Άρθρα
Γκρέις Κέλι, ήταν βραβευμένη με Όσκαρ Αμερικανίδα ηθοποιός, καθώς και πριγκίπισσα του Μονακό
Γκρέις Κέλι
Η Γκρέις Πατρίσια Κέλι, γνωστότερη ως Γκρέις Κέλι, ήταν βραβευμένη με Όσκαρ Αμερικανίδα ηθοποιός, καθώς και πριγκίπισσα του Μονακό. (αγγλ.: Grace Patricia Kelly, 12 Νοεμβρίου 1929 - 14 Σεπτεμβρίου 1982)
Τον Απρίλιο του 1956 η Κέλι παντρεύτηκε τον πρίγκιπα Ρενιέ Γ' του Μονακό κι έκτοτε αποκαλούνταν "Η Αυτής Γαλήνια Υψηλότης, πριγκίπισσα του Μονακό" ή απλούστερα "Πριγκίπισσα Γκρέις".
Στα έξι χρόνια που η Κέλι εργάστηκε στο Χόλιγουντ γύρισε μόνο 11 ταινίες, εντούτοις κατατάσσεται στις πιο πολυαγαπημένες πρωταγωνίστριες του Χόλιγουντ και το όνομά της αποτελεί συνώνυμο του στιλ, της ακτινοβολίας και της χάρης. Συνεργάστηκε τρεις φορές με τον Άλφρεντ Χίτσκοκ το για τις ταινίες Σιωπηλός Μάρτυς (Rear Window, 1954), Τηλεφωνήσατε Ασφάλεια Αμέσου Δράσεως (Dial M for Murder, 1954) και Το Κυνήγι του Κλέφτη (To Catch A Thief, 1955) και κέρδισε το όσκαρ το 1954 για την ταινία Η χωριατοπούλα (The Country Girl). Το Αμερικανικό Ινστιτούτο Κινηματογράφου την έχει κατατάξει 13η στη λίστα με τις 25 μεγαλύτερες σταρ όλων των εποχών.
Πρώτα Βήματα
Η Γκρέις Κέλι γεννήθηκε το 1929 από τον Τζον Μπρένταν Κέλι και τη σύζυγό του Μάργκαρετ Κάθριν Μάγερ στη Φιλαδέλφεια της Πενσιλβανία. Ονομάστηκε Γκρέις προς τιμή της αδικοχαμένης σε νεαρή ηλικία αδερφής της μητέρας της.
Η οικογένεια της ήταν εύπορη, καθώς ο τρεις φορές ολυμπιονίκης στο άθλημα της κωπηλασίας πατέρας της, που είχε τη μεγαλύτερη επιχείρηση οικοδομικών υλικών στην ανατολική ακτή, ήταν αυτοδημιούργητος εκατομμυριούχος.
Η μητέρα της είχε σπουδάσει φυσική αγωγή και αργότερα ανέλαβε την έδρα της φυσικής αγωγής στο πανεπιστήμιο της Πενσιλβανία.
Η Κέλι είχε δυο μεγαλύτερα αδέρφια την Πέγκι και τον Τζον και μια μικρότερη αδερφή τη Λιζάν. Ο Τζον χρόνια αργότερα έγινε χάλκινος ολυμπιονίκης στους ολυμπιακούς αγώνες του 1956 στη Μελβούρνη.
Ο δρόμος της Φιλαδέλφεια Kelly Drive ονομάστηκε έτσι προς τιμήν του αδελφού της Κέλι. Οι αδελφοί του πατέρα της Γκρέις Κέλι ήταν διακεκριμένοι καλλιτέχνες. Ο Γουόλτερ Κέλι, ο μεγαλύτερος αδερφός του πατέρα της, ήταν σταρ της επιθεώρησης κι ο άλλος ο Τζορτζ Κέλι ήταν ένας βραβευμένος με Πούλιτζερ δραματουργός.
Κινηματογραφική καριέρα
Από την παιδική της ηλικία η Κέλι ονειρευόταν να κάνει καριέρα στο θέατρο. Ήδη στα δώδεκά της είχε εμφανιστεί στον πρωταγωνιστικό ρόλο του θεατρικού Don't Feed the Animals που ανέβασε η τοπική θεατρική ομάδα. Στα 18 της δεν κατάφερε να μπει στο κολέγιο Μπένινγκτον, λογω των χαμηλών της βαθμών στα μαθηματικά, κάτι που την ώθησε στο να ακολουθήσει το όνειρό της να γίνει ηθοποιός. Κατά συνέπεια απαγγέλοντας ένα μονόλογο από το θεατρική παράσταση The Torch-Bearers, που είχε συγγράψει ο θείος της Τζόρτζ, κατάφερε να μπει στην Αμερικανική ακαδημία των δραματικών τεχνών.
Η Κέλι δούλεψε ως μοντέλο για να συντηρήσει τις σπουδές της και εμφανίστηκε για πρώτη φορά στο Μπρόντγουεϊ στο πλευρό του Ρέιμοντ Μάσεϊ στο θεατρικό του Στρίντμπεργκ , Ο Πατέρας. Μετά την αποφοίτησή της το 1948 ο σκηνοθέτης Ντέλμπερτ Μαν την προσέλαβε για τον πρωταγωνιστικό ρόλο στην τηλεοπτική μεταφορά του μυθιστορήματος του Σίνκλερ Λιούις Μπέθελ Μέριντεϊ. Η επιτυχία αυτής της παραγωγής για την τηλεόραση, που ότι είχε αρχίσει να μπαίνει πλέον στη ζωή των Αμερικανών, την οδήγησε στον πρώτο κινηματογραφικό της ρόλο στην ταινία Δεκατέσσερεις ώρες αγωνίας (Fourteen Hours, 1951).
Ο ρόλος αυτός ήταν μικρός και η Γκρέις πέρασε απαρατήρητη με αποτέλεσμα να μην έχει άλλες προσφορές για κινηματογραφικούς ρόλους για κάμποσο καιρό. Ένα χρόνο αργότερα επικοινώνησε μαζί της ο παραγωγός κι αργότερα σκηνοθέτης Στάνλεϊ Κρέιμερ, ο οποίος της προσέφερε ένα ρόλο στο πλάι του Γκάρι Κούπερ στην ταινία Το τρένο θα σφυρίξει τρεις φορές (High Noon, 1952), που επρόκειτο να σκηνοθετήσει ο Φρεντ Τσίνεμαν. Η ταινία είχε μεγάλη επιτυχία και της χάρισε μεγάλη δημοτικότητα. Επόμενος της στόχος ήταν η οντισιόν για την ταινία του Τζον Φορντ, Μογκάμπο, όπου θα πρωταγωνιστούσε πλάι στον Κλαρκ Γκέιμπλ και την Άβα Γκάρντνερ.
Η Τζιν Τίρνεϊ που είχε προσληφθεί αρχικά αποφάσισε να αφήσει το ρόλο λόγω της ψυχολογικής αστάθειας που την ταλαιπωρούσε εκείνη την περίοδο. Η οντισιόν της Κέλι ήταν επιτυχημένη και ο ρόλος ήταν δικός της. Δυο μήνες αργότερα το συνεργείο και οι συντελεστές της ταινίας βρέθηκαν στη Ναϊρόμπι της Κένυα για να ξεκινήσουν τα γυρίσματα. Το γεγονός ότι η ταινία γυριζόταν στην Αφρική αποτελούσε μεγάλο δέλεαρ για την Γκρέις.
Η ταινία προβλήθηκε το 1953 και η Κέλι που είχε πλέον γίνει σταρ προτάθηκε για όσκαρ Β' γυναικείου ρόλου. Η επιτυχία ακολούθησε όταν το 1954 πρωταγωνίστησε στη μεταφορά του θεατρικού του Φρέντρικ Νοτ Τηλεφωνήσατε Ασφάλεια Αμέσου Δράσεως (Dial M for Murder, 1954) με σκηνοθέτη τον Άλφρεντ Χίτσκοκ.
Κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων ο Χίτσκοκ της μιλούσε συνέχεια για την επόμενή του ταινία με τίτλο Σιωπηλός Μάρτυς (Rear Window), εντυπωσιάζοντάς την σε τέτοιο βαθμό, ώστε να αρνηθεί την ευκαιρία να πρωταγωνιστήσει στο πλευρό του Μάρλον Μπράντο στην ταινία του Ηλία Καζάν Το λιμάνι της αγωνίας (On The Waterfront, 1954).
Ο Χίτσκοκ προσέλαβε την Κέλι για το Σιωπηλός Μάρτυς κι η Έυα Μαρί Σεντ ερμήνευσε το ρόλο της Ίντι στο πλευρό του Μπράντο. Ο Τζέιμς Στιούαρτ, συμπρωταγωνιστής της στην ταινία Σιωπηλός Μάρτυς, ενθουσιάστηκε με την ερμηνεία της.
Το φιλμ έκανε πρεμιέρα τον Οκτώβριο του 1954 κι η Κέλι έλαβε διθυραμβικές κριτικές. Κατά τη διάρκεια του 1954 γύρισε άλλες δυο ταινίες και τις δυο με συμπρωταγωνιστή τον Γουίλιαμ Χόλντεν.
Η πρώτη ήταν το Οι γέφυρες του Τόκο-Ρι (The Bridges at Toko-Ri) και η δεύτερη ήταν Η χωριατοπούλα (The Country Girl), βασισμένη στο ομώνυμο θεατρικό δράμα του Κλίφορντ Όντετς. Εκτός από τον Χόλντεν στην ταινία πρωταγωνιστούσε και ο Μπινγκ Κρόσμπι στο ρόλο του αλκοολικού της συζύγου.
Η Κέλι δεν ήταν η πρώτη επιλογή για το ρόλο. Πρώτη επιλογή ήταν η Τζένιφερ Τζόουνς που αναγκάστηκε να τον απορρίψει λόγω εγκυμοσύνης. Η Metro-Goldwyn-Mayer που έπρεπε να τη δανείσει στην εταιρία Paramount δεν της επέτρεπε να αναλάβει το ρόλο. Όταν όμως η Κέλι απείλησε να μαζέψει τα πράγματά της και να σπάσει το συμβόλαιό της με την εταιρία, της επέτρεψαν να λάβει μέρος στην ταινία.
Όσκαρ και αριστοκρατία
Η ερμηνεία της στη Χωριατοπούλα έλαβε τις καλύτερες κριτικές κι η Κέλι θεωρούταν το φαβορί για το όσκαρ Α' γυναικείου ρόλου το 1954.
Η πιο κοντινή της αντίπαλος για το βραβείο ήταν η Τζούντι Γκάρλαντ που είχε κάνει επιτυχημένη επανεμφάνιση την ίδια χρονιά με το Ένα αστέρι γεννιέται (A star is Born).
Τα σκανδαλοθηρικά περιοδικά ανέφεραν κόντρα μεταξύ των δυο σταρ. Τη βραδιά της απονομής η Γκάρλαντ βρισκόταν στο νοσοκομείο έχοντας μόλις γεννήσει το γιο της Τζόζεφ και δίπλα της υπήρχαν κάμερες, ώστε σε περίπτωση που κέρδιζε το βραβείο να μπορούσε να βγάλει ευχαριστήριο λόγο από το νοσοκομείο.
Νικήτρια όμως αναδείχτηκε η Κέλι, κάτι που η Γκάρλαντ δεν ξέχασε ποτέ. Τα επόμενα δυο χρόνια γύρισε άλλες τρεις ταινίες, εκ των οποίων η πρώτη ήταν η τρίτη και τελευταία της συνεργασία με τον Άλφρεντ Χίτσκοκ στην ταινία
Το Κυνήγι του Κλέφτη (To Catch A Thief, 1955), όπου σαγηνεύει με τη γοητεία της τον μικροαπατεώνα Κάρι Γκραντ στο ηλιόλουστο Μόντε Κάρλο. Την ίδια χρονιά στο φεστιβάλ των Καννών γνώρισε τον πρίγκιπα Ρενιέ Γ' του Μονακό, με τον οποίον κράτησε για μήνες επικοινωνία. Επιστρέφοντας στη Αμερική γύρισε την ταινία Ο κύκνος (The Swan, 1956) όπου πλάι στον Άλεκ Γκίνες υποδύθηκε μια πριγκίπισσα. Η ταινία ήταν προφητική και η ζωή να μιμήθηκε την τέχνη καθώς ο Ρενιέ μετά το τέλος των γυρισμάτων τη ζήτησε σε γάμο.
Η εταιρία παραγωγής της ταινίας καθυστέρησε την κυκλοφορία της μέχρι την ημέρα του γάμου της Κέλι με το Ρενιέ. Στο μεταξύ είχε προβληθεί και η πρoτελευταία της ταινία το Υψηλή κοινωνία (High Society, 1956) που αποτελούσε ριμέικ της ταινίας του 1940, Κοινωνικά σκάνδαλα (The Philadelphia Story). Στην αυτή ταινία συμπρωταγωνιστούσε με τον Φρανκ Σινάτρα και τον Μπινγκ Κρόσμπι.
Πριγκίπισσα του Μονακό
Εννιά μήνες και τέσσερις μέρες μετά το γάμο της με το Ρενιέ, η Κέλι έφερε στον κόσμο το πρώτο της παιδί την πριγκίπισσα Καρολίνα, της οποίας των ερχομό ανακοίνωσαν 21 πυροβολισμοί και η μέρα της γέννησής της κηρύχθηκε μέρα αργίας.
Ο πρίγκιπας Ρενιέ και η πριγκίπισσα Γκρέις απέκτησαν τρία παιδιά: την πριγκίπισσα Καρολίνα, τον πρίγκηπα Αλβέρτο και την πριγκίπισσα Στεφανί. Μετά το γάμο ο Ρενιέ απαγόρευσε την προβολή των φιλμ της Κέλι. Το 1962 ο Άλφρεντ Χίτσκοκ της προσέφερε τον πρωταγωνιστικό ρόλο στο φιλμ Μάρνι (Marnie) και η Κέλι ήθελε να ξανασυνεργαστεί μαζί του. Όταν όμως η κοινή γνώμη στράφηκε εναντίον της, λόγω του γεγονότος ότι η υπόθεση του φιλμ θα αμαύρωνε την εικόνα της, αναγκάστηκε να μη δεχτεί το ρόλο.
Το 1977 ο σκηνοθέτης Χέρμπερτ Ρος προσπάθησε να τη δελεάσει να επιστρέψει στη μεγάλη οθόνη προσφέροντάς της τον πρωταγωνιστικό ρόλο στην ταινία Η Κρίσιμη Καμπή (The Turning Point). Συνεπώς η Κέλι δεν επέστρεψε ποτέ στη μεγάλη οθόνη, προσπάθησε παρ'όλα αυτά να υποστηρίξει την καλλιτεχνική άνθιση στο Μονακό ιδρύοντας το Ίδρυμα Πριγκίπισσα Γκρέις που βοηθούσε όλους τους καλλιτέχνες και τεχνίτες της περιοχής. Επίσης οργάνωνε κάθε χρόνο γιορτή για τα ορφανά. Τα χρόνια πέρασαν και το 1981 η Γκρέις και ο Ρενιέ γιόρτασαν 25 χρόνια γάμου.
Θάνατος
Στις 13 Σεπτεμβρίου του 1982, ενώ επέστρεφε οδικώς μαζί με τη μικρή της κόρη της Στεφανί, από το εξοχικό τους στην επαρχία, η πριγκίπισσα Γκρέις είχε ένα εγκεφαλικό επεισόδιο που την έκανε να χάσει τις αισθήσεις της και να ρίξει το αυτοκίνητο στο γκρεμό. Το σώμα της ανασύρθηκε από το αυτοκίνητο αλλά είχε υποστεί πολλαπλά κατάγματα κι είχε πέσει σε κώμα. Μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο του Μονακό όπου της διαγνώστηκε σοβαρή εγκεφαλική βλάβη.
Η οικογένεια της αποσυνέδεσε το μηχανισμό που την κρατούσε στη ζωή. Η κόρη της Στεφανί είχε υποστεί σοβαρό κάταγμα στην αυχενική μοίρα και αναγκάστηκε να φορέσει κολάρο.
Η κηδεία της έγινε στις 18 Σεπτεμβρίου στον καθεδρικό ναό του Αγίου Νικολάου στο Μονακό. Ανάμεσα στους παρευρισκόμενους στην κηδεία της ήταν οι πρώην συμπρωταγωνιστές της Τζέιμς Στιούαρτ και Κάρι Γκραντ. Ενώ την κηδεία της παρακολούθησαν από την τηλεόραση 100 εκατομμύρια άνθρωποι παγκοσμίως.
Ο πρίγκηπας Ρενιέ που δεν ξαναπαντρεύτηκε κηδεύτηκε στο πλευρό της μετά το θάνατό του το 2005.
Μαρίκα Κρεββατά, ήταν Ελληνίδα ηθοποιός του θεάτρου και του κινηματογράφου
Μαρίκα Κρεβατά
Η Μαρίκα Κρεββατά, ήταν Ελληνίδα ηθοποιός του θεάτρου και του κινηματογράφου. (Αθήνα 12 Ιουνίου 1910 - 14 Σεπτεμβρίου 1994)
Ήταν κόρη του Σταμάτη Κρεβατά (μουσικού) και της Σοφίας (επίσης ηθοποιού - στην Κωνσταντινούπολη, το γένος Παντελιάδη). Σε ηλικία 2 ετών έχασε τον πατέρα της και τη μικρότερη αδελφή της, Θάλεια.
Τα παιδικά της χρόνια τα πέρασε πολύ φτωχά. Έτσι από πολύ νωρίς εμφανίζεται στο θέατρο περισσότερο για να μη μένει μόνη στο σπίτι.
Στην αρχή λάμβανε μέρος σε θιάσους που έκαναν τουρνέ στην ελληνική ύπαιθρο αλλά και σε παιδικές παραστάσεις όπως στη "Δασκαλίτσα" του Νικοντέμι κοντά στη Μαρίκα Κοτοπούλη.
Αργότερα εμφανίζεται στο θίασο οπερέτας του Γεωργίου Ξύδη, όμως η πρώτη ουσιαστικά επαγγελματική της εμφάνιση ήταν στο θίασο της Ροζαλίας Νίκα.
Η καλλιτεχνική της αναγνώριση υπήρξε γρήγορη. Μετά από κάποιες ακόμη περιοδείες θιάσων όπως του Μάνου Φιλιππίδη το όνομά της γίνεται γνωστό στα μουσικά θέατρα της τότε Αθήνας φθάνοντας πλέον να ερμηνεύει την Έυα στην ομώνυμη οπερέτα του Φραντς Λέχαρ.
Η Μαρίκα Κρεβατά ήταν εκείνη που λανσάρησε το "Πιπίτσα" από το ομώνυμο έργο των Γιάννη Πρινέα -Στάθη Μάστορα:
Πίτσα, Πιπίτσα, Πηνελοπίτσα,
απ΄ το καιρό, παιδί μου, που ΄γινες κομμάτι
να μας πεθάνεις όλους, το ΄βαλες γινάτι!
Καημένη Πίτσα, Πηνελοπίτσα,
θα μας πεθάνεις μα το ναί
αφότου σήκωσες ψηλά τον αμανέ!
Προσωπική ζωή
Στην αρχή της δεκαετίας του '30 γνώρισε τον Άγγελο Μαυρόπουλο, πρωταγωνιστή της οπερέτας, τον οποίο τρεις μόλις μήνες μετά το γάμο της χωρίζει, ενώ έξι μήνες μετά γέννησε τη γνωστή μετέπειτα ηθοποιό Γκέλλυ Μαυροπούλου. Στη συνέχεια υπήρξε σύζυγος του επίσης ηθοποιού Γιώργου Γαβριηλίδη (που πέθανε το 1982), τόσο στη ζωή όσο και στην τέχνη.
Θάνατος
Η Μαρίκα Κρεβατά εγκατέλειψε τη θεατρική σκηνή το 1973. Ήταν μόνιμη κάτοικος Αθηνών και μιλούσε επίσης γαλλικά. Πέθανε στις 14 Σεπτεμβρίου 1994 σε ηλικία 84 ετών σε Κλινική της Αθήνας. Κηδεύτηκε στον Κόκκινο Μύλο. Τα τελευταία χρόνια της ζωής της, έπασχε από άνοια.
Καβάδης Α΄ της Περσίας, βασιλιάς της Περσίας από τη δυναστεία των Σασσανιδών
Καβάδης Α΄ της Περσίας
Ο Καβάδης Α' της Περσίας, ήταν γιος του Περόζη Α' της Περσίας (457 - 484) και βασιλιάς της Περσίας από τη δυναστεία των Σασσανιδών από το 488 έως το 531. (473 - 13 Σεπτεμβρίου 531)
Διαδέχθηκε τον θείο του βασιλιά Βολογήση ο οποίος ανατράπηκε και τυφλώθηκε από τους ευγενείς. Πέθανε σε ηλικία 58 ετών (531) λίγο μετά την ήττα του από τους Βυζαντινούς στην μάχη του Καλλίνικου.
Τον διαδέχθηκε ο γιος του Χοσρόης Α΄ ο μεγαλύτερος Πέρσης βασιλιάς.
Αμέσως μετά την άνοδο του στον θρόνο υποστήριξε τους οπαδούς του Μαζδάκ ενός θεωρητικού Πέρση φιλοσόφου της εποχής του που προσπάθησε να δώσει ένα νέο ρεύμα στην θρησκεία του Ζωροαστρισμού.
Οι Μαζδακιανοί θεωρούνται οι πρώτοι αληθινοί κομμουνιστές στην ανθρώπινη ιστορία, δόγμα τους ήταν η ίση διανομή των αγαθών ώστε οι πλούσιοι να χαρίζουν τα περισσεύματα τους στους άπορους.
Το Μαζδακικό δόγμα ασπάστηκε ο ίδιος ο βασιλιάς Καβάδης, οι ευγενείς αντέδρασαν έντονα τον ανέτρεψαν και τον φυλάκισαν ανεβάζοντας στον Περσικό θρόνο για δύο χρόνια τον αδελφό του Τζαμάσπ (496 - 498).
Ο Καβάδης δραπέτευσε καταφεύγοντας τον Αραβικό λαό των Εφθαλιτών από τους οποίους ζήτησε βοήθεια και συνεργασία για την επαναφορά του στον θρόνο.
Πόλεμοι του Καβάδη με το Βυζάντιο
Με την βοήθεια στρατού 30.000 ανδρών που του παραχώρησαν οι Εφθαλίτες επανήλθε στον Περσικό θρόνο τιμωρώντας τους συνωμότες. Στους Εφθαλίτες έδωσε τον φόρο που τους υποσχέθηκε, επόμενη κίνηση του ήταν να τιμωρήσει την Ανατολική Ρώμη - Βυζάντιο επειδή είχε υποστηρίξει τους συνωμότες που τον ανέτρεψαν.
Η έναρξη του πολέμου του Καβάδη με τον αυτοκράτορα Αναστάσιο τον δίκορο θα είναι η αρχή μακροχρόνιων πολέμων μεταξύ Βυζαντινών και Περσών που θα διαρκέσουν πάνω από ένα αιώνα καταλήγοντας στην καταστροφή του Περσικού κράτους από τον αυτοκράτορα Ηράκλειο, 130 χρόνια αργότερα όταν βασιλιάς της Περσίας θα είναι ο δισέγγονος του Καβάδη Χοσρόης Β'. Συμμαχώντας με τους Εφθαλμίτες κατέλαβε τη Θεοδοσιούπολη (σημερινό Ερζερούμ στην Αρμενία) το (502) και την Αμίδα στην περιοχή του Τίγρη το(503).
Δύο χρόνια αργότερα νίκησε οριστικά τον Βυζαντινό στρατό αναγκάζοντας τον αυτοκράτορα Αναστάσιο να υπογράψει ειρήνη (505). Οι εχθροπραξίες από τον Καβάδη επαναλήφθηκαν με την άνοδο στον αυτοκρατορικό θρόνο της Ανατολικής Ρώμης του Ιουστίνου Α' (518 - 527).
Ο Ιουστίνος έστειλε εναντίον του τον στρατηγό Βελισάριο, ο οποίος ανέλαβε τη διοίκηση της πόλης Δάρα στα σύνορα της Μεσοποταμίας με την Αρμενία χρησιμοποιώντας τη ως στρατηγείο του.
Το 527 ο Καβάδης πραγματοποίησε νέα επίθεση στη Λαζική (αρχαία Κολχίδα) και στην Αρμενία με σκοπό να καταλάβει ολόκληρη την Μικρά Ασία για να ανοίξει διαδρόμους στο Αιγαίο και την Μεσόγειο. Το 530 πολιόρκησε τη Δάρα έδρα του στρατηγού Βελισάριου γνωρίζοντας τη συντριβή, την επόμενη χρονιά γνώρισε νέα μεγάλη ήττα από τους Βυζαντινούς του Βελισάριο.
Λίγο αργότερα ο ηλικιωμένος Καβάδης πέθανε ταπεινωμένος από τις ήττες τα δύο τελευταία χρόνια της ζωής του μαυρίζοντας όλες τις προηγούμενες επιτυχίες του. Ο διάδοχος του βασιλιάς Χοσρόης ο 1ος αναγκάστηκε όταν ανέβηκε στον θρόνο να κλείσει την ταπεινωτική για τους Πέρσες "απέραντη ειρήνη".
Μισέλ ντε Μονταίν, ήταν Γάλλος δοκιμιογράφος και θεωρείται ο τελευταίος ουμανιστής της Αναγέννησης
Μισέλ ντε Μονταίν
Ο Μισέλ ντε Μονταίν, ήταν Γάλλος δοκιμιογράφος. Θεωρείται ο τελευταίος ουμανιστής της Αναγέννησης αλλά και θεμελιωτής ενός ιδιόμορφου σκεπτικισμού επηρεασμένου από τον ακαδημαϊκό σκεπτικισμό του Πλάτωνα και του Πύρρωνα. (εξελληνισμένα Μονταίνιος, επίσης Μοντέν και Μονταίνι, γαλλ. Michel Eyquem de Montaigne, 28 Φεβρουαρίου 1533 – 13 Σεπτεμβρίου 1592)
Η ιδιομορφία του σκεπτικισμού του έγκειται στη διδασκαλία της πιστιοκρατίας, σύμφωνα με την οποία οι θεμελιώδεις αλήθειες δεν είναι δυνατό να αποδειχτούν μέσω του ορθολογισμού, αλλά είναι δυνατό να τις συλλάβει κανείς μέσω της πίστης. Ο Μονταίν υποστήριξε την αδυναμία του λόγου να αποκαλύψει την αλήθεια, κάτι που γίνεται μόνο με τη χάρη του θεού.
Βίος
Ο Μονταίν γεννήθηκε κοντά στο Μπορντώ και υπήρξε γόνος εύπορης οικογένειας.
Ο πατέρας του ήταν πλούσιος έμπορος και η μητέρα του απόγονος πλούσιας Ισπανοπορτογαλικής ιουδαϊκής οικογένειας από την Τουλούζ.
Μετά από έξι χρόνια ανατροφής από υπηρέτες που του μιλούσαν μόνο Λατινικά, το 1539 ο Μονταίν στάλθηκε στο κολλέγιο της Γκυγιέν στο Μπορντώ, φημισμένο σχολείο της εποχής του.
Οι εγκύκλιες σπουδές του συνεχίστηκαν στο πανεπιστήμιο της Τουλούζ, όπου ο νεαρός Μονταίν ξεκίνησε να μελετά Νομικά το 1546. Οκτώ χρόνια αργότερα, το 1554, έγινε σύμβουλος του κοινοβουλίου του Μπορντώ και άρχισε να ταξιδεύει συχνά στο Παρίσι, όπου ζούσε έντονα.
Το 1565 νυμφεύτηκε την Φρανσουάζ ντε λα Σασσαίν (Francoise de la Chassaigne) κόρη ενός άλλου μέλους του κοινοβουλίου του Μπορντώ.
Από τη θητεία του αυτή, δε θα του είχε μείνει καμία καλή ανάμνηση εάν δεν είχε εκεί την ευκαιρία να γνωρίσει και να συναναστραφεί το συνάδελφό του Λα Μποετί με τον οποίο τον συνέδεσε μια δυνατή και αμφιλεγόμενη φιλία. Ο Λα Μποετί άλλωστε είναι αυτός που θα τον μυήσει στον στωικισμό.
Το 1569, ένα χρόνο μετά το θάνατο του πατέρα του -και κατόπιν δικής του παράκλησης- δημοσίευσε τη μετάφραση του Theologia naturalis του Ραϋμόνδου ντε Σεμπόντε.
To 1571, απογοητευμένος από τις κοινωνικές και κυρίως τις θρησκευτικές εντάσεις και διαμάχες στη Γαλλία της εποχής του αποσύρθηκε στο Σατώ ντε Μονταίν για να αφιερωθεί στη μελέτη και την ενατένιση, απόρροια της οποίας υπήρξε το Υπεράσπισις του Ραϋμόνδου Σεμπόντε.
Το 1580 εξέδωσε τους δύο πρώτους τόμους των Δοκιμίων του και ταξίδεψε στο Παρίσι για να παρουσιάσει ένα αντίγραφό τους στον βασιλέα. Κατόπιν ξεκίνησε με αφορμή λόγους υγείας μια μακρά περιοδεία στη Γερμανία και την Ιταλία. Ένα χρόνο αργότερα, όντας στη Ρώμη, πληροφορήθηκε πως εκλέχτηκε δήμαρχος του Μπορντώ και έτσι αναγκάστηκε να επιστρέψει στη Γαλλία.
Το 1588 δημοσιεύθηκε η πλήρης έκδοση των δοκιμίων με την προσθήκη ενός τρίτου τόμου. Ο Μονταίν απεβίωσε στις 13 Σεπτεμβρίου 1592 στο Σατώ ντε Μονταίν.
Έργο
Βαθύς γνώστης της λατινικής γραμματείας, ο Μονταίν είχε ως πρότυπά του τον Σενέκα, τον Κάτωνα και γνώριζε πολύ καλά τις μεταφράσεις του Σέξτου Εμπειρικού. Εμπνεύστηκε από αυτά τα πρότυπα και έγινε ιδιότυπος σκεπτικιστής.
Ο σκεπτικισμός του Μονταίν ωστόσο, δεν χαρακτηρίζεται από την άρνηση κάθε θεμελιακής γνώσης όπως συμβαίνει με τον σκεπτικισμό του Ρενέ Ντεκάρτ αργότερα, αλλά πηγάζει από ένα ζωντανό, διαρκώς εν εγρηγόρσει, ερευνητικό πνεύμα, το οποίο προσπαθεί να φωτίσει όλες τις παραμέτρους που καθορίζουν τη φύση και τη συμπεριφορά του ανθρώπου, όλα τα βιώματα που προέρχονται από την καθημερινή ζωή, από τις προσωπικές εμπειρίες και τα επακόλουθα «υποκειμενικά» συμπεράσματα.
Ο Μονταίν δεν έχει αμφιβολίες μόνο για τις βάσεις των διάφορων απόψεων. Αμφιβάλλει και για τα δικά του συμπεράσματα, γεγονός που τον ώθησε στην πορεία της ζωής του να αλλάζει τις προγενέστερες απόψεις του.
Αμφιβάλλοντας και αλλάζοντας πρωτεϊκά τις διαμορφωμένες αντιλήψεις του αποφεύγει τον δογματισμό και ωθείται στην ελευθερία της σκέψης.
Επηρεασμένος από τις αρχές του ορθολογισμού ο Μονταίν κατέγραψε τις κριτικές παρατηρήσεις του και δημιούργησε ένα νέο λογοτεχνικό ύφος, ένα κράμα επιστημονικού και δημιουργικού πνεύματος, το δοκίμιο.
Τα δοκίμια που συνέγραψε σε όλη τη διάρκεια της ζωής του, μεταβάλλονταν και εμπλουτίζονταν διαρκώς με νέες ιδέες και απόψεις, θεμέλιο των οποίων υπήρξε η κριτική του κόσμου στον οποίο έζησε.
Βέβαια, αντικείμενο της κριτικής του δεν είναι μόνο οι σύγχρονοί του, ή οι τάσεις της εποχής του, αλλά και ο ίδιος ο εαυτός του, «... ἐπανέρχομαι στις ἀτέλειές μου καί σταματάω σε αὐτές συχνότερα».
Ο Μονταίν αφιέρωσε τη ζωή του στην αναζήτηση της αλήθειας. Παρόλο που εμπνεύστηκε από τα πρότυπα του ουμανισμού, ωστόσο, μίλησε σαφώς για την ατέλεια του ανθρώπινου νου, κάτι που οι προκάτοχοί του ουμανιστές απέφυγαν να πράξουν.
Το ουμανιστικό ιδανικό μιας πλήρους παιδείας στη συγκεκριμένη περίοδο φαινόταν ανέφικτο πλέον, ενώ παράλληλα είχε ατονήσει πλέον η ιδέα μιας αυστηρής και λόγιας προσήλωσης στην εξειδικευμένη γνώση.
Ο Μονταίν διασαφήνισε ότι η γνώση για τον κόσμο δεν μπορεί να πηγάζει από καμιά εκ των προτέρων διδασκαλία, αλλά πρέπει να στηρίζεται στην προσωπική εμπειρία και κρίση. Αυτή είναι κατά τον φιλόσοφο και η μόνη εγγύηση για την εξαγωγή βέβαιων συμπερασμάτων.
Η αναζήτηση της αλήθειας γινόταν για τον Μονταίν μέσω της διαλογικής συζήτησης, άλλοτε με τον εαυτό του και άλλοτε με τους άλλους.
Στο έργο του Μονταίν υπάρχουν αναφορές στην κλασική γραμματεία, μέσω των οποίων διακρίνονται και οι επιρροές του. Επίσης, χρησιμοποίησε τα έργα των Σωκράτη, Αντισθένη, Πλάτωνα, Κικέρωνα και άλλων, προκειμένου να τεκμηριώσει τις θέσεις του.
Εν τούτοις ο Μονταίν δεν ταυτίζεται με τον κλασικισμό. Αντίθετα καυτηριάζει και επικρίνει ξεκάθαρα τόσο το ρεύμα του κλασικισμού όσο και του μπαρόκ.
Θεωρεί ότι η χρήση της γλώσσας όσο επιτηδευμένη και αν είναι, αν δεν οδηγεί σε νέα συμπεράσματα, είναι χωρίς περιεχόμενο και λόγο ύπαρξης.
Μωρίς Ζαρ, ήταν Γάλλος συνθέτης και διευθυντής ορχήστρας, που χαρακτηρίσθηκε ως "ένας από τους γίγαντες της κινηματογραφικής μουσικής του 20ού αιώνα"
Μωρίς Ζαρ
Ο Μωρίς-Αλεξίς Ζαρ, ήταν Γάλλος συνθέτης και διευθυντής ορχήστρας, που χαρακτηρίσθηκε ως «ένας από τους γίγαντες της κινηματογραφικής μουσικής του 20ού αιώνα». (Maurice-Alexis Jarre, 13 Σεπτεμβρίου 1924 – 28 Μαρτίου 2009)
Ήταν πατέρας του εξίσου διάσημου συνθέτη Ζαν Μισέλ Ζαρ.
Παρότι συνέθεσε αρκετά συναυλιακά έργα, ο Μωρίς Ζαρ είναι περισσότερο γνωστός για τη μουσική που συνέθεσε για κινηματογραφικές ταινίες, ιδίως για τις συνεργασίες του με τον σκηνοθέτη Ντέιβιντ Λην.
Ο Ζαρ συνέθεσε τη μουσική για όλες τις ταινίες του Λην από τον Λώρενς της Αραβίας (1962) και μετά. Αξιοσημείωτες συνεργασίες του με άλλους σκηνοθέτες περιλαμβάνουν τα έργα The Train (1964), The Message (1976), Το λιοντάρι της ερήμου (1981), Μάρτυρας Εγκλήματος (1985) και Αόρατος εραστής (1990).
Τρεις από τις συνθέσεις του συμπλήρωσαν συνολικά 42 εβδομάδες στην κορυφή του βρετανικού τσαρτ, με τη μεγαλύτερη επιτυχία να είναι το τραγούδι "Somewhere My Love" («Κάπου η αγάπη μου» με τη μουσική από το «θέμα της Λάρας» της ταινίας Δόκτωρ Ζιβάγκο).
Ο Ζαρ ήταν συνολικά εννέα φορές υποψήφιος για βραβεία της Αμερικανικής Ακαδημίας Κινηματογράφου («Όσκαρ»), κερδίζοντας τα τρία, για τις ταινίες του Λην Ο Λώρενς της Αραβίας (1962), Δόκτωρ Ζιβάγκο (1965) και Το πέρασμα στην Ινδία (1984). Επιπλέον, είχε κερδίσει 4 Χρυσές Σφαίρες, 2 BAFTA, και ένα Grammy.
Τα πρώτα χρόνια
Ο Μ. Ζαρ γεννήθηκε στη Λυών το 1924, ως γιος της Γκαμπριέλ Ρενέ (το γένος Μπουλύ) και του τεχνικού διευθυντή ραδιοφώνου Αντρέ Ζαρ. Αρχικώς εγγράφηκε στη σχολή μηχανικών του Πανεπιστημίου του Παρισιού, αλλά αποφάσισε να ακολουθήσει μαθήματα μουσικής.
Παράτησε τη Σορβόννη ενάντια στη θέληση του πατέρα του και εγγράφηκε στο Ωδείο για να σπουδάσει σύνθεση και αρμονία. Νωρίς στη ζωή του έγινε διευθυντής του Εθνικού Λαϊκού Θεάτρου, ενώ συνέθεσε την πρώτη μουσική επένδυση ταινίας στη Γαλλία το 1951.
Μουσική για τον κινηματογράφο
Το 1961 η σταδιοδρομία του Ζαρ άλλαξε όταν ο Βρετανός κινηματογραφικός παραγωγός Σαμ Σπίγκελ τού ζήτησε να γράψει τη μουσική για την επική ταινία Ο Λώρενς της Αραβίας, σε σκηνοθεσία Ντέιβιντ Λην. Η μουσική του αυτή τού εξασφάλισε το πρώτο του Βραβείο «Όσκαρ», με αποτέλεσμα να συνεχίσει επενδύοντας μουσικά όλες τις υπόλοιπες ταινίες του Λην.
Την ίδια περίοδο έγραψε μουσική για τις ταινίες The Train (1964) και Grand Prix (1966) του Τζων Φρανκενχάιμερ, ενώ στο αναμεταξύ είχε μία ακόμα μεγάλη επιτυχία με την ταινία του Λην Δόκτωρ Ζιβάγκο, που περιελάμβανε και το βαλσάκι του μουσικού θέματος της Λάρα (αργότερα με την προσθήκη στίχων από τον Πωλ Φράνσις Γουέμπστερ έγινε το τραγούδι "Somewhere My Love") και τού χάρισε το δεύτερο «`Οσκαρ» του.
Συνεργάσθηκε με τον Άλφρεντ Χίτσκοκ σε μία από τις τελευταίες του ταινίες, το Τοπάζ (1969). Παρότι ο Χίτσκοκ δεν έμεινε ευχαριστημένος από την ταινία, ικανοποιήθηκε από τη μουσική του Ζαρ, λέγοντάς του: «Εγώ δεν σού έδωσα μια σπουδαία ταινία, όμως εσύ μού έδωσες μια σπουδαία μουσική.»
Η μουσική του για την Κόρη του Ράιαν (1970), με ιρλανδική υπόθεση, αποφεύγει τελείως τα παραδοσιακά ιρλανδικά μοτίβα, εξαιτίας των προτιμήσεων του Λην.
Το τραγούδι "It was a Good Time," από την Κόρη του Ράιαν ηχογραφήθηκε αργότερα από μουσικούς σταρ όπως η Λάιζα Μινέλι κατά τη δεκαετία του 1970.
Ο Ζαρ έκανε τη μουσική για τους Καταραμένους του Λουκίνο Βισκόντι (1969) και για τον `Ανθρωπο που θα γινόταν βασιλιάς (1975) του Τζον Χιούστον.
Ο Ζαρ πήρε μία υποψηφιότητα για «Όσκαρ» για την ταινία-βιογραφία του Μωάμεθ The Message του Μουσταφά Ακάντ το 1976. Ακολούθησαν οι επενδύσεις για τις ταινίες Μάρτυρας εγκλήματος (1985) και Ο Κύκλος των Χαμένων Ποιητών (1989), για την οποία κέρδισε ένα BAFTA.
Μετά το 1970 ο Ζαρ έστρεψε το ενδιαφέρον του στην επιστημονική φαντασία, γράφοντας μουσική για ταινίες όπως The Island at the Top of the World (1974), Dreamscape (1984), Enemy Mine (1985) και Mad Max Beyond Thunderdome (1985).
Η μουσική για το τελευταίο έργο είναι γραμμένη για πλήρη ορχήστρα, ενισχυμένη με χορωδία, 4 πιάνα, a εκκλησιαστικό όργανο, ντιτζερίντου, φουτζάρα, εξωτικά κρουστά, και τρία οντ Μαρτενό, που τα βρίσκουμε και σε αρκετά άλλα έργα του Ζαρ, όπως στον Λώρενς της Αραβίας. Η μπαλαλάικα εξάλλου έχει εξέχουσα θέση στην ενορχήστρωση του Ζαρ για τον Δόκτορα Ζιβάγκο.
Το 1990 ο Ζαρ κέρδισε μία ακόμα υποψηφιότητα για «Όσκαρ» με το μεταφυσικό αισθηματικό έργο Αόρατος εραστής (Ghost). Ωστόσο, η μουσική του για την τελευταία σκηνή της ταινίας βασίζεται πάνω στην "Unchained Melody" του κινηματογραφικού συνθέτη Άλεξ Νορθ.
Αξιοσημείωτες μουσικές επενδύσεις του Ζαρ είναι επίσης το παθιασμένο ερωτικό θέμα για την ταινία Ολέθρια σχέση (1987) και τα σκυθρωπά ηλεκτρονικά ηχητικά τοπία για την ταινία After Dark, My Sweet (1990).
Ο Ζαρ είχε τον σεβασμό άλλων συνθετών, όπως του Τζων Γουίλιαμς, που δήλωσε μετά τον θάνατό του: «Θα μείνει έντονα στη μνήμη για τη συνεισφορά του στην κινηματογραφική μουσική... ...όλοι έχουμε εμπλουτισθεί από την κληρονομιά του».
Ο Ζαρ συνέθεσε μουσική και για την τηλεόραση, όπως για τη γνωστή μίνι σειρά Ο Ιησούς από τη Ναζαρέτ (1977) σε σκηνοθεσία του Φράνκο Τζεφιρέλι, καθώς και για το Σογκούν (1980).
Η τελευταία μουσική που έγραψε ο Ζαρ ήταν το 2001, για την τηλεταινία Uprising, που είχε ως θέμα την Εξέγερση του Γκέτο της Βαρσοβίας.
Ηλεκτρονική σύνθεση
Ο Ζαρ συνέθεσε κυρίως για ορχήστρες, αλλά άρχισε να προτιμά την ηλεκτρονική σύνθεση τη δεκαετία του 1980. Είχε αναφέρει πάντως ότι η σύνθεση με ηλεκτρονικά μέσα της μουσικής για τον Μάρτυρα εγκλήματος ήταν στην πραγματικότητα πιο κοπιώδης, χρονοβόρα και ακριβή στην παραγωγή της από ό,τι θα ήταν μία ορχηστρική σύνθεση.
Κάποιες άλλες ηλεκτρονικές συνθέσεις του Ζαρ από την ίδια δεκαετία είναι για τις ταινίες Ολέθρια σχέση, Επικίνδυνα χρόνια, Firefox και Το αδιέξοδο.
Κάποια άλλα έργα από την ίδια περίοδο έχουν μίγμα ηλεκτρονικών και ακουστικών συνθέσεων, π.χ. τα Γορίλες στην ομίχλη, Ο Κύκλος των Χαμένων Ποιητών, Η Ακτή του Κουνουπιού και Jacob's Ladder.
Προσωπική ζωή και θάνατος
Ο Ζαρ έκανε 4 γάμους, με τους πρώτους τρεις να καταλήγουν σε διαζύγιο. Από τον πρώτο, με τη Φρανσέτ Πεζό (Francette Pejot) τη δεκαετία του 1940, μετά τον πόλεμο, γεννήθηκε ο μετέπειτα διάσημος συνθέτης ηλεκτρονικής μουσικής Ζαν Μισέλ Ζαρ.
Το 1965, ο Μωρίς νυμφεύθηκε τη Γαλλίδα ηθοποιό Dany Saval και απέκτησαν μαζί μία κόρη, τη Στεφανί.
Ακολούθησε το 1967 ο γάμος με την Αμερικανίδα ηθοποιό Λώρα Ντέβον, της οποίας υιοθέτησε τον γιο, τον μετέπειτα σεναριογράφο Κέβιν Τζαρ, που έγραψε την υπόθεση για ταινίες όπως το Ράμπο ΙΙ: Η Αποστολή και Η Μούμια.
Από το 1984 μέχρι τον θάνατό του[9], ο Ζαρ ήταν παντρεμένος με τη Fong F. Khong.
Ο Μωρίς Ζαρ πέθανε από καρκίνο στο Μαλιμπού της Καλιφόρνια σε ηλικία 84 ετών.
Περισσότερα Άρθρα...
- Τούπακ Σακούρ, ήταν Αμερικανός ράπερ, μουσικός παραγωγός και ηθοποιός, ενώ υπήρξε σημαντικός κοινωνικός ακτιβιστής
- Δημήτριος Νανόπουλος είναι διακεκριμένος Έλληνας θεωρητικός φυσικός
- Ούμα Σουμάκ, ήταν διάσημη κολορατούρα σοπράνο από το Περού
- Κάρολος Κουν, ήταν κορυφαίος Έλληνας θεατρικός σκηνοθέτης εβραϊκής καταγωγής