Άρθρα
Χιροχίτο, ήταν ο 124ος αυτοκράτορας της Ιαπωνίας και ο μακροβιότερος στην ιστορία της
Ο αυτοκράτορας Χιροχίτο
Ο Χιροχίτο (Hirohito, 29 Απριλίου 1901 - 7 Ιανουαρίου 1989), επίσης γνωστός και ως Αυτοκράτορας Σόουα, ήταν ο 124ος αυτοκράτορας της Ιαπωνίας και ο μακροβιότερος στην ιστορία της.
Γεννήθηκε στο Ανάκτορο Αογιάμα στο Τόκιο και ήταν πρωτότοκος γιος του διαδόχου Γιοσιχίτο (μετέπειτα αυτοκράτορα Ταϊσό) και της πριγκίπισσας Σαντάκο. Το όνομα Χιροχίτο είναι σύνθετη λέξη αποτελούμενη από δύο ιδεογράμματα: "χίρο" (= μεγάλος, γενναιόδωρος, ευγενής) και "χίτο" (=αρετή, ανθρωπισμός), αποδίδοντας ευρύτερη σημασία «μεγάλος ανθρωπισμός». ή "ύψιστη αρετή". Ως παιδί ήταν γνωστός με τον τίτλο Πρίγκηπας Μίτσι (Michi no miya).
Η εξουσία του μακροβιότερου αυτοκράτορα της Χώρας του Ανατέλλοντος Ηλίου έμελλε να σημαδευτεί από μια σειρά ζοφερά γεγονότα, για τα οποία ο ρόλος και η εμπλοκή του ελέγχονται ακόμα και αποτελούν αντικείμενο ακαδημαϊκής έριδας και ιστορικών διαξιφισμών.
Ο Χιροχίτο, που ανήλθε στον αυτοκρατορικό θρόνο το 1926 και πέθανε το 1989, γνώρισε την ήττα και τη συντριβή από πρώτο πρόσωπο: ήταν εκείνος που θα ανακοίνωνε την άνευ όρων παράδοση της Ιαπωνίας στα συμμαχικά στρατεύματα, ο πρώτος μάλιστα αυτοκράτορας της Ιαπωνίας που παραδόθηκε ποτέ σε ξένο κατακτητή, και θα διαπραγματευόταν την αμερικανική κατοχή στο νησιωτικό κράτος.
Από τους χειρισμούς και τον ρόλο του στα χρόνια που θα ακολουθούσαν, η Ιαπωνία θα περνούσε από την αυτοκρατορική ηγεμονία στη συνταγματική μοναρχία, κολοσσιαία πολιτική αλλαγή που θα μετασχημάτιζε άρδην τόσο την πολιτική διακυβέρνηση όσο και την κοινωνική δομή.
Για τον Χιροχίτο βέβαια αυτό σήμαινε πως έπρεπε να απαρνηθεί τη θεϊκή του φύση, κίνηση που έκανε τελικά και αποδέσμευσε την εξουσία από τα χέρια του αυτοκράτορα-ενσάρκωση του θεού, περνώντας την κυριαρχία στον λαό.
Ο αυτοκράτορας Χιροχίτο συντέλεσε όσο κανείς στην οικοδόμηση της νέας ταυτότητας της Ιαπωνίας, κάνοντάς τη τελικά έναν από τους μεγάλους παίκτες στην παγκόσμια γεωπολιτική σκακιέρα...
Πρώτα χρόνια
Ο μακροβιότερος αυτοκράτορας της Χώρας του Ανατέλλοντος Ηλίου γεννήθηκε στις 29 Απριλίου 1901 στο Παλάτι του Τόκιο ως ο πρωτότοκος γιος του εστεμμένου πρίγκιπα και διαδόχου του θρόνου Yoshihito (αργότερα γνωστός ως αυτοκράτορας Taisho) και της πριγκίπισσας Sadako (αργότερα γνωστή ως αυτοκράτειρα Teimei). Ως παιδί, ο Χιροχίτο απομακρύνθηκε από τους γονείς του, όπως προστάζει το βασιλικό πρωτόκολλο της Ιαπωνίας, και έλαβε αυτοκρατορική εκπαίδευση σε ειδικό πρότυπο σχολείο για τα μέλη της βασιλικής οικογενείας.
Ολοκληρώνοντας τις σχολικές υποχρεώσεις, φοίτησε στην ειδική ακαδημία της Ιαπωνίας για τα βασιλικά μέλη, που σκοπό είχε να ετοιμάσει τον νεαρό πρίγκιπα για την αυτοκρατορική διαδοχή. Ο Χιροχίτο, αφού ολοκλήρωσε τη βασιλική εκπαίδευση, λαμβάνει στις 2 Νοεμβρίου 1916 επισήμως τον τίτλο του διαδόχου του στέμματος. Λίγο αργότερα, το 1921, θα γινόταν ο πρώτος διάδοχος του θρόνου της Ιαπωνίας που θα ταξίδευε στο εξωτερικό: περιδιαβαίνει σε ένα 6μηνο οδοιπορικό την Αγγλία, τη Γαλλία, την Ιταλία, την Ολλανδία και το Βέλγιο...
Επιστροφή και γάμος
Η ολοένα και χειρότερη νοητική κατάσταση του πατέρα του ωστόσο τον αναγκάζει να επιστρέψει άρον-άρον στην Ιαπωνία τον Νοέμβριο του 1921, για να αναλάβει ο νεαρός και άπειρος Χιροχίτο τα ηνία της χώρας ως προσωρινός ηγεμόνας.
Αφού υπογράφει μια σειρά από σημαντικές διακρατικές συμφωνίες, πέφτει θύμα δολοφονικής απόπειρας: στις 27 Δεκεμβρίου 1923, ένας αντιφρονούντας αριστερός επιχειρεί να τον σκοτώσει, αποτυγχάνει ωστόσο. Ο Χιροχίτο συνεχίζει τις μεταρρυθμίσεις του και στις 5 Μαΐου 1925 κάνει τη μεγάλη διαφορά αφήνοντας το στίγμα του στην ιστορία της χώρας: όλοι οι άντρες πάνω από το 25ο έτος της ηλικίας τους μπορούσαν πλέον να συμμετέχουν στην εκλογική διαδικασία!
Λίγο πριν, στις 26 Ιανουαρίου 1924, ο Χιροχίτο παντρεύτηκε την πριγκίπισσα Nagako (αργότερα αυτοκράτειρα Nagako), μια μακρινή ξαδέλφη με βασιλικό αίμα. Το ζευγάρι θα αποκτήσει στα επόμενα χρόνια 7 παιδιά...
Αυτοκράτορας της Ιαπωνίας
Στις 25 Δεκεμβρίου 1926, μετά τον θάνατο του πατέρα του, ο Χιροχίτο τον διαδέχεται στο τιμόνι της Ιαπωνίας, όταν κάθεται στον Θρόνο των Χρυσανθέμων ως ο 124ος αυτοκράτορας της χώρας. Παίρνει τον τίτλο «Σόουα» («Φωτισμένη Ειρήνη») και θα μείνει γνωστός ως αυτοκράτορας Σόουα.
Αφότου ανέλαβε καθήκοντα, η Ιαπωνία βρέθηκε σε κατάσταση κοινωνικής αναταραχής. Παρά τον πολιτικό αναβρασμό και το τεταμένο κλίμα, ο Χιροχίτο παρέμεινε πράος και ευγενικός, με την επιρροή του ωστόσο στον πολιτικό και διπλωματικό κόσμο της χώρας να είναι ιδιαίτερα ανεπαίσθητη. Σύντομα βέβαια ο Αυτοκρατορικός Στρατός θα ξεκινούσε την πραξικοπηματική του λειτουργία, που θα κατέληγε στη δολοφονία πολυάριθμων κυβερνητικών αξιωματούχων, περιλαμβανομένου και του πρωθυπουργού της χώρας (1932).
Ο Χιροχίτο ήταν επίσης πολύ απρόθυμος να υποστηρίξει την ιμπεριαλιστική πολιτική της κυβέρνησης και την ιαπωνική εισβολή στη Μαντζουρία (1931), η οποία θα οδηγούσε τελικά στον Δεύτερο Σινο-Ιαπωνικό Πόλεμο (1937). Στις 9 Ιανουαρίου 1932 γίνεται για δεύτερη φορά στόχος δολοφονικής απόπειρας, αυτή τη φορά από κορεάτη ακτιβιστή που επιχείρησε να τον σκοτώσει με χειροβομβίδα. Η απόπειρα μόλις που αποτυγχάνει. Κάτω από δική του εντολή, το πραξικόπημα του στρατού τίθεται σε περιορισμό στις 29 Φεβρουαρίου 1932...
Β' Παγκόσμιος Πόλεμος
Η επιθετική πολιτική και ο ολοένα και πιο ενεργός ρόλος του στρατού στα τεκταινόμενα της χώρας θα οδηγούσαν τελικά την Ιαπωνία στην προσχώρηση στις εχθροπραξίες του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, με την περίφημη επίθεση στο Περλ Χάρμπορ. Παρά το γεγονός ότι ο Χιροχίτο δεν ενθουσιάστηκε καθόλου από τις περιπέτειες που είχε εμπλακεί πλέον η χώρα του, δεν είχε άλλη επιλογή παρά να υποστηρίξει τα στρατεύματα. Οι εικόνες της εποχής τον απεικονίζουν με στρατιωτική στολή, ως ο ιδανικός τρόπος για να φανεί η θεϊκή του προστασία στα στρατεύματα.
Ο ρόλος του ωστόσο στα φονικά γεγονότα του Β' Παγκοσμίου είναι αμφιλεγόμενος: στις 27 Σεπτεμβρίου 1940 η Ιαπωνία υπέγραψε εξάλλου την τριμερή συμφωνία με τη ναζιστική Γερμανία και τη φασιστική Ιταλία κάτω από τη -φαινομενικά- δική του ηγεσία. Ο ίδιος αντιστάθηκε πάντως στο δέλεαρ του πολέμου και έκανε κάτι το αδιανόητο για ιάπωνα αυτοκράτορα: εισέβαλε στο Αυτοκρατορικό Συμβούλιο -την κυβέρνηση δηλαδή που αποφάσιζε υπέρ ή κατά του πολέμου-, αφήνοντας άπαντες άφωνους με την αναίδειά του να σπάσει την παράδοση αιώνων που ήθελε τον αυτοκράτορα σιωπηλό, και τόνισε στους κυβερνώντες την ανάγκη για ειρηνική επίλυση των διεθνών ζητημάτων.
Η επίθεση στο Περλ Χάρμπορ (7 Δεκεμβρίου 1941) φαίνεται να έχει ωστόσο τη συγκατάθεσή του, με τον ίδιο να αναπτύσσει προοδευτικά ενδιαφέρον για την πρόοδο των στρατιωτικών επιχειρήσεων και να αναλαμβάνει πρωτοβουλίες για την τόνωση του ηθικού του Αυτοκρατορικού Στρατού. Οι πηγές και οι αναφορές ποικίλουν πάντως για τον βαθμό στον οποίο γνώριζε την κατάσταση, αλλά και τη δράση του υπέρ ή κατά του πολέμου...
Παράδοση
Στις 15 Αυγούστου 1945, την επαύριο των ατομικών ολέθρων σε Χιροσίμα και Ναγκασάκι, ο Χιροχίτο σπάει την περίφημη αυτοκρατορική σιωπή του και ανακοινώνει από το ραδιόφωνο την άνευ όρων παράδοση της Ιαπωνίας στα συμμαχικά στρατεύματα, γινόμενος ο πρώτος ιάπωνας αυτοκράτορας που παραδόθηκε ποτέ σε ξένες δυνάμεις. Ταυτοχρόνως, ήταν η πρώτη φορά που άκουσε ο λαός της χώρας την αυτοκρατορική φωνή στο ραδιόφωνο.
Η Ιαπωνία μέτρησε 2,3 εκατομμύρια νεκρούς στρατιώτες και άλλες 800.000 απώλειες σε αμάχους από τα ζοφερά γεγονότα του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, με τον στρατηγό Ντάγκλας ΜακΆρθουρ, επικεφαλής του αμερικανικού στρατού, να στέλνεται στην Ιαπωνία για να επιβλέψει την «επανόρθωση» της χώρας.
Η Ιαπωνία βρίσκεται λοιπόν κάτω από αμερικανική κατοχή, με τους αξιωματούχους των ΗΠΑ να εισάγουν εκτεταμένες δημοκρατικές αλλαγές στους θεσμούς της χώρας. Την ώρα που δεν ήταν λίγοι αυτοί που ζητούσαν την καταδίκη του αυτοκράτορα ως εγκληματία πολέμου, οι ΗΠΑ ξεκίνησαν διά του αντιπροσώπου τους Ντάγκλας ΜακΆρθουρ το «παζάρι» με τον Χιροχίτο: ο αυτοκράτορας ήταν πλέον αναγκασμένος να φτιάξει νέο -και δημοκρατικότερο- Σύνταγμα για τη χώρα του, την ώρα που έπρεπε να απολέσει τη θεϊκή του ιδιότητα ως αυτοκράτορας. Η υποστήριξή του άλλωστε στην αμερικανική κατοχή ήταν απαραίτητη για να δεχτεί ο περήφανος λαός τον ξένο ζυγό.
Πολλοί ιστορικοί βλέπουν βέβαια τον Χιροχίτο ως εγκληματία πολέμου: τον θέλουν υπεύθυνο για τις θηριωδίες που έκαναν οι αυτοκρατορικές δυνάμεις κατά τον Δεύτερο Σινο-Ιαπωνικό Πόλεμο και τον Β' Παγκόσμιο. Ο ίδιος άλλωστε ενέκρινε τη χρήση φονικών τοξικών αερίων σε τουλάχιστον 375 ξεχωριστές περιπτώσεις στο πεδίο της μάχης.
Η εικόνα όμως που φιλοτέχνησαν για τον Χιροχίτο τόσο οι μεταπολεμικές αμερικανικές δυνάμεις κατοχής όσο και το Αυτοκρατορικό Παλάτι τον ήθελε ένα ανίσχυρο πιόνι που συμπεριφερόταν σύμφωνα με το αυστηρό πρωτόκολλο, μη συμμετέχοντας στη λήψη αποφάσεων. Ήταν άλλωστε ο στρατηγός ΜακΆρθουρ που επέμεινε όχι μόνο να μη δικαστεί ο Χιροχίτο για εγκλήματα πολέμου αλλά και να διατηρήσει τον θρόνο, ως εθνικό σύμβολο που ήταν για τη χώρα και εγγυήτρια δύναμη για τη σταθερότητα και την υπακοή του ιαπωνικού λαού.
Κι ενώ γλίτωσε τελικά τη δίκη, έπρεπε να χάσει τη θεϊκή του φύση για να προχωρήσουν οι δημοκρατικές μεταρρυθμίσεις, κι αυτό γιατί -σύμφωνα με το Σύνταγμα του 1889- η ηγεμονία του αυτοκράτορα στη χώρα είχε τη θεϊκή χάρη, με τον ίδιο να αποτελεί ενσάρκωση της βούλησης του Θεού. Ήταν λοιπόν το 1946 όταν έγινε το πραγματικά κολοσσιαίο βήμα της αλλαγής του τίτλου του αυτοκράτορα από «κυρίαρχος αυτοκράτορας» σε «συνταγματικός μονάρχης», ανοίγοντας τον δρόμο για την πραγματικά δημοκρατική διακυβέρνηση.
Ο Χιροχίτο συγκατατέθηκε και έγινε έτσι ο πρώτος δημοκράτης της Ιαπωνίας! Από τις μεταρρυθμιστικές πρωτοβουλίες που ανέλαβε κατόπιν ο αυτοκράτορας, η χώρα θα οδηγούταν προοδευτικά στην πολιτική και οικονομική σταθερότητα...
Τελευταία χρόνια
Μέχρι τον θάνατό του, ο Χιροχίτο παρέμεινε ενεργή φυσιογνωμία στα πεπραγμένα της Ιαπωνίας, παρά το γεγονός ότι δεν ήταν πλέον «θεός». Λειτούργησε ως κεφαλή του κράτους και συνέβαλε καθοριστικά στην ανοικοδόμηση της νέας ταυτότητας της χώρας και την ισχυροποίηση του στάτους της στον υπόλοιπο κόσμο: μέχρι τον θάνατό του, η οικονομία της Ιαπωνίας ήταν η δεύτερη μεγαλύτερη του κόσμου.
Διατήρησε τη δημόσια παρουσία του και εμφανιζόταν συχνά ενώπιον του λαού σε ειδικές περιστάσεις και γιορτές, αλλά και σε απλά καθημερινά γεγονότα. Διαδραμάτισε επίσης κεφαλαιώδη ρόλο στις διπλωματικές επαφές της Ιαπωνίας, ταξιδεύοντας στο εξωτερικό και συναντώντας ξένους ηγέτες.
Ταυτόχρονα, αφιερώθηκε ολόψυχα στο πάθος του, τη θαλάσσια βιολογία, για την οποία έγραψε μάλιστα πολυάριθμα βιβλία και ίδρυσε πολυάριθμα ερευνητικά κέντρα. Ο ίδιος μάλιστα υπογράφει μια σειρά από ερευνητικές μελέτες (απλώς ως Χιροχίτο) που συστήνουν στον επιστημονικό κόσμο μια σειρά από άγνωστα ζώα.
Ο αυτοκράτορας Χιροχίτο πέθανε από καρκίνο στις 7 Ιανουαρίου 1989 στον τόπο που είχε γεννηθεί: το Αυτοκρατορικό Παλάτι. Τον διαδέχθηκε ο Ακιχίτο, πρωτότοκος γιος του και σημερινός αυτοκράτορας της Ιαπωνίας. Η εμπλοκή του Χιροχίτο στον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο θεωρείται ακόμα και σήμερα θέμα ταμπού για την Ιαπωνία.
Κωνσταντίνος Καβάφης, ποιητής της Ελληνικής διασποράς, με παγκόσμια ακτινοβολία
Κωνσταντίνος Καβάφης
1863 – 1933
Ποιητής της Ελληνικής διασποράς, με παγκόσμια ακτινοβολία.
Ο Κωνσταντίνος Καβάφης (Αλεξάνδρεια, 29 Απριλίου 1863 - Αλεξάνδρεια, 29 Απριλίου 1933) είναι ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες ποιητές της σύγχρονης εποχής. Γεννήθηκε και έζησε στην Αλεξάνδρεια και σε ποιήματά του μιλά γι' αυτήν, γι' αυτό και αναφέρεται συχνά ως «ο Αλεξανδρινός». Δημοσίευσε ποιήματα, ενώ δεκάδες άλλα παρέμειναν ως προσχέδια. Τα σημαντικότερα έργα του τα δημιούργησε μετά την ηλικία των 40 ετών.
Ο Κωνσταντίνος Καβάφης γεννήθηκε στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου στις 17 Απριλίου 1863 (29 Απριλίου με το νέο ημερολόγιο). Ήταν το ένατο και τελευταίο παιδί του μεγαλέμπορου βαμβακιού Πέτρου-Ιωάννου Καβάφη, με καταγωγή από την Κωνσταντινούπολη. Ο πατέρας του είχε ζήσει στην Αγγλία και ήταν κάτοχος βρετανικού διαβατηρίου.
Τα πρώτα παιδικά του χρόνια τα πέρασε στη γενέτειρά του, στην αριστοκρατική οδό Σερίφ, μέσα σ’ ένα πλούσιο περιβάλλον με Γάλλο παιδαγωγό και Αγγλίδα τροφό. Με τον θάνατο του πατέρα του το 1870 αρχίζει η παρακμή της οικογένειάς του. Δύο χρόνια αργότερα, η μητέρα του Χαρίκλεια Καβάφη (το γένος Φωτιάδη) υποχρεώνεται να φύγει από την Αλεξάνδρεια και να μετακομίσει με τα παιδιά της, πρώτα στο Λονδίνο και μετά στο Λίβερπουλ.
Στα έξι χρόνια της διαμονής του στην Αγγλία ο νεαρός Κωνσταντίνος θα μάθει σε βάθος την Αγγλική γλώσσα και θα καλλιεργήσει την έμφυτη ροπή του προς τα Γράμματα. Το 1878 η οικογένειά του αντιμετωπίζει εκ νέου οικονομικά προβλήματα, εξαιτίας της Κρίσης του 1873 και επιστρέφει στην Αλεξάνδρεια. Ο δεκαπενταετής Κωνσταντίνος μελετά κατ’ οίκον και το 1881 συνεχίζει τις σπουδές του στο εμπορικό λύκειο Ο Ερμής, που ιδρύεται εκείνη τη χρονιά από τον Κωνσταντίνο Παπαζή.
Τον επόμενο χρόνο, η οικογένειά του θα μετακομίσει εκ νέου, αυτή τη φορά στην Κωνσταντινούπολη, εξαιτίας των εθνικιστικών ταραχών στην Αίγυπτο, που καθιστά επισφαλή τη θέση των Ευρωπαίων. Ο αγγλικός στόλος βομβαρδίζει την Αλεξάνδρεια και η οικία Καβάφη γίνεται παρανάλωμα του πυρός. Η οικογένειά του θα φιλοξενηθεί επί τριετία από τον παππού του Γεωργάκη Φωτιάδη.
Την περίοδο της παραμονής του στην Πόλη εκδηλώνονται οι πρώτες συστηματικές προσπάθειές του στην ποίηση. Η ατμόσφαιρα και το τοπίο της φαίνεται να τον εμπνέουν και αυτό διαπιστώνεται στα ποιήματά του Ο Βεϊζαδές προς την ερωμένη του (1884), Dünya Güzeli (1884), Νιχώρι (1885) και το πρώτο του πεζό Μια νυξ στο Καλντέρι (1884).
Πάντως, το πρώτο κείμενο που σώζεται στο αρχείο του γράφτηκε το 1882. Πρόκειται για ένα ημερολόγιο σε αγγλική γλώσσα, με τον τίτλο Constantipoliad-En Epic (Κωνσταντινοπουλιάς - Ένα έπος), στο οποίο περιγράφονται οι προετοιμασίες για την αναχώρηση της οικογένειας από την Αλεξάνδρεια, το πολεμικό κλίμα των ημερών εκείνων και το ταξίδι ως την Κωνσταντινούπολη.
Τον Οκτώβριο του 1885 επιστρέφει στην Αλεξάνδρεια, μαζί με τη μητέρα του και τα δυο αδέλφια του, Αλέξανδρο και Παύλο, αφού πήραν αποζημίωση για τις καταστροφές του 1882. Μία από τις πρώτες αποφάσεις του είναι να αποκτήσει την ελληνική υπηκοότητα. Αρχίζει να εργάζεται πρώτα ως δημοσιογράφος και στη συνέχεια ως μεσίτης στο Χρηματιστήριο Βάμβακος. Το 1889 προσλαμβάνεται αρχικά ως άμισθος γραμματέας στην Υπηρεσία Αρδεύσεων και από το 1892 ως έμμισθος υπάλληλος, θέση στην οποία θα παραμείνει έως το 1922, φθάνοντας στον βαθμό του υποτμηματάρχη.
Το 1891 θεωρείται σημαντική χρονιά για τον Καβάφη. Εκδίδει το πρώτο αξιόλογο ποίημά του (Κτίσται) και δημοσιεύει μερικά από τα σπουδαιότερα πεζά κείμενά του (Ολίγα περί στιχουργίας, Ο Σακεσπήρος περί της ζωής, Ο καθηγητής Βλάκη περί της νεοελληνικής και δύο κείμενα για τα Ελγίνεια).
Από το 1893 έως το τέλος του αιώνα γράφει μερικά από τα σημαντικότερα ποιήματά του, όπως τα: Κεριά (1893), Τείχη (1896), Περιμένοντας τους Βαρβάρους (1899). Το 1896 συνεργάζεται με την εφημερίδα Phere d’ Alexandrie. O δημοσιογράφος και συγγραφέας Γεώργιος Τσοκόπουλος τον χαρακτηρίζει «Σκεπτικιστής, φιλοσοφικός, μελαγχολικός, με ειρωνική πικρία». Τον επόμενο χρόνο επισκέπτεται το Παρίσι και το Λονδίνο.
Το 1899 φεύγει από τη ζωή η μητέρα του Χαρίκλεια, την οποία υπεραγαπούσε. Είχαν προηγηθεί οι θάνατοι του παιδικού του φίλου Μικέ Ράλλη (1889), του αδελφού του Πέτρου-Ιωάννη (1891) και του παππού του Γεωργάκη Φωτιάδη (1896).
To 1902 ταξιδεύει για πρώτη φορά στην Ελλάδα και συγκεκριμένα την Αθήνα, όπου γνωρίζεται με τους ομοτέχνους του Γρηγόριο Ξενόπουλο και Ιωάννη Πολέμη. Σε μια επιστολή του αναφέρει ότι στην Αθήνα αισθανόταν, όπως ένας πιστός που πηγαίνει προσκυνητής στη Μέκκα. Τον επόμενο χρόνο επισκέπτεται και πάλι την Αθήνα, ενώ στις 30 Νοεμβρίου της ίδιας χρονιάς ο Ξενόπουλος γράφει στο περιοδικό Παναθήναια το ιστορικό άρθρο Ένας Ποιητής, που αποτελεί την πρώτη εγκωμιαστική παρουσίαση του καβαφικού έργου στο ελλαδικό κοινό. Το 1904 θα γράψει ένα από τα σπουδαιότερα ποιήματά του, το Περιμένοντας τους Βαρβάρους. Το 1905 επισκέπτεται για τρίτη φορά την Αθήνα για την κηδεία του αδελφού του Αλέξανδρου.
Τον Δεκέμβριο του 1907 εγκαθίσταται στο σπίτι της οδού Λέψιους 10, όπου και θα περάσει το υπόλοιπο της ζωής του, δημιουργώντας το σημαντικότερο τμήμα του έργου του. Η φήμη του διαρκώς εξαπλώνεται και στο διαμέρισμά του τον επισκέπτονται προσωπικότητες της λογοτεχνίας από την Ελλάδα και το εξωτερικό, όπως ο φουτουριστής Τομάσο Μαρινέτι, ο Αντρέ Μαλρό, ο Νίκος Καζαντζάκης, ο Κώστας Ουράνης και η Μυρτιώτισσσα.
Το 1911 θα γράψει το περίφημο ποίημά του Ιθάκη. Το 1914 γνωρίζεται με τον σπουδαίο Άγγλο μυθιστοριογράφο Έντουαρντ Μόργκαν Φόρστερ και συνδέεται μαζί του με φιλία. Πέντε χρόνια αργότερα, ο Φόρστερ θα συστήσει τον Καβάφη στο αγγλικό κοινό.
Το 1917 γνωρίζεται με τον Αλέκο Σεγκόπουλο, κατ’ άλλους νόθο γιο του, κατ’ άλλους ερωτικό του σύντροφο, πάντως μετέπειτα γενικό κληρονόμο του. Τον Απρίλιο του 1922 παραιτείται από την Υπηρεσία Αρδεύσεων για να αφοσιωθεί στο ποιητικό του έργο. «Επιτέλους απελευθερώθηκα από αυτό το μισητό πράγμα», γράφει κάπου. Τον επόμενο χρόνο πεθαίνει ο τελευταίος εν ζωή αδελφός του, ο Τζον Καβάφης, ο οποίος υπήρξε ο πρώτος θαυμαστής και μεταφραστής του έργου του.
Το 1926 η κυβέρνηση του δικτάτορα Πάγκαλου του απονέμει το παράσημο του Φοίνικος, διάκριση την οποία ο ποιητής αποδέχεται, υποστηρίζοντας ότι «το παράσημο μού το απένειμε η Ελληνική Πολιτεία, γι’ αυτό και το κρατώ». Το 1930 αρχίζει να υποφέρει από τον λάρυγγά του. Οι γιατροί διαπιστώνουν καρκίνο. Ο Καβάφης δεν μπορεί να μιλήσει και το 1932 υποβάλλεται σε τραχειοτομία στην Αθήνα.
Το 1933 επιστρέφει στην Αλεξάνδρεια, με την υγεία του διαρκώς να χειροτερεύει. Στις αρχές Απριλίου μεταφέρεται στο Ελληνικό Νοσοκομείο και στις 2 το πρωί της 29ης Απριλίου ο ποιητής αφήνει την τελευταία του πνοή, σε ηλικία 70 ετών.
Αυτοβιογραφικό σημείωμα του Κ. Π. Καβάφη
Είμαι Κωνσταντινουπολίτης την καταγωγήν, αλλά εγεννήθηκα στην Αλεξάνδρεια - σ' ένα σπίτι της οδού Σερίφ• μικρός πολύ έφυγα, και αρκετό μέρος της παιδικής μου ηλικίας το πέρασα στην Αγγλία. Κατόπιν επισκέφθην την χώραν αυτήν μεγάλος, αλλά για μικρόν χρονικόν διάστημα. Διέμεινα και στη Γαλλία. Στην εφηβικήν μου ηλικίαν κατοίκησα υπέρ τα δύο έτη στην Κωνσταντινούπολη. Στην Ελλάδα είναι πολλά χρόνια που δεν επήγα. Η τελευταία μου εργασία ήταν υπαλλήλου εις ένα κυβερνητικόν γραφείον εξαρτώμενον από το υπουργείον των Δημοσίων Έργων της Αιγύπτου. Ξέρω Αγγλικά, Γαλλικά και ολίγα Ιταλικά.
Μπενίτο Μουσολίνι, ήταν Ιταλός πολιτικός, ιδρυτής και ηγέτης του Φασιστικού Κόμματος
Μπενίτο Μουσολίνι
1883 – 1945
Ο Μπενίτο Μουσολίνι ήταν Ιταλός πολιτικός, ιδρυτής και ηγέτης του Φασιστικού Κόμματος. Κυβέρνησε την Ιταλία από το 1922 έως το 1943, επιβάλλοντας ένα ολοκληρωτικό καθεστώς, που επιδίωξε να εφαρμόσει στην πράξη τις φασιστικές του ιδέες. Γνωστός και ως Ντούτσε (Il Duce = αρχηγός, ηγέτης), υπήρξε ο πρώτος χρονολογικά από τους φασίστες δικτάτορες της Ευρώπης κατά τη διάρκεια του μεσοπολέμου.
Ο Μπενίτο Αμίλκαρε Αντρέα Μουσολίνι (Benito Amilcare Andrea Mussolini) γεννήθηκε στις 29 Ιουλίου 1883 στο Πρεντάπιο, ένα χωριό της επαρχίας Εμίλια - Ρομάνια, ένα από τα προπύργια διαχρονικά της Ιταλικής Αριστεράς. Ήταν γιος του τοπικού σιδερά Αλεσάντρο Μουσολίνι και της δασκάλας του χωριού Pόζας Μαλτόνι.
Ο πατέρας, πιστός στην ιδιαίτερη αγάπη που τρέφουν οι Ιταλοί για τα ονόματα μεγάλων ιστορικών προσωπικοτήτων, τον ονόμασε Μπενίτο, σε ανάμνηση του μεξικάνου επαναστάτη Μπενίτο Χουάρες, Αμίλκαρε προς τιμήν του γαριβαλδινού κομμουνάρου Αμίλκαρε Τσιπριάνι και Αντρέα προς τιμήν του σοσιαλιστή ηγέτη Αντρέα Κόστα, εκ των ιδρυτών του Ιταλικού Σοσιαλιστικού Κόμματος (PSI). Ακολουθώντας τα βήματα της μητέρας του, ο νεαρός Μπενίτο τελείωσε το σχολείο κι έγινε και αυτός δημοδιδάσκαλος. Ιδεολογικά ταυτίστηκε με τα «πιστεύω» του πατέρα του κι έγινε ένθερμος σοσιαλιστής.
Το 1902, σε ηλικία 19 ετών, αποφασίζει να μεταναστεύσει στην Ελβετία. Εκεί όμως μπλέκει, συλλαμβάνεται για αλητεία και αναρχική δράση και απελαύνεται από τη χώρα. Αναγκάζεται να επιστρέφει στην Ιταλία και να εκτίσει τη στρατιωτική θητεία του. Ο χαρακτήρας του, όμως, δεν αλλάζει. Τα μπλεξίματα με την αστυνομία συνεχίζονται και ο ατίθασος Μπενίτο καταφεύγει στην Αυστρία. Εκείνο το διάστημα γράφει ένα μυθιστόρημα, το οποίο μεταφράζεται στα αγγλικά με τον τίτλο «The Cardinal’s Mistress» («Η ερωμένη του καρδινάλιου»).
Κυνηγημένος και από τις αυστριακές αρχές, καταφεύγει στο Φορλί, όπου γίνεται εκδότης της εφημερίδας «La Lotta di Classe» («Ταξική Πάλη»). Στο κεφάλι του στριφογυρίζουν οι ιδέες του Καρλ Μαρξ, τις οποίες αναμειγνύει με τη φιλοσοφία του Φρίντριχ Νίτσε, τις επαναστατικές δοξασίες του γάλλου ριζοσπάστη διανοητή Λουί Ογκίστ Μπλανκί και τις συνδικαλιστικές αρχές του γάλλου επαναστάτη Ζορζ Σορέλ, θεμελιωτή της θεωρίας της βίας του προλεταριάτου, παράγοντας ένα δικό του ιδεολογικό συνονθύλευμα.
Το 1910, ο 27χρονος πλέον Μπενίτο γίνεται γραμματέας της τοπικής οργάνωσης του Σοσιαλιστικού Kόμματος και καυχιέται να αυτοχαρακτηρίζεται «αντι-πατριώτης». Τον επόμενο χρόνο, η Ιταλία κηρύσσει τον πόλεμο στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και ο Μουσολίνι φυλακίζεται για την πασιφιστική του δράση. Μετά την αποφυλάκισή του εγκαθίσταται στο Μιλάνο και διορίζεται εκδότης της επίσημης εφημερίδας των σοσιαλιστών «Avanti» («Εμπρός»).
Θεωρεί ότι είναι ο ισχυρότερος σοσιαλιστής ηγέτης που γνώρισε ποτέ η Ιταλία. Πιστεύει ότι το προλεταριάτο μπορεί να ενωθεί σ’ ένα δυνατό «επαναστατικό πυρήνα», που τον ονομάζει fascio (από το σύμβολο της κρατικής εξουσίας της αρχαίας Ρώμης: τον πέλεκυ και τη δέσμη ράβδων των δικαστών). Είναι το σπέρμα για τη δημιουργία του φασιστικού κινήματος.
Ο Α' Παγκόσμιος Πόλεμος βρίσκει τον Μουσολίνι και τους άλλους ιταλούς σοσιαλιστές αντίθετους. Ο Μπενίτο πιστεύει μόνο στην πάλη των τάξεων και στην επανάσταση του προλεταριάτου. Ανεξήγητα, όμως, μέσα σε λίγους μήνες, κάνει στροφή 180 μοιρών. Αναθεωρεί τις απόψεις του για τον πόλεμο και εγκαταλείπει τόσο το Σοσιαλιστικό Κόμμα, όσο και τη θέση του εκδότη στην κομματική εφημερίδα «Avanti».
Τον Νοέμβριο του 1914 ιδρύει νέα εφημερίδα, την οποία ονομάζει «II Popolo d’ ltalia» («Ο λαός της Ιταλίας»), με προμετωπίδα τη ρήση του Μπλανκί «Όποιος έχει όπλο έχει ψωμί» και την εθνικιστική ομάδα «Fasci d’Azione Rivoluzionaria» («Πυρήνες Επαναστατικής Δράσης»). Πιστεύει ότι ο πόλεμος θα επιφέρει σύντομα την αποσύνθεση του κοινωνικού ιστού και ότι δημιουργεί τις κατάλληλες συνθήκες για την άνοδό του στην εξουσία.
Τον Μάρτιο του 1919 ιδρύει το κόμμα «Fasci Italiani di Combattimento» («Ιταλικοί Πυρήνες της Μάχης»), που συγκροτείται κυρίως από τις μονάδες κρούσης του ιταλικού στρατού. Ωστόσο, διανθίζονται από μποέμ πρώην σοσιαλιστές, επαναστάτες συνδικαλιστές, νεαρούς αμφισβητίες σπουδαστές - γενικώς από άτομα με την πολιτική ταυτότητα του προσωπικού κύκλου του Μπενίτο Μουσολίνι. Ετερόκλητες μονάδες, που ποθούν να αναλάβουν δράση, συσπειρώνονται σ’ έναν πατριωτικού χαρακτήρα κομματικό σχηματισμό. Στις εκλογές του Νοεμβρίου, όμως, ο Μουσολίνι καταποντίζεται.
Γρήγορα, όμως, ανασυντάσσει το κόμμα του, εκμεταλλευόμενος το κλίμα γενικής παράλυσης, που επικρατεί στην Ιταλία. Το 1920 σημειώνεται το αποκορύφωμα της επαναστατικής αναταραχής, όταν 500.000 εργάτες καταλαμβάνουν τα εργοστάσια όπου δουλεύουν (κυρίως χαλυβουργίες). Ο βασιλιάς Βίκτωρ Εμμανουήλ Γ’ φοβάται εμφύλια σύγκρουση. Η διετία 1919-1920 βαφτίζεται «κόκκινη» («biennio rosso»). Στη χώρα της ανεργίας, της σιτοδείας, των διαδηλώσεων και των καταλήψεων, το όραμα της Μεγάλης Ιταλίας φαντάζει ελκυστικό. Μία απόπειρα διάλυσης των φασιστών αποτυγχάνει.
Στις εκλογές της 15ης Μαΐου 1921 οι φασίστες σημειώνουν σημαντικά κέρδη και ο Μουσολίνι εκλέγεται για πρώτη φορά βουλευτής. Οι φιλελεύθεροι και δημοκράτες, που είναι οι νικητές των εκλογών, αδυνατούν να εκτιμήσουν σωστά την απειλή που κυοφορούσαν τα τουλάχιστον 300.000 οργανωμένα μέλη του Εθνικού Φασιστικού Κόμματος, που ιδρύθηκε στις 9 Νοεμβρίου του ίδιου χρόνου.
Ο Μουσολίνι, ο οποίος κατά τη διάρκεια των απεργιών έπαιξε το ρόλο μεσολαβητή μεταξύ επαναστατών, αρχών και βιομηχάνων, για να εξασφαλίσει τη στήριξη της Αριστερός δεσμεύτηκε αρχικά να υιοθετήσει απόψεις για συνταγματική μεταρρύθμιση και επιβολή φορολογίας στα υπερκέρδη των επιχειρήσεων. Ωστόσο, η κοινωνική σύνθεση του κόμματος, περιλαμβάνοντας ως και συντηρητικούς υποστηρικτές της μοναρχίας, δεν το επέτρεψε.
Οι φασίστες δημιουργούν «ομάδες επαγρύπνησης» και αρχίζουν να συγκρούονται στους δρόμους με τους σοσιαλιστές. Οι πρώην σύντροφοι καίνε τα γραφεία της «Avanti». Η μεταστροφή αυτή τους εξασφαλίζει τη στήριξη των βιομηχάνων. Τον Μάιο του 1922, 20.000 φασίστες καταλαμβάνουν την Μπολόνια και τον Αύγουστο το Μιλάνο.
Η πορεία προς τη ΡώμηΤα στελέχη του κόμματός του πιέζουν τον Μουσολίνι να αποφασίσει τη Μεγάλη Πορεία προς τη Ρώμη, που θα οδηγούσε στην κατάληψη της εξουσίας. Στο «τελεσίγραφο» προς την κυβέρνηση, με το οποίο ζητούσαν την παραίτησή της, παίρνουν αρνητική απάντηση. Τελικά, η Μεγάλη Πορεία πραγματοποιείται δύο μήνες μετά: στις 28 Οκτωβρίου 1922. Δύο μέρες αργότερα, ο Μουσολίνι εισέρχεται θριαμβευτικά στη Ρώμη, σαν ρωμαίος αυτοκράτορας, σχηματίζοντας κυβέρνηση την επόμενη ημέρα.΄Ενα μήνα αργότερα εξασφαλίζει προσωρινές δικτατορικές εξουσίες. Και δύο χρόνια αργότερα, στις 27 Ιανουαρίου 1924, υπογράφει τη Συνθήκη της Ρώμης με τη Γιουγκοσλαβία, βάσει της οποίας το Φιούμε (σημερινή Ριέκα της Κροατίας) περιέρχεται στην Ιταλία.
Ημέρα με την ημέρα οι πολιτικές ελευθερίες περιορίζονται. Τον Ιούνιο του 1924 τα υπόλοιπα κόμματα αποχωρούν από τη Βουλή, θεωρώντας ότι έτσι «εκβιάζουν» για τον τερματισμό της βίας. Καταφέρνουν ακριβώς το αντίθετο. Οι βιαιοπραγίες των Μελανοχιτώνων και της Φασιστικής Αστυνομίας (Milizia) που είχαν ιδρυθεί από το 1922 κορυφώνονται. Ο σοσιαλιστής πολιτικός Τζιάκομο Ματεότι, που έχει καταγγείλει ανοιχτά τις φασιστικές μεθόδους στη Βουλή, δολοφονείται.
Ο Μουσολίνι εγκαινιάζει επισήμως τη λογοκρισία στον Τύπο. Αρχίζει το πογκρόμ εις βάρος των αντιπάλων και ύστερα από μία απόπειρα εις βάρος της ζωής του, ο Μουσολίνι εισάγει τη θανατική ποινή για συνωμοσία κατά της βασιλικής οικογένειας ή του αρχηγού του κράτους. Θέλοντας να αποδυναμώσει την επιρροή της Εκκλησίας, έρχεται σε συμβιβασμό με τον πάπα. Με τις συμφωνίες του Λατερανού του παραχωρεί πλήρη εξουσία στο Βατικανό, υπό τον όρο ότι δεν θα αναμειγνύεται στα κοινά.
Ως το 1930 έχει γίνει απόλυτος δικτάτορας. Αρέσκεται να τον παρομοιάζουν με τον Ναπολέοντα και να φωτογραφίζεται για τους δημοσιογράφους με την αγαπημένη του λέαινα που έχει στον κήπο. Τον Οκτώβριο του 1935 εισβάλλει στην Αβησσυνία (σημερινή Αιθιοπία), κάνοντας πραγματικότητα το αυτοκρατορικό του όνειρο και διεκδικώντας μερίδιο στην αποικιοκρατούμενη Αφρική. Το 1936 υποστηρίζει τη δικτατορία του Φράνκο στην Ισπανία και συμμαχεί με τον Αδόλφο Χίτλερ.
Το 1940 εμπλέκει τη χώρα του στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ως μέλος του «Άξονα» Ιταλίας, Γερμανίας και Ιαπωνίας. Τον χειμώνα του 1940 θα υποστεί δεινή και ατιμωτική ήττα στα βουνά της Πίνδου από τον ελληνικό στρατό. Από τις οδυνηρές συνέπειές της θα τον απαλλάξουν οι σύμμαχοί του Γερμανοί, που θα εισβάλλουν στην Ελλάδα στις 6 Απριλίου 1941.
Στις 24 Ιουλίου 1943, αμέσως μετά την απόβαση των Συμμάχων στην Ιταλία, το Μεγάλο Φασιστικό Συμβούλιο θα τον απαλλάξει από τα καθήκοντά του και την επομένη ημέρα με διαταγή του βασιλιά ο Μουσολίνι θα συλληφθεί. Στις 12 Σεπτεμβρίου θα απελευθερωθεί από γερμανούς κομάντος και με τις ευλογίες του Χίτλερ θα ιδρύσει ένα βραχύβιο κρατικό μόρφωμα στην βόρεια Ιταλία, την Ιταλική Κοινωνική Δημοκρατία ή Δημοκρατία του Σαλό, όπως είναι γνωστή.
Μετά την κατάρρευση της γερμανικής άμυνας στην Ιταλία, τα συμμαχικά στρατεύματα προελαύνουν και στις 3 Ιουνίου 1944 μπαίνουν στη Ρώμη. Ο κλοιός γύρω από τον Μουσολίνι στενεύει. Στις 27 Απριλίου 1945, προσπαθώντας να διαφύγει στην Αυστρία, μεταμφιεσμένος σε γερμανό στρατιώτη, αναγνωρίζεται από κομμουνιστές παρτιζάνους και συλλαμβάνεται. Την επομένη, 28 Απριλίου 1945, ο Μπενίτο Μουσολίνι και η ερωμένη του Κλαρέτα Πετάτσι, που τον συνόδευε και επέμενε να παραμείνει μαζί του μέχρι το τέλος, θα εκτελεστούν στο Τζουλίνο της επαρχίας του Κόμο. Δύο ημέρες αργότερα τα πτώματά τους θα εκτεθούν σε κοινή θέα στην κεντρική πλατεία του Μιλάνου.
Σπύρος Μουστακλής, ήταν Αντιστράτηγος του ελληνικού στρατού με σημαντική αντιδικτατορική δράση
Σπύρος Μουστακλής
Ο Σπύρος Μουστακλής (1925 - 28 Απριλίου 1986) ήταν Αντιστράτηγος του ελληνικού στρατού με σημαντική αντιδικτατορική δράση, ο οποίος βασανίστηκε άγρια από την Χούντα των Συνταγματαρχών με αποτέλεσμα την παράλυσή του.
Βιογραφικά στοιχεία
Γεννήθηκε στο Μεσολόγγι. Αποφοίτησε από τη Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων το 1948. Κατετάγη εθελοντής στην Εθνική Αντίσταση στην οργάνωση Ε.Ο.Ε.Α-Ε.Δ.Ε.Σ. με στρατηγό τον Ναπολέοντα Ζέρβα στις 2/4/1943 μέχρι την 12/2/1945.
Ως μέλος της οργάνωσης έλαβε μέρος στις παρακάτω μάχες(4/7/1943)στη Γέφυρα Αχελώου κατά των Ιταλών.(16-17/7/1943) στη Μακρυνόρο, Σαραντίνα Κρίκελο κατά των Ιταλών. (2-3/10/1943) στον Άγιο Γεώργιο Καστανοχωρίου (Τσακνοχώρι) κατά των Γερμανών.(16-17/10/1943) στους Χαλκιοπούλους Βάλτου κατά των ΕΛΑΣιτών.(21/10/1943) στη μάχη Τετρακώμου κατά των Γερμανών.(3-7/9/1944) στο Κορφοβούνι και Φιλιππιάδα κατά των Γερμανών. (21/12/1944) στον Προφήτη Ηλία Άρτας κατά ΕΛΑΣιτών.
Στη μάχη Προφήτη Ηλία τραυματίσθηκε (συντριπτικό κάταγμα περόνης) και διακομίσθηκε για νοσηλεία στο Συμμαχικό Στρατιωτικό Νοσοκομείο (Polish General Hospital-No 14750) στο Μπάρι Ιταλίας. Έλαβε μέρος στον εμφύλιο πόλεμο (1948-1949) ως Ανθυπολοχαγός (Μάχες Βελούτας, Τούρκα Βάλτου,Γέφυρα Κόρακα Τριχωνίδος, Τρίκορφο, κ.λ.π.) και στη συνέχεια συμμετείχε στον πόλεμο της Κορέας (30/4/1952 - 14/7/1953) ως υπολοχαγός.
Κατά τη διάρκεια της Δικτατορίας συμμετείχε στο κίνημα του Ναυτικού. Συνεργάστηκε με τους αξιωματικούς του ναυτικού ως ταγματάρχης και ήταν από τους λίγους αξιωματικούς του στρατού που πήραν μέρος. Το κίνημα του Ναυτικού προδόθηκε πριν την εκδήλωσή του, με αποτέλεσμα μεταξύ των αξιωματικών να συλληφθεί και ο ίδιος (22 Μαΐου 1973).
Κρατήθηκε στα κρατητήρια του ΕΑΤ-ΕΣΑ για 47 ημέρες όπου βασανίστηκε άγρια. Κατά τη διάρκεια των βασανιστηρίων ένα βίαιο χτύπημα στην καρωτίδα προκάλεσε εγκεφαλικό με αποτέλεσμα να διακομιστεί (με καθυστέρηση πολλών ωρών) στο 401 Γ.Σ.Ν.Α., όπου εισήλθε με το ψευδώνυμο "Μιχαηλίδης" και αιτιολογία εισαγωγής "τρακάρισμα στον Ιππόδρομο". Το εγκεφαλικό τού προκάλεσε ολική παράλυση των δεξιών του άνω και κάτω άκρων.
Η αρχική διάγνωση ήταν "αφασία κινητικού τύπου, με μπλοκαρισμένο το κέντρο της κίνησης και της ομιλίας, εξαιτίας του εγκεφαλικού που προκλήθηκε από βίαιο χτύπημα στην καρωτίδα". Στη συνέχεια μεταφέρθηκε στην Πολυκλινική Αθηνών και ακολούθως στο ΚΑΤ, όπου παρέμεινε για δυο χρόνια, υποβαλλόμενος σε εντατικές φυσικοθεραπείες. Ύστερα από προσπάθειες πολλών μηνών, ο Μουστακλής κατάφερε να σταθεί όρθιος και να περπατήσει, αλλά δεν μπόρεσε να ξαναμιλήσει.
Έπειτα από αυτό το συμβάν, το δικτατορικό καθεστώς, φοβούμενο αντιδράσεις, μετρίασε τα βασανιστήρια κατά των αξιωματικών που είχαν συλληφθεί. Η τραγική κατάληξη του Μουστακλή αλλά και η ηρωική του στάση παραμένουν ακόμα σύμβολα αντιδικτατορικής δράσης.
Μετά το θάνατό του, δόθηκε τιμητικά το όνομά του στο στρατόπεδο-κέντρο νεοσυλλέκτων του Μεσολογγίου (Σύνταγμα Πεζικού). Προτομή του έχει αναγερθεί στα πρώην κρατητήρια του ΕΑΤ-ΕΣΑ (σήμερα πάρκο Ελευθερίας) στην Αθήνα. Επίσης στο όνομά του υπάρχουν οδοί στην Πυλαία Θεσσαλονίκης, στην Καλαμαριά, στην Ερμούπολη, στα Χανιά και το Ηράκλειο Κρήτης, στο Ίλιον, στη Λυκόβρυση και στο Αιγάλεω της Αθήνας.
Χαρακτηριστικοί είναι οι στίχοι του Αντώνη Δωριάδη που δημοσιεύθηκαν στην Ελευθεροτυπία για το μαρτύριο του Σπύρου Μουστακλή: «Του ζήτησαν να μαρτυρήσει / Δε μίλησε / Του τσάκισαν τα δόντια / Του τσάκισαν τα δάχτυλα / Του τσάκισαν τα πλευρά / Σιωπούσε / Του ’καψαν το στήθος / Του ’καψαν τα πόδια / Του ’καψαν την κοιλιά / Δε μαρτυρούσε / Του θραύσαν τις μασέλες / Του μάτωσαν τα νεφρά / Του συνθλίψαν τους όρχεις / Αυτός σιωπούσε / Κοίταζε μόνο / Αιώνες μακριά / Με τα μάτια / Του Ιησού».
Μετά από χρόνια ο Στ. Παττακός σχετικά ερωτηθείς δήλωσε κυνικά "Καλά του κάναμε. Να ησυχάσουμε. Η δύναμις επιβάλλεται δια παντός τρόπου. Ό,τι δε λύνεται, κόβεται. Σπαθί".
Σαντάμ Χουσεΐν ο παντοδύναμος ιρακινός ηγέτης
Σαντάμ Χουσεΐν
ο παντοδύναμος ιρακινός ηγέτης
Πρόεδρος του Ιράκ για περισσότερες από δύο δεκαετίες, ο διαβόητος ηγέτης έβαλε τη χώρα του σε μεγάλες στρατιωτικές περιπέτειες τόσο με το Ιράν όσο και με τη Δύση.
Το όνομά του παραμένει ταυτόσημο ως ένας από τους μεγαλύτερους εφιάλτες της Δύσης στη σύγχρονη εποχή, συνώνυμο του χημικού και βιολογικού πολέμου.
Ο ίδιος προτιμούσε πάντως να τον συγκρίνουν με τον αρχαίο βαβυλώνιο βασιλιά Ναβουχοδονόσορ, αλλά και με τον Σαλαντίν, τον μουσουλμάνο που τα έβαλε με τους Σταυροφόρους και απελευθέρωσε την Ιερουσαλήμ!
Στα χρονικά του ηγέτη του Ιράκ για 24 συναπτά έτη, εκκινώντας από το 1979, περιλαμβάνονται οι συγκρούσεις με το Ιράν, ο Πόλεμος του Κόλπου και πολλά ακόμα ζοφερά στιγμιότυπα μιας ζωής που θα τελείωνε απρόοπτα, όταν τα αμερικανικά στρατεύματα εισέβαλαν στο Ιράκ το 2003 και ο ίδιος καταδικάστηκε σε θάνατο.
Ο απαγχονισμός του δικτάτορα λειτούργησε ως συμβολική εικονογραφία ενός κόσμου που τελείωσε, δίνοντας έτσι οριστικό τέλος στην καταπίεση των μειονοτήτων της χώρας και την προνομιακή εκμετάλλευση των κοιτασμάτων πετρελαίου της χώρας...
Πρώτα χρόνια
Ο Σαντάμ Χουσεΐν Αμπντ αλ-Ματζιντ αλ-Τικρίτι γεννιέται στις 28 Απριλίου 1937 στην ιρακινή επαρχία του Τικρίτ, ως γιος βοσκού της περιοχής. Ο πατέρας εγκατέλειψε την οικογένεια λίγους μήνες πριν από τη γέννησή του, ενώ αμέσως μετά ο μεγαλύτερος αδερφός του πέθανε χτυπημένος από καρκίνο.
Ανήμπορη να ξεπεράσει τις τραγικές απώλειες, η μητέρα δεν μπορεί να μεγαλώσει όπως θα ήθελε τον μικρό Σαντάμ, γι' αυτό και τον στέλνει σε ηλικία 3 ετών να ζήσει στη Βαγδάτη με τον θείο του. Χρόνια αργότερα, ο Σαντάμ επέστρεψε στο χωριό του για να ενωθεί και πάλι με τη μητέρα του, η κακοποίηση όμως που υπέφερε από τον πατριό του τον ανάγκασε να επιστρέψει για άλλη μια φορά στη Βαγδάτη και την προστασία του θείου.
Ο θείος είναι όμως σκληροπυρηνικός σουνίτης μουσουλμάνος και φλογερός άραβας εθνικιστής, γεγονός που θα σφυρηλατήσει την πολιτική προσωπικότητα του έφηβου Σαντάμ, επηρεάζοντας καθοριστικά πλέον τις τοποθετήσεις του στη ζωή. Αφού αποφοιτήσει λοιπόν από το εθνικιστικό σχολείο της Βαγδάτης, το 1957, σε ηλικία 20 ετών, προσχωρεί στον εξτρεμιστικό παναραβικό σχηματισμό Μπάαθ, ένα ακραίο κόμμα δηλαδή που η ιδεολογία του ήταν να ενωθούν όλα τα αραβικά κράτη της Μέσης Ανατολής, με το αντιδυτικό του μένος να λειτουργεί ως επιστέγασμα.
Στις 7 Οκτωβρίου 1959, ο Σαντάμ συμμετέχει στο πραξικόπημα του Μπάαθ, όταν αυτό προσπάθησε να δολοφονήσει τον ιρακινό πρόεδρο Αμπντούλ Καρί Κασέμ, μετά την άρνηση του τελευταίου να προσχωρήσει στη νεοσύστατη Ενωμένη Αραβική Δημοκρατία και τη συμμαχία του φυσικά με το κομμουνιστικό κόμμα του Ιράκ.
Στην απόπειρα δολοφονίας, σκοτώνεται ο οδηγός του προέδρου, ο ίδιος ωστόσο επιβιώνει από τη μανία του Μπάαθ παρά τις πολλαπλές σφαίρες που δέχτηκε. Ο Σαντάμ λαβώνεται στο πόδι, καταφέρνει ωστόσο να το σκάσει στη Συρία, αν και πολλά μέλη του κόμματός του δεν θα είχαν την ίδια τύχη, αφού συνελήφθησαν και εκτελέστηκαν λίγο αργότερα. Στη Συρία θα βρει καταφύγιο και θα παραμείνει για λίγο, πριν μετακομίσει στην Αίγυπτο με σκοπό να φοιτήσει σε πανεπιστημιακό νομικό τμήμα...
Άνοδος στην εξουσία
Το 1963, με τον Σαντάμ να διανύει ήδη τον τρίτο του χρόνο στα νομικά έδρανα του Πανεπιστημίου του Καΐρου, το καθεστώς του Κασέμ ανατρέπεται από το νέο και πετυχημένο αυτή τη φορά πραξικόπημα του Μπάαθ, αναγκάζοντας τον φοιτητή να εγκαταλείψει τις σπουδές του και να επιστρέψει άρον-άρον στο Ιράκ.
Επιστρέφοντας όμως στο Ιράκ, τον περιμένουν μπελάδες: οι συνεχιζόμενες ενδοκομματικές διαμάχες στο εσωτερικό του Μπάαθ θα φέρουν τον Σαντάμ πίσω από τα σίδερα της φυλακής την επόμενη χρονιά. Όντας φυλακισμένος, ο φοιτητής του Νομικού Κολεγίου της Βαγδάτης συνεχίζει τις πολιτικές επαφές του και καταφέρνει να ανέλθει μπόλικα σκαλιά στην ιεραρχία του κόμματος. Κι έτσι το 1966 θα βρεθεί στη θέση του ανώτατου τοπικού στελέχους του Μπάαθ, γεγονός που του δίνει την απαραίτητη αυτοπεποίθηση -και βοήθεια φυσικά- να αποδράσει από τη φυλακή. Στα χρόνια που θα έρχονταν, η πολιτική του επιρροή θα αυξανόταν καθοριστικά...
Το 1968, ο Σαντάμ συμμετέχει σε νέο αιματοβαμμένο και εξίσου πετυχημένο πραξικόπημα του Μπάαθ, που κατέληξε με τον Αχμάντ Χασάν αλ Μπακρ πρόεδρο του Ιράκ και τον Σαντάμ βοηθό του!
Στα χρόνια της προεδρίας του αλ Μπακρ, ο Σαντάμ αποδεικνύεται αποτελεσματικός και προοδευτικός στην άσκηση των καθηκόντων του, παρά τη φήμη που αρχίζει να τον περιβάλλει ως άνθρωπος ανηλεής και αδίστακτος. Ο Σαντάμ έκανε τα πάντα για να εκμοντερνίσει τις υποδομές του Ιράκ, τη βιομηχανία και το εθνικό σύστημα υγείας, καταφέρνοντας μάλιστα η κοινωνική πολιτική της χώρας, το εκπαιδευτικό σύστημα και η αγροτική παραγωγή να ανέλθει σε δυσθεώρητα επίπεδα, επισκιάζοντας όλες τις άλλες αραβικές χώρες της περιοχής!
Ο Σαντάμ εθνικοποίησε ταυτόχρονα την πετρελαϊκή βιομηχανία του Ιράκ, πριν την πετρελαϊκή κρίση μάλιστα του 1973, η οποία απέδωσε απίστευτα έσοδα στο αραβικό έθνος. Ταυτοχρόνως, ο Χουσεΐν χρηματοδοτεί το πρώτο πρόγραμμα του Ιράκ για την ανάπτυξη χημικών όπλων και, για να εξασφαλίσει το καθεστώς από απόπειρες πραξικοπήματος, δημιουργεί ένοπλες παρακρατικές οργανώσεις (επιστρατεύοντας τον παραστρατιωτικό βραχίονα του Μπάαθ) για την ασφάλεια του καθεστώτος. Τότε αρχίζουν οι πρώτοι βασανισμοί, βιασμοί και εκτελέσεις των πολιτικών του αντιπάλων, μια αποτρόπαιη πρακτική που θα κλιμακωνόταν στα επόμενα χρόνια.
Το 1979, όταν ο ιρακινός πρόεδρος αποπειράθηκε να ενώσει Ιράκ και Συρία, σε έναν πολιτικό τακτικισμό που θα άφηνε ανίσχυρο τον Νο 2 της κυβέρνησής του, ο Σαντάμ τον αναγκάζει να παραιτηθεί, έπειτα από σειρά δολοπλοκιών και απειλών κατά της ζωής του. Κι έτσι, στις 16 Ιουλίου 1979 ο Σαντάμ ορκίζεται πρόεδρος του Ιράκ...
Λιγότερο από μία εβδομάδα αργότερα, ο Χουσεΐν συγκαλεί γενική συνέλευση του κόμματός του, στην οποία μνημονεύονται 68 μέλη του σχηματισμού του. Κάθε μέλος της λίστας συλλαμβάνεται αμέσως μετά και οι 22 εξ αυτών καταδικάζονται σε θάνατο. Μέχρι τις αρχές Αυγούστου του 1979, ήταν πια σαφές πώς θα κυβερνούσε ο Σαντάμ τη χώρα: τα μέλη του Μπάαθ και οι πολιτικοί αντίπαλοι που είχαν εξοντωθεί είχαν αγγίξει μερικές εκατοντάδες...
Δεκαετίες συγκρούσεων
Την ίδια χρονιά που ο Σαντάμ ανήλθε στην ηγεσία του Ιράκ, ο Αγιατολάχ Χομεϊνί ολοκλήρωνε την πετυχημένη ισλαμική επανάστασή του στο γειτονικό Ιράν. Ο Σουνίτης Χουσεΐν, η πολιτική δύναμη του οποίου βασιζόταν εξάλλου στην υποστήριξη της σουνιτικής μειονότητας του Ιράκ, ανησύχησε ότι οι εξελίξεις στο σιιτικό πλέον Ιράν θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε παρόμοιο ξεσηκωμό στο Ιράκ: ως απάντηση, στις 22 Σεπτεμβρίου 1980, ο Σαντάμ διατάζει τα στρατεύματά του να εισβάλουν στην πλούσια σε πετρέλαιο επαρχία Khuzestan του Ιράν.
Αυτή έμελλε να είναι η πρώτη πράξη ενός πολέμου που σύντομα θα κλιμακωνόταν, σπέρνοντας όλεθρο και καταστροφή στην περιοχή. Η εμπλοκή των δυτικών εθνών, αλλά και χωρών του αραβικού κόσμου, καθοριστική: φοβούμενοι την εξάπλωση του ισλαμικού εξτρεμισμού τόσο στην περιοχή όσο και στον υπόλοιπο κόσμο, η Δύση υποστηρίζει τον Σαντάμ, παρά το γεγονός ότι η εισβολή του στο Ιράν παραβίαζε κατάφωρα όλες τις διεθνείς συμβάσεις!
Στο πλαίσιο αυτό, η διεθνής κοινότητα αποφασίζει να αποσιωπήσει διακριτικά τη χρήση χημικών όπλων από το Ιράκ του Σαντάμ, όπως εξάλλου κάνει και στη γενοκτονία του κουρδικού πληθυσμού, αλλά και στο πυρηνικό πρόγραμμα που εγκαινίασε ο Σαντάμ. Κι έτσι, στις 20 Αυγούστου 1988, έπειτα από οκτώ χρόνια σφοδρών και συνεχών συγκρούσεων, που άφησαν εκατοντάδες χιλιάδες νεκρούς και στις δύο αντιμαχόμενες πλευρές, επιτεύχθηκε η πολυαναμενόμενη εκεχειρία.
Στα τέλη λοιπόν της δεκαετίας του '80, αποζητώντας να τονώσει τη ρημαγμένη οικονομία του Ιράκ, ο Σαντάμ βάζει στο επεκτατικό του στόχαστρο τους πλούσιους γείτονές του: χρησιμοποιώντας το ιστορικό άλλοθι ότι κάποτε ήταν τμήμα του Ιράκ, ο Σαντάμ εισβάλει στο Κουβέιτ στις 2 Αυγούστου 1990, αυτή τη φορά βέβαια βρίσκοντας απέναντί του τη διεθνή κοινότητα.
Με άμεση σχεδόν απάντηση του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, οικονομικές κυρώσεις εφαρμόζονται στο Ιράκ, την ίδια στιγμή που δόθηκε στον Σαντάμ τελεσίγραφο για την απόσυρση των στρατευμάτων του από το πετρελαιοπαραγωγό Κουβέιτ.
Σε κάτι που όλοι θα θυμούνται, όταν στις 15 Ιανουαρίου 1991 έληξε η διορία του ΟΗΕ στον Σαντάμ, ο συνασπισμός του ΝΑΤΟ, με επικεφαλής τις ΗΠΑ, ήταν πια έτοιμος να αντιμετωπίσει τις δυνάμεις του δικτάτορα, εγκαινιάζοντας αυτό που θα έμενε στην Ιστορία ως Πόλεμος του Κόλπου.
Μόλις έξι εβδομάδες αργότερα, το ΝΑΤΟ είχε εκδιώξει τα ιρακινά στρατεύματα από το κρατίδιο, ενώ στο σύμφωνο εκεχειρίας που υπογράφηκε ο Σαντάμ υποχρεώθηκε να καταστρέψει το χημικό και βιολογικό του οπλοστάσιο. Παρά τις οικονομικές κυρώσεις που συνέχιζαν να ισχύουν και τη στρατιωτική ήττα στο πεδίο της μάχης, ο Σαντάμ ανακήρυξε νικηφόρα την εκστρατεία στο Κουβέιτ!
Ο Πόλεμος του Κόλπου και η οικονομική δυσπραγία που ακολούθησε διαίρεσαν ακόμη περισσότερο τον ήδη κατακερματισμένο πληθυσμό του Ιράκ: στη δεκαετία του '90 έλαβαν χώρα διάφορες εξεγέρσεις του σιιτικού και κουρδικού πληθυσμού του Ιράκ, με τον υπόλοιπο πλανήτη να παρακολουθεί απαθής. Η διεθνής κοινότητα, φοβούμενη άλλον έναν πόλεμο, την κουρδική ανεξαρτησία (στην περίπτωση της Τουρκίας) αλλά και την εξάπλωση του ισλαμικού φονταμενταλισμού, επέλεξε να παραμείνει αμέτοχη στη σφαγή μεγάλων τμημάτων του ιρακινού πληθυσμού από τον Σαντάμ, οι ολοένα και πιο κατασταλτικές δυνάμεις ασφαλείας του οποίου έκαναν ό,τι ήθελαν στη χώρα.
Την ίδια βέβαια στιγμή με την ουδετερότητα του πλανήτη στα εγκλήματα του Σαντάμ, το Ιράκ παραμένει κάτω από στενό διεθνή έλεγχο. Κι έτσι το 1993, όταν οι ιρακινές δυνάμεις παραβίασαν νεκρή ζώνη που είχε επιβληθεί από τον ΟΗΕ, οι ΗΠΑ επιτίθενται με πυραύλους στη Βαγδάτη...
Και βέβαια από το 1998, όταν οι ιρακινές παραβιάσεις γενικεύτηκαν, με τον Σαντάμ να φέρεται να συνεχίζει μυστικά το παράνομο οπλοστάσιό του, οι αμερικανικές πυραυλικές επιθέσεις στο Ιράκ αυξάνονται καθοριστικά, μέχρι τον Φεβρουάριο του 2001 τουλάχιστον...
Μετά την επίθεση της 11ης Σεπτεμβρίου 2001 στο Παγκόσμιο Κέντρο Εμπορίου της Νέας Υόρκης και τον αμερικανικό πανικό που άγγιξε κόκκινο, η ρωσική αντικατασκοπεία εμπιστεύεται απόρρητες πληροφορίες στην αμερικανική κυβέρνηση που ήθελαν το Ιράκ να σχεδιάζει περαιτέρω τρομοκρατικά χτυπήματα σε αμερικανικό έδαφος.
Ο κύβος ερρίφθη και ο διαβόητος «Πόλεμος κατά της Τρομοκρατίας» της κυβέρνησης Μπους ήταν πλέον γεγονός: τον Ιανουάριο του 2002, ο πρόεδρος Μπους περιλαμβάνει το Ιράκ στον λεγόμενο «Άξονα του Κακού», δίπλα στο Ιράν και τη Βόρεια Κορέα δηλαδή, υποστηρίζοντας ότι ο Σαντάμ αφενός αναπτύσσει όπλα μαζικής καταστροφής αφετέρου είναι σύμμαχος της τρομοκρατίας...
Αργότερα την ίδια χρονιά, εγκαινιάζονται οι επιτόπιες έρευνες των αξιωματούχων του ΟΗΕ για ύποπτα οπλοστάσια σε διάφορες περιοχές του Ιράκ, παρά το γεγονός ότι λίγες ή και καθόλου ενδείξεις προσκομίστηκαν για την ύπαρξη τέτοιων ζοφερών προγραμμάτων. Παρά ταύτα, στις 20 Μαρτίου 2003, κάτω από το πρόσχημα ότι το Ιράκ διέθετε πράγματι όπλα μαζικής καταστροφής (καλά κρυμμένα προφανώς από τα μάτια των ειδικών του ΟΗΕ!) και ενορχήστρωνε νέες επιθέσεις στις ΗΠΑ, ο στρατιωτικός συνασπισμός των ΗΠΑ εισέβαλε για άλλη μια φορά στο Ιράκ.
Μέσα σε λίγες εβδομάδες, τόσο η στρατιωτική όσο και η πολιτική ηγεσία του Ιράκ είχαν ανατραπεί: στις 9 Απριλίου 2003 έπεσε η Βαγδάτη, με τον Σαντάμ Χουσεΐν βέβαια να διαφεύγει συνεχώς τη σύλληψη...
Σύλληψη, δίκη και εκτέλεση: οι τελευταίες ώρες του Σαντάμ
Στους μήνες που ακολούθησαν, οι Αμερικανοί εγκαινίασαν μια ιδιότυπη σταυροφορία για την ανεύρεση του Σαντάμ. Παρά το γεγονός ότι ο πάλαι ποτέ δικτάτορας κρυβόταν καλά, αυτό δεν τον εμπόδισε να κυκλοφορήσει μια σειρά από ηχητικά ντοκουμέντα στα οποία κατήγγειλε τους εισβολείς του Ιράκ και καλούσε τον λαό του σε αντίσταση.
Τελικά, στις 13 Δεκεμβρίου 2003, ο Σαντάμ βρέθηκε να κρύβεται σε ένα μικρό υπόγειο καταφύγιο κοντά σε φάρμα στη γενέτειρά του, το Τικρίτ. Από κει, μεταφέρθηκε στην αμερικανική βάση της Βαγδάτης, όπου και παρέμεινε μέχρι τις 30 Ιουνίου 2004, όταν και παραδόθηκε επισήμως στην προσωρινή ιρακινή κυβέρνηση για να δικαστεί για τα εγκλήματά του κατά της ανθρωπότητας.
Στη δίκη που ακολούθησε, ο φιλοπόλεμος κατηγορούμενος προκάλεσε ηχηρά την εξουσία του δικαστηρίου και προέβη σε μια σειρά από ομολογουμένως παράξενες δηλώσεις. Όπως και αν έχει, στις 5 Νοεμβρίου 2006 ο Σαντάμ κρίθηκε ένοχος για εγκλήματα πολέμου και καταδικάστηκε σε θάνατο, απόφαση που επικύρωσε το εφετείο της χώρας έπειτα από την έφεση των συνηγόρων του δικτάτορα.
Κι έτσι στις 30 Δεκεμβρίου 2006 γράφηκε το άδοξο τέλος του Σαντάμ Χουσεΐν: ο ιρακινός ηγέτης κρεμάστηκε σε ιρακινή βάση στη Βαγδάτη, παρά την παράκλησή του να εκτελεστεί.
Κατόπιν ενταφιάστηκε στη γενέτειρά του (31 Δεκεμβρίου 2006), κλείνοντας έτσι ένα μεγάλο κεφάλαιο της σύγχρονης ιστορίας του Ιράκ..
Περισσότερα Άρθρα...
- Μακρυγιάννης, ήταν γνωστός ήρωας της Ελληνικής Επανάστασης αλλά και για τα απομνημονεύματά του
- Θόδωρος Αγγελόπουλος, ήταν Έλληνας σκηνοθέτης του κινηματογράφου με διεθνή προβολή και σημαντικές διακρίσεις
- Φαρμακίδης Θεόκλητος, κληρικός, θεολόγος και συγγραφέας
- Ξενοφών Ζολώτας, διαπρεπής οικονομολόγος και πανεπιστημιακός, που διατέλεσε πρωθυπουργός