Άρθρα
Τσάρλι Τσάπλιν, ήταν Άγγλος ηθοποιός και σκηνοθέτης του βωβού κινηματογράφου
Τσάρλι Τσάπλιν
1889 – 1977
Ο Τσάρλι Τσάπλιν, ήταν Άγγλος ηθοποιός και σκηνοθέτης του βωβού κινηματογράφου, που απέκτησε διεθνή φήμη ενσαρκώνοντας τον Σαρλό, και σκόρπισε και σκορπά άφθονο γέλιο σε μικρούς και μεγάλους.
Ο Τσαρλς Σπένσερ «Τσάρλι» Τσάπλιν (Charles Spencer «Charlie» Chaplin) γεννήθηκε στις 16 Απριλίου 1889 στο Λονδίνο από γονείς θεατρίνους.
Τα παιδικά του χρόνια κάθε άλλο παρά γελαστά κι ευτυχισμένα ήταν. Μετά τον πρώιμο χωρισμό των γονιών του πέρασε τη νηπιακή ηλικία του ανάμεσα σε μπουλούκια θεατρίνων, συνοδεύοντας τη μητέρα του στις περιοδείες της ανά την αγγλική επικράτεια.
Όταν, όμως, βρέθηκε ορφανός από πατέρα και με μητέρα άνεργη, η ζωή του μικρού Τσάρλι άρχισε να μοιάζει ολοένα και περισσότερο βγαλμένη από τις σελίδες του Ντίκενς. Για να κερδίσει το μεροκάματο της οικογένειας αυτοσχεδιάζει μικρά χορευτικά στους δρόμους του κακόφημου Λονδίνου και μαζεύει τις πενταροδεκάρες των περαστικών.
Οι παλιές γνωριμίες των γονιών του τον βοήθησαν ωστόσο να βρει μία κανονική δουλειά στον παιδικό χορευτικό θίασο των «Eight Lancashire Lads». Σε ηλικία οκτώ ετών ήταν ήδη επαγγελματίας ηθοποιός, που ερμήνευε παιδικούς ρόλους σε παραστάσεις στο Λονδίνο και στα 17 του έγινε μέλος του επιτυχημένου τότε θιάσου του Φρεντ Κάρνο, με τον οποίον έκανε δύο περιοδείες στην Αμερική.
Ο Τσάρλι Τσάπλιν το 1918 φθάνοντας στο Λος Άντζελες, τον Δεκέμβριο του 1913, ήταν ήδη αποφασισμένος να μη γυρίσει πίσω στην Αγγλία. Η πρώτη ταινία του «Making a living» (1914) δεν ενθουσίασε τους παραγωγούς του εκκολαπτόμενου τότε Χόλιγουντ, οι οποίοι όμως διέκριναν στον άγγλο κωμικό με το αστείο περπάτημα ένα ξεχωριστό ταλέντο. Ο Τσάπλιν ήθελε να κατακτήσει το καινούργιο μαζικό είδος διασκέδασης, μεταφέροντας στη μεγάλη οθόνη όλη την εμπειρία του πλανόδιου θεατρίνου.
Λίγους μήνες αργότερα και με 11 ταινίες στο ενεργητικό του νιώθει ήδη «βετεράνος» ηθοποιός, έτοιμος να πάρει ο ίδιος την κάμερα στα χέρια του. Είναι η εποχή του πειραματισμού, μέσα από τον οποίο θα γεννηθεί η τόσο οικεία και παγκοσμίως αναγνωρίσιμη εικόνα του Σαρλό: του καλοκάγαθου αλητάκου με το κοντό μαύρο μουστάκι, τα υπερμεγέθη παπούτσια, το ημίψηλο καπέλο σε μικρότερο από το κανονικό νούμερο και το μπαστούνι από μπαμπού, που προσπαθεί να επιβιώσει, διατηρώντας την αξιοπρέπειά του μέσα σ’ ένα κόσμο κοινωνικής αδικίας και ανισότητας.
Το 1921 βγαίνει στις αίθουσες το «Χαμίνι» («The Kid»), το οποίο μένει στην ιστορία ως το πρώτο αριστούργημά του. Εν τω μεταξύ, τα φτωχικά νιάτα του είναι μια μακρινή ανάμνηση. Με το νέο συμβόλαιο που υπογράφει στην εταιρεία Mutual, ο Τσάπλιν γίνεται ο πιο ακριβοπληρωμένος άνθρωπος στο Χόλιγουντ, με μισθό που δεν πέφτει κάτω από τις 10.000 δολάρια την εβδομάδα και με ένα επιπλέον μπόνους 150.000 δολαρίων. Διανύει την πιο δημιουργική περίοδο της καριέρας του, καθώς αναδεικνύεται σε ανυπέρβλητο μάστορα της παντομίμας, ικανό να οδηγεί τους θεατές του από το γέλιο στο δάκρυ με μία απλή έκφραση ή χειρονομία και με χάρη που συχνά παρομοιάζεται με εκείνη ενός χορευτή μπαλέτου.
Το 1919 ιδρύει τη United Artists μαζί με δύο ακόμη μεγάλους ηθοποιούς της εποχής του, τη Μαίρη Πίκφορντ και τον Ντάγκλας Φέρμπανκς, και συνεχίζει τις εισπρακτικές επιτυχίες του, αγνοώντας για αρκετά χρόνια τη νέα τεχνολογία του ομιλούντος κινηματογράφου, φοβούμενος ότι η ουσία της τέχνης του, η παντομίμα, θα εξαφανιζόταν ανάμεσα στους διαλόγους. Έργα του, όπως «Τα φώτα της πόλης» («City Lights»,1931) και οι «Μοντέρνοι καιροί» («Modern Times», 1936) ήταν βωβές ταινίες που γνώρισαν τεράστια επιτυχία την εποχή του ομιλούντος κινηματογράφου.
Το 1940 γύρισε την πρώτη του ομιλούσα ταινία, τον «Μεγάλο Δικτάτορα» («The Great Dictator»), που ήταν μια σάτιρα του Αδόλφου Χίτλερ.
Οι θεατές όλου του κόσμου μπορεί να λάτρεψαν τον Τσάπλιν, οι επικριτές του όμως στην Αμερική δεν ήταν λίγοι. Αιτίες ήταν άλλοτε τα πολιτικά του φρονήματα (κατηγορήθηκε ως κομμουνιστής από το μακαρθικό λόμπι του Χόλιγουντ και πικραμένος αυτοεξορίστηκε στην Ελβετία το 1952) και άλλοτε η προσωπική ζωή του.΄Εκανε τέσσερις γάμους, εκ των οποίων οι δύο ήταν με ανήλικες νύφες: στα 28 του νυμφεύτηκε την 16χρονη ηθοποιό Μίλντρεντ Χάρις, στα 35 του την καλλονή Λολίτα Μακ Μάρεϊ (αργότερα Λίτα Γκρέι) και στα 44 τη 19χρονη ηθοποιό Πολέτ Γκοντάρ. Τέταρτη και τελευταία σύζυγός του υπήρξε η Ούνα Ο’ Νιλ, κόρη του θεατρικού συγγραφέα Ευγένιου Ο’ Νιλ. Όταν παντρεύτηκαν εκείνος ήταν 54 χρονών κι εκείνη 18. Παρά τις αντιρρήσεις του πατέρα της, ο γάμος τους διάρκεσε μέχρι τον θάνατο του Τσάπλιν και μάλιστα το ζευγάρι απέκτησε οκτώ παιδιά.
Ο Τσάπλιν δεν έλαβε ποτέ ένα κανονικό βραβείο Όσκαρ. Τιμήθηκε το 1927 από την Αμερικανική Ακαδημία Κινηματογράφου, που απονέμει τα Όσκαρ, για την «ιδιοφυή, συγγραφή, σκηνοθεσία και παραγωγή» της ταινίας «Το τσίρκο» και το 1972 για την «ανυπολόγιστη συμβολή του στην εξέλιξη του κινηματογράφου ως της μεγαλύτερης μορφής τέχνης του 20ου αιώνα». Το 1975 χρίστηκε ιππότης της Βρετανικής Αυτοκρατορίας από τη βασίλισσα Ελισάβετ κι έγινε «σερ».
Ο Τσάρλι Τσάπλιν πέθανε τα Χριστούγεννα του 1977 στο Βεβέ της Ελβετίας, σε ηλικία 88 ετών.
Σταύρος Νιάρχος, από τους δυναμικότερους και πιο επιτυχημένους επιχειρηματίες του 20ου αιώνα, με διεθνή αναγνώριση και καταξίωση
Σταύρος Νιάρχος
1909 – 1996
Ο Σταύρος Νιάρχος, ήταν από τους δυναμικότερους και πιο επιτυχημένους επιχειρηματίες του 20ου αιώνα, με διεθνή αναγνώριση και καταξίωση. Εφοπλιστής, από τους θεμελιωτές του μεταπολεμικού ελληνικού θαύματος στη ναυτιλία. Η «βεντέτα» του σε προσωπικό και επιχειρηματικό επίπεδο με τον σύγγαμβρό του Αριστοτέλη Ωνάση τροφοδότησε τις στήλες των εφημερίδων όλου του κόσμου και διαμόρφωσε μέρος του προσωπικό του μύθου.
Ο Σταύρος Νιάρχος γεννήθηκε στις 3 Ιουλίου 1909 στην Αθήνα. Οι γονείς του, με καταγωγή από την Λακωνία, μόλις είχαν επιστρέψει στην πατρίδα από τις Ηνωμένες Πολιτείες, όπου διατηρούσαν ένα πολυκατάστημα στο Μπάφαλο της Νέας Υόρκης. Ο πατέρας του Σπύρος ασχολήθηκε με το εμπόριο λαδιού, ενώ η μητέρα του Ευγενία καταγόταν από την πλούσια οικογένεια των αδελφών Κουμάνταρου, που διατηρούσε στον Πειραιά τον αλευρόμυλο «Ευρώτας».
Ο Σταύρος Νιάρχος τελείωσε το Βαρβάκειο και τη Νομική Αθηνών. Το 1929 άρχισε να εργάζεται στον αλευρόμυλο των θείων του και γρήγορα ξεχώρισε για τις διοικητικές ικανότητές του. Αντιλαμβανόμενος το μεγάλο κόστος από την εισαγωγή σιταριού από την Αργεντινή και τη Σοβιετική Ένωση, έπεισε τους θείους του ότι θα τους συνέφερε καλύτερα εάν είχαν δικά τους πλοία. Κατά τη διάρκεια της μεγάλης οικονομικής κρίσης, αγόρασε 6 πλοία αντί 120.000 δολαρίων.
Το 1930 συνάπτει τον πρώτο του γάμο με την Ελένη Σπορίδη, κόρη ναυάρχου, με την οποία χωρίζει ένα χρόνο αργότερα. Στα μέσα της δεκαετίας του '30 ο θείος του Νίκος Κουμάνταρος μεταναστεύει στις ΗΠΑ. Μετά από λίγο τον ακολουθεί και ο ανιψιός του. Το 1939 παντρεύεται σε δεύτερο γάμο την 20χρονη Μελπομένη Κάπαρη, κόρη πλοιοκτήτη από τη Σύρο και χήρα διπλωμάτη. Τον ίδιο χρόνο αυτονομείται επιχειρηματικά από τον θείο του. Ιδρύει τη Niarchos Group, με 2 πετρελαιοφόρα και 5 φορτηγά.
Κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου στρατεύεται και υπηρετεί ως Σημαιοφόρος στο Πολεμικό Ναυτικό. Συμμετέχει στις συμμαχικές επιχειρήσεις στη Νορμανδία, όπου παρασημοφορείται. Τα πλοία του μισθώνονται από τους Συμμάχους και έξι από αυτά βυθίζονται. Το 1947 χωρίζει από τη γυναίκα του Μελπομένη και η γνωριμία του με τον εφοπλιστή Σταύρο Λιβανό θα τον βάλει στα μεγάλα σαλόνια. Φλερτάρει με τη 14χρονη κόρη του Τίνα και όταν ο πατέρας της αρνείται να του δώσει το χέρι της, λόγω της μικρής της ηλικίας, παντρεύεται τη μεγαλύτερη αδελφή της Ευγενία. Τρία χρόνια αργότερα, η Τίνα παντρεύεται τον μεγάλο ανταγωνιστή του, Αριστοτέλη Ωνάση, γεγονός που εξοργίζει τον Νιάρχο.
Με τα 2.000.000 δολάρια της αποζημίωσης από τα βυθισμένα πλοία του και τα 16 «Λίμπερτυ», που πήρε ως δώρο από την αμερικανική κυβέρνηση, ο Νιάρχος ανακάμπτει οικονομικά και επενδύει σε μεγάλα τάνκερ. Η κίνησή του αυτή αποδεικνύεται ευφυής και θα τον καταστήσει έναν από τους μεγαλύτερους πλοιοκτήτες στον κόσμο. Για πολλά χρόνια του ανήκε ο μεγαλύτερος ιδιωτικός στόλος του κόσμου. Θα εισέλθει στη χωρεία των Κροίσων και θα ονομαστεί «Χρυσός Έλληνας». Γίνεται εξώφυλλο στο περιοδικό «Time» με φόντο τα τάνκερ του (τεύχος 6ης, Αυγούστου 1956). Είναι η εποχή της καταξίωσης. Οι κακές γλώσσες λένε, όμως, ότι το εξώφυλλο του στοίχισε 500.000 δολάρια.
Την ίδια εποχή, ο Νιάρχος αγοράζει το νησί Σπετσοπούλα στον Αργοσαρωνικό, ακολουθώντας ανάλογη κίνηση του ανταγωνιστή του Αριστοτέλη Ωνάση με τον Σκορπιό και γίνεται ένας από τους μεγαλύτερους συλλέκτες έργων τέχνης, με προτροπή της γυναίκας του Ευγενίας. Το 1957 αγόρασε ολόκληρη τη συλλογή του γνωστού αμερικανού ηθοποιού Έντουαρντ Ρόμπινσον, η οποία περιελάμβανε 58 έργα ιμπρεσιονιστών και μεταϊμπρεσιονιστών ζωγράφων, αντί έξι εκατομμυρίων δολαρίων.
Από τα μέσα της δεκαετίας του '50 άρχισε να επενδύει στην Ελλάδα, επωφελούμενος του ευνοϊκού νομοθετικού πλαισίου. Οι δύο σπουδαιότερες επενδύσεις του είναι τα «Ελληνικά Διυλιστήρια» Ασπροπύργου (σήμερα ΕΛΔΕ) και τα «Ελληνικά Ναυπηγεία» στον Σκαραμαγκά, που για μεγάλο διάστημα υπήρξε το μεγαλύτερο ναυπηγείο στη Μεσόγειο.
Το 1965 ο Νιάρχος, που τρελαινόταν για το σκι, γνωρίζεται στο σαλέ του στην Ελβετία με τη Σαρλότ Φορντ, εγγονή του θρυλικού αυτοκινητοβιομήχανου Χένρι Φορντ. Η νεαρή Αμερικανίδα μένει έγκυος και το σκάνδαλο ξεσπάει. Η Ευγενία, η μητέρα των τεσσάρων παιδιών του (Φίλιππου, Σπύρου, Κωνσταντίνου και Μαρίας-Ειρήνης), ζητά και παίρνει διαζύγιο. Ο Νιάρχος παντρεύεται με πολιτικό γάμο τη Φορντ, η οποία φέρνει στον κόσμο το πέμπτο παιδί του, την Έλενα - Άννα. Στο μεταξύ, ξαναφουντώνει ο έρωτάς του για την Ευγενία. Χωρίζει με τη Φορντ, αλλά δεν χρειάζεται να ξαναπαντρευτεί την Ευγενία, καθώς το διαζύγιό τους δεν αναγνωρίζεται στην Ελλάδα, ούτε βεβαίως ο πολιτικός γάμος του με τη Φορντ.
Στις 4 Μαΐου 1970 ο Νιάρχος απασχολεί και πάλι τα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων όλου του κόσμου. Η γυναίκα του Ευγενία, 44 χρονών, βρίσκεται νεκρή στη Σπετσοπούλα, κάτω από μυστηριώδεις συνθήκες. Ο ιατροδικαστής βρήκε σημάδια πάλης και μώλωπες στο σώμα της. Αυτοκτόνησε ή δολοφονήθηκε η Ευγενία; Η επίσημη εκδοχή είναι θάνατος από υπερβολική χρήση βαρβιτουρικών και η υπόθεση κλείνει για τον Νιάρχο με απαλλακτικό βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών, παρά την παραπεμπτική πρόταση του εισαγγελέα.
Με τη σύζυγό του, ΕυγενίαΤην εκδοχή της δολοφονίας από τον Σταύρο Νιάρχο υποστηρίζει ο δημοσιογράφος Σπύρος Καρατζαφέρης στο βιβλίου του «Φάκελλος Νιάρχος» (εκδόσεις «Κάκτος»), επιστέγασμα της μεγάλης του δημοσιογραφικής έρευνας, που δημοσιεύθηκε σε 58 συνέχειες στην εφημερίδα Ελευθεροτυπία το δίμηνο Μαΐου - Ιουνίου 1976. Στο ίδιο μήκος κύματος κινείται και ο συγγραφέας Βασίλης Βασιλικός στη μυθιστορηματική εκδοχή του συμβάντος, με τίτλο «Ο Ιατροδικαστής» (εκδόσεις Λιβάνη).
Ο Νιάρχος ξεπερνά γρήγορα το χαμό της Ευγενίας και το 1971 παντρεύεται την αδελφή της Τίνα, που φαίνεται να είναι ο μεγάλος του έρωτας. Η Τίνα είχε χωρίσει το 1959 με τον Ωνάση, αφού του είχε χαρίσει τα δύο παιδιά του, Αλέξανδρο και Χριστίνα, και στη συνέχεια τον Μαρκήσιο του Μπλάντφορντ. Το 1974 η Τίνα θα πεθάνει και αυτή από βαρβιτουρικά, εξαιτίας του χαμού του γιου της Αλέξανδρου σε αεροπορικό δυστύχημα. Οι φήμες οργιάζουν και πάλι. Η Τίνα πέθανε στο ξενοδοχείο «Ντε Σαντελιέ» του Παρισιού και ο Νιάρχος κοιμόταν στο διπλανό δωμάτιο.
Μετά την κρίση του 1973, ο Νιάρχος πούλησε κάποιες από τις ναυτιλιακές επιχειρήσεις του και επεκτάθηκε στο εμπόριο διαμαντιών και τα χρηματοοικονομικά, φθάνοντας να κατέχει το 2% της μεγαλύτερης τράπεζας του κόσμου Citybank. Επένδυσε, επίσης, στα άλογα κούρσας με εκτροφεία στη Γαλλία και τις ΗΠΑ. Συνέχιζε να εμπλουτίζει τη συλλογή έργων τέχνης του με έργα των Βαν Γκογκ, Γκόγια, Ελ Γκρέκο και Ρούμπενς. Η αυτοπροσωπογραφία του Πικάσο τού κόστισε 47.850.000 δολάρια το 1989.
Οι θαλαμηγοί του («Κρεολή», «Ατλαντίς 1 και 2») ήταν πλωτά μουσεία. Μοναδικοί πίνακες υπήρχαν στο σπίτι του Παρισιού (κτίσμα του 18ου αιώνα στην αριστερή όχθη του Σηκουάνα), στο σαλέ του Σεν Μόριτζ, στη βίλα του στη Γαλλική Ριβιέρα, στο ρετιρέ του στο Κλάριτζ του Λονδίνου και φυσικά στη Σπετσοπούλα. Η συλλογή του, σύμφωνα με τους ειδικούς, κόστιζε πάνω από ένα 1 δισεκατομμύριο δολάρια.
Ο Νιάρχος βρισκόταν στην κορυφή και συμπεριλαμβανόταν στη λίστα με τους 100 πλουσιότερους ανθρώπους του κόσμου, σύμφωνα με τη λίστα του περιοδικού «Fortune». Στις αρχές της δεκαετίας του '90 αποσύρθηκε στο ησυχαστήριό του στο Σεν Μόριτζ, όπου πέθανε στις 16 Απριλίου 1996, χτυπημένος από μια σπάνια αρρώστια, που του είχε παραλύσει το ανοσοποιητικό του σύστημα.
Όσα είχε σκεφθεί και δεν πρόλαβε να κάνει ο ίδιος για την Ελλάδα, τα πραγματοποιεί σήμερα το «Ίδρυμα Σταύρος Σ. Νιάρχος», που συνεστήθη με τη διαθήκη του. Δραστηριοποιείται με την παροχή δωρεών στους τομείς της παιδείας, της κοινωνικής πρόνοιας, της υγείας, των τεχνών και του πολιτισμού. Το ίδρυμα, που διευθύνουν τα παιδιά του, ανακοίνωσε το 2006 ένα φιλόδοξο έργο: την κατασκευή Μεγάλης Βιβλιοθήκης και Λυρικής Σκηνής σ' ένα τμήμα του παλιού Ιπποδρόμου επί της Λεωφόρου Συγγρού.
Γκρέτα Γκάρμπο ήταν Σουηδή ηθοποιός του κινηματογράφου, μία από τις πιο γοητευτικές και διάσημες σταρ της μεγάλης οθόνης
Γκρέτα Γκάρμπο
1905 – 1990
Η Γκρέτα Γκάρμπο ήταν Σουηδή ηθοποιός του κινηματογράφου, μία από τις πιο γοητευτικές και διάσημες σταρ της μεγάλης οθόνης. Η αινιγματική ιδιωτική ζωή της έλαβε θρυλικές διαστάσεις.
Η Γκρέτα Λοβίζα Γκούσταφσον, όπως ήταν το πραγματικό της όνομα, γεννήθηκε στις 18 Σεπτεμβρίου 1905 στη Στοκχόλμη από πολύ φτωχούς γονείς. Ως το 1923, χρονιά κατά την οποία πήρε το καλλιτεχνικό ψευδώνυμο Γκάρμπο, με το οποίο έμελλε να γίνει διάσημη στον κόσμο του κινηματογράφου, πέρασε δύσκολα χρόνια. Στα δεκατέσσερά της θα δουλέψει σε μπαρμπέρικο, μετά πωλήτρια και μοντέλο.
Εμφανίστηκε για πρώτη φορά ως ηθοποιός σε διαφημιστικό φιλμ για ένα φούρνο, όπου γνωρίστηκε με τον σκηνοθέτη Έρικ Πέτσλερ, ο οποίος της εμπιστεύθηκε ένα μικρό ρόλο στην ταινία του «Πέτερ ο αλήτης» («Luffar-Petter», 1922). Μεταξύ 1922 και 1924 μαθήτευσε στο Βασιλικό Θέατρο της Στοκχόλμης. Στο διάστημα αυτό γνωρίστηκε με τον διάσημο εκείνη την εποχή σκηνοθέτη Μάουριτς Στίλερ, ο οποίος της προσέφερε ένα σημαντικό ρόλο στο φιλμ «Ο θρύλος του Γκέστα Μπέρλινγκ» («Gösta Berling's Saga»,1924), από το γνωστό μυθιστόρημα της νομπελίστριας συγγραφέως Σέλμα Λάνγκερλεφ.
Ο Στίλερ τής έδωσε τότε το καλλιτεχνικό ψευδώνυμο Γκρέτα Γκάρμπο και την εκπαίδευσε στην υποκριτική του κινηματογράφου. Όταν το 1925 ο σουηδός σκηνοθέτης πήγε στις Ηνωμένες Πολιτείες για να συνεργαστεί με την MGM, ζήτησε με επιμονή να παραχωρηθεί και στην Γκάρμπο ένα συμβόλαιο.
Με την MGM, η Γκάρμπο θα γυρίσει 24 ταινίες, οι σημαντικότερες από τις οποίες είναι: «Ο Χείμαρρος («The Torrent»,1926), «Σαρξ και Διάβολος» («Flesh and the Devil», 1927) και «Αγάπη» («Love», 1927), με τον δημοφιλέστερο τότε ηθοποιό Τζον Γκίλμπερτ, ο οποίος συνέδεσε το όνομά του με το δικό της σ’ ένα ειδύλλιο, το οποίο πήρε μεγάλη δημοσιότητα.
Η μεγάλη της επιτυχία, όμως, θα έρθει το 1930, με το «Άννα Κρίστι», όταν θα ακουστεί για πρώτη φορά μέσα τις σκοτεινές αίθουσες η βαθιά, βραχνή φωνή της. Ήταν η πρώτη ομιλούσα ταινίας της μεγάλης σταρ.΄Ενα χρόνο αργότερα θα πρωταγωνιστήσει στην ταινία «Μάτα Χάρι», η οποία θα της χαρίσει τον τίτλο της πιο αινιγματικής σταρ του Χόλιγουντ.
Τον Ιούνιο του 1931 η Γκάρμπο θα γνωρίσει την Μερσέντες ντε Ακόστα. Οι δύο γυναίκες θα συνδεθούν με μακροχρόνια φιλία, που θα τελειώσει πικρά το 1960, όταν η Ακόστα, περιγράφοντας στην αυτοβιογραφία της τη σχέση τους, θα ισχυριστεί ότι είχαν δεσμό και θα δημοσιεύσει μία γυμνόστηθη φωτογραφία της Γκάρμπο από ένα ταξίδι που είχαν κάνει μαζί στη Σιέρα Νεβάδα.
Τη δεκαετία του 1930 το άστρο της Γκάρμπο συνεχίζει να λάμπει πάνω από το Χόλιγουντ, εξασφαλίζοντάς της δόξα, δύναμη και χρήμα. Χαρισματική μπροστά στην κάμερα, η Γκάρμπο θα συγκινήσει βαθιά το κοινό, ενσαρκώνοντας το 1937 τη Μαργαρίτα Γκτιέ στο «Η κυρία με τις καμέλιες», τόσο ώστε κάποιοι θα ομολογήσουν ότι, παρακολουθώντας το θάνατο της σταρ στην οθόνη, είδαν την ψυχή της να αποχωρίζεται από το κορμί της. Το ίδιο κοινό που συνέπασχε με το δράμα της Μαργαρίτας, θα γελάσει με την ψυχή του δύο χρόνια μετά, στην άλλη μεγάλη επιτυχία της Γκάρμπο, την κλασική «Νινότσκα».
Παρ’ όλα αυτά, θα χάσει για τρίτη φορά το Όσκαρ μέσα από τα χέρια της, αυτή τη φορά από τη Βίβιαν Λι και το επικό «Όσα παίρνει ο άνεμος». Το Χόλιγουντ, όμως, δεν την ξεχνά και το 1954 της απονέμει ειδικό Όσκαρ για τις «αξέχαστες ερμηνείες της», το οποίο η Γκάρμπο δεν μπήκε καν στον κόπο να παραλάβει αυτοπροσώπως.
Το 1941, σε ηλικία μόλις 36 ετών, εγκατέλειψε το χώρο του θεάματος. Αν και διάσημοι άνδρες μπαινόβγαιναν στη ζωή τής Γκάρμπο, κανένας δεν κατάφερε να σπάσει το φράγμα της μοναξιάς, που τη συντρόφευε ως τα βαθιά της γεράματα. Στις 15 Απριλίου 1990 πέθανε στη Νέα Υόρκη, σε ηλικία 84 ετών.
Η Γκάρμπο διέθετε, κατά την άποψη των σκηνοθετών της (Στίλερ, Παμπστ, Κιούκορ), αλλά και των κριτικών, το τέλειο ένστικτο του να κάνει τη σωστή κίνηση πάντα όποτε έπρεπε μπροστά στην κάμερα. Το ταλέντο της, η εντυπωσιακή ομορφιά της και η αδιαφορία της για την κοινή γνώμη έκαναν την καριέρα της μοναδική στην ιστορία του κινηματογράφου.
Το στυλ της περιείχε μυστήριο και απροσδιόριστο μαγνητισμό, πράγματα που αντιπροσώπευαν ό,τι ακριβώς ζητούσε το κοινό τής εποχής της. Το πρόσωπό της ενέπνευσε χιλιάδες απομιμήσεις. Το ειδικότερο ταλέντο της, να ενσαρκώνει τη μοιραία ηρωίδα που τα θυσιάζει στο τέλος όλα για τον έρωτα, βρήκε άμεση απήχηση στο κοινό.
Αριστείδης Παγκρατίδης, κατηγορήθηκε ως ο δράκος του Σέιχ Σου στην Θεσσαλονίκη και καταδικάστηκε για 5 φρικιαστικά εγκλήματα
Ο δράκος του Σέιχ Σου και ο Παγκρατίδης
Ο Αριστείδης Παγκρατίδης, κατηγορήθηκε ως ο δράκος του Σέιχ Σου στην Θεσσαλονίκη και καταδικάστηκε για 5 φρικιαστικά εγκλήματα, για τα οποία και οδηγήθηκε στο εκτελεστικό απόσπασμα τον Φεβρουάριο του 1968.
Ήταν όμως ο Αριστείδης Παγκρατίδης ο δράκος του Σέιχ Σου ή ήταν αθώος που καταδικάστηκε με τις «ευλογίες» του παρακράτους της μετεμφυλιακής Ελλάδας;
40 χρόνια μετά ήρθε η ανατροπή. Στην πραγματικότητα, με όλα όσα ήρθανε στο φως, ο δράκος του Σέιχ Σου ήταν μία ψυχοπαθητική προσωπικότητα, μεγαλόσχημος επιχειρηματίας της Θεσσαλονίκης, ο οποίος δεν δρούσε μόνος, αλλά με συνεργό. Το χρήμα εξασφάλισε την ανωνυμία του και τα βαθειά γηρατειά του.
Όλα ξεκίνησαν στις 19 Φεβρουαρίου 1959 όταν άγνωστος τραυματίζει βαρύτατα με πέτρες και ληστεύει ένα ζευγάρι, τον Αθανάσιο Παναγιώτου και την Ελεονόρα Βλάχου στο Σέιχ Σου, τα θύματα επέζησαν επειδή η παγωνιά σταμάτησε την αιμορραγία. Στις 6 Μαρτίου 1959 στην περιοχή της Μίκρας άγνωστοι δολοφονούν με πέτρες και ληστεύουν τον Κωνσταντίνο Ραΐση και την Ευδοκία Παληογιάννη. Μάλιστα βιάζουν τη γυναίκα.
Στις 3 Απριλίου 1959 άγνωστος μπαίνει στο Δημοτικό Νοσοκομείο, του οποίου η αυλή «ακουμπάει» στο Σέιχ Σου, σκοτώνει με πέτρα και ληστεύει τη ράφτρα του ιδρύματος Μελπομένη Πατρικίου. Οι τρεις εγκληματικές ενέργειες δημιουργούν την εντύπωση του «δράκου» που ρίχνει την εφιαλτική του σκιά του πάνω από την πόλη. Η αστυνομία δεν μπορεί να βρει άκρη. Είναι ένας φόβος διαλυτικός! Ένας φόβος που πλανάται πάνω από την πόλη, τρυπώνει στις ψυχές, αλλοιώνει χαρακτήρες, διαπερνά την καθημερινότητά, τρομάζει τον ύπνο και κάνει όλους να πιστεύουν ότι αυτοί θα είναι το επόμενο θύμα του δράκου!
Μέσα σ’ αυτό το κλίμα φόβου στις αρχές Δεκεμβρίου του 1963 συλλαμβάνεται ο 24χρονος, τότε, Αριστείδης Παγκρατίδης, επειδή μπήκε μεθυσμένος νύχτα στο ορφανοτροφείο «Μ. Αλέξανδρος», σε «αναζήτηση γυναίκας» όπως έλεγε. Τον Οκτώβριο του 1964 ο Αριστείδης Παγκρατίδης καταδικάζεται σε εννιάχρονη κάθειρξη για «εξαναγκασμόν εις ασέλγειαν» μιας 11χρονης τροφίμου. Κατά την ανάκριση, μέσα σε μια εβδομάδα, θα ομολογήσει ότι ήταν ο «δράκος του Σέιχ Σου».
Ο τρόπος λήψης της ομολογίας από την αστυνομία αλλά και το γεγονός ότι αρνήθηκε τα πάντα στον ανακριτή που οδηγήθηκε δημιούργησαν από την πρώτη στιγμή την αμφιβολία αν ήταν ο πραγματικός δράστης ή ένα εξιλαστήριο θύμα που του φόρτωσαν τις κατηγορίες, επειδή όπως αναφερόταν και στο παραπεμπτικό βούλευμα ο Παγκρατίδης «ουδεμιάς τυχών επιμελείας και διαπαιδαγωγήσεως, ετράπη εις την οδόν της διαφθοράς αποκτήσας πολλάς ανωμαλίας χαρακτήρος και διαστροφάς ως κίναιδος προς χρηματισμόν, ενεργητικός ομοφυλόφιλος, ηδονοβλεψίας, κλέπτης, υπεξαιρέτης, πότης, λιποτάκτης και καταχραστής χασίς». Τον Φεβρουάριο του 1966 καταδικάζεται «τετράκις εις θάνατον» και στις 6 Φεβρουαρίου του 1968 ο Παγκρατίδης θα εκτελεστεί στο συνήθη τόπο εκτελέσεων, στο δάσος του Σέιχ Σου.
Ο δημοσιογράφος Κώστας Τσαρούχας στο βιβλίο του «Υπόθεση Παγκρατίδη αθώος ή ένοχος;» το έτος 1989 ισχυρίζεται πως γνωρίζει τους πραγματικούς δράστες των εγκλημάτων. Αναφέρεται σε έναν βιομήχανο και το συνεργό του. Στο ίδιο βιβλίο περιλαμβάνεται και μια μαρτυρία καταπέλτης ενός απόστρατου αξιωματικού της Χωροφυλακής.
«…είχαμε εντολή να τον βγάλουμε δράκο, τον λυπόταν η ψυχή μου αλλά η εντολή ήταν από ψηλά….»
Το πράγμα φώναζε από μακριά ότι οι δολοφόνοι ήταν δυο. Υπήρχε όμως κάτι άλλο που έβγαζε κατευθείαν αθώο τον Παγκρατίδη από το έγκλημα της Μίκρας. Από το σημείο που υπήρχαν τα αίματα όπου έγινε η επίθεση με τη πέτρα, υπήρχε κάποια απόσταση μέχρι το σημείο που βρέθηκε το αυτοκίνητο. Στο αυτοκίνητο σταματημένο όπως ήταν, υπήρχε η δεύτερη ταχύτητα. Η εκδοχή να είχε μεταφέρει τα δύο πτώματα από το αυτοκίνητο στο σημείο που βρέθηκαν, δε στεκόταν. Ο Παγκρατίδης δεν ήξερε να οδηγεί. Ποιος οδήγησε λοιπόν το αυτοκίνητο εκεί που βρέθηκε; Σίγουρα κάποιος που ήταν οδηγός. Και πάντως όχι ο Παγκρατίδης που δεν ήταν. Ο δράκος ήταν δυο άτομα.
Ήταν ένας μεγαλόσχημος επιχειρηματίας, που ζει σήμερα στην Ελλάδα, όχι στη Θεσσαλονίκη, στην Αθήνα, με συνεργάτη του στα εγκλήματα τον οδηγό του. Αυτόν το τελευταίο τον φυγάδευσαν τότε στην Αμερική, όπου ζει και σήμερα. Έκανε κι εκεί κάτι ανάλογες μικροδουλειές. Ο μεγαλόσχημος επιχειρηματίας βιομήχανος ήταν διεστραμμένος άνθρωπος. Νεκρόφιλος. Ο οδηγός του χτυπούσε με τη πέτρα, σκότωνε τα θύματα κι αυτός μετά ασελγούσε πάνω στις γυναίκες.
Αναφερόμενος στη συνέχεια ο αξιωματικός στον έναν δράστη της υπόθεσης του δημοτικού νοσοκομείου με θύμα τη Μελπομένη Πατρικίου λέει ότι η αστυνομία γνώριζε την αλήθεια από τότε. Ο βιομήχανος έφυγε στο εξωτερικό τότε και άφησε τον οδηγό του να δράσει μόνος του. Πήγε λοιπόν αυτός. Έτσι το άλλοθι για τον ουσιαστικό δράκο ήταν ακλόνητο. Ο μεγαλόσχημος κύριος έβγαινε λάδι. Κι αν θυμάσαι τη λεπτομέρεια εκεί δεν υπήρξε συνουσία. Απόπειρα μόνο. Για να είναι «δεμένο» και το σενάριο και το άλλοθι. Ο Παγκρατίδης, όταν τον πήγαμε εκεί, ούτε το χώρο δεν ήξερε και ρωτούσε συνέχεια.
Ο φωτορεπόρτερ Γιάννης Κυριακίδης, 80 χρονών σήμερα, ο μόνος που κατάφερε ν’ αποθανατίσει τον Παγκρατίδη στις τελευταίες του ώρες πίσω από τη πλάτη ενός δημοσιογράφου, μιλάει για την εποχή. «Εκείνο το καιρό λόγω του ότι τα εγκλήματα γίνανε το ένα πίσω από το άλλο, η αγορά είχε νεκρώσει. Όλα τα καταστήματα στο κέντρο της πόλης επί ένα μήνα είχαν μείνει κλειστά και στο δρόμο δε περπατούσε ψυχή.
Οι εντολές είχαν έρθει από άνωθεν και εκείνος ο άτιμος υπομοίραρχος που ήθελε να πάρει κι άλλα γαλόνια κατέστρεψε τον καημένο το Παγκρατίδη. Τον βασάνιζε και τον έβαζε να ομολογήσει με το ζόρι. Μια μέρα έπιασα τον Αριστείδη κατά την ώρα των αναπαραστάσεων με τους ασφαλίτες και του είπα. Πες μου βρε παιδί μου τι σου συμβαίνει εσύ δείχνεις καταπονημένος»:
«Μια βδομάδα με ταΐζουν σαρδέλες και μου λεν πως θα μου δώσουν νερό μόνο αν ομολογήσω μου είπε. Μου υποδεικνύουν σε ποια σημεία εχτύπησα και στραγγάλισα. Ύστερα ήταν κι εκείνες οι αθεόφοβες υπεύθυνες του αναμορφωτηρίου που ψευδομαρτύρησαν και βαλαν και τα παιδάκια να πουν ψέματα.»
«Εδώ μόνο που τον έβλεπες τον Αριστείδη καταλάβαινες ότι δεν είχε τη δύναμη να τα βάλει με κείνον τον ίλαρχο που ήταν δυνατός και εύσωμος σαν λιοντάρι. Πως θα μπορούσε να τον σκοτώσει; Εκείνος ήθελε δυο άτομα για να πέσει κάτω κι όχι εύκολα…» «Θυμάμαι τον παπά που τον εξομολόγησε λίγο πριν την εκτέλεση. Έπεσε στην αγκαλιά μου κι έκλαιγε. Τόσο σίγουρος ήταν για την αθωότητά του Αριστείδη. Κάθε φορά που τον προέτρεπε να εξομολογηθεί εκείνος του απαντούσε κλαίγοντας: Είμαι πούστης, έκλεψα, ζητιάνεψα, όμως δε σκότωσα».
«Για μένα όμως εκεί που βεβαιώθηκα ήταν κατά τη τραγική στιγμή της καταδίκης του. Έχω ακόμα μπροστά μου την εικόνα του. Στο άκουσμα της θανατικής του ποινής, σήκωσε τα χέρια του απελπισμένος και μούγγρισε σαν άγριο θηρίο. Ανατρίχιασα όταν τον άκουσα να φωνάζει με όλες τις φλέβες πεταγμένες στο πρόσωπό του «μανούλα μου, ΕΙΜΑΙ ΑΘΩΟΣ». Σείστηκε το δικαστήριο. Εκείνη την ώρα, η επαγγελματική μου εμπειρία και η διαίσθησή μου, μ’ έπεισαν ότι αυτός ο άνθρωπος δεν ήταν ο δολοφόνος».
«Είναι όμως και κάτι άλλο. Μετά τα γεγονότα, ήρθε μια μέρα ξαφνικά στο γραφείο μου ο διοικητής της εγκληματολογικής υπηρεσίας. Του πρόσφερα καφέ. Φαινόταν προβληματισμένος και ανήσυχος. Έκτοτε ξανάρθε πολλές φορές. Μου φάνηκε περίεργο. Μια μέρα δεν άντεξε και τον έπιασαν τα κλάματα. Κοντεύω να σκάσω μου είπε. Το χω βάρος στη ψυχή μου. Εγώ έκανα την έρευνα. Οι πέτρες, τα δακτυλικά αποτυπώματα και τα λοιπά στοιχεία, δεν έχουν καμία σχέση με τον Παγκρατίδη. Του λέω δώσε μου στοιχεία και αναλαμβάνω την ευθύνη εγώ. Μου απάντησε ότι τον απειλούσαν με τη ζωή της κόρης του και δε τολμούσε φοβόταν. Πέθανε πριν πέντε χρόνια και πήρε το μυστικό μαζί του».
«Τον είχα ρωτήσει για ποιο λόγο φοβόταν. Υπάρχει περίπτωση ο δράστης ή οι δράστες να ζουν μέχρι σήμερα κι αν ναι για ποιο λόγο θα είναι ακόμη επικίνδυνοι; «Πιθανότατα ναι πρέπει να βρίσκονται στη ζωή κι έχουν σίγουρα μεγάλη οικονομική ή άλλη ισχύ αλλιώς δε θα υπήρχε ακόμη τόσος φόβος. Για μένα ο Αριστείδης Παγκρατίδης καταλήγει ο κύριος Κυριακίδης είναι 1000% αθώος. Θέλω να το ξεκαθαρίσω αυτό για να έχω ήσυχη τη συνείδησή μου. Είμαι 80 ετών και δε θέλω να φύγω όπως τον ταγματάρχη που έμεινε με το βάρος στη ψυχή του παίρνοντας το μυστικό του μαζί του».
Στη Θεσσαλονίκη κυκλοφορεί από τότε το όνομα ενός επιχειρηματία. Το βάρος του μυστικού διέρρευσε σαν μια θηλιά για το λαιμό που ο ένας τη χαρίζει στον άλλο. Όλοι ανεπίσημα αναφέρονται σ’ αυτόν μετά βεβαιότητας. Η υπόθεση όμως πλέον έχει κλείσει. Κανείς δεν ενδιαφέρθηκε ποτέ να την αναβιώσει. Η δικαίωση υπήρξε μόνο το τρελό όνειρο του μελλοθάνατου Παγκρατίδη. Ποιόν θα εξυπηρετούσε άλλωστε;
Γεώργιος Βιζυηνός πραγματικό ονοματεπώνυμο Γεώργιος Μιχαήλ Σύρμας ή Μιχαηλίδης, ήταν Έλληνας πεζογράφος, ποιητής και λόγιος
Γεώργιος Βιζυηνός
(1849-1896)
Ο Γεώργιος Βιζυηνός (πραγματικό ονοματεπώνυμο Γεώργιος Μιχαήλ Σύρμας ή Μιχαηλίδης, Βιζύη, 8 Μαρτίου 1849 – Αθήνα, 15 Απριλίου 1896), ήταν Έλληνας πεζογράφος, ποιητής και λόγιος. Θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους εκπροσώπους της ελληνικής λογοτεχνίας.
Ο Γεώργιος Βιζυηνός, γεννήθηκε στη Βιζύη της Ανατολικής Θράκης, το σημερινό Βιζέ της Τουρκίας, στις 8 Μαρτίου 1849, γιος πολύ φτωχικής οικογένειας. Ο πατέρας του Μιχαήλος Σύρμας δούλευε στα καμίνια του ασβέστη. Αργότερα έγινε πραματευτής και πέθανε από τύφο το 1854 αφήνοντας τον γιό του ορφανό σε ηλικία πέντε ετών.
Είχε άλλα τέσσερα αδέλφια: ο Μιχαήλος που πέθανε τρία χρόνια πριν από τον Γεώργιο, ο Χρηστάκης, ο αδικοσκοτωμένος ταχυδρόμος για τον οποίο μιλά στο διήγημά του Ποιος ήτο ο φονεύς του αδελφού μου, και δύο κορίτσια, η Άννα που πέθανε με τις συνθήκες που περιγράφει στο Αμάρτημα της μητρός μου και η Αννιώ, που πήρε το όνομα της αδελφής της αλλά πέθανε κι αυτή μικρή.
Σε ηλικία δέκα ετών οι παππούδες του τον στέλνουν στην Κωνσταντινούπολη κοντά σε ένα θείο του για να μάθει ραπτική. Παραμένει εκεί μέχρι την ηλικία των 18, προστατευόμενος από τον Κύπριο έμπορο Γιάγκο Γεωργιάδη και αργότερα προστατευόμενος του αρχιεπισκόπου Κύπρου Σωφρονίου Β΄, ζει για ένα διάστημα στην Κύπρο, όπου μάλιστα τον προόριζαν για τον ιερατικό κλάδο.
Το 1872 γίνεται ιεροσπουδαστής στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης, χωρίς την υποχρέωση να ιερωθεί, όπου το 1873 δημοσιεύει και την πρώτη του ποιητική συλλογή (Ποιητικά Πρωτόλεια). Μεταξύ των καθηγητών του αναφέρεται και ο ποιητής Ηλίας Τανταλίδης, ο οποίος διέκρινε στον Βιζυηνό στοιχεία ιδιαίτερου ταλέντου και ευφυίας, ώστε τον σύστησε στον πλούσιο Γεώργιο Ζαρίφη.
Το 1874 το επικό ποίημά του Κόδρος βραβεύεται στον Βουτσιναίο Ποιητικό Διαγωνισμό. Την ίδια χρονιά εγγράφεται στη Φιλοσοφική Σχολή Αθηνών, αλλά με δαπάνες του Ζαρίφη μεταβαίνει στη Γερμανία, στη Γοτίγγη, όπου σπουδάζει φιλολογία και φιλοσοφία στο διάστημα 1875-1878.
Το 1876 η επόμενη ποιητική συλλογή του Άραις μάραις κουκουνάραις (μετονομάστηκε σε Βοσπορίδες Αύραι) βραβεύεται στον Βουτσιναίο Διαγωνισμό, στον οποίο το 1877 η συλλογή του Εσπερίδες επαινείται.
Το 1881 τυπώνεται στη Λειψία η διδακτορική του διατριβή Das Kinderspiel in Bezug auf Psychologie und Paedagogik («Το παιδικό παιχνίδι υπό έποψη ψυχολογική και παιδαγωγική»).
Μέχρι το 1884 ο Βιζυηνός επισκέπτεται το Παρίσι (1882), όπου γνωρίζει τον Δημήτριο Βικέλα, τον Marquis Queux de Saint-Hilaire και τη Juliette Lamber-Adam, και το Λονδίνο (1883), όπου σχετίζεται με τον πρεσβευτή Πέτρο Βράιλα-Αρμένη. Παράλληλα, δημοσιεύει την ποιητική συλλογή Ατθίδες Αύραι. Την ίδια χρονιά (1883) δημοσιεύεται στην Εστία το πρώτο μεγάλο διήγημά του Μεταξύ Πειραιώς και Νεαπόλεως. Δημοσιεύονται επίσης το Ποίος ήτον ο φονεύς του αδελφού μου και Το αμάρτημα της μητρός μου.
Το 1884, λόγω του θανάτου του προστάτη του, Ζαρίφη, υποχρεώνεται να επιστρέψει στην Αθήνα και διορίζεται καθηγητής σε γυμνάσιο.
Ένα χρόνο αργότερα εκλέγεται υφηγητής στην έδρα της Ιστορίας της Φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου Αθηνών, με την επί υφηγεσία διατριβή Η φιλοσοφία του καλού παρά Πλωτίνω. Παράλληλα δημοσιεύονται τα διηγήματά του Αι συνέπειαι της παλαιάς ιστορίας και Το μόνον της ζωής του ταξείδιον. Εκείνη την εποχή αρχίζει να ασχολείται με ένα μεταλλείο στο Σαμάκοβο.
Το 1886 γράφει το Ο Μοσκώβ-Σελήμ. Το 1892 προσβάλλεται από φρενική νόσο και καταλήγει έγκλειστος στις 14 Απριλίου 1892 στο Δρομοκαΐτειο Ψυχιατρείο. Εκεί ζει βυθισμένος στις ουτοπικές εμμονές του για την εκμετάλλευση του μεταλλείου στην πατρίδα του και στο παραληρηματικό πάθος του για τη νεαρή Μπετίνα Φραβασίλη (14 ετών), μαθήτριάς του στο Ωδείο Αθηνών, την οποία επιθυμούσε να νυμφευθεί. Ύστερα από τέσσερα χρόνια εγκλεισμού, πεθαίνει στις 15 Απριλίου 1896, σε ηλικία 47 ετών.
Έργο
Ο Βιζυηνός, νους κριτικός, ιδιοφυής, φιλέρευνος, διδάσκει, μεταφράζει τις γνωστότερες ευρωπαϊκές μπαλάντες, συγγράφει μελέτες φιλοσοφικές, αισθητικές, ψυχολογικές, λαογραφικές, αλλά και σχολικά εγχειρίδια και άρθρα για εγκυκλοπαιδικά λεξικά.
Το αφηγηματικό του υλικό, αντλημένο από προσωπικές και οικογενειακές μνήμες, από τις παραδόσεις και τα βιώματα της λαϊκής ζωής στην ιδιαίτερη πατρίδα του, διοχετεύεται στα διηγήματά του. Το υλικό αυτό ενισχυμένο από το στέρεο υπόβαθρο της παιδείας του και την επιστημονική γνώση της ψυχολογίας ενσωματωμένο σε μια ποικίλη, πλούσια γλώσσα υψηλού ήθους (λόγια, λαϊκή, ιδιωματική) διοχετεύεται στα διηγήματά του. Έτσι ο Βιζυηνός αναπτύσσει τη μυθοπλασία του. Ανακαινιστής και πρωτοπόρος, ανοίγει τον δρόμο της νεοελληνικής διηγηματογραφίας. Η αφήγηση σε πρώτο πρόσωπο, η μυθιστορηματική πλαστικότητα των χαρακτήρων, οι δραματικές συγκρούσεις, η δομή, η δραματικότητα, η άρτια αφηγηματική τεχνική — η ενδιαφέρουσα διαπλοκή του ιστορικού και του αφηγηματικού χρόνου — είναι μερικά από τα βασικά γνωρίσματα του «Αμαρτήματος της μητρός μου» αλλά και των άλλων διηγημάτων του.
Όλες οι μελέτες του -όπως και αρκετές ποιητικές συλλογές- εκδόθηκαν σε αυτοτελή τόμο. Τα διηγήματα και τα άρθρα δημοσιεύθηκαν σε διάφορα έντυπα της εποχής και δεν συγκεντρώθηκαν σε τόμο κατά τη διάρκεια της ζωής του. Από τα χειρόγραφά του σώζονται κάποιες επιστολές και αρκετά ποιήματα. Βλ. την έκδοση «Επιστολές» σε επιμέλεια Γ. Παπακώστα (Αθήνα: Πατάκης 2004) και για εκτενή βιβλιογραφικά τον Α´ τόμο της έκδοσης «Τα Ποιήματα» (Αθήνα: Ίδρυμα Κώστα και Ελένης Ουράνη 2003).
Ποιητικές συλλογές
Ποιητικά Πρωτόλεια (1873)
Ο Κόδρος (1874)
Βοσπορίδες Αύραι (1876)
Ατθίδες Αύραι (1883)
Εσπερίδες (1877)
Λυρικά
Παιδικαί ποιήσεις
Διηγήματα
Ο Άραψ και η κάμηλος αυτού (1879) - Παιδικό αφήγημα
Το αμάρτημα της μητρός μου (1883)
Μεταξύ Πειραιώς και Νεαπόλεως (1883)
Ποίος ήτον ο φονεύς του αδελφού μου (1883)
Αι συνέπειαι της παλαιάς ιστορίας (1884)
Το μόνον της ζωής του ταξείδιον (1884)
Πρωτομαγιά (1884)
Ο Tρομάρας (1884) - Παιδικό αφήγημα
Το Σκιάχτρο (1884) - Παιδικό αφήγημα
Ο Κλέπτης (1884) - Παιδικό αφήγημα
Μέσα εις το αμφιθέατρον (1890) - Παιδικό αφήγημα
Πώς οικονομείται ο χρόνος (1890) - Παιδικό αφήγημα
Ο Μοσκώβ-Σελήμ (1895)
Περισσότερα Άρθρα...
- Αβραάμ Λίνκολν, ήταν διακεκριμένος Αμερικανός πολιτικός, που διετέλεσε πρόεδρος των ΗΠΑ
- Έλλη Λαμπέτη, ήταν Ελληνίδα κορυφαία ηθοποιός του θεάτρου και του κινηματογράφου
- Διονύσης Παπαγιαννόπουλος, ήταν Έλληνας ηθοποιός του θεάτρου του κινηματογράφου και της τηλεόρασης
- Τζίμης Μακούλης ήταν Έλληνας μοντέρνος τραγουδιστής, συνθέτης και στιχουργός