Άρθρα
Μαξιμιλιανός Ροβεσπιέρος, ήταν Γάλλος πολιτικός, δεσπόζουσα μορφή της Γαλλικής Επανάστασης του 1789
Μαξιμιλιανός Ροβεσπιέρος
Ο Μαξιμιλιανός Φραγκίσκος Μαρία Ισίδωρος Ροβεσπιέρος (Maximilien François Marie Isidore de Robespierre, 6 Μαΐου 1758 - 28 Ιουλίου 1794) ήταν Γάλλος πολιτικός, δεσπόζουσα μορφή της Γαλλικής Επανάστασης του 1789.
Γεννήθηκε στην πόλη Αρράς στις 6 Μαΐου 1758 και καρατομήθηκε στο Παρίσι στις 28 Ιουλίου 1794. Έζησε πολύ δύσκολα και φτωχικά παιδικά χρόνια, κατόρθωσε όμως να σπουδάσει Νομικά στο Παρίσι και επανερχόμενος στη γενέτειρά του άσκησε τη δικηγορία επιδιδόμενος συγχρόνως στη ποίηση, στη φιλολογία και στη μουσική τέχνη, εκλεγόμενος μέλος της Ακαδημίας του Αρράς.
Το 1789 εξελέγη αντιπρόσωπος στη Συνέλευση των Τάξεων στην οποία δεν έτυχε αρχικώς καμίας διάκρισης και ιδιαίτερης προσοχής. Ο Μιραμπώ μόνο, ο οποίος παρακολουθούσε τις σχολαστικές αγορεύσεις του Ροβεσπιέρου είπε ότι: "αυτός ο νέος θα πάει μπροστά γιατί πιστεύει σε όσα λέει". Τότε ο Ροβεσπιέρος ήταν ακόμη μετριοπαθής και υπέρ της βασιλείας, είχε δε προτείνει και την κατάργηση της θανατικής ποινής.
Μετά την άλωση της Βαστίλης, ετέθη επικεφαλής το 1790 των Ιακωβίνων. Όταν οι Ορεινοί (οι Ιακωβίνοι δηλαδή, από τη θέση που καταλάμβαναν στα ορεινά έδρανα της Συνέλευσης ονομάστηκαν Ορεινοί) κατέλαβαν την εξουσία το 1793, ο Ροβεσπιέρος έγινε ουσιαστικός αρχηγός της Γαλλίας. Ετέθη επικεφαλής της Κομμούνας και στη Συμβατική Συνέλευση εισήλθε ως αντιπρόσωπος του λαού του Παρισιού. Ψήφισε το θάνατο του Λουδοβίκου ΙΣΤ΄ και υπέρ της κατάργησης της Βασιλείας.
Για να στερεώσει την εξουσία του απέκρουσε τις κατηγορίες των Γιρονδίνων ότι επεδίωκε την επιβολή δικτατορίας. Εισερχόμενος δε στην Επιτροπή Κοινής Σωτηρίας και διευθύνοντας πλέον τους τομείς της Δημόσιας Aσφάλειας και της Δικαιοσύνης, προχώρησε σε προγραφές εναντίον των Γιρονδίνων, για τους οποίους πέτυχε να τεθούν εκτός νόμου, στην εξόντωση των αρχηγών τους, αλλά και τη φυσική εξόντωση πολλών συντρόφων του, όπως του Δαντών, τον οποίο μισούσε θεωρώντας τον βαθύτατα διεφθαρμένο, στέλνοντάς τους στη λαιμητόμο, κάτι που έκανε στη συνέχεια και με τους Εμπερτιστές.
Στην περίοδο της κυριαρχίας του Ροβεσπιέρου επικρατούσε απόλυτη Τρομοκρατία, στηριζόμενη στα Επαναστατικά Δικαστήρια και στην περίφημη Επιτροπή Κοινής Σωτηρίας. Παρότι, λόγω της προσωπικής του εντιμότητας, του ανεπίληπτου ιδιωτικού του βίου και του αδέκαστου χαρακτήρα του, είχε επονομασθεί από τους ομοϊδεάτες του "αδιάφθορος", δε δίστασε για την εδραίωση του καθεστώτος του, να στέλνει καθημερινά διά του Επαναστατικού Δικαστηρίου στη λαιμητόμο κατά δεκάδες και εκατοντάδες Γάλλους πολίτες αντιφρονούντες, βασιλόφρονες, μετριοπαθείς, αναρχικούς, κλέφτες, ύποπτους, άνδρες, γυναίκες, ακόμη και παιδιά καταδικασθέντες με συνοπτικές διαδικασίες.
Παραλλήλως, προσπάθησε να επαναφέρει ως συστατικό στοιχείο του κράτους, το πρότυπο των αρχαίων ελληνικών πόλεων (πολιτειών), με ιθύνουσα αρχή την ενότητα και την αρετή, προχωρώντας για το σκοπό αυτό σε αλλαγές στο ημερολόγιο και στη θρησκεία, καθιερώνοντας τη λατρεία του Υπέρτατου Όντος ως θεότητα του Ορθού Λόγου, λατρεία της οποίας ανακηρύχθηκε Μέγας Ποντίφικας σε μεγαλοπρεπή τελετή (16 Νοεμβρίου 1793).
Η Τρομοκρατία, όπως αποκλήθηκε η θηριώδης αυτή περίοδος τριών μηνών, τελείωσε με το πραξικόπημα της 9ης Θερμιδόρ (27 Ιουλίου 1794) το οποίο έγινε από τους ίδιους τους συντρόφους του, όταν συνασπισθέντες οι εχθροί τους στη Συνέλευση εισήγαγαν ψήφισμα να κηρυχθεί αυτός και οι φίλοι του εκτός νόμου.
Και ενώ σκόπευαν να τον συλλάβουν και μεταφέρουν από την Εθνοσυνέλευση στις φυλακές του κάστρου του Λουξεμβούργου, οπαδοί του τον φυγάδευσαν και ο Ροβεσπιέρος έσπευσε ως θριαμβευτής στο Δημαρχείο του Παρισιού προσπαθώντας να εξεγείρει τον λαό σε στάση. Τον πρόλαβαν όμως οι εχθροί του και τον πολιόρκησαν. Τραυματισμένος ο Ροβεσπιέρος προσπάθησε ν' αυτοκτονήσει. Συνελήφθη όμως μαζί με τον αδελφό του Αυγουστίνο, τον Σαιν Ζυστ, τον Κουτόν και άλλους οπαδούς του. Την επόμενη ημέρα (28 Ιουλίου), ο Ροβεσπιέρος οδηγήθηκε στη λαιμητόμο χωρίς δίκη.
Μαζί του εκτελέστηκαν οι στενοί του συνεργάτες, Σαιν Ζυστ και Κουτόν, αλλά και ο αδερφός του, Αυγουστίνος, υπό τα χειροκροτήματα του λαού του Παρισιού του οποίου μόλις λίγο καιρό πριν υπήρξε είδωλο. Την εκτέλεση του Ροβεσπιέρου ακολούθησαν εκτελέσεις 120 περίπου Ιακωβίνων και η διάλυση της λέσχης τους το Νοέμβριο της ίδιας χρονιάς.
Πρώτα χρόνια
Ο Μαξιμιλιανός είχε ιρλανδική καταγωγή (κάποιον μακρινό πρόγονο) και γεννήθηκε στο Αρράς της επαρχίας Αρτουά της Γαλλίας, στις 6 Μαΐου του 1758.
Δικηγορία στο Παρίσι
Βλέποντας ότι ο Μαξιμιλιανός δεν ήθελε να φτιάχνει μπίρες, ο παππούς του τον βοήθησε να σπουδάσει στο Κολέγιο "Λουί Λε Γκραν", στο Παρίσι. Αυτό έγινε με υποτροφία και αναφέρεται ότι ακόμα και τα υποδήματα που φορούσε ο φτωχός φοιτητής ήταν τρύπια. Στο Ροβεσπιέρο έτυχε να καλωσορίσει το Βασιλιά Λουδοβίκο ΙΣΤ΄, όταν είχε επισκεφθεί το κολέγιο. Έτσι, και μάλιστα υπό δυνατή βροχή, ο νεαρός φοιτητής τού απήγγειλε επαίνους, ενώ αργότερα θα συναντώνταν ξανά υπό άλλες συνθήκες.
Ο Μαξιμιλιανός σπούδασε νομικά και κατάφερε να γίνει δικηγόρος. Στο Παρίσι, μια από τις πρώτες του δικαστικές επιτυχίες ήταν η υπεράσπιση ενός πολίτη στον οποίο είχε κάνει μήνυση ο γείτονάς του καθώς θεωρούσε το αλεξικέραυνο που είχε στη στέγη του σπιτιού του ως διαβολικό κατασκεύασμα. Η εφεύρεση ήταν νέα για την εποχή και ήταν φυσικό να τρόμαζε τους δεισιδαίμονες στη Γαλλία. Ο Ροβεσπιέρος κέρδισε τη δίκη και έγινε πια διάσημος.
Είσοδος στην πολιτική και άνοδος στην εξουσία
Το 1789, όταν ακόμα ήταν εναντίον της θανατικής ποινής, ο Ροβεσπιέρος εξελέγη αντιπρόσωπος στη Συνέλευση των Τάξεων. Λίγο μετά ξεσπάει η Γαλλική Επανάσταση. Ο φίλος του Καμίλ Ντεμουλέν, δυναμικός νεαρός φοιτητής (που καρατομήθηκε αργότερα κατ' εντολή του Ροβεσπιέρου) θα ηγηθεί αυτών που θα φωνάξουν πρώτοι "Στη Βαστίλη!" και ο λαός θα καταλάβει το σύμβολο της απολυταρχίας, τις φυλακές της Βαστίλης, στις 14 Ιουλίου 1789.
Τον επόμενο χρόνο (1790) ο Ροβεσπιέρος εξελέγη Πρόεδρος της αριστερής πτέρυγας των Ιακωβίνων. Μετά το 1791, ο "Αδιάφθορος", όπως συνήθιζαν να τον αποκαλούν, δεν έχει πλέον καμία αμφιβολία για την ενοχή του Βασιλιά. Ο Λουδοβίκος ΙΣΤ΄ δικάζεται και ο Ροβεσπιέρος έμελλε να πει για την καταδίκη του: "Ο μεγαλύτερος εγκληματίας του κόσμου δεν πρέπει να δικαστεί, είναι ήδη καταδικασμένος!". Η θανατική καταδίκη του Βασιλιά είναι γεγονός και ο Λουδοβίκος εκτελείται στη γκιλοτίνα στις 21 Ιανουαρίου του 1793. Στις 2 Ιουνίου, με τον Ροβεσπιέρο να ελέγχει και τη Συμβατική Συνέλευση, οι Ιακωβίνοι θέτουν εκτός νόμου τους αντιπάλους τους, Γιρονδίνους, και αναλαμβάνουν πλήρως την εξουσία.
Τρομοκρατία και νέα μέτρα
Ο Ροβεσπιέρος κυβέρνησε για τους επόμενους μήνες σχεδόν δικτατορικά, στηριζόμενος σε νέα όργανα, όπως τα Επαναστατικά Δικαστήρια, τα οποία δίκαζαν και έστελναν στη γκιλοτίνα με συνοπτικές διαδικασίες τους αποκαλούμενους και "εχθρούς του λαού", και την πανίσχυρη Επιτροπή Κοινής Σωτηρίας. Αποτελούσε την "Τριανδρία" (της οποίας ήταν η ηγετική μορφή) μαζί με τους στενούς συνεργάτες του Σαιν Ζυστ και Κουτόν. Ήδη από το 1791 ήταν πολύ λαοφιλής. Ταυτοχρόνως, προέβη σε σειρά μέτρων για την αναμόρφωση της κοινωνικής και θρησκευτικής πραγματικότητας. Από τα σημαντικότερα μέτρα που έλαβε ήταν:
Εκκαθάριση του στρατού από τους παλιούς στρατηγούς. Υπήρχαν πλέον, με την αποχώρηση των παλαιών στρατηγών, στρατηγοί ηλικίας ακόμα και 25 ετών.
Αναμόρφωση του ημερολογίου. Διαγράφηκε η Κυριακή και ορίστηκαν νέα ονόματα για τους μήνες. Το έτος 1 της επανάστασης (1793) ορίστηκε ως αρχή του ημερολογίου. Επίσης, κρατικοποιήθηκε η περιουσία των μοναστηριών και μειώθηκαν τα προνόμια του κλήρου.
Κατασκευάστηκαν όπλα από το λιώσιμο των μετάλλων των σημάντρων των εκκλησιών (η Γαλλία ήταν τότε υπό πολύ άσχημη οικονομική κατάσταση) και καθιερώθηκε η λατρεία του Υπέρτατου Όντος. Ολοκληρώθηκε έτσι τυπικά η αποχριστιανοποίηση του κράτους. Η λατρεία του Υπέρτατου Όντος εγκαθιδρύθηκε από τον Ροβεσπιέρο σε αντιπαράθεση προς τον Καθολικό Χριστιανισμό αφενός και τον αθεϊσμό του Ζακ Ρενέ Εμπέρ (Jacques René Hébert-Εμπερτιστές) αφετέρου.
Εφαρμόστηκε η Τρομοκρατία, με βάση την ιδέα του συνεργάτη του, Ζωρζ Κουτόν. Πρώτα εκτελέστηκαν οι μετριοπαθείς Γιρονδίνοι (Οκτώβριος 1793) και στη συνέχεια άλλοι πολιτικοί, θεωρούμενοι ως ακραίοι, όπως και μεγάλος αριθμός στρατιωτικών και ευγενών. Δεν ξέφυγαν από την εκτέλεση ούτε οι πρώην στενοί του συνεργάτες, Δαντών (Νταντόν) και Ντεμουλέν, επειδή διαφωνούσαν με τα τρομοκρατικά μέτρα, θεωρώντας τον υπερβολικό ιδεαλιστικό φανατισμό του Ροβεσπιέρου εξαιρετικά επικίνδυνο.
Με το νόμο της 10ης Ιουνίου του 1794 (22 Πραιριάλ) αφαιρέθηκε από τους κατηγορουμένους το δικαίωμα της υπεράσπισης, προκρίνοντας ως πρόσχημα την κρισιμότητα των στιγμών (εδραίωση της επανάστασης), η οποία εδύνατο να βλαφτεί από χρονοβόρες διαδικασίες (θύμα του οποίου νόμου έπεσε αργότερα και ο ίδιος ο εμπνευστής του). Έτσι, μέσα σε 6 εβδομάδες, πάνω από 1.400 άτομα οδηγήθηκαν στη λαιμητόμο, μόνο στο Παρίσι, ενώ την ίδια ώρα εκτελέσεις γίνονταν σε αρκετές άλλες πόλεις. Ανάμεσα στα θύματα και πολλοί αδίκως καταδικασθέντες, λόγω συνωνυμίας ή λανθασμένων πληροφοριών. Η περίοδος αυτή ονομάστηκε Μεγάλη Τρομοκρατία και στιγμάτισε το κοσμοϊστορικό γεγονός της Γαλλικής Επανάστασης. Μέσα στο χάος που επικρατούσε κανένας δεν ήξερε αν θα ήταν το επόμενο θύμα στη γκιλοτίνα, μέσα σε ένα περιβάλλον άκρατων μηχανορραφιών, συκοφαντιών και πολιτικής ίντριγκας. Ο τρόμος είχε απλωθεί για τα καλά πάνω από τη γαλλική πρωτεύουσα.
Πραξικόπημα 9ης Θερμιδόρ και πτώση του Αδιάφθορου
Τα νέα μέτρα προκάλεσαν ακόμα μεγαλύτερες αντιδράσεις. Την 9η Θερμιδόρ του έτους 2 της Επανάστασης, δηλαδή στις 27 Ιουλίου 1794, ο Ροβεσπιέρος εμφανίστηκε στη Συμβατική Συνέλευση και ανέφερε ότι είχε στην κατοχή του κατάλογο με εχθρούς του λαού, ανάμεσά τους και μέλη της Συνέλευσης, τους οποίους όμως δεν ανέφερε. Αυτό σήμαινε σύλληψη και εκτέλεσή τους με συνοπτικές διαδικασίες. Φοβούμενοι ότι μπορεί να είναι κι αυτοί στη λίστα, τα περισσότερα μέλη-βουλευτές της Συμβατικής προκάλεσαν πανδαιμόνιο και δεν άφησαν το δικηγόρο από το Αράς να μιλήσει. Ούτε ο φίλος του, Σαιν Ζυστ, εξέχων ρήτορας που παρέσυρε τα πλήθη, μπόρεσε να πει κάτι. Αντιθέτως, ένα μέλος της Εθνοσυνέλευσης τον προκάλεσε να πει τα ονόματα, αναγκάζοντας τον Ροβεσπιέρο να αιφνιδιαστεί και να ψελλίσει διάφορες δικαιολογίες, κατόπιν των οποίων πολλά μέλη απαίτησαν τη σύλληψή του ως εχθρού της ενότητας του λαού. Επρόκειτο για καλά οργανωμένη συνωμοσία, που μέσα σε λίγες στιγμές αποκαθήλωσε τον μόλις πριν λίγο πανίσχυρο τύραννο.
Ο Ροβεσπιέρος και οι φίλοι του, αντιλαμβανόμενοι το δυσμενές για αυτούς κλίμα, θα φύγουν με δυσκολία από το χώρο της Συμβατικής Συνέλευσης και θα πάνε στο δημαρχείο. Δυστυχώς όμως γι' αυτούς, φάνηκαν αδύναμοι την κρίσιμη εκείνη στιγμή καθώς και εξαιρετικά άτυχοι. Αντί να προστρέξει σε στρατιωτικές δυνάμεις που ακόμα ήλεγχε, ο Ροβεσπιέρος κατέφυγε στο δημαρχείο, όπου δεν υπήρχαν στρατιωτικές δυνάμεις. Επίσης, ο αρχηγός του σώματος που έτρεξε προς βοήθειά του ήταν, αν και γενναίος αξιωματικός, μέθυσος και ανεύθυνος, με αποτέλεσμα η βοήθεια να καθυστερήσει την ώρα που οι πιο πολλές μονάδες ήταν πιστές στο Ροβεσπιέρο και μπορούσε ακόμα να ελέγξει τα γεγονότα.
Τελικώς, η χωροφυλακή πραγματοποίησε έφοδο στο Δημαρχείο για να τον συλλάβει, όπου, σύμφωνα με μία εκδοχή, ένας νεαρός χωροφύλακας, ονόματι Μερντά, θα τσακίσει με μια πιστολιά το σαγόνι του Ροβεσπιέρου. Επικρατέστερη όμως είναι η εκδοχή ότι ο Ροβεσπιέρος αυτοτραυματίστηκε. Όπως και να έχει, μόλις τσακίστηκε το πηγούνι του "Αδιάφθορου", ο Σαιν Ζυστ δεν έφερε επιπλέον αντίσταση, ο Κουτόν κύλησε με το αναπηρικό του καροτσάκι να ξεφύγει και κόντεψε να σκοτωθεί γλυστρώντας στις σκάλες, ο Λε Μπα αυτοκτόνησε ενώ ο αδελφός του, Αυγουστίνος Ροβεσπιέρος, τραυματίστηκε προσπαθώντας να διαφύγει από το μπαλκόνι του δημαρχείου πηδώντας από αρκετό ύψος στο πλακόστρωτο (δε σκοτώθηκε, γιατί έπεσε επάνω σε δύο ανθρώπους), την ώρα που ο λαός παρακολουθούσε τα δραματικά τεκταινόμενα παγωμένος.
Πολλοί άνθρωποι, υποστηρικτές του Ροβεσπιέρου, ξεσηκώθηκαν και ζήτησαν την αποφυλάκισή του, ενώ ο ίδιος έμοιαζε πλέον με λαβωμένο αγρίμι, αιφνιδιασμένος καθώς ήταν από την απρόσμενη τροπή των γεγονότων, καταματωμένος, με σκισμένα ρούχα. Τελικώς, φυλακίστηκε στην Κονσιερζερί, δίπλα από το κελί όπου είχε φυλακιστεί παλαιότερα η Μαρία Αντουανέτα. Από εκεί έβγαινε κανείς μόνο για καρατόμηση.
Θάνατος
Στις 28 Ιουλίου 1794, ημέρα Δευτέρα, ο Ροβεσπιέρος, με τραυματισμένο πιγούνι οδηγήθηκε στη λαιμητόμο, μαζί με 21 ακόμα συνεργάτες του. Η διαδρομή με το κάρο στο οποίο ήταν δεμένος, ήταν εξουθενωτική. Παιδιά έριχναν αίμα βοδιού στο σπίτι όπου έμενε, ένα φτωχικό σπίτι ενός ξυλουργού. Η πλατεία όπου είχε στηθεί η γκιλοτίνα, στο κέντρο του Παρισιού, ήταν ασφυκτικά γεμάτη από κόσμο.
Πρώτος εκτελέστηκε ο Σαιν Ζυστ, ανεβαίνοντας αγέρωχα και αμίλητος τα σκαλιά. Μόλις ήρθε η σειρά του Μαξιμιλιανού, ο δήμιος θέλησε να κολακεύσει το μαινόμενο πλήθος, ταλαιπωρώντας το μισητό πλέον τύραννο, αφαιρώντας με δύναμη τον επίδεσμο που συγκρατούσε την κάτω σιαγόνα του Ροβεσπιέρου. Τότε ο Μαξιμιλιανός έβγαλε μια κραυγή από τον ανυπόφορο πόνο του διαλυμένου του σαγονιού. Έπειτα, έλαβε χώρα η εκτέλεση. Απόλυτη σιγή απλώθηκε στο συγκεντρωμένο πλήθος. Ο συριγμός της γκιλοτίνας διαπέρασε σαν ψίθυρος το ψυχρό παρισινό δειλινό. Το κεφάλι του Ροβεσπιέρου είχε πέσει και μαζί του ο άνθρωπος που ενσάρκωσε ό,τι πιο ηθικό ανέδειξε η επαναστατημένη Γαλλία, τόσο ηθικό όμως που ο φανατισμός που το περιέβαλε τον οδήγησε σε ακραίες πράξεις. Ο Ροβεσπιέρος απέτυχε να καταλάβει ότι η Γαλλία είχε πια ανάγκη από μια πολιτική συνθέσεων και συμφιλίωσης και όχι κατατμήσεων και αντιθέσεων, έστω κι αν αυτό θα έδινε τη δυνατότητα σε πολλούς διεφθαρμένους να συνεχίσουν τον πολιτικό τους βίο. Απέτυχε να καταλάβει ότι η δημοκρατία, ακόμα κι αν περιελάμβανε έναν αριθμό διεφθαρμένων πολιτικών, ήταν ο ασφαλέστερος δρόμος για την ανόρθωση της πολύπαθης γαλλικής γης.
Κρίσεις
Ο Ροβεσπιέρος σήμερα θεωρείται αμφιλεγόμενο πρόσωπο. Άλλοι τον θεώρησαν δικτάτορα και άλλοι καλό, φλογερό και, κυρίως, υποδειγματικά ηθικό επαναστάτη. Διασημότερη είναι η εκδοχή ότι επρόκειτο περί ενός ανθρώπου απαράμιλλης ηθικής (στην παιδική του ηλικία έγινε μάρτυρας ενός καταπληγιασμένου κατάδικου που περνούσε με το κάρο πηγαίνοντας για εκτέλεση, συναντώντας τη ματιά του ανήμπορου αυτού ανθρώπου, ματιά που κατά τον ίδιο δεν ξέχασε ποτέ στη ζωή του) που στην προσπάθειά του να πλάσει έναν ιδανικό κόσμο όπως τον φανταζόταν, αναγκάστηκε να εξολοθρεύσει τους εχθρούς του, τους οποίους θεωρούσε βαθύτατα διεφθαρμένους και λαοπλάνους, αναδεικνύοντας έτσι την αντίφαση μεταξύ του ιδεαλιστικού υπόβαθρου και της πρακτικής εφαρμογής στον αδυσώπητο κόσμο της διαπάλης για την εγκόσμια εξουσία.
Η συζήτηση γύρω από το πρόσωπό του συνεχίζεται μεταξύ των ιστορικών. Ένθερμοι υπερασπιστές του έχουν υπάρξει οι Ernest Hamel, Claude Mazauric, Albert Mathiez και ο Έλληνας συγγραφέας Βλάσης Ρασσιάς.
Μάνος Χατζιδάκης, ήταν κορυφαίος Έλληνας συνθέτης και ποιητής, πολλά από τα εκατοντάδες έργα του αναγνωρίζονται σήμερα ως κλασικά
Μάνος Χατζιδάκις
Ο Εμμανουήλ (Μάνος) Χατζιδάκις (Ξάνθη, 23 Οκτωβρίου 1925 – Αθήνα, 15 Ιουνίου 1994) ήταν κορυφαίος Έλληνας συνθέτης και ποιητής. Θεωρείται ο πρώτος που συνέδεσε με το έργο του, θεωρητικό και συνθετικό, τη λόγια μουσική με τη λαϊκή μουσική παράδοση.
Πολλά από τα εκατοντάδες έργα του αναγνωρίζονται σήμερα ως κλασικά.
Ο Μάνος Χατζιδάκις γεννήθηκε στην Ξάνθη, γιος του δικηγόρου Γεωργίου Χατζιδάκι, από τον Μύρθιο Αγίου Βασιλείου Ρεθύμνου και της Αλίκης Αρβανιτίδου.
Σύμφωνα με τον ίδιο κληρονόμησε από τη μητέρα του «όλους τους γρίφους που από παιδί μ’ απασχολούν και μέχρι σήμερα κάνω προσπάθειες να τους λύσω. Χωρίς τους γρίφους της δεν θα ‘μουν ποιητής…».
Η μουσική του εκπαίδευση ξεκινά σε ηλικία τεσσάρων ετών και περιλαμβάνει μαθήματα πιάνου από την αρμενικής καταγωγής πιανίστρια Αλτουνιάν. Παράλληλα, εξασκείται στο βιολί και το ακορντεόν.
Ο Χατζιδάκις εγκαθίσταται οριστικά στην Αθήνα, με τη μητέρα του, το 1932 έπειτα από το χωρισμό των γονέων του. Λίγα χρόνια αργότερα, το 1938, ο πατέρας του πεθαίνει σε αεροπορικό δυστύχημα, γεγονός που σε συνδυασμό με την έναρξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου επιφέρει μεγάλες οικονομικές δυσχέρειες στην οικογένεια και αναγκάζει τον Χατζιδάκι να εργαστεί από αρκετά νεαρή ηλικία.
Συγχρόνως επεκτείνει τις μουσικές του γνώσεις παρακολουθώντας ανώτερα θεωρητικά μαθήματα με τον Μενέλαο Παλλάντιο, την περίοδο 1940 – 1943, ενώ ξεκινά και σπουδές Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, τις οποίες όμως δεν θα ολοκληρώσει. Την ίδια περίοδο συνδέεται με άλλους καλλιτέχνες και διανοούμενους, μεταξύ των οποίων ο Νίκος Γκάτσος, οι ποιητές Γιώργος Σεφέρης, Οδυσσέας Ελύτης, Άγγελος Σικελιανός και ο ζωγράφος Γιάννης Τσαρούχης.
Κατά την τελευταία περίοδο της Κατοχής, συμμετείχε στην Εθνική Αντίσταση μέσα από τις γραμμές της ΕΠΟΝ με το ψευδώνυμο Πέτρος Γρανίτης. Ο Μάνος Χατζιδάκις έγραφε και κείμενα, παιδικά ποιήματα και τραγούδια, που δημοσιεύονταν στο περιοδικό Νέα Γενιά και σε άλλα έντυπα της ΕΠΟΝ. Μετά την Απελευθέρωση, μάλιστα έγραψε και τον ύμνο «ΕΠΟΝ, ΕΠΟΝ, είσαι ο εχθρός των φασιστών, καμάρι του λαού ΕΠΟΝ».
Η πρώτη εμφάνιση του Χατζιδάκι ως συνθέτη πραγματοποιείται το 1944 με τη συμμετοχή του στο έργο Τελευταίος Ασπροκόρακας του Αλέξη Σολομού, στο Θέατρο Τέχνης του Κάρολου Κουν. Στη σχολή του Θεάτρου Τέχνης, ο Χατζιδάκις θα παρακολουθήσει και μαθήματα υποκριτικής, αν και τελικά ο ίδιος ο Κουν θα τον αποτρέψει. Η συνεργασία του με το Θέατρο Τέχνης θα διαρκέσει περίπου δεκαπέντε χρόνια και αποφέρει μουσική για σημαντικό αριθμό έργων του σύγχρονου θεάτρου..
Το 1946 καταγράφεται και η πρώτη του εργασία για τον κινηματογράφο, στην ταινία Αδούλωτοι Σκλάβοι και στα επόμενα χρόνια συνθέτει μουσική για πολλές ελληνικές ή ξένες ταινίες. Ειδικά για τη μουσική της ταινίας Το ποτάμι (1959) θα κερδίσει το μουσικό βραβείο του Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. Το 1950 θα αποτελέσει ιδρυτικό στέλεχος και καλλιτεχνικό διευθυντή του Ελληνικού Χοροδράματος της Ραλλούς Μάνου, όπου παρουσιάζει τα τέσσερα μπαλέτα του, Μαρσύας (1950), Έξι Λαϊκές Ζωγραφιές (1951), Το Καταραμένο Φίδι (1951) και Ερημιά (1958).
Παράλληλα με το Ελληνικό Χορόδραμα, η τραγωδός Μαρίκα Κοτοπούλη αναθέτει στον Χατζιδάκι τη σύνθεση της μουσικής για τις Χοηφόρους (1950) από την Ορέστεια του Αισχύλου.
Το γεγονός αυτό αποτελεί την αρχή της ενασχόλησης του Χατζιδάκι με πολλές αρχαίες τραγωδίες και κωμωδίες, μεταξύ των οποίων η Μήδεια (1956), ο Κύκλωπας (1959), οι Βάκχες (1962), οι Εκκλησιάζουσες (1956), η Λυσιστράτη (1957) και οι Όρνιθες (1959). Την ίδια εποχή (1950), ο Χατζιδάκις συνεργάζεται και με τον Άγγελο Σικελιανό προκειμένου να συνθέσει τη μουσική για την τελευταία του τραγωδία Ο Θάνατος του Διγενή.
Το 1961 του απονέμεται το βραβείο Όσκαρ για το τραγούδι Τα παιδιά του Πειραιά, από την ταινία του Ζυλ Ντασέν «Ποτέ την Κυριακή», το οποίο συμπεριλαμβάνεται και στα δέκα εμπορικότερα τραγούδια του 20ού αιώνα. Ο ίδιος ο Χατζιδάκις, θεωρεί πως η ελαφρά μουσική του για τον κινηματογράφο του προσδίδει μια «ανεπιθύμητη λαϊκότητα» την οποία δεν αποδέχεται και φθάνει στο σημείο να αποκηρύξει μεγάλο μέρος της.
Σημαντικός σταθμός στο έργο του Χατζιδάκι για το θέατρο αποτελεί ακόμα η παράσταση Οδός Ονείρων (1962) σε σκηνοθεσία Αλέξη Σολομού και πρωταγωνιστή το Δημήτρη Χορν.
Την περίοδο 1963-1966 διευθύνει την «Πειραματική Ορχήστρα Αθηνών» -της οποίας είναι και ιδρυτής- και στο σύντομο χρονικό διάστημα της λειτουργίας της δίνει 20 συναυλίες με πρώτες παρουσιάσεις δεκαπέντε έργων Ελλήνων συνθετών.
Το 1966 ο Μάνος Χατζιδάκις επισκέπτεται την Αμερική προκειμένου να ανεβάσει στο Broadway με τον Ζυλ Ντασέν και τη Μελίνα Μερκούρη τη θεατρική διασκευή του «Ποτέ την Κυριακή» με τον τίτλο Illya Darling.
Κατά την παραμονή του στην Αμερική έρχεται σε επαφή με την ποπ και ροκ αμερικανική μουσική σκηνή, γεγονός που έχει σαν αποτέλεσμα την ηχογράφηση του κύκλου τραγουδιών Reflections σε συνεργασία με το συγκρότημα New York Rock and Roll Ensemble ενώ ηχογραφεί και Το Χαμόγελο της Τζοκόντας, ένα από τα περισσότερο γνωστά έργα του.
Το 1972, επιστρέφει στην Αθήνα και τον επόμενο χρόνο ιδρύει το μουσικό καφεθέατρο «Πολύτροπο», το οποίο επιδιώκει, σύμφωνα με τον ίδιο, «μια τελετουργική παρουσίαση του τραγουδιού, μ” όλα τα μέσα που μας παρέχει η σύγχρονη θεατρική εμπειρία». Η περίοδος αυτή, μέχρι το τέλος της ζωής του, θεωρείται η περισσότερο ώριμη στη μουσική του σταδιοδρομία και σηματοδοτείται με την ηχογράφηση του Μεγάλου Ερωτικού.
Με το πέρας της στρατιωτικής δικτατορίας διορίζεται «Αναπληρωτής Γενικός Διευθυντής» της Λυρικής Σκηνής για το διάστημα 1975 – 1977 ενώ την περίοδο 1975 – 1982 αναλαμβάνει καθήκοντα Διευθυντή της Κρατικής Ορχήστρας καθώς και Διευθυντή του κρατικού ραδιοσταθμού Τρίτο Πρόγραμμα.
Η παρουσία του στο Τρίτο Πρόγραμμα αποτελεί μέχρι σήμερα σημείο αναφοράς και ίσως την ποιοτικότερη περίοδο του ραδιοσταθμού.
Το 1979 ο Χατζιδάκις καθιερώνει τις «Μουσικές Γιορτές» στα Ανώγεια της Κρήτης, που περιλαμβάνουν τοπικούς λαϊκούς χορούς και τραγούδια. Τον επόμενο χρόνο εγκαινιάζει και τον «Μουσικό Αύγουστο» στο Ηράκλειο, ένα καλλιτεχνικό Φεστιβάλ με κύριο στόχο την παρουσίαση νέων ρευμάτων τόσο στη μουσική όσο και στο χορό, τον κινηματογράφο, τη ζωγραφική και το θέατρο. Την περίοδο 1981 – 1982 διοργανώνει επίσης τους «Μουσικούς Αγώνες» στην Κέρκυρα, ένα μουσικό διαγωνισμό για νέους Έλληνες συνθέτες.
Αξιοσημείωτη είναι και η συμμετοχή του στην έκδοση του πολιτιστικού περιοδικού Το Τέταρτο (1985 – 1986), το οποίο καταγράφει τα καλλιτεχνικά και κοινωνικά δρώμενα μέσα από τις πολιτικές τους διαστάσεις. Παράλληλα, συστήνει το 1985, την ανεξάρτητη δισκογραφική εταιρεία «Σείριος», η οποία λειτουργεί μέχρι σήμερα. Από το 1976 συνεργάζεται με τη Μαρία Φαραντούρη σε τέσσερις δίσκους του: «Η εποχή της Μελισσάνθης» (1980), «Τα Παράλογα» ( 1976 ), «Σκοτεινή Μητέρα» (1986) και «Ρωμαϊκή Αγορά» (1986) καθώς και σε πάρα πολλές συναυλίες μέχρι το 1991 .
Στα τέλη του 1989 ο Χατζιδάκις ιδρύει την «Ορχήστρα των Χρωμάτων» με σκοπό να παρουσιάσει έργα που συνήθως δεν καλύπτονται από τις συμβατικές συμφωνικές ορχήστρες. Ο ίδιος ο Χατζιδάκις διηύθυνε την ορχήστρα μέχρι το τέλος της ζωής του δίνοντας συνολικά είκοσι συναυλίες και δώδεκα ρεσιτάλ ελληνικού και διεθνούς ρεπερτορίου. Το 1991, σε συνεργασία με τον Δήμο Καλαμάτας διοργανώνει επίσης τους «Πρώτους Αγώνες Ελληνικού Τραγουδιού Καλαμάτας».
Ο Μάνος Χατζιδάκις «έφυγε» από κοντά μας στις 15 Ιουνίου 1994, από οξύ πνευμονικό οίδημα και ετάφη στην Παιανία.
Το έργο του θεωρείται πως συνέδεσε τη λόγια… με τη λαϊκή μουσική, ενώ σε αυτό περιλαμβάνονται δεκάδες ηχογραφήσεις, πολλές από τις οποίες αναγνωρίζονται σήμερα ως κλασικές.
Απολαύστε ένα συλλεκτικό βίντεο με τον Χατζιδάκι και την Μελίνα Μερκούρη "Κυρ Αντώνη"
Μέγας Αλέξανδρος, βασιλιάς της Μακεδονίας και από τους μεγαλύτερους ηγεμόνες όλων των εποχών
Μέγας Αλέξανδρος
πέθανε ο μέγιστος των Ελλήνων σε ηλικία 33 ετών
Ο Αλέξανδρος Γ΄ ο Μακεδών (356 π.Χ - 323 π.Χ.) ή Αλέξανδρος ο Μέγας ή Μέγας Αλέξανδρος, ήταν βασιλιάς της Μακεδονίας, Ηγεμών της Πανελλήνιας Συμμαχίας κατά της Περσικής αυτοκρατορίας, Φαραώ της Αιγύπτου, Βασιλιάς της Ασίας και βορειοδυτικής Ινδίας, και οι κατακτήσεις του αποτέλεσαν τον θεμέλιο λίθο της Ελληνιστικής εποχής των βασιλείων των Διαδόχων και Επιγόνων του.
Γεννήθηκε στην Πέλλα της Μακεδονίας τον Ιούλιο του έτους 356 π.Χ.. Γονείς του ήταν ο βασιλιάς Φίλιππος Β' της Μακεδονίας και η πριγκίπισσα Ολυμπιάδα της Ηπείρου. Ως βασιλιάς της Μακεδονίας, συνέχισε το έργο του πατέρα του, Φιλίππου Β', και του παππού του Αμύντα Γ', ικανών στρατηγών, πολιτικών και διπλωματών, οι οποίοι διαδοχικά αναμόρφωσαν το Μακεδονικό βασίλειο και το εξέλιξαν σε σημαντική δύναμη του Ελληνικού κόσμου, και με τη σειρά του ο Αλέξανδρος το διαμόρφωσε σε παγκόσμια υπερδύναμη.
Υπήρξε ένας από τους σπουδαιότερους στρατηγούς στην ιστορία, και κατά την περίοδο των 13 ετών της βασιλείας του (336 - 323 π.Χ.) κατέκτησε το μεγαλύτερο μέρος του τότε γνωστού κόσμου (Μικρά Ασία, Περσία, Αίγυπτο κλπ), φτάνοντας στις παρυφές της Ινδίας, και χωρίς να έχει ηττηθεί σε μάχη που ο ίδιος συμμετείχε. Οι Αλεξανδρινοί χρόνοι αποτελούν το τέλος της κλασσικής αρχαιότητας και την απαρχή της περιόδου της παγκόσμιας ιστορίας γνωστής ως Ελληνιστικής.
Η συνολική επικράτεια της αυτοκρατορίας του, στη μεταλύτερή της έκταση κατά το 323 π.Χ., υπολογίζεται σε 5.200.000 τετραγωνικά χιλιόμετρα, και περιλάμβανε κομμάτια από 26 σημερινές χώρες (Ελλάδα, Αλβανία, ΠΓΔΜ, Μαυροβούνιο, Σερβία, Βουλγαρία, Ρουμανία, Τουρκία, Κύπρος, Αίγυπτος, Αφγανιστάν, Ιράκ, Ιράν, Ισραήλ, Ινδία, Ιορδανία, Καζακστάν, Κουβέιτ, Κιργιστάν, Λίβανος, Πακιστάν, Σαουδική Αραβία, Συρία, Τατζικιστάν, Ουζμπεκιστάν, Τουρκμενιστάν).
Πέθανε στην Βαβυλώνα, στο παλάτι του Ναβουχοδονόσορα Β' στις 10 Ιουνίου του 323 π.Χ., σε ηλικία ακριβώς 32 ετών και 11 μηνών. Το σύνολο της επιρροής του, συχνά τον κατατάσσει μεταξύ των κορυφαίων παγκοσμίων προσωπικοτήτων όλων των εποχών με τη μεγαλύτερη επιρροή, μαζί με τον δάσκαλο του Αριστοτέλη.
Πρώτα χρόνια
Γέννηση
Ο Αλέξανδρος του Φιλίππου Β' και της Ολυμπιάδας, γεννήθηκε τον μήνα Ιούλιο (ο Λωός του ημερολογίου των Μακεδόνων), το 356 π.Χ. στην Πέλλα, πρωτεύουσα του μακεδονικού κράτους. Σύμφωνα με την παράδοση, γεννήθηκε την ίδια νύχτα που ο Ηρόστρατος πυρπόλησε το ναό της Άρτεμης στην Έφεσο, με τους μάντεις και ιερείς να ερμηνεύουν το γεγονός ως οιωνό της υποταγής της Ασίας.
Σύμφωνα με την παράδοση, η γενεαλογία του ανάγεται σε δύο κεντρικές μορφές της αρχαίας ελληνικής παράδοσης, αυτή του ημίθεου Ηρακλή ο οποίος υπήρξε γενάρχης της δυναστείας των Αργεαδών Μακεδόνων, και αυτή του ήρωα Αχιλλέα, ο γιος του οποίου, ο Νεοπτόλεμος, ίδρυσε το βασιλικό οίκο των Μολοσσών μέλος του οποίου ήταν η μητέρα του Ολυμπιάδα. Η θρυλούμενη καταγωγή του Αλέξανδρου συνέβαλε καθοριστικά στη διαμόρφωση του χαρακτήρα του, από τα πρώτα έτη του βίου του.
Όψη και εμφάνιση
Ο Αλέξανδρος περιγράφεται πως διέθετε ένα γαλάζιο και ένα καφέ μάτι, εμφανίζοντας το γενικά σπάνιο στους ανθρώπους φαινόμενο της ετεροχρωμίας όπου οι ίριδες των ματιών διαφέρουν σε χρώμα μεταξύ τους. Επίσης περιγράφεται πως είχε μια ελαφριά κλίση του κεφαλιού του προς τα πάνω με αριστερή κατεύθυνση, πιθανώς λόγω του τραυματισμού του από χτύπημα ροπάλου στο λαιμό κατά τη μετέπειτα πολιορκία του κάστρου των Ιλλυριών το 335 π.Χ., ή ως φυσικό σύμπτωμα σκολίωσης. Ως προς το ύψος του, περιγράφεται γενικά ως κάτω του μέσου όρου, με μυώδη διάπλαση.
Το χρώμα των μαλλιών του περιγράφεται είτε ως ανοιχτόχρωμο (κατά τους Αιλιανό, Ιούλιο Βαλέριο, Λιβάνιο) είτε ως σκούρο καστανό, με την τοιχογραφία της μάχης της Ισσού που βρέθηκε στην Πομπηία να τον δείχνει καστανό.
Παιδική και εφηβική ηλικία
Το 349 π.Χ. ο Λεωνίδας, συγγενής της Ολυμπιάδας, ανέλαβε την ευθύνη της ανατροφής του πρίγκιπα. Υπό την επίβλεψή του, ο Αλέξανδρος, διδάχτηκε αριθμητική, γεωμετρία, μουσική και ασχολήθηκε ιδιαίτερα με την ιππασία. Αργότερα, ο Φίλιππος ανέθεσε τις σπουδές του γιου του, στον Αριστοτέλη, ο οποίος του δίδαξε ιστορία, αστρονομία, γεωγραφία, ιατρική, φιλολογία και πολιτικές επιστήμες, μαζί με τα υπόλοιπα νεαρά μέλη της Μακεδονικής αριστοκρατίας. Η μαθητεία κοντά στο μεγάλο φιλόσοφο έπαιξε καθοριστικό ρόλο στο χαρακτήρα του νεαρού Αλέξανδρου.
Αυτήν την περίοδο, όπως παραδίδεται, ο Αλέξανδρος πήρε από έναν φίλο του Φίλιππου, τον Δημάρατο, τον Βουκεφάλα. Οι παρευρισκόμενοι στο παλάτι του Φίλιππου, θαύμασαν και προσπάθησαν να δαμάσουν τον Βουκεφάλα, όμως ο ένας μετά τον άλλον αποτύγχανε να δαμάσει το άλογο. Ο νεαρός Αλέξανδρος κατάλαβε ότι το άλογο τρόμαζε όταν έβλεπε τον ίσκιο του, έτσι με τη χρήση των χαλιναριών γύρισε το κεφάλι του Βουκεφάλα προς τον ήλιο, ώστε να μην βλέπει τον ίσκιο του και τελικά τον ηρέμησε.
Το 340 π.Χ. ο Αλέξανδρος σταμάτησε τις σπουδές του και γύρισε στην Πέλλα, όπου πήρε ενεργό μέρος στην πολιτική ζωή της Μακεδονίας. Κατά τις εκστρατείες του ο Φίλιππος εμπιστευόταν την διοίκηση της Μακεδονίας στον Αλέξανδρο. Σε ηλικία 16 χρονών και ενώ ο πατέρας του έλειπε στο Βυζάντιο, κατέστειλε μια εξέγερση Μαιδών. Κατά τη μάχη της Χαιρώνειας, το 338 π.Χ., ο Φίλιππος συνέτριψε τις ενωμένες δυνάμεις Αθηναίων και Θηβαίων, με τον Αλέξανδρο επικεφαλής του ιππικού. Μετά από την ήττα των Αθηναίων πήγε στην Αθήνα ως αντιπρόσωπος του πατέρα του. Στο συνέδριο της Κορίνθου που ακολούθησε τη μάχη της Χαιρωνείας, ο Φίλιππος εξελέγη «στρατηγός αυτοκράτωρ της Ελλάδος» εν όψει της εκστρατείας κατά των Περσών.
Στα 337 π.Χ., ο Φίλιππος -σε ηλικία 48 ετών- μνηστεύτηκε την Κλεοπάτρα Ευριδίκη, μια ευγενή της Μακεδονίας. Η Ολυμπιάδα ένιωσε προσβεβλημένη και πως το γόητρό της καταρρακώθηκε, ενώ αν η Κλεοπάτρα έδινε γιο στο Φίλιππο, εκείνος θα εκτόπιζε τον Αλέξανδρο στη διαδοχή. Αυτό προκάλεσε αναστάτωση στις μέχρι τότε αρμονικές σχέσεις του Αλέξανδρου με τον πατέρα του. Η Ολυμπιάδα παρέμεινε στα διαμερίσματά της κατά τη γιορτή του γάμου, αλλά ο Αλέξανδρος παρευρισκόταν εκεί, χάνοντας σταδιακά την αυτοκυριαρχία του. Ο θείος της νύφης προσέβαλε σε μια πρόποσή του τον Αλέξανδρο και αυτός του πέταξε ένα κύπελλο. Ο Φίλιππος προσπάθησε να επιβάλει την τάξη, αλλά είχε καταναλώσει πολύ κρασί και το κουτσό του πόδι τον πρόδωσε. Ο Αλέξανδρος χλεύασε τον πατέρα του και βγήκε από την αίθουσα. Αργότερα αποσύρθηκε στην Ήπειρο μαζί με τη μητέρα του. Ωστόσο, ο Αλέξανδρος επέστρεψε στο ανάκτορο και συμφιλιώθηκε με τον Φίλιππο, αλλά η Ολυμπιάδα παρέμεινε στην Ήπειρο.
Το 336 π.Χ. ο Φίλιππος πάντρεψε μια από τις κόρες του με το βασιλιά της Ηπείρου και αδελφό της Ολυμπιάδας, Αλέξανδρο. Οργανώθηκε βασιλική γιορτή στις Αιγές, με παρελάσεις και καλλιτεχνικές εκδηλώσεις. Καθώς ο Φίλιππος έμπαινε στο στάδιο για να κηρύξει τους αγώνες, ένας από τους σωματοφύλακες του, ο Παυσανίας, βγήκε μπροστά του και τον δολοφόνησε, και στην καταδίωξη που ακολούθησε δολοφονήθηκε και ο ίδιος.
Ανάληψη εξουσίας και επικράτηση στην Ελλάδα
Όταν δολοφονήθηκε ο Φίλιππος, ο Αλέξανδρος ήταν μονάχα 20 ετών και φαινόταν τρωτός. Μολαταύτα, συγκρότησε τη δική του σωματοφυλακή, και κινήθηκε γρήγορα εξουδετερώνοντας όλους τους πιθανούς διεκδικητές του θρόνου, τον οποίο και κατέλαβε. Εισέβαλε μετά στη Θεσσαλία και προχώρησε προς νότο αναγνωριζόμενος από όλους. Δεν εκδηλώθηκε καμιά επαναστατική κίνηση και το φθινόπωρο του 336 το συνέδριο της Κορίνθου τον ανακήρυξε, όπως είχε ανακηρύξει και τον Φίλιππο, «στρατηγό αυτοκράτορα της Ελλάδος» για την εναντίον των Περσών εκστρατεία. Στην Κόρινθο συνάντησε και τον κυνικό φιλόσοφο Διογένη.
Πριν αρχίσει την εκστρατεία, πήγε να πάρει χρησμό από τους Δελφούς, που όμως εκείνη τη μέρα η Πυθία δεν χρησμοδοτούσε. Ο Αλέξανδρος μη θέλοντας να φύγει χωρίς χρησμό τράβηξε την ιέρεια προς το μαντείο, προσπαθώντας να την πείσει. Αυτή μη μπορώντας να του αντισταθεί φέρεται να του είπε Παιδί μου, είσαι ανίκητος! και ο έτσι ο Αλέξανδρος πήρε τον χρησμό που ήθελε. Την άνοιξη του 335 π.Χ. εξεστράτευσε εναντίον των Ιλλυριών και Τριβαλλών, προελαύνοντας από την Αμφίπολη μέχρι τον Αίμο σε διάστημα δέκα ημερών. Αφού νίκησε τους εκεί Θράκες, προχώρησε προς τον Δούναβη, νίκησε τους Τριβαλλούς και επιχείρησε επιδρομή κατά των Γετών, την οποία όμως αναγκάστηκε να διακόψει λόγω εξέγερσης των Ιλλυριών. Μετά στράφηκε προς τον νότο και υπέταξε τους Αγριάνες και τους Παίονες, εξασφαλίζοντας την πλήρη κυριαρχία στην περιοχή.
Όσο καιρό ο Αλέξανδρος πολεμούσε στον βορρά, οι Θηβαίοι επαναστάτησαν και πολιόρκησαν τη μακεδονική φρουρά της Καδμείας, ενώ και στην Αθήνα και άλλες πόλεις επικράτησε αναβρασμός που προκαλούσαν οι αντιμακεδονικοί διαδίδοντας φήμες ότι ο Αλέξανδρος είναι νεκρός. Ο Αλέξανδρος με μια αστραπιαία αντίδραση, διένυσε τα 500 χιλιόμετρα από την Ιλλυρία στη Θήβα σε δώδεκα μέρες. Εκεί, μετά από σύντομη αλλά σθεναρή αντίσταση των Θηβαίων κατόρθωσε να τους υποτάξει. Ακολούθως συγκάλεσε το Κοινό των Ελλήνων για να αποφασίσει την τιμωρία της Θήβας, την οποία εφάρμοσε διατάζοντας τον θάνατο έξι χιλιάδων Θηβαίων με τους υπόλοιπους τριάντα χιλιάδες κατοίκους να πωλούνται ως δούλοι, και την ισοπέδωση της πόλης με εξαίρεση το σπίτι του ποιητή Πινδάρου Τόσο τρομερή ήταν η καταστροφή, ώστε ο Αλέξανδρος πήγε προσκυνητής στους Δελφούς για να εξιλεωθεί. Μετά από αυτό καμία ελληνική πόλη δεν αψήφησε ανοιχτά το νεαρό βασιλιά της Μακεδονίας.
Διασώζεται επίσης και η εξής ιστορία:Όσο βρισκόταν στη Θήβα ο Αλέξανδρος, μερικοί στρατιώτες του έφεραν μπροστά του μια γυναίκα με το όνομα Τιμόκλεια, η οποία είχε ρίξει έναν Θράκη διοικητή σ΄ ένα πηγάδι, όταν αυτός της ζήτησε, εκτός από το να πλαγιάσει μαζί της, και την περιουσία της. Ο Αλέξανδρος αφού την άκουσε, θαύμασε το θάρρος της και διέταξε να αφήσουν αυτήν και την οικογένειά της ελεύθερη.
Οι εκστρατείες
Σκοπός
Την εκστρατεία κατά των Περσών, είχε ήδη αποφασίσει να θέσει σε λειτουργία, μόλις ανέβηκε στο θρόνο της Μακεδονίας. Ο πατέρας του, Φίλιππος, είχε ήδη βάλει τις βάσεις αυτού του σχεδίου και του είχε μάθει από παιδί να μην έχει τίποτα άλλο στο νου του παρά αυτόν τον σκοπό. Ο Φίλιππος αφού είχε νικήσει τους Ιλλυριούς και τους Θράκες, τους Παίονες και τους Σκύθες, επέβαλε στους Έλληνες να συνενωθούν και με αυτόν αρχηγό να ξεκινήσουν την εκστρατεία, με πρόσχημα την απελευθέρωση των ελληνικών αποικιών της Ασίας και την τιμωρία των απογόνων του Ξέρξη. Η δολοφονία του Φίλιππου άφησε στα χέρια του 20χρονου Αλέξανδρου την αποστολή αυτή.
Η ιδέα της εκστρατείας στην Ασία έναντι των Περσών προυπήρχε πριν από αρκετό καιρό, με τους Έλληνες να έχουν αίσθηση ανωτερότητας έναντι των βαρβάρων -μη Ελλήνων-. Κατά τους Περσικούς πολέμους πάνω από ένα αιώνα πριν την εποχή του Αλεξάνδρου, και μετά τις νίκες των Πλαταιών και της Μυκάλης το 479, ο πόλεμος πήρε επιθετική μορφή (478-466) με πρωτεργάτη τον Κίμωνα και λαμπρές επιτυχίες, με αποκορύφωμα τη νίκη στον Ευρυμέδοντα. Από το 399 μέχρι το 394 οι Σπαρτιάτες ταλαιπωρούσαν τους Πέρσες στη Μικρά Ασία. Ο Αγησίλαος μάλιστα προσπάθησε να δώσει πανελλήνιο χαρακτήρα στην εκστρατεία του θυσιάζοντας στην Αυλίδα, όπως ο Αγαμέμνων. Η ιδέα λοιπόν της τελικής επίθεσης εναντίον του Περσικού κράτους ήταν διάχυτη κι έμενε να βρεθεί αυτός που θα την πραγματοποιούσε. Προορισμένος γι’ αυτό φάνηκε ο Φίλιππος, ο οποίος είχε προπαγανδίσει με επιτυχία την ιδέα της τιμωρίας των Περσών για όσα διέπραξαν κατά της Ελλάδος στους Περσικούς πολέμους. Προς τον Φίλιππο ο Αθηναίος ρήτορας Ισοκράτης, ο θεωρητικός της πανελλήνιας κατά της Ασίας εκστρατείας, έγραφε : «τον δε βασιλέα τον νυν μέγαν προσαγορευόμενον καταλύειν επιχειρήσεις, ίνα την τε σεαυτού δόξαν μείζω ποιήσης και τοις Έλλησιν υποδείξης, προς ον χρή πολεμείν». «Και όλοι» γράφει σε άλλο σημείο ο Ισοκράτης «με παρακαλούν να σε προτρέψω να επιμείνεις στα σχέδιά σου, γιατί δεν μπορούν να διαπραχθούν καλύτερα και ωφελιμότερα έργα για τους Έλληνες».
Η δολοφονία του το 336 π.Χ., στέρησε τον Φίλιππο από ένα μεγάλο μερίδιο δόξας. Το κέρδισε ο Αλέξανδρος, που είχε προετοιμαστεί για τα έργα που ανέφερε ο Ισοκράτης, που ανήγε την καταγωγή του στον Αχιλλέα και είχε την Ιλιάδα πάντα κάτω από το προσκέφαλό του.
Πέρασμα στη Μικρά Ασία
Το 335 π.Χ. έστειλε τον Παρμενίωνα για να εξασφαλίσει το πέρασμα της Προποντίδας. Την άνοιξη του 334 π.Χ., αφήνοντας πίσω του τοποτηρητή της Μακεδονίας τον Αντίπατρο, πέρασε τον Ελλήσποντο με στρατό 30.000 πεζών και 5.000 και πλέον ιππέων, ενώ ο στόλος του απαρτιζόταν από 160 πλοία. Οι προμήθειες έφταναν για 30 μέρες και οι οικονομικοί πόροι ανέρχονταν περίπου στα 70 χρυσά τάλαντα.
Η στρατιωτική δύναμη ήταν ομολογουμένως μικρή σε σχέση με τα σχέδια του Αλεξάνδρου. Οι Πέρσες, με την απέραντη αυτοκρατορία τους που περιελάμβανε πολλούς λαούς και φυλές, θα μπορούσαν να αντιπαρατάξουν πολύ μεγαλύτερο στρατό, αλλά ο Αλέξανδρος βασιζόταν στην ταχύτητα και την τόλμη καθώς και στις καλά εκπαιδευμένες και εξοπλισμένες μακεδονικές φάλαγγες του και το βαρύ ιππικό των Εταίρων.
Η μακεδονική φάλαγγα αποτελούνταν από πεζέταιρους οπλισμένους με σάρισα, δόρυ μήκους 6 μέτρων, πιθανόν επινόηση του Φιλίππου Β'. Το ιππικό επάνδρωναν οι ευγενείς, οι Εταίροι όπως ονομάζονταν. Το στρατό συμπλήρωναν σώματα ακοντιστών, τοξοτών και πελταστών. Μολονότι τον πυρήνα του στρατού αποτελούσαν οι Μακεδόνες, στις γραμμές του περιλαμβάνονταν πολεμιστές από ελληνικές πόλεις-κράτη και από τα βασίλεια της Μικράς Ασίας. Αυτή την ετερογενή δύναμη ένωναν οι δεσμοί πειθαρχίας, εκπαίδευσης και οργάνωσης, αλλά και η αφοσίωση που ενέπνεε ο Αλέξανδρος.
Οι επικεφαλής του στρατού του ήταν όλοι Μακεδόνες. Δεύτερος στην τάξη στρατηγός μετά από αυτόν ήταν ο Παρμενίων, παλιός συμπολεμιστής του πατέρα του. Ακολουθούσαν οι γιοί του Παρμενίωνα, Φιλώτας και Νικάνωρ, ο Αμύντας, ο Περδίκκας, ο Κρατερός, ο Πτολεμαίος, και ο Μελέαγρος. Διοικητής των Ελλήνων συμμάχων ήταν ο Αντίγονος, και των μισθοφόρων ο Μένανδρος. Ο Αλέξανδρος ως ο ανώτατος στρατιωτικός διοικητής, διαχειρίστηκε πολύ αποτελεσματικά τη στρατιωτική οργάνωση, κινητοποίηση, και την άμεση δράση των στρατιωτικών δυνάμεων. Ένα από τα αξιώματά του ήταν: βάδιζε χωριστά και πολέμα ενωμένος.
Ύστερα από μια σκληρή πορεία μέσω της Θράκης, ο Μέγας Αλέξανδρος πέρασε χωρίς δυσκολία τον Ελλήσποντο. Οι Πέρσες τον άφησαν να περάσει το στενό χωρίς να φέρουνε καμιά αντίσταση. Έτσι βρέθηκε στα ακρογιάλια της Ιωνίας, εκεί που βρίσκονται σήμερα τα δυτικά παράλια της Τουρκίας. Αμέσως μετά την απόβαση του στρατού, τέλεσε θυσίες και επισκέφτηκε την Τροία.
Μικρά Ασία
Ο Αλέξανδρος οδήγησε το στρατό του στον ποταμό Γρανικό, όπου περίμεναν για να δώσουν μάχη οι περσικές δυνάμεις οδηγούμενες από τους τοπικούς σατράπες και τον Μέμνονα τον Ρόδιο. Η μάχη του Γρανικού, που έγινε τον Μάιο του 334 π.Χ. ανέδειξε νικητή τον Αλέξανδρο. Ο ίδιος ο Αλέξανδρος κινδύνευσε αλλά σώθηκε από την παρέμβαση του Κλείτου του Μέλα, και κατόπιν οι Πέρσες αιφνιδιάστηκαν από το μακεδονικό ιππικό που διέσχισε τον ποταμό και τράπηκαν σε φυγή. Οι απώλειες των Μακεδόνων ήταν μόνο 110 άνδρες, ενώ ανάμεσα στους Πέρσες νεκρούς υπήρξαν και πολλοί ηγεμόνες τους.
Η ήττα των Περσών άνοιξε τον δρόμο στον Αλέξανδρο για την κατάκτηση όλης της Μικράς Ασίας. Οι Σάρδεις και η Έφεσος παραδόθηκαν. Η Μίλητος και η Αλικαρνασσός αντιστάθηκαν αλλά τελικά κατακτήθηκαν μετά από πολιορκία. Πάνω από τριάντα πόλεις της Λυκίας παραδόθηκαν, ενώ κατακτήθηκε και η Παμφυλία. Διαμέσου των υψιπέδων της Πισιδίας και της Φρυγίας, ο Αλέξανδρος έφτασε στο Γόρδιο, όπου έλυσε το Γόρδιο δεσμό. Σύμφωνα με τον τότε θρύλο, όποιος έκανε κάτι τέτοιο, θα κατακτούσε ολόκληρη την Ασία. Πέρασε το χειμώνα παρακολουθώντας τις κινήσεις των Περσών και ετοιμάζοντας τις δυνάμεις του για νέα εξόρμηση. Στις ιωνικές πόλεις που κατέκτησε, κατάργησε τα ολιγαρχικά και τυραννικά πολιτεύματα που είχαν επιβάλει οι Πέρσες και εγκατέστησε δημοκρατίες, καταργώντας παράλληλα τη βαριά φορολογία.
Λίβανος και Συρία
Την άνοιξη του 333 π.Χ. ο Μακεδόνας βασιλιάς κατέλαβε την Καππαδοκία, και προωθήθηκε προς τις Κιλίκιες πύλες. Παρέμεινε όμως στην Ταρσό μέχρι τον Οκτώβριο για να αναρρώσει από μια βαριά ασθένεια. Για να εξασφαλίσει την κυριαρχία στη θάλασσα ξεκίνησε πορεία προς τη Φοινίκη όπου ήταν η βάση του ναυτικού των Περσών. Ο Δαρείος συγκέντρωσε τεράστιες δυνάμεις στη Βαβυλώνα, με διοικητή τον ίδιο, και κινήθηκε προς την Κιλικία εναντίον του Αλέξανδρου. Ο Αλέξανδρος διέβη τις Κιλίκιες πύλες για να συναντήσει τον Δαρείο, ο οποίος όμως κατάφερε να φέρει τον στρατό του στα νώτα του Αλέξανδρου.
Η μάχη δόθηκε στην αμμώδη πεδιάδα της Ισσού. Ο Αλέξανδρος κατόρθωσε να ανοίξει ρήγμα στην παράταξη του περσικού στρατού, και το ιππικό του με επικεφαλής τον ίδιο πραγματοποίησε πλευρική επίθεση και βρέθηκε στα νώτα του Δαρείου. Ο Δαρείος τράπηκε σε φυγή αφήνοντας στα χέρια του νικητή τη σκηνή, τη μητέρα, τη σύζυγό του και πολλά λάφυρα. Σε ανάμνηση της νίκης του, ο Μέγας Αλέξανδρος ίδρυσε την Αλεξάνδρεια της Ισσού, τη Νικόπολη (στο εσωτερικό), καθώς και τα οχυρά Ημαθία και Βοττιαίο δήμο και την κρήνη Ολυμπιάδα στην περιοχή που ιδρύθηκε η Αντιόχεια 30 χρόνια μετά.
Μετά τη νίκη του στην Ισσό, η προέλαση συνεχίστηκε με κατάληψη της Άραδου, Βύβλου και Σιδώνας. Τα φοινικικά, ροδιακά και κυπριακά πλοία μπήκαν πλέον υπό τις διαταγές του Αλέξανδρου, και έτσι εξασφάλισε τα νώτα του και τον έλεγχο όλης της ανατολικής Μεσογείου. Το καλοκαίρι του 332 π.Χ. κατάφερε με πολλή δυσκολία και επτά μήνες πολιορκίας την κατάληψη της Τύρου, όπου και ο Αλέξανδρος φέρθηκε με πρωτοφανή σκληρότητα προς τους κατοίκους της πόλης.
Παλαιστίνη και Αίγυπτος
Στη συνέχεια, υπέταξε την Παλαιστίνη χωρίς προβλήματα. Αντιθέτως η άριστα οχυρωμένη πόλη της Γάζας δεν παραδόθηκε. Έτσι, ο στρατός του Αλεξάνδρου ξεκίνησε να κάνει υψώματα από χώμα και πέτρες μέχρι να φτάσει το ύψος των τείχων. Στην τελική επίθεση που ακολούθησε ο Αλέξανδρος κυρίευσε την Γάζα και κατά τη μάχη τραυματίστηκε στον ώμο από ένα βέλος το οποίο διαπέρασε και την ασπίδα και τον θώρακά του.
Ο Αλέξανδρος συνέχισε την κατάκτησή του προς την Αίγυπτο η οποία ήταν υπό την κυριαρχία των Περσών την εποχή εκείνη, όπου έγινε δεκτός ως ελευθερωτής. Σεβάστηκε τους αιγυπτιακούς θεούς και το 331 π.Χ. επισκέφτηκε το μαντείο του Άμμωνα στην Όαση Σίβα, όπου οι ιερείς του έκαναν καλή υποδοχή. Τον ονόμασαν γιο του Άμμωνα, τίτλο που δέχτηκε και υιοθέτησε, κάτι που βοήθησε στην αποδοχή και λατρεία από τον τοπικό πληθυσμό γύρω από το πρόσωπό του. Από τότε ο Αλέξανδρος συχνά απεικονίζεται με κέρατα κριού, ώστε να αντιπροσωπεύεται η θεϊκή του καταγωγή. Πριν την αναχώρησή του από την Αίγυπτο ίδρυσε στο Δέλτα του Νείλου μια νέα πόλη που ονόμασε Αλεξάνδρεια, και η οποία έγινε σπουδαίο εμπορικό και πολιτιστικό κέντρο της Μεσογείου.
Ανατολικές σατραπείες
Αφού περίμενε ενισχύσεις από τη Μακεδονία, απέλυσε τους πιο καταπονημένους στρατιώτες και επέστρεψε στη Φοινίκη για να κατευθυνθεί προς τον Ευφράτη, όπου ο Δαρείος συγκέντρωνε στρατό από τις ανατολικές επαρχίες. Λέγεται ότι κατέστειλε μια επανάσταση των Σαμαρειτών, που έκαψαν ζωντανό τον στρατηγό του Ανδρόμαχο. Η επανάσταση κατεστάλη, η Σαμάρεια πέρασε υπό τον έλεγχο των ελληνικών στρατευμάτων, ενώ νέες πόλεις ιδρύθηκαν για να διασφαλιστεί η περιοχή της Κοίλης Συρίας: η Πέλλα, το Δίον, η Πιερία, τα Γάδαρα και τα Γέρασα.
Όταν διέβη τον ποταμό Ευφράτη ίδρυσε το Νικηφόριον και κατά την πορεία του στη βόρεια Μεσοποταμία, επανίδρυσε την παλαιά Ορχόη σε Έδεσσα και, όπως πιστεύεται, την πόλη Δάρας. Πέρασε τον ποταμό Τίγρη, και έφτασε στο οροπέδιο των Γαυγαμήλων, περίπου 90 χλμ. από τα Άρβηλα. Εκεί νίκησε για άλλη μια φορά τον περσικό στρατό στην ομώνυμη μάχη των Γαυγαμήλων, διαλύοντας όλα τα υπολείμματα των περσικών δυνάμεων. Σε ανάμνηση της μεγαλειώδους νίκης του ίδρυσε μια νέα Αλεξάνδρεια. Ο Δαρείος διέφυγε προς την Μηδία, και ο Αλέξανδρος προέλασε προς τα Σούσα και από εκεί προς την Περσέπολη όπου και βρήκε τον αυτοκρατορικό θησαυρό, αποτελούμενο από περίπου 180.000 τάλαντα σε χρυσό και ασήμι. Η ανακάλυψη αυτού του θησαυρού τον βοήθησε να ξεπεράσει τα οικονομικά προβλήματα που μεγάλωναν κατά τη διάρκεια της εκστρατείας. Στην Περσέπολη κατέλυσε για λίγους μήνες. Στις 30 Ιανουαρίου του 330 π.Χ., όμως, πυρπόλησε την Περσέπολη, με την αιτιολογία των αντιποίνων της πυρπόλησης της Αθήνας κατά τους Ελληνοπερσικούς πολέμους.
Φεύγοντας από την Περσέπολη προχώρησε προς τη Μηδία όπου βρίσκονταν τα Εκβάτανα (σημερινό Χαμαντάν), αναζητώντας τον Δαρείο. Καταλαμβάνοντας τα Εκβάτανα περιήλθαν στα χέρια του και όλες οι εξουσίες στην Περσική Αυτοκρατορία. Σε αυτό το σημείο, ο σκοπός της εκστρατείας είχε ουσιαστικά τελειώσει. Η υποχρέωση των Ελλήνων συμμάχων του είχε τελειώσει κι έτσι έστειλε πίσω όσους επιθυμούσαν να μην τον ακολουθήσουν σε επόμενη εκστρατεία. Επίσης ανέθεσε στον Παρμενίωνα τη μεταφορά όλων των περσικών θησαυρών στην ακρόπολη των Εκβατάνων.
Μαθαίνοντας ότι ο σατράπης της Βακτρίας Βήσσος συνέλαβε τον Δαρείο και ανέλαβε ο ίδιος την εξουσία, συνέχισε τον δρόμο του και διέλυσε τους στασιαστές οι οποίοι στη φυγή τους είχαν δολοφονήσει τον Δαρείο. Ο Αλέξανδρος έστειλε το σώμα του Δαρείου για να ταφεί με βασιλικές τιμές και τα τοπικά έθιμα στην Περσέπολη. Με τον θάνατο του Μεγάλου Πέρση Βασιλιά ο Αλέξανδρος προβλήθηκε ως νόμιμος διάδοχος της δυναστείας των Αχαιμενιδών.
Για να υποστηρίξει τον νέο του τίτλο και να εξασφαλίσει τον έλεγχο όλης της αυτοκρατορίας, κινήθηκε εναντίον του Βήσσου και των υπόλοιπων σατραπών που συνέβαλαν στη δολοφονία του Δαρείου. Η εκστρατεία του στις ανατολικές σατραπείες ξεκίνησε με την εκκαθάριση της Υρκανίας όπου, στα όρη των Ταπούρων, είχαν καταφύγει και οι Έλληνες μισθοφόροι του Δαρείου με αρχηγό τον Ναβαρζάνη. Μετά από την υποταγή της Υρκανίας διέσχισε την Παρθία και στην πόλη Σούσια της Αρίας, ο σατράπης Σατιβαρζάνης δήλωσε υποταγή, διατηρώντας το αξίωμά του. Μετά την αναχώρησή του Αλέξανδρου όμως για τη Βακτρία, όπου ο Βήσσος συγκέντρωνε στρατεύματα, ο Σατιβαρζάνης σκότωσε τη φρουρά που είχε αφήσει ο Αλέξανδρος και συγκέντρωσε στρατό για να βοηθήσει τον Βήσσο. Ο Αλέξανδρος επέστρεψε αλλά ο Σατιβαρζάνης διέφυγε με 2.000 ιππείς. Στη θέση του διορίστηκε ο Αρσάκης. Αφού ίδρυσε μια νέα πόλη, την Αλεξάνδρεια των Αρείων, κατέφυγε στην Φράδα της Δραγγιανής για να χειμάσει.
Εκεί αποκαλύφθηκε συνωμοσία που είχε σκοπό τη δολοφονία του Αλέξανδρου. Ως ηθικός αυτουργός εμφανίστηκε ο Φιλώτας, γιος του Παρμενίωνα, ο οποίος τελικά καταδικάστηκε σε θάνατο από τη συνέλευση του μακεδονικού στρατού. Ο Αλέξανδρος φοβούμενος την αντίδραση του Παρμενίωνα στην εκτέλεση του γιου του, διέταξε τη δολοφονία του.
Την άνοιξη του 329 π.Χ. έφτασε στην περιοχή του Ινδο-Καύκασου όπου ίδρυσε άλλη μια Αλεξάνδρεια. Ο Βήσσος έφυγε μακριά, περνώντας τον ποταμό Ώξο και, αφού έκαψε τα πλοία του μετά τη διέλευση, εγκαταστάθηκε στα Ναύτακα της Σογδιανής. Ο Αλέξανδρος τον ακολούθησε στη Σογδιανή και έστειλε τον Πτολεμαίο εναντίον του, ο οποίος τον συνέλαβε και τον οδήγησε στον Αλέξανδρο. Ο Βήσσος εκτελέστηκε και ο Αλέξανδρος προχώρησε προς την πρωτεύουσα της Σογδιανής, Σαμαρκάνδη, καθώς και στην Τασκένδη, που σήμερα είναι οι δύο σημαντικότερες πόλεις του Ουζμπεκιστάν. Ακολούθως έφθασε στον ποταμό Ιαξάρτη όπου ίδρυσε τη μακρινότερη απ' όλες τις Αλεξάνδρειες, την Αλεξάνδρεια Εσχάτη, σε μια περιοχή που σήμερα λέγεται Χοτζέντ (στο σημερινό Τατζικιστάν). Κατόπιν πέρασε παράπλευρα από την παγωμένη κορυφογραμμή των Ιμαλαΐων και πέρασε στις Ινδίες μέσω του περάσματος Κυμπέρ.
Εκστρατεία στην Ινδία
Μετά τον γάμο του με τη Ρωξάνη που είχε ηρεμήσει τα πράγματα στις σατραπείες της κεντρικής Ασίας, την άνοιξη του 327 π.Χ. ξεκίνησε για την κατάκτηση της Ινδικής χερσονήσου. Άφησε τον Αμύντα στη Βακτρία, και περνώντας από την Αλεξάνδρεια έφτασε στον ποταμό Κωφήνα όπου διαίρεσε τον στρατό του. Έστειλε τον Ηφαιστίωνα με τον Περδίκκα να προετοιμάσουν την προέλασή του μέχρι τον Ινδό ποταμό, και ο ίδιος από διαφορετική πορεία έφτασε την άνοιξη του 326 π.Χ. στον Ινδό τον οποίο διάβηκε μέσω της γέφυρας που είχε ετοιμάσει ο Ηφαιστίωνας και πολλών μικρών πλοίων. Συνέχισε την πορεία του προς τον ποταμό Υδάσπη, όπου ο Ινδός βασιλιάς Πώρος περίμενε από την απέναντι πλευρά με συγκεντρωμένο στρατό ώστε να τον εμποδίσει να περάσει. Ο Αλέξανδρος έστειλε στρατιώτες να μεταφέρουν αποσυναρμολογημένα τα πλοία που είχαν χρησιμοποιηθεί στη διάβαση του Ινδού, και με την υπόλοιπη δύναμη και ενισχυμένος από 5.000 Ινδούς συνέχισε για τον Υδάσπη.
Η διάβαση του ποταμού ήταν δύσκολη, αλλά τελικά έγινε με επιτυχία τον Ιούλιο του 326 π.Χ., ώστε να ακολουθήσει μια μεγάλη μάχη μεταξύ του στρατού του Αλεξάνδρου και του στρατού του Πώρου ο οποίος ανερχόταν σε 4.000 ιππείς, 300 άρματα, 200 πολεμικούς ελέφαντες και 30.000 πεζούς. Οι Μακεδόνες αντιμετώπισαν με ευκολία το ιππικό του Πώρου και τελικά κατάφεραν να υπερισχύσουν στην πρωτόγνωρη γι' αυτούς μάχη εναντίον μεγάλου αριθμού ελεφάντων, κερδίζοντας δύσκολη και σπουδαία νίκη.
Στις όχθες του Υδάσπη ίδρυσε δύο πόλεις, τη Νίκαια και τη Βουκεφάλα (προς τιμή του αλόγου του που πέθανε εκεί). Αφήνοντας τον Κρατερό να επιβλέπει το χτίσιμο των πόλεων, συνέχισε την πορεία του και μετά από μια νίκη στα Σάγγαλα, σταμάτησε μπροστά στον ποταμό Ύφαση. Επιθυμία του Αλέξανδρου ήταν να συνεχίσει περνώντας τον ποταμό και την έρημο που εκτεινόταν μετά από αυτόν, συνάντησε όμως την έντονη αντίδραση του στρατού του. Οι κουρασμένοι σωματικά και ψυχικά στρατιώτες του συγκεντρώθηκαν στο στρατόπεδο και διαμαρτυρήθηκαν έντονα λέγοντας πως δεν ήθελαν να συνεχίσουν. Τελικά ο Αλέξανδρος αποφάσισε να επιστρέψει. Μετά από τα τελετουργικά της αποχώρησης, διαίρεσε σε τμήματα τον στρατό του και επέστρεψε στη Νίκαια και τη Βουκεφάλα, και λαμβάνοντας ενισχύσεις από την Ελλάδα στράφηκε προς τον νότο. Ναυπήγησε στόλο και πλέοντας τους ποταμούς Υδάσπη και Ινδό, με τμήματα του στρατού του στην αριστερή και δεξιά όχθη, έφθασε σε ένα σημείο όπου έδωσε φονική μάχη με τους Μαλλούς όταν και τραυματίστηκε από βέλος στο στήθος.
Τελικά έφτασε στην πόλη Πάτταλα την οποία οχύρωσε και ανοικοδόμησε.
Ο δρόμος της επιστροφής
Για την επιστροφή ο Αλέξανδρος χώρισε το στράτευμά του σε τρία μέρη. Το πρώτο με αρχηγό τον Κρατερό ακολούθησε πορεία προς την Αλεξάνδρεια Αραχωσίας (Κανταχάρ) και μέσω της κοιλάδας του Ετύμανδρου εγκαταστάθηκε στην Καρμανία όπου περίμενε τον Αλέξανδρο. Το δεύτερο ήταν ο στόλος, που με αρχηγό τον Νέαρχο, παρέπλευσε τις ακτές της Περσίας όπου βρίσκονταν οι χώρες των Ωρών, των Γεδρωσιών και των Ιχθυοφάγων, προς τον μυχό του κόλπου.
Το τρίτο μέρος του στρατεύματος με τον Αλέξανδρο ξεκίνησε από τα Πάτταλα (τέλη Αυγούστου 324 π.Χ.) για να διασχίσει την έρημο της Γεδρωσίας. Στο πρώτο μέρος της πορείας δεν υπήρξαν δυσκολίες αλλά στην έρημο της Γεδρωσίας ο καύσωνας και η έλλειψη νερού προκάλεσαν μεγάλες απώλειες. Μετά από 60 μέρες σταμάτησε για ανάπαυση στην πρωτεύουσα της Γεδρωσίας, Πούρα, και προχώρησε στην Καρμανία όπου συνάντησε τον Κρατερό. Στην Καρμανία έφτασε και ο Νέαρχος όπου έδωσε αναφορά για την πορεία του, και συνέχισε τον περίπλου ως τις εκβολές του ποταμού Τίγρη. Ο Αλέξανδρος πήρε ένα μέρος του στρατεύματος και αφού πέρασε από τους Πασαργάδες προχώρησε στην Περσέπολη όπου διόρισε σατράπη τον Πευκέστα ο οποίος είχε σώσει τη ζωή του Αλέξανδρου στη μάχη στους Μαλλούς της Ινδίας.
Την άνοιξη του 324 π.Χ. έκανε γιορτές στα Σούσα για την ολοκλήρωση της κατάκτησης της Περσίας. Οργάνωσε μικτούς γάμους Μακεδόνων με Περσίδες και ο ίδιος πήρε ως δεύτερη σύζυγο τη Στάτειρα, την κόρη του Δαρείου. Εξόφλησε τα χρέη των Ελλήνων στρατιωτών του, με ένα ποσό που ανήλθε σε 20.000 τάλαντα και μοίρασε δώρα και τιμές σε όσους είχαν ανδραγαθήσει. Οι σατράπες της επικράτειας έφεραν εκεί και 30.000 έφηβους Πέρσες που είχαν εκπαιδευτεί και οπλισθεί μακεδονικά, τους οποίος ονόμασε «Επιγόνους».
Άρχισε να οργανώνει νέες εκστρατείες και αφού έστειλε τον Ηφαιστίωνα να εξερευνήσει τις ακτές του Περσικού κόλπου, ο ίδιος με επίλεκτες μονάδες κατευθύνθηκε προς τη θάλασσα μέσω του ποταμού Ευλαίου. Στην Ώπι ανακοίνωσε την απόλυση των ηλικιωμένων και των τραυματιών και τη συνέχιση της εκστρατείας, αλλά συνάντησε την αντίδραση των στρατιωτών του που δεν ήθελαν να συνεχίσουν μαζί του. Ο Αλέξανδρος τότε μοίρασε αξιώματα σε Πέρσες και ορισμένους τους ονόμασε συγγενείς του, πράγμα που ανάγκασε τους Μακεδόνες να του ζητήσουν συγνώμη και να τον ακολουθήσουν.
Χρονοδιάγραμμα
Μετέπειτα
Μελλοντικά σχέδια
Ο Αλέξανδρος επέστρεψε στη Βαβυλώνα και άρχισε να οργανώνει τον περίπλου καθώς και την κατάκτηση της ηπειρωτικής Αραβίας, και κατόπιν την εξερεύνηση των ακτών της Βόρειας Αφρικής στην οποία είχε τη βάση του το ισχυρό κράτος της Καρχηδόνας. Είναι επίσης βέβαιο πως γνώριζε την ύπαρξη της ανερχόμενης δύναμης των Ρωμαίων στην Ιταλική χερσόνησο -ο θείος του Αλέξανδρος Α´ της Ηπείρου είχε εκστρατεύσει στην Ιταλία την ίδια περίοδο με τις εκστρατείες του Αλεξάνδρου στην Ασία-, και τον σημαντικό πλούτο των Ελληνικών αποικιών της νότιας Ιταλίας.
Επιπλέον, είχε σχεδιάσει την ανέγερση εξαιρετικά μεγαλεπίβολων και δαπανηρών κτισμάτων και ναών, καθώς και την κατασκευή ενός τεράστιου στόλου στην Αλεξάνδρεια, ποσοτικά κατά τα πρότυπα του Τρωικού πολέμου, τα έργα αυτά όμως φέρονται να ακυρώθηκαν μετά τον θάνατο του λόγω του μεγάλου κόστους τους.
Θάνατος
Λίγο πριν την αναχώρηση για την Αραβία, στις 2 προς 3 Ιουνίου 323 π.Χ. συμμετείχε σε συμπόσιο έπειτα από το οποίο εκδήλωσε πυρετό, που διήρκεσε και τις επόμενες ημέρες αναγκάζοντάς τον να μεταθέσει την ημερομηνία αναχώρησης. Μετά από μια σύντομη βελτίωση της υγείας του κατέρρευσε ξανά, χωρίς να μπορεί να περπατήσει ή να μιλήσει. Η φήμη ότι είχε ήδη πεθάνει ανάγκασε τους στρατηγούς του να επιτρέψουν σε όλους τους στρατιώτες του να περάσουν από το κρεβάτι του για να τον αποχαιρετίσουν. Με τη συνολική ασθένεια να διαρκεί 10 ημέρες, πέθανε στις 13 Ιουνίου 323 π.Χ..
Σύμφωνα με τις μαρτυρίες, το σώμα του καθαρίστηκε και τοποθετήθηκε σε ένα γυάλινο φέρετρο γεμάτο μέλι. Το σώμα του παρέμεινε στη Βαβυλώνα για δύο έτη, έως και το 321 π.Χ., οπότε και πήρε το δρόμο της επιστροφής για την Ελλάδα ώστε να ταφεί στη Μακεδονία. Ο Πτολεμαίος όμως, μεσολάβησε και απέσπασε το σώμα του Αλέξανδρου ενώ βρισκόταν σε πορεία προς τη Μακεδονία, παίρνοντας το στην Αύγυπτο της οποίας ήταν ο κυβερνήτης. Ανάλογα με τις μαρτυρίες, το σώμα του τοποθετήθηκε στη Μέμφιδα αρχικά -με την Αλεξάνδρεια να είναι μόνο ένας μικρός οικισμός την εποχή εκείνη-, και αρκετά αργότερα στην Αλεξάνδρεια όταν αυτή επεκτάθηκε, ή στην Αλεξάνδρεια από την αρχή.
Τα ιστορικά στοιχεία που έχουν διασωθεί ως σήμερα, αναφέρουν πως η Αλεξάνδρεια είναι η τελευταία γνωστή τοποθεσία της σωρού του. Ο τελευταίος που φέρεται να έχει επισκεφτεί τη σωρό ήταν ο Ρωμαίος αυτοκράτορας Καρακάλλας το 215 μ.Χ., και από τότε δεν διασώζονται άλλες μαρτυρίες επισκεπτών της σωρού, και η ακριβής τοποθεσία του τάφου του Μεγάλου Αλεξάνδρου είναι άγνωστη μέχρι στιγμής. Θα μπορούσε εδώ να δοθεί και μια θρησκευτική αναφορά κατά την οποία ο όσιος Σισώης που έζησε τον 4ο αιώνα μ.Χ. απεικονίζεται σε τοιχογραφίες και εικονογραφίες να προσκυνά στον τάφο του Μ. Αλέξανδρου στην Αλεξάνδρεια. Η αναφορά αυτή στον βίο του μπορεί να θεωρηθεί η τελευταία.
Διαδοχή
Λίγο πριν πεθάνει ρωτήθηκε σε ποιόν αφήνει την βασιλεία του και φέρεται να απάντησε «τῷ κρατίστῳ», δηλαδή «στον ισχυρότερο», ενώ τελικά, σύμφωνα με την Συμφωνία της Βαβυλώνας που ακολούθησε λίγες εβδομάδες αργότερα, την προσωρινή διοίκηση ανέλαβε ο Περδίκκας ως αντιβασιλέας και τυπικά βασιλέας ο Φίλιππος Γ´ Αρριδαίος, ετεροθαλής μεγαλύτερος αδερφός του, ο οποίος υπολειπόταν διανοητικά και ουσιαστικά ελεγχόταν από τον Περδίκκα. Η εν τέλει αποτυχία συμβιβασμού των διαδόχων ή πλήρης επικράτησης ενός από αυτούς, οδήγησε στους πολέμους των Διαδόχων του Μεγάλου Αλεξάνδρου, οι οποίοι διήρκεσαν για περίπου 40 έτη.
Συγγενείς και απόγονοι
Ο γιος του Αλέξανδρου με τη Ρωξάνη, ονομάστηκε επίσης Αλέξανδρος, και γεννήθηκε το 323 π.Χ. λίγους μήνες μετά το θάνατο του. Ως ο Αλέξανδρος Δ΄ αναγνωρίστηκε πλέον ως ο νόμιμος διάδοχος της αυτοκρατορίας το 321 π.Χ. με τη Συμφωνία του Τριπαραδείσου, θανατώθηκε μέσω δηλητηρίασης όμως όταν ήταν 13 ετών, μαζί με τη μητέρα του Ρωξάνη στην Αμφίπολη περίπου το 310 π.Χ., μέσω παρέμβασης του Κασσάνδρου.
Είχε επίσης ένα μεγαλύτερο γιό από μια από τις ερωμένες του, τη Βαρσίνη, η οποία ήταν μη νόμιμη σύζυγος. Ο γιος του ονομάστηκε Ηρακλής και ήταν ο πρωτότοκός του. Βρίσκονταν υπό την προστασία του Πολυπέρχοντα, ο οποίος αργότερα και κατά τη διάρκεια των πολέμων των Διαδόχων, προσπάθησε να προωθήσει τον Ηρακλή ως βασιλιά της Μακεδονίας, όμως ξανά ο Κάσσανδρος παρενέβη, και δωροδόκησε τον Πολυπέρχοντα ώστε να θανατώσει τον Ηρακλή, ο οποίος και το έκανε θανατώνοντας τον μαζί με τη μητέρα του ενώ ήταν 21 ετών το 310 π.Χ..
Η μητέρα του Αλέξανδρου, Ολυμπιάδα, θανατώθηκε επίσης από τον Κάσσανδρο στην Πύδνα, νωρίτερα, το 316 π.Χ., αφού η ίδια προηγουμένως το 317 π.Χ., είχε φροντίσει να δολοφονηθεί ο ετεροθαλής αδερφός του Αλέξανδρου, Φίλιππος Γ΄ο Αρριδαίος, ο οποίος υπολειπόταν διανοητικά από μικρή ηλικία, ωστόσο διέθετε κληρονομικά δικαιώματα στο θρόνο ως γιος του Φιλίππου Β΄.
Η αδερφή του Αλέξανδρου, Κλεοπάτρα της Μακεδονίας, δολοφονήθηκε το 308 π.Χ. καθώς μετέβαινε στην Αίγυπτο για να προσφέρει το χέρι της στον Πτολεμαίο.
Η ετεροθαλής αδερφή του Αλέξανδρου, Θεσσαλονίκη της Μακεδονίας, παντρεύτηκε τον Κάσσανδρο ο οποίος ίδρυσε και την πόλη της Θεσσαλονίκης το 315 με 316 π.Χ., δίνοντας στην πόλη το όνομα της συζύγου του.
Η επίσης ετεροθαλής αδερφή του Αλέξανδρου, Κυνάνη, δολοφονήθηκε αρκετά χρόνια νωρίτερα, το 323 π.Χ. με παρέμβαση του Περδίκκα, ενώ βρισκόταν καθ'οδόν για να παντρευτεί τον Φίλιππο Γ΄Αρριδαίο.
Ο αδερφός της Ολυμπιάδας και θείος του Αλέξανδρου, Αλέξανδρος Α΄ της Ηπείρου είναι γνωστός για την εκστρατεία του εναντίον των φυλών της Ιταλικής χερσονήσου και τη συνθηκολόγησή του με τους Ρωμαίους, περίπου την ίδια χρονική περίοδο με τις εκστρατείες του Μέγα Αλέξανδρου στην Ανατολή.
Ο βασιλιάς Πύρρος της Ηπείρου, ήταν δεύτερος ξάδερφος του Μεγάλου Αλεξάνδρου, και θεωρείται επίσης ένας από τους μεγαλύτερους στρατηγούς της αρχαιότητας, με τις μετέπειτα εκστρατείες του εναντίον των Ρωμαίων, από το 280 π.Χ. και μετά.
Υστεροφημία
Ο Αλέξανδρος θεωρείται ως ένας από τους μεγαλύτερους στρατηγούς όλων των εποχών για τις στρατιωτικές επιτυχίες του, και αποτέλεσε στρατιωτικό πρότυπο για όλους τους μετέπειτα μεγάλους στρατηγούς της ιστορίας. Μαζί με τους Ασόκα, Ταμερλάνο, Σκιπίωνα Αφρικανό, Χαλίντ ιμπν Ουαλίντ και Αλεξάντερ Σουβόροφ, ο Αλέξανδρος είναι ένας από τους ελάχιστους στρατηγούς στην ιστορία που δεν έχασαν ποτέ μια μάχη.
Επίσης, με την ίδρυση πόλεων και βιβλιοθηκών, και τη συμμετοχή επιστημόνων και γεωγράφων στις εκστρατείες του, άλλαξε την ιστορία του κόσμου με την διάδοση του Ελληνικού πολιτισμού στην Ευρασία και την μίξη του με τις τοπικές παραδόσεις και έθιμα των άλλων πολιτισμών. Κατά τη διάρκεια των αιώνων, υπήρξαν πολλοί προσκυνητές της σορού του στην Αλεξάνδρεια, όπως ο Ιούλιος Καίσαρας, ο Οκταβιανός, και άλλοι. Η επίδραση των εκστρατειών του παρέμεινε μέσω των διαδόχων και επιγόνων του στις διάφορες περιοχές που είχε κατακτήσει μακριά από την Ελλάδα, όπως την Αίγυπτο της δυναστείας των Πτολεμαίων, Μέση ανατολή της δυναστείας των Σελευκιδών, καθώς και το μετέπειτα Ελληνικό βασίλειο της Βακτριανής και το Ινδοελληνικό βασίλειο στην Κεντρική Ασία και Ινδία.
Ο Αλέξανδρος αποτέλεσε πρότυπο για πολλούς μεταγενέστερους στρατηγούς και ηγεμόνες. Προσωπικότητες όπως ο Αννίβας και ο Ναπολέων τον θεωρούσαν το μεγαλύτερο στρατηγικό εγκέφαλο στην ιστορία. Ο Σάχης Αλαντίν Μουχάμαντ Β', ιδρυτής της μεγάλης περσικής Αυτοκρατορίας των Χωρεσμίων (13ος αιώνας), που επί εποχής του κάλυπτε έκταση από την Κασπία Θάλασσα και το Καζακστάν ως τον Ινδικό Ωκεανό, είχε κόψει νομίσματα με τη μορφή του ως νέου Αλεξάνδρου και την επιγραφή Iskandar i Thani (Δεύτερος Αλέξανδρος).
Η συνολική επιρροή του, συχνά τον φέρνει μεταξύ των προσωπικοτήτων με τη μεγαλύτερη επιρροή διεθνώς.
Ο Αλέξανδρος στην Τέχνη και Λαϊκή παράδοση
Ο μύθος του Αλέξανδρου
Ο Μέγας Αλέξανδρος μέσω των κατακτήσεων του στην Ανατολή έθεσε τις βάσεις για την επερχόμενη Ελληνιστική περίοδο, μια μίξη των στοιχείων της κλασικής Ελλάδας και των πολιτισμών της Ασίας, με την επέκταση του Ελληνικού πολιτισμού σε μεγάλο μέρος του Παλαιού Κόσμου, και την αλληλεπίδραση των τοπικών παραδόσεων και αντιλήψεων με τις Ελληνικές παραδόσεις των Μακεδόνων.
Αμέσως μετά το θάνατό του έγινε μυθικό πρόσωπο, ακολουθώντας διαφορετικά πρότυπα σε κάθε λαό. Οι Πέρσες φαντάστηκαν ότι ήταν γιος του Δαρείου, ενώ στην Αίγυπτο ότι ήταν γιος του Νεκτανεβώ του τελευταίου βασιλιά της Αιγύπτου. Στην αραβοπερσική παράδοση ο Αλέξανδρος ονομάζεται Σικαντέρ στα περσικά και Ισκαντάρ στα αραβικά και έχει την προσωνυμία «Δίκερως» (Dhul-Qarnayn), λόγω της εμφάνισής του σε νομίσματα με κέρατα κριού, κατά το αιγυπτιακό πρότυπο αφού θεωρούνταν γιος του Άμμωνα. Υπάρχουν αρκετές φυλές στα μέρη από όπου πέρασε ο Αλέξανδρος που ισχυρίζονται πως είναι απόγονοι των στρατιωτών του Αλεξάνδρου.
Ο Αλέξανδρος αναφέρεται, σύμφωνα με ερευνητές, με το όνομα Δίκερως και στο Κοράνι στη σούρα al-Kahf (Η Σπηλιά) (ΧVΙΙΙ, 82-110) ως μεγάλος βασιλιάς που κατασκεύασε πύλες (ίσως τις Κασπίες Πύλες) για να προστατέψει τους αθώους ανθρώπους από τους βάρβαρους Γωγ και Μαγώγ και επίσης αναφέρεται ότι ταξίδεψε ως το μέρος όπου δύει ο Ήλιος. Στοιχεία από την ιστορία σχετικά με το σφράγισμα των πυλών που αφηγείται το Κοράνι υπάρχουν και στα προγενέστερα έργα του Ψευδοκαλλισθένη, του Ιώσηπου, και του Ιερώνυμου. Επίσης στους στίχους 18:95 και 18:98 παρουσιάζεται ως μονοθεϊστής και ορισμένες φορές θεωρείται προφήτης του Ισλάμ αλλά αυτό δεν είναι γενικά αποδεκτό.
Στους Βυζαντινούς ήταν δημοφιλείς οι ιστορίες για τον Αλέξανδρο, και μάλιστα τον είχαν φανταστεί και ως άγιο και ασκητή και να έχει ιδρύσει μοναστήρια στην έρημο. Πολλές παραδόσεις στην Ελλάδα δημιουργήθηκαν γύρω από τον Αλέξανδρο, και σε πολλές περιοχές διάφορα σημάδια του τόπου και ερείπια, επιδεικνύονταν σαν να «ήταν του Αλέξανδρου». Σε κρητικό τραγούδι ο Αλέξανδρος παρουσιάζεται να έχει ενώσει τη Μαύρη Θάλασσα με τη Μεσόγειο ανοίγοντας τον Βόσπορο. Πολύ διαδεδομένη επίσης είναι η παράδοση που παρουσιάζει τη γοργόνα ως αδερφή του Αλέξανδρου να ρωτά τους ναυτικούς αν «ζει ο βασιλιάς Αλέξανδρος» και να δέχεται σαν απάντηση μόνο το «ζη και βασιλεύει». Κατά την τουρκοκρατία τον 18ο αιώνα ένα δημοφιλές ανάγνωσμα ήταν η «Φυλλάδα του Μεγαλέξανδρου».
Στη Δύση ο Αλέξανδρος έγινε γνωστός από τη μετάφραση του έργου του Ψευδοκαλλισθένη, τον 3ο αιώνα με το «Μυθιστόρημα του Αλεξάνδρου» δημιουργώντας ένα επικό κύκλο γύρω από το όνομά του. Από τη λατινική μετάφραση αυτού προέκυψαν πολλές παραλλαγές σε όλη την Ευρώπη και γενικά τον χριστιανικό και ισλαμικό κόσμο του Μεσαίωνα. Τον 12ο αιώνα ο Αλβέριχος ντε Μπεζανσόν έγραψε επικά ποιήματα με κεντρικό πρόσωπο τον Αλέξανδρο και ο ιερέας Λάμπρεχτ ένα γερμανικό τραγούδι.
Απεικονίσεις
Υπάρχουν πολλές απεικονίσεις του Αλέξανδρου σε νομίσματα που κόπηκαν πριν ή μετά τον θάνατό του. Σε αυτές ο Αλέξανδρος εμφανίζεται αγένειος φέροντας τα κέρατα του Άμμωνα.
Σώζονται επίσης ανδριάντες του Αλέξανδρου, πρωτότυποι και αντίγραφα, που είχαν δημιουργήσει καλλιτέχνες όπως ο Λύσιππος, που ήταν ευνοούμενος του Αλέξανδρου. Η μορφή του Αλέξανδρου εμφανίζεται επίσης σε ανάγλυφα, μετάλλια και ψηφιδωτά, με διασημότερο το ψηφιδωτό της Πομπηίας όπου απεικονίζεται ο Αλέξανδρος στη μάχη της Ισσού, και θεωρείται αντίγραφο πίνακα ζωγραφικής του Απελλή, άλλου διάσημου καλλιτέχνη ευνοούμενου του Αλέξανδρου.
Κινηματογράφος, Μουσική και σύγχρονα μυθιστορήματα
Σε όλο το πέρασμα του χρόνου δημιουργούνταν αντικείμενα τέχνης σχετικά με τον Αλέξανδρο. Πέρα από τα έργα λόγου, τα γλυπτά και τους πίνακες, στη σύγχρονη εποχή εξακολουθεί να αποτελεί αντικείμενο μουσικών και κινηματογραφικών έργων. Ενδεικτικό είναι το τραγούδι 'Alexander the Great' των Iron Maiden. Ταινίες που έχουν γυριστεί με θέμα τον Αλέξανδρο:
"Sikandar" (1941), ινδική παραγωγή σε σκηνοθεσία Sohrab Modi σχετικά με την κατάκτηση της Ινδικής από τον Αλέξανδρο (στην ταινία φαίνεται να έχει χάσει τη μάχη του Υδάσπη).
"Alexander the Great" (1956), παραγωγής MGM με πρωταγωνιστή τον Ρίτσαρντ Μπάρτον.
"Sikandar-e-Azam" (1965), ινδική παραγωγή σε σκηνοθεσία Kedar Kapoor
"Alexander" (2004) , σε σκηνοθεσία Όλιβερ Στόουν, με πρωταγωνιστήν τον Κόλιν Φάρελ.
Επίσης υπάρχουν πολλές αναφορές σε άλλες ταινίες και τηλεοπτικές σειρές.
Νεότερα μυθιστορήματα με θέμα τον Αλέξανδρο, είναι:
Η τριλογία "Μέγας Αλέξανδρος" του Ιταλού Βαλέριο Μάσιμο Μανφρέντι αποτελούμενη από τα "Ο γιος του ονείρου", "Η άμμος του Άμωνα", και "Τα πέρατα του κόσμου".
Η τριλογία της Μαίρης Ρενώ αποτελούμενη από τα "Φωτιά απ'τον ουρανό", "Ο μικρός Πέρσης" και "Επιτάφιοι Αγώνες".
"Οι αρετές του πολέμου" και "Η ματωμένη εκστρατεία" του Στίβεν Πρέσφιλντ.
Φωτογραφικό υλικό
Βαρθολομαίος, ο επονομαζόμενος και Ναθαναήλ
Βαρθολομαίος
Ο επονομαζόμενος και Ναθαναήλ. Ένας από τους 12 μαθητές του Χριστού, η μνήμη του οποίου τιμάται στις 11 Ιουνίου από την Ορθόδοξη Εκκλησία και στις 24 Αυγούστου από τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία.
Την ημέρα αυτή γιορτάζουν όσοι φέρουν το όνομα Βαρθολομαίος και Ναθαναήλ.
Οι μελετητές της Καινής Διαθήκης έχουν καταλήξει στο συμπέρασμα ότι το όνομα του Αποστόλου είναι Ναθαναήλ και το Βαρθολομαίος είναι το επώνυμό του.
Πατρίδα του ήταν η Κανά της Γαλιλαίας και διατηρούσε φιλία με τον Φίλιππο, τον μετέπειτα Απόστολο.
Μια μέρα, συναντήθηκε με τον φίλο του Φίλιππο, ο οποίος του λέει: «Άκουσε φίλε μου. Εκείνον για τον οποίο έγραψε ο Μωυσής στο Νόμο και προφήτευσαν οι προφήτες, τον βρήκαμε.
Είναι ο Ιησούς, το παιδί του Ιωσήφ, από την πόλη Ναζαρέτ». Ο Βαρθολομαίος απορεί και διερωτάται: «Είναι δυνατό να βγει κάτι καλό από τη Ναζαρέτ;». «Έλα και θα δεις» του αντέτεινε ο φίλος του. Ο Βαρθολομαίος, υπακούοντας στην παράκληση του Φιλίππου, πήγε να δει τον Χριστό, με αποτέλεσμα να πιστέψει και να γίνει μαθητής του.
Τίποτε δεν αναφέρει η Καινή Διαθήκη για τη ζωή και τη δράση του Βαρθολομαίου. Από εκκλησιαστικές, όμως, παραδόσεις έχουμε την πληροφορία ότι κήρυξε το Ευαγγέλιο στις Ινδίες, άγνωστο πού ακριβώς, στη Μικρά Ασία, τη Μεσοποταμία, την Παρθία και την Αρμενία, όπου αποκεφαλίστηκε ή σταυρώθηκε από τον βασιλιά Αστυάγη.
Το λείψανό του κλείστηκε σε λίθινη σαρκοφάγο, ρίχτηκε στη θάλασσα και εκβράστηκε στις Αιολίδες Νήσους της Ιταλίας.
Απολυτίκιο
Θεία όργανα, του Παρακλήτου, και εκφάντορες, του Θεού Λόγου, ανεδείχθητε θεόπται Απόστολοι, Βαρθολομαίε των Δώδεκα σύσκηνε, και Βαρνάβα ως υιός παρακλήσεως. Αλλά αιτήσασθε, Χριστόν τον Θεόν πανεύφημοι, δωρήσασθαι ημίν το μέγα έλεος.
Άγιος Κύριλλος
Άγιος Κύριλλος
Ο Άγιος Κύριλλος έζησε επί βασιλείας Θεοδοσίου του Μικρού και γεννήθηκε στην Αλεξάνδρεια το 370 μ.Χ. από εύπορους γονείς της ελληνικής κοινωνίας της πόλεως. Ανηψιός του αρχιεπισκόπου Αλεξανδρείας Θεοφίλου. Ο Κύριλλος έλαβε μεγάλη θεολογική μόρφωση, ώστε έγινε κατόπιν διάδοχος του θείου του, στον αρχιεπισκοπικό θρόνο Αλεξανδρείας.
Όταν έγινε η Γ' Οικουμενική Σύνοδος το 431 μ.Χ. στην Έφεσο, ο Κύριλλος υπήρξε πρόεδρος αυτής και συνετέλεσε να γκρεμιστούν οι κακοδοξίες του δυσεβούς Νεστορίου, για το πρόσωπο της υπεραγιάς Δεσποίνης ημών Θεοτόκου.
Με πολλά πνευματικά κατορθώματα στο ενεργητικό του, ο Κύριλλος παρέδωσε ειρηνικά το πνεύμα του στον Κύριο την 27η Ιουνίου του 444 μ.Χ., αφού πατριάρχευσε για 32 περίπου χρόνια. Δικαίως ο Άγιος Αναστάσιος ο Σιναΐτης τον προσονόμασε «σφραγίδα των Πατέρων».
Κύριλλον ὑμνῶ τοῦ Κυρίου μου φίλον,
Καὶ Κυρίας πρόμαχον Ἀειπαρθένου.
Εὕρατο τυμβοχοὴν ἔνατον Κύριλλος ἐς ἦμαρ.
Θανών Kύριλλος της Aλεξάνδρου Πάπας,
Προς Kύριον μετήλθε πάντων Kυρίων.
Eύρατο τυμβοχοήν ένατον Kύριλλος ες ήμαρ.
Περισσότερα Άρθρα...
- Παντελεήμων επίσκοπος Αργυροκάστρου
- Αλέξης Πάρνης, είναι Έλληνας ποιητής, θεατρικός συγγραφέας και μυθιστοριογράφος
- Ζαν Πολ Μαρά, ήταν Γάλλος πολιτικός και αρθρογράφος επαναστατικής εφημερίδας, από τις σημαντικότερες μορφές της Γαλλικής Επανάστασης
- Ντάνιελ Γκάμπριελ Φαρενάιτ, ήταν Γερμανικής καταγωγής φυσικός, μηχανικός και εφευρέτης