Άρθρα
Τζιμ Μόρισον, ήτανΑμερικανός τραγουδιστής, τραγουδοποιός, συγγραφέας και ποιητής
Τζιμ Μόρισον
Ο Τζέημς "Τζιμ" Ντάγκλας Μόρισον ήταν Αμερικανός τραγουδιστής, τραγουδοποιός, συγγραφέας και ποιητής. (James "Jim" Douglas Morrison) (8 Δεκεμβρίου 1943 - 3 Ιουλίου 1971)
Γεννήθηκε στη Μελβούρνη της Φλόριντα και ήταν ο τραγουδιστής και στιχουργός του δημοφιλούς αμερικάνικου ροκ συγκροτήματος The Doors.
Θεωρείται ένας από τους πιο χαρισματικούς ερμηνευτές στην ιστορία της ροκ μουσικής.
Έγραψε επίσης αρκετά βιβλία ποίησης, ένα μικρό ντοκιμαντέρ και δύο βίντεο κλιπ ("The Unknown Soldier" και "People are Strange").
Ο θάνατός του σε ηλικία 27 ετών στο Παρίσι της Γαλλίας κατέπληξε τους θαυμαστές του. Οι περιστάσεις κάτω από τις οποίες πέθανε και ο μυστικός ενταφιασμός του έγιναν αφορμή για ατελείωτες φήμες και παίζουν σημαντικό ρόλο στο μυστήριο που εξακολουθεί να τον περιβάλλει.
Βιογραφία
Πρώτα χρόνια
Ο Τζιμ Μόρισον είχε σκωτσέζικη και ιρλανδική καταγωγή και ήταν γιος του ναυάρχου Τζωρτζ Στίβεν Μόρισον και της Κλάρα Κλαρκ Μόρισον, που γνωρίστηκαν το 1941 στη Χαβάη. Ο Τζιμ Μόρισον γεννήθηκε 11 μήνες μετά, στη Μελβούρνη της Φλόριντα.
Έξι μήνες αργότερα, η Κλάρα Μόρισον μετακόμισε στο Κλιαργουότερ της Φλόριντα με το μικρό της γιο για να ζήσει με τα πεθερικά της (τους Πωλ και Καρολάιν Μόρισον), ενώ ο σύζυγός της επέστρεψε στο μέτωπο του Ειρηνικού για όλη τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Αργότερα, θα προαγόταν στον βαθμό του Ναυάρχου και θα διοικούσε τον τοπικό στόλο από την ναυαρχίδα του, USS Bon Homme Richard, κατά την διάρκεια του συμβάντος στον κόλπο Τόνκιν. Εκείνη έμεινε στην Φλόριντα με τον νέο γιο της: ο σύζυγός της δεν θα επέστρεφε για να δει την οικογένειά του μέχρι το καλοκαίρι του 1946. Οι Μόρισον έπειτα απέκτησαν μια κόρη, την Άνν Ρόμπιν (γεννήθηκε το 1947 στην Αλμπουκέρκη του Νέου Μεξικού) και έναν γιο, τον Άντριου "Άντυ" Λι (γεννήθηκε το 1948 στο Λος Άλτος της Καλιφόρνια).
Σύμφωνα με τον Μόρισον, ένα από τα σημαντικότερα γεγονότα στην ζωή του συνέβη το 1949 κατά την διάρκεια μιας οικογενειακής εκδρομής στο Νέο Μεξικό. Περιγράφει το γεγονός όπως ακολουθεί:
Είναι η πρώτη φορά που ανακάλυψα τον θάνατο... εγώ, η μητέρα μου, ο πατέρας μου, ο παππούς μου και η γιαγιά μου διασχίζαμε την έρημο την αυγή. Ένα φορτηγό γεμάτο Ινδιάνους είχε μάλλον χτυπήσει ένα άλλο αυτοκίνητο ή κάτι τέτοιο, υπήρχαν Ινδιάνοι σκορπισμένοι παντού στην εθνική οδό, αιμορραγώντας μέχρι θανάτου. Ήμουν μικρός τότε, οπότε έπρεπε να μείνω στο αυτοκίνητο όσο ο πατέρας μου και ο παππούς μου βγήκαν να δουν τι γινόταν. Δεν μπορούσα να δω τίποτα. Το μόνο που είδα ήταν παράξενη κόκκινη μπογιά και ανθρώπους πεσμένους ολόγυρα, αλλά ήξερα πως κάτι συνέβαινε, γιατί μπορούσα να νιώσω τις δονήσεις των ανθρώπων γύρω μου, και έτσι ξαφνικά συνειδητοποίησα πως ούτε εκείνοι μπορούσαν να καταλάβουν τι συνέβαινε. Αυτή ήταν η πρώτη φορά που ένιωσα πραγματικό φόβο... και πιστεύω πως εκείνη τη στιγμή οι ψυχές εκείνων των νεκρών ινδιάνων — ίσως μια ή δυο απ αυτές — έτρεχαν έξαλλες εδώ και κει, και μπήκαν στην ψυχή μου, και εγώ ήμουν σαν σφουγγάρι, έτοιμος να κάτσω εκεί και να τις απορροφήσω.
Ο Μόρισον αργότερα θα ξαναθυμόταν αυτό το γεγονός στο πέρασμα του τραγουδιού "Peace Frog": "Ινδιάνοι σκορπισμένοι στον αυτοκινητόδρομο της αυγής αιμορραγούν/Φαντάσματα βρίθουν το εύθραυστο σαν τσόφλι μυαλό του μικρού παιδιού." Βέβαια, και οι δύο γονείς του Μόρισον ισχυρίζονται πως το γεγονός αυτό ποτέ δεν συνέβη. Στα πολλά σχόλια του γι' αυτό το επεισόδιο, ο Μόρισον είπε πως είχε αναστατωθεί τόσο από αυτό το συμβάν, που οι γονείς του τελικά του είπαν ότι απλώς είχε δει έναν εφιάλτη, με σκοπό να τον ηρεμήσουν. Ασχέτως του αν το γεγονός ήταν αληθινό, το είχε φανταστεί ή σκαρφιστεί, ο Μόρισον έκανε επανειλημμένες αναφορές σε αυτό σε διανθίσματα των τραγουδιών του, σε ποιήματα και συνεντεύξεις του.
Ο Μόρισον αποφοίτησε από το George Washington High School (τώρα George Washington Middle School) στην Aλεξάνδρεια, Βιρτζίνια τον Ιούνιο του 1961. Ο πατέρας του μετατέθηκε στην Νότια Καλιφόρνια τον Αύγουστο του ίδιου έτους. Ο Μόρισον πήγε να ζήσει με τους γονείς του πατέρα του στο Κλιαργουότερ στη Φλόριντα, όπου παρακολούθησε μαθήματα στο St. Petersburg Junior College.
Μπήκε στο Πανεπιστήμιο της Φλόριντα (1962-1963), το οποίο διέθετε φθηνά δίδακτρα, αλλά πάλι δεν τον ικανοποίησε αρκετά. Έτσι, ο Μόρισον μετακόμισε κοντά στο κολέγιο FSU, όπου συγκατοίκησε με τον Τζορτζ Γκριρ και εμφανίστηκε σε ένα φιλμ για τη στρατολογία στο σχολείο.
Τον Ιανουάριο του 1964, χάρη στη συμβουλή ενός καθηγητή του FSU, ο Μόρισον μετακόμισε στο Λος Άντζελες της Καλιφόρνια, όπου ολοκλήρωσε τις προπτυχιακές σπουδές του στο UCLA, με διάκριση στον κινηματογράφο.
Ο Τζιμ γύρισε δύο ταινίες κατά τη φοίτησή του στο UCLA. Η πρώτη, ονόματι "First Love", κυκλοφόρησε για πρώτη φορά χωρίς περικοπές στο τέλος του ντοκιμαντέρ για την ταινία "Obscura".
Καλλιτεχνικές ρίζες
Η οικογένεια του Μόρισον έπρεπε να μετακομίζει συχνά, λόγω του επαγγέλματος του πατέρα του. Κατά συνέπεια, η εκπαίδευση του Μόρισον διακοπτόταν όταν ήταν μικρός, καθώς συνεχώς άλλαζε σχολείο. Παρ' όλα αυτά, ήταν ένας ευφυής και ικανός μαθητής, με ενδιαφέρον για τη λογοτεχνία, την ποίηση, τη θεολογία, τη φιλοσοφία και την ψυχολογία, μεταξύ άλλων.
Οι βιογράφοι του έχουν αναφερθεί επανειλημμένα σε κάποιους συγγραφείς και φιλοσόφους που επηρέασαν τον τρόπο σκέψης και ίσως και τη συμπεριφορά του Μόρισον. Στην εφηβεία του, ο Μόρισον ανακάλυψε τα γραπτά του Φρίντριχ Νίτσε. Μάλιστα, μετά το θάνατο του Μόρισον, ο Τζον Ντένσμορ υπέθεσε ότι ο νιχιλισμός του Νίτσε σκότωσε τον Τζιμ.
Οι "σκοτεινοί" ποιητές του 18ου και του 19ου αιώνα του κίνησαν το ενδιαφέρον, και ιδιαίτερα ο Βρετανός ποιητής Γουίλιαμ Μπλέικ, καθώς και οι Γάλλοι ποιητές Κάρολος Μποντλέρ και Αρθούρος Ρεμπώ. Οι συγγραφείς της γενιάς Μπητ, όπως ο Τζακ Κέρουακ, επηρέασαν τόσο τις απόψεις και τον τρόπο έκφρασης του Μόρισον, που κατέληξε να θέλει να βιώσει όσα αναφέρονται στο βιβλίο του Κέρουακ On The Road.
Ομοίως, βρήκε ενδιαφέροντα τα γραπτά του Γάλλου συγγραφέα Σελίν. Το βιβλίο του Voyage au Bout de la Nuit (Ταξίδι στο Τέλος της Νύχτας) και το βιβλίο του Μπλέικ Οι Μαντείες της Αθωότητας ήταν οι βασικές επιρροές για ένα από τα πρώτα τραγούδια του Μόρισον, "End of the Night." Τελικά, ο Μόρισον γνώρισε και έγινε φίλος με τον Michael McClure, έναν γνωστό ποιητή μπίτνικ. Ο McClure λάτρεψε τους στίχους του Μόρισον, αλλά τον εντυπωσίασαν περισσότερο τα ποιήματά του, και έτσι τον συμβούλεψε να συνεχίσει να εξασκεί το ταλέντο του.
Ο Μόρισον άρχισε να γράφει στην εφηβεία του. Στο κολέγιο, άρχισε να ενδιαφέρεται πολύ για το θέατρο και την κινηματογραφία.
Παρότι ο Μόρισον ήταν πολύ γνωστός τραγουδιστής και στιχουργός, συνάντησε δυσκολίες όταν έψαχνε εκδότη για την ποίησή του. Εξέδωσε μόνος του δυο λεπτούς τόμους το 1969, τους "Κυρίους" και "Τα νέα πλάσματα". Και τα δυο έργα ήταν αφιερωμένα στην Πάμελα Σούζαν (Κούρσον). Αυτά ήταν τα μόνα γραπτά του που εκδόθηκαν κατά τη διάρκεια της ζωής του.
Προσωπική ζωή
Η οικογένεια του Μόρισον
Τα παιδικά χρόνια του Μόρισον ήταν γεμάτα μετακινήσεις, όπως συμβαίνει στις οικογένειες στρατιωτικών. Ο Τζέρυ Χόπκινς αναφέρει ότι ο αδελφός του Μόρισον, Άντυ, διηγήθηκε ότι οι γονείς τους είχαν αποφασίσει να μην χρησιμοποιήσουν ποτέ σωματική βία στα παιδιά τους. Εφάρμοζαν ένα είδος στρατιωτικής πειθαρχίας και τιμωρίας, φωνάζοντας στα παιδιά και επιπλήττοντάς τα μέχρι να ξεσπάσουν σε κλάματα και να παραδεχτούν τα λάθη τους.
Από τότε που ο Μόρισον αποφοίτησε από το UCLA, διέκοψε τις επαφές με την οικογένειά του. Όταν η μουσική του ανέβηκε στα τσαρτς το 1967, είχε πάνω από ένα χρόνο να επικοινωνήσει με την οικογένειά του, και είχε ισχυριστεί ψευδώς ότι οι γονείς και τ' αδέλφια του ήταν νεκροί.
Ο πατέρας του Μόρισον έχει δηλώσει σε επιστολή με ημερομηνία 2 Οκτωβρίου 1970 ότι η διακοπή επικοινωνίας με την οικογένεια ήταν αποτέλεσμα διαφωνίας σχετικά με το μουσικό ταλέντο του γιου του. Είπε ότι δεν μπορούσε να κατηγορήσει το γιο του που δεν ήθελε να επικοινωνήσει μαζί τους και ότι σε κάθε περίπτωση ήταν υπερήφανος γι' αυτόν.
Οι γυναίκες στη ζωή του
Ο Μόρισον συνάντησε τη σύντροφο της ζωής του, Πάμελα Κούρσον, πολύ πριν κερδίσει δόξα και χρήματα, κι εκείνη τον ενθάρρυνε να ασχοληθεί περισσότερο με την ποίηση. Κατά καιρούς η Κούρσον χρησιμοποιούσε το επίθετο "Μόρισον" με τη φανερή συγκατάθεση του Τζιμ ή τουλάχιστον χωρίς εκείνος να νοιάζεται που το έκανε.
Η σχέση του Μόρισον και της Κούρσον ήταν θυελλώδης, με συχνούς τσακωμούς και περιόδους χωρισμού. Ο βιογράφος Ντάνυ Σάγκερμαν έχει υποθέσει ότι μέρος των δυσκολιών που είχαν μπορεί να προερχόταν από τη σύγκρουση ανάμεσα στο γεγονός ότι ήθελαν μια ελεύθερη σχέση και τις συνέπειες που είχε η ζωή σε μια τέτοια σχέση.
Το 1970, ο Μόρισον συμμετείχε σε μια κέλτικη νεοπαγανιστική τελετή αρραβώνα-γάμου (handfasting) με την συγγραφέα επιστημονικής φαντασίας και κριτικό της ροκ Πατρίτσια Κένελυ, ενώπιον μαρτύρων. Ένας από τους μάρτυρες ήταν πρεσβυτεριανός πάστορας. Το ζευγάρι υπέγραψε ένα έγγραφο όπου δήλωναν ότι ήταν παντρεμένοι, όμως δεν έγινε κάποια από τις απαραίτητες δηλώσεις στην πολιτεία για να έχει ο γάμος νομική ισχύ. Η Κένελυ περιέγραψε τις εμπειρίες της με τον Μόρισον στην αυτοβιογραφία της "Παράξενες μέρες: Η ζωή μου με τον Τζιμ Μόρισον και χωρίς αυτόν", και σε μια συνέντευξη που περιέχεται στο περιοδικό "Ροκ σύζυγοι".
Ο Μόρισον έκανε συχνά σεξ με θαυμάστριες και είχε πολλές σύντομες σχέσεις με διασημότητες, όπως τη Νίκο, τραγουδίστρια των Βέλβετ Αντεργκράουντ. Για μια νύχτα ήταν με την Γκρέις Σλικ των Τζέφερσον Έρπλειν, και από καιρό σε καιρό με την Γκλόρια Στέιβερς, αρχισυντάκτρια του περιοδικού 16. Επίσης είχε μια συνάντηση με την Τζάνις Τζόπλιν, ενώ ήταν κι οι δυο μεθυσμένοι. Η Τζούντυ Χάντλστον αναπολεί τη σχέση της με τον Μόρισον στο βιβλίο της "Ζώντας και πεθαίνοντας με τον Τζιμ Μόρισον". Τον καιρό του θανάτου του, εκκρεμούσαν 20 αγωγές πατρότητας εναντίον του, παρότι κανένας από τους ενάγοντες δεν διεκδίκησε μέρος της περιουσίας, και η μόνη περίπτωση όπου κάποιος δήλωσε δημόσια ότι ήταν παιδί του Μόρισον αποδείχτηκε απάτη.
Θάνατος
Το 1971, ο Μόρισον μετακόμισε σε ένα διαμέρισμα στο Παρίσι μαζί με την Πάμελα Κούρσον, με σκοπό να αλλάξει ζωή και να απεξαρτηθεί από τα ναρκωτικά. Του άρεσε η αρχιτεκτονική της πόλης και έκανε μεγάλους περιπάτους εκεί, όμως σύντομα υπέκυψε στους εθισμούς του.
Εκεί έκανε και την τελευταία του ηχογράφηση σε στούντιο με δυο Αμερικανούς μουσικούς του δρόμου. Ο Μάνζαρεκ απέρριψε αυτή την ηχογράφηση ως "ασυναρτησίες μεθυσμένων". Ένα τραγούδι από αυτήν, το "Orange County Suite" ακούγεται στο bootleg "Lost Paris Tapes".
Ο Μόρισον πέθανε στις 3 Ιουλίου του 1971, σε ηλικία 27 ετών. Η αιτία ήταν καρδιακή ανακοπή. Βρέθηκε νεκρός στη μπανιέρα του από την Κούρσον. Λόγω του ότι στο σώμα του δεν βρέθηκαν τραυματισμοί που να υποδεικνύουν είτε αυτοτραυματισμό/αυτοκτονία είτε εγκληματική ενέργεια, δεν πραγατοποιήθηκε αυτοψία από τον ιατροδικαστή. Ωστόσο, το ότι οι φανατικοί θαυμαστές του δεν είδαν το σώμα του και η απουσία αυτοψίας έδωσε λαβή για πολλές εικασίες σχετικά με την αιτία θανάτου.
Ο Ντάνυ Σάγκερμαν διηγείται ότι όταν η Κούρσον επέστρεψε στις ΗΠΑ, του είπε ότι ο Μόρισον είχε πεθάνει από υπερβολική δόση ηρωίνης, την οποία είχε εισπνεύσει νομίζοντας πως είναι κοκαΐνη. Ο Σάγκερμαν σημειώνει ότι η Κούρσον έδινε διαφορετικές εκδοχές του θανάτου κατά καιρούς, τη μια λέγοντας ότι εκείνη τον είχε σκοτώσει και την άλλη ότι ο θάνατός του ήταν λάθος της. Η ιστορία με την αθέλητη λήψη ηρωίνης υποστηρίζεται από τη διήγηση του Αλέν Ρονέ, που έκανε παρέα με το ζευγάρι στο Παρίσι. Ο Ρονέ είχε γράψει ότι ο Μόρισον πέθανε από αιμορραγία αφού εισέπνευσε ηρωίνη της Κούρσον κι ότι εκείνη άθελά της αποκοιμήθηκε, αφήνοντάς τον να πεθάνει αντί να καλέσει για ιατρική βοήθεια.
Ωστόσο, η πραγματκή αιτία θανάτου του είναι η καρδιακή ανακοπή που προκλήθηκε από την χρόνια εξάρτησή του από τα ναρκωτικά σε συνδυασμό με το άσθμα του.
Στον τάφο του Τζιμ Μόρισον υπάρχει η ελληνική επιγραφή "ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΔΑΙΜΟΝΑ ΕΑΥΤΟΥ".
Φραντς Κάφκα, ήταν ένας από τους πιο σημαντικούς λογοτέχνες του 20ού αιώνα
Φραντς Κάφκα
O Φραντς Κάφκα ήταν ένας από τους πιο σημαντικούς λογοτέχνες του 20ού αιώνα. (Franz Kafka, 3 Ιουλίου 1883 – 3 Ιουνίου 1924)
Γερμανόφωνος και εβραϊκής καταγωγής, έζησε στη σημερινή Τσεχία και έγραψε όλα τα βιβλία του στη γερμανική γλώσσα.
Τα χρόνια που ακολούθησαν το θάνατό του, εδραιώθηκε η θέση του στην παγκόσμια λογοτεχνία, χαρακτηρίστηκε ως ο σπουδαιότερος μοντερνιστής γερμανόφωνος πεζογράφος και το έργο του έχει αναλυθεί εκτενώς.
Ανάμεσα στα σημαντικότερα έργα του περιλαμβάνονται η νουβέλα Η Μεταμόρφωση (1915) και τα μυθιστορήματα Η Δίκη (1925), Ο Πύργος (1926) και Αμερική (1927).
Βιογραφία
Οικογένεια
Ο Κάφκα γεννήθηκε το 1883 στην Πράγα, που τότε αποτελούσε μία από τις σημαντικότερες πόλεις της Αυστροουγγρικής Αυτοκρατορίας και πρωτεύουσα της Βοημίας.
Οι πρόγονοί του, υπήρξαν Εβραίοι της υπαίθρου (Dorfjuden), από την αγροτική ενδοχώρα της Βοημίας.
Ο παππούς του, Γιάκομπ Κάφκα (1814-1889), ήταν κρεοπώλης και ο πατέρας του, Χέρμαν Κάφκα (1852-1931), τέταρτο παιδί του Γιάκομπ, εξελίχθηκε σε έναν αυτοδημιούργητο, εύπορο έμπορο υφασμάτων.
Το οικογενειακό όνομα Κάφκα θα πρέπει να επιλέχθηκε από τους μακρινούς προγόνους τους, κατά τα τέλη του 18ου αιώνα, όταν αναγκάστηκαν από τη νομοθεσία να εγκαταλείψουν τα εβραϊκά πατρώνυμά τους.
Στα τσέχικα, το όνομα Κάφκα (kavka) σημαίνει την κάργια, που αποτέλεσε και το έμβλημα που χρησιμοποιούσε ο Χέρμαν Κάφκα στις επαγγελματικές του επιστολές.
Ο ίδιος ο Φραντς Κάφκα, συνέταξε σε ηλικία τριάντα έξι ετών, μία επιστολή προς τον πατέρα του, όπου τον περιγράφει ως «ένα πραγματικό Κάφκα σε δυναμικότητα, υγεία, όρεξη, ένταση της φωνής, ομιλητικότητα, αυτοϊκανοποίηση, υπεροχή έναντι του κόσμου, επιμονή, ευστροφία, ανθρωπογνωσία, σε μια κάποια συγκεκριμένη γενναιοδωρία, με όλα επίσης φυσικά τα συνοδευτικά τούτων των προτερημάτων σφάλματα και αδυναμίες». Στην ίδια επιστολή, αναφέρεται επίσης στην αδιαφορία του πατέρα του και την ευθύνη του για την διαμόρφωση του χαρακτήρα του.
Η μητέρα του, Γιούλιε Λαίβυ (Julie Löwy), προερχόταν από αστική οικογένεια, η οποία σύμφωνα με τον στενό φίλο και πρώτο βιογράφο του Κάφκα, Μαξ Μπροντ, χαρακτηριζόταν από «ονειροπόλα διάθεση και ροπή στην εκκεντρικότητα», στοιχεία που έρχονταν σε αντίθεση με την τραχύτητα και την αυστηρότητα του πατέρα του. Είχε επίσης τρεις αδελφές, Γκαμπριέλε, Βαλερί και Όττλα, οι οποίες δολοφονήθηκαν σε στρατόπεδα συγκεντρώσεως, καθώς και δύο νεότερους αδελφούς, Γκέοργκ και Χάινριχ, οι οποίοι όμως πέθαναν σε ηλικία δεκαπέντε και έξι μηνών αντίστοιχα. Οι σχέσεις του Κάφκα με το οικογενειακό του περιβάλλον δεν υπήρξαν απόλυτα αρμονικές, εν μέρει λόγω και της ιδιαίτερης ιδιοσυγκρασίας του ίδιου: «Εγώ δεν μπορώ να ζω με ανθρώπους. Μισώ απεριόριστα όλους τους συγγενείς μου, όχι επειδή είναι συγγενείς μου, αλλά απλώς επειδή είναι οι άνθρωποι που ζουν πλάι μου».
Νεανικά χρόνια και σπουδές
Μητρική γλώσσα του Κάφκα ήταν τα Γερμανικά, επίσημη γλώσσα της Αυστροουγγρικής Αυτοκρατορίας, τα οποία μιλούσαν και οι δύο γονείς του. Διέθετε παράλληλα ευχέρεια και στην τσεχική γλώσσα, αλλά προτιμούσε να γράφει στα Γερμανικά λόγω του ενδιαφέροντος που έδειχνε στη γερμανική κουλτούρα. Από το 1889 έως το 1893, φοίτησε στο γερμανικό δημοτικό σχολείο αρρένων (Deutsche Knabenschule), όπου υπήρξε επιμελής και υποδειγματικός μαθητής. Αργότερα, συνέχισε τις γυμνασιακές του σπουδές, στο Γερμανικό Γυμνάσιο (Altstädter Deutsches Gymnasium), το οποίο είχε παράδοση στην εκπαίδευση μελλοντικών κρατικών λειτουργών ή δικηγόρων και όπου ο Κάφκα διακρίθηκε και πάλι για την επιμέλειά του, πραγματοποιώντας παράλληλα λιγοστές φιλίες, όπως με τον φιλόσοφο Ούγκο Μπέργκμαν και τον ιστορικό της τέχνης Όσκαρ Πόλλακ. Τα προσωπικά ενδιαφέροντά του, ήταν κυρίως λογοτεχνικά, ενώ αντιμετώπιζε σημαντικές δυσκολίες στα μαθηματικά. Μετά το τρίτο έτος του γυμνασίου, το πρόγραμμα σπουδών του, ήταν αφιερωμένο στα αρχαία ελληνικά και στα λατινικά, αλλά παράλληλα, ήρθε σε επαφή και με το έργο Γερμανών κλασικών της λογοτεχνίας, όπως του Γκαίτε.
Το Νοέμβριο του 1901, ξεκίνησε τις σπουδές του στο γερμανικό Πανεπιστήμιο του Καρόλου της Πράγας, ένα από τα αρχαιότερα πανεπιστήμια της Ευρώπης. Αρχικά παρακολούθησε τις διαλέξεις στο Ινστιτούτο Χημείας, μαζί με τον Ούγκο Μπέργκμαν, ωστόσο μέσα σε διάστημα δύο εβδομάδων, συνειδητοποίησε πως δεν είχε τις ικανότητες για να ακολουθήσει τον κλάδο της χημείας και μετεγγράφηκε στη Νομική. Παράλληλα, παρακολουθούσε τις παραδόσεις γερμανικής λογοτεχνίας ενώ προσχώρησε και στην Αίθουσα Αναγνώσεων και Ομιλιών Γερμανών Φοιτητών (Lese und Redehalle der Deutschen Studenten), μία λέσχη φοιτητών που διοργάνωνε λογοτεχνικές εκδηλώσεις, αναγνώσεις και άλλες δραστηριότητες. Στο τέλος του πρώτου έτους σπουδών του, γνώρισε τον Μαξ Μπροντ, φοιτητή στο πανεπιστήμιο, ο οποίος έμελλε να γίνει ένας από τους στενότερους φίλους του Κάφκα μέχρι το τέλος της ζωής του. Την ίδια περίπου περίοδο, άρχισε να καλλιεργεί την ιδέα να ολοκληρώσει τις σπουδές του στο Πανεπιστήμιο του Μονάχου, εγκαταλείποντας την Πράγα, σκέψη που ωστόσο δεν υλοποίησε. Στο χρονικό διάστημα 1902-1904, τοποθετείται και το πρώτο πεζογράφημα του Κάφκα, το οποίο έχει διασωθεί, η Περιγραφή ενός Αγώνα. Τον Ιούλιο του 1904 διέμεινε στο σανατόριο που διηύθυνε ο Δρ. Σβάινμπουργκ, στην πόλη Τσουκμάντελ (Zuckmantel). Η υγεία του Κάφκα υπήρξε από τα παιδικά του χρόνια εύθραυστη και σε ολόκληρη τη διάρκεια της ζωής του πραγματοποιούσε κατά διαστήματα θεραπείες σε σανατόρια.
Αμέσως μετά την επιστροφή του στην Πράγα, διαγωνίστηκε σε τρεις τελικές προφορικές εξετάσεις, στη Νομική, με αντικείμενα το αυστριακό αστικό και ποινικό δίκαιο, το συνταγματικό, το ρωμαϊκό, το γερμανικό, το κανονικό καθώς και το διεθνές Δίκαιο. Κατάφερε να επιτύχει στις εξετάσεις, με την επίδοσή του να κρίνεται επαρκής από τους τρεις εκ των πέντε εξεταστών του, γεγονός που του επέτρεψε να αναγορευτεί διδάκτωρ της Νομικής. Τον Αύγουστο του 1906, επισκέφτηκε για δεύτερη φορά το σανατόριο και στη συνέχεια εργάστηκε ως ασκούμενος δικηγόρος στην Πράγα, για ένα χρόνο.
Υπάλληλος
Την 1η Οκτωβρίου του 1907, ο Κάφκα ξεκίνησε να εργάζεται στην ιταλική ασφαλιστική εταιρεία Assicurazioni Generali. Η αλληλογραφία του, την επoχή εκείνη, μαρτυρά πως δεν ήταν ικανοποιημένος από το εργασιακό του περιβάλλον, καθώς το ωράριό του - από τις 8 π.μ έως τις 6 μ.μ - έκανε δύσκολη την αφοσίωσή του στο συγγραφικό έργο, περιορίζοντας παράλληλα την προσωπική του ζωή. Σύντομα ξεκίνησε προσπάθειες εύρεσης άλλης εργασίας και στις 15 Ιουλίου του 1908 εγκατέλειψε την εταιρεία, ενώ δύο εβδομάδες αργότερα προσελήφθη στην ημικρατική ασφαλιστική Arbeiter Unfall Versicherungs Anstalt (Ασφαλιστική Εταιρεία Εργατικών Ατυχημάτων), όπου θα παρέμενε μέχρι το 1922. Η εργασία του αφορούσε την πρόληψη βιομηχανικών ατυχημάτων και μεταξύ άλλων συνέτασσε έγγραφα σχετικά με την πολιτική της εταιρείας ή τη δημόσια εκπροσώπησή της, επιθεωρούσε εργοστάσια και αντιπροσώπευε την εταιρεία σε δικαστήρια. Αν και ο ίδιος ο Κάφκα ισχυριζόταν συχνά πως δεν ήταν καλός στη δουλειά του, οι αρκετές προαγωγές του αποδεικνύουν πως υπήρξε μάλλον ευσυνείδητος και εργατικός υπάλληλος στη διάρκεια της σταδιοδρομίας του. Οι λιγότερες ώρες εργασίας - από τις 8 π.μ έως τις 2 μ.μ - του επέτρεπαν να ασχολείται περισσότερο με το λογοτεχνικό του έργο, ενώ στα τέλη του 1909 άρχισε να διατηρεί και προσωπικό ημερολόγιο, όπου κατέγραφε αποσπάσματα έργων του, αφορισμούς, σκέψεις του ή γεγονότα της ζωής του.
Το 1911, ο γαμπρός του, Καρλ Χέρμαν, σύζυγος της αδελφής του Έλλι, πρότεινε στον Κάφκα να γίνει συνέταιρός του, στη λειτουργία ενός εργοστασίου αμιάντου, γνωστό με την επωνυμία Prager Asbestwerke Hermann & Co.. Ο Κάφκα έδειξε αρχικά θετική στάση, έχοντας πιθανόν την επιθυμία να αποδείξει στον πατέρα του πως θα μπορούσε να αντεπεξέλθει στις υποχρεώσεις ενός τόσο σημαντικού εγχειρήματος και αφιερώνοντας πολύτιμο χρόνο σε αυτό, παράλληλα με την εργασία του στην ασφαλιστική εταιρεία. Την περίοδο αυτή, σημαντική αναψυχή στη ζωή του υπήρξε η ενασχόλησή του με το θέατρο. Η παρακολούθηση παραστάσεων ενός θιάσου από το Λέμπεργκ της Γαλικίας στα Γίντις (Jargontheater) στάθηκε η αφορμή για την ευαισθητοποίηση του Κάφκα γύρω από την εβραϊκή του καταγωγή και τον ιουδαϊσμό.
Φελίτσε Μπάουερ
Στις 14 Αυγούστου του 1912, καλεσμένος στο σπίτι του Μαξ Μπροντ, ο Κάφκα γνώρισε τη Φελίτσε Μπάουερ (Felice Bauer), η οποία εκείνη την εποχή εργαζόταν ως ιδιωτική υπάλληλος στο Βερολίνο. Σύμφωνα με τον Μπροντ, η Μπάουερ αποτελούσε μία ιδανική μορφή [Idealgestalt] για εκείνον, γεγονός που αναδεικνύεται και μέσα από την ογκώδη αλληλογραφία του μαζί της. Μετά από επτά μήνες επικοινωνίας μέσω επιστολών, ο Κάφκα συνάντησε για δεύτερη φορά την Μπάουερ στο Βερολίνο, ενώ στις 16 Ιουνίου του 1913, μέ ένα μακροσκελές γράμμα, της έκανε πρόταση γάμου, αν και η μέχρι τότε αλληλογραφία τους φανερώνει την μεγάλη διστακτικότητά του για ένα μελλοντικό γάμο.
Ο Κάφκα ανακοίνωσε τον ανεπίσημο αραβώνα του με τη Φελίτσε στη μητέρα του, στις 3 Ιουλίου, την ημέρα των τριακοστών γενεθλίων του. Το επόμενο διάστημα, η σχέση τους χαρακτηρίστηκε από διακυμάνσεις και αμοιβαία δυσπιστία απέναντι στο ενδεχόμενο του γάμου τους. Στις αρχές του 1914, η δυσπιστία αυτή υπήρξε εντονότερη από την πλευρά της Μπάουερ. Τελικά, τον Απρίλιο του 1914 έγινε η επίσημη αναγγελία των αρραβώνων τους, που ορίστηκαν για την 1η Ιουνίου, στο Βερολίνο. Νωρίτερα, ο Κάφκα είχε αρχίσει να αλληλογραφεί με τη φίλη της Φελίτσε, Γκρέτε Μπλοκ, στην οποία εκμυστηρευόταν αρκετές από τις σκέψεις του γύρω από τη σχέση του με τη Φελίτσε και τον επικείμενο γάμο. Η αλληλογραφία αυτή, αποτέλεσε λίγο αργότερα την αιτία μίας σύγκρουσής του με τη Φελίτσε και της προσωρινής διάλυσης του αρραβώνα τους.
Η περίοδος που ακολούθησε, υπήρξε αρκετά παραγωγική για τον Κάφκα. Το καλοκαίρι του 1914, σημείωσε σημαντική πρόοδο στη συγγραφή της Δίκης ενώ μέσα στους επόμενους μήνες ολοκλήρωσε και τα διηγήματα Σωφρονιστική Αποικία (In der Strafkolonie) και Προ του Νόμου (Vor dem Gesetz). Εκτιμάται πως οι τελευταίοι πέντε μήνες του έτους υπήρξαν η δεύτερη σημαντικότερη συγγραφική του περίοδος. Ο επόμενος χρόνος και οι αρχές του 1916, συνοδεύτηκαν από αρκετά προβλήματα στην υγεία του, με ισχυρούς πονοκεφάλους και αϋπνίες, που τον οδήγησαν και στην αίτηση παρατεταμένης άδειας από την ασφαλιστική εταιρεία για λόγους υγείας. Ειδικός νευρολόγος που επισκέφτηκε, έκανε διάγνωση για καρδιακή νεύρωση και του πρότεινε να ακολουθήσει ηλεκτροθεραπεία. Ο ίδιος ο Κάφκα μάλλον αγνόησε την ιατρική γνωμάτευση, έχοντας μία γενική αποστροφή στη συμβατική ιατρική και προτίμηση σε ολιστικές θεραπείες.
Περίπου από τις αρχές του 1916, η σχέση του με τη Φελίτσε Μπάουερ είχε αρχίσει να αναθερμαίνεται, ενώ το χειμώνα ξεκίνησε να επεξεργάζεται μία σειρά από σημειωματάρια, τα οποία σήμερα είναι γνωστά ως Τα μπλε τετράδια. Μέρος των έργων που ολοκλήρωσε δημοσιεύτηκαν από τον Κουρτ Βολφ, ο οποίος εγκωμίασε το καινούριο λογοτεχνικό του έργο, στο σύνολό του. Τον Ιούλιο του 1917 επισημοποιήθηκε για δεύτερη φορά ο αρραβώνας του με τη Φελίτσε, ωστόσο τη νύχτα της 9ης Αυγούστου, ο Κάφκα παρουσίασε νέες επιπλοκές στην υγεία του, που οδήγησαν τελικά στην οριστική διάλυση της σχέσης τους. Τόσο ο γιατρός Δρ. Μύλστάιν, όσο και ο καθηγητής του Λαρυγγολογικού Ινστιτούτου του Πανεπιστημίου της Πράγας, Φρίντελ Πικ, διέγνωσαν κατάρρουν στις κορυφές των πνευμόνων του και συνέστησαν την παραμονή του στην εξοχή. Ο ίδιος ο Κάφκα ήταν – ορθώς – πεπεισμένος πως έπασχε από φυματίωση. Η απογοήτευση του Κάφκα για την κατάσταση της υγείας του – έκδηλη ήδη από τα νεανικά του χρόνια – αποτυπώνεται στα ημερολόγια του και την αλληλογραφία του με τη Φελίτσε. Έκανε προσπάθειες να συνταξιοδοτηθεί πρόωρα αλλά η ασφαλιστική εταιρεία δεν το δέχτηκε.
Τελευταία χρόνια
Την 1η Ιανουαρίου του 1920, ο Κάφκα προήχθη σε γραμματέα της ασφαλιστικής εταιρείας (επισήμως Anstaltsekretär), ωστόσο η κακή πορεία της υγείας του, τον οδήγησε στην απόφαση να πάρει μία αναρρωτική άδεια στα τέλη του επόμενου μήνα. Η άδειά του διήρκεσε περίπου δύο μήνες, διάστημα κατά το οποίο επισκέφτηκε το Μεράνο της Ιταλίας, όπου γνώρισε την Μίλενα Γέσενκα. Η αλληλογραφία του μαζί της, προσφέρεται για συγκρίσεις με εκείνη που είχε αναπτύξει με τη Φελίτσε, αν και είναι σημαντικά συντομότερη. Το γεγονός πως η Μίλενα ήταν παντρεμένη και δίσταζε να εγκαταλείψει το σύζυγό της για ένα νέο γάμο με τον Κάφκα, συντέλεσαν στη διάλυση της σχέσης τους, η οποία συντηρούνταν κυρίως μέ την αλληλογραφία.
Το Δεκέμβριο του 1920, εξασφάλισε εκ νέου τρίμηνη άδεια για λόγους υγείας, την οποία αξιοποίησε επισκεπτόμενος ένα σανατόριο στη Σλοβακία. Εκεί γνωρίστηκε και με τον Γκούσταβ Γιάνους, γιο ενός συναδέλφου του στην ασφαλιστική εταιρεία, ο οποίος είχε ενδιαφέρον για τη λογοτεχνία και κατέγραψε τις συζητήσεις του με τον Κάφκα, εκδίδοντας πολύ αργότερα ένα βιβλίο με αυτές τις σημειώσεις. Κατόπιν παροτρύνσεων των γιατρών του, ο Κάφκα ζήτησε παράταση της άδειάς του, την οποία και εξασφάλισε παραμένοντας στο σανατόριο, συνολικά για οκτώ μήνες. Επέστρεψε στην Πράγα στα τέλη Αυγούστου του 1921, φιλοδοξώντας να συνεχίσει το συγγραφικό του έργο, το οποίο είχε εγκαταλείψει το προηγούμενο διάστημα. Τον Οκτώβριο, εγκρίθηκε μία νέα άδεια, τρίμηνης διάρκειας, ενώ την ίδια περίοδο είναι πιθανό πως ολοκλήρωσε το διήγημα Πρώτος πόνος, που θα δημοσιευόταν στην τελευταία του συλλογή Ένας καλλιτέχνης της Πείνας (Ein Hungerkünstler). Μέρος της άδειάς του, το πέρασε στο Σπίντελμύλε, στις αρχές του 1922, διάστημα στο οποίο τοποθετείται χρονικά και η έναρξη της συγγραφής του τελευταίου μυθιστορήματός του Ο Πύργος, έργο που τελικά εγκατέλειψε στα τέλη Αυγούστου του ίδιου έτους.
Ο Κάφκα παρέτεινε εκ νέου την άδεια του, ωστόσο εξαιτίας της σταθερά κακής κατάστασης της υγείας του, αποφάσισε να υποβάλει τελικά αίτηση συνταξιοδότησης και να εγκατασταθεί στο σπίτι της αδελφής του Όττλα, στο χωριό Πλανά, 11 χιλιόμετρα νότια της Πράγας. Εκεί, έγραψε τους επόμενους τέσσερις μήνες, τα τελευταία κεφάλαια του ανολοκλήρωτου Πύργου. Στο μεγαλύτερο διάστημα του χειμώνα του 1922 και μέχρι την Άνοιξη του επόμενου έτους, ήταν άρρωστος και κλινήρης, χωρίς να είναι σε θέση να γράψει. Το καλοκαίρι του 1923, επισκέφτηκε το παραθαλάσσιο θέρετρο της Βαλτικής, Μύριτς (Mϋritz), όπου γνώρισε την Ντόρα Ντιάμαντ, σύντροφό του μέχρι το τέλος της ζωής του. Από το φθινόπωρο του 1923, έζησαν μαζί στο Βερολίνο, και τότε ολοκλήρωσε το διήγημα Το Κτίσμα.
Η επιδείνωση της υγείας του, κατά την Άνοιξη του 1924, καθώς και οικονομικές δυσχέρειες, κατέστησαν αναγκαία την επιστροφή του στην Πράγα. Κατά τη διάρκεια του Πάσχα, ολοκλήρωσε το διήγημα Ζοζεφίνα η τραγουδίστρια ή Ο λαός των ποντικιών, που δημοσιεύτηκε στην Prager Presse, και εξασφάλισε έτσι ένα χρηματικό ποσό για την νοσηλεία του σε σανατόριο. Στις 10 Απριλίου, μεταφέρθηκε στην Πανεπιστημιακή Κλινική της Βιέννης και μία εβδομάδα αργότερα, σε σανατόριο του Κήρλινγκ (πόλη κοντά στη Βιέννη), όπου πέθανε στις 3 Ιουνίου. Η σορός του μεταφέρθηκε στην Πράγα, όπου ενταφιάστηκε στις 11 Ιουνίου, στο Νέο Εβραϊκό Νεκροταφείο, με παρουσία περίπου εκατό ατόμων.
Συγγραφικό έργο
Το πρώτο πεζογράφημα του Κάφκα, το οποίο διασώζεται, είναι η Περιγραφή ενός αγώνα (Beschreibung eines Kampfes) που ξεκίνησε να γράφει μετά το 1902 – και ίσως συνέχισε μέχρι το 1904 – ένα πρώιμο έργο που δεν δημοσιεύτηκε όσο ζούσε, διακρίνεται όμως για την ακρίβεια της γραφής του.
Το καλοκαίρι του 1912, κατά τη διάρκεια διακοπών μαζί με τον Μαξ Μπροντ στη Γερμανία, ο Κάφκα ήρθε σε επαφή με τον εκδότη Καρλ Βολφ (Karl Wolff), o οποίος εκδήλωσε το ενδιαφέρον του να αναλάβει την έκδοση ενός βιβλίου του. Ο Βολφ υπήρξε εκείνος που τελικά εξέδωσε για πρώτη φορά βιβλίο του Κάφκα το 1913. Επρόκειτο για τη συλλογή Παρατήρηση (Betrachtung).
Ακολούθησε η έκδοση του Θερμαστή (Der Heizer) σε μία σειρά νέων συγγραφέων με τον τίτλο Der jüngste Tag (Η Ημέρα της Κρίσεως), της Μεταμόρφωσης (1915), της Κρίσης (Das Urteil), της Σωφρονιστικής Αποικίας (1919) και τέλος της συλλογής Ένας αγροτικός γιατρός (1920). Η συλλογή διηγημάτων Ένας καλλιτέχνης της πείνας (Ein Hungerkünstler), είχε προετοιμαστεί από τον Κάφκα για δημοσίευση, αλλά τελικά εκδόθηκε λίγο μετά το θάνατό του.
Το φθινόπωρο του 1921, μετά την επιστροφή του στην Πράγα από το σανατόριο της Σλοβακίας, ο Κάφκα έγραψε την πρώτη του διαθήκη, ένα σημείωμα με αποδέκτη τον Μαξ Μπροντ, καταγράφοντας την επιθυμία του να καταστρέψει ό,τι υπήρχε «σε ημερολόγια, χειρόγραφα, επιστολές άλλων και δικές μου, σχεδιάσματα και τα λοιπά, να καούν ανελλιπώς και χωρίς να διαβαστούν, καθώς επίσης και όλα όσα έχω γράψει ή σχεδιάσει». Ο Μπροντ αγνόησε το αίτημα του, χρησιμοποιώντας ως βασικό επιχείρημα το ότι όταν ο Κάφκα ζητούσε κάτι τέτοιο, γνώριζε κατά βάθος ότι δεν θα μπορούσε να ικανοποιηθεί μία τέτοια απαίτηση. Μετά το θάνατο του Κάφκα, ετοίμασε την έκδοση των μυθιστορημάτων Ο Πύργος (1925), Η Δίκη (1925) και Αμερική (1927), έργα που θεωρούνται ουσιαστικά ημιτελή.
Ο Μπροντ προέβη σε ορισμένες τροποποιήσεις των χειρογράφων του Κάφκα (μεταφορά κεφαλαίων, προσθήκη σημείων στίξης κ.λπ.), χωρίς να λείψουν κριτικές με στόχο τις εκδοτικές του πρακτικές. Αν και ο Κάφκα έχαιρε κάποιας φήμης ως συγγραφέας στην εποχή του, θεωρείται πως ήταν οι πρώτες μετά θάνατον εκδόσεις των μυθιστορημάτων του που είχαν σημαντική συνεισφορά στην εδραίωση της θέσης του στην παγκόσμια λογοτεχνία.
Από το 1982, κυκλοφορούν επανεκδόσεις των έργων του Κάφκα, οι αποκαλούμενες και κριτικές εκδόσεις, βασισμένες στα χειρόγραφα του, όπως αυτά συγκεντρώθηκαν από τον Malcolm Pasley και μεταφέρθηκαν στην Bodleian Library της Οξφόρδης. Ο Pasley, μαζί με μία ομάδα φιλολόγων, επανεξέτασαν τα χειρόγραφα, αναιρώντας την προγενέστερη επιμέλεια του Μαξ Μπροντ και δίνοντας έμφαση στην πρωτότυπη μορφή των κειμένων.
Τα έργα του Κάφκα αποτέλεσαν ένα είδος συμβόλου της αγωνίας του σύγχρονου ανθρώπου, μέσω της επαναλαμβανόμενης περιγραφής ενός ασφυκτικού, γραφειοκρατικού και συχνά παράλογου περιβάλλοντος, μέσα στο οποίο δρουν οι ήρωες του. Ο όρος καφκικό, που έχει καθιερωθεί ως ορολογία, συμπυκνώνει την ατμόσφαιρα που αποπνέει το σύνολο του έργου του και χρησιμοποιείται σήμερα για τον χαρακτηρισμό κάθε έργου τέχνης που εμφανίζει κοινά χαρακτηριστικά.
Η Δίκη' και Ο Πύργος εξιστορούν την εφιαλτική εμπλοκή του ήρωα στα γρανάζια μιας απρόσωπης, αδυσώπητης δύναμης που τον τιμωρεί για κάτι μη συγκεκριμένο, για ένα έγκλημά του που ο ίδιος αγνοεί ή που υπάρχει ενδεχομένως στο υποσυνείδητό του.Τα χρόνια που ακολούθησαν το θάνατό του, αρκετοί διακεκριμένοι λογοτέχνες προέβαλαν θετικά το έργο του, μεταξύ αυτών ο Άλντους Χάξλεϋ και ο Αλμπέρ Καμύ, ενώ ενδιαφέρον για τον Κάφκα έδειξαν και οι Γάλλοι υπαρξιστές. Μέχρι σήμερα το έργο του έχει γίνει αντικείμενο εκτενούς ανάλυσης και κριτικής.
Πολιτικές απόψεις
Πριν από τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, ο Κάφκα παρέστη σε αρκετές συνεδριάσεις του Κλουμπ Μλαντύτς, μια τσεχική αναρχική, αντιμιλιταριστική και αντι-κληρική οργάνωση. Ο Χούγκο Μπέργκμαν, ο οποίος πήγε στα ίδια δημοτικά και τα γυμνάσια με τον Κάφκα, αποβλήθηκε με Κάφκα κατά το τελευταίο ακαδημαϊκό έτος (1900-1901), διότι «ο Σοσιαλισμός [του Κάφκα] και ο Σιωνισμός μου ήταν πάρα πολύ έντονοι». «Ο Φραντς έγινε σοσιαλιστής, εγώ έγινα σιωνιστής το 1898. Η σύνθεση σιωνισμού και σοσιαλισμού δεν υπήρχε ακόμη» Ο Μπέργκαμ ισχυρίζεται ότι Κάφκα φορούσε ένα κόκκινο γαρύφαλλο στο σχολείο για να δείξει την υποστήριξή του στο σοσιαλισμό. Σε μια καταχώριση ημερολογίου, ο Κάφκα ανέφερε τον επιδραστικό αναρχικό φιλόσοφο πρίγκιπα Πιοτρ Κροπότκιν: «μην ξεχνάτε τον Κροπότκιν!»
Κατά τη διάρκεια της κομμουνιστικής εποχής, η κληρονομιά του έργου του Κάφκα για το σοσιαλισμό του Ανατολικού μπλοκ ήταν πολυσυζητημένη. Οι γνώμες κυμαίνονταν από την αντίληψη ότι σατίρισε τη γραφειοκρατική κακοτεχνία μιας καταρρέουσας Αυστρία-Ουγγρικής Αυτοκρατορίας, με την πεποίθηση ότι ενσάρκωνε την άνοδο του σοσιαλισμού. Ένα άλλο βασικό σημείο ήταν η θεωρία του Μαρξ για την αλλοτρίωση. Ενώ η ορθόδοξη θέση ήταν ότι η απεικόνιση της αποξένωσης από τον Κάφκα δεν ήταν πλέον σχετικές για μια κοινωνία όπου δήθεν είχε εξαλειφθεί η αποξένωση, ένα συνέδριο το 1963 που πραγματοποιήθηκε στο Λίμπλιτς, στην Τσεχοσλοβακία, την ογδοηκοστή επέτειο από τη γέννησή του, επανεκτίμησε τη σημασία της απεικόνιση της γραφειοκρατίας από τον Κάφκα. Το αν ο Κάφκα ήταν ένας πολιτικός συγγραφέας ή όχι εξακολουθεί να είναι ένα θέμα συζήτησης.
Φρανσίσκο Πισάρρο Γκονσάλες, ήταν Ισπανός εξερευνητής και κατακτητής
Φρανθίσκο Πιθάρρο
Ο Φρανθίσκο Πιθάρρο Γκονθάλεθ στα ιβηρικά ισπανικά ή Φρανσίσκο Πισάρρο Γκονσάλες στα λατινοαμερικάνικα ισπανικά (ισπαν.: Francisco Pizarro Gonzalez, 16 Μαρτίου 1478 - 26 Ιουνίου 1541) ήταν Ισπανός εξερευνητής και κατακτητής (κονκισταδόρ), ιδιαίτερα γνωστός ως κατακτητής της Αυτοκρατορία των Ίνκας, ενός από τους πιο προηγμένους πολιτισμούς στην προκολομβιανή Αμερική, στο σημερινό Περού.
Ο Πιθάρρο γεννήθηκε στο Τρουχίγιο της περιοχής Εξτρεμαδούρα στην Ισπανία, ενώ οι πηγές της εποχής διαφωνούν ως προς την ακριβή χρονολογία γέννησης και αναφέρουν χρονολογίες από το 1471 ως το 1478.
Υπήρξε νόθος γιος ενός Ισπανού συνταγματάρχη και δεύτερος εξάδελφος του Ερνάν Κορτές, από την πλευρά του πατέρα του, του κατακτητή της Αυτοκρατορίας των Αζτέκων.
Στις 13 Φεβρουαρίου 1502, απέπλευσε με στόλο τριάντα πλοίων και συνολικά 2.500 αποίκους και στράτευμα προς την Ισπανιόλα, ισπανική αποικία και λιμάνι στην Καραϊβική. Στην συνέχεια εξερεύνησε περιοχές κοντά στον σημερινό Παναμά και σταδιακά προχώρησε, μαζί με τους δύο αδελφούς του, Χουάν και Γκονθάλο, σε εξερευνητικές αποστολές νότια της Διώρυγας του Παναμά στην Νότια Αμερική. Εκεί πληροφορήθηκε το 1522, από τοπικούς φύλαρχους, ότι νοτιότερα υπάρχουν μυθικές πολιτείες που διαθέτουν αστρονομικές ποσότητες χρυσού, εννοώντας τις πόλεις των Ίνκας στο σημερινό Περού.
Το 1532 μετά από δύο εξερευνητικές αποστολές στην βορειοδυτική Νότια Αμερική, εξεστράτευσε για την κατάκτηση του Περού. Εκείνο το χρονικό διάστημα η Αυτοκρατορία των Ίνκα βρίσκονταν σε εμφύλιο πόλεμο μεταξύ των δύο αδελφών, Ουάσκαρ και Αταουάλπα, διεκδικητών για την εξουσία της Αυτοκρατορίας.
Ο Πιθάρρο, ενώ διέθετε πενιχρή αριθμητικά δύναμη, συνολικά 180 άτομα, ένα πυροβόλο και 27 άλογα, αποφάσισε να επιτεθεί. Με τολμηρή στρατιωτική επίθεση στην Καχαμάρκα, κατάφερε να συλλάβει τον Αταουάλπα. Οι Ισπανοί στην πορεία εκμεταλλεύτηκαν τις διάφορες φατρίες μέσα στο κράτος των Ίνκας. Ήταν σε θέση να ενισχύσουν τις διάφορες συμμαχίες τους μεταξύ των ντόπιων πληθυσμών και προώθησαν τελικά επιτυχή επίθεση στην πρωτεύουσα Κούσκο.
Όταν εξουδετερώθηκε ο Ουάσκαρ, ο Πιθάρρο απαίτησε από τον Αταουάλπα οι Ίνκας να δεχτούν επίσημα την υποτέλεια της Ισπανίας και να ασπαστούν τον Χριστιανισμό. Ο Αταούαλπα, ενώ πρόσφερε στους Ισπανούς ό,τι του ζητήθηκε: χρυσό σε τέτοια ποσότητα ώστε να γεμίσει το δωμάτιο όπου τον φυλάκισαν και δύο φορές την ίδια ποσότητα ασημιού, δεν απελευθερώθηκε. Ο Πιθάρρο διέταξε να τον εκτελέσουν ως αιρετικό.
Ο Φρανθίσκο Πιθάρρο ήρθε σε ευθεία ρήξη με τον σύντροφό του Ντιέγο ντε Αλμάγρο, ο οποίος θεωρούσε ότι ο διαμοιρασμός της λείας καθώς και των διοικητικών αρμοδιοτήτων στις κατακτηθείσες περιοχές δεν ήταν δίκαιος και απαιτούσε επιπλέον πλούτη και αξιώματα. Το 1528 ο Πιθάρρο διέταξε την εκτέλεσή του.
Τελικά, ο ίδιος δολοφονήθηκε το 1541 από τον γιο του Αλμάγρο, Ντιέγο "ελ Μόθο", που ήθελε να εκδικηθεί για τον θάνατο του πατέρα του.
Μπάρι Γουάιτ ο "πρίγκιπας" της σόουλ
Μπάρι Γουάιτ
ο "πρίγκιπας" της σόουλ
Τραγουδιστής, τραγουδοποιός, στιχουργός και μουσικός παραγωγός, ο βραβευμένος με 3 Γκράμι αμερικανός μουσικός ήρθε στον κόσμο για να τον γεμίσει με υπέροχες μελωδίες, χαρίζοντάς μας μια από τις πιο ευαίσθητες ερμηνείες της μουσικής βιομηχανίας!
Ο αξέχαστος Μπάρι Γουάιτ είδε την καριέρα του να απογειώνεται στη δεκαετία του ’70, αφήνοντας βαριά παρακαταθήκη όχι μόνο στη σόουλ και τη φανκ, αλλά και στην ντίσκο, ένα μουσικό είδος του οποίου θεωρείται πιονέρος.
Με 100 και πλέον άλμπουμ, σινγκλ και συνεργασίες που έγιναν χρυσά και πλατινένια, ο αμερικανός τραγουδοποιός πούλησε περισσότερα από 100 εκατομμύρια δίσκους, βάζοντας τις υπέροχες μελωδίες του στο στόμα όλων.
Ποιος δεν έχει εξάλλου σιγοτραγουδήσει τα «You’re the First, the Last, My Everything» και «Can’t Get Enough of Your Love»;
Ο ερωτικός τραγουδιστής σφράγισε με τη χαρακτηριστική του χροιά μια σειρά από περίφημα κομμάτια που έχουν γίνει πια κλασικά και συνεχίζουν να μαγεύουν τα αυτιά των ανθρώπων της οικουμένης…
Πρώτα χρόνια
Ο Μπάρι Γιουτζίν Κάρτερ γεννιέται στις 12 Σεπτεμβρίου 1944 στο Τέξας των ΗΠΑ και μεγαλώνει μέσα σε μουσική οικογένεια. Η μητέρα του τον παίρνει από νωρίς μαζί της στην εκκλησιαστική χορωδία, με τους ήχους των γκόσπελ να ποτίζουν την ψυχή του μικρού Μπάρι.
Ταυτοχρόνως, μαθαίνει μόνος του να παίζει πιάνο ήδη από πιτσιρίκι, έχοντας τη μουσική ως καταφύγιο για τις δυσκολίες των πρώτων αυτών χρόνων. Όταν μάλιστα σε ηλικία 10 ετών η φαμίλια μετακομίζει από το Τέξας στο Λος Άντζελες, ο Μπάρι θα βρεθεί σύντομα μπλεγμένος στην τοπική -και θρυλική σήμερα- παραβατική κοινότητα, εντασσόμενος σε συμμορίες των δρόμων.
Κι έτσι, σε ηλικία 17 ετών θα περάσει 4 μήνες στο πολιτειακό αναμορφωτήριο όταν τον συνέλαβαν να κλέβει λάστιχα από Κάντιλακ αξίας πολλών χιλιάδων δολαρίων! Και ήταν ακριβώς στη φυλακή που ο Μπάρι Κάρτερ θα ακούσει τον «βασιλιά» Έλβις Πρίσλεϊ να τραγουδά το κλασικό «It’s Now or Never» στο ραδιόφωνο, κάτι που -όπως ισχυρίστηκε αργότερα- του άλλαξε τη ζωή και τον έβαλε στον ίσιο δρόμο!
Μόλις βγήκε λοιπόν από τη στενή, το πάθος του για τη μουσική και η αποφασιστικότητά του να ακολουθήσει μουσική καριέρα τον έκαναν να ξεπεράσει τα θέλγητρα της επιστροφής στον κόσμο του οργανωμένου εγκλήματος.
Βέβαια, ο Μπαρι είχε κάνει το ντεμπούτο του στη μουσική βιομηχανία ήδη από παιδί! Σε ηλικία 11 ετών θα βρεθεί να παίζει πιάνο στην ηχογράφηση του «Goodnight My Love» του Jesse Bevin. Και σε ηλικία 16 ετών θα κάνει την πρώτη δική του ηχογράφηση: ήταν το «Little Girl» που σκάρωσε με μια μικρή δισκογραφική του Λος Άντζελες, τη Lummtone Records, στο οποίο τον συνόδευε φωνητικά μια μπάντα, οι «The Upfronts».
Επιτυχίες και πάλι επιτυχίες
Δεν θα έπαιρνε φυσικά πολύ στον κόσμο της μουσικής να αναγνωρίσει το ταλέντο του και ήταν ακριβώς στη μουσική έκρηξη της δεκαετίας του ’60 που ο Μπάρι Γουάιτ θα αναλάμβανε πιο ενεργό μουσικά ρόλο, συνεργαζόμενος πια με μπόλικες μπάντες αλλά και μικρές πειραματικές δισκογραφικές του Λος Άντζελες.
Ο Μπάρι Γουάιτ έμελλε ωστόσο να γίνει καταρχάς γνωστός ως μουσικός παραγωγός και κυνηγός ταλέντων! Τον προσέλαβε κάποια στιγμή ο Bob Keane, ιδιοκτήτης μιας σειράς από δισκογραφικές, εκεί στα μέσα της δεκαετίας του ’60, με μισθό 40 δολαρίων την εβδομάδα, για να του βρίσκει λέει μουσικά ταλέντα.
Και μάλιστα η μεγάλη του στιγμή θα ερχόταν εντελώς αναπάντεχα, όταν αποφάσισε να κάνει φωνητικά σε ένα ταλαντούχο γυναικείο συγκρότημα που θα γινόταν αργότερα γνωστό ως «Love Unlimited».
Και σαν να μην έφτανε αυτό, η frontman του συγκροτήματος, η Glodean James, θα γινόταν αργότερα η δεύτερη σύζυγος του Μπάρι Γουάιτ! Ο μουσικός παραγωγός θα παραμείνει στο συγκρότημα για τα επόμενα δύο χρόνια, δοκιμάζοντας κάποια στιγμή τις δυνάμεις του και στη σύνθεση.
Κι έτσι η γυναικεία μπάντα θα τραγουδήσει το «Walkin’ In The Rain (With The One I Love)» του τραγουδοποιού Μπάρι Γουάιτ, μια από τις πρώτες συνθέσεις του, που θα σκαρφαλώσει μάλιστα μέχρι το Top 20 των αμερικανικών charts!
Δυσαρεστημένος από τις δισκογραφικές περιπέτειες της μπάντας, ο Μπάρι την εγκαταλείπει το 1973 και αποπειράται να κάνει σόλο καριέρα, παρατώντας μάλιστα όλες του τις συνεργασίες με τραγουδιστές και συγκροτήματα.
Έπειτα από δοκιμές και λάθη, καταλήγει σε τρία δικά του τραγούδια, στα οποία τραγουδά και παίζει και πιάνο. Η δισκογραφική 20th Century Records τα λάτρεψε αμέσως και τον κλείνει με συμβόλαιο, με τα κομμάτια αυτιά να καταλήγουν τελικά στον πρώτο του δίσκο, τον «I’ve Got So Much To Give», στον οποίο περιλαμβάνεται η αξέχαστη επιτυχία «I’m Gonna Love You Just A Little More Baby». Το άλμπουμ έγινε χρυσό και διασφάλισε το δισκογραφικό μέλλον του μουσικού…
Ταυτοχρόνως, καταφέρνει να απεμπλέξει τις Love Unlimited από το συμβόλαιό τους και τις φέρνει στην 20th Century Records, με τα υπόλοιπα να είναι μουσική ιστορία! Ο Μπάρι Γουάιτ μετονομάζει το συγκρότημά του πια σε «Love Unlimited Orchestra» και γράφει χρυσές σελίδες στη μουσική βιομηχανία. Το σινγκλ «Love’s Theme» σκαρφαλώνει στο Νο 1 των pop charts και πουλά περισσότερα από 1 εκατομμύριο αντίτυπα, σημειώνοντας παγκόσμια πορεία που καταλήγει με 3 εκατομμύρια πωλήσεις…
Οι επιτυχίες διαδέχονται η μία την άλλη: το 1973 κυκλοφορεί τα «Never, Never Gonna Give Ya Up» και «Can't Get Enough Of Your Love, Babe», τα οποία δεν χρειάζονται συστάσεις!
Και βέβαια το 1974 θα χαρίσει στην ανθρωπότητα το «You're The First, The Last, My Everything»!
Καθώς βέβαια το σεξουαλικό και «προχωρημένο» περιεχόμενο των στίχων του γινόταν ολοένα και πιο ρητό, ο ίδιος έμοιαζε να επαναλαμβάνει τον εαυτό του. Κάτι που δεν θα του στερούσε φυσικά τις επιτυχίες, καθώς πια ρίχνει στην αγορά τουλάχιστον ένα άλμπουμ τον χρόνο. Κι έτσι, ενώ η απήχηση των δίσκων του σημείωνε προοδευτικά πτώση όσο πλησιάζαμε στα τέλη της δεκαετίας του ’70, οι ζωντανές εμφανίσεις και οι συναυλίες του ήταν πάντα sold out. Η τελευταία τεράστια δισκογραφική επιτυχία του ήρθε το 1977, με το «It's Ecstasy When You Lay Down Next To Me»…
Έναν χρόνο πριν βέβαια είχε κυκλοφορήσει άλλο ένα άλμπουμ, το οποίο είχε τον τίτλο «Let the Music Play», με το ομώνυμο σινγκλ να ξεχωρίζει αμέσως και να γίνεται ανάρπαστο!
Τελευταία χρόνια
Ο Μπάρι Γουάιτ συνέχισε από το 1977 να κυκλοφορεί άλμπουμ σχεδόν κάθε χρόνο («The Man» το 1978, «The Message Is Love» το 1979, «Sheet Music» το 1980, «Beware!» το 1981, «Change» το 1982, «Dedicated» το 1983), εξακολουθώντας να σημειώνει χρυσές και πλατινένιες πωλήσεις.
Στα τέλη του 1983 αποφασίζει να κάνει ένα διάλειμμα από τη δισκογραφία και για 4 χρόνια παραμένει δισκογραφικά άφαντος.
Επιστρέφει δυναμικά το 1987 με την κυκλοφορία του δίσκου «The Right Night & Barry White» και 2 χρόνια αργότερα κυκλοφορεί το άλμπουμ «The Man Is Back!».
Η δεκαετία του ’90 θα του φέρει και νέες δισκογραφικές περγαμηνές («Put Me in Your Mix» του 1991 και «The Icon Is Love» του 1994), ενώ το 1999 θα ρίξει στην αγορά τον τελευταίο του δίσκο, το «Staying Power», που έγινε χρυσός σε χρόνο ρεκόρ!
Τον Μάιο του 2003, ο Μπάρι Γουάιτ έπαθε εγκεφαλικό περιμένοντας νεφρικό μόσχευμα, καθώς η χρόνια υπέρτασή του καλούσε σε μεταμόσχευση νεφρού.
Ο μεγάλος τραγουδοποιός με την αισθησιακή φωνή έφυγε από τον κόσμο στις 4 Ιουλίου 2003 στο Λος Άντζελες.
Πληροφορίες: newsbeast.gr
Γεώργιος Γεμιστός ή Πλήθων, ήταν Έλληνας φιλόσοφος του 13ου αιώνα
Γεώργιος Γεμιστός ή Πλήθων
Ο Γεώργιος Γεμιστός (1355 - 1452), που επέλεξε για τον εαυτό του το παρώνυμο Πλήθων, ώστε να θυμίζει το όνομα Πλάτων, ήταν Έλληνας φιλόσοφος.
Γεννήθηκε στη Κωνσταντινούπολη και αργότερα, όταν οι ιδέες του άρχισαν να γίνονται στόχος κάποιων σκληροπυρηνικών του Οικουμενικού Πατριαρχείου (που εξόντωσαν τον μαθητή του Ιουβενάλιο), εγκαταστάθηκε με την φιλοξενία του φίλου του, αυτοκράτορα Μανουήλ του Β΄ Παλαιολόγου, στο Δεσποτάτο του Μυστρά.
Σχετικά με τα νεανικά του χρόνια δεν υπάρχουν πολλά ακριβή στοιχεία. Τα μεγαλύτερο μέρος του τμήματος αυτού της ζωής του πέρασε στην Κωνσταντινούπολη, ενώ για κάποιο διάστημα διέμεινε στην Οθωμανική Αυτοκρατορία.
Το 1380 ταξίδεψε στην Αδριανούπολη που ήταν τότε πρωτεύουσα του οθωμανικού κράτους. Eκεί μαθήτευσε κοντά στον Ελισσαίο, έναν αγνώστων στοιχείων Εβραίο που φαίνεται πως ήταν οπαδός του Ζωροαστρισμού και του πολυθεϊσμού.
Κοντά του ο Γεμιστός πρέπει να είχε ήδη διαμορφώσει σοβαρές επιφυλάξεις για το πνευματικό και πολιτικό επίπεδο του Βυζαντίου, καθώς και για τη χριστιανική θρησκεία. Έτσι, όταν γύρισε πίσω, πήγε στο Μυστρά όπου δεν είχε να αντιμετωπίσει την απειλή της αυστηρής εκκλησιαστικής εξουσίας όπως στην Κωνσταντινούπολη.
Το 1400 εγκαταστάθηκε στον Μυστρά, την πρωτεύουσα του Δεσποτάτου του Μορέως, όπου ίδρυσε φιλοσοφική σχολή. Μεταξύ των μαθητών του συγκαταλέγονται οι Βησσαρίων, Γεννάδιος Σχολάριος, Ιωάννης Αργυρόπουλος, Δημήτριος Χαλκοκονδύλης, Γεώργιος Ερμητιανός και πολλοί άλλοι.
Οι δεσπότες του Δεσποτάτου Θεόδωρος Α΄ (1383-1407), Θεόδωρος Β΄ (1407-1443) και Κωνσταντίνος (1428/1443-1449, ο κατοπινός αυτοκράτορας Κωνσταντίνος ΙΑ’) συχνά ζητούσαν την γνώμη του για διάφορα θέματα. Επίσης ο Πλήθων ήταν σύμβουλος και των τελευταίων αυτοκρατόρων του Βυζαντίου.
Είχε επίσης την ευθύνη κάποιου ανώτερου διοικητικού αξιώματος (magistratura) χωρίς όμως να γνωρίζουμε το ακριβές του περιεχόμενο.
Ένα από τα χειρόγραφα του Πλήθωνα, στην ελληνική γλώσσα, που γράφτηκε στις αρχές του 15ου αιώνα
Το 1437-39 συνόδευσε τον αυτοκράτορα Ιωάννη Η' στη Σύνοδο της Φερράρας-Φλωρεντίας. Επίσης μέλος της αποστολής ήταν και ο μαθητής του Πλήθωνα, ο ανθρωπιστής λόγιος και κατοπινός καρδινάλιος Βησσαρίων.
Στη διάρκεια της παραμονής του στη Φλωρεντία η προσωπικότητα, η μόρφωση και η ευγλωττία του Πλήθωνα εντυπωσίασε ιδιαιτέρως τους Ιταλούς ανθρωπιστές και μεταξύ αυτών τον ηγεμόνα της Φλωρεντίας Κοσμά των Μεδίκων.
Ο Πλήθων πέθανε υπέργηρος από φυσικά αίτια στον Μυστρά το 1452 και λόγω της καθόδου των Οθωμανών που ακολούθησε μετά από λίγα χρόνια, οι περισσότεροι μαθητές του, ανάμεσα στους οποίους και ο μετέπειτα καρδινάλιος Βησσαρίων, έφυγαν στην Ιταλία, όπου συνέβαλαν σημαντικά στην λεγόμενη Αναγέννηση. Το 1466 Ιταλοί θαυμαστές του με επικεφαλής τον Σιγισμούνδο Μαλατέστα εισέβαλαν στην Λακεδαίμονα, πήραν τα οστά του και τα μετέφεραν στο Ναό των Μαλατέστα (Tempio Malatestiano) στο Ρίμινι όπου βρίσκονται μέχρι σήμερα, «για να βρίσκεται ο μεγάλος διδάσκαλος μεταξύ ελευθέρων ανθρώπων».
Προς τιμήν του, ο αείμνηστος ακαδημαϊκός Ιωάννης Θεοδωρακόπουλος έδωσε στην Ελεύθερη Φιλοσοφική Σχολή του, που είχε ιδρύσει στη Μαγούλα Λακωνίας, το όνομα "Ο Πλήθων".
Έργο
Ο τάφος του Πλήθωνα στο Ναό των Μαλατέστα (Tempio Malatestiano) στο Ρίμινι.
Ένθερμος υπερασπιστής της φυσικής και πολιτισμικής συνέχειας του Ελληνισμού («εσμέν Έλληνες το γένος, ως η τε φωνή και η πάτριος παιδεία μαρτυρεί»), βαθύς γνώστης του πλατωνισμού, συνέθεσε πολλούς ύμνους προς τους αρχαιοελληνικούς θεούς, συγκρότησε τον φιλοσοφικο-λατρευτικό «κύκλο» του Μυστρά, και συνέγραψε τα «Περί ων Αριστοτέλης προς Πλάτωνα διαφέρεται» και «Περί νόμων».
Επί του τελευταίου έργου άνοιξε σπουδαία συζήτηση με τον πατριάρχη Γεννάδιο Σχολάριο, ο οποίος υποστήριξε αριστοτελικές απόψεις. Ο Πλήθων αντίθετα συνέρραψε πλατωνικές απόψεις μαζί με άλλες των στωικών, του Ζωροάστρη και δικές του, καταλήγοντας σε μια πολιτική και κοινωνική αναδιοργάνωση, από την οποία θα προέκυπτε μια πολιτεία βασισμένη σε μεταρρυθμισμένη εκδοχή του αρχαιοελληνικού πολυθεϊσμού, και στην οποία οι άνθρωποι «κάλλιστα τε και άριστα βιώεν, και εις όσον οίον τε ευδαιμονέστατα».
Μετά το θάνατό του οι δεσπότες της Πελοποννήσου παρέδωσαν το χειρόγραφο στο Γεννάδιο Σχολάριο, ο οποίος, αφού το διάβασε, δεν το αντέκρουσε, όπως είχε αρχικά πει, αλλά το έκαψε δημόσια, καθώς θεωρήθηκε «ειδωλολατρικό» και «σατανικό», που περιείχε υποτίθεται στις σελίδες του «τα σαπρά των Ελλήνων ληρήματα». Κάλεσε μάλιστα όσους κατέχουν αντίγραφα, να τα καταστρέψουν και αυτά. Παρά ταύτα, έχουν σωθεί και δημοσιευτεί αρκετά αποσπάσματα του έργου αυτού.
Περισσότερα Άρθρα...
- Σαλβαδόρ Αλλιέντε, ήταν πολιτικός και ο πρώτος μαρξιστής Πρόεδρος της Χιλής
- Τόλης Βοσκόπουλος, ήταν Έλληνας τραγουδιστής, συνθέτης, στιχουργός και ηθοποιός
- Κέβιν Σπέισι, Αμερικανός ηθοποιός, σκηνοθέτης, σεναριογράφος και παραγωγός
- Χοσέ Μαρία Εσκριβά, ο ιδρυτής του μυστικιστικού τάγματος του Βατικανού Opus Dei