα μας καλύτερες μέρες, χωρίς πείνα και πόλεμο. Κι αν χρειαστεί θυσιάζουμε γι’ αυτό και τη ζωή μας».
Την 1η Μαρτίου, ο Νίκος Μπελογιάννης, κρατώντας ένα γαρύφαλλο όπως κάθε μέρα κατά τη διάρκεια της δίκης, ακούει τον πρόεδρο του στρατοδικείου να ανακοινώνει ότι μαζί με επτά συντρόφους του (Δημήτρης Μπάτσης, Ηλίας Αργυριάδης, Νίκος Καλούμενος, Τάκης Λαζαρίδης, Χαρίλαος Τουλιάτος, Μιλτιάδης Μπισμπιάνος και Έλλη Ιωαννίδου) καταδικάζεται σε θάνατο.
Λίγες ημέρες αργότερα, έρχεται στο φως της δημοσιότητας ένα γράμμα από το ηγετικό στέλεχος του ΚΚΕ, Νίκο Πλουμπίδη, με το οποίο αναλαμβάνει κάθε ευθύνη για την οργάνωση του ΚΚΕ στην Ελλάδα και υπόσχεται να παραδοθεί στις αρχές με αντάλλαγμα να μην εκτελεστεί ο Νίκος Μπελογιάννης.
Η γνησιότητα του γράμματος του Πλουμπίδη αμφισβητείται από το ΚΚΕ, όχι όμως και από το Υπουργείο Εσωτερικών, το οποίο ωστόσο αρνείται να διαπραγματευτεί με τον καταζητούμενο Νίκο Πλουμπίδη.
Όλες οι προσπάθειες και οι διεθνείς πιέσεις για απόδοση χάριτος στον Μπελογιάννη απέβησαν άκαρπες. Έτσι στις 30 Μαρτίου ο βασιλικός επίτροπος συνταγματάρχης Αθανασούλας ανακοινώνει στους Μπελογιάννη, Καλούμενο, Αργυριάδη και Μπάτση ότι η αίτηση ότι η αίτηση χάριτος απορρίφθηκε και στις 4:12 π.μ., ο Νίκος Μπελογιάννης εκτελείται μαζί με τους συντρόφους του στο Γουδί.
Περισσότερα Άρθρα...
- Ιάκωβος Καμπανέλλης θεατρικός συγγραφέας και δημοσιογράφος
- Παύλος Μελάς, Έλληνας αξιωματικός του Στρατού, πρωτομάρτυρας και σύμβολο του Μακεδονικού Αγώνα
- Ελένη Χαλκούση, ήταν Ελληνίδα ηθοποιός προικισμένη με ιδιαίτερο καυστικό χιούμορ, τόσο στη σκηνή, όσο και στη ζωή
- Μαξίμ Γκόρκι, Ρώσος συγγραφέας και ιδρυτής του σοσιαλιστικού ρεαλισμού και εγεργό πολιτικό στέλεχος