Άρθρα
Σαλβαδόρ Αλλιέντε, ήταν πολιτικός και ο πρώτος μαρξιστής Πρόεδρος της Χιλής
Σαλβαδόρ Αλλιέντε
(Salvador Allende Gossens, 1908-1973) ήταν πολιτικός και ο πρώτος μαρξιστής Πρόεδρος της Χιλής την περίοδο 1970-1973.
Γεννήθηκε στο Βαλπαραΐσο το 1908 και αυτοκτόνησε στο Σαντιάγο το 1973. Καταγόταν από μεγαλοαστική οικογένεια και σπούδασε ιατρική στο Πανεπιστήμιο του Σαντιάγο, απ΄ όπου και έλαβε το δίπλωμά του το 1932.
Ασχολήθηκε έντονα με την πολιτική αναπτύσσοντας μαρξιστική δράση. Ένα χρόνο μετά συνέβαλε στην ίδρυση του σοσιαλιστικού κόμματος της Χιλής.
Το 1937 συμμετείχε στη κυβέρνηση του Πέδρο Αγκίρρε Σέντρα, στην οποία και ανέλαβε για τέσσερα χρόνια υπουργός Υγιεινής. Το 1945 εκλέχθηκε για πρώτη φορά μέλος της Γερουσίας.
Το 1952, όταν έβαλε υποψηφιότητα για την Προεδρία, επειδή είχε δεχθεί την υποστήριξη του παράνομου τότε κομουνιστικού κόμματος, διαγράφτηκε από το σοσιαλιστικό κόμμα με συνέπεια να καταταγεί τελευταίος των τεσσάρων υποψηφίων.
Επανήλθε όμως στις εκλογές του 1958 με την υποστήριξη των σοσιαλιστών και των κομουνιστών, των οποίων το κόμμα τους είχε πλέον νομιμοποιηθεί.
Παρά ταύτα κατατάχθηκε δεύτερος των υποψηφίων. Τελικά εκλέχθηκε πρόεδρος της Χιλής το 1970 με τη βοήθεια του κομμουνιστικού κόμματος και άλλων αριστερών δυνάμεων με μικρή διαφορά από τον δεύτερο υποψήφιο. Στην ομιλία του μετά την νίκη του ο Αγιέντε είπε: «Αξιώνουμε να δημιουργήσουμε έναν διαφορετικό κόσμο, να αποδείξουμε ότι μπορούν να γίνουν βαθιές αλλαγές που αποτελούν επανάσταση. Πρέπει να δημιουργήσουμε μια κυβέρνηση δημοκρατική, εθνική, επαναστατική και λαϊκή που θα οδηγήσει στον Σοσιαλισμό».
Αμέσως μετά την ορκωμοσία του, στις 3 Νοεμβρίου του 1970, άρχισε να εφαρμόζει ένα ευρύτατο πρόγραμμα σοσιαλιστικών μεταρρυθμίσεων κρατικοποιώντας μεγάλες εκτάσεις γης, τον ορυκτό πλούτο της χώρας και τις τράπεζες.
Το πρόγραμμα του Αγιέντε περιλάμβανε αναβάθμιση των συμφερόντων των εργατών, εφαρμογή της αγροτικής μεταρρύθμισης, αναδιοργάνωση της εθνικής οικονομίας σε δημόσιο, μικτό και ιδιωτικό τομέα, εξωτερική πολιτική διεθνούς αλληλεγγύης και εθνικής ανεξαρτησίας, καθώς και νέα θεσμική οργάνωση του κράτους, ως λαϊκού πλέον κράτους, με την ίδρυση ενός ενιαίου σώματος αντιπροσώπων.
Το πρόγραμμα της Λαϊκής Ένωσης πρότεινε επίσης την εθνικοποίηση των κύριων ορυχείων χαλκού της Χιλής, που άνηκαν σε ξένα συμφέροντα, κυρίως των ΗΠΑ. Ορισμένες χαρακτηριστικές μεταρρυθμίσεις κατά το πρώτο διάστημα της προεδρίας του Αγιέντε περιλάμβαναν την ανακατανομή εκατομμυρίων στρεμμάτων γης σε ακτήμονες ως μέρος της αγροτικής μεταρρύθμισης, αύξηση μισθών στις ένοπλες δυνάμεις και παροχή δωρεάν γάλατος στα παιδιά. Επίσης, ιδρύθηκαν ο Αναπτυξιακός Συνεταιρισμός Ιθαγενών Πληθυσμών και το Ινστιτούτο Εκπαίδευσης των Μαπούτσε για να καλύψουν τις ανάγκες των αυτοχθόνων κατοίκων της Χιλής.
Παράλληλα ο Αγιέντε εφάρμοσε νέα εξωτερική πολιτική, ξεκινώντας τη συνεργασία πρώτα με τη Κίνα και στη συνέχεια με την Κούβα. Η πολιτική του αυτή τον έφερε σε αντιπαράθεση με τα συμφέροντα των ΗΠΑ, με συνέπεια οι σχέσεις των δύο χωρών να ψυχραθούν. Ο τότε ένοικος του λευκού οίκου Νίξον είπε χαρακτηριστικά: "Τώρα με τον Κάστρο στην Κούβα και τον Αγιέντε στη Χιλή έχουμε στην Λατινική Αμερική ένα κόκκινο σάντουιτς και μοιραία όλη θα γίνει κόκκινη". Δύο χρόνια αργότερα από την εκλογή του άρχισε να καλπάζει ο πληθωρισμός και να πλήττεται βεβαίως η μεσαία τάξη.
Επειδή ο Αγιέντε είχε στο πρόγραμμα του να κρατικοποιήσει τα μεταλλεία χαλκού, τα οποία ανήκαν σε Αμερικάνους ιδιώτες, έπρεπε να ανατραπεί. Έτσι, ο Νίξον ορκίζεται να ανατρέψει τον Αγιέντε. Το έργο αυτό το αναθέτει στην C.I.A. και οργανωτής του πραξικοπήματος επιλέγεται ο Χένρυ Κίσινγκερ. Οι μυστικές υπηρεσίες των Η.Π.Α. προσπαθούν να δωροδοκήσουν τον στρατό της Χιλής, αλλά ο αρχηγός των ενόπλων δυνάμεων Ρενέ Σνάιντερ ήταν πιστός στο σύνταγμα και η πρώτη απόπειρα πραξικοπήματος απέτυχε. Ο Σνάιντερ βρέθηκε δολοφονημένος λίγες μέρες μετά.
Έπειτα από αυτό ο Λευκός Οίκος διέταξε τον οικονομικό στραγγαλισμό της χώρας. Η δεύτερη απόπειρα δωροδοκίας στέφθηκε με επιτυχία. Οι φορτηγατζήδες που μετέφεραν τα τρόφιμα σταμάτησαν να κάνουν την δουλειά τους. Το κόστος αυτής της απεργίας ήταν 200 εκατομμύρια δολάρια για το κράτος της Χιλής, ενώ η C.I.A. είχε ξοδέψει τα διπλάσια. Παρ’ όλα τα δεινά που περνούσε η χώρα, η δημοτικότητα του Αγιέντε συνεχώς αυξανόταν.
Κατόπιν αυτού οι Αμερικανοί οργάνωσαν το σχέδιο Ζ. Τον Ιούνιο του 1973 οργανώνεται ένα δεύτερο πραξικόπημα, που κατεστάλη από τη νόμιμη ηγεσία του στρατού και τον στρατηγό Πρατς. Μετά την καταστολή ο στρατηγός Πρατς συμβούλεψε τον Αγιέντε να δώσει όπλα στο λαό ανοίγοντας τα οπλοστάσια. Ο Αγιέντε όμως, όντας πιστός στις αξίες του, του απάντησε: "Όχι. Αυτή η επανάσταση θα γίνει χωρίς σταγόνα αίμα. Βασίζεται σε ειρηνικές αξίες και όχι στην βία".
Θάνατος
«Ο Σαλβαδόρ Αλλιέντε μαζί με μια χούφτα άνδρες ακούει τις ειδήσεις. Οι στρατιωτικοί κατέλαβαν ολόκληρη τη χώρα. Οι στρατηγοί απαιτούν να παραιτηθεί. Του παραχωρούν ένα αεροπλάνο για να φύγει από τη Χιλή. Τον προειδοποιούν ότι το Προεδρικό Μέγαρο θα βομβαρδιστεί από ώρα σε ώρα. Ο Αλλιέντε φορά ένα κράνος και ετοιμάζει το όπλο του. Ακούγονται να πέφτουν οι πρώτες βόμβες».
Η θυσία του Αλλιέντε.
(Salvador Allende Gossens, 1908-1973) ήταν πολιτικός και ο πρώτος μαρξιστής Πρόεδρος της Χιλής την περίοδο 1970-1973.
Έτσι περιγράφει ο μεγάλος Ουρουγουανός συγγραφέας Εντουάρντο Γκαλεάνο τις τελευταίες ώρες του Προέδρου Σαλβαδόρ Αλιέντε της Χιλής, ηγέτη του Μετώπου της Λαϊκής Ενότητας (Unidad Popular), που ανέλαβε από το 1970, με τη λαϊκή ψήφο, τα ηνία της χώρας του και στις 11 του Σεπτέμβρη 1973 ανετράπη από το στρατιωτικό πραξικόπημα του αιμοσταγούς δικτάτορα στρατηγού Πινοσέτ, όργανου της CΙΑ, των πολυεθνικών και των πιο αντιδραστικών ντόπιων δυνάμεων.
Στο τελεσίγραφο των πραξικοπηματιών να παραιτηθεί και να διαφύγει στο εξωτερικό, ο Αλλιέντε είχε απαντήσει αρνητικά, απευθύνοντας το τελευταίο ραδιοφωνικό διάγγελμά του, στο οποίο είπε τα εξής:
«Δεν θα παραιτηθώ. Εκλεγμένος σε μια ιστορική στιγμή, θα πληρώσω με τη ζωή μου την αφοσίωση του λαού. Είμαι σίγουρος ότι ο σπόρος που σπείραμε στη συνείδηση χιλιάδων και χιλιάδων Χιλιανών δεν μπορεί να μείνει άκαρπος για πάντα. Αυτοί έχουν τη δύναμη. Μπορεί να μας υποτάξουν, όμως οι κοινωνικές εξελίξεις δεν σταματούν με το έγκλημα, ούτε με τη βία. Η Ιστορία είναι δική μας και την κάνουν οι λαοί…
Εργάτες της πατρίδας μου: Πιστεύω στη Χιλή και στο μέλλον της. Κάποιοι άλλοι θα ξεπεράσουν αυτή τη σκοτεινή και πικρή στιγμή της προδοσίας που προσπαθεί να επιβληθεί. Να είστε σίγουροι ότι, πολύ πιο γρήγορα απ΄ό,τι νομίζετε, θα ανοίξουν και πάλι διάπλατα οι δρόμοι απ΄όπου θα περάσει ο ελεύθερος άνθρωπος για να δημιουργήσει μια καλύτερη κοινωνία. Ζήτω η Χιλή, ζήτω ο λαός, ζήτω η εργατική τάξη! Αυτά είναι τα τελευταία μου λόγια. Είμαι βέβαιος πως η θυσία μου δεν θα είναι μάταιη».
Η ανατροπή του Αλλιέντε συνοδεύτηκε από την επιβολή μιας από τις πιο ωμές δικτατορίες στις ιστορία της Λατ. Αμερικής. Οι λαϊκές κατακτήσεις της περιόδου της διακυβέρνησης της Χιλής από την «Λαϊκή Ενότητα» πνίγηκαν στο αίμα και ακυρώθηκαν, η χώρα μετατράπηκε σε πειραματόζωο για την εφαρμογή του πιο άγριου καπιταλισμού, η ασυδοσία των πολυεθνικών επέστρεψε, οι πολιτικές δολοφονίες αποτέλεσαν μόνιμο στοιχείο αντιμετώπισης των αριστερών δυνάμεων από τη χούντα του Πινοσέτ.
Ο Σαλβαδόρ Αλλιέντε, ο Βίκτορ Χάρα και άλλοι μάρτυρες του Χιλιανού λαού έγιναν σύμβολα ανυποχώρητου αγώνα για τη δημοκρατία, την εθνική ανεξαρτησία και τον σοσιαλισμό. Και η καρδιά του Ελληνικού λαού, που τότε ζούσε κάτω από την μπότα της αμερικανοκίνητης χούντας της 21ης Απριλίου 1967, πλημμύρισε με έντονα αισθήματα αλληλεγγύης με τον Χιλιανό λαό. Το σύνθημα
«Ο Αλλιέντε ζει» ακούστηκε και στην Αθήνα από φοιτητές και νεολαίους που ήδη οργάνωναν τον αγώνα για την ανατροπή της δικτατορίας στην Ελλάδα, κάτι που συνέβη ένα χρόνο μετά, λίγους μήνες μετά την ηρωική εξέγερση του Πολυτεχνείου.
Το πρόγραμμα ριζικών αλλαγών με κατεύθυνση τον σοσιαλισμό, που εφάρμοσε η «Λαϊκή Ενότητα» και ο Πρόεδρος Αλλιέντε, αποτελεί πηγή έμπνευσης και για τις σημερινές αντινεοφιλελεύθερες και αντιιμπεριαλιστικές πολιτικές που ακολουθούνται σε πολλές χώρες της Λατ. Αμερικής, η οποία έχει πάψει πλέον να αποτελεί «ξέφραγο αμπέλι» των ΗΠΑ.
Προσωπική ζωή
Ήταν παντρεμένος με την Ορτένσια Μπούσι η οποία απεβίωσε το 2009 σε ηλικία 94 ετών. Είχαν αποκτήσει τρεις κόρες.
Με την έννοια αυτή μπορούμε να επαναλάβουμε, ιδιαίτερα σήμερα, ότι «Ο Αλλιέντε ζει».
Του Πάνου Τριγάζη
Τόλης Βοσκόπουλος, ήταν Έλληνας τραγουδιστής, συνθέτης, στιχουργός και ηθοποιός
Τόλης Βοσκόπουλος
Ο Απόστολος (Τόλης) Βοσκόπουλος ήταν Έλληνας τραγουδιστής, συνθέτης και ηθοποιός. Έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 81 ετών Γεννήθηκε στις 26 Ιουλίου του 1940 στον Πειραιά (Κοκκινιά). Είναι το δωδέκατο παιδί της οικογένειας Βοσκόπουλου (έχει 11 αδελφές). (26 Ιουλίου του 1940 στον Πειραιά (Κοκκινιά) - 19 Ιουλίου 2021 Αθήνα)
Ο Τόλης είναι ένας από τους σημαντικότερους τραγουδιστές στην ιστορία του ελληνικού λαϊκού τραγουδιού, και μακράν ο πιο εμπορικός. Όταν πρωτοξεκίνησε στο τραγούδι λόγω του στυλ, του στησίματος του στο πάλκο, και του τρόπου ερμηνείας και ντυσίματος, οι φανατικοί θαυμαστές του τον αποκαλούσαν Πρίγκιπα.
Ένας καλλιτέχνης που έχει φανατικούς θαυμαστές, και όπως λένε χαρακτηριστικά «τον Βοσκόπουλο ή θα τον λατρεύεις ή δεν θα τον ακούς καθόλου».
Ο Τόλης Βοσκόπουλος βρισκόταν στην κορυφή του ελληνικού λαϊκού τραγουδιού για δεκαετίες, γεγονός που οδήγησε τον εξίσου μεγάλο καλλιτέχνη και στιχουργό σε πολλές επιτυχίες του Γιάννη Πάριο να δηλώσει: «ο μόνος σταρ που έχει η Ελλάδα είναι ο Τόλης».
Μάλιστα όπως έχει δηλώσει ο Γιώργος Γερολυμάτος τη δεκαετία του 1970 οι νέοι τραγουδιστές έσπαγαν το δόντι τους προκειμένου να μοιάσουν στον Βοσκόπουλο (λόγω της χαρακτηριστικής οδοντοστοιχίας του καλλιτέχνη).
Ο Γιώργος Ζαμπέτας στην αυτοβιογραφία του σημειώνει: «Ο Τόλης είναι γεννημένος θεατρίνος. Ανεβαίνει στην πίστα και την καταπίνει όλη. Γιατί η πίστα όταν ανεβαίνεις σου λέει: φάε με για θα σε φάω. Να ξηγιόμαστε. Μεγάλος εργάτης ο Βοσκόπουλος, ο μεγαλύτερος».
Όπως είχε δηλώσει ο ίδιος ο Βοσκόπουλος κάποτε σε συνέντευξη του στη δημοσιογράφο Σεμίνα Διγενή, «ξεκινώντας το τραγούδι, πήρα μαζί μου και τον ηθοποιό Βοσκόπουλο».
Κατά περιόδους έχει γράψει τραγούδια τόσο σε στίχο όσο και μουσική που έχει συμπεριλάβει σε προσωπικούς του δίσκους ή τα έχουν ερμηνεύσει άλλοι καλλιτέχνες, με πιο γνωστό το ντουέτο του με τη Μαρινέλλα Εγώ κι εσύ το 1974 το οποίο έκανε ρεκόρ πωλήσεων και τραγουδιέται μέχρι και σήμερα.
Ανάμεσα στους θαυμαστές του υπήρχαν και υπάρχουν άνθρωποι από όλες τις κοινωνικές τάξεις, από τον λαϊκό κόσμο των εργατικών συνοικιών, μέχρι την οικονομική ελίτ των εφοπλιστών, και βέβαια τον αείμνηστο Πρωθυπουργό Ανδρέα Παπανδρέου.
Σήμερα, 50 χρόνια μετά την εμφάνιση του στο καλλιτεχνικό στερέωμα, ο Τόλης Βοσκόπουλος αποτελεί ένα σπουδαίο κεφάλαιο για το ελληνικό λαϊκό τραγούδι.
Η πορεία στο καλλιτεχνικό στερέωμα
Πρωτοεμφανίστηκε στο θέατρο το 1958, σε ηλικία 18 ετών, και πέντε χρόνια αργότερα, το 1963, έκανε το ντεμπούτο του στον κινηματογράφο. Μπήκε στη δισκογραφία με το τραγούδι Βήμα-βήμα του αξέχαστου μουσικοσυνθέτη Λυκούργου Μαρκέα.
Η καθιέρωσή του στο πεντάγραμμο ήρθε με την Άγωνία τη σημαδιακή χρονιά του 1968 (σύνθεση Γιώργου Ζαμπέτα) που μέσα σε πολύ λίγο χρονικό διάστημα ξεπέρασε τις 300.000 πωλήσεις, ένα άπιαστο νούμερο για εκείνη την εποχή.
Έχει ένα εντυπωσιακό φάσμα συνεργασιών, ερμηνεύοντας τραγούδια του Γιώργου Ζαμπέτα, του Μίμη Πλέσσα, του Άκη Πάνου, του Θανάση Πολυκανδριώτη, του Μάριου Τόκα, του Γιάννη Πάριου, του Γιώργου Κατσαρού, του Κώστα Βίρβου, του Φοίβου και πολλών άλλων.
Στην ιστορία έχει μείνει η συνεργασία του με τον Στράτο Διονυσίου. Μάλιστα όταν οι 2 καλλιτέχνες τραγουδούσαν στη Θεσσαλονίκη ένα απόγευμα αποφάσισαν να πάνε να παίξουν μπιλιάρδο.
Η αγάπη του κόσμου για τα λαϊκά είδωλα ήταν τόσο μεγάλη που μέσα σε λίγη ώρα έξω από τη καφετέρια είχαν μαζευτεί χιλιάδες θαυμαστές με αποτέλεσμα να χρειαστεί η συνδρομή της αστυνομίας προκειμένου να μπορέσουν να βγούν από το μαγαζί.
Για παραπάνω από 35 χρόνια όλες του οι εμφανίσεις ήταν sold-out με τον Πρίγκιπα να αποθεώνεται από τους φανατικούς θαυμαστές. Τραγούδια-επιτυχίες όπως «Δυο καρδιές», «Το φεγγάρι πάνωθέ μου», «Μα εγώ αγαπώ μία», «Και εσύ θα φύγεις», «Γλυκά πονούσε το μαχαίρι», «Οι άντρες δε μιλούν πολύ», «Άιντε στην υγειά της», «Αδέλφια μου, αλήτες, πουλιά», «Ανεπανάληπτος», «Πριν χαθεί το όνειρο μας», «Της Χελιδονούς το ρέμα», «Τσιγγάνα για χατίρι σου», «Ψύλλοι στα αφτιά μου», «Μου χρωστάει μια αγάπη η ζωή» και πόσα άλλα, όλα αγαπημένα, ακόμα και από κείνους που δεν λάτρεψαν το Βοσκόπουλο. Γιατί ο Βοσκόπουλος αμφισβητήθηκε πολύ. Όμως, τι είδωλο θα 'ταν αν δεν είχε παράφορες και ακραίες τόσο αγάπες, όσο και αντιπάθειες;
Τη δεκαετία του 1980 ο Τόλης Βοσκόπουλος θα καθιερωθεί ως Πρίγκιπας του ελληνικού τραγουδιού με φανατικούς θαυμαστές που κάνουν κάθε δίσκο του χρυσό και πλατινένιο ενώ παράλληλα κάνουν κράτηση στα κέντρα που εμφανίζεται με το μήνα προκειμένου να εξασφαλίσουν προνομιακή θέση, κοντά στο είδωλο τους.
Το 2000 βραβεύτηκε από τα βραβεία ΠΟΠ ΚΟΡΝ (μετέπειτα Αρίων) για την συνολική προσφορά του στο ελληνικό τραγούδι.
Το 2005 τραγούδησε σε 5000 άτομα στο φρούριο της Κέρκυρας και τα έσοδα από τη συναυλία πήγαν για φιλανθρωπικό σκοπό.
Το 2011 έπειτα από τριετή απουσία από την αθηναϊκή νύχτα δέχτηκε την πρόταση του Αντώνη Ρέμου και εμφανίστηκε μαζί του στη μουσική σκηνή Διογένης στην Αθήνα, ένα σχήμα που αποτέλεσε το talk of the town της χρονιάς.
Το καλοκαίρι του 2013 ο Τόλης Βοσκόπουλος επέστρεψε στον Πειραιά, στην πόλη που γεννήθηκε και μεγάλωσε. Σε μια συγκινητική συναυλία στο Βεάκειο Δημοτικό Θέατρο τραγούδησε στον κόσμο που είχε συγκεντρωθεί εκεί από νωρίς για να καταφέρει να εισέλθει μιας και τα εισιτήρια είχαν εξαντληθεί. Κατά τη διάρκεια της βραδιάς ο καλλιτέχνης βραβεύτηκε από τον δήμαρχο Πειραιά Βασίλη Μιχαλολιάκο για τη προσφορά του στο ελληνικό τραγούδι: «τον τόπο που γεννιέσαι και μεγαλώνεις τον κουβαλάς πάντα μέσα στην ψυχή σου, όπου κι αν βρεθείς.
Μόνο συγκίνηση και βαθιά χαρά νοιώθω που επιστρέφω στον Πειραιά, που αγαπώ και έχω τόσες αναμνήσεις» δηλώνει ο Τόλης Βοσκόπουλος. Μια βραδιά γεμάτη συγκινήσεις. Μια ιδιαίτερη στιγμή ήταν όταν ανέβηκε στη σκηνή μαζί του ο Μίμης Πλέσσας ο οποίος δήλωσε: «δεν έκανα τίποτε άλλο από το να χειροκροτώ ένα συγκλονιστικό καλλιτέχνη».
Η συνάντηση αυτή των 2 καλλιτεχνών στη σκηνή μετά από 40 χρόνια ήταν μόνο η αρχή αφού τον χειμώνα του ιδίου έτους ένωσαν τις δυνάμεις τους παρουσιάζοντας τη μουσική παράσταση «και να που ξανασυναντιόμαστε» σε γνωστό νυχτερινό κέντρο των Αθηνών.
Ως συνθέτης
Πλούσιο είναι και το έργο του ως συνθέτης. Μερικοί καλλιτέχνες που ΄χουν ερμηνεύσει τραγούδια του είναι: Δούκισσα, Μαρινέλλα, Στράτος Διονυσίου, Αντώνης Ρέμος, Νότης Σφακιανάκης. Το 1971 έγραψε τη σύνθεση του τραγουδιού Αδέλφια μου αλήτες πουλιά το οποίο ερμήνευσε ο Γιάννης Βογιατζής και κέρδισε το πρώτο βραβείο στο Φεστιβάλ Τραγουδιού Θεσσαλονίκης, ενώ μετείχε στο ίδιο φεστιβάλ την επόμενη χρονιά ο ίδιος, τραγουδώντας το Ξανθή αγαπημένη Παναγιά, τραγούδι που όπως είχε ειπωθεί τότε το έγραψε για τη Ζωή Λάσκαρη, η οποία ήταν παρούσα στο ακροατήριο της εκδήλωσης.
Το 1976 όταν ο Στράτος Διονυσίου κρίθηκε αθώος από τις δικαστικές αρχές του έγραψε το πολύ γνωστό τραγούδι με τίτλο Αποκοιμήθηκα το οποίο έγινε μεγάλη επιτυχία κι το τραγούδησε κι ο ίδιος ο Βοσκόπουλος σε δίσκο του το 1985.
Θέατρο
Έχει πρωταγωνιστήσει αλλά και συμμετάσχει σε πάρα πολλές θεατρικές παραστάσεις δίπλα σε ιερά τέρατα της ηθοποιίας όπως ο Βασίλης Αυλωνίτης, η Βλαχοπούλου, η Βασιλειάδου, ο Κώστας Χατζηχρήστος κ.ά. Από τις πιο μεγάλες επιτυχίες του ήταν τα μιούζικαλ: Οι εραστές του ονείρου (1972 μαζί με τη Ζωή Λάσκαρη), Τραγούδα θεατρίνε (1978 μαζί με τη Μαρία Αλιφέρη), Ήρθες σαν όνειρο (1998 μαζί με την Άντζελα Γκερέκου), όπου το θεατρικό σενάριο είναι στηριγμένο στον τρόπο γνωριμίας τους.
Προσωπική ζωή
Στην ιστορία έχει μείνει το ειδύλλιο του με την τραγουδίστρια Δούκισσα της οποίας ήταν μουσικός και παρτενέρ της αλλά και με την γνωστή ηθοποιό Ζωή Λάσκαρη με την οποία έπαιξαν μαζί στο θρυλικό μιούζικαλ Εραστές του ονείρου.
Ο Τόλης έχει κάνει τέσσερις γάμους. Παντρεύτηκε πρώτα τη Στέλλα Στρατηγού (1960 - 1965), ύστερα την Μαρινέλλα (1973 - 1981), μετά την Τζούλια Παπαδημητρίου, με την οποία έχει μία κόρη, τη Χαρά (η οποία το 2021 αναγνωρίστηκε επισήμως από το δικαστήριο ότι δεν είναι η κόρη του) (1990 - 1996) και την πρώην ηθοποιό και νυν βουλευτή και υφυπουργό του ΠΑΣΟΚ Άντζελα Γκερέκου (παντρεύτηκαν στις 2 Αυγούστου 1996 στην Κέρκυρα με κουμπάρο τον δημοσιογράφο Τέρενς Κουίκ). Με τη Γκερέκου έχουν μία κόρη, τη Μαρία, που γεννήθηκε το 2001.
Στις 17 Μαΐου 2010 η εφημερίδα Ελευθεροτυπία, είχε πρωτοσέλιδο ρεπορτάζ σύμφωνα με το οποίο ο Τόλης Βοσκόπουλος χρωστάει στην ΙΓ΄ ΔΟΥ Αθηνών περί τα 5,5 εκατομμύρια ευρώ, για φοροδιαφυγή κατά την περίοδο 1993 - 1997, τα οποία ακόμη δεν έχει καταβάλει, ενώ έχει να υποβάλει φορολογική δήλωση από το 1993. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να παραιτηθεί η σύζυγός του Άντζελα Γκερέκου από υφυπουργός Τουρισμού στην κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ επικαλούμενη λόγους ευθιξίας, αλλά το 2013 επανήλθε στην δικομματική κυβέρνηση ΝΔ-ΠΑΣΟΚ ως υφυπουργός Πολιτισμού.
Στην εκδίκαση της υπόθεσης, που έγινε στις 2 Φεβρουαρίου 2011, το Ζ΄ Μονομελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών του επέβαλε ποινή τριών ετών με αναστολή για το ποινικό σκέλος της υπόθεσης, ενώ παράλληλα του έδωσε την δυνατότητα εξαγοράς της ποινής με πέντε ευρώ ημερησίως. Στα πλαίσια της δίκης έγινε γνωστό από τον δικηγόρο του Τόλη ότι αίτησή του προς το υπουργείο Οικονομικών για υπαγωγή σε ρύθμιση που θα του έδινε το δικαίωμα να τύχει έκπτωσης 100% επί των προσαυξήσεων, δεν έγινε δεκτή.
O ίδιος με επιστολή του στα ΜΜΕ δήλωσε: «δεν εισέπραξα ο ίδιος, δεν καρπώθηκα και δεν απέκτησα ουσιαστικώς ποτέ, τα εισοδήματα στα οποία αντιστοιχεί ο φόρος που μου καταλογίστηκε. Η φορολογική αρχή που επιλήφθηκε εξαιτίας αντιδικίας και είναι γνωστή από τη δημοσιότητά της και τα αντίστοιχα δικαστήρια, προσδιορίζουν το πρόσωπο που απόλαυσε όσα ως «εισοδήματά μου» υπολογίστηκαν.»
Ο Τόλης Βοσκόπουλος είχε διακομιστεί στο 251 Γενικό Νοσοκομείο Αεροπορίας με ασθενοφόρο του ΕΚΑΒ στις 11 Ιουλίου. Το ΕΚΑΒ είχε κληθεί για ασθενή με αναπνευστική δυσχέρεια. (Υπενθυμίζεται ότι στα στρατιωτικά νοσοκομεία μπορουν να πανε οι βουλευτές και τα μέλη της οικογένειας τους).
Στις 19 Ιουλίου και ενώ ήταν έτοιμος να πάρει εξιτήριο, έπαθε ανακοπή καρδιάς και έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 81 ετών.
Η κηδεία του λαϊκού τραγουσιστή θα γίνει την Τετάρτη 21 Ιουλίου στις 3μμ στο Πρώτο Νεκροταφείο, όπου φίλοι και συγγενείς θα τον αποχαιρετήσουν για τελευταία φορά.
Με απόφαση του δημάρχου Αθηναίων, Κώστα Μπακογιάννη, η κηδεία του τραγουδιστή, θα πραγματοποιηθεί τιμής ένεκεν και με δημοτική δαπάνη.
Χοσέ Μαρία Εσκριβά, ο ιδρυτής του μυστικιστικού τάγματος του Βατικανού Opus Dei
Χοσέ Μαρία Εσκριβά
O ιδρυτής του μυστικιστικού τάγματος του Βατικανού Opus Dei
Μετά την κυκλοφορία του βιβλίου Κώδικας Ντα Βίντσι, ήρθε στην επικαιρότητα μια σχετικά νέα οργάνωση της Καθολικής Εκκλησίας, η Opus Dei (Έργο του Θεού).
Ιδρύθηκε στη Μαδρίτη το 1928 από το νεαρό ιερέα Χοσέ Μαρία Εσκριβά, ο οποίος καταγόταν από μεσοαστική οικογένεια της Αραγονίας και λίγο καιρό μετά την ίδρυση της οργάνωσης πρόσθεσε στο όνομά του το Ντε Μπαλαγκέρ.
O επίσκοπος Χοσέ Μαρία Εσκριβά ντε Μπαλαγκουέρ έφυγε από τον κόσμο το 1975 ως ένας ιεράρχης παγκόσμιου βεληνεκούς.
Δεκαεφτά χρόνια αργότερα (1992), ο Πάπας Ιωάννης Παύλος Β’ άρχισε τις επίσημες διαδικασίες για την αγιοποίησή του, η οποία έλαβε χώρα το 2002, μόλις 27 χρόνια δηλαδή μετά την αποδημία του εις Κύριον, κάνοντας πολλούς θεολόγους και ιερωμένους να καταφερθούν κατά του κατεπείγοντος της απόφασης, μιλώντας ανοιχτά για την «πιο γρήγορη αγιοποίηση της πρόσφατης εκκλησιαστικής ιστορίας»!
Προσωπικός θαυμαστής του ισπανού μονσινιόρ, ο Ποντίφικας έσπευσε λοιπόν να τον αγιοποιήσει, βάζοντας έτσι το τελευταίο λιθαράκι στην αμέριστη υποστήριξη που παρείχε όλες αυτές τις δεκαετίες η επίσημη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία στην οργάνωση που είχε ιδρύσει ο Εσκριβά, τη διαβόητη τελικά Opus Dei.
H πανίσχυρη και αμφιλεγόμενη χριστιανική οργάνωση Έργο του Θεού προκάλεσε πλήθος διαξιφισμών και πυροδότησε τόνους άρθρων για το κατά πόσο θεάρεστη ήταν η επίγεια αποστολή της.
Αν ήταν το καταχθόνιο «παρακράτος του Βατικανού», όπως ορκίζονταν οι φανατικοί πολέμιοι της Opus Dei, ή μια θεόπνευστη οργάνωση που ήθελε αντιθέτως να επαναφέρει τον καθημερινό άνθρωπο στον λόγο του Θεού, όπως θέλουν οι υποστηρικτές της, είναι ένα δίλημμα που τελεσίδικες απαντήσεις δεν σηκώνει, καθώς η αποκρυφιστική καθολική οργάνωση συνεχίζει να καλύπτεται από τον μανδύα του άγνωστου παρά το γεγονός ότι το πνευματικό παιδί του Εσκριβά υπάρχει στον κόσμο από το 1928.
Αφού έλαβε (κατά δήλωσή του) το κάλεσμα της θείας εντολής, ο ιεράρχης ίδρυσε την Opus Dei με αποκλειστικό σκοπό την εκπαίδευση των νέων στα ιδεώδη του καθολικισμού, την προσφορά βοήθειας στους φτωχούς και τους αρρώστους αλλά και τη διάδοση της χριστιανικής πίστης εν γένει. Αν και η οργάνωση εμφάνιζε από τις πρώτες στιγμές της μια απίστευτη εμμονή να τρυπώσει στα ενδότερα του Βατικανού, κάνοντας τη να μοιάζει με μυστικιστικό τάγμα που προωθούσε τη δική του ατζέντα.
Σύντομα η οργάνωση, κάτω από τη συνεχή εποπτεία του Εσκριβά και την αμέριστη συμπαράσταση των ανώτατων εκκλησιαστικών και πολιτικών κύκλων της Μαδρίτης, άρχισε να επεκτείνει τις δραστηριότητές της σε όλη την Ισπανία και από εκεί σε ολόκληρο τον κόσμο. Αφού συνδέθηκε με την πλευρά του φασίστα Φράνκο στον Ισπανικό Εμφύλιο Πόλεμο, έλαβε κατόπιν τις ευλογίες του «τζενεραλίσιμο» δικτάτορα αλλά και του ίδιου του Πάπα, όντας πλέον (1943) ένα κανονικό θρησκευτικό τάγμα. Ο ίδιος ο Ποντίφικας ίδρυσε για τα μέλη της Opus Dei το Ρωμαϊκό Κολέγιο του Τίμιου Σταυρού, εγκαθιδρύοντάς τη ουσιαστικά στους ρωμαιοκαθολικούς κόλπους.
Τόσο ο Εσκριβά όσο και η Opus Dei του συνεχίζουν να χαρακτηρίζονται αμφιλεγόμενοι, καθώς η φημολογία αλλά και οι ρητές κατηγορίες τούς θέλουν να κινούνται παρασκηνιακά, να προωθούν μια εκκλησιαστική ελίτ και να επιδίδονται σε σκοτεινά τελετουργικά που θυμίζουν πολύ άλλες μυστικιστικές σέχτες. Αλλά και να προωθούν τη δική τους πολιτική ατζέντα τελικά που συντάσσεται διαχρονικά με τα άκρα της Δεξιάς. Μέχρι τον θάνατο του Εσκριβά, η οργάνωσή του είχε επισήμως 60.000 κληρικούς αλλά και λαϊκούς και δραστηριοποιούνταν σε 80 χώρες.
Αν κάτι πρέπει να μείνει από το έργο της ζωής του Εσκριβά, είναι ίσως το παγκόσμιο κάλεσμά του στην αγιότητα, ο ρόλος των λαϊκών αλλά και ο αγιασμός της εργασίας.
Πρώτα χρόνια
Ο άγιος Χοσέ Μαρία Εσκριβά ντε Μπαλαγκουέρ υ Αλμπάς γεννιέται στις 9 Ιανουαρίου 1902 στο Μπαρμπάστρο της Ισπανίας ως το δεύτερο από τα έξι παιδιά ενός αραγωνέζου υφασματέμπορου και της συζύγου του. Η πατρική επιχείρηση πτώχευσε σύντομα και η οικογένεια μετακόμισε το 1915 σε ένα χωριουδάκι, όπου έπιασε δουλειά ο πατέρας ως εργάτης σε κλωστοϋφαντουργεία.
Ο μικρός Χοσέ Μαρία ένιωθε από μικρός -κατά δήλωσή του πάντα- πως «έχω επιλεχθεί για κάτι», υποψία που επιβεβαιώθηκε από μια σειρά «θεϊκά σημάδια», όπως κάτι πατημασιές στο χιόνι από έναν μοναχό. Κι έτσι ήξερε από μικρός ότι θα γινόταν ιερωμένος και φρόντισε να πάρει από νωρίς τις πατρικές ευλογίες γι’ αυτό: στις 20 Δεκεμβρίου 1924 χειροτονήθηκε διάκονος στη Σαραγόσα και την επόμενη χρονιά φόρεσε το σχήμα.
Φιλόδοξος και αεικίνητος από την αρχή, δεν έμεινε στην ενορία που του εμπιστεύτηκαν, αλλά το 1927 κατέφτασε στη Μαδρίτη για να σπουδάσει νομικά στο τοπικό πανεπιστήμιο. Ταυτόχρονα με τις σπουδές του, αρχίζει το σημαντικό ποιμαντικό του έργο και βρίσκεται να διδάσκει σε μοναστήρια αλλά και να κρατά τον τίτλο του εφημέριου σε διάφορες εκκλησίες και καθολικά ιδρύματα…
Η γέννηση της Opus Dei
Το ημερολόγιο έγραφε 2 Οκτωβρίου 1928 όταν ο Εσκριβά είδε το Έργο του Θεού μέσω του θείου καλέσματος: η δική του αποστολή στον κόσμο θα ήταν να διδάξει τον απλό καθολικό ότι θα μπορούσε να πετύχει την αγιότητα μέσα από το κοσμικό επάγγελμά του. Την ίδια χρονιά ιδρύει λοιπόν την Opus Dei για να πετύχει τη θέωση του απλού ανθρώπου και βάζει τα θεμέλια του αποστολικού του έργου.
Αρχίζει λοιπόν να κηρύττει τον τρόπο του Θεού θέλοντας να ανακουφίσει αρχικά τους φτωχούς και τους αρρώστους, αν και τα έργα της οργάνωσής του θα μπουν από την αρχή στο στόχαστρο των εκκλησιαστικών κύκλων.
Ο Εσκριβά έφτιαξε έτσι την Opus Dei ώστε να αποτελεί ένα είδος εκκλησιαστικού θεσμού που δρα στο περιθώριο των εκκλησιαστικών διοικητικών μονάδων και δεν υπάγεται στη δικαιοδοσία τους, λογοδοτώντας απευθείας στον Πάπα. Ήδη από τα γεννοφάσκια της δέχτηκε σφοδρή κριτική καθώς ακόμα και καρδινάλιοι την κατηγορούσαν ότι δεν ήταν παρά ένας εύσχημος τρόπος για την οικοδόμηση μιας βάσης εξουσίας μέσα στους κόλπους της Εκκλησίας, έξω και πέρα από κάθε παρέμβαση των καθιερωμένων κανονιστικών διαρθρώσεων.
Κατά τη διάρκεια του Ισπανικού Εμφύλιου Πολέμου (1936-1939), ο Εσκριβά διέφυγε από τη Μαδρίτη, καθώς ένιωθε ότι κινδύνευε μέσα στο αντικληρικό μένος των Φιλελεύθερων, και περνώντας μέσα από την Ανδόρα και τη Γαλλία κατέφτασε στα προπύργια των Εθνικιστών του στρατηγού και δικτάτορα κατόπιν Φράνκο.
Η επικράτηση του Φράνκο ήταν αυτή που ενδυνάμωσε την Opus Dei και οι παρασκηνιακές σχέσεις του Εσκριβά με το καθεστώς δεν μπορούσαν τώρα να κρυφτούν. Μέσα στο πλαίσιο αυτό, ο ιερωμένος επιστρέφει στη Μαδρίτη και παίρνει το διδακτορικό του στα νομικά, ενώ τώρα με την αμέριστη υποστήριξη του Φράνκο είναι ελεύθερος να διευρύνει σταδιακά την επιρροή της οργάνωσής του στην παιδεία, τον Τύπο αλλά και σε οικονομικούς θεσμούς. Στα επόμενα χρόνια (δεκαετίες του ’50 και του ’60) η Opus Dei εδραιώθηκε ως η σημαντικότερη συντηρητική πολιτική και θρησκευτική δύναμη στην Ισπανία, απολαμβάνοντας πια και της εύνοιας του Βατικανού!
Όταν ένιωσε ότι η εγκαθίδρυση της καθολικής οργάνωσής του είχε ολοκληρωθεί στην Ισπανία, ο Εσκριβά μετακόμισε (1946) μόνιμα στη Ρώμη για να εξαπλώσει περαιτέρω την «ιερότητα και να αγιάσω την καθημερινή εργασία». Η άνοδός του στους ανώτατους εκκλησιαστικούς κύκλους, έστω και στο περιθώριο, έμελλε να είναι ραγδαία.
Η Opus Dei και το Βατικανό
Την επόμενη χρονιά της μετακίνησής του στη Ρώμη, ο Εσκριβά λαμβάνει τον εκκλησιαστικό τίτλο του «μονσινιόρ» από τον Πάπα, την ίδια ώρα που αξιώνει και παίρνει τις παπικές ευλογίες για την οργάνωσή του. Η τριετία 1947-1950 του ανήκει ολότελα, καθώς εξασφαλίζει την έγκριση του Βατικανού για την κοσμική Opus Dei του.
Ο «σεβασμιότατος» πια Εσκριβά βλέπει την ίδρυση του Ρωμαϊκού Κολεγίου του Τίμιου Σταυρού προς τιμήν της οργάνωσής του, ως ένας εκπαιδευτικός θεσμός που λογοδοτεί απευθείας στον Ποντίφικα, όντας πια απερίσπαστος να εξαπλώσει την οργάνωσή του στα πέρατα του χριστιανικού κόσμου.
Οι ακούραστες παρασκηνιακές δράσεις του μονσινιόρ άγγιξαν το αποκορύφωμά τους στη δεκαετία του 1950, όταν το Βατικανό αναγνώρισε την Opus Dei ως «κοσμικό ινστιτούτο» και της εκχώρησε ανήκουστα στην ιστορία της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας προνόμια. Τα μέλη του «θρησκευτικού τάγματος» αφέθηκαν να συγκροτήσουν «ξεχωριστή επισκοπή, με δικό του επίσκοπο», κάτι που σημαίνει ότι ήταν έξω από τον έλεγχο των κατά τόπους οργάνων του Βατικανού!
Το 1982 μάλιστα ο προσωπικός θαυμαστής του Εσκριβά, Πάπας Ιωάννης Παύλος Β’ (που προσκύνησε στον τάφο του ιερωμένου πριν αναλάβει τον θρόνο της καθολικής εκκλησίας), έδωσε στην οργάνωση ακόμα περισσότερα προνόμια στην Opus Dei, μια από τις πρώτες λαϊκές οργανώσεις της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας. Η πλειονότητα των μελών της ήταν καθολικοί λαϊκοί άντρες («κοσμικοί κληρικοί» αποκαλούνται στο εσωτερικό της σέχτας) που εργάζονται πυρετωδώς να πετύχουν την αγιότητα μέσα από τα κοσμικά επαγγέλματά τους.
Ήδη από το 1933 το πρώτο πνευματικό κέντρο της οργάνωσης λειτουργούσε στην Μαδρίτη, όπου καθολικοί φοιτητές σπούδαζαν αρχιτεκτονική και νομικά, επιστήμες που συνδέονταν με την άρχουσα αστική τάξη της Ισπανίας. Οι πρώτοι ιερείς της Opus Dei χειροτονήθηκαν το 1945, μέσα σε γενικευμένη κατακραυγή του καθολικού κόσμου, αν και σύντομα ο Εσκριβά θα εξασφάλιζε την πλήρη αναγνώριση από την Αγία Έδρα της Ρώμης και όλα τα στόματα θα έκλειναν: ο Πάπας Πίος ΙΒ’ την αναγνώρισε ήδη από το 1947 και το 1950 δεν δίστασε να τροποποιήσει το ίδιο το καταστατικό της Αγίας Έδρας ώστε να αναβαθμίσει την Opus Dei!
Ο Εσκριβά, με την παπική βούλα στο πλευρό του, μεταμορφώνει την εκκλησιαστική οργάνωση σε κανονικό μυστικιστικό τάγμα, απαγορεύοντας πια στα μέλη του, τόσο τους κληρικούς όσο και τους λαϊκούς, να αποκαλύπτουν την ταυτότητα μέλους, θυμίζοντας μασονικού τύπου πρακτικές. Οι κοσμικοί ιερείς της οργάνωσης (Κοσμικό Ιερατείο) υπάγονται στους αρχιερείς της, οι οποίοι έχουν άμεση επαφή με ανώτερους κληρικούς και επισκόπους μέσα από ένα ευρύτατο πλέγμα αυστηρών κανόνων σιωπής και ετεροκατεύθυνσης από την ηγεσία της Opus Dei.
Όλες οι τροποποιήσεις των καταστατικών διατάξεων της οργάνωσης (από το 1950 μέχρι και το 1990) έγιναν κάτω από την άμεση επίβλεψη, αρωγή και συμφωνία της Ρώμης. Ο Εσκριβά ιδρύει το ένα κέντρο πίσω από το άλλο και επιστρατεύει οικονομικούς θεσμούς και εταιρίες να χρηματοδοτούν τη διοργάνωση φιλανθρωπικών σκοπών, εκπαιδευτικών προγραμμάτων, σεμιναρίων πνευματικής καλλιέργειας, ακόμα και ιατρικής επιμόρφωσης.
Ο ιεράρχης έγινε πολύ καλός φίλος με τους άγιους πατέρες της Δεύτερης Συνόδου του Βατικανού (1962-1965) και πλέον είχε όλη την ανώτατη Εκκλησία στο τσεπάκι του. Η Opus Dei του χρηματοδοτούσε τώρα επαγγελματικές σχολές, εμπορικά και αγροτικά κέντρα, εκκλησιαστικά αλλά και κοσμικά σχολεία, ακόμα και το Πανεπιστήμιο της Ναβάρας.
Τελευταία χρόνια και αγιοποίηση-ρεκόρ
Το 1955, έχοντας λάβει επιπλέον τιμητικούς ρόλους από τον Ποντίφικα, ο Εσκριβά πήρε άλλο ένα διδακτορικό (στη θεολογία αυτή τη φορά) από το Λατερανό Πανεπιστήμιο της Ρώμης. Τώρα ήταν ανώτατος σύμβουλος του Ποντίφικα σε θέματα εκπαιδευτικής πολιτικής αλλά και Κανονικού Δικαίου, τιμητικό μέλος στην Παπική Ακαδημία Θεολογίας και προωθούσε τους σκοπούς της Opus Dei του κατευθείαν μέσα από τα ανώτατα κλιμάκια του Βατικανού.
Οι παπικοί κύκλοι ήταν εξάλλου αυτοί που ίδρυσαν προς τιμή της κοσμικής καθολικής οργάνωσης το Ρωμαϊκό Κολέγιο του Τίμιου Σταυρού (Collegium Romanum Sanctae Crucis) στη Ρώμη, ως το ανώτατο (πανεπιστημιακής εκπαίδευσης) επιμορφωτικό κέντρο για τους άντρες της οργάνωσης, το οποίο ακολουθήθηκε από το εξίσου διαβόητο πια Collegium Romanum Sanctae Mariae, το οποίο κάνει το ίδιο για τις κυρίες της Opus Dei. Σήμερα τα δύο τμήματα έχουν συγχωνευτεί στο Παπικό Πανεπιστήμιο του Τίμιου Σταυρού. Ανώτατα εκπαιδευτικά κέντρα της Opus Dei ιδρύθηκαν σε διάφορες περιοχές του κόσμου, όπως και τα κοσμικά «αδελφά» ιδρύματα του Πανεπιστημίου της Ναβάρας στην Παμπλόνα αλλά και πανεπιστήμιο στο Περού.
Όλα αυτά μέσα στις επικρίσεις για παρείσφρηση της οργάνωσης στα ανώτερα στρώματα του Βατικανού αλλά και στην πολιτική και οικονομική ζωή του πλανήτη, καθώς τα λαϊκά μέλη της μετρούσαν και μετρούν προβεβλημένες προσωπικότητες σε θέσεις-κλειδιά. Με όχημα τη διάδοση της χριστιανικής διδασκαλίας και την αναγωγή των καθημερινών δραστηριοτήτων σε μέσο προσέγγισης του Θεού, η Opus Dei επιδόθηκε σε ένα σφοδρό φιλανθρωπικό έργο λειτουργώντας μορφωτικά ιδρύματα, κέντρα υποστήριξης κακοποιημένων γυναικών, νοσοκομεία, φοιτητικές εστίες, πολιτιστικά κέντρα κ.λπ.
Οι στρατιές των ιδιωτών χρηματοδοτών της την έχουν βάλει για τα καλά στο παρασκήνιο περισσότερων από 80 χωρών, καθώς η οργάνωση έλεγχε ήδη από το 1979 γυμνάσια και πανεπιστήμια, εφημερίδες και περιοδικά, τηλεοπτικούς και ραδιοφωνικούς σταθμούς, ειδησεογραφικά πρακτορεία και διαφημιστικές εταιρείες στα μήκη και τα πλάτη της οικουμένης.
Και βέβαια συνεχίζει να προκαλεί πύρινες συζητήσεις για το θεάρεστο ή μη της αποστολής της, καθώς σε πολλές χώρες φέρεται να διαγκωνίζεται για την πολιτική επιρροή με άλλες σκιώδεις οργανώσεις. Τα μέλη της έχουν κατά καιρούς κατηγορηθεί ότι προάγουν πιστωτικά γεγονότα, θερμά επεισόδια, ακόμα και χρηματοδότηση παραστρατιωτικών οργανώσεων, καθώς η ακροδεξιά ρητορεία της Opus Dei ήταν φανερή ήδη από τα χρόνια του Εσκριβά.
Ο ισπανός ιερωμένος ενστερνιζόταν πλήρως τις φασιστικές πεποιθήσεις του Φράνκο, ενώ αργότερα δεν δίστασε να εκφράσει ανεπιφύλακτα τον θαυμασμό του για τον Χίτλερ. Ο ίδιος ο Φράνκο χρησιμοποίησε τεχνοκράτες της Opus Dei για να στελεχώσει το υπουργείο Οικονομικών του και να φέρει την ανάπτυξη στη σπαραγμένη Ισπανία.
Η κοσμική εξάλλου συνήθειά του να στρατολογεί λαϊκούς και να τους συμβουλεύει να μην εγκαταλείψουν τις επαγγελματικές τους ενασχολήσεις έφερε σύντομα την οργάνωση σε ρόλους-κλειδιά, παρεισφρέοντας στα ΜΜΕ, τον ακαδημαϊκό κόσμο, το εμπόριο, τη βιομηχανία, τον πολιτικό και δικαστικό στίβο αλλά και τους εκκλησιαστικούς κόλπους φυσικά, αποκτώντας στην πορεία αμύθητα πλούτη και απροσμέτρητη επιρροή.
Η αυτοκέφαλη ιερατική οργάνωση έχει σήμερα όλα τα χαρακτηριστικά του μυστικιστικού τάγματος και πολλοί διατείνονται ότι είναι η ισχυρότερη θρησκευτική σέχτα του πλανήτη, κατέχοντας νευραλγικές θέσεις στο πολιτικό, οικονομικό και κοινωνικό κατεστημένο πολλών χωρών (όπως η Ισπανία, η Γαλλία, οι ΗΠΑ και όλη η Λατινική Αμερική).
Ο Εσκριβά πέθανε στις 26 Ιουνίου 1975, όταν θα εκδηλωνόταν η ισχυρότερη ίσως απόδειξη της παρείσφρησης της οργάνωσής του στα υψηλά κλιμάκια του Βατικανού. Μόλις τρία χρόνια μετά τον θάνατό του, ένας καρδινάλιος (Αλμπίνο Λουτσιάνι) που θα μάθαινε αργότερα ο κόσμος ως Πάπα Ιωάννη Παύλο Α’ μακάρισε τον ιεράρχη για τη σημαντική συνεισφορά του στη χριστιανική διδασκαλία και δύο χρόνια αργότερα, στο πέμπτο του μνημόσυνο, άρχισαν οι διαδικασίες για την εξέταση της υποψηφιότητάς του για αγιοποίηση!
Το ένα τρίτο των καθολικών επισκόπων της υφηλίου συντάχθηκε μάλιστα από την πρώτη στιγμή με την αγιοποίηση του Εσκριβά (αριθμός-ρεκόρ!), δείχνοντας κατά πολλούς την παρείσφρηση του λόμπι του στην κεφαλή του καθολικισμού. Όταν ο Πάπας Ιωάννης Παύλος Β’ τον έκανε και επισήμως άγιο 27 χρόνια μετά τον θάνατό του (2002), όλοι μιλούσαν για σκάνδαλο ολκής στη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία, καθώς ήταν η γρηγορότερη αγιοποίηση της σύγχρονης εκκλησιαστικής εποχής.
Σήμερα η πνευματική κληρονομιά του αριθμεί παγκοσμίως περισσότερα από 85.000 μέλη.
Πληροφορίες από newsbeast.gr
Κέβιν Σπέισι, Αμερικανός ηθοποιός, σκηνοθέτης, σεναριογράφος και παραγωγός
Κέβιν Σπέισι
Ο Κέβιν Σπέισι (Kevin Spacey Fowler, 26 Ιουλίου 1959) είναι Αμερικανός ηθοποιός, σκηνοθέτης, σεναριογράφος και παραγωγός. Ο Σπέισι γεννήθηκε στο Νιού Τζέρσεϊ αλλά μεγάλωσε στην Καλιφόρνια, όπου ξεκίνησε την καριέρα του ως θεατρικός ηθοποιός κάνοντας επίσης μικρές εμφανίσεις σε τηλεταινίες ή κινηματογραφικές παραγωγές.
Η καριέρα του Σπέισι εξελίχτηκε πολύ γρήγορα, συγκριτικά με χιλιάδες άλλους καλλιτέχνες που πασχίζουν πολλά χρόνια μέχρι να καταξιωθούν και να αποκτήσουν αναγνωρισιμότητα. Έκανε τις σωστές καλλιτεχνικές επιλογές, αλλά διέθετε και εντυπωσιακό ταλέντο που αναγνώριζαν τόσο το κοινό όσο και οι σκηνοθέτες. Σπούδασε στη σχολή θέατρου και χορού Τζούλιαρντ στη Νέα Υόρκη, αλλά την εγκατέλειψε. Το 1986 Κέρδισε τον πρώτο θεατρικό του ρόλο με κινηματογραφικό τρόπο. Έκλεψε την πρόσκληση μιας ηλικιωμένης κυρίας που είχε αποκοιμηθεί δίπλα του και έτσι πήγε σε μία εκδήλωση προς τιμήν του σκηνοθέτη Τζόναθαν Μίλερ. Εκεί τον γνώρισε και μετά από μια σύντομη συζήτηση, ο Μίλερ του έκλεισε μια οντισιόν για την παράσταση «Long Day’s Journey into Night», που ανέβαζε με τον ηθοποιό Τζακ Λέμον. Τον ίδιο χρόνο, εμφανίστηκε για πρώτη φορά στον κινηματογράφο, στην ταινία «Φλογισμένες Σχέσεις». Συμπρωταγωνιστές του δεν ήταν οι Μέριλ Στριπ και τον Τζακ Νίκολσον, ενώ η πρόταση για τον ρόλο ήρθε κατευθείαν απ’ τον σκηνοθέτη της ταινίας, Μάικ Νίκολς, που «κυριαρχούσε» στο Χόλιγουντ απ’ την εποχή που γύρισε τον «Πρωτάρη». Συνέχισε να εμφανίζεται στο θέατρο και τον κινηματογράφο, αποσπώντας διθυραμβικές κριτικές για τις ερμηνείες και σαρώνοντας τα βραβεία.
Το 1991 έλαβε Βραβείο Τόνυ για τη συμμετοχή του στο θεατρικό του Νιλ Σάιμον Lost in Yonkers που ανέβηκε στο Μπρόντγουεϊ.
Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του '90 η δουλειά του στον κινηματογράφο αναγνωρίστηκε με αποκορύφωμα το Όσκαρ Β' Ανδρικού Ρόλου για την ταινία του Μπράιαν Σίνγκερ Συνήθεις Ύποπτοι (The Usual Suspects) το 1995.
Το 1999 ακολούθησε ένα δεύτερο όσκαρ, αυτή τη φορά Α' Ανδρικού Ρόλου για την ερμηνεία του στην ταινία του Σαμ Μέντες American Beauty.
Άλλες σημαντικές του ταινίες είναι οι ακόλουθες: Se7en, 1995, Λος Άντζελες Εμπιστευτικό (L.A. Confidential, 1997), Χωρίς Αντάλλαγμα (Pay It Forward, 2000), K-PAX, 2001, Superman: Η Επιστροφή (Superman Returns, 2006) και Casino Jack, 2010.
Από το 2003 έχει αναλάβει την καλλιτεχνική διεύθυνση του θεάτρου Old Vic στο Λονδίνο.
Το καλοκαίρι του 2011 ο ταλαντούχος ηθοποιός ήρθε στην Επίδαυρο, όπου, σε σκηνοθεσία του επίσης βραβευμένου με όσκαρ Σαμ Μέντες, πρωταγωνίστησε στην θεατρική παράσταση-υπερπαραγωγή Ριχάρδος Γ', που ταξίδεψε από το Σίδνεϊ έως το Χονγκ Κονγκ.
Κώστας Αξελός, ήταν σύγχρονος Έλληνας στοχαστής και φιλόσοφος και καθηγητής φιλοσοφίας
Κώστας Αξελός
Ο Κώστας Αξελός ήταν σύγχρονος Έλληνας στοχαστής και φιλόσοφος και καθηγητής φιλοσοφίας. Τα έργα του έχουν μεταφραστεί σε 19 γλώσσες. (26 Ιουνίου 1924 - 4 Φεβρουαρίου 2010)
Το Μάρτιο του 1992 ανακηρύχθηκε διδάκτορας του Παντείου Πανεπιστημίου. Στις 14 Απριλίου 2000, αναγορεύθηκε επίτιμος διδάκτωρ Φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων. Στις 5 Μαρτίου 2009, αναγορεύθηκε επίτιμος διδάκτωρ του τμήματος Φιλοσοφίας & Παιδαγωγικής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Υπήρξε Αντιστασιακός ως μέλος του ΚΚΕ.
Βιογραφικά στοιχεία
Γεννήθηκε στην Αθήνα και ήταν γιος του Μιλτιάδη Αξελού, παθολόγου, διευθυντή κλινικής στον Ευαγγελισμό και η μητέρα του, Κωνσταντίνα, καταγόταν από την παλιά αθηναϊκή οικογένεια Ξηροταγάρου. Ακολούθησε σπουδές Νομικής και κατά την περίοδο της ναζιστικής κατοχής, πολέμησε στην Εθνική Αντίσταση. Εντάχθηκε στην ΟΚΝΕ το 1941 και έγινε ανώτερο στέλεχος του ΚΚΕ και διαφωτιστής σε θέματα προπαγάνδας. Πολέμησε στα Δεκεμβριανά και φυλακίστηκε τραυματισμένος στο Χασάνι όπου καταδικάστηκε σε θάνατο για τις συμμετοχή του και τις πράξεις του στον ΕΛΑΣ σπουδάζουσας. Απέδρασε κολυμπώντας. Αν και αρκετά μεταγενέστερα κατεφέρθηκε κατά της δράσης του ΚΚΕ το καιρό της Κατοχής, εν τούτοις θεωρείται διερευνητέος και ο ρόλος που έπαιξε στην υπόθεση Κίτσου Μαλτέζου ενώ πήρε μέρος στην ανατίναξη κτιρίων στα Δεκεμβριανά. Το 1945 εγκαταλείπει μόνιμα την ενεργή πολιτική και διαγράφεται από τις τάξεις του ΚΚΕ. Λόγω των διώξεων του από το κράτος καθώς καταζητούταν μετέβη με το πορτογαλικό πλοίο Ματαρόα από τον Πειραιά στο Παρίσι, όπου έμελλε να εγκατασταθεί μόνιμα, μέχρι τον θάνατό του το Φεβρουάριο του 2010. Συνεπιβάτες σε αυτό το πλοίο ο Κορνήλιος Καστοριάδης και ο Κώστας Παπαϊωάννου, που μαζί με διακόσιους ακόμα (ανάμεσα στους οποίους και οι Μέμος Μακρής, Μιμίκα Κρανάκη) είχαν εξασφαλίσει, με την βοήθεια του Οκτάβιου Μερλιέ (Octave Merlier), υποτροφία του Γαλλικού Ινστιτούτου από την γαλλική κυβέρνηση. Σπούδασε φιλοσοφία στη Σορβόνη και δίδαξε από το 1962 ως το 1973 ως καθηγητής. Επίσης, ήταν αρχισυντάκτης του περιοδικού Arguments.
Φιλοσοφία
Με διαμεσολαβητές τους Προσωκρατικούς, ο Κώστας Αξελός προσπαθεί να συμφιλιώσει τον Μαρξ με τους Νίτσε, Φρόιντ και Χάιντεγκερ, αναζητώντας πολυδύναμο παρατηρητήριο για την κατόπτευση των προβλημάτων της μεταμαρξιστικής εποχής. Ήδη με τα πρώτα κείμενα, στρέφεται προς τη στοιχειοθέτηση μιας βιοθεωρίας που να καθίσταται πράξη στον στίβο μιας ελεύθερης και δημοκρατικής πολιτείας, έστω κι αν ο δρόμος που οδηγεί σ' αυτήν συνεπάγεται τη βίαιη κοινωνική διαλεκτική της επαναστατικής ανατροπής. Δεν αποφεύγει τη γοητεία του αποσπασματικού λόγου που διέσωσε τη σκέψη του Ηράκλειτου, με την αξίωση πάντως να μελετηθεί στη συνάφειά του με το «πνεύμα του καιρού του» και να αποτιμηθεί με ακρίβεια η «ευεργετική» του επίδραση στο έργο του Ένγκελς και του Μαρξ. Συναφώς αιτιολογεί το αυξανόμενο ενδιαφέρον της σύγχρονης έρευνας για τους Προσοφιστές και γενικότερα για την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, ορίζοντας τη φιλοσοφία ως μέθοδο αντικρίσματος των νόμων της κίνησης της φύσης, της ιστορίας και του πνεύματος και θυμίζοντας στο σημείο αυτό το Anti-Duhring (1952).
Έχει εγκατασταθεί στη Γαλλία ο Αξελός, όταν για την προβληματική σχέση του ανθρώπου με την ιστορία συμπλησιάζει τον Ένγκελς και τον Μαρξ με τους Νίτσε και Φρόιντ. Προνομιακό πεδίο γι' αυτή τη συνάντηση αναδεικνύονται τα Οικονομικο-φιλοσοφικά χειρόγραφα του Μαρξ με ερεθιστική αιχμή το νόημα και τις μορφές της «αποξένωσης». Στην οικονομική και κοινωνική σφαίρα, εντοπίζονται οι επιπτώσεις του καταμερισμού της εργασίας, της ατομικής ιδιοκτησίας και του κεφαλαίου, του χρήματος και της βιομηχανίας, που μεταμφιέζει σε «πολιτισμό» την «ωμή κατάσταση της βαρβαρότητας των αναγκών». Οι σχέσεις των δύο φύλων, επίσης η «εξωτερίκευση» του ανθρώπου σε μια «ξένη πραγματικότητα», η μετατροπή του «είναι» σε «έχειν», η μετάβαση από το «πραγματικό» στο «αφηρημένο» (ενόσω η «Λογική είναι το χρήμα του πνεύματος») και από την αλήθεια στην «αποξένωση της αυτοσυνείδησης» συναποτελούν εκφάνσεις της «Entfremdung». Η τελευταία μπορεί να αρθεί μόνο με την οικοδόμηση της κομμουνιστικής κοινωνίας ως «θετικής αναίρεσης της ατομικής ιδιοκτησίας». Τότε αναμένεται να ξαναγεννηθεί ο «ολόκληρος Άνθρωπος», που θα συνταιριάζει την ελευθερία με την αναγκαιότητα του «ατόμου και του γένους», τις φυσικές με τις ιστορικές επιστήμες, καταργώντας έτσι τις «ψευδείς ιδεολογίες και την αφηρημένη φιλοσοφία» (1952).
Ακολουθώντας το παράδειγμα του δασκάλου του Χάιντεγκερ, φιλοσοφεί μέσω της γλώσσας, συχνά χρησιμοποιώντας μια συνεχή ροή αφοριστικών προτάσεων για να υποδηλώσει τα σημεία με τα οποία αφουγκραζόμαστε το «παιγνίδι του κόσμου». Με την ίδια σκευή πλησιάζει τους «ορίζοντες του κόσμου», αποκρυπτογραφεί τα «μυθολογικά στοιχεία» του μαρξισμού και ιδίως αναγγέλλει την έλευση της «μεταϊστορίας», που διαχέεται προδρομικά στην «τελειωμένη διατηρημένη, μηδενισμένη, ξεπερασμένη, κοινωνικοποιημένη, πλανητικοποιημένη υποκειμενικότητα» (1964).
Κατά την εκδοτική πρόθεση του Αξελού, οι δύο διδακτορικές διατριβές και το βιβλίο του "Προς την πλανητική σκέψη" (1964) αποτέλεσαν την πρώτη τριλογία των γραπτών του στα γαλλικά με τίτλο «Η εκδίπλωση της περιπλάνησης» («Le deploiement de l' errance»).
Στους κόλπους της σημερινής εποχής η σκέψη και ο κόσμος αναδύονται πλανητικά, ως ψηλάφηση και ως πραγματικότητα ενός «αθέατου ορίζοντα όλων των ενδοκοσμικών πραγμάτων» (1964), με αποτέλεσμα να στοιχείται η διαρκής περιπλάνηση προς τη θρυμματισμένη «ολότητα» που περιβάλλει τον άνθρωπο και που με τη σειρά της γίνεται «ερωτηματικό του παιγνιδιού» μ' αυτήν (1964). Την αίσθηση βέβαια αυτή αποκομίζει η δεύτερη τριλογία που τιτλοφορείται «Η εκδίπλωση του παιγνιδιού» («Le deploiement de jeu») και περιλαμβάνει τις συνθέσεις: "Το παιγνίδι του κόσμου" (1969), "Για μια προβληματική ηθική" (1972) και "Συμβολή στη Λογική" (1977).
Η τρίτη τριλογία φέρει τον τίτλο «Η εκδίπλωση μιας έρευνας» και απαρτίζεται από τα βιβλία: "Επιχειρήματα μιας έρευνας" (1969), "Ορίζοντες του κόσμου" (1974) και "Προβλήματα του διακυβεύματος" (1979). Τον απασχολεί το δίπολο Μαρξ και Φρόιντ, το οποίο ο Αξελός ουδέποτε αντιμετώπισε με την αμεριμνησία του πατροκτόνου, από τότε που διακήρυττε ότι πρέπει να «απελευθερώσουμε τις ακμαίες δυνάμεις» που περιέχουν ο μαρξισμός και ο φροϋδισμός (1964) ως τις «αυτοβιογραφικές» του σημειώσεις, στις οποίες υπογραμμίζει ότι «μένει να ξαναρωτήσουμε, να προεκτείνουμε τις μαρξικές και φροϋδικές διαισθήσεις» (1997). Στο επίκεντρο των αναζητήσεών του εξακολουθεί να βρίσκεται το «παιγνίδι του συνόλου των συνόλων», ιδίως στη συνάρτησή του με το ερώτημα για το «τέλος της ιστορίας». Τούτο αναδιατυπώνεται απερίφραστα ως εξής: «Δεδομένου ότι όλα έχουν ήδη ειπωθεί και αντικρουσθεί, σε μια συγκεκριμένη γλώσσα, τη γλώσσα κυρίως της μεταφυσικής φιλοσοφίας και τη γλώσσα της αντιφιλοσοφίας που ανατρέπει τη μεταφυσική, υπάρχει ακόμα κάτι τι να ειπωθεί και σε ποια γλώσσα;» (1974).
Έτσι, το ερώτημα για το «τέλος της φιλοσοφίας» και συναφώς για το «τέλος της ιστορίας», στο πλαίσιο της πρακτικής που ανταποκρίνεται στο «παιγνίδι του κόσμου», δεν μπορεί παρά να εκφέρεται κάθε φορά εξαρχής, σ' έναν ορίζοντα που θα «διαρκέσει αναμφισβήτητα για όποιον ξέρει να βλέπει, να διαβλέπει και να προβλέπει πολύ μεγαλύτερο χρόνο από την καθαυτό Ιστορία» (1993). Τι είναι αυτό που απομένει και αναστέλλει το «τέλος» ως τελείωση και ως τελευτή των σχέσεών μας με τον κόσμο; Μάλλον η «ένταση της σκέψης που αναθεωρεί τα πάντα», η «συνάντηση μέσα στο ρήγμα του ερωτισμού, η κατάκτηση του φευγαλέου, η κατάπληξη μπροστά σε ορισμένες στιγμές, η οξυδερκής συμβολή στις μάχες της πολιτικής πρωτοπορίας», γιατί σε κάθε περίπτωση το «παιγνίδι του κόσμου» είναι «πιο δυνατό από τον μηδενισμό» (1969). Το διακύβευμα, ως αδιάπτωτη παιγνιώδης συνεπαφή ανθρώπου και κόσμου, δεν προεξοφλεί κάποια αναδίπλωση της «σκεπτόμενης ομιλίας» ή της «ομιλούσας σκέψης», ακόμη κι αν θα μπορούσε να διερευνηθεί μήπως στον υπάρχοντα κόσμο, «όπου γίνεται πολύς θόρυβος για το τίποτα, μια κάποια διέξοδος θα ήταν να μην πούμε τίποτα». Το «παιγνίδι συνεχίζεται» στα χέρια του «ποιητικού δαίμονα της σκέψης» απέναντι σε μια κοινωνία που διατηρείται «ανυπόφορα μέτρια και απατηλή» (1979).
Μετά την ολοκλήρωση της τρίτης τριλογίας δημοσιεύεται η Ανοιχτή συστηματική (1984) ως προέκταση των αντιλήψεων που είχε εκθέσει ως τότε ο Αξελός για τα «ανοίγματα του κόσμου», με έναν τρόπο σύλληψης και γραφής επίσης «διαφορικό και ενοραματικό» που αγκαλιάζει το «παιγνίδι του κόσμου», δηλαδή ό,τι δεν υπάρχει και ωστόσο «κατακλύζει και υπερβαίνει άτομα και ιστορικές κοινωνίες» και με επιπρόσθετη τώρα την υπογράμμιση του «τρισδιάστατου ορίζοντα που επιτρέπει το «άνοιγμα του χρόνου παρελθόντος - παρόντος - μέλλοντος» (1984). Η αίσθηση της ανάγκης να γίνει το «επόμενο βήμα», ακόμη και πέρα από τους γνώριμους ορίζοντες της «περιπλάνησής» του που κατά το «παιγνίδι του χρόνου» δεν τον διευκόλυναν να «κρυσταλλώνει το είναι» ή να θέτει την «ολότητα» (1964), τον ωθεί στην αναστοχαστική προσέγγιση του «επαγγέλματος του στοχαστή», στην παροχή αποσαφηνίσεων ως προς τα θεωρήματα που καλλιέργησε και ιδίως σε μια παιδαγωγική συνόψιση των αναζητήσεών του. Έτσι, στα Γράμματα σ' ένα νέο στοχαστή (1996) προσπαθεί να προσφέρει «ένα είδος προσανατολισμού» στην ερωτηματοθεσία για τον «λαβύρινθο του κόσμου» με κλειδιά τις «διιστορικές» λέξεις που ενυπάρχουν σε μια σκέψη χωρίς «καμιά οριστική λύση» και συνάμα χωρίς «καμιά παρηγοριά», μια και το «παιγνίδι του κόσμου» τρέφει και καταστρέφει όλες τις τελευταίες λέξεις (1996).
Ανεξάρτητα από το ποιο παρατηρητήριο εποπτεύει κανείς τα κοινωνικά δρώμενα της εποχής του και συναφώς ανατέμνει τη θεωρητική σκέψη που τα προσεγγίζει, επιβάλλεται να επισημανθεί ότι η φιλοσοφική παρουσία του Κώστα Αξελού στη διεθνή σκηνή των ιδεών κατέκτησε επάξια μια ξεχωριστή θέση, τόσο με την εκφραστική του όσο κυρίως με τη σύστοιχη επιλογή των θεμάτων που αποτέλεσαν τον πυρήνα της σκέψης του. Στο «παιγνίδι του κόσμου» συμπυκνώνεται ο πλούτος των παρατηρήσεων που προσκομίζει η «ενιαία και ενοραματική σκέψη» (1984), κατά την «περιπλάνησή» της σε μια «ανοιχτή ολότητα» που συνιστά τη «συνδυαστική των εξουσιών του κόσμου» (1984). Ταυτόχρονα, κατά την αδιάκοπη αναμέτρηση με «ό,τι σκέφθηκε ως τώρα η ανθρωπότητα» (1993) κατανοεί την οφειλή του προς τον Ηράκλειτο, τον Μαρξ, τον Φρόιντ και τον Χάιντεγκερ, για να μείνουμε στις κορυφές αυτής της συνάντησης. Ως προς την «είσοδό» του στον κόσμο της θεωρητικής ζωής έδωσε ο ίδιος, με την υπόμνηση βέβαια ότι δεν πρόκειται για «αιτιακό σχήμα», το περίγραμμα των προσδιορισμών αυτού του διακυβεύματος, στους οποίους συγκαταλέγονται ο «κοινωνικός περίγυρος» και η «ιστορική στιγμή» (1997).
Με υφάδι τον στοχασμό για τον φιλοσοφικό στοχασμό, το σύνολο σχεδόν των κειμένων του τακτοποιείται ως ένας ιδιογενής μετα-φιλοσοφικός επιλογισμός με την πρόθεση να μην «υπομένει παθητικά την εποχή» του: το «κάλεσμα που μας έχει εκτοξευθεί μας επιτάσσει να κοιτάμε και να βλέπουμε από κοντά και από μακριά» (1997). Η διακινδύνευση άλλωστε δεν γέρνει προς την πλευρά νομιμοποίησης του υπάρχοντος ούτε επιτελείται με την αμεριμνησία της αοχλησίας: «Το εν λόγω παιγνίδι είναι οτιδήποτε εκτός από παιγνιώδες και ευτράπελο. Οι σκέψεις και οι χειρονομίες που εκτοξεύονται μέσα στην περιπέτεια του "υπέρτατου ανοίγματος" είναι και παραμένουν παράνομες παρά τις μερικές και μεροληπτικές αναγνωρίσεις» (1997). Σε κάθε περίπτωση, όσοι «πλευροκοπούν το αδύνατο» παραγκωνίζουν και τη «θεατρικότητα» για ν' ανοίξουν τον δρόμο «σε μια ομιλία ποιητική και σκεπτόμενη, σε μια διάπυρη ζωή» (1997).
Περισσότερα Άρθρα...
- Μαξιμιλιανός Ροβεσπιέρος, ήταν Γάλλος πολιτικός, δεσπόζουσα μορφή της Γαλλικής Επανάστασης του 1789
- Μάνος Χατζιδάκης, ήταν κορυφαίος Έλληνας συνθέτης και ποιητής, πολλά από τα εκατοντάδες έργα του αναγνωρίζονται σήμερα ως κλασικά
- Βαρθολομαίος, ο επονομαζόμενος και Ναθαναήλ
- Μέγας Αλέξανδρος, βασιλιάς της Μακεδονίας και από τους μεγαλύτερους ηγεμόνες όλων των εποχών