Άρθρα
Θανάσης Βέγγος, ήταν Έλληνας ηθοποιός θεάτρου, κινηματογράφου και τηλεόρασης
Θανάσης Βέγγος
Σαν Σήμερα 3 Μαΐου 2011 έφυγε ο καλός μας άνθρωπος, Θανάσης Βέγγος.
Ένας από τους μεγαλύτερους ηθοποιούς της Ελλάδας.
Ο καλός μας άνθρωπος, Θανάσης Βέγγος, έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 84 ετών λίγο μετά τις 7 το πρωί στο νοσοκομείο Ερυθρός Σταυρός. Ο μεγάλος ηθοποιός έφυγε μετά από μεγάλη περιπέτεια υγείας.
Ο Θανάσης Βέγγος βρίσκονταν σε καταστολή στην εντατική μονάδα αφού διαπιστώθηκε ότι έπαθε ένα νέο εγκεφαλικό επεισόδιο.
Η πολυήμερη νοσηλεία του στο πανεπιστημιακό νοσοκομείο του Ρίου και το εξιτήριο που είχε πάρει στις 9 Νοεμβρίου είχαν δώσει ελπίδες στην οικογένεια του ηθοποιού ότι τα προβλήματα σύντομα θα ξεπεραστούν, όμως το ατύχημα που είχε μέσα στο σπίτι τον οδήγησε σε μια ακόμη δύσκολη περιπέτεια.
Αυτές τις δύσκολες ώρες η σύζυγος και τα παιδιά του ηθοποιού ήταν στο πλευρό του.
Ο Θανάσης Βέγγος γεννήθηκε στον Πειραιά, στο Νέο Φάληρο, στις 29 Μαΐου του 1927 από το Βασίλη και την Ευδοκία Βέγγου, των οποίων ήταν και το μοναδικό παιδί. Ο πατέρας του ήταν δημόσιος υπάλληλος, συγκεκριμένα εργαζόταν στην Εταιρεία Ηλεκτρισμού, και ήρωας της αντίστασης.
Μετά τον πόλεμο, εκδιώχθηκε από τη δουλειά του εξαιτίας των πολιτικών του φρονημάτων. Η απόλυση του πατέρα του προκάλεσε, όπως ήταν αναμενόμενο, σοβαρό οικονομικό πρόβλημα στην οικογένεια του Θανάση, κάτι που τον αναγκάζει να ριχτεί στον αγώνα για το μεροκάματο. Κυριότερη μεταξύ των επαγγελμάτων με τα οποία ασχολήθηκε ήταν η απασχόληση σε επεξεργασίες δερμάτων. Παράλληλα έκανε διάφορα μικροθελήματα στη γειτονιά του.
Τα χρόνια 1948-1950 ο Θανάσης Βέγγος εξορίστηκε στη Μακρόνησο, όπου γνωρίστηκε με τον μετέπειτα γνωστό σκηνοθέτη Νίκο Κούνδουρο. Αυτή η γνωριμία οδήγησε στην πρώτη του εμφάνιση στον κινηματογράφο, το 1954 στην ταινία Μαγική Πόλις του Κούνδουρου. Για τα επόμενα πέντε χρόνια έπαιξε σε μικρούς ρόλους, εργαζόμενος παράλληλα και ως φροντιστής στα πλατό. Την περίοδο αυτή εμφανίστηκε σε μερικές από τις πιο ιστορικές ταινίες του ελληνικού κινηματογράφου, όπως Ο δράκος, Διακοπές στην Αίγινα, Μανταλένα, Συννεφιασμένη Κυριακή, Ο Ηλίας του 16ου, Ποτέ την Κυριακή.
Ο πρώτος του μεγάλος ρόλος είναι μαζί με το Νίκο Σταυρίδη στην ταινία Οι δοσατζήδες του 1960. Τον ίδιο καιρό, το 1959 πήρε άδεια ασκήσεως επαγγέλματος ηθοποιού όχι από Σχολή αλλά ως εξαιρετικό ταλέντο με εξετάσεις σε ειδική επιτροπή. Η πρώτη του θεατρική παράσταση ήταν στην επιθεώρηση «Ομόνοια πλατς πλουτς», δίπλα στους Νίκο Ρίζο και Γιάννη Γκιωνάκη, επίσης το 1959.
Τα επόμενα χρόνια, ο Θανάσης Βέγγος συνεργαζόμενος κυρίως με τον σκηνοθέτη Πάνο Γλυκοφρύδη, αναπτύσσει τον τύπο του νευρικού, αεικίνητου τύπου, που τον καθιέρωσε και αρχίζει να γίνεται δημοφιλής.
Στο βιογραφικό του Θανάση Βέγγου υπάρχουν ταινίες όπως Ψηλά τα χέρια, Χίτλερ, Μην είδατε τον Παναή, Ζήτω η τρέλα, Πολυτεχνίτης κι ερημοσπίτης που τον καθιέρωσαν στη συνείδηση του κοινού.
Το 1964, σε αναζήτηση καλλιτεχνικής ελευθερίας, ίδρυσε τη δική του εταιρία παραγωγής ΘΒ – Ταινίες Γέλιου.
Την περίοδο 1965-1969, συνεργαζόμενος με τον Πάνο Γλυκοφρύδη και τον Ερρίκο Θαλασσινό, αλλά και σκηνοθετώντας ο ίδιος κάποιες φορές, γύρισε τις καλύτερες κατά γενική ομολογία ταινίες του, όπως τις Φανερός πράκτωρ 000, Τρελός, παλαβός και Βέγγος, Ποιος Θανάσης;, που τις χαρακτηρίζουν το σουρεαλιστικό χιούμορ, ο αυτοσχεδιασμός και η πηγαία ερμηνεία.
Παρά την εμπορική και καλλιτεχνική τους επιτυχία, οι ταινίες αυτές οδηγούν την εταιρία του Βέγγου σε κλείσιμο και τον ίδιο σε οικονομική καταστροφή, από την οποία θα συνέλθει μόνο μετά από πολλά χρόνια.
Η καριέρα του συνεχίζεται με τον σκηνοθέτη Ντίνο Κατσουρίδη, ενώ η δημοτικότητά του παραμένει σταθερή κι οδηγεί στην αποθέωσή του από τον κόσμο στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης του 1971, όπου η ταινία Τι έκανες στον πόλεμο Θανάση; αποσπά τα βραβεία κριτικών και κοινού. Άλλη σημαντική ταινία αυτής της περιόδου είναι Ο Θανάσης στη χώρα της σφαλιάρας του 1976.
Η θεματολογία των ταινιών του μετατοπίζεται προς την κοινωνική κριτική, ενώ το 1983 σταματά για λίγα χρόνια να κάνει κινηματογράφο. Τη δεκαετία του ’80 ασχολείται με το γύρισμα έξι βιντεοταινιών και της τηλεοπτικής σειράς Βεγγαλικά που, μετά από προσπάθειες πολλών ετών, προβλήθηκε τελικά στην τηλεόραση το 1988. Το 1990 εμφανίστηκε στη σειρά του ΑΝΤ1 Αστυνόμος Θανάσης Παπαθανάσης.
Η επιστροφή του Θανάση Βέγγου στον κινηματογράφο γίνεται με την ταινία Ήσυχες μέρες του Αυγούστου του Παντελή Βούλγαρη. Η ερμηνεία του έχει πια διαφοροποιηθεί, είναι χαμηλών τόνων αλλά μεγάλης εκφραστικότητας, με κορυφαία στιγμή το ρόλο του στην ταινία Όλα είναι δρόμος του 1998. Την περίοδο αυτή εμφανίστηκε επίσης στην Επίδαυρο, το 1997 στο ρόλο του Δικαιόπολι στους Αχαρνής και το 2001 στην Ειρήνη του Αριστοφάνη με μεγάλη επιτυχία.
Το 2002, σχεδόν πενήντα χρόνια μετά την πρώτη του κινηματογραφική εμφάνιση, ο Θανάσης Βέγγος κράτησε έναν από τους βασικούς ρόλους στην τηλεοπτική σειρά Περί ανέμων και υδάτων. Συνεχίζει μέχρι σήμερα να είναι από τους πιο αγαπημένους και δημοφιλείς κωμικούς του ελληνικού κινηματογράφου.
Ο Θανάσης Βέγγος ήταν μέλος του Σωματείου Ελλήνων Ηθοποιών και του Σωματείου Παραγωγών. Ήταν μόνιμος κάτοικος της Αθήνας. Την εποχή που γυριζόταν Ο δράκος παντρεύτηκε την Ασημίνα Βέγγου, με την οποία ήταν μαζί μέχρι το τέλος της ζωής του, και είχαν δύο γιους.
Ο Θανάσης Βέγγος πέθανε στις 3 Μαΐου 2011 στις 7:10 το πρωί, ενώ νοσηλευόταν στο Νοσοκομείο Ερυθρός Σταυρός.
Δείτε βίντεο με τις καλύτερες ατάκες του Θανάση Βέγγου
Η Μηχανή του Χρόνου - Θανάσης Βέγγος
Αλέξης Δαμιανός, ήταν ηθοποιός, συγγραφέας, σκηνοθέτης, σύμφωνα με πολλούς η πλέον εμβληματική μορφή του ελληνικού κινηματογράφου
Αλέξης Δαμιανός
Ηθοποιός, συγγραφέας, σκηνοθέτης, σύμφωνα με πολλούς η πλέον εμβληματική μορφή του ελληνικού κινηματογράφου, παρότι γύρισε μόλις τρεις ταινίες. Αδιαπραγμάτευτες αξίες καθορίζουν το έργο καθώς και τον βίο του, με περιόδους αυτοεξορίας να διανθίζουν τον μύθο ενός από τους αυθεντικότερους δημιουργούς του τόπου.
Από το 1945, τη βραδιά της πρεμιέρας του πρώτου του θεατρικού έργου, «Το Καλοκαίρι θα θερίσουμε», όταν βρέθηκε σε μια φτωχική παράγκα στις πρώην Στέρνες, του είχε καρφωθεί η ιδέα. Hπιαν φτηνό κρασί με ψωμί - μεγάλη ανέχεια, ακριβώς μετά τον πόλεμο - συντροφιά με ένα ζευγάρι, εκείνη κορίτσι του Λούνα Παρκ, κι όταν ξημέρωσε, είδε σε μια μάντρα επάνω, ξερολιθιά, ούτε στάλα νερό, ένα ραδίκι που είχε ανθίσει μόνο με τον ήλιο!
Εκείνη η εικόνα, ενός αγριοράδικου, που επιζούσε χωρίς τίποτα, η Ελλάδα δηλαδή, μαζί με ένα άλλο συμβάν, είκοσι χρόνια αργότερα σε μια παραλία του Σχοινιά -μια λαϊκή κοκότα με τον φίλο της, νταβατζόφατσα, καβάλα σε μηχανάκι να προκαλούν μια παρέα Αμερικανών πεζοναυτών- έγιναν τα ερεθίσματα για την «Ευδοκία», την πιο θρυλική ταινία του νέου ελληνικού κινηματογράφου.
Η ταινία που στοίχειωσε με την «αισθητική της μπαναλιτέ» τις συγκλονιστικές ερμηνείες των πρωταγωνιστών της και την αξεπέραστη μουσική της μια ολόκληρη γενιά. Που για τον δημιουργό της, ηθοποιό, συγγραφέα και σκηνοθέτη Αλέξη Δαμιανό, υπήρξε το ανυπέρβλητό του αριστούργημα.
Γεννημένος στην Αθήνα, στα Πατήσια στις 21 Ιανουαρίου του 1921, με πατέρα γυμνασιάρχη και ψάλτη στην εκκλησία, ο Δαμιανός φοίτησε στη δραματική σχολή του Εθνικού Θεάτρου, παράλληλα με τη Φιλοσοφική, όπου μαθήτευσε δίπλα στον Αιμίλιο Βεάκη, στον οποίο και όφειλε τη βαθιά και ουσιαστική θεατρική του παιδεία.
Ως νέος ηθοποιός συμμετείχε σε παραστάσεις του Εθνικού, μέχρι να μεταπηδήσει το 1945 στους «Ηνωμένους Καλλιτέχνες», θίασο πρωτοπορίας, κολεκτίβα ηθοποιών ενταγμένων στην Αριστερά. Υπό την καθοδήγηση σκηνοθετών όπως ο Γιώργος Σεβαστίκογλου και ο Γιαννούλης Σαραντίδης, έπαιξε ρόλους ρεπερτορίου, κάνοντας παράλληλα και τις πρώτες συγγραφικές του απόπειρες. Ολοι μιλούσαν για ένα παθιασμένο παιδί του θεάτρου, σπινθηροβόλο, ευαίσθητο, ένας σοβαρός νέος με αγωνίες για την ανθρώπινη αξιοπρέπεια και τη κοινωνική δικαιοσύνη.
Συμμετείχε στο ιστορικό ανέβασμα του «Ματωμένου Γάμου» του Λόρκα, το 1948 από το Θέατρο Τέχνης σε σκηνοθεσία Κάρολου Κουν, μουσική Μάνου Χατζιδάκι και σκηνικά κοστούμια Γιάννη Τσαρούχη, ο οποίος αποδείχτηκε ο πιο οξυδερκής συμβουλάτοράς του στο χτίσιμο του ρόλου του ως φεγγάρι και παρέμεινε σημαντικός του φίλος έκτοτε. Κάτι που δεν συνέβη με τον Κουν, με τον οποίο ήρθε σε ιδεολογικού, κυρίως, τύπου ρήξη και τον οποίο θεωρούσε υπεύθυνο για τη νόθευση του ελληνικού θεατρικού έργου και την «παραπλάνηση» του κοινού από την άκριτη επιλογή εισαγόμενων έργων.
Tον ίδιο-χρόνο ίδρυσε το «Πειραματικό Θέατρο», για να ανεβάσει τα δικά του «Τ’ αγρίμια» και «Το σπιτικό μας», έργα στα οποία η κριτική της εποχής, διέκρινε μια πένα και μια ψυχοσύνθεση -που έμελε να απογειωθεί. Γύρω στα 1956 αποτραβιέται από το θέατρο και ασχολείται για μια τετραετία με αργαλειούς! Με εξαίρεση ένα ραδιοφωνικό «ανέβασμα» του έργου του «Τ’ άλογα», δεν ήταν παρά το 1961, έτος ίδρυσης του «Θεάτρου Πορεία», που η μέχρι τότε διαδρομή και εμπειρία του μορφοποιήθηκαν σε πλήρη καλλιτεχνική αρτιότητα και καθολική αποδοχή. Με «Το ανοιχτό κλουβί», ακόμα ένα έργο γραμμένο από τον ίδιο, κέρδισε τον χώρο της κωμωδίας, ενώ με το «Γεύση από μέλι» της Σίλα Ντελάνι και ?τις «Μικρές αλεπούδες» της Λίλιαν Χέλμαν, του αναγνωρίστηκε η σκηνοθετική ωριμότητα. Προσωπικοί θρίαμβοι που ?δυστυχώς δεν σήμαιναν και ανάλογες εισπρακτικές επιτυχίες. Ετσι, αναγκάστηκε να ανεβάσει ένα έργο που ελάχιστα εκτιμούσε, καθώς το θεωρούσε κλεμμένο - αντιγραφή ενός ξένου, «Τα κόκκινα φανάρια» του Αλέκου Γαλανού.> άρη σ’ αυτό ξελάσπωσε οικονομικά, παίζοντάς το τρεις συνεχόμενες σεζόν. Ηταν όμως τέτοια η απαρέσκεια του γι’ αυτό, που όταν του πρότειναν να το μεταφέρει στον κινηματογράφο, αρνήθηκε. Μα πώς να έκανε μια τέτοια παραχώρηση ένας καλλιτέχνης με το ήθος και το ανάστημα του Δαμιανού; Θα ήταν εντελώς αντίθετο στις αρχές του -την αναζήτηση της αλήθειας και της ελευθερίας, τη μάχη για απεγκλωβισμό από τις δοξασίες που προκαλεί η φτώχεια και η έλλειψη παιδείας, οι ιστορικές και κοινωνικές συνισταμένες-, για τις οποίες μαχόταν λυσσαλέα στη ζωή και στο θέατρο. Μια μάχη που ήξερε ότι ήταν άνιση σε όλα τα επίπεδα.
Καθώς με το «Πορεία» δεν πήγαινε άλλο και κινδύνευε να πάει φυλακή από τα χρέη, το 1964 το έκλεισε. Είχε ήδη στραφεί σε εμπορικούς θιάσους για να επιβιώσει, σκηνοθετώντας και παίζοντας στο εμβληματικό «Οργισμένα νιάτα» του Τζον Οσμπορν με τον Δημήτρη Παπαμιχαήλ και στο «Ενα μπλουζ για τον Τσάρλυ» του Τζέιμς Μπόλντουιν με τον Αλέκο Αλεξανδράκη και τον Μάνο Κατράκη.
Το μικρόβιο του κινηματογράφου το άρπαξε συμμετέχοντας στο «Τζίμης ο Τίγρης», την πρώτη μικρού μήκους ταινία του Παντελή Βούλγαρη, στο «Σύντομο διάλειμμα» του Ντίνου Κατσουρίδη και στον θαυμάσιο «Φόβο», την τελευταία ταινία του Κώστα Μανουσάκη. Σκέφτηκε ότι αυτό που ήθελε να πει, θα το έλεγε στο σελιλόιντ. Γι’ αυτό και γυρίζει το 1966 το «Μέχρι το πλοίο», ταινία βασισμένη στο «Δαχτυλίδι» του Σπήλιου Πασαγιάννη, τη «Νανότα» του Γρηγόρη Ξενόπουλου και ένα δημοτικό τραγούδι. Πρόκειται για την κατάβαση ενός άντρα από το βουνό στον κάμπο κι από εκεί στο λιμάνι προκειμένου να φύγει μετανάστης στην Αυστραλία. Ενα φιλμ σκληρής ποίησης -καταγραφή αρχέτυπων συμπεριφορών, ένας ύμνος σε πανάρχαιες δομές, μια ελεγεία?με φόντο την ελληνική φύση και πρόσωπα ανθρώπων της υπαίθρου και του μόχθου. Η ταινία κέρδισε παμψηφεί το πρώτο βραβείο ξένης ταινίας στο Φεστιβάλ της Ιέρ και εξασφάλισε διανομή στο Παρίσι. Οι Γάλλοι κριτικοί παραληρούσαν για το σπάνιο κινηματογραφικό διαμάντι από την Ελλάδα, αναγκάζοντας τους Ελληνες κριτικούς να εναρμονιστούν με τις απόψεις τους.
Ενα χρόνο μετά έρχεται η δικτατορία των συνταγματαρχών. Ο Αλέξης Δαμιανός με τη σύζυγό του Αρτεμη και τα τρία παιδιά τους μετακομίζουν για έναν χρόνο στην Αγγλία. Το σενάριο με τίτλο εργασίας «Η πόρνη και ο στρατιώτης» μπαίνει στην τελική ευθεία. Παραγωγοί ο ίδιος με τη γυναίκα του, ωστόσο αποφάσισαν να βρουν έναν Αγγλο συμπαραγωγό ώστε να προστατεύσουν την ταινία από κάθε λογής επιπλοκές στην Ελλάδα. Ενα δεκαεπτάχρονο κορίτσι, αυθόρμητο, καθόλου χυδαίο, ερωτικό μέσα από την αθωότητα που εξέπεμπε, η Μαρία Βασιλείου, κυπριακής καταγωγής, από τις λαϊκές συνοικίες του Λονδίνου, επιλέχθηκε για τον πρωταγωνιστικό ρόλο, ενώ ο λοχίας βρέθηκε σε ένα γιαπί στον Πειραιά. Ενα αγόρι 21 χρόνων, ο Γιώργος Κουτούζης, ωραίος, ψηλός, αψεγάδιαστης αντρικής συμπεριφοράς, έσφυζε από νιάτα και δύναμη, όπως οι Ελληνες μιας άλλης εποχής. Η «Ευδοκία», όπως ήταν ο τελικός τίτλος της ταινίας, το όνομα της ηρωίδας αλλά και το όνομα της μάνας του Δαμιανού, γυρίστηκε στα αγγλικά. Στην ελληνική εκδοχή, η τραγουδίστρια Ελένη Ροδά ντουμπλάρισε τον κεντρικό ρόλο, με βραχνή φωνή -κράμα χυδαιότητας και πίκρας-, συμβάλλοντας καθοριστικά στην ερμηνεία της Βασιλείου. Η μουσική του Μάνου Λοΐζου, βασισμένη σε βυζαντινά μοτίβα που έψαλε ο ίδιος ο Δαμιανός για να τον καθοδηγήσει, καθαγιάζει την ταινία. Μερικές εικόνες που μένουν ανεξίτηλες στη μνήμη: το αυθαίρετο σπίτι στα Ανω Λιόσια λουσμένο στο φως (εκπληκτική η φωτογραφία του Χρήστου Μάγκου), με το μπανάλ εσωτερικό του, η ιεροτελεστική επίδειξη ασκήσεων με τη γυμνή διμοιρία κάτω από το λιοπύρι, το τραμπάλισμα με τη σχοινένια κούνια στην Πάρνηθα και το σπαραχτικό γέλιο της Ευδοκίας.
Αυτή η θεϊκή ταινία, λιτή αλλά με την αρχιτεκτονική σύγχρονης τραγωδίας, στο Φεστιβάλ της Θεσσαλονίκης του 1971 χαντακώθηκε, με εξαίρεση το βραβείο α΄ γυναικείου ρόλου, ενώ πέρασε από άπειρες επιτροπές λογοκρισίας, μέχρι να της δοθεί άδεια προβολής. Παρ’ όλα αυτά, το στοίχημα είχε κερδηθεί, για να δικαιωθεί πλήρως το 1985, όταν η Πανελλήνια Ενωση Κριτικών Κινηματογράφου, την ανακήρυξε σημαντικότερη ελληνική ταινία όλων των εποχών!
Ο Δαμιανός έκανε είκοσι χρόνια να επιστρέψει στον κινηματογράφο. Στα χρόνια που ακολούθησαν την «Ευδοκία», επέλεξε να αποτραβηχτεί στο χωριό Βασιλικά στη Βόρεια Εύβοια, όπου επιδόθηκε σε βιολογικές καλλιέργειες και το 1979 ανέβασε το «Ανοιχτό κλουβί» με τσοπάνους και αγρότες, παράσταση που είχε να λέει πως ήταν από τις πιο μαγικές στιγμές της καριέρας του! Τόσο αγαπούσε τους ερασιτέχνες ηθοποιούς, δηλαδή τον απλό άνθρωπο. Μέχρι που μια καταστροφική φωτιά του στέρησε την αγροικία του και αναγκάστηκε να επιστρέψει στην Αθήνα.
Αυτό για το οποίο αγωνιούσε πια ήταν να αφηγηθεί την τραγωδία τής σύγχρονης Ελλάδας. Χρειάστηκαν τέσσερα χρόνια γυρισμάτων και την ολική οικονομική καταστροφή του, καθώς το επίσημο κράτος ήταν απόν και σ’ αυτό το εγχείρημα του σπουδαίου καλλιτέχνη και Ελληνα. Ο «Ηνίοχος» ολοκληρώθηκε το 1995, χάρη στη συνδρομή εκατοντάδων επαγγελματιών και ερασιτεχνών, «ένα κίνημα» όπως το αποκαλούσε ο ίδιος. Μια ταινία αφάνταστου λυρισμού, ανυπέρβλητης αισθητικής, ένας αφηγηματικός λαβύρινθος που θα περάσουν χρόνια μέχρι να εκτιμηθεί.
Το τελευταίο του σενάριο δε θα γυριστεί ποτέ. Είναι η ιστορία του Ερυσίχθονα, ενός μυθικού ήρωα που μέσα από την αλαζονεία και τη βουλιμία του φτάνει να φάει τις ίδιες του τις σάρκες, όπως ακριβώς ο σύγχρονος άνθρωπος. Θα ήταν μια ακόμη τεράστια συμβολή του Δαμιανού αν δεν τον είχαν προλάβει οι περιπέτειες της υγείας του και ο πρόωρος θάνατος της κόρης του.
Εφυγε στις 4 Μαίου 2006, σε ηλικία 85 χρονών. Στην κηδεία του, όλοι εκείνοι που όσο ζούσε αδυνατούσαν να τον συνδράμουν, ήταν εκεί!
Ο πολιτισμός των τάξεων
"Εγώ ήμουν αριστούχος στο Εθνικό, και δίπλα μου προχωράγανε άνθρωποι που όταν τους ρώταγες «ποιος έγραψε την Αντιγόνη», σου απαντούσαν «ο Κρέων!». Κι αυτοί οι άνθρωποι, αυτά τα παιδιά, χαράζανε μετά και πορεία στον πολιτισμό μας. Πάντως, όταν η ιθύνουσα τάξη, που σας έλεγα, κυριάρχησε πια πέρα ως πέρα, η τάξη η λαϊκή την ακολούθησε, την πρόδωσε κι αυτή την ουσία της. Πρόδωσε τον ιδρώτα που έχυνε και χύνει, την αγνότητα και την ευπρέπειά της. Αυτοί που θα ‘πρεπε να συνεχίσουν να είναι οι δημιουργοί μιας αγάπης αυτόματης. Σαν ν’ αποθέσανε κάτω τη γυμνή τους την ψυχή, χωρίς πια να γυρίσουν πίσω, χωρίς να ξανακοιτάξουν προς τις ρίζες τους. Κι έγινε ό,τι έγινε, πάθαμε ό,τι πάθαμε, κι έχει φτάσει πια ο πολιτισμός μας εκεί που ‘χει φτάσει. Μας κοροϊδεύανε οι άλλοι, κι εμείς πήραμε την κοροϊδία τους για κουλτούρα, για πολιτισμό. Να: αυτό έγινε!» Aπόσπασμα από συνέντευξή του στον Σ. Κακίση (Νέα 7/4/2001).
Πηγή: ethnos.gr/kinimatografos/arthro/aleksis_damianos
Η αληθινή ιστορία της κινηματογραφικής «Ευδοκίας»
Το 1967, ο σκηνοθέτης Αλέξης Δαμιανός έγραψε το σενάριο της ταινίας «Ευδοκία». Ευδοκία έλεγαν τη μητέρα του, αλλά ο αρχικός τίτλος ήταν: «Η πόρνη και ο στρατιώτης». Πολλές γνωστές σταρ της εποχής πέρασαν από οντισιόν για να πάρουν το ρόλο της Ευδοκίας. Καμιά δεν ήταν κατάλληλη στα μάτια του Αλέξη Δαμιανού. Πώς ανακάλυψε ο Δαμιανός την «Ευδοκία» και το ντουμπλάρισμα της από την τραγουδίστρια Ελένη Ροδά …
Ο σκηνοθέτης σταμάτησε την προετοιμασία της ταινίας μέχρι να βρεθεί η κατάλληλη πρωταγωνίστρια. Και την βρήκε στο πρόσωπο της Μαρίας Βασιλείου, την οποία γνώρισε στο Λονδίνο, μέσω ενός διαφημιστικού γραφείου. Ανάμεσα σε φωτογραφίες διάφορων όμορφων κοριτσιών που πόζαραν ερωτικά στο φακό, ξεχώρισε μία. Μαζί με τη γυναίκα του Άρτεμη, μόλις είδαν τη φωτογραφία της κατάλαβαν ότι αυτή είναι η «Ευδοκία».
Η Μαρία Βασιλείου ήταν Κύπρια που είχε γεννηθεί στο Λονδίνο στις 16 Σεπτεμβρίου του 1950. Η οικογένεια της ήταν πολύτεκνη, φτωχή και με πολλά προβλήματα. Έτσι, η μητέρα της δέχτηκε αμέσως την πρόταση του ζεύγους Δαμιανού να πάρουν τη 17χρονη κόρη τους στην Αθήνα. Η Μαρία Βασιλείου και η αδελφή της Ελένη εγκαταστάθηκαν στην Εκάλη, στο σπίτι του σκηνοθέτη. Για ένα χρόνο, όσο κράτησαν οι πρόβες και τα γυρίσματα, έμενε στο σπίτι του σκηνοθέτη που φιλοξενούσε και τον συμπρωταγωνιστή της. Έτσι ο Δαμιανός καθοδηγούσε καθημερινά τους δύο ερασιτέχνες ηθοποιούς, καθώς έκανε την καθοριστική επιλογή να μη δουλέψει με επαγγελματίες. Το ρίσκο ήταν μεγάλο. Η φωνή της ήταν ακόμη ανώριμη και μετά από πρόταση του Μάνου Λοΐζου, την ντούμπλαρε η τραγουδίστρια Ελένη Ροδά…
Ο Αλέξης Δαμιανός με τη γυναίκα του και συμπαραγωγό Άρτεμη
Τι απέγινε η κινηματογραφική Ευδοκία; Μετά την επιτυχία της ταινίας, η Μαρία Βασιλείου προσπάθησε να συνεχίσει την πορεία της στο κινηματογράφο. Έκανε δύο ταινίες με τον Όμηρο Εσυτρατιάδη, αλλά έπαιξε και στο «Θίασο» του Θεόδωρου Αγγελόπουλου. Ένας σφοδρός έρωτας έκανε τη Μαρία να τα εγκαταλέιψει όλα και να επιστρέψει στο Λονδίνο….
Το 1973, σε ένα γνωστό αθηναϊκό κλαμπ, γνώρισε τον μουσικό Σωτήρη Κοματσιούλη που εμφανιζόταν με την αδελφή της Ελένη, η οποία τραγουδούσε. Ερωτεύθηκαν και τον ακολούθησε στις περιοδείες του με το συγκρότημα «Κάστορες». Ωστόσο ήταν χούντα και ο Κοματσιούλης δέχθηκε συστάσεις για τη μουσική και τη γενικότερη στάση του. Οι δύο νέοι φοβήθηκαν. Το ζευγάρι έφυγε για το Λονδίνο και παντρεύτηκαν στο δημαρχείο της πόλης. Στην Αγγλία έμειναν στο πατρικό σπίτι της Βασιλείου μαζί με όλη την πολύτεκνη οικογένεια, κάτι που για την εποχή δεν ήταν και τόσο ασυνήθιστο στα νιόπαντρα ζευγάρια.
Ο παιδικός της φίλος Robert Wyatt, βοήθησε τον άντρα της να μπει στα μουσικά κυκλώματα της Μεγάλης Βρετανίας και μάλιστα βρέθηκε ακόμη και στη Τζαμάικα να ηχογραφεί με τα ανίψια του Bob Marley, τους Third World. Ο γάμος κράτησε δύο χρόνια και μετά από πολλούς καβγάδες χώρισαν.
Στην Ελλάδα, ο καλλιτεχνικός κόσμος δεν είχε ξεχάσει την όμορφη πρωταγωνίστρια Μαρία Βασιλείου, που είχε κερδίσει το πρώτο βραβείο γυναικείου ρόλου στο αξιοσέβαστο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. Άρχισαν να κυκλοφορούν φήμες ότι πέθανε σε τροχαίο το 1977, αλλά γρήγορα τα ανόητα κουτσομπολιά διαψεύστηκαν. Ωστόσο, η Βασιλείου δεν έκανε την καριέρα που όλοι περίμεναν. Μετά από πολύχρονη μάχη με τον καρκίνο, έφυγε τον Ιούλιο του 1989. Το κοριτσάκι που είχε αποκτήσει, το μεγάλωσε η αδερφή της Ελένη.
«Ευδοκία» του Αλέξη Δαμιανού, προβλήθηκε για πρώτη φορά τον Σεπτέμβριο του 1971. Στις 28 Μαρτίου του 1971 στις Κάννες, πήρε το βραβείο των Cineclubs της Γαλλίας. Η Μαρία Βασιλείου κέρδισε το πρώτο βραβείο γυναικείου ρόλου στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. Η υπόθεση αφορά μία πόρνη και έναν λοχία στη Θράκη που προσπαθούν να ζήσουν τον έρωτα, αντιμετωπίζοντας τα ταμπού της κοινωνίας και τις προσωπικές τους αγκυλώσεις. Μετά την προβολή, ο σκηνοθέτης φυλακίστηκε για έξι μήνες. Καταδικάστηκε, επειδή θεωρήθηκε ότι έθιξε τις αξίες του ελληνικού στρατού. Ο Αλέξης Δαμιανός έκανε την επόμενη ταινία του μετά από είκοσι χρόνια.
Φιλμογραφία
• Μέχρι το πλοίο (1966)
• Ευδοκία (1971)
• Ηνίοχος (1994)
Βιβλιογραφία
• Κωνσταντίνος Κυριακός, Η θεατρική όψη του Αλέξη Δαμιανού, εκδ.Αιγόκερως, 2007
• Κεχαγιάς, Βασίλης, "Αλέξης Δαμιανός". Οθόνη 13 (1983): σ. 52
• Συλλογικό έργο, (επίμ.Γιάννης Σολδάτος),Αλέξης Δαμιανός,εκδ.Αιγόκερως- Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, Αθήνα, 2004.
Απεβίωσε στις 4 Μαΐου 2006.
Σύντομη ιστορική αναδρομή του θεάτρου Πορεία
Κατά τα ταραγμένα πολιτικά και κοινωνικά χρόνια που ακολούθησαν την Αντίσταση και τον Εμφύλιο, το ελληνικό θέατρο, έχοντας ανάγκη από μία νέα πνοή στα δεδομένα του, προσπαθούσε να ορθοποδήσει μέσω της συγκρότησης νέων πειραματικών θιάσων και της ραγδαίας αύξησης των θεατρικών σκηνών στο κέντρο της Αθήνας με την εκμετάλλευση παλαιών -κυρίως- κτηρίων.
Μέσα στο κλίμα αυτό, το 1960 ο θεατράνθρωπος και σκηνοθέτης του κινηματογράφου Αλέξης Δαμιανός προέβη στην αγορά -έναντι 4.000.000 δραχμών- του κτιρίου της οδού Τρικόρφων και το μετέτρεψε σε θέατρο, προκειμένου να «στεγάσει» το όραμά του για ένα νέο, ρηξικέλευθο και ελεύθερο θέατρο που θα πρέσβευε τα ιδεώδη και τα συναισθήματα του ελεύθερου Έλληνα και θα καταπιανόταν κυρίως με τη νεοελληνική δραματουργία. Έχοντας στο πλευρό του αξιόλογους συνεργάτες, όπως τον Σταύρο Ξαρχάκο, τη Μάρθα Βούρτση, τον Αλέξη Σολομό, τον Γιώργο Βακαλό, την Κατερίνα Χέλμη και άλλους καλλιτέχνες, ο Αλέξης Δαμιανός συνέδεσε το όνομα του θεάτρου «Πορεία» με αξιόλογες παραστάσεις, που -αν και δεν είχαν πάντα εισπρακτική επιτυχία- προκαλούσαν, προβλημάτιζαν και προσκαλούσαν το κοινό σε πρωτοποριακές και ριψοκίνδυνες αναζητήσεις.
Πρωτοπορία για τα δεδομένα της εποχής αποτέλεσε και η σκηνή του θεάτρου, η οποία, σε αντίθεση με άλλες μικρές σκηνές που στεγάζονταν σε υπόγεια και σε χώρους ακατάλληλους για τη θεατρική πράξη, παρουσίαζε ιδιαίτερο αρχιτεκτονικό ενδιαφέρον. Ο Άλκης Θρύλος γράφει στη Νέα Εστία : «το κτήριο έχει μια άριστη ιδιότυπη και υποδειγματική αρχιτεκτονική, η σκηνή δεν ορθώνεται παράλληλη στις σειρές των καθισμάτων, είναι κυκλική και η κοιλιά της εισχωρεί μέσα στα καθίσματα. Τούτο, μαζί με την πολύ μεγάλη, σχεδόν αμφιθεατρική, κλίση του δαπέδου, επιτρέπει όλα τα καθίσματα, τα άλλωστε πολύ άνετα, να έχουν εξαιρετική ορατότητα».
Το «Πορεία» άνοιξε τις πόρτες του για πρώτη φορά στις 20 Ιανουαρίου του 1961 με το έργο του Ιωάννη Παπαβασιλείου "Το άλλο κύμα". Η παράσταση χαρακτηρίστηκε πρωτοποριακή και το ενδιαφέρον επικεντρώθηκε στο εντυπωσιακό σκηνικό του Γιώργου Βακαλό.
Η μεγαλύτερη καλλιτεχνική και εισπρακτική επιτυχία που σημειώθηκε στη σκηνή του θεάτρου "Πορεία" ήταν "Τα κόκκινα φανάρια" του Αλέκου Γαλανού με πρωταγωνίστρια τη Μαίρη Χρονοπούλου, παράσταση η οποία για δύο θεατρικές περιόδους (1962-63 και 1963-64) απέσπασε ενθουσιώδεις κριτικές από τον Τύπο, που ανέδειξε την παράσταση ως το κορυφαίο θεατρικό γεγονός της χρονιάς.
Κατά τη θεατρική περίοδο του 1965-1966, παρουσιάστηκε το έργο "Αν ο κόσμος μας έβλεπε μαζί" του Κλώντ Μπαλ, σε σκηνοθεσία του Γιώργου Θεοδοσιάδη, ενώ τον επόμενο χρόνο, το 1967 το θέατρο μετατράπηκε σε κινηματογραφική αίθουσα με την ονομασία Studio και λειτούργησε ως σινεμά υπό τη διεύθυνση του Σ. Καψάσκη μέχρι το 1972.
Στις αρχές της δεκαετίας του 1980 το θέατρο νοικιάστηκε από τη σύζυγο του Αλέξη Δαμιανού, Άρτεμη Καπασακάλη, στον ηθοποιό και θιασάρχη Γιώργο Λεμπέση.
Από το 1988 μέχρι το 1990, ο θεατρικός οργανισμός "Εποχή" του Βασίλη Παπαβασιλείου, υποενοικίασε το θέατρο από τον Λεμπέση και παρουσίασε εξαιρετικές παραστάσεις ευρωπαϊκού δραματολογίου. Ορισμένες από αυτές υπήρξαν η "Κληρονομιά του Μαριβώ", το "Πίστη, αγάπη, ελπίδα" του Έντεν Φον Χόρβατ (για τον ρόλο της στην παράσταση η Αλεξάνδρα Σακελλαροπούλου βραβεύτηκε με το βραβείο Κάρολος Κούν Ά γυναικείου ρόλου), το "Να βρείς τον εαυτό σου" του Λουίτζι Πιραντέλλο, το "Καλοκαίρι" του Έντουαρτ Μπόντ κ.ά.
Το 1988 παρουσιάστηκε στο θέατρο το "Ημερολόγιο ενός τρελού" του Νικαλάι Γκόγκολ, σε σκηνοθεσία του Μίνωα Βολανάκη, με τον Λάκη Λαζόπουλο. Το 1994 το κτήριο πωλήθηκε στον Λυκούργο Σταυράκο και λειτούργησε για τα επόμενα έξι χρόνια ως κινηματογράφος.
Τον Ιανουάριο του 2000 ο Δημήτρης Τάρλοου αγοράζει το κτήριο, κάνει ριζική ανακαίνιση και το μετατρέπει σε ένα σύγχρονο θέατρο με την ουσιαστική συμβολή των αρχιτεκτόνων Αντώνη Νουκάνη και Μπούκης Μπαμπάλου. Η σκηνή μεγαλώνει και ταπεινώνεται, ο εξώστης κόβεται, κλείνει και μετατρέπεται σε άνετο μπαρ και μουσική σκηνή, τα καμαρίνια ανακαινίζονται και αποκτούν νέα λουτρά, εγκαθίστανται νέος μηχανολογικός εξοπλισμός κ.λ.π. Η μεγαλύτερη ωστόσο καινοτομία, είναι οι μεταβαλλόμενες εξέδρες της κεντρικής σκηνής που εξασφαλίζουν πολλαπλές διατάξεις, εξυπηρετώντας με τον καλύτερο τρόπο το όραμα της κάθε σκηνοθεσίας.
Το Πορεία αποτελεί από τον Δεκέμβριο του 2000 μόνιμη στέγη της εταιρείας ΔΟΛΙΧΟΣ, φιλοξενώντας ταυτοχρόνως πολλά ακόμα θεατρικά σχήματα και έχει ήδη ταυτιστεί στην συνείδηση του κοινού με παραστάσεις υψηλής ποιότητας και αισθητικής που διαθέτουν την τόλμη να συνδιαλαγούν με την ευρωπαϊκή πρωτοπορία.
Πηγή: poreiatheatre.com/gr/theatro/istoriko/
Επιμέλεια: Αθηνά Ζησιμοπούλου
Όντρεϊ Χέπμπορν, ήταν Βρετανίδα ηθοποιός, με σημαντική καριέρα στο Χόλιγουντ
Όντρεϊ Χέπμπορν
1929 – 1993
Βρετανίδα ηθοποιός, με σημαντική καριέρα στο Χόλιγουντ. Υπήρξε από τις αδιαμφισβήτητες σταρ του μεταπολεμικού αμερικανικού κινηματογράφου, ενώ είναι από τις λιγοστές ηθοποιούς, που έχουν κερδίσει και τα τέσσερα μεγάλα αμερικανικά καλλιτεχνικά βραβεία, Όσκαρ, Τόνι, Έμμυ και Γκράμι.
Ο Όντρεϊ Κάθλιν Ράστον, όπως ήταν το πραγματικό της όνομα, γεννήθηκε στις 4 Μαΐου του 1929 στις Βρυξέλλες. Ήταν το μοναδικό παιδί του τσεχοσλοβακικής καταγωγής τραπεζίτη Τζόζεφ Ράστον και της ολλανδής αριστοκράτισσας Έλεν φαν Χέμστρα. Σπούδασε στην Αγγλία και την Ολλανδία, κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής και μετά τον χωρισμό των γονέων της εργάστηκε ως φωτομοντέλο με το ψευδώνυμο Όντρεϊ Χέπμπορν.
Η ίδια ήθελε να ασχοληθεί με τον χορό, αλλά η δασκάλα της στην υποκριτική την έπεισε ότι είχε το ταλέντο να ακολουθήσει καριέρα ηθοποιού. Στα τέλη της δεκαετίας του '40 εμφανίστηκε σε θεατρικές παραστάσεις στο Λονδίνο και το 1951 έκανε την πρώτη της εμφάνιση στον κινηματογράφο με την ταινία «Γέλιο στον Παράδεισο» (Laughter in Paradise), σε σκηνοθεσία Μάριο Ζάμπι. Μετά από μία ασύνομη παραμονή στο Παρίσι επέστρεψε στο Λονδίνο, όπου γύρισε διάφορες ταινίες από τις ξεχώρισαν «Η συμμορία του Λαβέντερ Χιλ» (The Lavender Hill Mob, 1951) σε σκηνοθεσία Τσαρλς Κράιτον και «Σκιές στην Ομίχλη» (The Secret People, 1952) σε σκηνοθεσία Θόρολντ Ντίκινσον.
Το 1953 γύρισε την πρώτη της ταινία στο Χόλιγουντ, τη ρομαντική κωμωδία «Διακοπές στην Ρώμη» (Roman Holiday) σε σκηνοθεσία Γουίλιαμ Γουάϊλερ, που την έκανε παγκοσμίως γνωστή και της απέφερε το μοναδικό βραβείο Όσκαρ της καριέρας της. Ακολούθησαν ταινίες που τόνισαν την ξεχωριστή χάρη και φινέτσα της, όπως «Σαμπρίνα» (Sabrina, 1954) του Μπίλι Γουάϊλντερ, «Πόλεμος και Ειρήνη» (War and Peace, 1956) του Κινγκ Βίντορ, «Έξυπνο Μουτράκι» (Funny Face, 1957) του Στάνλεϊ Ντόνεν, «Αριάν» (Love in the Afternoon, 1957) του Μπίλι Γουάϊλντερ, «Η ιστορία μιας μοναχής» (The Nun’s Story, 1959) του Φρεντ Τσίνεμαν, «Οι Ασυγχώρηστοι» (The Unforgiven, 1960) του Τζον Χιούστον, «Τίποτα δεν είναι πιο ωραίο από την αγάπη» (Breakfast at Tifanny’s, 1961) του Μπλέικ Έντουαρντς, «Ωραία μου Κυρία» (My Fair Lady, 1964) του Τζορτζ Κιούκορ, κ.ά.
Η Χέπμπορν, έχοντας βιώσει δύσκολα παιδικά χρόνια, αφιέρωσε αρκετό χρόνο από τη ζωή της στους σκοπούς της Γιούνισεφ, ως πρέσβειρα καλής θελήσεως. Είχε παντρευτεί δύο φορές και είχε αποκτήσει δύο παιδιά, το ένα με τον αμερικανό ηθοποιό Μελ Φερέρ και το άλλο με τον ιταλό ψυχίατρο Αντρέα Ντότι. Τα τελευταία χρόνια της ζωής της συζούσε με τον κατά επτά χρόνια μικρότερό της ολλανδό ηθοποιό Ρόμπερτ Βόλντερς.
Η Όντρεϊ Χέπμπορν πέθανε στις 20 Ιανουαρίου του 1993 στο χωριό Τολοσενά της Ελβετίας, όπου και τάφηκε.
Έπασχε από μία σπάνια μορφή καρκίνου.
Στυλιανός Κυριακίδης, ήταν Έλληνας αθλητής από την Κύπρο, δρομέας ημιαντοχής και αντοχής
Στυλιανός Κυριακίδης
Εάν κάποιος δυσκολεύεται να πιστέψει στην δύναμη του μαραθωνίου αλλά και του ανθρώπου αρκεί μόνο να διαβάσει την ιστορία του Στέλιου Κυριακίδη. Ζωή σαν μύθος που είναι όμως πέρα για πέρα αληθινή.
Ο Στυλιανός Κυριακίδης ή Στέλιος Κυριακίδης (Στατός Πάφου 4 Μαΐου 1910 - Φιλοθέη Αττικής 10 Δεκεμβρίου 1987) ήταν Έλληνας αθλητής από την Κύπρο, δρομέας ημιαντοχής και αντοχής και μέλος της ελληνικής εθνικής ομάδας στίβου.
Υπήρξε Πανελληνιονίκης, Βαλκανιονίκης, νικητής στους Παγκύπριους αγώνες και έλαβε μέρος σε δύο Ολυμπιάδες (Βερολίνο 1936, Λονδίνο 1948). Αθλητικά ανήκε στο δυναμικό του Γυμναστικού Συλλόγου Ολύμπια Λεμεσού, ωστόσο έχει λάβει μέρος σε αγώνες και ως αθλητής του Παναθηναϊκού Αθλητικού Ομίλου.
Έμεινε γνωστός για την μεγάλη νίκη του στον Μαραθώνιο της Βοστώνης το 1946 που την εποχή εκείνη ήταν μία από τις μεγαλύτερες επιτυχίες του ελληνικού αθλητισμού. Ήταν ο πρώτος αθλητής εκτός Αμερικής-Καναδά που νίκησε στον Μαραθώνιο της Βοστώνης και ο πρώτος που χρησιμοποίησε χρονομετρητή χειρός.
Μεγαλωμένος στην Κύπρο, μέχρι που ήρθε στην Αθήνα στα 16 του, και με μεγάλη Ελληνική ψυχή, είχε βαθιά μέσα του παραδείγματα από την Αρχαιότητα.
Η ιστορία ενός ανθρώπου με υψηλές αξίες, αποφασιστικότητα και μεγαλοψυχία, που βοήθησε τη χώρα του σε δύσκολες ώρες.
Στο μυαλό του πάντα οι «300 του Λεωνίδα» αλλά και η δύναμη των Ελλήνων στο 1ο και 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο. Αθλητής μεγάλων αποστάσεων και με πολλές νίκες σε Βαλκανικούς, Πανευρωπαϊκούς, 11ος στους Ολυμπιακούς του Βερολίνου το 1936, το 1940 με τον πόλεμο σταματά να προπονείται.
Πονεμένος και ο ίδιος και η οικογένεια του, σκέφτεται πως η αγάπη του για τον Αθλητισμό θα μπορούσε να βοηθήσει τη χώρα του.
Αδύναμος σωματικά, πουλάει τα μισά υπάρχοντα του για να πάει στην Βοστώνη να περάσει το μήνυμα ότι οι «Έλληνες πεθαίνουν στους δρόμους από την πείνα». Εισιτήριο μιας διαδρομής... γιατί δεν υπήρχαν χρήματα.
Ίνδαλμα της μεταπολεμικής γενιάς, που με τη νίκη του στον Mαραθώνιο της Bοστώνης, το 1946, η ελληνική σημαία-στάμπα από το μουσκεμένο από την προσπάθεια φανελάκι του, με τον αριθμό 77, μπήκε στις καρδιές όλων κι απέδειξε στους διεθνείς συναθλητές του ότι οι μεγάλες αποστάσεις κερδίζονται με μεγάλο στόχο και με μεγάλη καρδιά!
Tο 1946 –όπως γράφει πλέον η ιστορία του ελληνικού αθλητισμού– ο πρωταθλητής μεγάλων αποστάσεων στη δεκαετία του ’30 Στέλιος Kυριακίδης. Yποσιτισμένος και αδυνατισμένος από τον πόλεμο και την Κατοχή, παίρνει τη μεγάλη απόφαση να τρέξει στον Μαραθώνιο της Bοστώνης. Eίναι η πρώτη μεγάλη αθλητική διοργάνωση μετά το τέλος του B΄ Παγκοσμίου Πολέμου!
Οι γιατροί του Μαραθωνίου στη Βοστώνη του απαγορεύουν να τρέξει γιατί θα πεθάνει στη διαδρομή, υπογράφει και παίρνει ο ίδιος την ευθύνη. «Δεν ξέρετε εσείς από Eλληνες μαραθωνοδρόμους» τους είπε, αψήφησε την απαγόρευση, πήρε πάνω του την ευθύνη, και μπαίνει στη σειρά με τους παγκόσμιους πρωταθλητές της εποχής.
Μετά από έναν αγώνα 2:29:27 ωρών, στήθος με στήθος με τους πρωταθλητές κόσμου και ειδικά με τον γνωστό Αμερικάνο πρωταθλητή Τζόνι Κέλι, καταφέρνει να κερδίσει και να φορέσει το δάφνινο στεφάνι του νικητή! Ο χρόνος του Πανελλήνιο ρεκόρ, του χαρίζει για 22 χρόνια και 216 ημέρες μια θέση στο βιβλίο Γκίνες!
Οι εφημερίδες από τότε τον ονομάζουν «Σύγχρονο Φειδιππίδη». Ήταν τέτοια η δύναμη της ψυχής του για τη βοήθεια που θα προσέφερε στους συνανθρώπους του, που επιβλήθηκε στο αδύνατο σώμα του, ώστε να ξεπεράσει τον εαυτό του και να πετύχει το ακατόρθωτο!
Αυτό όμως που πραγματικά τον χαρακτήρισε άνθρωπο και σαν ευεργέτη της Ελλάδος ήταν ο 2ος Μαραθώνιος που «έτρεξε» στη συνέχεια, που ήταν και ο αρχικός στόχος του...
Για 2 μήνες σχεδόν παρέμεινε εκεί και επισκέφτηκε όσες περισσότερες εκκλησίες της Ελληνικής Ορογένειας στην ανατολική Ακτή των Ηνωμένων Πολιτειών μπορούσε. Κατορθώνει να μαζέψει βοήθεια για τους συμπατριώτες του, σε ρουχισμό, τρόφιμα, φάρμακα και 250.000 δολάρια, πολύ μεγάλο ποσό για την εποχή.
Ταυτόχρονα, όταν ο Πρόεδρος Τρούμαν μαθαίνει το κατόρθωμα του ζητάει να συναντήσει στον Λευκό Οίκο τον κοκαλιάρη Έλληνα Νικητή. Κατόπιν η Αμερικανική Κυβέρνηση ανακοινώνει βοήθεια για την Ελλάδα με σιτάρι, γάλα σκόνη, κονσέρβες, που μεταφέρθηκαν με βαπόρια της οικογένειας Λιβανού και μοιράζεται στα Σχολεία της εποχής. Βοήθεια που ονομάζεται «Πακέτο Κυριακίδη».
Ακόμα και το 1947 που η Ελλάδα έλαβε οικονομική βοήθεια από την Αμερικανική Κυβέρνηση 400 εκατομμυρίων δολαρίων, ποσό μεγαλύτερο των υπολοίπων ευρωπαϊκών χωρών, λέγεται ότι οφείλεται στη δημοσιότητα που έδωσε ο Κυριακίδης....
Με την επιστροφή του στην Αθήνα τον υποδέχονται 1 εκατομμύριο Έλληνες με τιμές ήρωα και βραβεύεται με το μετάλλιο της Λεγεώνας του Χρυσού Φοίνικα σαν Ευεργέτης του Έθνους και φωταγωγείται για 1η φορά η Ακρόπολη μετά τον πόλεμο.
Το 1952 εκλέγεται στο ΔΣ του ΣΕΓΑΣ και με δική του πρωτοβουλία εισάγεται οΟργανωμένος Παιδικός Αθλητισμός στους Στίβους της Ελλάδος, έτσι ώστε να μυηθούν όσα περισσότερα παιδιά γίνεται στις αρετές του Αθλητισμού... Δε σταματά, όμως, εκεί.
Το 1956 ζητά από το Δήμο της Φιλοθέης ένα μη προνομιούχο για την εποχή οικόπεδο δίπλα στο ρέμα που διασχίζει τη περιοχή, και αρχίζει στη κυριολεξία με τα χέρια του και ζητώντας βοήθεια από όποιον μπορούσε - χωρίς να πληρωθεί - και αρχίζουν να κτίζουν το Στίβο της Φιλοθέης. Μέχρι αυτή τη στιγμή στεγάζεται εκεί ο «Αθλητικός Σύλλογος Φιλοθέης» που αθλούνται χιλιάδες παιδιά και ενήλικες καθημερινά. Κάθε μέρα από τότε πήγαινε και έφτιαχνε ότι μπορούσε, από τα κεραμίδια και τα σκαλοπάτια στις κερκίδες - μέχρι με γαλότσες άδειαζε τα νερά κάθε φορά που αυτός πλημμύριζε από τις βροχές.
Το 2004 το ΝΒC τον επιλέγει σαν Τον Έλληνα Αθλητή και γυρίζει ντοκιμαντέρ τη ζωή του, το οποίο και κερδίζει βραβείο Emmy. Αμερικάνική εταιρεία παραγωγής θα γυρίσει στο σύντομο μέλλον ταινία με τη ζωή του.
Το άγαλμα που τον απεικονίζει να τρέχει με τον Σπύρο Λούη να τον εμψυχώνει, ύψους 4 μέτρων, βρίσκεται στο 1ο χιλιόμετρο του Μαραθωνίου της Βοστώνης αλλά και στον Μαραθώνα στο σημείο της Έναρξης.
Είναι το παράδειγμα ενός ανθρώπου που δε περίμενε το κράτος να τον βοηθήσει. Βοήθησε αυτός το βασανισμένο κράτος. Προσέφερε ο, τι μπορούσε ο ίδιος, κάνοντας το καλό σύμφωνα με τις δικές του Αξίες. Έλεγε «κάνε το καλό όπως το νιώθεις εσύ και άσε τους άλλους να λένε».
Μια ζωή γεμάτη δυσκολίες καθημερινά, που σαν πρωταθλητή δεν τον λύγισαν. Ένα παράδειγμα προς μίμηση για όλους μας και ειδικά για τα παιδιά μας.
Έμεινε απλός και ταπεινός και συνέχισε να βοηθά τη χώρα του μέχρι που έφυγε στις 10 Δεκεμβρίου 1987, στα 77 του χρόνια. Τον θυμόμαστε και παραδειγματιζόμαστε ακόμα, και ελπίζω για πολλά χρόνια ακόμα…
Ρωτάει ο Χάρι Τρούμαν τον Τζόνι Κέλι: "Καλά, βρε παιδί μου. Πώς έχασες απ' αυτόν τον κοκαλιάρη (σ.σ. έτσι τον έλεγαν οι εφημερίδες) κι αδύναμο Έλληνα;".
Απάντηση Κέλι: "Μόνο εγώ έχασα; Κανένας δεν μπόρεσε να τον κερδίσει. Εγώ έτρεχα για τον εαυτό μου κι αυτός για έναν ολόκληρο λαό, για μια ιδεολογία...".
Ο Τρούμαν χαμογελάει και γυρνάει προς τον Κυριακίδη:"Εσύ, παιδί μου, είσαι άξιος συγχαρητηρίων. Για πες μου. Τι θες να κάνω για σένα; Θες ρούχα; Τρόφιμα να δυναμώσεις; Χρήματα; Ό,τι θες από μένα"
Απάντηση Κυριακίδη: "Σας ευχαριστώ, πρόεδρε. Δεν θέλω τίποτα για εμένα. Το μόνο που ζητώ, κύριε Τρούμαν, είναι να στείλετε ρούχα και τρόφιμα στα 7 εκατομμύρια Έλληνες που λιμοκτονούν. Αυτό ζητάω. Να βοηθήσετε τον λαό μου που υποφέρει".
Ο Στέλιος Κυριακίδης πέθανε στις 10 Δεκεμβρίου του 1987, στη Αθήνα και τάφηκε στον Πύργο Κορινθίας, όπου είχε το εξοχικό του.
Αλέκος Παναγούλης ήταν Έλληνας πολιτικός και ποιητής, κορυφαία μορφή του αντιδικτατορικού αγώνα
Αλέκος Παναγούλης
Ο Αλέκος Παναγούλης ήταν Έλληνας πολιτικός και ποιητής, κορυφαία μορφή του αντιδικτατορικού αγώνα. Στις 13 Αυγούστου 1968 αποπειράθηκε να δολοφονήσει τον δικτάτορα Γεώργιο Παπαδόπουλο, συνελήφθη και βασανίσθηκε απάνθρωπα. Μετά την αποκατάσταση της Δημοκρατίας εξελέγη βουλευτής με την ΕΚΝΔ.
Ο Αλέξανδρος Παναγούλης γεννήθηκε στις 2 Ιουλίου 1939 στη Γλυφάδα Αττικής και ήταν το δεύτερο παιδί του αξιωματικού του στρατού Βασιλείου Παναγούλη και της Αθηνάς Κακαβούλη.
Ως φοιτητής στο τμήμα Ηλεκτρολόγων - Μηχανολόγων του Εθνικού Μετσοβίου Πολυτεχνείου αναδείχθηκε ηγετικό στέλεχος του φοιτητικού κινήματος και το 1963 έλαβε μέρος στο Α' Παμφοιτητικό Συνέδριο ως εκπρόσωπος της σχολής του. Ήταν μέλος του Κεντρικού Συμβουλίου της ΟΝΕΚ (της νεολαίας της Ενώσεως Κέντρου) και ιδρυτικό στέλεχος της μετεξέλιξής της σε ΕΔΗΝ. Μετά την αποκατάσταση της δημοκρατίας το 1974 διετέλεσε γενικός γραμματέας της ΕΔΗΝ, νεολαίας πλέον της ΕΚΝΔ.
Μετά το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου πέρασε αμέσως στην παράνομη δράση κατά της χούντας των συνταγματαρχών, αφού πρώτα λιποτάκτησε (27 Μαΐου) από το στρατό, όπου υπηρετούσε τη θητεία του.
Τον ακολούθησε τον Αύγουστο και ο αδελφός του Γεώργιος Παναγούλης, υπολοχαγός των ΛΟΚ, ο οποίος κατέφυγε στο Ισραήλ, συνελήφθη κι εκδόθηκε στην Ελλάδα, αλλά κατά τη διάρκεια της μεταφοράς του στην Ελλάδα με πλοίο, χάθηκαν τα ίχνη του και από τότε θεωρείται αγνοούμενος.
Ο Αλέκος Παναγούλης ήταν ο ουσιαστικός ηγέτης της οργάνωσης «Εθνική Αντίσταση» και ο αρχηγός του ΛΑΟΣ (Λαϊκός Αντιστασιακός Οργανισμός Σαμποτάζ), που ήταν η πιο δυναμική ομάδα της οργάνωσης.
Μετά τη λιποταξία του, κατέφυγε μυστικά για μικρό διάστημα στην Κύπρο και, μετά την επιστροφή του στην Αθήνα, οργάνωσε την περίφημη απόπειρα δολοφονίας του αρχηγού της δικτατορίας, Γεωργίου Παπαδόπουλου, την οποία και επιχείρησε στις 13 Αυγούστου 1968 στη λεωφόρο Αθηνών - Σουνίου, κοντά στο Λαγονήσι, όπου η πολυτελής βίλα στην οποία διέμενε ο δικτάτορας.
Η απόπειρα έγινε με υπονόμευση του δρόμου και την πυροδότηση έκανε ο ίδιος ο Παναγούλης. Η αποτυχία του εγχειρήματος οφειλόταν σε έλλειψη συντονισμού. Ο Παναγούλης συνελήφθη κρυμμένος στα βράχια της παραλίας και οδηγήθηκε στο κρατητήριο της ΕΣΑ, όπου βασανίστηκε με απάνθρωπη σκληρότητα για να καταδώσει τους συνεργάτες του. Άντεξε με απαράμιλλη γενναιότητα τα βασανιστήρια, χωρίς να ομολογήσει απολύτως τίποτε.
Όπως σημειώνει η ιταλίδα δημοσιογράφος Οριάνα Φαλάτσι στη συνέντευξή της με τον Αλέξανδρο Παναγούλη μετά την απελευθέρωσή του, η ενέργειά του αυτή του ήταν μία πολιτική πράξη εναντίον της δικτατορίας. «Δεν επιδίωξα να σκοτώσω έναν άνθρωπο. Δεν είμαι ικανός να σκοτώσω έναν άνθρωπο. Επιδίωξα να σκοτώσω έναν τύραννο» της είπε.
Στις 17 Νοεμβρίου 1968 καταδικάσθηκε σε θάνατο από το Στρατοδικείο Αθηνών και σε ποινές φυλάκισης 11 συγκατηγορούμενοί του, μέλη της οργάνωσης «Εθνική Αντίσταση», ανάμεσα στα οποίους οι μετέπειτα υπουργοί του ΠΑΣΟΚ Λευτέρης Βερυβάκης και Στάθης Γιώτας. Η θανατική ποινή δεν εκτελέστηκε, χάρη στην κινητοποίηση της διεθνούς κοινής γνώμης (διαμαρτυρίες κομμάτων και οργανώσεων, λαϊκές συγκεντρώσεις διαμαρτυρίας σε όλο τον κόσμο, διαβήματα κυβερνήσεων, εκκλήσεις προσωπικοτήτων όπως του Πάπα Παύλου του 6ου και του γενικού γραμματέα του ΟΗΕ Ου Θαντ).
Παρέμεινε, ωστόσο, για πέντε χρόνια έγκλειστος στις στρατιωτικές φυλακές Μπογιατίου. Στις 5 Ιουνίου 1969 δραπέτευσε μαζί με τον δεσμοφύλακά του Γιώργο Μωράκη, αλλά συνελήφθη μετά τρεις ημέρες, προδομένος από έναν εξάδελφό του, ο οποίος εισέπραξε την αμοιβή της επικήρυξής του. Κλείστηκε στην απομόνωση στις φυλακές Μπογιατίου, απ’ όπου επιχείρησε ακόμη δύο φορές να δραπετεύσει, δείχνοντας έτσι τις ακατάλυτες δυνάμεις που έκρυβε μέσα του. Η περήφανη και ασυμβίβαστη στάση του έναντι στους στρατοδίκες της χούντας και τους βασανιστές του τον ανέδειξαν σε ηρωική μορφή τού αντιδικτατορικού αγώνα. Ο ηρωισμός του και η ανδρεία του αναγνωρίστηκαν και από τους ίδιους τους βασανιστές του.
Τον Αύγουστο του 1973, στο πλαίσιο των μέτρων φιλελευθεροποίησης του δικτατορικού καθεστώτος, επωφελήθηκε της γενικής αμνηστίας που χορηγήθηκε στους πολιτικούς κρατούμενους και αυτοεξορίστηκε στη Φλωρεντία, όπου φιλοξενήθηκε από τη σύντροφο και βιογράφο του Οριάνα Φαλάτσι (1929 - 2006). Του μέτρου επωφελήθηκε και ο μικρός του αδελφός Στάθης Παναγούλης, που ακολούθησε πολιτική καριέρα στη μεταπολίτευση (ΠΑΣΟΚ, ΕΣΠΕ, ΚΚΕ, Συνασπισμός, Πολιτική Άνοιξη, ΔΗΚΚΙ, ΣΥΡΙΖΑ).
Στις πρώτες μεταπολιτευτικές εκλογές του Νοεμβρίου του 1974, ο Αλέκος Παναγούλης εξελέγη βουλευτής στη Β' Αθηνών με το κόμμα τής Ενώσεως Κέντρου - Νέων Δυνάμεων (ΕΚΝΔ), διάδοχο σχήμα της προδικτατορικής Ενώσεως Κέντρου (ΕΚ). Αρνήθηκε συνεργασία με το ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα Παπανδρέου, για τον οποίον είχε αρνητική γνώμη. Τον Απρίλιο του 1976 διαφώνησε με την πολιτική τού κόμματός του κι έγινε ανεξάρτητος.
Την Πρωτομαγιά του 1976 βρήκε τραγικό θάνατο κάτω από μυστηριώδεις συνθήκες στη Λεωφόρο Βουλιαγμένης, στο ύψος του Αγίου Δημητρίου, όταν το αυτοκίνητο που οδηγούσε εξετράπη της πορείας του κι έπεσε σ’ ένα υπόγειο κατάστημα. Ο Τύπος της εποχής έγραψε ότι κάποιοι ήθελαν να τον βγάλουν από τη μέση, επειδή είχε στην κατοχή του απόρρητα έγγραφα της δικτατορίας που έδειχναν τις σχέσεις γνωστών πολιτικών προσώπων της μεταπολιτευτικής περιόδου με τη δικτατορία. Τίποτα, όμως, δεν αποδείχθηκε και τα δημοσιεύματα παρέμειναν στο επίπεδο της εικασίας.
Η κηδεία του έγινε στις 5 Μαΐου στο Α’ Νεκροταφείο της Αθήνας και την παρακολούθησε πλήθος κόσμου. Το σεντόνι που σκέπαζε το φέρετρο ήταν κεντημένο από τα χέρια της ηρωίδας μάνας του και σε μία ταινία γραφόταν: «Ο Αλέξανδρος Παναγούλης καταδικάσθηκε σε θάνατο γιατί έψαξε την ελευθερία. Το 1976 πέθανε γιατί έψαξε την αλήθεια και τη βρήκε».
Ο Αλέκος Παναγούλης άφησε πίσω του δυο ποιητικές συλλογές: «Άλλοι θ’ ακολουθήσουν», που βραβεύθηκε με το Διεθνές Βραβείο του Βιαρέτζιο και «Μέσα από φυλακή σας γράφω στην Ελλάδα», που τιμήθηκε με το Λογοτεχνικό Βραβείο της Αντιφασιστικής Αντίστασης στην Ιταλία. Πολλά από τα ποιήματά του γράφτηκαν κατά τη διάρκεια της φυλάκισής του.