Άρθρα
Φρέντυ Γερμανός, δημοσιογράφος, παραγωγός και παρουσιαστής σημαντικών τηλεοπτικών εκπομπών αλλά και πολύ επιτυχημένος συγγραφέας
Φρέντυ Γερμανός
(1934-1999)
Δημοσιογράφος, παραγωγός και παρουσιαστής σημαντικών τηλεοπτικών εκπομπών αλλά και πολύ επιτυχημένος συγγραφέας. Από μικρό παιδί έγραφε, έγραφε, έγραφε…
Στην πορεία αγόρασε μια γραφομηχανή και συνέχισε να γράφει. Αυτό ήταν το όνειρο ζωής του Φρέντυ Γερμανού. Το έκανε πραγματικότητα, τρόπο ζωής και σ’ αυτό έμεινε πιστός ως το τέλος.
Ο Φρέντυ Γερμανός, γιος του αξιωματικού του Ναυτικού Ανδρέα Γερμανού, γεννήθηκε στις 5 Σεπτεμβρίου του 1934 στην Αθήνα.
Οι γονείς του χώρισαν νωρίς κι έτσι ο Φρέντυ μεγάλωσε κάπου στα Εξάρχεια κοντά στον παππού και στη γιαγιά του. Από πολύ μικρός έμαθε να αγαπάει τα βιβλία και το διάβασμα, καθορίζοντας, έστω και άθελά του, τη μετέπειτα πορεία του.
Τελειώνοντας το σχολείο, αποφάσισε να γίνει συγγραφέας, αν και ο παππούς του ονειρευόταν να τον δει αρχιτέκτονα ή πολιτικό μηχανικό.
Το 1953, και ενώ ήταν μόλις 19 ετών, κέρδισε το β΄ βραβείο σ’ έναν πανελλήνιο διαγωνισμό διηγήματος. Ο Καραγάτσης, ο Μυριβήλης, ο Θεοτοκάς και ο Τερζάκης που απάρτιζαν την επιτροπή, αναγνώρισαν στο διήγημά του «Για μια εκδίκηση» το συγγραφικό του ταλέντο.
Ένα χρόνο αργότερα, το 1954, ο Φρέντυ ξεκίνησε τη δημοσιογραφική του καριέρα στην εφημερίδα «Ελευθερία», κρατώντας τη στήλη για τα φαρμακεία. Τρία χρόνια εργαζόταν αμισθί ως μαθητευόμενος, ενώ παράλληλα έγραφε διάφορα ρεπορτάζ για την «Απογευματινή» και κυνηγούσε να πάρει συνεντεύξεις από σημαντικά πρόσωπα της επικαιρότητας.
Έτσι είχε την ευκαιρία να συναντήσει τη Σοφία Λόρεν, τον Άλαν Λαντ, την Ελίζαμπεθ Τέιλορ, κ.ά. Την ίδια περίοδο συνεργαζόταν και με το περιοδικό «Εικόνες», γράφοντας ρεπορτάζ για τους λατερνατζήδες, τα τελευταία αρχοντικά της Αθήνας, κ.ο.κ. Ακολούθησε η συνεργασία του με την «Μεσημβρινή» της Ελένης Βλάχου, την «Απογευματινή», το «Έθνος», τον «Ταχυδρόμο», κ.ά.
Το 1964 κυκλοφόρησε το πρώτο του βιβλίο με τον τίτλο «Με συγχωρείτε λάθος» από τις εκδόσεις Γαλαξίας. Ο τόμος αποτελούταν από μια σειρά ευθυμογραφημάτων συνοδευμένα από σκίτσα του στενού του φίλου Κυρ. Ένα χρόνο αργότερα, ο Φρέντυ Γερμανός αποφάσισε να διεκδικήσει ένα ρόλο στο θεατρικό έργο του Αλέκου Λιδωρίκη «Ξεριζωμένοι».
Αν και τελικά ο ρόλος δόθηκε στον Ανδρέα Φιλιππίδη, η έστω και πρόσκαιρη συμμετοχή του στις προετοιμασίες της παράστασης υπήρξε ιδιαίτερα σημαντική γιατί έγινε αιτία να γνωριστεί με την μαθήτρια της δραματικής σχολής Έλενα Μαυρουδή, με την οποία παντρεύτηκε και απέκτησε την κόρη του Ναταλία. Ο γάμος δεν κράτησε πολύ και μερικά χρόνια αργότερα, ο Φρέντυ γνωρίστηκε και παντρεύτηκε με την ηθοποιό και χορεύτρια Μαρία Ιωαννίδου.
Το 1966 ο Φρέντυ Γερμανός άρχισε να εργάζεται ως παρουσιαστής ειδήσεων στην ελληνική τηλεόραση (ΕΙΡ), ενώ λίγο αργότερα παρουσίασε την πρώτη του εκπομπή, το «Καλειδοσκόπιο». Ουσιαστικά όμως η επιτυχία ήρθε το 1970, όταν βγήκε στον αέρα το «Αλάτι και πιπέρι», η τηλεοπτική εκπομπή που αποτέλεσε σταθμό στην ιστορία της ελληνικής τηλεόρασης. Επί έξι ολόκληρα χρόνια η εκπομπή αποτελούσε πώλο έλξης για το τηλεοπτικό κοινό, κόπηκε όμως με κυβερνητική απόφαση.
Την επόμενη χρονιά ο Φρέντυ επανήλθε με «Το πορτρέτο της Πέμπτης», ενώ ήδη έδινε έντονο το παρόν και στην έντυπη δημοσιογραφία, συμμετέχοντας στο στήσιμο μιας πρωτοποριακής για την εποχή της καθημερινή εφημερίδα (Η συνεργασία του αυτή με την «Ελευθεροτυπία» συνεχίστηκε ως το 1990). Το 1978 ο Φρέντυ παρουσίασε την εκπομπή «Σάββατο βράδυ, Κυριακή πρωί» και το 1979 ξεκίνησε την παρουσίαση της θρυλικής πλέον «Πρώτης Σελίδας».
Το 1990 ο Γερμανός αποφάσισε να αφοσιωθεί στη συγγραφή βιβλίων. Έκτοτε και ως το θάνατό του έγραφε ασταμάτητα, σατιρικά βιβλία, ευθυμογραφήματα, ιστορικές μυθιστορηματικές βιογραφίες, κ.ά. Συνολικά ο Φρέντυ έγραψε περισσότερα από 25 βιβλία (Το δις εξαμαρτείν, Γράψτο όπως το λέω, Ούτε αλάτι ούτε πιπέρι, Τζίμυ πάρε ένα φιστίκι, Καληνύχτα κύριε Όσκαρ, Γεια σου Έλληνα, Γυναίκα από βελούδο, Τερέζα, Έλλη Λαμπέτη, κ.ά.)
Πολλά από τα βιβλία του έγιναν μπεστ σελερ και κάποια μεταφέρθηκαν στον κινηματογράφο και στο θέατρο (Ένα γελαστό απόγευμα) και στην τηλεόραση (Ακριβή μου Σοφία, Η εκτέλεση). Το αναγνωστικό κοινό αγάπησε όλα του τα βιβλία αλλά ιδιαίτερα τις ιστορικές μυθιστορηματικές βιογραφίες του στις οποίες ο Φρέντυ κατάφερε να συνδυάσει μαγικά τη λογοτεχνία με τη δημοσιογραφία.
Ο Φρέντυ Γερμανός έφυγε στις 21 Μαΐου του 1999 πριν προλάβει να δει το τελευταίο του ιστορικό μυθιστόρημα «Το αντικείμενο» να στολίζει τις προθήκες των βιβλιοπωλείων.
Aλάτι και Πιπέρι
«Ένα πρωί του 1966 με φώναξε ο Mιχάλης Γιαννακάκος -ήταν αυτός που είχε ξεκινήσει την τηλεόραση -και με ρώτησε αν θέλω να λέω τις ειδήσεις. Θέλω, του είπα, αλλά δεν ξέρω αν κάνω. Δεν έχω καλή άρθρωση, δεν είμαι καλός αφηγητής, δεν έχω φωτογένεια και επιπλέον παθαίνω τρακ. Γέλασε και μου είπε ότι όλα αυτά σημαίνουν πως κάνω για την τηλεόραση. Έτσι άρχισα να λέω τις ειδήσεις στην "Hχώ των γεγονότων" (EIP). Εκείνη την εποχή οι ειδήσεις ήταν μια πολύ περίεργη υπόθεση: τις γράφαμε εμείς, τις λέγαμε εμείς και... τις ακούγαμε εμείς».
H πρώτη του εκπομπή ήταν το «Καλειδοσκόπιο», η επιτυχία όμως ήρθε το 1970, όταν βγήκε στον αέρα το «Αλάτι και Πιπέρι». Από την εκπομπή πέρασαν σχεδόν όλοι οι σημαντικοί Έλληνες της εποχής (ο Mίκης Θεοδωράκης στα 50ά του γενέθλια, ο Xορν, η Λαμπέτη, αλλά και ο Tζον Λένον με τη Γιόκο Όνο, η Tζίντζερ Pότζερς, η Tζόαν Kόλινς κ.ά.). Οι εκπομπές της τελευταίας περιόδου αφορούσαν προσωπικότητες που επέστρεφαν από το εξωτερικό μετά την κατάρρευση της δικτατορίας, όπως ο Παναγούλης, ο Θεοδωράκης, η Mερκούρη. Αυτό ήταν αρκετό για να κοπεί, παρά τις αντιδράσεις, η εκπομπή, με απόφαση της τότε κυβέρνησης, το 1976.
Tο 1978 επέστρεψε με το «Σάββατο βράδυ, Kυριακή πρωί» και την επόμενη χρονιά με την παρουσίαση των δραματοποιημένων ντοκιμαντέρ της «Πρώτης Σελίδας». Αργότερα έκανε το «Πορτρέτο της Πέμπτης», το «Φλας Mπακ» και τελευταία την «Ώρα της αλήθειας» στο MEGA. Όλα αυτά τα χρόνια από το 1964, δεν σταμάτησε να εκδίδει με όλο και μεγαλύτερη επιτυχία βιβλία με τα ευθυμογραφήματά του («Γράψ’ το όπως το λέω», «Σκέψου πριν το αγοράσεις», «Ούτε αλάτι, ούτε πιπέρι», «Φαπ», «Tζίμμυ, πάρε ένα φιστίκι» κ.ά.
Βιβλία
1964: Με Συγχωρήτε, Λάθος! Tο πρώτο βιβλίο του ήταν μια επιλογή από χρονογραφήματα δημοσιευμένα σε εφημερίδες και περιοδικά
1967: Το Δις Εξαμαρτείν μιά επιλογή από πενήντα χρονογραφήματα
1968: Γράψ’ το όπως το λέω συνεντεύξεις, ευθυμογράφημα.
1970: Σκέψου πριν το αγοράσεις, ευθυμογράφημα.
1972: Ούτε Αλάτι, ούτε πιπέρι, ευθυμογράφημα.
1975: Φαπ, ευθυμογράφημα.
1978: Τζίμμυ, πάρε ένα φυστίκι, ευθυμογράφημα.
1978: Ο Εχθρικός Πλανήτης, επιστημονικής φαντασίας. Ο ίδιος ο Φρέντυ Γερμανός παραδέχτηκε ότι άρχισε να γράφει λογοτεχνία όταν έγραψε αυτό το μυθιστόρημα.
1980: Ευρω-λεξικό, ευθυμογράφημα.
1981: Πρώτη Σελίδα, ευθυμογράφημα.
1983: Περισσότερο σεξ... σε λίγο, ευθυμογράφημα.
1984: Τρελλαθήκαμε εντελώς;, ευθυμογράφημα.
1985: Σαμ, με σκίτσα του Κώστα Μητρόπουλου, επιστημονικής φαντασίας.
1985: Ακριβή μου Σοφία..., μυθιστορία, με τα ερωτικά γράμματα του Γεωργίου Παπανδρέου. Η αγάπη του για τους ανθρώπους και η αποδοχή που βρήκε αυτό το βιβλίο από το αναγνωστικό κοινό, τον έστρεψαν να υπηρετήσει ένα λογοτεχνικό είδος που παρουσίαζε τα ιστορικά και διάσημα πρόσωπα από την ευαίσθητη ανθρώπινη πλευρά τους. Έτσι η Έλλη Λαμπέτη, ο Ίωνας Δραγούμης, η συναρπαστική Τερέζα χωρίς επώνυμο, απέκτησαν με την χαρισματική γραφή του Φρέντυ Γερμανού ευρύτερες, μυθιστορηματικές διαστάσεις και συγκινημένους φίλους ανάμεσα στους αναγνώστες.
1986: Η Εκτέλεση, ιστορικό μυθιστόρημα.
1990: Τα Ερωτικά της Κορσικής, μυθιστορία.
1990: Ελλάς υπό το μηδέν, ευθυμογράφημα
1994: Γυναίκα από Βελούδο, ιστορικό μυθιστόρημα.
1996: Έλλη Λαμπέτη, βιογραφία.
1997: Τερέζα, ιστορικό μυθιστόρημα.
1998: Υγρές Νύχτες, τα νεανικά διηγήματα.
2000: Το αντικείμενο: Νίκος Ζαχαριάδης, ιστορικό μυθιστόρημα για τον Νίκο Ζαχαριάδη
Τηλεοπτικές εκπομπές
Το 1966 άρχισε να ασχολείται με την τηλεόραση. Με δημοσιογραφική επιμέλεια συνέλεγε υλικό όταν ένα θέμα το εύρισκε συναρπαστικό, ταξιδεύοντας σε διάφορες χώρες και παίρνοντας συνεντεύξεις από αυτόπτες μάρτυρες. Οι τηλεοπτικές του δημιουργίες Αλάτι και Πιπέρι και Η Πρώτη Σελίδα είχαν γίνει παράδειγμα σωστής τηλεοπτικής εκπομπής και είχαν αγαπηθεί πολύ από τους θεατές.
Δημιούργησε τις εκπομπές :
Καλειδοσκόπιο
Αλάτι και Πιπέρι
Πορτραίτο της Πέμπτης
Φλας Μπακ
Πρώτη Σελίδα
Θεατρικά έργα
Δυό από τα τρία θεατρικά του έργα τιμήθηκαν με κρατικές διακρίσεις:
1976: Για μια χούντα δολλάρια, θεατρική επιθεώρηση.
1978: Ένα Γελαστό Απόγεμα, κρατική διάκριση.
1980: Σορπράιζ Πάρτι, κρατική διάκριση.
Δισκογραφία
Ο Φρέντυ Γερμανός είχε επίσης μια δισκογραφική επιτυχία με τον δίσκο Ο 20ός αιώνας
Τζίνα Μπαχάουερ ήταν Ελληνίδα κλασική πιανίστρια διεθνούς φήμης
Τζίνα Μπαχάουερ
Η Τζίνα Μπαχάουερ ήταν Ελληνίδα κλασική πιανίστρια διεθνούς φήμης.
Γεννήθηκε στις 21 Μαΐου το 1910 στην Αθήνα από πατέρα Αυστριακό και μητέρα Ιταλίδα. Έδωσε το πρώτο τη ρεσιτάλ σε ηλικία 8 ετών.
Οι πρώτες της μουσικές σπουδές έγιναν στην Αθήνα όπου και έλαβε τις πρώτες της τιμητικές διακρίσεις.
Το 1929 και σε ηλικία 19 ετών αναχώρησε για το Παρίσι για την ολοκλήρωση των σπουδών της.
Το πρώτο της κοντσέρτο με ορχήστρα έγινε το 1932 σε ηλικία 20 ετών. Ολοκληρώνοντας εκεί έναν κύκλο σπουδών, ταξίδεψε στο Λονδίνο ως μαθητευόμενη του Σεργκέι Ραχμάνινοφ.
Από το 1935 και εξής η Μπαχάουερ τράβηξε τον δικό της δρόμο στη μουσική.
Από το 1930 ήταν μόνιμη κάτοικος Αιγύπτου με τον πρώτο της σύζυγο, επιχειρηματία Ιωάννη Χριστοδούλου. Μετά τον αιφνίδιο θάνατό του το 1950, δεύτερος σύζυγος της έγινε ο βρεττανός διευθυντής ορχήστρας Άλεκ Σέρμαν. Παιδιά δεν απέκτησε.
Έδωσε εκατοντάδες κοντσέρτα – ανάμεσα στα οποία περιλαμβάνονται και 630 για τα συμμαχικά στρατεύματα στη Μέση Ανατολή κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Στις 22 Αυγούστου 1976 ενώ αναμενόταν στο Ηρώδειο, στα πλαίσια του Φεστιβάλ Αθηνών, με την Εθνική Συμφωνική Ορχήστρα της Ουάσιγκτον, βρέθηκε νεκρή στο δωμάτιό της, από τον άντρα της Σέρμαν, από καρδιακή ανακοπή στο σπίτι της στο Χαλάνδρι, το οποίο ακόμα επισκέπτονται αρκετοί θαυμαστές της απ' όλο τον κόσμο.
Για να τιμήσει την προσφορά της, το ελληνικό κράτος εξέδωσε γραμματόσημο το 1981, στα πλαίσια της σειράς Φεστιβάλ Αθηνών.
Το 1976 καθιερώθηκε ο Διεθνής Διαγωνισμός Πιάνου Τζίνα Μπαχάουερ στο Σολτ Λέικ Σίτυ των ΗΠΑ, προς τιμήν της.
Ονορέ ντε Μπαλζάκ, ήταν Γάλλος λογοτέχνης του πρώτου μισού του 19ου αιώνα
Ονορέ ντε Μπαλζάκ
Ο Ονορέ ντε Μπαλζάκ (πραγματικό ονοματεπώνυμο Ονορέ Μπαλσά) (Τουρ 20 Μαΐου 1799 – Παρίσι 18 Αυγούστου 1850) ήταν Γάλλος λογοτέχνης του πρώτου μισού του 19ου αιώνα. Συγκαταλέγεται στους θεμελιωτές του ρεαλισμού στην ευρωπαϊκή λογοτεχνία, ενώ θεωρείται και ένας από τους σημαντικότερους μυθιστοριογράφους όλων των εποχών.
Έφερε εις πέρας ένα μνημειώδες έργο, την «Ανθρώπινη Κωμωδία», μία συνεκτική συλλογή αρκετών μυθιστορημάτων που φιλοδοξούν να περιγράψουν σχεδόν εξαντλητικά τη γαλλική κοινωνία της εποχής του.
Βιογραφία
Γεννήθηκε στην πόλη Τουρ με καταγωγή από αστική οικογένεια της εποχής. To 1814 εγκαταστάθηκε στο Παρίσι, ενώ σε ηλικία 17 ετών άρχισε σπουδές νομικής στη Σορβόνη. Το 1819, απέκτησε το πτυχίο του baccalauréat και εργάστηκε για ένα διάστημα ως βοηθός σε δικηγορικό γραφείο, ωστόσο τελικά δεν ακολούθησε το επάγγελμα του συμβολαιογράφου, αλλά αφοσιώθηκε στη λογοτεχνία. Εγκατέλειψε το πατρικό του σπίτι για να μείνει μόνος σε μια φτωχική σοφίτα και να αφιερωθεί στη συγγραφή φιλοσοφικών δοκιμίων, μυθιστορημάτων σε μορφή επιστολών ή τραγωδιών. Μέχρι το 1822 ο Μπαλζάκ ήταν ήδη δημιουργός αρκετών έργων – για τα οποία χρησιμοποιούσε και αρκετά ψευδώνυμα – που δεν γίνονταν όμως ευρύτερα αποδεκτά.
Το 1825 ξεκίνησε η σχέση του με τη Δούκισσα Ντ' Αμπραντές, με την βοήθεια της οποίας έγινε γνωστός στους κοσμικούς κύκλους του Παρισιού. Την ίδια περίοδο συνέβη ο θάνατος της αδελφής του Λορ, που ήταν έμπιστή του. Παράλληλα, έγινε εκδότης ενώ το διάστημα 1826-1828 εργάστηκε ως τυπογράφος με οδυνηρές όμως οικονομικές συνέπειες, καθώς καταστράφηκε οικονομικά, καταρρέοντας από τα χρέη. Το 1829 δημοσιεύτηκε το μυθιστόρημά του Οι Σουάνοι (Les Chouans), που αποτέλεσε την πρώτη εμπορική του επιτυχία και την αρχή της αναγνώρισής του ως συγγραφέα. Τον επόμενο χρόνο, δηλώνοντας πως κατάγεται από τους Μπαλζάκ της Αντράγκ, πρόσθεσε αυθαίρετα στο όνομά του τον όρο «ντε». Στις 18 Φεβρουαρίου του 1832, έλαβε το πρώτο γράμμα της Εβελίνα Χάνσκα, πολωνικής καταγωγής, με την οποία αλληλογραφούσε για περίπου 15 χρόνια και αργότερα παντρεύτηκε. Το 1835 ανέλαβε την επιθεώρηση La Chronique De Paris, την οποία εγκατέλειψε τον Ιούλιο του 1836 ακόμη περισσότερο χρεωμένος. Το 1837 δημοσιεύτηκαν οι Χαμένες Ψευδαισθήσεις και ο Μπαλζάκ αγόρασε τις «Jardies», αγρόκτημα στη περιοχή των Σεβρών που, λόγω χρεών όμως αναγκάστηκε να πουλήσει το 1845.
Το 1838 πραγματοποίησε αποτυχημένες επενδύσεις στο χρηματιστήριο χωρίς να μπορέσει να βελτιώσει ούτε στο ελάχιστο την οικονομική του κατάσταση. Το 1840 προσπάθησε να επανακυκλοφορήσει την «Revue Parisienne», χωρίς επιτυχία. Λόγω των οικονομικών του προβλημάτων, αναγκάστηκε να κρυφτεί στο Πασσύ για να ξεφύγει από τους πιστωτές του. Στις 4 Μαρτίου του 1850 νυμφεύτηκε την Εβελίνα Χάνσκα και πέντε μήνες αργότερα, στις 18 Αυγούστου, πέθανε στο Παρίσι, σε ηλικία μόλις 51 ετών.
Έργο
O Μπαλζάκ υπήρξε ένας από τους πολυγραφότερους συγγραφείς όλων των εποχών, δημιουργός 2.504 ηρώων μέσα από τα βιβλία του. Η μέθοδος εργασίας του παρουσιάζει επίσης αξιοσημείωτο ενδιαφέρον. Εργαζόταν περίπου 15 ώρες ημερησίως, καταναλώνοντας μεγάλες ποσότητες καφέ για να διατηρεί τη διαύγειά του. Κατά τη διαδικασία εκτύπωσης των έργων του στο τυπογραφείο, πραγματοποιούσε αλλεπάλληλες διορθώσεις ή ακόμα και αλλαγές.
Στο Παρίσι, πόλη 2.000.000 κατοίκων, δοκιμασμένη από αλλεπάλληλες πολιτικές και κοινωνικές ανακατατάξεις, η συγγραφή μπορούσε να προσφέρει χρήματα, δόξα, εξουσία. Στη γαλλική, πρώτη μεταξύ των γλωσσών, ενισχυμένη με το σφρίγος των νέων ιδεών του μετεπαναστατικού κόσμου, οι επιφυλλίδες είχαν απήχηση στο πλατύ κοινό. Χρειάστηκαν όμως αρκετά χρόνια ακατάβλητης προσπάθειας, γράφοντας μυθιστορήματα της σειράς χωρίς να υπογράφει ωσότου αγγίξει την επιτυχία. Στον σκληρό ανταγωνισμό, όπου όλα τα ρομαντικά θέματα είχαν αξιοποιηθεί, απέδωσε συστηματικά μιαν ολόκληρη κοινωνία, τους νόμους και τους αδυσώπητους μηχανισμούς της: χαρακτήρες από τον επιχειρηματικό, δημοσιογραφικό, καλλιτεχνικό κόσμο, άντρες και γυναίκες της αριστοκρατίας, παιδιά του δρόμου, παπάδες και γιατροί που εξομολογούν τις αμαρτίες του πνεύματος και της σάρκας, στη μεγαλούπολη ή στην επαρχία, διαπλέκονται μεταξύ τους σ' άπειρους συνδυασμούς, αναλώνουν καθένας τη ζωή του στην ένταση των παθών. Επί 20 χρόνια, ως τον αιφνίδιο θάνατό του στο αποκορύφωμα της δόξας του, έγραψε συνολικά 91 μυθιστορήματα, 30 νουβέλες, 5 θεατρικά έργα: άμεσα, επίκαιρα, αποτελεσματικά, έπεισαν τους αναγνώστες, που πολλαπλασίαζαν τις πωλήσεις των εφημερίδων. Κι όλα αυτά σε χρονικό διάστημα 25 περίπου ετών.
Τα θέματά του κρίθηκαν συχνά υπερβολικά, προσβλητικά για τα χρηστά ήθη: η απουσία του καλού φάνταζε περισσότερο ακόμη καθώς προέκυπτε άδηλα από τα γεγονότα. Για ένα διάστημα τα έργα του θεωρούνταν εμπορικά, ελαφρά κι υποδεέστερης σημασίας. Σήμερα θεωρείται ένας από τους μείζονες συγγραφείς της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Η Ανθρώπινη Κωμωδία, θεωρείται άξια εκπρόσωπος του λογοτεχνικού ρεαλισμού, βαθιά και με ζωντανά χρώματα τοιχογραφία, που περιγράφει ανθρώπινους χαρακτήρες κι αδυναμίες που ξεπερνούν την εποχή του. Πιστεύεται πως επέλεξε τον τίτλο του σε αντιδιαστολή με το έργο του Δάντη Θεία Κωμωδία.
Ανθρώπινη κωμωδία
H «Ανθρώπινη κωμωδία» (La Comédie humaine) αποτελεί το σύνολο 91 ολοκληρωμένων και 48 ημιτελών έργων του Μπαλζάκ, μεταξύ των οποίων νουβέλες, μυθιστορήματα και πραγματείες. Δεν περιέχονται ωστόσο τα θεατρικά του έργα ή οι κωμικές ιστορίες Contes drôlatiques (1832-37). Στόχος του στην «Ανθρώπινη Κωμωδία» ήταν να παραθέσει μια σφαιρική άποψη της γαλλικής κοινωνίας, από τη στιγμή που εκδηλώθηκε η Γαλλική Επανάσταση έως τη σύγχρονη εποχή του. Στον πρόλογο αυτού του έργου που συνέγραψε το 1842 η φιλοσοφία του συνοψίζεται στην άποψή του, ότι, όπως οι περιβαλλοντικές διαφορές και η κληρονομικότητα ευθύνονται για την ύπαρξη διαφόρων ειδών στο ζωικό βασίλειο, έτσι και οι ποικίλες κοινωνικές πιέσεις ευθύνονται για τις διαφορές ανάμεσα στα ανθρώπινα όντα.
20/05/2010, 09:36 | Συντάκτης: Βύρων Τσουράπης
Άγιος Κωνσταντίνος και Αγία Ελένη, γιατί όμως ένας αυτοκράτορας και η μητέρα του αγιοποιήθηκαν και γιορτάζουν
Η γιορτή των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης είναι μια από τις σημαντικότερες μέσα στη χρονιά.
Γιατί όμως ένας αυτοκράτορας και η μητέρα του αγιοποιήθηκαν και γιορτάζουν;
Ο Μέγας Κωνσταντίνος
Πρόκειται για τον Ρωμαίο Αυτοκράτορα, επί των ημερών του οποίου κατοχυρώθηκε η ανεξιθρησκία και προωθήθηκε η χριστιανική πίστη η οποία μέχρι τότε ήταν υπό διωγμό. Την εποχή που ο πατέρας του Κωνστάντιος υπηρετούσε στα Ανάκτορα, ο Κωνσταντίνος βρισκόταν στην αυλή του αυτοκράτορα Διοκλητιανού στη Νικομήδεια, κατέχοντας το αξίωμα του Χιλίαρχου. Όταν όμως οι δύο Αύγουστοι, Διοκλητιανός και Μαξιμιανός παραιτούνται από τα αξιώματά τους, στο αξίωμα του Αυγούστου προάγονται ο Κωνστάντιος για τη Δύση και ο Γαλέριος για την Ανατολή. Όταν πεθαίνει ο Κωνστάντιος (306) ο στρατός της δύσης αναγνώρισε ως Αύγουστο τον Κωνσταντίνο.
Ο Κωνσταντίνος, λοιπόν, ανακηρύχθηκε σε Αύγουστο κατόπιν της νίκης του εναντίον του Μαξεντίου. Ο ιστορικός Ευσέβιος, αναφέρει ότι ο Κωνσταντίνος δεν γνώριζε καλά-καλά σε ποιόν ακριβώς Θεό να προσευχηθεί για να αντιμετωπίσει τον Μαξέντιο. Όταν, όμως, άρχισε να αναπέμπει παρακλήσεις, μετά το μεσημέρι φάνηκε στον ουρανό ένα σημείο, ο Σταυρός με την περίφημη επιγραφή «εν τούτῳ νίκα». Έτσι, έχοντας τη βεβαιότητα της θείας συμπαράστασης επιτίθεται εναντίον του Μαξεντίου, τον οποίο και κατατροπώνει.
Μετά τα γεγονότα αυτά και αφού πλέον είναι ο μόνος άρχων της Αυτοκρατορίας, ο Κωνσταντίνος θα πάρει μια απόφαση που έμελλε να αλλάξει την πορεία της ανθρωπότητας: μεταφέρει την πρωτεύουσα της Αυτοκρατορίας από τη Ρώμη σε ένα ψαροχώρι του Βοσπόρου και πάνω στο παλαιό Βυζάντιο οικοδομεί την Κωνσταντινούπολη. Αξιοσημείωτο γεγονός, μεταξύ άλλων, είναι η υπογραφή του διατάγματος των Μεδιολάνων το 313, το οποίο προέβλεπε να σταματήσουν οι διωγμοί και να αποφυλακισθούν οι πιστοί. Το διάταγμα υπογράφηκε με την ευκαιρία του γάμου του Λικινίου με την αδελφή του Κωνσταντία.
Με την επικράτηση του Χριστιανισμού ξεκινούν και οι πρώτες έριδες στο σώμα της Εκκλησίας. Η πρώτη βόμβα που θα ταράξει τα θεμέλιά της είναι ο Άρειος ο οποίος θα υποστηρίξει τη μια και μόνη φύση του Ιησού Χριστού. Ο Κωνσταντίνος αντιλαμβανόμενος το πρόβλημα που προκαλούσαν οι αιρέσεις στη συνοχή της Αυτοκρατορίας συγκαλεί την Α' Οικουμενική Σύνοδο στη Νίκαι της Βιθυνίας το 325, η οποία και αποφάνθηκε ότι ο Άρειος διδάσκει αιρετικές απόψεις.
Μετά το πέρας των εργασιών της Συνόδου ο ίδιος ο Κωνσταντίνος ανέλαβε την γνωστοποίηση των σχετικών αποφάσεων προς όλη την επικράτεια της Αυτοκρατορίας. Ο Άρειος, όμως, και οι ομόφρονές του παραπλάνησαν τον Κωνσταντίνο ασκώντας την φιλολογική και φιλοσοφική τους τέχνη έπεισαν τον Κωνσταντίνο ότι η διδασκαλία τους δεν αφίσταται από το δόγμα της Οικουμενικής Συνόδου.
Αποτέλεσμα της επέμβασης αυτής του Αρείου ήταν η σύγκληση νέας συνόδου το 327 μ.Χ., η οποία ανακάλεσε τον Άρειο από την εξορία και αποκατέστησε τους ομοφρόνους του Επισκόπους Νικομήδειας Ευσέβιο και Νικαίας Θεόγνιο. Η ενέργεια αυτή προκάλεσε αντιδράσεις από πλευράς Ορθοδόξων, γι’ αυτό, τόσο ο Αλεξανδρείας Αλέξανδρος, όσο και ο Μέγας Αθανάσιος δεν συμβιβάστηκαν με τις αποφάσεις της Συνόδου, παρόλο που ο Αυτοκράτορας απειλούσε με καθαίρεση. Ακολούθως, νέα Σύνοδος αιρετικών Επισκόπων, που συνήλθε στην Αντιόχεια το 330, καθαίρεσε και εξόρισε τον ο Άγιο Ευστάθιο, Επίσκοπο Αντιοχείας και στη συνέχεια, το 335, άλλη Σύνοδος, που έγινε στην Τύρο της Συρίας, επέβαλε την ποινή της καθαιρέσεως στον Μέγα Αθανάσιο, ο οποίος, ως εκ τούτου ζήτησε από τον Κωνσταντίνο να τον ακούσει, αλλά ο Αυτοκράτορας, στην αρχή, δεν αποδέχτηκε την πρόταση του Αθανασίου, παρά μόνο όταν ο μεγάλος αυτός θεολόγος είπε σε αυτόν: «Δικάσει Κύριος ἀνὰ μέσον ἐμοῦ καὶ σοῦ».
Μετά την ακρόαση, και αφού ο Κωνσταντίνος κάλεσε όλους αυτούς που συμμετείχαν στη Σύνοδο της Τύρου, ο Ευσέβιος Νικομήδειας παρουσιάστηκε, με άλλο επιχείρημα ενώπιον του Αυτοκράτορα, αυτή τη φορά, θέτοντας το θέμα της δήθεν παρεμπόδισης της μεταφοράς σιταριού. Ο Αυτοκράτορας εξόρισε, τελικά, τον Μέγα Αθανάσιο στα Τρέβιρα της Γαλλίας, όμως δεν επικύρωσε την απόφαση της Συνόδου εκείνης και παράλληλα δεν προχώρησε σε αναπλήρωση της επισκοπικής έδρας της Αλεξάνδρειας. Το ζήτημα του Αρείου έλυσε την περίοδο εκείνη η Πρόνοια του Θεού, αφού την παραμονή της πανηγυρικής αναγνώρισης του Αρείου, αυτός απέθανε με φρικτό τρόπο ενώ βρισκόταν στο αποχωρητήριο.
Παρά το γεγονός ότι ο ίδιος σε όλη του τη ζωή λάτρευε τον θεό Ήλιο, λίγο πριν πεθάνει αποφάσισε να βαπτισθεί χριστιανός. Κατά το μυστήριο είπε και την περίφημη φράση: «Νυν αληθεί λόγω μακάριον οιδ’ εμαυτόν, νυν της αθανάτου ζωής πεφάναι άξιον, νυν του θείου μετειληφέναι φωτός πεπίστευκα». Από τότε και μέχρι την ημέρα της κοιμήσεώς του το 337 σε προάστιο της Νικομήδειας δεν ενδύθηκε βασιλικό μανδύα. Ή κοίμησή του σημειώθηκε εννέα χρόνια μετά την κοίμηση της μητέρας του σε ηλικία 63 ετών και έγινε την ημέρα της εορτής της Πεντηκοστής, όπως αναφέρει ο ιστορικός Ευσέβιος.
Η Αγία Ελένη
Η Αγία Ελένη ήταν η μητέρα του Μεγάλου Κωνσταντίνου. Γεννήθηκε στο Δρέπανο της Βιθυνίας (Γιάλοβα Μ. Ασίας) στα μέσα του 3ου αιώνα μ.Χ. Είκοσι περίπου χρόνια μετά τη γέννησή της, η Ελένη γνωρίστηκε με τον Κωνστάντιο Χλωρό, αξιωματούχο της Αυτοκρατορίας, τον οποίο παντρεύτηκε το 270, με βάση πρόνοια ειδικού νόμου, ο οποίος επέτρεπε το γάμο αξιωματούχων με γυναίκες λαϊκής καταγωγής. Ο Κωνστάντιος ήταν συγγενής του Κλαυδίου, ο οποίος βασίλευσε πριν από τον Διοκλητιανό και προσελήφθη στα ανάκτορα από τον Διοκλητιανό. Καρπός του γάμου της Ελένης και του Κωνστάντιου ήταν ο Κωνσταντίνος, ο μετέπειτα μονοκράτορας της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, τον οποίο η Αγία Ελένη γέννησε στη Ναϊσσό της Μοισίας (Νίσσα Σερβίας).
Προκειμένου, όμως, ο Κωνστάντιος να προβιβαστεί από τον Διοκλητιανό σε Καίσαρα Γαλατίας, Ισπανίας και Βρεττανίας χώρισε την Αγία Ελένη και παντρεύτηκε την ανιψιά του Μαξιμιανού Θεοδώρα. Τότε, η Αγία Ελένη μαζί με τον Κωνσταντίνο παρέμειναν υπό φρούρηση του Διοκλητιανού και στη συνέχεια του Γαλέριου, για να μπορούν να ελέγχουν τον Κωνστάντιο. Ωστόσο, η ανάληψη του Καισαρικού αξιώματος από τον Κωνστάντιο λειτούργησε ευνοϊκά για την Εκκλησία, αφού ακόμη και κατά την περίοδο των διωγμών, που εξαπέλυσε ο Διοκλητιανός, οι πιστοί σε αυτή την περιοχή δεν καταδιώχτηκαν. Επίσης, με την άνοδο του Χλωρού στο αξίωμα αυτό ανοίχθηκε ο δρόμος και για τον γιό του Κωνσταντίνο.
Η Αγία Ελένη επανήλθε στη δημόσια ζωή κατά την ανάδειξη του Κωνσταντίνου σε Καίσαρα το 306, οπότε ο Κωνσταντίνος την έφερε κοντά του στα Τρέβηρα και ακολούθως την πήρε μαζί του στη Ρώμη, όταν επρόκειτο να ανακηρυχθεί σε Αύγουστο. Η Αγία ανακηρύχθηκε σε Αυγούστα από τον Κωνσταντίνο, όταν αυτός παρέμεινε μονοκράτορας νικώντας τον Λικίνιο, ενώ στην πορεία λειτούργησε ως σύμβουλος και συνεργάτιδά του. Αυτή η αγάπη και ο σεβασμός του Κωνσταντίνου προς την μητέρα του φάνηκε και με την ύψωση δύο στηλών στη μεγάλη πλατεία «Φόρος», η μία στο όνομα της Αγίας Ελένης και η άλλη στο όνομά του, και ανάμεσα τους ένας σταυρός, που έφερε την επιγραφή: «Εις Άγιος, εις Κύριος, Ιησούς Χριστός, εις δόξαν Θεού πατρός, Αμήν». Επίσης, για να την τιμήσει, έκοψε νομίσματα με τ” όνομα και τη μορφή της και μετονόμασε το Δρέπανο σε Ελενόπολη.
Ακόμη, μεταξύ άλλων, παραχώρησε στη μητέρα του το ανάκτορο στο Σεσσόριο του Λατερανού, όπου έκτισε μία εκκλησία, ώστε αυτή να μπορεί να επιτελεί φιλανθρωπικό και πνευματικό έργο. Στη συνέχεια, η Αγία Ελένη, με τη συγκατάθεση του Κωνσταντίνου, ανάλαβε η ίδια την ευθύνη της ανοικοδόμησης ναών και το κτίσιμο νέων εκκλησιών και ευαγών ιδρυμάτων σε όλη την επικράτεια της Αυτοκρατορίας. Ο ιστορικός Ευσέβιος αναφέρει σχετικά: «Ελένη Αυγούστα… ευσεβούς τεκμήρια διαθέσεως ίδρυσε».
Πέραν όμως της ζωής και του έργου της Αγίας Ελένης στο πλευρό του γιού της, το πιο σημαντικό γεγονός που σφράγισε την ίδια ήταν η μετάβασή της στους Αγίους Τόπους. Εκεί σύμφωνα με την Παράδοση, κατόπιν θεϊκού σημείου, βρήκε τον Τίμιο και Ζωοποιό Σταυρό του Κυρίου το 326 μ.Χ. Όταν έφθασε στα Ιεροσόλυμα, λοιπόν, καθ’ υπόδειξη του Αγίου Κυριάκου, που ήταν Εβραίος και τότε λεγόταν Ιούδας, αλλά και με βάση μία παράδοση που έλεγε ότι μετά την Αποκαθήλωση ο Τίμιος Σταυρός πετάχτηκε σε λάκκο, κοντά στον Γολγοθά, άρχισε αμέσως τις σχετικές έρευνες.
Επειδή όμως επρόκειτο για υπέρογκη εργασία, οι έρευνες στράφηκαν στο μέρος εκείνο, όπου βλάστανε το λουλούδι βασιλικός, του οποίου η ευωδία ήταν έντονη. Ο χρονογράφος Γεώργιος μοναχός σημειώνει το γεγονός της ευρέσεως ως εξής: «Μαθών δε ο Επίσκοπος (Μακάριος), τα της Βασιλικής ελεύσεως… πάντας παρακάλεσε ησυχία να κάμουσι και σπουδαιοτέραν ευχήν υπέρ τούτου, στον Θεό προσέφερε… Τούτου δε γενομένου, ευθύς θεόθεν εδείχθη στον Επίσκοπο ο τόπος, όπου ο ακαθάρτου δαίμονος, ο ναός και το άγαλμα της Αφροδίτης υπήρχε. Τότε η βασίλισσα, πλήθος πολύ τεχνιτών και εργατών συγκέντρωσε και εκ βάθρων το αισχρό οικοδόμημα κατέστρεψε. Τούτου δε γενομένου, ανεφάνη το θείον Μνήμα, ο τόπος του κρανίου και τρεις καταχωμένοι σταυροί… Αμηχανία και θλίψη κατέλαβε την Βασίλισσα, αφού κανείς δεν γνώριζε ποιός είναι ο Τίμιος Σταυρός. Ο δε Επίσκοπος μετά πίστεως έλυσε την απορία… Γυναίκα άρρωστη, υπό πάντων απεγνωσμένη και τα λοίσθια πνέουσα, έφεραν μεταξύ των σταυρών… Με τη σκιά του Τιμίου Σταυρού η ασθενούσα… ευθέως αναπήδησε, δοξάζουσα μετά μεγάλης φωνής τον Θεό… Η δε Βασίλισσα Ελένη, μετά χαράς μεγάλης παρέλαβε τον Σταυρό… και μέρος αυτού παρέδωσε στον Επίσκοπο της πόλεως» (Γεώργιος Μοναχός, Περί της ευρέσεως του σταυρού, 110.620-621).
Επίσης, ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος αναφέρει ότι στον Γολγοθά βρέθηκαν τρεις σταυροί, από τους οποίους ο ένας διαγνώστηκε ότι ανήκει στον Ιησού Χριστό. Το Συναξάρι της εορτής της Ύψωσης του Τιμίου Σταυρού αναφέρει: «διαπορούσης δε της Βασιλίσσης (δηλ. της Αγίας Ελένης), τίς αν είη ο του Κυρίου Σταυρός, διά της εις θανούσαν γυναίκα χήραν θαυματουργίας δείκνυται• και ανέστη τη τούτου προσψαύσει• των δε λοιπών δύο σταυρών των Ληστών μηδέν εις τούτο ενδειξαμένων εις θαυματοποιΐας υπόδειγμα».
Μετά το σημείο αυτό η Αγία Ελένη αποφάσισε να οικοδομήσει επί τόπου το ναό της Αναστάσεως, ένα ακόμη ναό επάνω από το Σπήλαιο της Γεννήσεως στη Βηθλεέμ και άλλους δύο, ένα στο όρος της Αναλήψεως και ένα στο ορός Θαβώρ.
Κατόπιν, η Αγία Ελένη αναχώρησε για την Κωνσταντινούπολη, μεταφέροντας μαζί της τεμάχια του Τιμίου Ξύλου. Στην πορεία της πέρασε για δεύτερη ορά από την Κύπρο. Έτσι αποβιβάστηκε νότια του νησιού κοντά στο σημερινό Ζύγι. Η περιοχή στην οποία αποβιβάστηκε, υπήρχε ένα ποτάμι, το οποίο τότε ονομάστηκε βασιλοπόταμο, κοντά στο οποίο εναπόθεσε τους σταυρούς – κατά την παράδοση, επειδή οι τρεις σταυροί είχαν παραμείνει μαζί για πολλά χρόνια, τους αποσύνδεσε, έσμιξε τα ξύλα τους και τους ξαναέφτιαξε. Από το ξύλο του υποποδίου του σταυρού του Χριστού έφτιαξε, επίσης, ένα άλλο μικρό σταυρό.
Εκεί, εξαντλημένη καθώς ήταν, η ογδοντάχρονη Αγία, έγειρε για να ξεκουραστεί λίγο, ώστε να μπορέσει να συνεχίσει την πορεία της προς την Κωνσταντινούπολη. Σύμφωνα με την Παράδοση κατά τη διάρκεια του ύπνου της, ένας νέος με αγγελική μορφή της είπε: «Σεβαστή μου βασίλισσα, είμαι απεσταλμένος του Πανάγαθου Θεού, για να σου εκφράσω το θέλημά Του. Όπως εκεί στα Ιεροσόλυμα έκτισες ναούς, για να δοξάζεται και να υμνείται ο Θεός, έτσι κι εδώ, σε τούτο το νησί το ευλογημένο, πρέπει να πράξεις το ίδιο. Να κτίσεις κι εδώ ιερό ναό, τον οποίο μάλιστα να θεμελιώσεις με το Τίμιο Ξύλο, για να προσκυνείται και να δοξάζεται στους αιώνες ο Σταυρός του Κυρίου από τους κατοίκους αυτού του τόπου. Εδώ θα ζουν Χριστιανοί μέχρι τη συντέλεια του κόσμου».
Η Αγία όταν ξύπνησε, διέταξε αμέσως να γίνει όπως ο λαμπρός εκείνος νέος της υπέδειξε. Ο ένας όμως από τους μεγάλους σταυρούς είχε εξαφανιστεί και εθεάθη στην κορυφή του βουνού Όλυμπος. Εκεί, λοιπόν, βρέθηκε το Τίμιο Ξύλο, το οποίο προς στιγμή είχε χαθεί. Τότε, η Αγία Ελένη με τους συνεργάτες της έκτισαν ναό τον οποίο εγκαινίασαν με το τίμιο Ξύλο και από τότε (327) το βουνό αυτό ονομάζεται Σταυροβούνι, όπου μέχρι σήμερα υπάρχει η ομώνυμη Ιερά Μονή.
Κατόπιν η Αγία αναχώρησε για την Βασιλεύουσα, όπου ο Κωνσταντίνος υποδέχθηκε τον Τίμιο Σταυρό, τους τέσσερις Ήλους (=καρφιά) και την μητέρα του με κάθε λαμπρότητα. Σημειώνουμε ότι απ’ αυτούς τους τέσσερις Ήλους, οι δύο τοποθετήθηκαν στο Στέμμα, το οποίο φορούσε ο βασιλιάς Κωνσταντίνος.
Η Αγία Ελένη κομίσθηκε ένα χρόνο αργότερα, σε ηλικία 81 περίπου ετών (328-329).
Σήμερα, το μεγαλύτερο μέρος του Τιμίου Ξύλου φυλάγεται στην Ιερά Μονή Ξηροποτάμου στο Άγιο Όρος.
Παύλος, πρώην Διάδοχος της Ελλάδας
Παύλος, Διάδοχος της Ελλάδας
Ο Παύλος, Διάδοχος της Ελλάδας (20 Μαΐου 1967) είναι πρωτότοκος γιος του πρώην βασιλέα των Ελλήνων Κωνσταντίνου Β΄ και της Άννας-Μαρίας.
Γεννήθηκε στις 20 Μαΐου 1967, ως πρίγκιπας Παύλος της Ελλάδος και της Δανίας στα θερινά Ανάκτορα του Τατοΐου στην Αθήνα, την παραμονή της ονομαστικής εορτής του Κωνσταντίνου. Η γέννηση του διαδόχου του ελληνικού Θρόνου αναγγέλθηκε στην Αθήνα με 101 κανονιοβολισμούς από τα πυροβολεία του Λυκαβηττού και της Ναυτικής Διοίκησης στον Πειραιά και με κωδωνοκρουσίες των εκκλησιών σε όλη την επικράτεια. Ως πρωτότοκος γιος του τότε βασιλιά της Ελλάδας Κωνσταντίνου Β΄ περιβλήθηκε τον βυζαντινό τίτλο του «πορφυρογέννητου», τίτλο που έφεραν μόνο όλα τα τέκνα του βασιλέως Γεωργίου του Α΄ και τα τρία πρώτα τέκνα του βασιλέως Κωνσταντίνου Α΄
Ο Παύλος βαπτίστηκε την 29 Ιουνίου 1967, στη Μητρόπολη Αθηνών χριστιανός ορθόδοξος και έλαβε το όνομα του παππού του, Παύλου, πατέρα του Κωνσταντίνου. Ανάδοχοί του ήταν ο πρίγκιπας της Ουαλίας Κάρολος και οι Ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις αντιπροσωπεία των οποίων εκ τριών υπαξιωματικών των τριών όπλων τέλεσαν το μυστήριο.
Μεγάλωσε στη Ρώμη, όπου ήταν η μόνιμη έδρα του Κωνσταντίνου, έπειτα από το αποτυχημένο αντικίνημά του της 13ης Δεκεμβρίου 1967 ενάντια στη δικτατορία των Συνταγματαρχών και τη φυγή του από την Ελλάδα. Μετά το 1973 η τέως βασιλική οικογένεια μετακόμισε στο Λονδίνο.
Παντρεύτηκε στις 1 Ιουλίου 1995 στο Λονδίνο την Μαρί Σαντάλ Μίλλερ και απέκτησαν πέντε παιδιά:
την Μαρία - Ολυμπία (γεν. 25 Ιουλίου 1996, Νέα Υόρκη)
τον Κωνσταντίνο - Αλέξιο (γεν. 29 Οκτωβρίου 1998, Νέα Υόρκη)
τον Αχιλλέα - Ανδρέα (γεν. 12 Αυγούστου 2000, Νέα Υόρκη)
τον Οδυσσέα - Κίμωνα (γεν. 17 Σεπτεμβρίου 2004, Λονδίνο)
τον Αριστείδη - Σταύρο (γεν. 29 Ιουνίου 2008, Λος Άντζελες)