Άρθρα
Βλαντιμίρ Μαγιακόφσκι, ήταν Ρώσος ποιητής και θεατρικός συγγραφέας
Βλαντιμίρ Μαγιακόφσκι
Ο Βλαντίμιρ Βλαντίμιροβιτς Μαγιακόφσκι ήταν Ρώσος ποιητής και θεατρικός συγγραφέας, ένας από τους κατεξοχήν εκπροσώπους του Ρωσικού Φουτουρισμού στις αρχές του 20ού αιώνα. 19 Ιουλίου 1893 – 14 Απριλίου, 1930)
Νεανικά χρόνια
Ήταν το τρίτο και τελευταίο παιδί της οικογένειάς του που γεννήθηκε στο Μπαγκντάτι, στη Γεωργία όπου ο πατέρας του εργαζόταν ως δασοφύλακας. Ο πατέρας του είχε καταγωγή από Ουκρανούς Κοζάκους ενώ η μητέρα του ήταν επίσης oυκρανικής καταγωγής. Αν και ο Μαγιακόφσκι μιλούσε Γεωργιανά στο σχολείο και με τους φίλους του, η οικογένειά του μιλούσε κυρίως Ρωσικά στο σπίτι. Σε ηλικία 14 ετών πήρε μέρος σε διαδηλώσεις με τους σοσιαλιστές στην πόλη Κουταΐσι, όπου παρακολούθησε μαθήματα στο τοπικό γυμνάσιο. Μετά τον ξαφνικό και πρώιμο θάνατο του πατέρα του το 1906, η οικογένειά του — ο ίδιος, η μητέρα του, και οι δύο αδελφές του — μετακόμισε στη Μόσχα, όπου συνέχισε τις μαθητικές του σπουδές.
Στη Μόσχα ο Μαγιακόφσκι ανέπτυξε το πάθος του για τη μαρξιστική λογοτεχνία, πήρε μέρος σε σειρά δραστηριοτήτων στο Ρωσικό Σοσιαλιστικό Δημοκρατικό Κόμμα των Εργαζομένων και αργότερα στρατολογήθηκε ως μέλος των Μπολσεβίκων. Το 1908 αποπέμφθηκε από το σχολείο επειδή η μητέρα του δεν μπορούσε πλέον να πληρώνει τα δίδακτρα. Εκείνη την εποχή, ο Μαγιακόφσκι φυλακίστηκε σε τρεις περιπτώσεις για ανατρεπτική πολιτική δράση αλλά, όντας ανήλικος, απέφυγε τη μεταγωγή του. Στη διάρκεια της περιόδου της απομόνωσης στα κρατητήρια της φυλακής της Μπουτίρκα το 1909, άρχισε να γράφει ποίηση, αλλά τα ποιήματά του κατασχέθηκαν από τις αρχές. Με την αποφυλάκισή του, εξακολούθησε να εργάζεται για το σοσιαλιστικό κίνημα, και το 1911 μπήκε στη Σχολή Καλών Τεχνών της Μόσχας όπου γνωρίστηκε με μέλη του ρωσικού φουτουριστικού κινήματος. Έγινε ο κύριος εκπρόσωπος τύπου για την ομάδα Γκιλέας, και στενός φίλος του ζωγράφου Νταβίντ Μπουρλιούκ, τον οποίο έβλεπε ως μέντορά του.
Λογοτεχνική ζωή
Το 1912 η φουτουριστική έκδοση, Ένα χαστούκι στο πρόσωπο του δημοσίου γούστου περιελάμβανε τα πρώτα δημοσιευμένα ποιήματα του Μαγιακόφσκι: Νύχτα και Πρωί. Λόγω όμως των πολιτικών τους δραστηριοτήτων, ο Μπουρλιούκ και ο Μαγιακόφσκι αποβλήθηκαν από τη Σχολή Καλών Τεχνών της Μόσχας το 1914.
Η εργασία του συνεχίστηκε, υπό την μανιέρα του Φουτουρισμού, έως το 1914. Η καλλιτεχνική του ανάπτυξη τότε άλλαξε δραματικά προς την κατεύθυνση της αφήγησης και ήταν αυτή του η δουλειά, που δημοσιεύτηκε αμέσως την περίοδο που προηγήθηκε της Ρωσικής Επανάστασης, η οποία επρόκειτο να καθιερώσει τη φήμη του ως ποιητή στη Ρωσία και στο εξωτερικό.
To Σύννεφο με παντελόνια (1915), ήταν το πρώτο μεγάλο ποίημα του Μαγιακόφσκι και περιέγραφε τα καυτά θέματα του έρωτα, της επανάστασης, της θρησκείας, και της τέχνης γραμμένο υπό το πρίσμα του πληγωμένου εραστή. Η γλώσσα του έργου ήταν η γλώσσα των δρόμων, και ο Μαγιακόφσκι κατέβαλλε σημαντικές προσπάθειες για να απομυθοποιήσει τις ιδεαλιστικές και ρομαντικές έννοιες της ποίησης και των ποιητών.
Ο Βλαντίμιρ Μαγιακόφσκι και η Λίλια Μπρικ
Το καλοκαίρι του 1915, ο Μαγιακόφσκι ερωτεύτηκε μια παντρεμένη γυναίκα, τη Λίλια Μπρικ, και είναι σε εκείνη που αφιέρωσε το ποίημα Το σπονδυλωτό φλάουτο (1916). Δυστυχώς για τον Μαγιακόφσκι, αυτή ήταν η γυναίκα του εκδότη του, Όσιπ Μπρικ. Η ερωτική σχέση, αλλά και οι εντυπώσεις του από τον πόλεμο και την επανάσταση, επηρέασαν καθοριστικά τα έργα του αυτών των χρόνων. Το ποίημα Ο πόλεμος και ο κόσμος (1916) αναφέρεται στη φρίκη του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου και Ο Άνθρωπος (1917) είναι ένα ποίημα που ασχολείται με τη δυστυχία του έρωτα.
Η επιθυμία του, στις αρχές του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, να καταταγεί ως εθελοντής απορρίφθηκε. Ανάμεσα στα έτη 1915-1917 εργάστηκε στην Αγία Πετρούπολη, στη Στρατιωτική Σχολή Αυτοκινήτου, ως επίσημος γραφέας. Κατά το ξέσπασμα της Ρωσικής Επανάστασης, ο Μαγιακόφσκι βρίσκονταν στο Σμόλνι, στην Αγία Πετρούπολη. Εκεί έζησε την Οκτωβριανή Επανάσταση. Ξεκίνησε να απαγγέλλει ποιήματα όπως το Αριστερό Εμβατήριο! Για τους Κόκκινους Ναυτικούς: 1918 σε ναυτικά θέατρα, με ναύτες ως κοινό του.
Όταν ξαναγύρισε στη Μόσχα, ο Μαγιακόφσκι εργάστηκε στο Ρωσικό πρακτορείο τηλεγραφίας, δημιουργώντας —τόσο σε γραφικά όσο και σε κείμενο — σατυρικά πόστερ αγκιτπρόπ. Το 1919 δημοσίευσε την πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο Συλλογή Έργων 1909-1919. Στο πολιτιστικό κλίμα της πρώιμης Σοβιετικής Ένωσης, η δημοτικότητά του αυξήθηκε πολύ γρήγορα. Στη διάρκεια των χρόνων 1922-1928, ο Μαγιακόφσκι ήταν εξέχον μέλος του Αριστερού Μετώπου για την Τέχνη και συνέχισε να προσδιορίζει το έργο του ως κομμουνιστικό φουτουρισμό. Εξέδιδε, μαζί με τον Σεργκέι Τρετιακόφ και τον Όσιπ Μπρικ, το περιοδικό «ΛΕΦ» (που σημαίνει αριστερό μέτωπο).
Ως ένας από τους ελάχιστους σοβιετικούς συγγραφείς που του επετράπη να ταξιδεύει ελεύθερα, τα ταξίδια του στην Λετονία, Βρετανία, Γερμανία, Ηνωμένες Πολιτείες, Μεξικό και Κούβα επηρέασαν έργα του όπως Η δική μου ανακάλυψη της Αμερικής (1925). Ταξίδεψε επίσης, από τη μια έως την άλλη άκρη, σε όλη τη Σοβιετική Ένωση.
Σε μια περιοδεία του για διαλέξεις στις Ηνωμένες Πολιτείες, ο Μαγιακόφσκι γνώρισε την Έλι Τζονς, η οποία γέννησε αργότερα την κόρη του, ένα γεγονός που ο ίδιος πληροφορήθηκε μόλις το 1929, όταν το ζευγάρι συναντήθηκε μυστικά στη νότιο Γαλλία, καθώς η σχέση τους είχε κρατηθεί κρυφή. Στα τέλη του 1920, ο Μαγιακόφσκι ερωτεύθηκε την Τατιάνα Γιάκοβλεβα και σε αυτήν αφιέρωσε το ποίημα Γράμμα στην Τατιάνα Γιάκοβλεβα (1928).
Η σημασία της επίδρασης του Μαγιακόφσκι δεν περιορίζεται στη σοβιετική ποίηση. Ενώ από χρόνια θεωρείται ο κορυφαίος Σοβιετικός ποιητής, έχει αλλάξει επίσης τις παραδοχές για την ποίηση στην ευρύτερη κουλτούρα του 20ου αιώνα. Ο πολιτικός του ακτιβισμός ως καθοδηγητή προπαγάνδας σπάνια κατανοήθηκε και συχνά επικρίθηκε από τους συγχρόνους του, ακόμα και από στενούς του φίλους όπως ο Μπορίς Παστερνάκ. Κοντά στα τέλη του 1920, ο Μαγιακόφσκι απομυθοποίησε σε μεγάλο βαθμό την πορεία της Σοβιετικής Ένωσης υπό τον Ιωσήφ Στάλιν: τα σατιρικά του έργα Ο κοριός (1929) και Το μπάνιο (1930), τα οποία πραγματεύονται τη σοβιετική απέχθεια για την τέχνη και τη γραφειοκρατία, αντανακλούν αυτή την εξέλιξη.
Το απόγευμα της 14ης Απριλίου, 1930, ο Μαγιακόφσκι αυτοπυροβολήθηκε. Το ημιτελές κείμενο του ποιήματος της αυτοκτονίας του σημείωνε, μεταξύ άλλων:
Το καράβι της αγάπης συντρίφτηκε πάνω στην καθημερινή ρουτίνα. Εσύ κι εγώ, δεν χρωστάμε τίποτε ο ένας στον άλλον, και δεν έχει νόημα η απαρίθμηση αμοιβαίων πόνων, θλίψεων και πληγών.
Ο Μαγιακόφσκι ετάφη στη Μόσχα, στο Κοιμητήριο Νοβοντέβιτσι.
Μετά τον θάνατό του
Το 1930, ο τόπος γέννησής του στη Γεωργία – το Μπαγκντάτι- μετονομάστηκε, προς τιμήν του, σε Μαγιακόφσκι. Μετά τον θάνατο του Στάλιν, ανέκυψαν διαδόσεις ότι ο Μαγιακόφσκι δεν αυτοκτόνησε αλλά στην πραγματικότητα δολοφονήθηκε μετά από εντολή του πρώτου. Εντούτοις δεν υπάρχει κανένα σχετικό αποδεικτικό στοιχείο. Στη διάρκεια της δεκαετίας του 1990, όταν ανοίχτηκαν τα απόρρητα αρχεία της Κα-Γκε-Μπε, υπήρχε ελπίδα ότι νέα στοιχεία θα έλθουν στο φως σχετικά με αυτό το θέμα, αλλά τίποτε τελικά δεν αποκαλύφθηκε και ο ισχυρισμός παραμένει αναπόδεικτος. Μετά θάνατον, ο Μαγιακόφσκι κατηγορήθηκε από τον σοβιετικό Τύπο ως φορμαλιστής και συνοδοιπόρος (αντίθετα από τους επίσημα αναγνωρισμένους προλετάριους ποιητές", όπως ο Ντεμιάν Μπέντνι). Όταν το 1935, η Λίλια Μπρικ έγραψε στον Στάλιν σχετικά με αυτές τις επιθέσεις κατά του ποιητή, ο δεύτερος έγραψε το εξής σχόλιο στο γράμμα της Μπρικ:
"Σύντροφε Νικολάι Γιεζόφ, παρακαλώ να αναλάβεις να ενεργήσεις τα δέοντα σχετικά με την επιστολή της Μπρικ. Ο Μαγιακόφσκι παραμένει ο καλύτερος και ο πιο ταλαντούχος ποιητής της Σοβιετικής περιόδου. Η αδιαφορία για την καλλιτεχνική του κληρονομιά είναι έγκλημα. Τα παράπονα της Μπρικ είναι, κατά την γνώμη μου, δικαιολογημένα..."
Τα λόγια αυτά έγιναν στερεότυπο που επίσημα αποκατέστησε τον Μαγιακόφσκι αλλά, όπως σημείωσε και ο Μπορίς Παστερνάκ, από ορισμένους κύκλους ουσιαστικά εξελήφθησαν ως δεύτερη θανάτωση του ποιητή.
Ανρί Νεστλέ, φαρμακοποιός που καταγόταν από την Φρανκφούρτη και ίδρυσε στην Ελβετία εταιρία προϊόντων βρεφικής και παιδικής διατροφής
Ανρί Νεστλέ
Η Νεστλέ είναι πολυεθνική εταιρία τροφίμων, που ιδρύθηκε και εδρεύει στο Βεβέ της Ελβετίας και είναι η μεγαλύτερη βιομηχανία της χώρας.
Ιστορία
Ο φαρμακοποιός Ανρί Νεστλέ (γαλλικά: Henri Nestle) που καταγόταν από την Φρανκφούρτη ίδρυσε το 1860 στο Βεβέ της Ελβετίας την εταιρία. O Νεστλέ είχε αναπτύξει μια τροφή για μωρά, των οποίων οι μητέρες δεν ήταν σε θέση να τα θηλάσουν. Ο Νεστλέ γρήγορα αντιλήφθηκε ότι η εμπορία του προϊόντος του ξεπερνούσε τα πλαίσια των δυνατοτήτων του. Έτσι, το 1866, δημιούργησε δική του εταιρεία, η οποία, το 1905, συγχωνεύθηκε με την Anglo-Swiss Condensed Milk Company με έδρα το Σαμ (Cham) της Ελβετίας.
Αργότερα η εταιρία άνοιξε παραρτήματα σε άλλες χώρες όπως το Ηνωμένο Βασίλειο, η Γερμανία και η Ισπανία. Το πρώτο εργοστάσιο στις Η.Π.Α ιδρύθηκε στο Φούλτον της Νέας Υόρκης. Κατά τα τέλη του 19ου αιώνα πρϊόντα της Nestle εμφανίζονται στη Ελλάδα. Σε μια Ελληνική εφημερίδα της εποχής βρίκεται μια διαφήμιση για το «γαλακτούχον άλευρον Nestle». Το 1914 η “Εταιρεία Nestle & Anglo – Swiss Condensed Milk Co., Cham & Vevey (Ελβετία)" εγκαινιάζει εγκαταστάσεις στην οδο Πλούτωνος 1 στην Αθηνα και αποθήκης στον Πειραιά. Το 1973 ιδρύεται η σημερινή Nestle Ελλάς. που είναι παρούσα και με εργοστάσια παραγωγής στην Ελλάδα. Από την Νεστλέ Ελλάς προέρχεται η εφεύρεση του πλέον διεθνές γνωστού Φραπέ.
Η Νεστλέ Ελλάς και η Επιτροπή Ανταγωνισμού (2009)
Toν Φεβρουάριο του 2009, πρόστιμο 29,9 εκατομμυρίων ευρώ επέβαλε η Επιτροπή Ανταγωνισμού στην Νεστλέ Ελλάς, μετά από αυτεπάγγελτη έρευνα στην αγορά προϊόντων καφέ. Σύμφωνα με την Επιτροπή Ανταγωνισμού, κατά την πενταετία 2002-2006, η εταιρεία παρεμπόδιζε τις αλυσίδες σούπερ μάρκετ να κάνουν παράλληλες εισαγωγές στιγμιαίου καφέ και να προβάλουν τα ανταγωνιστικά προϊόντα, ενώ παράλληλα απαγόρευε στις καφετέριες και τους διανομείς να προμηθεύονται καφέ από άλλες εταιρίες.
Σύμφωνα με το σκεπτικό της απόφασης της Επιτροπής Ανταγωνισμού, η Νεστλέ έκανε κατάχρηση της δεσπόζουσας θέσης της στην αγορά του στιγμιαίου καφέ με τους εξής τρόπους:
Σε ό,τι αφορά την αγορά του στιγμιαίου καφέ λιανικής πώλησης (σούπερ μάρκετ):
• Παρείχε εκπτώσεις στόχων και πίστης.
• Απαγόρευε και παρεμπόδιζε τις παράλληλες εισαγωγές.
• Απαγόρευε στις αλυσίδες να διενεργούν παράλληλες προωθητικές ενέργειες με άλλα ανταγωνιστικά προϊόντα.
• Για τις παραβάσεις στη συγκεκριμένη αγορά η Επιτροπή Ανταγωνισμού επέβαλε πρόστιμο 29.786.764 ευρώ. Επίσης, υποχρεώνει την εταιρεία να παύσει άμεσα αυτές τις παραβάσεις και την απειλεί με πρόστιμο 5.000 ευρώ για κάθε ημέρα μη συμμόρφωσης. Στην αγορά στιγμιαίου καφέ μαζικής εστίασης (καφετέριες κ.λπ): Επέβαλε ρητούς όρους αποκλειστικής προμήθειας και ομαδικών πωλήσεων.
• Παρείχε εκπτώσεις πίστης που αποσκοπούσαν στη δημιουργία πιστής πελατειακής σχέσης μεταξύ της NESTLE και των επιχειρήσεων μαζικής εστίασης. Για τις συγκεκριμένες παραβάσεις επιβάλλει πρόστιμο 149.901 ευρώ και την προειδοποιεί ότι σε περίπτωση που δεν παύσει τη συμπεριφορά αυτή θα επιβληθεί πρόστιμο 5.000 ευρώ για κάθε ημέρα μη συμμόρφωσης. Τέλος, στις σχέσεις της με τους διανομείς επέβαλε υποκρύπτουσα υποχρέωση μη ανταγωνισμού (αντίστοιχης της «αγγλικής ρήτρας»). Αν δεν παύσει τις παραβάσεις της σε βάρος των διανομέων, απειλείται με πρόστιμο 10.000 ευρώ για κάθε ημέρα μη συμμόρφωσης. Τέλος, η Επιτροπή επιβάλλει πρόστιμο 15.000 ευρώ στη Νεστλέ, διότι δεν γνωστοποίησε τις συμφωνίες συνεργασίας τόσο με τις αλυσίδες σούπερ μάρκετ όσο και με καταστήματα μαζικής εστίασης, αλλά και με τους διανομείς της (που συνάφθηκαν μετά τις 2 Αυγούστου 2005).
Συνολικά, το πρόστιμο που επιβλήθηκε στη Νεστλέ φθάνει τα 29.951.665 ευρώ.
Η Νεστλέ σήμερα
Η Νεστλέ σήμερα είναι μια από τις μεγαλύτερες εταιρείες τροφίμων σε ολόκληρο τον κόσμο, καθώς απασχολεί 265.000 άτομα παγκοσμίως και διαθέτει 481 εργοστάσια σε 87 χώρες και τις πέντε ηπείρους.
Διαθέτει ευρεία γκάμα προϊόντων. Γνωστά προϊόντα της στην Ελλάδα είναι ο στιγμιαίος καφές Nescafe, τα είδη βρεφικής διατροφής "Neslac", "Nan" κ. ά,. οι σοκολάτες "Crunch", "Smarties" "KitKat", στιγμιαία ροφήματα (Νεσκουίκ), προϊόντα μαγειρικής με την επωνυμία "Maggi", μεταλλικό εμφιαλωμένο νερό ("Κορπή", "Perrier"), παγωτά, προϊόντα για κατοικίδια (όπως τα "Friskies") κ. ά. Η Νεστλέ είναι, επίσης, ο κυριότερος μέτοχος της εταιρείας προϊόντων κοσμητικής "L’ Oreal".
Ζαν Κοκτώ, ήταν Γάλλος ποιητής, μυθιστοριογράφος, θεατρικός συγγραφέας, ζωγράφος και σκηνοθέτης του κινηματογράφου
Ζαν Κοκτώ
Ο Ζαν Κοκτώ (Jean Cocteau, 5 Ιουλίου 1889 - 11 Οκτωβρίου 1963) ήταν Γάλλος ποιητής, μυθιστοριογράφος, θεατρικός συγγραφέας, ζωγράφος και σκηνοθέτης του κινηματογράφου. Υπήρξε ένας από τους πιο πολυσχιδείς καλλιτέχνες του μεσοπολέμου, μέλος της γαλλικής πρωτοπορίας. Επιδόθηκε στην ανάπλαση και υπερρεαλιστική ερμηνεία των ελληνικών μύθων (Ορφέας, Αντιγόνη, Οιδίποδας, Ολέθρια μηχανή), θήτευσε στο ψυχολογικό θέατρο και ασπάστηκε το νεορομαντισμό. Από τις γνωστότερες ταινίες του είναι: Η πεντάμορφη και το τέρας και οι Τρομεροί γονείς (από το θεατρικό του έργο).
Βιογραφία
Γεννήθηκε στο Μαιζόν-Λαφίτ, κοντά στο Παρίσι, το 1889 και πέθανε στο Μιλί-λα-Φορέ, κοντά στο Παρίσι, το 1963 σε ηλικία 74 ετών. Ήταν γιος εύπορου Παριζιάνου συμβολαιογράφου και μορφώθηκε στο Λύκειο Κοντορσέ.
Επιδεικνύοντας ταλέντο στην ποίηση, το μυθιστόρημα και το θέατρο, στη ζωγραφική, στο σενάριο και τη μουσική κίνηση της χώρας του, ο Κοκτώ δημοσίευσε την πρώτη συλλογή ποιημάτων του "Το λυχνάρι του Αλαντίν" (La Lampe d' Aladin) το 1909, σε ηλικία μόλις 18 χρόνων. Στις ποιητικές συλλογές του που ακολούθησαν, "Ο άστατος πρίγκηπας" (1910), "Ο χορός του Σοφοκλέους" (1912) και το "Ακρωτήρι της Καλής Ελπίδας" (1919), διακρίνεται από μια αβρότητα και χάρη στο ύφος κι ένα πλούτο φαντασίας. Το ίδιο παρατηρείται και στα μυθιστορήματά του, όπως για παράδειγμα στο "Θωμά τον απατεώνα" (Thomas l' imposteur, 1923), 1982 και στα "Τρομερά παιδιά" (Les Enfants terribles, 1929). Όλο το έργο του, ακόμα και τα φιλοσοφικά και κριτικά του δοκίμια, διαπνέεται από ένα αίσθημα παιδικής αφέλειας μαζί με μια αγωνία αναζήτησης.
Στο θέατρο άρχισε την καριέρα του το 1923 με τους "Νεόνυμφους του Πύργου του Άιφελ" (Les Maries de la Tour Eiffel), με μια τάση φυγής από το στυλ του ρεαλισμού που επικρατούσε και ανάπτυξης της αξίας του αυτοσκοπού στη θεατρική τέχνη. Στη συνέχεια με τον "Ρωμαίο και Ιουλιέτα" (1924), τον "Ορφέα" (1927), την "Αντιγόνη" (λιμπρέτο στην όπερα του Χόνεγκερ) και τον "Οιδίποδα τύραννο" (λιμπρέτο στην όπερα - ορατόριο του Ιγκόρ Στραβίνσκι) το 1928, την "Ανθρώπινη φωνή" (1930), την "Ολέθρια μηχανή" (La Machine infernale, 1934), τους "Ιππότες της στρογγυλής τραπέζης" (Les Chevaliers de la Table ronde, 1937), τους "Τρομερούς γονείς" (Les Parents terribles, 1939), τη "Γραφομηχανή" (La Machine a ecrire, 1941) και το "Δικέφαλο αετό" (L'Aigle a deux tetes, 1946), κηρύσσεται υπέρ των νεωτεριστικών ιδεών, συνεργάζεται με Γάλλους της πρωτοπορίας κι εμφανίζεται διαδοχικά ως φουτουριστής, σουρεαλιστής, κυβιστής ή ντανταϊστής.
Επηρεασμένος από το σουρεαλιστικό κίνημα και τους πρωτοπόρους της αφηρημένης τέχνης στη ζωγραφική και τη γλυπτική, ο Κοκτώ πειραματίζεται και μεταφέρει τις τάσεις αυτές της εποχής του και στο θέατρο, όπως στην "Παρέλαση" (Parade, 1917) σε σκηνικά Πικάσο και μουσική του Ερίκ Σατί (Satie) και "Το Βόδι πάνω στη Στέγη" (Le Boeuf sur le Toit, 1920) σε σκηνικά Ντυφύ και μουσική του Νταριούς Μιλώ (Milhaud).
Από τους συγγραφείς που είχαν επιρροή στο έργο του είναι ο Εντμόν Ροστάν, ο Ραϊμόν Ραντιγκέ, ο Κατύλ Μαντές, η Κόμισσα ντε Νοάιγ, μα πιο πολύ ο Αντρέ Ζιντ. Ο Κοκτώ όμως δεν περιορίστηκε στη συγγραφή των έργων του. Έλαβε κι ο ίδιος ενεργό μέρος ως ηθοποιός, παραγωγός, σκηνογράφος. Έγραψε για χορόδραμα, μιούζικαλ, τσίρκο, κινηματογραφικές ταινίες (όπως π.χ. η σουρεαλιστική ταινία "Η ωραία και το κτήνος", 1946). Συνεργάστηκε με ονόματα όπως ο Φρανσουά Κοπώ, ο Άρθουρ Χόνεγκερ, συνθέτης του μουσικού δράματος "Βασιλιάς Δαβίδ", ο Πικάσο και ο Μοντιλιάνι, ο Σερζ Ντιαγκιλέφ, ο μεγάλος Ρώσος χορογράφος και σκηνοθέτης, ιδρυτής των περίφημων "Ρωσικών μπαλέτων" κ.ά.
Ο Ζαν Κοκτώ πέθανε στις 11 Οκτωβρίου του 1963, μία ημέρα μετά την Εντίθ Πιάφ. Ο Ζαν Κοκτώ και η Εντίθ Πιάφ, σε ένα από τα περίεργα παιχνίδια της μοίρας, διασταυρώθηκαν το 1940 όταν η Πιάφ ερμήνευσε αλησμόνητα τον Ωραίο αδιάφθορο, που ο Κοκτώ είχε γράψει ειδικά για εκείνη.
Προσωπική ζωή
Υπήρξε φίλος για δεκαετίες με τον Πάμπλο Πικάσο και ήταν ένας από τους κουμπάρους στον γάμο του Ισπανού ζωγράφου με την Ολγα Χοχλόβα. Επίσης, ήταν φίλος με τον Μαρσέλ Προυστ, τον Αντρέ Ζιντ και τον δισέγγονο του Βίκτωρος Ουγκώ, Ζαν.
Από το 1937 ως τον θάνατό του είχε σχέση με τον ηθοποιό Ζαν Μαρέ.
Λούις Άρμστρονγκ, ήταν Αμερικανός μουσικός της τζαζ
Λούις Άρμστρονγκ
Ο Λούις Άρμστρονγκ (4 Αυγούστου 1901 – 6 Ιουλίου 1971) (γνωστός και με τα προσωνύμια Satchmo ή Pops) ήταν Αμερικανός μουσικός της τζαζ. Υπήρξε μία χαρισματική προσωπικότητα και καινοτόμος ερμηνευτής, με πλούσια μουσικά προσόντα και σημαντική συνεισφορά στο είδος. Αποτελεί σήμερα έναν από τους δημοφιλέστερους τζαζ μουσικούς του 20ού αιώνα. Διακρίθηκε αρχικά ως τρομπετίστας και αργότερα ως τραγουδιστής.
Νεανικά χρόνια
Ο Άρμστρονγκ γεννήθηκε στις 4 Αυγούστου του 1901, στη Νέα Ορλεάνη. Υπήρξε γιος φτωχής οικογένειας, την οποία ο πατέρας του, Γουίλλιαμ Άρμστρονγκ, εγκατέλειψε όταν ο Λούις Άρμστρονγκ ήταν ακόμα σε βρεφική ηλικία. Η ενασχόλησή του με τη μουσική ξεκίνησε όταν άρχισε να μαθαίνει κορνέτο συμμετέχοντας στην ορχήστρα του αναμορφωτηρίου New Orleans Home for Colored Waifs, όπου κατέληξε αρκετές φορές εξαιτίας εγκληματικής συμπεριφοράς, με πιο χαρακτηριστικό περιστατικό, αυτό που συνέβη κατά τη διάρκεια ενός πρωτοχρονιάτικου εορτασμού, όταν ο Άρμστρονγκ πυροβόλησε στον αέρα με το όπλο του πατέρα του. Ακολουθούσε συχνά τις παρελάσεις της τοπικής ορχήστρας των πνευστών ενώ παράλληλα προσπαθούσε να παρακολουθήσει παλαιότερους μουσικούς, όπως τον Μπανκ Τζόνσον και κυρίως τον Κινγκ Όλιβερ, ο οποίος αποτελούσε ένα είδος πατρικής φιγούρας για τον Λούις Άρμστρονγκ.
Αργότερα, συμμετείχε κι ο ίδιος σε ορχήστρες ενώ ξεκίνησε να περιοδεύει ως μουσικός με την ορχήστρα του πιανίστα Fate Marable, η οποία έπαιζε πάνω σ' ένα ατμόπλοιο που διέσχιζε τον Μισισίπι. Ο Άρμστρονγκ παρομοίασε την περίοδο αυτή με τη φοίτηση σε ένα πανεπιστήμιο, καθώς αποκόμισε σημαντικές εμπειρίες και γνώσεις. Το 1919, όταν ο Κινγκ Όλιβερ εγκατέλειψε την πόλη της Νέας Ορλεάνης, ο Άρμστρονγκ τον αντικατέστησε στην ορχήστρα του Έντουαρντ "Κιντ" Όρι, που αποτελούσε εκείνη την εποχή μία από τις πιο δημοφιλείς τζαζ ορχήστρες.
Πρώτα καλλιτεχνικά βήματα
Το 1922 εγκαταστάθηκε στο Σικάγο, έπειτα από πρόσκληση του Κινγκ Όλιβερ να συμμετάσχει στην ορχήστρα του (Creole Jazz Band). Από τις αρχές της δεκαετίας του 1920, το Σικάγο αποτελούσε το κυρίαρχο κέντρο της τζαζ και η ορχήστρα του Όλιβερ ήταν μία από τις σημαντικότερες. Ο Άρμστρονγκ συμμετείχε για πρώτη φορά σε ηχογραφήσεις, ως δεύτερος κορνετίστας, το 1923. Αν και η συνεργασία του με τον Όλιβερ ήταν αρμονική, μετά από παρότρυνση της πιανίστριας και σύζυγου του, Λιλ Χάρντιν Άρμστρονγκ, εγκαταστάθηκε το 1924 στη Νέα Υόρκη και συμμετείχε στην ορχήστρα του Φλέτσερ Χέντερσον, για τις ανάγκες της οποίας άρχισε να παίζει τρομπέτα. Τον επόμενο χρόνο επέστρεψε στο Σικάγο όπου ξεκίνησε να ηχογραφεί ως ηγέτης των συγκροτημάτων Hot Five και Hot Seven, σημειώνοντας επιτυχίες, όπως τα κομμάτια Potato Head Blues, Muggles (όρος αργκό για την μαριχουάνα, της οποίας ήταν χρήστης ο Άρμστρονγκ) και West End Blues (σύνθεση του Κινγκ Όλιβερ). Η εισαγωγή του Άρμστρονγκ στο West End Blues, παραμένει ως σήμερα ένας από τα διασημότερους αυτοσχεδιασμούς στην ιστορία της τζαζ.
Το 1929 επέστρεψε στη Νέα Υόρκη και τον επόμενο χρόνο εγκαταστάθηκε στο Λος Άντζελες πριν ξεκινήσει να περιοδεύει στην Ευρώπη. Έχοντας αναλώσει αρκετά χρόνια περιοδεύοντας, εγκαταστάθηκε μόνιμα στο Κουίνς της Νέας Υόρκης, το 1943 συνεχίζοντας να εξελίσσει το παίξιμό του. Για τα επόμενα τριάντα χρόνια, ο Άρμστρονγκ έδινε περισσότερες από 300 συναυλίες το χρόνο, αν και κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1940, οι μεγάλες ορχήστρες σταδιακά εγκαταλείφθηκαν, λόγω του οικονομικού κόστους συντήρησής τους και του μειωμένου ενδιαφέροντος του κοινού για αυτές.
The All Stars
Το 1947, κατόπιν μίας πολύ επιτυχημένης συναυλίας του Άρμστρονγκ με τον Jack Teagarden και ένα μικρό μουσικό σχήμα στη Νέα Υόρκη, αποφάσισε να εγκαταλείψει την δομή της μεγάλης ορχήστρας, καθιερώνοντας ένα μικρότερο εξαμελές μουσικό συγκρότημα, το οποίο ονομαζόταν Louis Armstrong and his All Stars. Σε αυτό μετείχαν, μεταξύ άλλων, ο Teagarden, ο Ερλ Χάινς, καθώς και άλλοι σημαντικοί μουσικοί του σουίνγκ ή του ντίξιλαντ. Με τους All Stars, ο Άρμστρονγκ πραγματοποίησε αρκετές ηχογραφήσεις, ενώ εμφανίστηκε και σε περισσότερες από τριάντα ταινίες. Το 1964, ηχογράφησε τον πιο επιτυχημένο εμπορικά δίσκο του, περιλαμβάνοντας την ηχογράφησή του για τη σύνθεση Hello, Dolly! του Τζέρι Χέρμαν. Το τραγούδι αναρριχήθηκε στην πρώτη θέση των μουσικών καταλόγων και ο Άρμστρονγκ αποτέλεσε τον γηραιότερο μουσικό που πέτυχε μία τέτοια διάκριση, σε ηλικία 63 ετών.
Υπήρξε ενεργός και συνέχισε να δίνει συναυλίες μέχρι το θάνατό του. Στις τελευταίες του εμφανίσεις, αν και σε προχωρημένη ηλικία, ερμήνευε συχνά κομμάτια από μνήμης. Περιόδευσε επίσης στην Αφρική, την Ευρώπη και την Ασία, κάτω από τη χορηγία του State Department των ΗΠΑ. Οι περιοδείες αυτές είχαν ιδιαίτερη απήχηση, γεγονός που οδήγησε στον χαρακτηρισμό του Άρμστρονγκ ως "πρέσβη Satch". Πέθανε το 1971 από καρδιακή προσβολή, σε ηλικία 70 ετών και ενώ το προηγούμενο βράδυ είχε εμφανιστεί στο ξενοδοχείο Waldorf Astoria.
Προσωνύμια
Το προσωνύμιο Satchmo ή Satch (συντομεύσεις του όρου Satchelmouth) περιγράφουν την έκφραση του προσώπου του κατά τη διάρκεια του παιξίματος της τρομπέτας. Το 1932, ο τότε εκδότης της βρετανικής μουσικής εφημερίδας Melody Maker, Percy Brooks, υποδέχθηκε τον Άμστρονγκ στο Λονδίνο με τον χαιρετισμό "Hello, Satchmo!", συντομεύοντας δηλαδή τον όρο Satchelmouth, και έκτοτε καθιερώθηκε. Στις αρχές της σταδιοδρομίας του ήταν επίσης γνωστός με το προσωνύμιο Dippermouth. Ο Άρμστρονγκ τοποθετούσε την τρομπέτα στα χείλη του με τέτοιο τρόπο, ώστε μετά από αρκετή ώρα σχηματιζόταν ένα μικρό βαθούλωμα (αγγλ. dip) στο πάνω χείλος του, εμφανές και σε αρκετές φωτογραφίες εκείνης της περιόδου. Το γεγονός αυτό οδήγησε κάποια στιγμή και στην αφοσίωσή του στο τραγούδι, καθώς για ένα διάστημα δεν ήταν δυνατό να παίζει τρομπέτα, αν και αργότερα τροποποίησε τον τρόπο παιξίματός του ώστε να συνεχίσει. Οι μουσικοί με τους οποίους συνεργαζόταν και οι φίλοι του τον αποκαλούσαν συνήθως Pops, όπως και ο ίδιος αποκαλούσε εκείνους αντίστοιχα.
Μουσική
Στα πρώτα στάδια της εξέλιξής του, ο Άρμστρονγκ διακρίθηκε ως βιρτουόζος του κορνέτου και της τρομπέτας. Οι πιο σημαντικές από τις πρώτες του ηχογραφήσεις αναδείχθηκαν μέσα από τα μουσικά σχήματα των Hot Five και Hot Seven και οι αυτοσχεδιασμοί του Άρμστρονγκ σε αυτές, αποτελούν μέχρι σήμερα σημείο αναφοράς για την μελωδικότητά, τις καινοτομίες και τον εκλεπτυσμό τους. Είχε επίσης σημαντική συνεισφορά στην ανάδειξη του ρόλου τού σολίστα, συμβάλλοντας στην μετατροπή του είδους της τζαζ, από μία συλλογική κατά βάση μουσική, σε μία μορφή τέχνης με μεγάλα περιθώρια αυτόνομης έκφρασης του μουσικού.
Στην πορεία των χρόνων, ο Άρμστρονγκ ενδιαφέρθηκε έντονα και για το τραγούδι. Αν και δεν ήταν ο πρώτος που το χρησιμοποίησε, ανέδειξε σε μεγάλο βαθμό και κατέστησε δημοφιλές, το αποκαλούμενο σκατ τραγούδι (scat singing), δηλαδή τραγούδι χωρίς λόγια, με άναρθρους φθόγγους, το οποίο και ενσωμάτωσε στο ρεπερτόριό του.
Κατά τη διάρκεια της μουσικής του σταδιοδρομίας, συνεργάστηκε είτε ως τραγουδιστής είτε ως τρομπετίστας, με μερικούς από τους σημαντικότερους μουσικούς της τζαζ, μεταξύ αυτών ο Ντιούκ Έλινγκτον, η Έλλα Φιτζέραλντ, ο Μπινγκ Κρόσμπι, ο Φλέτσερ Χέντερσον και η Μπέσι Σμιθ. Με την Έλλα Φιτζέραλντ ηχογράφησε συνολικά τρεις δίσκους: Ella and Louis, Ella and Louis Again και Porgy and Bess. Οι τελευταίες σημαντικές του ηχογραφήσεις καταγράφονται στη δεκαετία του 1950 ενώ το μεγαλύτερο μέρος της ύστερης δισκογραφίας του χαρακτηρίζεται συνήθως από τους κριτικούς ως υπεραπλουστευτικό ή τυποποιημένο, αν και δεν του στέρησε την εμπορική απήχηση. Μία από τις τελευταίες εμπορικές επιτυχίες του Άρμστρονγκ υπήρξε η ερμηνεία του στο τραγούδι What a Wonderful World (1968), το οποίο παρέμεινε στην κορυφή των βρετανικών μουσικών καταλόγων για ένα μήνα, ενώ το 1987 χρησιμοποιήθηκε στην ταινία Good Morning, Vietnam και γνώρισε ακόμα μεγαλύτερη επιτυχία.
Ο Λούις Άρμστρονγκ επηρεάστηκε από ένα ευρύ φάσμα μουσικών ειδών, πέρα από την τζαζ και το μπλουζ, τη λαϊκή λατινοαμερικανική παράδοση, τις κλασικές συμφωνίες και την όπερα και ενσωμάτωσε στοιχεία αυτών στις εμφανίσεις του.
Νίκος Παπατάκης, Ελληνογάλλος σκηνοθέτης του κινηματογράφου, σεναριογράφος και παραγωγός, από τους σημαντικότερους καλλιτέχνες της ελληνικής διασποράς
Νίκος Παπατάκης
Ελληνογάλλος σκηνοθέτης του κινηματογράφου, σεναριογράφος και παραγωγός, από τους σημαντικότερους καλλιτέχνες της ελληνικής διασποράς. Γύρισε πέντε συναρπαστικές ταινίες, που οι ωμές και προκλητικές (συχνά σουρεαλιστικές) εικόνες τους σόκαραν μεγάλο μέρος του κοινού.
Ο Νίκος Παπατάκης γεννήθηκε στην Αντίς Αμπέμπα της Αιθιοπίας στις 5 Ιουλίου 1918 από Έλληνα πατέρα με καταγωγή από τη Μακεδονία και ντόπια μητέρα. Αντιστάθηκε πολεμώντας τα ιταλικά στρατεύματα του Μουσολίνι στο πλευρό του Χαϊλέ Σελασιέ και αναγκάστηκε να εξοριστεί, βρίσκοντας καταφύγιο αρχικά στον Λίβανο και εν συνεχεία στην Ελλάδα. Στην Αθήνα παρέμεινε για δύο χρόνια (1937-1939) και έκανε διάφορες δουλειές για τα προς το ζην. Εργάστηκε ως γκρουμ στο ξενοδοχείο Σεντ Τζορτζ κι εκεί γνώρισε τον γλύπτη Χέρμπερτ Χόφμαν, ο οποίος τον μύησε στον κόσμο της τέχνης.
Το 1939 εγκαταστάθηκε μόνιμα στο Παρίσι. Στη γαλλική πρωτεύουσα, ο Παπατάκης συναναστράφηκε όλη την αφρόκρεμα της γαλλικής διανόησης, από τον Ζαν Πολ Σαρτρ και τον Αντρέ Μπρετόν ως τον Ζακ Πρεβέρ και τον «καταραμένο» Ζαν Ζενέ. Το 1947 άνοιξε το καμπαρέ La Rose Rouge (Το Κόκκινο Ρόδο), που αποτέλεσε το δημιουργικό εφαλτήριο για πολλούς καλλιτέχνες, όπως η Ζιλιέτ Γκρεκό και ο Μπορίς Βιάν.
Το 1951 νυμφεύθηκε την ηθοποιό Ανούκ Εμέ, με την οποία απέκτησε μία κόρη, τη Μανουέλα. Το 1950 υπήρξε παραγωγός και χρηματοδότης της ταινίας του Ζαν Ζενέ Un chant d’ amour (Ένα ερωτικό τραγούδι), τη φωτογραφία της οποίας υπέγραφε ο Ζαν Κοκτό. Η μοναδική κινηματογραφική δημιουργία του «άγιου» (όπως τον απεκάλεσε ο Σαρτρ) συγγραφέα-εγκληματία λογοκρίθηκε και δεν προβλήθηκε στις κινηματογραφικές αίθουσες, παρά μόνον το 1975.
Το 1957 ο Παπατάκης εγκαταλείπει για πολιτικούς λόγους το Παρίσι για τη Νέα Υόρκη. Εκεί γνωρίζει και ερωτεύεται τη Γερμανίδα μανεκέν Κρίστα Πέφγκεν, η οποία υιοθετεί το υποκοριστικό του και ως Nico δημιουργεί μία αξιόλογη καριέρα στη ροκ μουσική σκηνή και γίνεται ιδιαίτερα γνωστή ως ηγερία του Άντι Γουόρχολ και των Velvet Underground. Κατά την παραμονή του στην αμερικάνικη μεγαλούπολη γνωρίζεται με έναν άλλο σημαντικό σκηνοθέτη της ελληνικής διασποράς, τον Τζον Κασαβέτη, ο οποίος αντιμετώπιζε οικονομικά προβλήματα για την ολοκλήρωσή της πρώτη του ταινία. Βρίσκει τα αναγκαία κεφάλαια και γίνεται συμπαραγωγός στην ταινία του Σκιές (1959), που αποτελεί μία από τις κορυφαίες δημιουργίες του ανεξάρτητου αμερικανικού κινηματογράφου.
Ο Παπατάκης επιστρέφει στο Παρίσι το 1962 και τον επόμενο χρόνο παρουσιάζει την πρώτη του ταινία Οι Άβυσσοι, βασισμένη στο μυθιστόρημα του Ζενέ Οι Δούλες, που με τη σειρά του είχε αντλήσει την έμπνευσή του από την αληθινή, μακάβρια, ιστορία των αδελφών Παπέν. Η ταινία προβάλλεται στο Φεστιβάλ των Καννών και προκαλεί σκάνδαλο με την ωμότητά της. Το 1967 νυμφεύεται τη δεύτερη σύζυγό του Όλγα Καρλάτου, με την οποία θα αποκτήσει ένα γιο, τον Σέργιο. Τον ίδιο χρόνο γυρίζει στην Ελλάδα την ταινία Οι Βοσκοί, με πρωταγωνίστρια τη σύζυγό του, όπου πραγματεύεται και καταγγέλλει τη δικτατορία των συνταγματαρχών στην Ελλάδα. Η ταινία θα προβληθεί τον επόμενο χρόνο χωρίς επιτυχία.
Περνούν επτά χρόνια μέχρι την επόμενη ταινία του Gloria Mundi, με θέμα τα βασανιστήρια των Γάλλων αποικιοκρατών στον Πόλεμο της Αλγερίας τη δεκαετία του '50. Η ταινία επιλέχθηκε να συμμετάσχει στο πρώτο κινηματογραφικό φεστιβάλ των Παρισίων, αλλά κατέβηκε αμέσως, έπειτα από βομβιστική επίθεση στον κινηματογράφο Μαρμπέφ. Καμία οργάνωση δεν ανέλαβε την ευθύνη, αλλά υπήρχαν υπόνοιες ότι πίσω της βρισκόταν η ακροδεξιά τρομοκρατική οργάνωση OAS. H ταινία προβλήθηκε, τελικά, το 2005.
Το 1986 παρουσίασε στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Θεσσαλονίκης, τη Φωτογραφία, με πρωταγωνιστή τον Άρη Ρέτσο, ίσως την καλύτερή ταινία του και μία από τις λυρικότερες ταινίες του ελληνικού σινεμά, που εξερευνά το θέμα της νοσταλγίας του ξενιτεμένου και την αποξένωση της μετανάστευσης, ενώ θίγει πολλά σημεία της τραγικής ιστορίας της νεότερης Ελλάδας. Το 1991 υπογράφει τους Ισορροπιστές, την τελευταία ταινία του, που αποτελεί ένα αιχμηρό πορτραίτο του Ζαν Ζενέ, τον οποίο υποδύθηκε αξεπέραστα ο Μισέλ Πικολί και προκάλεσε τη μήνιν πολλών θαυμαστών του.
Το 2000 ανακηρύχθηκε επίτιμο μέλος της Εταιρείας Ελλήνων Σκηνοθετών και το 2005 βραβεύτηκε με τον Χρυσό Αλέξανδρο στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης. Με την ευκαιρία της παρουσίας του στη Θεσσαλονίκη κυκλοφόρησε ο τιμητικός τόμος Νίκος Παπατάκης, που συνέγραψε ο Γιάννης Κονταξόπουλος (Καστανιώτης). Τον Ιανουάριο του 2003 κυκλοφόρησε στη Γαλλία η αυτοβιογραφία του με τίτλο Tous les desespoirs sont permis (Όλες οι απελπισίες επιτρέπονται). Στα ελληνικά κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Χατζηνικολή με τίτλο Όλοι οι δρόμοι προς την απόγνωση.
O Νίκος Παπατάκης πέθανε στο Παρίσι στις 17 Δεκεμβρίου 2010, σε ηλικία 92 ετών.
Πληροφορίες: sansimera.gr