Άρθρα
Αλέξανδρος Δεληγιαννίδης, ήταν Έλληνας οδοντίατρος και πολιτικός
Αλέξανδρος Δεληγιαννίδης
Ο Αλέξανδρος Δεληγιαννίδης (Φάτσα Πόντου, 23 Νοεμβρίου 1914 - Θεσσαλονίκη, 12 Απριλίου 1969) ήταν Έλληνας οδοντίατρος και πολιτικός, που υπηρέτησε ως βουλευτής Πιερίας με την ΕΡΕ από το 1956 ως το 1964.
Η οικογένειά του (ο πατέρας του ονομαζόταν Νικόλαος και η μητέρα του Άννα Σιονακίδου) εγκαταστάθηκε στην Κατερίνη μετά το 1923.
Σπούδασε στην Οδοντιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου των Αθηνών (αποφοιτήσας το 1939) και μετά τη στρατιωτική του θητεία (υπηρέτησε ως έφεδρος αξιωματικός στην Ήπειρο) άσκησε το επάγγελμα του οδοντιάτρου.
Εξελέγη ταμίας στο πρώτο Δ.Σ. του Οδοντιατρικού Συλλόγου Κατερίνης, στον οποίο υπηρέτησε λίγο αργότερα και ως πρόεδρος.
Εξελέγη για πρώτη φορά με την ΕΡΕ στις εκλογές του 1956. Επανεξελέγη βουλευτής στις εκλογές του 1958 και του 1961, όπως και στις εκλογές του 1963. Στις τελευταίες εκλογές συγκέντρωσε 4.360 ψήφους (με ΕΡΕ-Κ.Π.) και εξελέγη βουλευτής.
Στις εκλογές του 1964 δεν κατάφερε να επανεκλεγεί, καθώς περιορίστηκε στις 3.450 ψήφους.
Κατά τα πρώτα χρόνια της χούντας αντιμετώπιζε προβλήματα υγείας (λόγω καρκίνου) και υποβλήθηκε σε εγχείριση στο νοσοκομείο "Ευαγγελισμός".
Απεβίωσε στη Θεσσαλονίκη το Μέγα Σάββατο του 1969 και κηδεύτηκε ανήμερα του Πάσχα στην Ευαγγελική Εκκλησία της συμπρωτεύουσας.
Ήταν παντρεμένος με τη Σοφία Αθανασιάδη, με καταγωγή από τα Λακκώματα Καστοριάς και απέκτησαν 1 κόρη και 3 εγγόνια.
Χρήστος Κάκαλος, ήταν Έλληνας κυνηγός από το Λιτόχωρο, ο οποίος θεωρείται ο πρώτος ορειβάτης που ανέβηκε στον Όλυμπο
Χρήστος Κάκαλος
Ο Χρήστος Κάκαλος (Λιτόχωρο, 1879 ή 13 Ιουλίου 1882 - 12 Απριλίου 1976) ήταν Έλληνας κυνηγός από το Λιτόχωρο, ο οποίος θεωρείται ο πρώτος ορειβάτης που ανέβηκε στον Όλυμπο στις 2 Αυγούστου 1913 οδηγώντας τον περίφημο φωτογράφο Φρεντερίκ Μπουασονά και τον συνοδό του, Ντανιέλ Μπο Μποβί.
Είναι ο πρώτος που ανέβηκε στον Μύτικα στην κορυφή του Ολύμπου. Φημολογείται ότι ανέβηκε στο Στεφάνι από τα Καζάνια και ότι κοιμήθηκε σε μία «σπηλιά» κάτω από το Στεφάνι, δηλαδή σχεδόν στον αέρα, δεμένος μόνο με σχοινιά. Σήμερα στον Όλυμπο υπάρχει ένα καταφύγιο που έχει το όνομά του, που βρίσκεται στο «Οροπέδιο των Μουσών», σε υψόμετρο 2.650 μέτρα.
Ο Κάκαλος ήταν κυνηγός αγριοκάτσικων και τον πήραν οδηγό η αποστολή των Ευρωπαίων που ανέβηκαν στο βουνό το 1913. Η ομάδα ξεκίνησε για τη Μονή Αγίου Διονυσίου στις 29 Ιουλίου 1913 και κατασκήνωσαν στην Πετρόστρουγκα.
Στις 30 Ιουλίου ανέβηκαν στη Σκούρτα, στον Προφήτη Ηλία ("Θρόνος του Δία") και στο Σκολιό ("Μαύρη Κορυφή"). Έπειτα από μια χιονοθύελλα στα Πριόνια, στις 31 Ιουλίου έφτασαν σε μια κορυφή που την ονόμασαν αρχικά "Κορυφή της Νίκης" (σε ανάμνηση της ελληνικής νίκης στη Μάχη του Σαρανταπόρου) και την θεώρησαν ως την υψηλότερη (λίγο μετά μετονομάστηκε σε Ταρπηία Πέτρα).
Για το λόγο αυτό έγραψαν μια κάρτα και την τοποθέτησαν σε μπουκάλι, κάτω από ένα σωρό με πέτρες. Η κάρτα βρέθηκε το 1927 και στάλθηκε στην Ελβετία (σήμερα φυλάσσεται στα γραφεία της Ελληνικής Ομοσπονδίας Ορειβασίας - Αναρρίχησης).
Αργότερα οι Μπουασονά, Μποβί και Κάκαλος συνειδητοποίησαν ότι δεν είχαν φτάσει ακόμα στην ψηλότερη κορυφή, καθώς όταν βελτιώθηκε ο καιρός, φάνηκε μια ψηλότερη κορυφή. Στις 2 Αυγούστου, και ώρα 10 και 25΄ το πρωί κατέκτησαν την μέχρι εκείνη τη στιγμή απάτητη κορυφή του Ολύμπου.
Ο Κάκαλος αναρριχήθηκε πρώτος στην κορυφή, η οποία ονομάστηκε αρχικά "Κορυφή Βενιζέλος" και αργότερα Μύτικας. Η εν λόγω ανάβαση έγινε γνωστή με τη δημοσίευση (1919) του βιβλίου "La Grece Immortelle" ("Η Αθάνατη Ελλάδα").
Ο Χρήστος Κάκαλος ανέβηκε πολλές φορές στην κορυφή του ψηλότερου βουνού της Ελλάδας. Ως το τέλος της ζωής του, ο μπαρμπα-Χρήστος, όπως ήταν περισσότερο γνωστός, εξακολουθούσε να κάνει ορειβασία.
Το 1972, λίγο πριν το θάνατό του, ανέβηκε σε ηλικία 93 ετών στον Όλυμπο.
Πέθανε τον Απρίλιο του 1976 στο Λιτόχωρο, σε ηλικία 97 ετών
Διδώ Σωτηρίου, ήταν Ελληνίδα συγγραφέας, δημοσιογράφος και αντιστασιακή ενταγμένη στο αριστερό κίνημα
Διδώ Σωτηρίου
Η Διδώ Σωτηρίου, το γένος Παππά, ήταν Ελληνίδα συγγραφέας, δημοσιογράφος και αντιστασιακή ενταγμένη στο αριστερό κίνημα. (Αϊδίνιο, 12 Απριλίου 1909-Αθήνα, 23 Σεπτεμβρίου 2004)
Γεννήθηκε στο Αϊδίνιο της Μικράς Ασίας και ήταν μεγαλύτερη αδελφή της Έλλης Παππά. Το 1919 η οικογένειά της εγκαταστάθηκε στη Σμύρνη. Μετά τη Μικρασιατική καταστροφή ήρθε ως πρόσφυγας στον Πειραιά και κατόπιν εγκαταστάθηκε οικογενειακώς στην Αθήνα, όπου και σπούδασε γαλλική φιλολογία, συνεχίζοντας τις σπουδές της στο Πανεπιστήμιο της Σορβόνης στο Παρίσι. Εκεί συνδέθηκε στενά με τους Αντρέ Μαλρώ και Αντρέ Ζιντ.
Το 1936 άρχισε να εργάζεται ως δημοσιογράφος σε διάφορα έντυπα και ως ανταποκρίτρια του περιοδικού Νέος Κόσμος της Γυναίκας στο Παρίσι.
Κατά την διάρκεια της κατοχής (1941-1944) έλαβε ενεργό μέλος στην Εθνική Αντίσταση, προσφέροντας πολύτιμες υπηρεσίες τον αντιστασιακό Τύπο. Το 1944 έγινε αρχισυντάκτρια της εφημερίδας Ριζοσπάστης, όπου και ασχολήθηκε με την κάλυψη και τον σχολιασμό των εξωτερικών γεγονότων. Το Νοέμβριο του 1945 εκπροσώπησε την Ελλάδα μαζί με τη Χρύσα Χατζηβασιλείου στο ιδρυτικό συνέδριο της Παγκόσμιας Δημοκρατικής Ομοσπονδίας Γυναικών στο Παρίσι.
Μετά τον Εμφύλιο Πόλεμο συνεργάστηκε με το περιοδικό Επιθεώρηση Τέχνης και την εφημερίδα Η Αυγή χρησιμοποιώντας το ψευδώνυμο «Σοφία Δέλτα».
Διετέλεσε επίσης αρχισυντάκτρια στο περιοδικό Γυναίκα και επιστημονική συνεργάτρια στα περιοδικά Γυναικεία Δράση και Κομμουνιστική Δράση δημοσιεύοντας επιφυλλίδες, χρονογραφήματα και διηγήματα. Το πρώτο της μυθιστόρημα με τίτλο Οι νεκροί περιμένουν κυκλοφόρησε το 1959.
Τα έργα της έχουν μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες. Το μυθιστόρημά της Ματωμένα χώματα έχει κυκλοφορήσει σε 250.000 περίπου αντίτυπα.
Συμμετείχε ενεργά στους πολιτικούς και κοινωνικούς αγώνες της χώρας μέσα από τις τάξεις της αριστεράς. Δεν εργάστηκε ποτέ ως καθηγήτρια, γιατί αφοσιώθηκε στην δημοσιογραφία και στην λογοτεχνία. Ταξίδεψε σε πολλές χώρες δημοσιεύοντας τις εντυπώσεις της. Έφυγε από τη ζωή το 2004.
Το 2001 η Εταιρία Ελλήνων Συγγραφέων καθιέρωσε προς τιμήν της το βραβείο Διδώ Σωτηρίου, το οποίο απονέμεται «σε ξένο ή Έλληνα συγγραφέα που με τη γραφή του αναδεικνύει την επικοινωνία των λαών και των πολιτισμών μέσα από την πολιτισμική διαφορετικότητα». Τα περισσότερα έργα της μεταφράστηκαν σε πολλές γλώσσες, ενώ η λογοτεχνία της διακρίνεται για τον ρεαλισμό, την απλότητα, τη δραματική αφήγηση και τον αδρό δημοτικό λόγο της.
Προν τιμήν της, επίσης, πολλές οδοί και βιβλιοθήκες φέρουν το όνομά της στην Ελλάδα.
Εργογραφία
Οι νεκροί περιμένουν (1959)
Ηλέκτρα (1961)
Ματωμένα χώματα (1962)
Η Μικρασιάτικη Καταστροφή και η στρατηγική του ιμπεριαλισμού στην Ανατολική Μεσόγειο (1975)
Εντολή (1976)
Μέσα στις φλόγες (1978)
Επισκέπτες (1979)
Κατεδαφιζόμεθα (1982)
Τρία θεατρικά και ένας μονόλογος (1995)
Τυχαίο συναπάντημα και άλλες ιστορίες (2004)
Τα πρώτα βήματα του Ψυχρού Πολέμου (2009)
Τα παιδιά του Σπάρτακου (2011)
Νικόλαος Μάντζαρος, Επτανήσιος μουσουργός, ο συνθέτης του Εθνικού μας Ύμνου
Νικόλαος Μάντζαρος
1795 – 1873
Ο Νικόλαος Μάντζαρος ήταν Επτανήσιος μουσουργός, ο συνθέτης του Εθνικού μας Ύμνου. Φυσιογνωμία ευγενική, εργάσθηκε ακούραστα για τη διάδοση της μουσικής στην Ελλάδα και θεωρείται όχι μόνο ο αρχηγός της επτανησιακής σχολής, αλλά και γενικότερα ο θεμελιωτής της δυτικότροπης μουσικής στην Ελλάδα.
Ο Νικόλαος Χαλικιόπουλος - Μάντζαρος, όπως ήταν το πλήρες όνομά του, γεννήθηκε στην Κέρκυρα στις 26 Οκτωβρίου 1795.
Γόνος πλούσιας οικογένειας ευγενών, σπούδασε από μικρός μουσική και αργότερα πήγε και τελειοποιήθηκε στην Ιταλία.
Σε ηλικία μόλις 18 χρονών νυμφεύθηκε τη μοναχοκόρη του δούκα Αντωνίου Ιουστινιάνη, Μαριάννα, με την οποία απέκτησε τρεις κόρες και δύο γιους.
Γρήγορα απέκτησε τη φήμη μεγάλου καλλιτέχνη, γνώστη της κλασικής και ιδιαίτερα της ιταλικής μουσικής. Γι’ αυτό τον κάλεσαν ν’ αναλάβει τη διεύθυνση της Μουσικής Σχολής του Μιλάνου και του Ωδείου της Νεάπολης (Νάπολι).
Ο Μάντζαρος, όμως, ήθελε να εργασθεί για την πατρίδα του και προπάντων για τη μουσική μόρφωση της ελληνικής νεολαίας και απέρριψε και τις δύο προτάσεις.
Επέστρεψε στην Κέρκυρα κι άρχισε να παραδίδει μαθήματα μουσικής. Κοντά του μαθήτευσε ολόκληρη γενιά συνθετών (Καρέρ, Λαμπελέτ, Ξύνδας κ.ά).
Όταν το 1840 ιδρύθηκε εκεί η Φιλαρμονική Εταιρία, ο Μάντζαρος αναγορεύθηκε ισόβιος πρόεδρός της.
Ο Μάντζαρος ήταν φίλος του Διονυσίου Σολωμου και εκτιμούσε πολύ το έργο του Εθνικού μας ποιητή. Μελοποίησε ολόκληρο τον «Ύμνον εις την Ελευθερίαν» - σε 4 διαφορετικές γραφές - από τον οποίο οι δύο πρώτες στροφές καθιερώθηκαν ως Εθνικός Ύμνος της Ελλάδας το 1865 και της Κύπρου το 1966.
Έγραψε μουσική και για άλλα ποιήματα του Σολωμού («Φαρμακωμένη», «Ύμνος εις τόν Μπάιρον», «Αυγούλα», «Ξανθούλα»).
Το συνθετικό του έργο, του οποίου ένα μικρό τμήμα διασώθηκε, περιλαμβάνει ακόμη συμφωνίες, εκκλησιαστική μουσική, έργα για πιάνο, εμβατήρια και ύμνους.
Ο Νικόλαος Μάντζαρος πέθανε στις 30 Μαρτίου 1872 στην Κέρκυρα, σε ηλικία 76 ετών.
Ενβέρ Χότζα ο Αλβανός Στάλιν
Ενβέρ Χότζα
ο Αλβανός Στάλιν
Ενβέρ Χότζα. Ο Αλβανός «Στάλιν» των Βαλκανίων. Δίδαξε σε λύκειο της Κορυτσάς, πολέμησε τους Ιταλούς, «αυτοκτόνησε» τους αντιπάλους του, έκανε τους ναούς και τα τζαμιά στάβλους Ο Ενβέρ Χότζα γεννήθηκε το 1908. Ήταν γόνος μιας πλούσιας οικογένειας μουσουλμάνων Αλβανών που ασχολούνταν με το εμπόριο. Όταν τελείωσε το σχολείο σπούδασε νομικά στο Παρίσι. Δεν είναι βέβαιο αν πήρε το πτυχίο του. Ωστόσο οι έντονες πολιτικές ζυμώσεις της εποχής τον ώθησαν να ασπαστεί τις κομμουνιστικές ιδέες.
Ο Ενβέρ Χότζα την περίοδο του αντιστασιακού αγώνα Παρέμεινε αρκετά χρόνια στη Δύση και σε ηλικία 28 ετών διορίστηκε ιδιαίτερος γραμματέας του αλβανικού προξενείου στις Βρυξέλες. Επέστρεψε στη χώρα του το 1939 και διορίστηκε καθηγητής της γαλλικής γλώσσας στο Λύκειο της Κορυτσάς. Πολύ γρήγορα, ο μαχητικός κομμουνιστής δήλωσε ανοικτά την αντίθεσή του στο καταπιεστικό καθεστώς του βασιλιά Αχμέτ Ζώγου Α΄. Τον Απρίλιο του 1939 η Αλβανία κατελήφθη από τα φασιστικά ιταλικά στρατεύματα και ο Ζώγου εγκατέλειψε τη χώρα. Τον καιρό εκείνο ο Χότζα εντάχθηκε στην «Κίνηση Εθνικής Απελευθέρωσης» η οποία είχε ως σκοπό την αντίσταση κατά των Ιταλών.
Ο Χότζα διακρίθηκε στην παράνομη δράση κατά των ιταλικών στρατευμάτων. Γι’ αυτή του τη δράση μάλιστα, καταδικάστηκε από τις αρχές κατοχής ερήμην σε θάνατο. Δημιουργός ενός ισχυρού, για τα δεδομένα της χώρας, παρτιζάνικου κινήματος κατάφερε να αποκτήσει τον έλεγχο της χώρας, αμέσως μετά την αποχώρηση των γερμανικών στρατευμάτων. Τον Δεκέμβριο του 1945, μετά από μια παρωδία εκλογών, αναδείχθηκε σε πρόεδρο της Αλβανίας. Αναζητώντας στήριξη στο εξωτερικό, αρχικά στράφηκε προς τη Γιουγκοσλαβία του Τίτο.
Λίγο αργότερα ωστόσο, εξαιτίας της αποπομπής του Γιουγκοσλάβου ηγέτη από την Κομιτέρν, ακύρωσε όλες τις οικονομικές συμφωνίες της χώρας του με τη Γιουγκοσλαβία και διέκοψε τις διπλωματικές σχέσεις. Ο «πατερούλης» Χότζα με παιδιά τα οποία φορούν παραδοσιακές στολές. Οι τιτοϊκοί συνεργάτες του είτε «αυτοκτόνησαν» είτε εκτελέστηκαν με την κατηγορία του προδότη. Την ίδια στιγμή 30.000 Αλβανοί και άγνωστος αριθμός Βορειοηπειρωτών φυλακίζονταν σε στρατόπεδα καταναγκαστικής εργασίας.
Ο νέος Αλβανός ηγέτης ακολουθούσε πιστά τα χνάρια του μέντορά του Στάλιν. Χαρακτηριστικό είναι ότι το αλβανικό σύνταγμα του 1950 ήταν πιστή αντιγραφή του σοβιετικού. Το 1961 στο πλαίσιο της «αποσταλινοποίησης», ο Σοβιετικός ηγέτης Νικήτα Χρουτσώφ εξαπέλυσε σφοδρή επίθεση κατά του Χότζα και απαίτησε την παραίτησή του. Αντί γι’ αυτό, ο τελευταίος διέκοψε τις διπλωματικές σχέσεις της χώρας του με τη Σοβιετική Ένωση.
Νέος «προστάτης» της Αλβανίας αναδείχθηκε η μαοϊκή Κίνα. Και αυτή η συνεργασία όμως δεν ευοδώθηκε, με συνέπεια η μικρή βαλκανική χώρα να απομονωθεί και να είναι το ίδιο εχθρική τόσο με τις υπόλοιπες κομμουνιστικές χώρες όσο και με αυτές της Δύσης. Παράλληλα, η Αλβανία ανακηρύχθηκε ως το πρώτο «αθεϊκό» κράτος στον κόσμο. Ο Χότζα εξαπέλυσε έναν απηνή διωγμό εναντίον κάθε μορφής θρησκείας. Άλλωστε ο ίδιος είχε επιβάλει ένα τέτοιο καθεστώς προσωπολατρίας, ώστε οι Αλβανοί δεν χρειάζονταν άλλον θεό.
Εκκλησίες και τζαμιά μετατράπηκαν σε στάβλους και κρατικές αποθήκες. Πολύτιμα θρησκευτικά κειμήλια στη Βόρειο Ήπειρο καταστράφηκαν με τη δικτατορική κυβέρνηση των «Ελλήνων χριστιανών» της 21ης Απριλίου να αντιδρά με χλιαρότητα. Τη δεκαετία του 1970 ο Χότζα προσέγγισε τις χώρες της Δύσης. Αυτό βέβαια δεν τον εμπόδισε να προβεί σε διαδοχικές εκκαθαρίσεις στον κρατικό μηχανισμό. Ανώτατα στελέχη της κυβέρνησης, η ηγεσία του στρατού ακόμα και παλαιοί σύντροφοι από τα χρόνια του αντάρτικου εκτελέστηκαν με συνοπτικές διαδικασίες.
Ο Χότζα την εποχή της παντοδυναμίας του Την ίδια στιγμή τα παιδιά των νηπιαγωγείων και των δημοτικών σχολείων μάθαιναν να υμνούν τον «πατερούλη Ενβέρ». Ο τελευταίος δεν προλάβαινε να απολαμβάνει τις «αυθόρμητες» εκδηλώσεις λατρείας του λαού προς το πρόσωπό του, να συγκεντρώνει όλες τις ανώτατες διακρίσεις στο πρόσωπο του και να μη χάνει ευκαιρία απόδειξης της μεγαλομανίας του. Το 1975, κατά τη διάρκεια του 17ου συνεδρίου του κόμματος, η ανάγνωση της αναφοράς σχετικά με τη δράση του διήρκεσε 15 ώρες!
Ο Χότζα πέθανε στις 11 Απριλίου 1985. Τα 41 χρόνια της εξουσίας του «χάρισαν» στην Αλβανία, τον διόλου τιμητικό τίτλο της πιο καθυστερημένης χώρας στην Ευρώπη, όσον αφορά στην ανάπτυξη, τις ατομικές ελευθερίες και τα ανθρώπινα δικαιώματα. Ο Αλβανικός λαός αναμφίβολα υπέφερε και πλήρωσε ακριβά το τίμημα της απολυταρχικής διακυβέρνησής του.
Περισσότερα Άρθρα...
- Τζωρτζ Κάνινγκ, ήταν Άγγλος πολιτικός που διετέλεσε Υπουργός Εξωτερικών της Μεγάλης Βρετανίας, πρωθυπουργός και φιλέλληνας
- Φραγκίσκος Μανέλλης, ήταν Έλληνας κωμικός ηθοποιός
- Αλέκος Τζανετάκος, ήταν Έλληνας ηθοποιός του παλιού ελληνικού κινηματογράφου και σεναριογράφος
- Ο απαγχονισμός του Πατριάρχη Γρηγορίου Ε΄