Άρθρα
Τζωρτζ Κάνινγκ, ήταν Άγγλος πολιτικός που διετέλεσε Υπουργός Εξωτερικών της Μεγάλης Βρετανίας, πρωθυπουργός και φιλέλληνας
Τζωρτζ Κάνινγκ
Ο Τζωρτζ Κάνινγκ (Georges Canning, 11 Απριλίου 1770 - 8 Αυγούστου 1827) ήταν Άγγλος πολιτικός που διετέλεσε Υπουργός Εξωτερικών της Μεγάλης Βρετανίας και πρωθυπουργός κατά την περίοδο 10 Απριλίου-8 Αυγούστου του 1827 και φιλέλληνας.
Φοίτησε στο Hyde-Abbey του Γουίντσεστερ και το 1788 συνέχισε τις σπουδές του στο πανεπιστήμιο της Οξφόρδης. Εξέδιδε, από την ηλικία των 16 ετών, τη λογοτεχνική εφημερίδα Μικρόκοσμος.
Το 1793 έγινε βουλευτής και διακρίθηκε για την ευγλωττία του, ενώ έγινε και ιδιαίτερος του πρωθυπουργού Ουίλιαμ Πιτ του νεότερου.
Στα 1799, υποστήριξε με τον Πιτ την κατάργηση του δουλεμπορίου, ενώ τάχθηκε υπέρ του αγώνα θρησκευτικής ελευθερίας των Ιρλανδών καθολικών. Αυτό το ακανθώδες πρόβλημα ήταν ταυτόχρονα το όπλο του Τζωρτζ Κάνινγκ, που το χρησιμοποίησε ως μέσο εκβιασμού για να παραμείνει στο υπουργείο, διατηρώντας την ελπίδα του εκλογικού σώματος των Ιρλανδών για ένωση.
Στις 8 Ιουλίου 1800, παντρεύτηκε την κόρη του στρατηγού John Scott Balcomie, ο οποίος είχε αποκτήσει περιουσία στην Ινδία, τότε αποικία της Βρετανίας. Το 1801 ακολούθησε τον Πιτ στην αντιπολίτευση ενώ όταν ανέλαβε ξανά την εξουσία, το Μάιο του 1804, ανέλαβε την οικονομική διαχείριση του Πολεμικού Ναυτικού.
Το 1814 διορίστηκε πρέσβης στην Πορτογαλία, θέση από την οποία παραιτήθηκε τον επόμενο χρόνο. Τον Ιούλιο του 1817 επέστρεψε στο Ηνωμένο Βασίλειο και το 1821 διορίστηκε κυβερνήτης της Ινδίας.
Το 1824 η Βρετανική κυβέρνηση υποστήριξε τον αγώνα των Ελλήνων για ανεξαρτησία από την Οθωμανική αυτοκρατορία και το 1826 ο Κάνινγκ υπέγραψε με τη Γαλλία και τη Ρωσία συνθήκη ειρήνης ανάμεσα στην Τουρκία και την Ελλάδα.
Τον Απρίλιο του 1827 ο Κάνινγκ σχημάτισε κυβέρνηση και προώθησε την ανεξαρτησία της Ελλάδας αλλά και τα αιτήματα των καθολικών Ιρλανδών, χωρίς να προλάβει να ολοκληρώσει το έργο του, καθώς πέθανε τρεις μήνες αργότερα από πνευμονία.
Κατάλογος Πολιτικών Αξιωμάτων
Βουλευτής 1793-1827
Υπουργός Πληρωμής των Στρατευμάτων 1800-1801
Θησαυροφύλακας του Ναυτικού 1804-1806
Υπουργός Εξωτερικών 1807-1809
Διευθυντής της Εταιρείας Ανατολικών Ινδιών 1816-1821
Υπουργός Εξωτερικών 1822-1827
Ηγέτης της Συμπολίτευσης στη Βουλή των Κοινοτήτων 1822-1827
Πρωθυπουργός του Ηνωμένου Βασιλείου 1827
Μέγας Θησαυροφύλακας 1827
Φραγκίσκος Μανέλλης, ήταν Έλληνας κωμικός ηθοποιός
Φραγκίσκος Μανέλλης
Ο Φραγκίσκος Μανέλλης (Αδριανούπολη, 1911 - 11 Απριλίου 1978) ήταν Έλληνας κωμικός ηθοποιός. Έπαιξε κυρίως το ρόλο του καλόκαρδου μπούφου, συχνά στο πλευρό του Τάκη Μηλιάδη και του Θανάση Βέγγου.
Γεννήθηκε στην Αδριανούπολη της Ανατολικής Θράκης το 1909 και γόνος ιταλικής οικογένειας εγκατεστημένης στην πόλη αυτή. Ηθοποιός τής μουσικής σκηνής από το 1931. Η πρώτη του εμφάνιση στον κινηματογράφο έγινε το 1943, στην ταινία "Η θύελλα πέρασε". Στο θέατρο εμφανίστηκε για πρώτη φορά στο έργο "Η εύθυμη χήρα" και στη συνέχεια συνεργάστηκε με πολλούς μουσικούς θιάσους και περιόδευσε σε όλο τον Ελληνισμό τού εξωτερικού.
Γνωστός σε όλους μας για το άφθονο χιούμορ του πρωταγωνίστησε σε πολλές κωμωδίες συνεργαζόμενος κυρίως με τον σκηνοθέτη Βαγγέλη Μελισσινό. Συνολικά έπαιξε σε 55 ταινίες, από τις οποίες στις 4 ήταν σεναριογράφος, στις 2 παραγωγός και στη μία διευθυντής παραγωγής.
Αξέχαστη θα μείνει η σκηνή που έκανε έναν οδοντίατρο, που έγδυνε εύχυμη πελάτισσα και στην ερώτησή της "μα τι κάνετε εκεί κάτω γιατρέ;", απαντούσε ο Μανέλλης "ψάχνω να βρω τη ρίζα".
Επίσης, ο Μανέλλης, εκτός από ρόλους αφελή και χαζού, ξεχώρισε και σε ρόλους "μαχαραγιάδων". Με το θίασό του, ο Μανέλλης πήγαινε σε μια λαϊκή ταβέρνα, μιας που ήταν και καλοφαγάς, η οποία λεγόταν Κουμπούρα, στη Νίκαια, και τραγουδούσαν όλοι, με τη συνοδεία τής ορχήστρας τού Γιάννη Λαουτάρη.
Πέθανε στις 11 Απριλίου του 1978 από προβλήματα καρδιάς και κηδεύτηκε στον Κόκκινο Μύλο. Είχε μια κόρη, τη γνωστή χορεύτρια και συγγραφέα Ρέα Μανέλη.
Ο απαγχονισμός του Πατριάρχη Γρηγορίου Ε΄
Γρηγόριος Ε΄
Ο ΑΠΑΓΧΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΠΑΤΡΙΑΡΧΗ
10 Απριλίου 1821 (ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΠΑΣΧΑ)
Ήδη την 1η Απριλίου οργανώθηκε οχλαγωγική διαδήλωση στην Κωνσταντινούπολι με επικεφαλής φανατικούς «σοφτάδες», τρόφιμους σπουδαστές των ιερατικών σχολείων.
Οι διαδηλωτές, αφού διέτρεξαν επί ώρες τους δρόμους της πρωτεύουσας με κραυγές και απειλές εναντίον των απίστων, καταπάτησαν την έξω από το τείχος ελληνική εκκλησία της Ζωοδόχου Πηγής, την λεηλάτησαν και την έκαψαν.
Ο κύριος σκοπός των οργανωτών της διαδηλώσεως ήταν να προκληθεί σύγκρουση με Έλληνες «επαναστάτες» και έτσι να υπάρξει πρόσχημα για τη γενική σφαγή των απίστων, χωρίς η πραγματοποίησή της να παρεβαίνη τον τουρκικό νόμο και δίχως να παρέχει επιχειρήματα για επέμβαση της Ρωσίας, που οι Συνθήκες της παρείχαν δικαίωμα προστασίας των Χριστιανών της οθωμανικής αυτοκρατορίας.
Έλληνες «επαναστάτες» όμως δεν εμφανίσθηκαν στους δρόμους, όπως φαντάσθηκαν οι τούρκοι. Οι Έλληνες κλείσθηκαν στα σπίτια τους. Δεν δόθηκε έτσι πρόσχημα για τη γενική σφαγή.
Ο σουλτάνος εφάρμοσε τότε τη μέθοδο των μερικών σφαγών και των θανατώσεων εκλεκτών Ελλήνων, αυτών ιδίως που κατείχαν ηγετικές θέσεις. Αλλα οι εγκληματικές αυτές πράξεις, αντί να τρομοκρατήσουν και να κάμψουν τους Έλληνες επαναστάτες, τους φανάτισαν και τους συσπείρωσαν περισσότερο και αντί να εξασθενίσουν, ενδυνάμωσαν την Επανάσταση.
Εν τω μεταξύ, ο πατριάρχης Γρηγόριος Ε', που είχε κατορθώσει κατά τον Μάρτιο να διασώσει τους χριστιανικούς πληθυσμούς, τους υποκείμενους στην εξουσία των Τούρκων, από τους μείζονες κινδύνους που είχαν προκύψει ως συνέπεια της αντιδράσεως του σουλτάνου στα επαναστατικά γεγονότα της Μολδοβλαχίας, αντιλήφθηκε, όταν έμαθε την επανάσταση της Πελοποννήσου, ότι θα άρχιζε νέος κύκλος αγριώτερων διωγμών.
Προβλέποντας ότι ο σουλτάνος θα στρεφόταν εναντίον των κορυφαίων του Έθνους, έσπευσε στο σπίτι του μεγάλου διερμηνέως Κωνσταντίνου Μουρούζη και τον προέτρεψε να φύγει, ώστε να σωθεί, λέγοντάς του, σύμφωνα με την αφήγηση του Φιλήμονος:
«Αφετέ με να πληρώσω εγώ την εκδίκησιν του τυράννου. Είμαι γέρων, καταβαίνων τον τάφον. Το σχήμα μου, η λειτουργία μου, με καλούσιν εις θυσίαν υπέρ του ποιμνίου. Σωθείτε όμως υμείς, διότι έχετε και ηλικίαν και ικανότητα και θέσιν κοινωνικήν, να υπηρετήσετε την πατρίδα».
Ο Κ. Μουρούζης «ουδόλως... κατώτερος των περιωνύμων Γεωργίου και Δημητρίου, ... της αυτής οικογενείας» απάντησε στον πατριάρχη: «Γνωρίζω την τύχην ήτις με αναμένει. Αλλά, αν φύγω εγώ, σώζω μεν την ζωήν μου, θέλω όμως ιδεί εξαγορασθησομένην αυτήν δια του αίματος απείρων αθώων. Η φυγή μου θέλει βεβαιώσει έτι μάλλον τα περί ενοχής του γένους υποψίας του σουλτάνου, και η γενική σφαγή θέλει παρακολουθήσει ταύτην. Συμφέρει ένα απολέσθαι υπέρ του λαού. Ας θυσιασθώ εγώ, Δεσπότη μου αλλ' ας σωθώσιν οι άλλοι, ας σωθή το έθνος». Έτσι και ο πατριάρχης και ο μέγας διερμηνέας παρέμειναν στις θέσεις τους, για να υπερασπισθούν όσο μπορούσαν το έθνος.
Ο σουλτάνος στράφηκε πρώτα εναντίον του μεγάλου διερμηνέως. Για την ενοχοποίησή του χρησιμοποιήθηκε σκευωρία. Τη Μεγάλη Δευτέρα, 4 Απριλίου, ενώ πήγαινε στην υπηρεσία του, άγνωστος τον πλησίασε έξω από την πόρτα του «πασά - καπούσου» και του έδωσε επιστολή με υπογραφή του Αλεξάνδρου Υψηλάντη. Ο Μουρούζης αναγνώρισε ότι η υπογραφή ήταν πλαστή και παρουσίασε αμέσως την επιστολή στον τούρκο υπουργό των Εξωτερικών, που τον καθησύχασε. Αλλά, ενώ έβγαινε από την αίθουσα, τον άρπαξε ο δήμιος και τον οδήγησε στο «γιαλί - κιοσκιού», όπου σε λίγα λεπτά εμφανίσθηκε ο ίδιος ο σουλτάνος, για να παρακολουθήσει τη θανάτωση του μεγάλου διερμηνέως.
Εκείνος πρόφθασε και του φώναξε στην τουρκική γλώσσα:
«Αιμοβόρε σουλτάνε! σουλτάνε άδικε! σουλτάνε άθλιε! η τελευταία ώρα της βασιλείας σου εσήμανε αι ωμότητές σου τιμωρηθήσονται ο Θεός εκδικήσοι σοι το ελληνικόν έθνος». Αμέσως θανατώθηκε από τον δήμιο με αποκεφαλισμό. Έτσι τελείωσε τη ζωή του, σε ηλικία 32 ετών, ο Κωνσταντίνος Μουρούζης, «αναμφιβόλως», όπως γράφει o Κούμας, «ο αγαθοφρονέστατος πάντων των συγχρόνων του φαναριωτών».
Επακολούθησαν όλη τη Μεγάλη Εβδομάδα θανατώσεις εγκρίτων Ελλήνων. Έτσι, θανατώθηκαν ο βάνος Μαυροκορδάτος, ο Παναγιώτης Χαντζέρης, ο βάνος Νικόλαος Χαντζέρης, ο σπαθάρης Δημήτριος Χαντζέρης, ο Δημήτριος Παπαρρηγόπουλος από την Πελοπόννησο, ο Αντώνιος Τσίρας από την Πελοπόννησο και ο γιός του Στέφανος, ο βάνος Παναγιώτης Τσέγκης, ο Τσορμπατσόγλου με άλλους τέσσερεις άγνωστους, ο αγάς Αλέξανδρος Ράλλης, ο παχάρνικος Γεώργιος και ο κλουτσιάρης Ζαφείρης από τα Θεράπεια και άλλοι.
Εν τω μεταξύ η Πύλη διέταξε τον πατριάρχη να στείλη απογραφή των ελληνικών οικογενειών που έμεναν στο Φανάρι με τα ονόματα των ανδρών, τις πατρίδες και τα επαγγέλματά τους. Ήθελε να έχει κατάλογο των «αρχοντικών» προσώπων και των μετοίκων Πελοποννησίων, Στερεοελλαδιτών και Αιγαιοπελαγιτών, ώστε να επιλέγει εύκολα τα θύματα, ανάλογα με τις αποφάσεις της κάθε φορά. Επειδή δεν υπήρχε τέτοια απογραφή, ανέλαβαν να την πραγματοποιήσουν δύο Τουρκοκρήτες, που γνώριζαν ελληνικά, με δύο εφημέριους ως οδηγούς των.
Συγχρόνως εκδόθηκε διάταγμα, που απαγόρευε με ποινή θανάτου την αναχώρηση των ραγιάδων υπό οποιαδήποτε σημαία. Ζητήθηκε σχετική συγκατάθεση των πρέσβεων των ευρωπαϊκών δυνάμεων και δόθηκε. Απέκτησαν έτσι οι τουρκικές αρχές το δικαίωμα να ενεργούν έρευνα στα πλοία των δυνάμεων αυτών.
Έστειλαν μάλιστα οι πρέσβεις διαταγές στους προξένους των σε όλη την οθωμανική επικράτεια, να μην παρέχουν στους Έλληνες άσυλο ή υπεράσπιση, ούτε να επιτρέπουν στους πλοιάρχους να δέχωνται φυγάδες. Μόνο o πρέσβυς της Ρωσίας Στρόγανωφ δεν παραδέχθηκε το απάνθρωπο αυτό διάταγμα της Πύλης και υποστήριξε ότι αντέβαινε στις Συνθήκες.
Με το μέτρο αυτό της απαγορεύσεως των αναχωρήσεων ήθελε η Πύλη να αποτρέψει την ενίσχυση των επαναστατών στην Ελλάδα με φυγάδες, αλλά και να έχει στην Κωνσταντινούπολι και τις άλλες πόλεις «επί το προχειρότερον πλείονα θύματα κατά τας περιστάσεις».
Ο πατριάρχης είχε τη δυνατότητα να διαφύγει παρ' όλα αυτά τα μέτρα, αλλά έκρινε πάντοτε, ότι όφειλε να παραμείνη ως το τέλος στη θέση του. Στις προτροπές να φύγη, όταν γνώσθηκε η επανάσταση της Πελοποννήσου, απάντησε, όπως αναφέρει βιογράφος του:
«Με προτρέπετε εις φυγήν μάχαιρα θα διέλθη τας ρύμας της Κωνσταντινουπόλεως και λοιπών πόλεων των Χριστιανικών επαρχιών.
Υμείς επιθυμείτε, όπως εγώ μετημφιεσμένος καταφύγω εις πλοίον ή κλεισθώ εν οικί οιουδήποτε ευεργετικού ημών πρεσβευτού, ν' ακούω δ' εκείθεν πως οι δήμιοι κατακρεουργούσι τον χηρεύσαντα λαόν ουχί. Εγώ δια τούτο είμαι Πατριάρχης, όπως σώσω το έθνος μου, ουχί δε όπως απολέσω τούτο δια της χειρός των γενιτσάρων. Ο θάνατός μου ίσως επιφέρει μεγαλυτέραν ωφέλειαν παρα η ζωή μου.
Οι ξένοι Χριστιανοί ήγεμόνες δεν θα θεωρήσωσιν αδιαφόρως πως η πίστις αυτών εξυβρίσθη εν τω προσώπω μου. Οι Έλληνες, οι άνδρες της μάχης, θα μάχωνται μετά μεγαλυτέρας μανίας, όπερ συχνάκις δωρείται την νίκην εις τούτο είμαι πεπεισμένος. Βλέπετε μεθ' υπομονής εις ό,τι και αν μου συμβεί... Ναι ας μη γείνω χλεύασμα των ζώντων δεν θα ανεχθώ ώστε εις τας οδούς της 0δησσού, της Κερκύρας και της Αγκώνος διερχόμενος εν μέσω των αγίων να με δακτυλοδεικτώσι λέγοντες :Ιδού έρχεται ο φονεύς Πατριάρχης.
Αν το έθνος μου σωθεί και θριαμβεύσει τότε πέποιθα ότι θα μου αποδώσει θυμίαμα επαίνου και τιμών, διότι εξεπλήρωσα το χρέος μου... Υπάγω όπου με καλεί ο νους μου, ο μέγας κλήρος του έθνους και ο πατήρ ο ουράνιος, ο μάρτυς των ανθρωπίνων πράξεων».
Ως το Μεγάλο Σάββατο οι τούρκοι είχαν θανατώσει μόνο λαϊκούς Έλληνες. «Έμεινε...», όπως γράφει ο Κούμας, «να επιφερθή ποινή εις τον κλήρον, ως εγγυητήν της υπακοής των Χριστιανών.
Δια να γείνη επαισθητοτέρα, και ως καθόλου του Χριστιανικού γένους επαγομένη, επρόσμενεν η Οθωμανική αυλή την ημέραν του Πάσχα» και αποφάσισεν να θανωτώση και τον ίδιο τον πατριάρχη.
Στις 10 το πρωί της Κυριακής του Πάσχα, 10ης Απριλίου, έφτασε στα Πατριαρχεία ο νέος μέγας διερμηνέας Σταυράκης Αριστάρχης και κατευθύνθηκε στη μεγάλη αίθουσα, το «μεγάλον συνοδικόν». Ανέβηκε τότε εκεί και ο πατριάρχης, και συνδιαλεγόταν μαζί του, ενώ εκείνος έκρυβε τον λόγο της αποστολής του και την ταραχή του όσο μπορούσε. Έφτασαν σε λίγο οι αρχιερείς που κατοικούσαν κοντά, αμέσως ακούσθηκε θόρυβος από άλογα στην αυλή και παρουσιάστηκαν στην αίθουσα, «μορφήν φέροντες τεράτων! αγριωπών», όπως γράφει ο Φιλήμων, «ο γενιτσάραγας, ο μποσταντσίμπασης, ο τσαουσλάρ εμινή, ο κεσεδάρης του υπουργού τωv εξωτερικών και άλλοι πολλοί ..,. μέχρι πεντήκοντα».
Ο Πατριάρχης τότε κατάλαβε τον λόγο της παρουσίας τους και ζήτησε να του φέρουν «τον τρίβωνα και το επανωκαλύμαυχον». Τα φόρεσε και αποσύρθηκε στο κάτω μέρος της αίθουσας. Ο μέγας διερμηνέας σηκώθηκε όρθιος και διάβασε διάταγμα παύσεως του πατριάρχη και εξορίας του. Ο πατριάρχης Γρηγόριος Ε', που δεν ήταν πια ούτε αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως ούτε πατριάρχης, στράφηκε, στην έξοδο της αίθουσας. Τον περιστοίχισαν τότε οι τούρκοι και ο κεσεδάρης τον οδήγησε στην αποβάθρα του Φαναρίου όπου τον επιβίβασαν σε ακάτιο μαζί με τον ανεψιό του Δημήτριο και τον ιεροδιάκονο Αγάπιο, που τον συνόδευαν. Το ακάτιο όμως, αντί να κατευθυνθεί προς το Καδίκιοϊ (Χαλκηδόνα), τον τόπο της εξορίας, σύμφωνα με το διάταγμα, στράφηκε προς το γιαλί - κιοσκιού, οπότε φάνηκε ότι είχε αποφασισθεί η θανάτωση του πατριάρχη. Μετά την αποβίβαση τον έκλεισαν στην τρομερή φυλακή του μποσταντσίμπαση.
Εν τω μεταξύ στα Πατριαρχεία, όπου είχαν συγκεντρωθεί για την εκλογή νέου πατριάρχη, οι αρχιερείς, οι ηγεμόνες Αλέξανδρος Καλλιμάχης και Σκαρλάτος Καλλιμάχης, ο μέγας διερμηνέας, ο μέγας λογοθέτης της Εκκλησίας Στέφανος Μαυρογένης, οι πρόκριτοι και οι προϊστάμενοι των Συντεχνιών, διάβασε πάλι ο μέγας διερμηνέας το διάταγμα για την έκπτωση του πατριάρχη και την εκλογή νέου:
«Επειδή ο πατριάρχης Γρηγόριος εφάνη ανάξιος του πατριαρχικού θρόνου, αχάριστος και άπιστος προς την Πύλην και ραδιούργος, γίνεται έκπτωτος της θέσεώς του και τω προσδιορίζεται διαμονή εις το Καδίκιοϊ μέχρι δευτέρας διαταγής... Μη επιθυμούσα η Υψηλή Πύλη να στερήσει τους πιστούς της υπηκόους από της πνευματικής κηδεμονίας του κοινού πατρός των, διατάττει να εκλέξωσι πατριάρχην κατά την ανέκαθεν συνήθειά των».
Η εκλογή όμως καθυστερούσε. Οι καταλληλότεροι για τον πατριαρχικό θρόνο αρχιερείς παρακαλούσαν να μην εκλεγούν. Έφθασε τότε νέα, αυστηρή διαταγή της Πύλης, να γίνη αμέσως η εκλογή. Τελικά δέχθηκε ο Πισιδίας Ευγένιος, Φιλιππουπολίτης. Εφοδιάσθηκε αμέσως με τη συστατική αναφορά και πήγε στην Πύλη σύμφωνα με τα καθιερωμένα. Όταν γύρισε, έγινε δεκτός με τις συνηθισμένες τυπικές τιμές και επακολούθησε η δοξολογία μέσα σε ατμόσφαιρα κατήφειας, θλίψεως και αγωνίας.
Μετά την αναχώρηση από την Πύλη του νέου πατριάρχη οι τούρκοι βγάλανε από τη φυλακή τον πατριάρχη Γρηγόριο, τον επιβίβασαν πάλι σε ακάτιο με συνεπιβάτη τον κοτσίμπαση (αρχιβασανιστή) και απομάκρυναν τους δικούς του συνοδούς. Το ακάτιο, κυκλωμένο από άλλα, με 4 ως 5 στρατιώτες, κατευθύνθηκε πίσω στην αποβάθρα του Φαναρίου, όπου και αποβίβασαν τον πατριάρχη με τα χέρια του δεμένα πίσω. Εκεί άγριο πλήθος Τούρκων ενόπλων και στρατιωτών είχε συγκεντρωθεί και περίμενε, γαυριώντας, να παρακολουθήσει τη θανάτωση του αρχηγού των Ελλήνων, "ως πρώτου δήθεν και κυρίου αρχηγού της επαναστάσεως της Πελοποννήσου."
Ο πατριάρχης Γρηγόριος προχώρησε λίγα βήματα, γονάτισε και έσκυψε το κεφάλι, περιμένοντας το μαχαίρι του δημίου. Αλλά ο κοτσίμπασης του έδωσε λάκτισμα και του είπε αγρία «καλκ γιου ρου» (σήκω και προχώρα) και, όπως ο πατριάρχης από το γήρας και την εξάντληση δεν μπορούσε να σηκωθεί, τον βοήθησε o ίδιος. Δυό στρατιώτες τον υποβάσταζαν για να συνεχίσει την πορεία στον ανηφορικό δρόμο προς τα Πατριαρχεία.
Όταν έφτασαν εκεί χρειάσθηκε να περιμένουν. Είχε αποφασιστεί για τον πατριάρχη θάνατος με απαγχονισμό και ως θέση η μεσαία από τις τρείς εξωτερικές θύρες των Πατριαρχείων ετοίμαζαν τότε την αγχόνη με δοκούς που έμπηγαν στον θριγκό του τοίχου επάνω από τη θύρα αυτή και δεν είχε τελειώσει ακόμη η εργασία. Κατά τον χρόνο της αναμονής ο πατριάρχης προσευχόταν. Όταν όλα συμπληρώθηκαν, ο μποσταντσήμπασης του είπε με βροντώδη φωνή, όπως αναφέρει ο Φιλήμων: «Κακούργε, ουκ ει συ ο διαφθείρας τους δούλους του σουλτάνου, του καταφυγίου του κόσμου; ουκ ει συ ο ωθήσας τους απίστους υπηκόους εις την αποστασίαν;...» και έδωσε διαταγή στους δημίους. Αυτοί τον έσυραν στην αγχόνη. Ο θάνατός του επήλθε αμέσως.
Στο στήθος του αναρτήθηκε έγγραφο, που ανέφερε την αιτία της καταδίκης του: «Επειδή χρέος των ανωτέρων και των αρχηγών, οιουδήποτε έθνους, είναι το επαγρυπνείν νυχθημερόν επί των εις την επιτήρησιν αυτών εμπεπιστευμένων προσώπων, το πληροφορείσθαι περί πασών των πράξεων αυτών και αναφέρειν εις την κυβέρνησιν πάντα τα μεταξύ αυτών ανακαλυπτόμενα εγκλήματα και οι Πατριάρχαι, όντες επίσης, ως εκ της θέσεως αυτών, ανώτεροι και αρχηγοί των υπηκόων, οίτινες ζώσιν εν ασφαλεία υπό την σκιάν της αυτοκρατορικής εξουσίας, οφείλουσιν, ίνα προ πάντων ώσιν άμωμοι, έντιμοι, χρηστοί και ειλικρινείς κεκτημένοι δε τας ιδιότητας ταύτας, αφ' ου εννοήσωσι τας αγαθάς και κακάς κλίσεις λαού τίνος, οφείλουσιν, ίνα προλαμβάνωσιν εγκαίρως τας κακάς δι' απειλών τε και συμβουλών, εν ανάγκη δια τιμωριών κατά τα παραγγέλματα της θρησκείας αυτών, και πληρούσιν ούτω μέρος της ευγνωμοσύνης ην οφείλουσι τη υψηλή Πύλη δια τας ευεγερσίας και τας ελευθερίας, ην απολαύουσιν υπό την αγοθοεργόν αυτής σκιάν.
Αλλ' ο άπιστος Έλλην Πατριάρχης, όστις όμως έδωκε προηγουμένως τοσαύτα αφοσιώσεως δείγματα, δεν ηδυνήθη να μη συμμεθέξη νυν εις τας στάσεις και την επανάστασιν του έθνους αυτού, επιχειρισθείσαν υπό διαφόρων διεφθαρμένων ανθρώπων, επιλαθομένων εαυτών και παρασυρομένων υπό διαβολικών και χιμαιρικών ιδεών χρέος δε αυτού ην, όπως διδάξη τους αμαθείς, ότι προέκειτο ενταύθα περί επιχειρήσεως ματαίας, ουδέποτε δυναμένης ίνα πραγματοποιηθή, επειδη τα κακα σχέδια ουδέποτε θριαμβεύουσι κατα της μωαμεθανικης ισχύος και θρησκείας, λαβουσών την ύπαρξιν αυτών παρά του θεού από χιλίων και πλέον ετών, και διατηρηθησομένων μέχρι της τελευταίας κρίσεως, ως βεβαιεί ημάς ο ουρανός δια αποκαλύψεων και θαυμάτων. Εν τούτοις ένεκα της διαφθοράς της καρδίας αυτού ου μόνον δεν εγνωστοποίησεν, ουδ' ετιμώρησε τους απλούς ανθρώπους, οίτινες επλανήθησαν, αλλά, κατά πάσαν πιθανότητα, αυτός ο ίδιος μετέσχε κρυφίως ως αρχηγός της επαναστάσεως, ώστε αναποφεύκτως σχεδόν άπαν το Ελληνικόν έθνος, εν υπάρχουσι πολλοί αθώοι και δυστυχείς υπήκοοι, ουδέ την ελαχίστην ταύτης γνώσιν έχοντες, θέλει καταστραφή ίσως εκ θεμελίων και καταστή το αντικείμενον της οργής του Θεού.
Όταν η αστυνομία επληροφορήθη περί της επαναστάσεως, και αφ' ου αυτή εγνώσθη υπό του κοινού, η υψηλή Πύλη, υπό μόνης της συμπαθείας προς τους δυστυχείς αυτής υπηκόους ορμουμένη, εζήτησεν ίνα επαναγάγη αυτούς δια της γλυκύτητος εις την οδόν της σωτηρίας, και διεύθυνεν επί τούτω προς τον Πατριάρχην προσταγήν, διαλαμβάνουσαν διαταγάς και συμβουλάς αναλόγους προς τον σκοπόν τούτον, μετά διαταγής προς τον Πατριάρχην, όπως αναθεματίση πάντα τα μέρη του τόπου, ένθα ο τρόπος ούτος κατέστη αναγκαίος κατά των συμμετασχόντων της επαναστάσεως υπηκόων.
Άλλ' αντί να δαμάση αυτούς, και πρώτος αυτός να επανέλθη εις το χρέος αυτού, αυτός ο άπιστος υπήρξεν υπέρ πάντα άλλον ο άξων πασών των αταξιών, των μέχρι του δεδιαταραξασών την κοινήν ησυχίαν, επείσθημεν, ότι και αυτός εγεννήθη εις Πελοπόννησον, και ότι συμμετέσχε πασών των βιαίων πράξεων, ας τινές υπήκοοι πεπλανημένοι έπραξαν εκεί και εις την επαρχίαν των Καλαβρύτων. Ούτω λοιπόν αυτός ο ίδιος υπήρξεν αίτιος της εξοντώσεως και της απωλείας, ην βεβαίως θέλουσιν υποστεί τη βοήθεια του Θεού. Επειδή δε επείσθημεν απανταχόθεν περί της προδοσίας αυτού ου μόνον κατά της υψηλής Πύλης, αλλά και κατά του ιδίου αυτού έθνους, αναγκαίον κατέστη, όπως αφαιρεθή το σώμα του από της γης και δια τούτο απηγχονίσθη, ίνα χρησιμεύση εις παράδειγμα δια τους λοιπούς.»
Εξεδόθη την 19 του μηνός Ρετζέπ έτος 1230.
και η διαφορετική άποψη
Με την έναρξη της Ελληνικής Επανάστασης το '21 το Πατριαρχείο στάθηκε πάλι προδοτικά έναντι των επαναστατών, υποστηρίζοντας την άρρηκτη συμμαχία του με τους Τούρκους.
Ο Γρηγόριος ο Ε΄ επί της πρώτης πατριαρχίας του αφόρισε τον Ρήγα Φερραίο, τον Αλέξανδρο Υψηλάντη και τον Μιχαήλ Σούτσο, ενώ επί της τρίτης πατριαρχίας του εξέδωσε τις τρεις γνωστές πλέον αφοριστικές εγκυκλίους του εναντίον όλων των επαναστατών. Και επειδή «την προδοσία πολλοί ηγάπησαν, μα τον προδότη ουδείς» αρκετές φορές ακόμη και οι στενότεροι συνεργάτες του σουλτάνου όπως ο Γρηγόριος ο Ε΄ έχασαν το κεφάλι τους απ' το τούρκικο γιαταγάνι όταν το απαιτούσε η εξυπηρέτηση των ευρύτερων τουρκικών συμφερόντων.
Έτσι τον Απρίλιο του 1821 ο Πατριάρχης Γρηγόριος ο Ε΄ απαγχονίσθηκε δημόσια στην κεντρική πύλη του Πατριαρχείου.
Η περίπτωση της εκτελέσεώς του επ' ουδενί δεν αποτελεί θύμα πατριωτισμού όπως σήμερα λέγεται, παρά θύμα αλλαξοπατριαρχίας απ' τις διαβολές και τις κατηγορίες του άσπονδου εχθρού του Ευγένιου προς τον σουλτάνο.
Αλέκος Τζανετάκος, ήταν Έλληνας ηθοποιός του παλιού ελληνικού κινηματογράφου και σεναριογράφος
Αλέκος Τζανετάκος
Ο Αλέκος Τζανετάκος (1937-2010) ήταν Έλληνας ηθοποιός του παλιού ελληνικού κινηματογράφου και σεναριογράφος. Ήταν ευρύτατα γνωστός και ως "ο καρπαζοεισπράκτορας", παρατσούκλι που του έδωσε ο κόσμος για τις καρπαζιές που έτρωγε στους κινηματογραφικούς του ρόλους.
Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1937. Σπούδασε στη Σχολή Θεάτρου Τέχνης του Κάρολου Κουν και στην Ανωτέρα Σχολή Κινηματογράφου του Λυκούργου Σταυράκου. Έκανε ντεμπούτο στο θέατρο το 1957 με τον θίασο των Αλέκου Σακελλάριου και Χρήστου Γιαννακόπουλου στο έργο «Οι δικοί μας άνθρωποι», ενώ με το Περιφερειακό Θέατρο Θεσσαλονίκης του Κώστα Χατζίσκου εμφανίστηκε και σε ρόλους κλασικού ρεπερτορίου.
Πρώτη φορά εμφανίστηκε στη μεγάλη οθόνη στην κωμωδία του Γρηγόρη Γρηγορίου «Η αρπαγή της Περσεφόνης» (1956 ), σε σενάριο του Ιάκωβου Καμπανέλλη. Αργότερα συμμετείχε σε αρκετές ταινίες όπως «Ο Ηλίας του 16ου», «Ο μπαμπάς μου ο τεντιμπόις», «Ο τρελοπενηντάρης», «Μερικοί το προτιμούν κρύο», «Νόμος 4000» κ.ά.
Στις αρχές της δεκαετίας του 1980 αποσύρθηκε από το θέατρο και ασχολήθηκε με τη συγγραφή σεναρίων για βιντεοταινίες στις οποίες πρωταγωνίστησε ο ίδιος. Ο Τζανετάκος ήταν και οδηγός αγωνιστικών αυτοκινήτων και μοτοσυκλετών παίρνοντας μέρος στα πανελλήνια πρωταθλήματα και αγώνες της εποχής και σημειώνοντας πολλές νίκες.
Ο ηθοποιός ταλαιπωρούνταν κατά τα τελευταία χρόνια της ζωής του από σοβαρά προβλήματα υγείας, με αποκορύφωμα μία εγχείρηση ανευρύσματος στην κοιλιακή αορτή τον Νοέμβριο του 2009. Έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 73 ετών τον Απρίλιο του 2010.
Παύλος Κουντουριώτης Υδραίος στρατιωτικός και πολιτικός, ήρωας των Βαλκανικών Πολέμων
Παύλος Κουντουριώτης
Υδραίος στρατιωτικός και πολιτικός, ήρωας των Βαλκανικών Πολέμων (1912-1913)
και πρώτος Πρόεδρος της Β’ Ελληνικής Δημοκρατίας.
Ο Παύλος Κουντουριώτης, γόνος της ονομαστής φαμίλιας των Κουντουριώτηδων, γεννήθηκε στην Ύδρα στις 9 Απριλίου 1855. Ήταν γιος του πρόξενου της Μάλτας, Θεόδωρου Κουντουριώτη (1824 - 1870) και της Λουκίας Νεγρεπόντη (1831 - 1875) και εγγονός του καραβοκύρη και πολιτικού Γεωργίου Κουντουριώτη (1782- 1858).
Μετά τις εγκύκλιες σπουδές του κατατάχθηκε στο Πολεμικό Ναυτικό το 1874 και φοίτησε στο Ναυτικό Σχολείο, όπως ονομαζόταν τότε η Σχολή Ναυτικών Δοκίμων. Εξήλθε της σχολής το 1877 με το βαθμό του Δοκίμου Α’ και προήχθη διαδοχικά σε ανθυποπλοίαρχο (1881) και υποπλοίαρχο (1884). Όταν κηρύχθηκε η επιστράτευση του 1886 από την κυβέρνηση του Θεόδωρου Δηλιγιάννη, τοποθετήθηκε αρχικυβερνήτης των κανονιοφόρων «Α» και «Β» και εισέπλευσε ανενόχλητος στο στόμιο της Πρέβεζας για να καλύψει τις κινήσεις του ελληνικού στρατού προς Άρτα και τις Ακαρνανικές ακτές από τα δύο τουρκικά πολεμικά πλοία που ήταν προσορμισμένα στον Αμβρακικό Κόλπο.
Το 1895 προήχθη σε πλωτάρχη και τον Φεβρουάριο του 1897 ως κυβερνήτης του ατμομυοδρόμωνα «Αλφειός», από κοινού με το αδελφό πλοίο «Πηνειός» με κυβερνήτη τον πλωτάρχη Iωάννη Μιαούλη, έλαβαν διαταγή να διευκολύνουν τον κατάπλου στα Κρητικά ύδατα του θωρηκτού «Ύδρα» και των άλλων πολεμικών που είχαν αποσταλεί από την ελληνική κυβέρνηση, καθώς και του αποβατικού σώματος υπό τον συνταγματάρχη Τιμολέοντα Βάσσο, μετά τις σφαγές του ελληνικού πληθυσμού της νήσου από τους Τούρκους κατά το έτος εκείνο. Διατάχθηκαν να παραμείνει στη νήσο για να «αντιτάξουν δικαίαν βίαν κατ’ αδίκου βίας έστω και με κίνδυνον καταβυθίσεως τού σκάφους των». Ο Παύλος Κουντουριώτης, όπως και ο Ιωάννης Μιαούλης, αρνήθηκαν να υποκύψουν στις απειλές των Ευρωπαίων ναυάρχων και τήρησαν τις εντολές της ελληνικής κυβέρνησης.
Κατά τον Ελληνοτουρκικό Πόλεμο του 1897, ως κυβερνήτης του «Αλφειός» προσέβαλε τουρκική εγκατάσταση στη Σκάλα Λεπτοκαρυάς Πιερίας, με απώλειες για το πλήρωμα του πλοίου του (11 Απριλίου). Το 1899 προήχθη σε αντιπλοίαρχο και το 1901 ως κυβερνήτης του ευδρόμου «Ναύαρχος Ανδρέας Μιαούλης» εξετέλεσε τον πρώτο εκπαιδευτικό διάπλου του Ατλαντικού από ελληνικό πολεμικό πλοίο. Το 1905 ονομάστηκε υπασπιστής του βασιλιά Γεωργίου Α'. Το 1909 προήχθη σε πλοίαρχο, διετέλεσε κυβερνήτης του θωρηκτού «Ύδρα», στάλθηκε στην Αγγλία για να παραλάβει το νεότευκτο θωρακισμένο καταδρομικό «Γεώργιος Αβέρωφ» (1911). Από τις 5 Μαΐου έως την 1η Αυγούστου 1912 διετέλεσε αρχηγός του Γενικού Επιτελείου Ναυτικού.
Λίγο πριν από την κήρυξη του Α’ Βαλκανικού Πολέμου τοποθετήθηκε αρχηγός του Στόλου του Αιγαίου (19 Σεπτεμβρίου 1912), τον οποίο αποτελούσαν σχεδόν όλες οι ελληνικές ναυτικές δυνάμεις. Στις 5 Οκτωβρίου 1912, ημέρα που ο ελληνικός στόλος απέπλευσε από τον Φαληρικό Όρμο, ο Παύλος Κουντουριώτης προήχθη σε υποναύαρχο. Μία από τις πρώτες ενέργειες ήταν η κατάληψη της Λήμνου, όπου και εγκατέστησε τη βάση του ελληνικού στόλου στον όρμο του Μούδρου. Η επιλογή της Λήμνου ως προκεχωρημένης βάσης και η ταχεία κατάληψή της συνέβαλαν στην εξασφάλιση της ελληνικής κυριαρχίας στο Αιγαίο, στον αποκλεισμό των εχθρικών παραλίων και στην παρεμπόδιση της μεταφοράς τουρκικού στρατού με πλοία στη Μακεδονία και τη Θράκη.
Ο Στόλος τοη Αιγαίου κατέλαβε διαδοχικά όλα τα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου, με εξαίρεση τα Δωδεκάνησα που ανήκαν στην Ιταλία και κατανίκησε τον τουρκικό στόλο στις αποφασιστικές ναυμαχίες της Έλλης (3 Δεκεμβρίου 1912) και της Λήμνου (5 Ιανουαρίου 1913). Κατά τον Β’ Βαλκανικό Πόλεμο, στον οποίο η Ελλάδα βρέθηκε αντιμέτωπη με τη Βουλγαρία, ο Παύλος Κουντουριώτης, ως αρχηγός του στόλου, έλαβε μέρος σε επιχειρήσεις στα θρακικά παράλια.
Λίγο προτού λήξει ο Β' Βαλκανικός πόλεμος, ο Παύλος Κουντουριώτης προήχθη σε αντιναύαρχο (25 Μαΐου 1913) «δι’ εξαιρετικάς εν πολέμω υπηρεσίας». Υπήρξε, έτσι, ο πρώτος αξιωματικός του πολεμικού ναυτικού που έλαβε το βαθμό αυτό «εν ενεργεία», μετά τον Κωνσταντίνο Κανάρη (23 Απριλίου 1865). Παρέδωσε την αρχηγία του στόλου στις 17 Αυγούστου 1914 και την άσκησε εκ νέου μεταξύ 9 Ιουλίου και 24 Σεπτεμβρίου 1915.
Διετέλεσε υπουργός των Ναυτικών στις κυβερνήσεις Αλέξανδρου Ζαΐμη και Στέφανου Σκουλούδη (24 Σεπτεμβρίου 1915 - 9 Ιουνίου 1916) και γενικός υπασπιστής του βασιλιά Κωνσταντίνου. Διαφώνησε προς την πολιτική της ουδετερότητας που τηρούσε η Ελλάδα και ακολούθησε τον Ελευθέριο Βενιζέλο στα Χανιά και στη Θεσσαλονίκη, όπου διετέλεσε μέλος της τριμελούς Προσωρινής Επαναστατικής Κυβέρνησης (Σεπτέμβριος 1916 - Ιούνιος 1917).
Μετά την απομάκρυνση του βασιλιά Κωνσταντίνου, τη διαδοχή του από τον δευτερότοκο γιο του Αλέξανδρο και την εγκατάσταση στην Αθήνα της κυβέρνησης του Ελευθερίου Βενιζέλου, διορίστηκε υπουργός Ναυτικών (14 Ιουνίου 1917 - 2 Δεκεμβρίου 1919). Με ειδικό νόμο, που εκδόθηκε στις 23 Φεβρουάριου 1920, του απονεμήθηκε ο βαθμός του ναυάρχου «δια τας υψίστας προς το έθνος υπηρεσίας του». Και σε αυτή την περίπτωση υπήρξε ο πρώτος αξιωματικός του πολεμικού ναυτικού που έλαβε το βαθμό του ναυάρχου μετά την Καποδιστριακή περίοδο.
Όταν πέθανε ο βασιλιάς Αλέξανδρος (12 Οκτωβρίου 1920), ο Κουντουριώτης ανέλαβε καθήκοντα αντιβασιλέα με απόφαση της Βουλής (15 Οκτωβρίου 1920). Από τα καθήκοντα αυτά παραιτήθηκε στις 4 Δεκεμβρίου 1920 και την αντιβασιλεία ανέλαβε η βασιλομήτωρ Όλγα, μετά την ήττα Βενιζέλου στις εκλογές της 1ης Νοεμβρίου 1920. Στις 8 Νοεμβρίου 1920, ο Παύλος Κουντουριώτης αποστρατεύτηκε, ύστερα από ευδόκιμη θητεία 46 ετών στο Πολεμικό Ναυτικό.
Μετά την απομάκρυνση του Βασιλιά Γεωργίου Β’, ο Κουντουριώτης ανέλαβε και πάλι τα καθήκοντα του αντιβασιλέα με απόφαση του «Αρχηγού τής Επαναστάσεως» Νικολάου Πλαστήρα (19 Δεκεμβρίου 1923). Όταν, με ψήφισμα της Δ’ Συντακτικής Συνέλευσης, ανακηρύχθηκε η Αβασίλευτη Δημοκρατία στις 25 Μαρτίου 1924, του ανατέθηκε με το ίδιο ψήφισμα η εξακολούθηση των καθηκόντων του ρυθμιστή του πολιτεύματος, με τον τίτλο του «Κυβερνήτη». Από τις 24 Μαΐου 1924 έλαβε το τίτλο του Προέδρου της Δημοκρατίας. Στις 15 Μαρτίου 1926 παραιτήθηκε σε ένδειξη διαμαρτυρίας για την επιβολή δικτατορίας από τον στρατηγό Θεόδωρο Πάγκαλο. Μετά την ανατροπή του Πάγκαλου από τον στρατηγό Κονδύλη, ο Κουντουριώτης ανέλαβε και πάλι την άσκηση των καθηκόντων του Προέδρου της Δημοκρατίας (24 Αυγούστου 1926).
Στις 4 Ιουνίου 1929, εκλέχθηκε σε κοινή συνεδρίαση της Βουλής και της Γερουσίας Πρόεδρος της Δημοκρατίας, κατά το Σύνταγμα του 1927, και ορκίστηκε στις 5 του ίδιου μήνα ενώπιόν τους, αλλά στις 9 Δεκεμβρίου του ίδιου έτους παραιτήθηκε για λόγους υγείας. Η Βουλή και η Γερουσία με κοινό ψήφισμα εκδήλωσαν προς τον απερχόμενο πρόεδρο την «εθνική ευγνωμοσύνη» και του απένειμαν μηνιαία τιμητική σύνταξη 40.000 δραχμών.
Έκτοτε, ο Παύλος Κουντουριώτης αποσύρθηκε ολοσχερώς από τα κοινά και ιδιώτευσε. Πέθανε στο Παλαιό Φάληρο στις 22 Αυγούστου 1935 και τάφηκε, σύμφωνα με επιθυμία του, στη γενέτειρά του Ύδρα. Στις τελευταίες του στιγμές τον συντρόφευε η δεύτερη σύζυγός του Ελένη Κούππα (1876-1957), κόρη ευπορότατου βιομηχάνου και εμπόρου, την οποία είχε νυμφευθεί το 1918. Η πρώτη σύζυγός του Αγγελική Πετροκοκκίνου (1865-1903), κόρη πάμπλουτου Έλληνα της αλλοδαπής, είχε πεθάνει νέα το 1903. Παιδιά απόκτησε από την πρώτη του σύζυγο, τη Λουκία, τη Δέσποινα και τον Θεόδωρο (1898-1953), ο οποίος σταδιοδρόμησε στο Πολεμικό Ναυτικό κι έφθασε μέχρι το βαθμό του αντιναυάρχου, ενώ διετέλεσε υπηρεσιακός υφυπουργός Ναυτικών και Εμπορικής Ναυτιλίας στη βραχύβια κυβέρνηση Πλαστήρα (3 Ιανουαρίου - 8 Απριλίου 1945).
Ο Παύλος Κουντουριώτης, μολονότι αναμίχθηκε στην πολιτική και κατέλαβε προσωρινά ή τακτικά το αξίωμα του ανώτατου άρχοντα της πολιτείας, δεν συμπεριφέρθηκε ποτέ σαν «επαγγελματίας πολιτικός». Παρέμεινε πάντοτε «ο παλαιός ναυτικός» και άσκησε τα καθήκοντά του με απόλυτη τυπικότητα, χωρίς να επεμβαίνει στις πολιτικές διαμάχες.
Περισσότερα Άρθρα...
- Ταμερλάνος, ήταν ένα από τα πρόσωπα-σταθμός του Μεσαίωνα, ο αιμοσταγής κατακτητής θα έμενε γνωστός στην Ιστορία ως ο αμείλικτος και αδίστακτος εισβολέας που έκανε τον πόλεμο σκοπό της ζωής του
- Διονύσιος Σολωμός, ο εθνικός μας ποιητής
- Δομήνικος Θεοτοκόπουλος, ήταν σπουδαίος ζωγράφος της Αναγέννησης, με καταγωγή από την Κρήτη
- Γρηγόρης Μπιθικώτσης, ο σερ του ελληνικού πενταγράμμου