Άρθρα
Ελένη Ανουσάκη είναι Ελληνίδα ηθοποιός και πολιτικός
Ελένη Ανουσάκη
Η Ελένη Ανουσάκη είναι Ελληνίδα ηθοποιός και πολιτικός. Γεννήθηκε στην Αθήνα στις 30 Απριλίου 1944. Γονείς της είναι η ηθοποιός Μαλαίνα Ανουσάκη και ο τενόρος της λυρικής και πρωταγωνιστής της επιθεώρησης, Ευάγγελος Ανουσάκης.
Πρωτοεμφανίστηκε στον κινηματογράφο το 1950 σε ηλικία έξι ετών. Ήταν το μωρό που κρατούσε η Ελένη Χατζηαργύρη στην ταινία Αμάρτησα για το παιδί μου, στο οποίο πρωταγωνιστούσε ο πατέρας της. Δεκαέξι χρονών μπήκε στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου ως εξαιρετικό ταλέντο. Εμφανίστηκε στην ταινία Τα κόκκινα φανάρια και διώχτηκε από την σχολή. Αργότερα, αναιρέθηκε η απόφαση του διευθυντή Θάνου Κωτσόπουλου και επανήλθε.
Την ίδια περίοδο αποδέχτηκε την πρόσκληση της FOX και πήγε στην Τσινετσιτά για σπουδές, με δασκάλους τους Κάρολ Ριντ, Ρεξ Χάρισον, Ρίτσαρντ Μπαρντ, Μόνικα Βίτι κ.ά. Δεν ολοκλήρωσε τις σπουδές της, έπαιξε όμως στην ταινία του Κ. Ριντ Αγωνία και Έκσταση. Ακολούθησε μία σημαντική πορεία στο θέατρο, τον κινηματογράφο και την τηλεόραση.
Διετέλεσε πρόεδρος του Δημοτικού Συμβουλίου του Δήμου Αθηναίων επί δημαρχίας Δημήτρη Μπέη καθώς και βουλευτής Α΄ Αθηνών με το ΠΑΣΟΚ τα διαστήματα 1989-1990 και 1993-2004. Σύζυγός της είναι ο σκηνοθέτης και διευθυντής φωτογραφίας Δημήτρης Παπακωνσταντής.
Γιάννης Ρίτσος, πολυγραφότατος Έλληνας ποιητής, με διεθνή απήχηση
Γιάννης Ρίτσος
1909 – 1990
Ο Γιάννης Ρίτσος ήταν ένας σπουδαίος και πολυγραφότατος Έλληνας ποιητής, με διεθνή απήχηση, που ανήκει στη λεγόμενη «γενιά του ‘30. Ο «Επιτάφιος», η «Ρωμιοσύνη» και η «Σονάτα υπό το Σεληνόφως» είναι τρία από τα πιο γνωστά έργα του. Το 1975 προτάθηκε για το Νόμπελ Λογοτεχνίας.
Ο Γιάννης Ρίτσος γεννήθηκε στη Μονεμβασιά την πρωτομαγιά του 1909. Ήταν το μικρότερο από τα τέσσερα παιδιά του μεγαλοκτηματία Ελευθέριου Ρίτσου και της Ελευθερίας Βουζουναρά. Τα τρία μεγαλύτερα αδέλφια του ήταν η Νίνα (1898-1970), ο Μίμης (1899-1921) και η Λούλα (1908- 1995).
Το 1919 αποφοίτησε από το Σχολαρχείο της Μονεμβασιάς και το 1921 γράφτηκε στο Γυμνάσιο του Γυθείου. Την ίδια χρονιά πέθαναν ο αδερφός του Μίμης και η μητέρα του Ελευθερία, και οι δύο από φυματίωση. Το 1924 δημοσίευσε τα πρώτα του ποιήματα στο περιοδικό «Διάπλαση των Παίδων» με το ψευδώνυμο «Ιδανικόν Όραμα».
Το 1925 ολοκλήρωσε τις γυμνασιακές του σπουδές στο Γύθειο και έφυγε με την αδερφή του Λούλα για την Αθήνα. Είχε προηγηθεί η οικονομική καταστροφή του πατέρα του κι έτσι ο ποιητής αναγκάστηκε να εργαστεί για τα προς το ζην, αρχικά ως δακτυλογράφος και στη συνέχεια ως αντιγραφέας στην Εθνική Τράπεζα. Το 1926 προσβλήθηκε και ο ίδιος από φυματίωση και επέστρεψε στη Μονεμβασιά ως το φθινόπωρο του ίδιου χρόνου, οπότε γράφτηκε στη Νομική Σχολή της Αθήνας, χωρίς να μπορέσει ποτέ να φοιτήσει. Συνέχισε να εργάζεται ως βοηθός βιβλιοθηκάριου και γραφέας στο Δικηγορικό Σύλλογο της Αθήνας.
Τον Ιανουάριο του 1927 νοσηλεύτηκε στην κλινική Παπαδημητρίου και τον επόμενο μήνα στο σανατόριο «Σωτηρία», όπου έμεινε τελικά για τρία χρόνια. Στη «Σωτηρία» ο Ρίτσος γνωρίστηκε με τη Μαρία Πολυδούρη και με μαρξιστές και διανοούμενους της εποχής του, ενώ παράλληλα έγραψε κάποια ποιήματά του που δημοσιεύτηκαν στο φιλολογικό παράρτημα της Εγκυκλοπαίδειας «Πυρσός». Από το φθινόπωρο του 1930 και για ένα χρόνο έζησε στα Χανιά, αρχικά στο φθισιατρείο της Καψαλώνας και μετά από προσωπική του καταγγελία των άθλιων συνθηκών ζωής που επικρατούσαν εκεί σε τοπική εφημερίδα, μεταφέρθηκε μαζί με όλους τους τροφίμους στο σανατόριο Άγιος Ιωάννης.
Τον Οκτώβριο του 1931 επέστρεψε στην Αθήνα κι ανέλαβε τη διεύθυνση του καλλιτεχνικού τμήματος της Εργατικής Λέσχης. Εκεί σκηνοθέτησε και συμμετείχε σε παραστάσεις. Η υγεία του βελτιώθηκε σταδιακά, το ίδιο και τα οικονομικά του με τη βοήθεια της αδερφής του Λούλας, που είχε στο μεταξύ παντρευτεί και φύγει για την Αμερική. Τον επόμενο χρόνο, ο πατέρας του μπήκε στο Ψυχιατρείο στο Δαφνί (όπου πέθανε το 1938) και πέντε χρόνια αργότερα τον ακολούθησε η Λούλα, η οποία πήρε εξιτήριο το 1939.
Το 1933 συνεργάστηκε με το αριστερό περιοδικό «Πρωτοπόροι» και για τέσσερα χρόνια ως ηθοποιός με τους θιάσους Ζωζώς Νταλμάς, Ριτσιάρδη, Παπαϊωάννου και Μακέδου. Το 1934 άρχισε να αρθρογραφεί από τις στήλες του Ριζοσπάστη κι εξέδωσε την πρώτη του συλλογή με τίτλο «Τρακτέρ» με το ψευδώνυμο Σοστίρ (αναγραμματισμό του επιθέτου του). Τον ίδιο χρόνο έγινε μέλος του ΚΚΕ, στο οποίο παρέμεινε πιστός μέχρι το θάνατό του. Το 1935 κυκλοφορεί τη δεύτερη ποιητική συλλογή του με τίτλο «Πυραμίδες» και προσλαμβάνεται ως επιμελητής κειμένων στις εκδόσεις «Γκοβόστη».
Στις 9 Μαΐου 1936 γίνονται στη Θεσσαλονίκη αιματηρές ταραχές, κατά τη διάρκεια της μεγάλης καπνεργατικής απεργίας. Την επομένη, ο Ρίτσος βλέπει στο «Ριζοσπάστη» τη φωτογραφία μιας μάνας να θρηνεί το νεκρό παιδί της και παίρνει αφορμή για να γράψει ένα από πιο δημοφιλή ποίηματά του, τον «Επιτάφιο», που εκδίδεται σε 10.000 αντίτυπα. Με τη δικτατορία Μεταξά (1936-1940) τα τελευταία 250 καίγονται στους στύλους του Ολυμπίου Διός.
Το 1937 νοσηλεύτηκε στο σανατόριο της Πάρνηθας και τον ίδιο χρόνο, συγκλονισμένος από την αρρώστια της πολυαγαπημένης του αδελφής Λούλας, γράφει την ποιητική σύνθεση «Το τραγούδι της αδελφής μου», ένα από τα ωραιότερα λυρικά της νεοελληνικής ποίησης. Ο Κωστής Παλαμάς, εντυπωσιασμένος από το ποίημα, έγραψε τους στίχους - εγκώμιο για τον Ρίτσο:
Γρήγορο αργοφλοίβισμα της γαλάζιας πλάσης
Να παραμερίσουμε για να περάσεις.
Το 1938 κυκλοφορεί η «Εαρινή Συμφωνία» και προσλαμβάνεται στο Εθνικό Θέατρο. Δύο χρόνια αργότερα, εκδίδει την «Παλιά μαζούρκα σε ρυθμό βροχής» και προσλαμβάνεται ως χορευτής στη Λυρική Σκηνή.
Στη διάρκεια της Κατοχής, ο Ρίτσος έζησε κατάκοιτος, παρόλα αυτά συμμετείχε στη δραστηριότητα του μορφωτικού τμήματος του ΕΑΜ και αρνήθηκε να δεχτεί χρήματα από έρανο όταν κινδύνεψε η ζωή του από τις κακουχίες το 1942. Μετά την ήττα του ΕΛΑΣ στα «Δεκεμβριανά» ακολούθησε τις δυνάμεις του στη σύμπτυξη. Περνά από τη Λαμία, όπου συναντά τον Άρη Βελουχιώτη και φθάνει μέχρι την Κοζάνη, όπου ανεβάστηκε το θεατρικό του «Η Αθήνα στ’ άρματα». Το 1945 γράφει τη «Ρωμιοσύνη», ένα ακόμη δημοφιλές ποίημά του, που το μελοποίησε το 1966 ο Μίκης Θεοδωράκης.
Στη διάρκεια του Εμφυλίου Πολέμου εξορίστηκε λόγω της αριστερής δράσης του στο Κοντοπούλι της Λήμνου (1948), στη Μακρόνησο (1949) και στον Άγιο Ευστράτιο (1950-1951). Το 1952 επέστρεψε στην Αθήνα και πολιτεύτηκε στην ΕΔΑ. Το 1954 παντρεύτηκε την παιδίατρο Φηλίτσα Γεωργιάδου από τη Σάμο, με την οποία απέκτησε μία κόρη, την Έρη (1955). Το 1956 ταξίδεψε στη Σοβιετική Ένωση ως μέλος αντιπροσωπείας διανοουμένων και δημοσιογράφων και την ίδια χρονιά τιμήθηκε με το κρατικό βραβείο ποίησης για τη «Σονάτα του Σεληνόφωτος». Όταν το διάβασε ο σπουδαίος γάλλος ποιητής και συγγραφέας Λουί Αραγκόν (1897-1982) αισθάνθηκε «το βίαιο τράνταγμα μιας μεγαλοφυΐας» και αποφάνθηκε πως ο δημιουργός του είναι «ο μεγαλύτερος από τους ποιητές του καιρού μας που βρίσκονται στη ζωή».
Το 1960 ο Μίκης Θεοδωράκης μελοποίησε τον «Επιτάφιο» και σηματοδότησε την περίοδο της διάδοσης της μεγάλης ποίησης στο πλατύ κοινό. Το 1962 ο Ρίτσος επισκέφθηκε τη Ρουμανία και συναντήθηκε με το Ναζίμ Χικμέτ, του οποίου μετέφρασε ποιήματα στα ελληνικά. Κατόπιν πήγε στην Τσεχία και τη Σλοβακία, όπου ολοκλήρωσε την Ανθολογία Τσέχων και Σλοβάκων ποιητών, την Ουγγαρία και τη Λ. Δ. της Γερμανίας. Το 1964 συμμετείχε στις βουλευτικές εκλογές με την ΕΔΑ.
Όταν ξέσπασε το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου 1967, οι φίλοι του τον ειδοποίησαν να κρυφτεί, εκείνος όμως δεν έφυγε από το σπίτι του. Τον συνέλαβαν και τον έκλεισαν στον Ιππόδρομο του Φαλήρου. Στα τέλη Απριλίου μεταφέρθηκε στη Γυάρο και αργότερα στο Παρθένι της Λέρου. Το 1968 νοσηλεύθηκε στον «Άγιο Σάββα» και στη συνέχεια τέθηκε σε κατ' οίκον περιορισμό στο σπίτι της γυναίκας του στο Καρλόβασι της Σάμου. Το 1970 επέστρεψε στην Αθήνα, μετά όμως από άρνησή του να συμβιβαστεί με το καθεστώς του Παπαδόπουλου εξορίστηκε εκ νέου στη Σάμο ως το τέλος του χρόνου που μπήκε για εγχείρηση στη Γενική Κλινική Αθηνών. Το 1973 συμμετείχε στα γεγονότα του Πολυτεχνείου.
Μετά την πτώση της δικτατορίας και τη μεταπολίτευση έζησε κυρίως στην Αθήνα, όπου συνέχισε να γράφει με πυρετώδεις ρυθμούς. Το 1975 αναγορεύτηκε σε επίτιμο διδάκτορα του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και τιμήθηκε με το μεγάλο γαλλικό βραβείο ποίησης «Αλφρέ ντε Βινί». Τον επόμενο χρόνο τιμήθηκε με το βραβείο «Λένιν» στη Μόσχα. Ακολούθησαν τα επόμενα χρόνια αναγορεύσεις του σε διάφορα ξένα πανεπιστήμια: Μπίρμιγχαμ (1978), Καρλ Μαρξ της Λειψίας (1984) και Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών (1987). Το 1986 του απονεμήθηκε το βραβείο «Ποιητής διεθνούς ειρήνης» του ΟΗΕ.
Ο Γιάννης Ρίτσος έφυγε από τη ζωή στις 11 Νοεμβρίου 1990, αφήνοντας πίσω του 50 ανέκδοτες ποιητικές συλλογές. Ενταφιάστηκε τρεις μέρες αργότερα στη γενέτειρά του Μονεμβασιά.
Το κύριο σώμα του έργου του συγκροτούν πάνω από 100 ποιητικές συλλογές, 9 πεζογραφήματα και 4 θεατρικά έργα. Οι μελέτες για ομοτέχνους του, οι πολυάριθμες μεταφράσεις και χρονογραφήματα, καθώς και άλλα δημοσιεύματα συμπληρώνουν την εικόνα του χαλκέντερου δημιουργού.
Λάκης Σάντας, Έλληνας αντιστασιακός που μαζί με τον Μανώλη Γλέζο κατέβασαν τη γερμανική σημαία από την Ακρόπολη
Λάκης Σάντας
Ο Λάκης Σάντας ήταν Έλληνας αντιστασιακός που μαζί με τον Μανώλη Γλέζο κατέβασαν τη γερμανική σημαία από την Ακρόπολη τη νύχτα της 30ής προς 31 Μαΐου 1941. (22 Φεβρουαρίου 1922 - 30 Απριλίου 2011)
Ο Λάκης (Απόστολος) Σάντας (22 Φεβρουαρίου 1922 - 30 Απριλίου 2011), γεννήθηκε στην Πάτρα, όπου τότε υπηρετούσε ο πατέρας του ως δημόσιος υπάλληλος. Οι γονείς του κατάγονταν από το χωριό Πηγαδισάνοι της Λευκάδας, με τη μητέρα του να κατάγεται και από την Βυτίνα Αρκαδίας. Το 1934, η οικογένεια Σάντα εγκαθίσταται στην Αθήνα.
Τελειώνει το γυμνάσιο το 1940 και αμέσως μετά εισάγεται στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Θα αποφοιτήσει μετά την απελευθέρωση. Τη νύχτα της 30ής προς 31η Μαΐου 1941 θα κατεβάσει μαζί με το φίλο του Μανώλη Γλέζο τη χιτλερική σημαία από το βράχο της Ακρόπολης και θα την κρύψει στο πηγάδι που οι αρχαίοι τάιζαν τον Εριχθόνιο, όπου και βρίσκεται θαμμένη ακόμα.
Το 1942 εντάσσεται στο ΕΑΜ και λίγο αργότερα στην ΕΠΟΝ. Το 1943 βγαίνει στο βουνό με τον ΕΛΑΣ. Πήρε μέρος σε αρκετές μάχες στην Αιτωλοακαρνανία, τη Φθιώτιδα και την Αττικοβοιωτία και το 1944 τραυματίστηκε. Το 1946 εξορίζεται στην Ικαρία.
Το 1947 φυλακίζεται στην Ψυττάλεια, απ’ όπου το 1948 στέλνεται στη Μακρόνησο. Θα διαφύγει στην Ιταλία και θα ζητήσει πολιτικό άσυλο στον Καναδά, όπου θα ζήσει μέχρι το 1962.
Το 1963 επιστρέφει στην Ελλάδα όπου έζησε για το υπόλοιπο της ζωής του.
Ο ίδιος εξιστόρησε το εγχείρημα υποστολής της σημαίας και ορισμένα περιστατικά από τη δράση του στην Εθνική Αντίσταση στον Ηλία Πετρόπουλο.
Ανδρέας Λασκαράτος, σατιρικός και αφορισμένος
Ανδρέας Λασκαράτος
Σατιρικός και αφορισμένος
Ο Ανδρέας Λασκαράτος (1 Μαΐου 1811-24 Ιουλίου 1901) ήταν αξιόλογος σατιρικός ποιητής και πεζογράφος από την Κεφαλονιά. Αφορίστηκε από την Εκκλησία εξ αιτίας των σατιρικών βελών του κατά των κληρικών.
Γεννήθηκε την 1η Μαΐου το 1811 στο χωριό Ρετσάτα, κοντά στη Ληξούρι της Κεφαλονιάς κατά την περίοδο που τα επτάνησα περνούσαν από τη γαλλική στην αγγλική "κηδεμονία". Ως γόνος πλούσιας οικογένειας γαιοκτημόνων, σπούδασε νομικά στο Παρίσι, όμως το επάγγελμα του νομικού το εξάσκησε μόνο όταν βρέθηκε σε οικονομική ανάγκη. Υπήρξε μαθητής του Ανδρέα Κάλβου, ενώ γνώρισε και τον Διονύσιο Σολωμό, κάτι που ασφαλώς επηρέασε τη μετέπειτα πορεία του.
Ασχολήθηκε με τη δημοσιογραφία, την ποίηση, ενώ είναι πιο γνωστός ως λιβελογράφος. Εξέδωσε αρκετές σατιρικές εφημερίδες όπως ο «Λύχνος». Καταφέρθηκε εναντίον της αδικίας, της πολιτικής ανικανότητας, των θρησκευτικών προλήψεων αλλά και την αυθαιρεσία της θρησκευτικής αρχής, κάτι που έφερε και το "ρήγμα" στις σχέσεις του με την εκκλησία. Έζησε ολόκληρη τη διαδικασία της ένωσης και τάχθηκε κατά της παράδοσης άνευ όρων των νησιών στην Ελλάδα. Κατά τη διάρκεια των διώξεων έζησε στην Κέρκυρα, τη Ζάκυνθο και το Λονδίνο, ενώ τα τελευταία του χρόνια τα πέρασε στο Αργοστόλι.
Τα μυστήρια της Κεφαλονιάς και ο αφορισμός Τα "Μυστήρια της Κεφαλονιάς" είναι το πιο γνωστό έργο του Ανδρέα Λασκαράτου. Γράφτηκε το 1856 με υπότιτλο «ή σκέψεις απάνου στην οικογένεια, στη θρησκεία και στην πολιτική εις την Κεφαλονιά».
Ο ίδιος γράφει στον πρόλογό του: "Σκοπός του παρόντος βιβλίου είναι το σιάσιμο μιας σφαλερής ιδέας όπου έως τώρα εβασίλεψε και βασιλέβει ακόμη στην κοινωνία μας. Η κοινωνία μας νομίζει πως δεν πρέπει να ξεσκεπάζονται τα ελαττώματά της και θεωρεί ως εγκληματίαν εκείνον οπού το κάμη. – Νομίζει εξεναντίας ότι είναι χρέος κάθε καλού πατριώτη να κηρύττη αρετές εις τον τόπον των ελλαττωμάτων της. Τούτο έκαμε ώστε καθένας, φοβούμενος την πρόληψή της, αρνήθηκε να της ανοίξη τα μάτια εις τες αληθινές πηγές των κακών της. Ενώ απ' άλλο μέρος οι κατεργαραίοι, που σε κάθε κοινωνία ποτέ δεν λείπουνε, εκερδοσκοπήσανε ναν την αποκοιμήσουν, απάνω στον κρημνό της ανοησίας της, για να κλέψουν την υπόληψή της.
Εγώ δεν ημπορώ, εν συνειδήσει, να ναναρίσω την κοινωνία μας με το ναρκωτικό νανάρισμα των λαοπλάνων. Ούτε μήτε να σιωπήσω τα ολέθρια αποτελέσματα μιας τέτοιας σατανικής κερδοσκοπίας. Εγώ εξεναντίας ξεσκεπάζω τα ελαττώματά της με θάρρος και με εξουσίαν. Με όλην εκείνην την εξουσίαν οπού μου δίνει η Αλήθεια".
Το βιβλίο "Τα μυστήρια της Κεφαλονιάς" χωρίζεται σε τρία μέρη ανά θεματική, στα οποία ο συγγραφέας παραθέτει τις σκέψεις του για τα συγκεκριμένα ζητήματα. Στο έργο του σατιρίζει τις προλήψεις, τις κοινωνικές συμβάσεις και τις δεισιδαιμονίες αλλά και τη διαφθορά του ορθόδοξου κλήρου της Κεφαλονιάς. «Η ψυχή μας λοιπόν είναι συνθεμένη από δύναμες ανθρώπινης φύσεως και δύναμες μιας άλλης ανώτερης φύσης. Η πρώτες μας συγγενέβουνε με τον κόσμο. Η δεύτερες με τη Θεότητα». «Υπάρχει τω όντι μια ηθική τάξη πραγμάτων, ένας Οικουμενικός Αιώνιος Κόδικας, ο οποίος εμπεριέχει όλες εκείνες τις ηθικές αρετές οπού ολόκληρο το ανθρώπινο γένος ομολόγησε πάντα και θέλει ομολογήσει» αναφέρεται στο κεφάλαιο "Θρησκεία" του βιβλίου.
"Αυτή τη θεότητα ο Λασκαράτος τη θεωρεί κάτι πολύ μεγάλο και υψηλό και νομίζει πως η τρέχουσα τότε χριστιανική εκδοχή της τη μειώνει και την ευτελίζει" γράφει ο Βαγγέλης Σακκάτος στον "Ριζοσπάστη". Παραθέτει δε και το εξής απόσπασμα από τους «Στοχασμούς» : «Ύψωσε την ψυχή σου και την φαντασίαν σου εις τα απειράριθμα ηλιακά συστήματα του απείρου Παντός. Ιδές εις αυτά όλα ενωμένα ένα μόριον της Μεγαλειότητος του Θεού, και στοχάσου ενταυτώ ότι τα χριστιανικά μπαίγνια πιστεύουνε, πως τον θεόν εκείνον τόνε γνοιάζει τι μαγερεύουμε και τι τρώμε, διά να μας ανταμοίψη ή να μας παιδέψη!.. Οποία 'μπαιγνιοσύνη...».
Τα "Μυστήρια της Κεφαλονιάς" προκάλεσαν μεγάλες αντιδράσεις οι οποίες κατέληξαν στον αφορισμό του Λασκαράτου αρχικά από τον Μητροπολίτη Κεφαλονιάς και έπειτα από την Ιερά Σύνοδο. Συγκεκριμένα στις 2 Μαρτίου του 1956 ο μητροπολίτης Κεφαλονιάς Σπυρίδωνας Κοντομίχαλος, αφορίζει τον Ανδρέα Λασκαράτο και φυσικά το βιβλίο. Ο αφορισμός είχε προαποφασιστεί και συνταχτεί νωρίτερα (φέρει την ημερομηνία 16 Φεβρουαρίου 1856). Ο Λασκαράτος καταφεύγει κυνηγημένος στη Ζάκυνθο, αλλά στις 16 Μαρτίου 1856 αφορίζεται και εκεί, από τον μητροπολίτη της, Νικόλαο Κοκκίνη.
«Εάν όμως παρακούσει ταις εκκλησιαστικαίς ταύταις παραινέσεις και μη εις το πυρ δώσει τα παρ' αυτώ σωζόμενα αντίτυπα της παρ' αυτού εκδοθείσης Βίβλου, έχομεν αυτόν αφωρισμένον παρά Πατρός, Υιού και Αγίου Πνεύματος, παρά της Μίας Αγίας Καθολικής και Αποστολικής του Χριστού Εκκλησίας, παρά των τριακοσίων δέκα και οκτώ θεοφόρων πατέρων, έστω τρέμων και στένων επί της γης ως ο Κάιν, κληρονομησάτω τη λέπραν του Γιεζί και την αγχόνην του Ιούδα. Ταύτα μεν, η δε του Θεού χάρις και το άπειρον έλεος, και η ευχή και η ευλογία της ημών ταπεινότητος είη μετά πάντων ημών» αναφέρει ο αφορισμός της Κεφαλονιάς, τον οποίο σχεδόν όλοι οι παπάδες του νησιού διάβασαν από τον άμβωνα, με ελάχιστες εξαιρέσεις, σύμφωνα με το "Ριζοσπάστη".
Ο Λασκαράτος στην «Απόκριση εις τον αφορεσμό», γράφει πως «όταν ένας ήθε είναι αφορεσμένος από την Αγία Τριάδα, ήθελ' έχει αρκετά» και όλοι οι άλλοι «ενοχληθήκανε αχρείαστα». Πάντως λίγο πριν πεθάνει ο Λασκαράτος, ο επίσκοπος Κεφαλονιάς, Γερ. Δόριζας "λύνει" τον αφορισμό. Γράμμα του γιου του σατιρικού συγγραφέα, στον Τύπο, με τη συγκατάθεση του Ανδρέα Λασκαράτου, αναφέρει ότι τα «διάφορα μη αληθή» που δημοσιεύτηκαν περί αφορισμού δεν τους αφορούν, «αφού μάλιστα ως γνωστόν ο πατήρ μου εξακολουθεί να έχει τας αυτάς αρχάς και ιδέας, τας οποίας ανέκαθεν είχεν».
Ο Ανδρέας Λασκαράτος πέθανε τελικά στο Αργοστόλι, 23 Ιουνίου 1901. Το έργο του, πολύ πρωτοποριακό για την εποχή παραμένει διαχρονικό έως σήμερα. Αναμέσα στα κυριότερα έργα του, είναι: "Τα μυστήρια της Κεφαλονιάς", "Ιδού ο άνθρωπος ή ανθρώπινοι χαρακτήρες", "Ποιήματα και Ανέκδοτα", "Οι καταδρομές μου εξαιτίας του Λύχνου", "Απόκριση στον αφορισμό".
Βασίλης Γεωργιάδης, ήταν Έλληνας σκηνοθέτης, παραγωγός κινηματογράφου και ηθοποιός
Βασίλης Γεωργιάδης
Ο Βασίλης Γεωργιάδης ήταν Έλληνας σκηνοθέτης, παραγωγός κινηματογράφου και ηθοποιός. (Δαρδανέλλια, Τουρκία, 12 Αυγούστου 1921-Αθήνα, 30 Απριλίου 2000)
Αρχικά εργάσθηκε σαν βοηθός σκηνοθέτη, σε τρεις κατά σειρά ταινίες, "Το Παιδί μου Πρέπει να Ζήσει" (1951), "Νεκρή Πολιτεία" (1952) και "Το Ποντικάκι" (1954).
Δυο χρόνια μετά (1956), χρηματοδότησε ο ίδιος και σκηνοθέτησε την πρώτη του ταινία "Οι Άσσοι του Γηπέδου", που επαναπροβλήθηκε 41 χρόνια αργότερα, μόλις τρία πριν το θάνατό του, με τον τίτλο "Κυριακάτικοι Ήρωες" (1997).
Η σύλληψη της ιδέας του, να χρησιμοποιήσει δηλαδή στους ρόλους αληθινούς ποδοσφαιριστές, ήταν πρωτοποριακή και μοναδική στα χρονικά, ενώ και η σκηνοθετική της προσέγγιση, παρέπεμπε στον ιταλικό νεορεαλισμό.
Επίσης, έλαβε μέρος σαν ηθοποιός στο πρώτο του εκείνο έργο, ερμηνεύοντας έναν μικρό ρόλο, όπως και σε επτά ακόμη ταινίες. Το 2000 του αποδόθηκαν ευχαριστίες για τη συνεισφορά του στην ταινία "Πίσω Πόρτα".
Δύο από τις κινηματογραφικές ταινίες του Γεωργιάδη, «Τα κόκκινα φανάρια» και «Το χώμα βάφτηκε κόκκινο», προτάθηκαν από την Αμερικανική Ακαδημία Κινηματογράφου στην τελική πεντάδα για το Όσκαρ Καλύτερης Ξενόγλωσσης Ταινίας.
Περισσότερα Άρθρα...
- Εύα Μπράουν, ήταν Γερμανίδα ερωμένη του Αδόλφου Χίτλερ για δεκατρία χρόνια και σύζυγός του για ένα εικοσιτετράωρο
- Αττίλας, ήταν βασιλιάς των Ούννων
- Δήμητρα Λιάνη Παπανδρέου, η τρίτη κατά σειρά σύζυγος του Ανδρέα Παπανδρέου
- Αλέξανδρος Ωνάσης, ήταν μοναχογιός και διάδοχος του μεγιστάνα Αριστοτέλη Ωνάση