Άρθρα
Άγιος Εφραίμ της Νέας Μάκρης
Άγιος Εφραίμ της Νέας Μάκρης
O Άγιος Εφραίμ (14 Σεπτεμβρίου 1384 - 5 Μαΐου 1426) είναι ένας από τους "νεοφανείς αγίους" για τον οποίο δεν υπάρχουν ιστορικά γραπτά ή άλλα ευρήματα που να τεκμηριώνουν είτε την ύπαρξή του ως ιστορικό πρόσωπο είτε την προσέγγιση ή όχι όσων διηγείται η πρόσφατη εκκλησιαστική παράδοση με πραγματικά ιστορικά συμβάντα.
Τα λεπτομερή βιογραφικά στοιχεία του λέγεται ότι αποκαλύφθηκαν στη μοναχή Μακαρία Δεσύπρη σε μια σειρά από οράματα που είχε το 1950. Σύμφωνα με αυτά, το κοσμικό όνομα του Αγίου Εφραίμ ήταν Κωνσταντίνος Μόρφης.
Γεννήθηκε στις 14 Σεπτεμβρίου του 1384 στα Τρίκαλα. Ήταν γιος πολυμελούς οικογένειας, η οποία για να τον γλυτώσει από το παιδομάζωμα τον έστειλε στη Μονή Ευαγγελισμού της Θεοτόκου σε ηλικία μόλις 14 ετών. Εκεί έμεινε εως την ηλικία των 18 ετών σαν δόκιμος μοναχός. Τότε χρίστηκε μοναχός και σε λίγα χρόνια Ιερέας.
Από το 1416 που κατελήφθη η Αθήνα από τους Οθωμανούς η Ιερά Μονή γνώρισε δυο καταστροφές. Κατά την πρώτη ο άγιος έτυχε να προσεύχεται σε μια σπηλιά στο βουνό αλλά στη δεύτερη στις 14 Σεπτεμβρίου του 1425 επέστρεψαν και τον βασάνισαν με ιδιαίτερη αγριότητα για οκτώμισι μήνες.
Μαρτύρησε στις 5 Μαΐου 1426 σε ηλικία 42 ετών.
Η μνήμη του εορτάζεται από την Ορθόδοξη Εκκλησία στις 3 Ιανουαρίου (ανακομιδή λειψάνων) και 5 Μαΐου (ανάμνηση μαρτυρίου).
Εύρεση σκηνώματος
Ο Άγιος Εφραίμ είναι ένας "νεοφανής" άγιος. Η μοναχή Μακαρία Δεσύπρη βρήκε το ιερό σκήνωμα στις 3 Ιανουαρίου 1950 στον τόπο όπου σήμερα βρίσκεται η Ιερά Μονή Αμώμων στη Νέα Μάκρη Αττικής.
Ανακήρυξη σε Άγιο
Το 2011, κατόπιν του υπ’ αριθμ. πρωτ. 217 και από 11ης μηνός Μαρτίου ε. ε. Γράμματος της Αυτού Θειοτάτης Παναγιότητος του Οικουμενικού Πατριάρχου κ. Βαρθολομαίου, "υπό της εν Κωνσταντινουπόλει Αγίας του Χριστού Μεγάλης Εκκλησίας, συνωδά τη κρατούση πράξει και τάξει της Αγίας ημών Εκκλησίας, ανεγράφη προσφάτως εν ταις Αγιολογικαίς δέλτοις της Εκκλησίας ο Άγιος Ένδοξος Οσιομάρτυς Εφραίμ ο νέος, ο εν τω όρει των Αμώμων μαρτυρικώς τελειωθείς, της μνήμης αυτού τελουμένης τη ε Μαΐου εκάστου έτους, της δε ευρέσεως των λειψάνων αυτού εορταζομένης τη γ ?ανουαρίου εκάστου έτους, εκδοθείσης επί τούτω Πατριαρχικής και Συνοδική Πράξεως".
Ιερά Μονή
Η Ιερά Μονή του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου όπου βρίσκεται το σκήνωμα του αγίου Εφραίμ είναι στο Όρος Αμώμων Αττικής στη Νέα Μάκρη.
Γιώργος Φτέρης, ήταν Έλληνας δημοσιογράφος, ανταποκριτής, κριτικός, συγγραφέας και ποιητής
Γιώργος Τσιμπίδαρος-Φτέρης
Ο Γιώργος Φτέρης, γεννηθείς ως Γιώργος Τσιμπίδαρος, ήταν Έλληνας δημοσιογράφος, ανταποκριτής, κριτικός, συγγραφέας και ποιητής. Γεννήθηκε στην Καρέα της Μάνης, και σπούδασε νομική στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. (14 Σεπτεμβρίου 1891 - 14 Σεπτεμβρίου 1967)
Οικογένεια
Είχε τέσσερα αδέρφια, τον Γιάννη (ή Γιάγκο) ο οποίος έμενε στη Μάνη. Ο Βασίλης πολέμησε στον Μακεδονικό Αγώνα ως αρχηγός ανταρτών και σκοτώθηκε σε μάχη.
Ο Πότης, όπως και ο αδερφός του Γιώργος, σπούδασε νομική, αρθρογράφησε σε αρκετές εφημερίδες και έγινε αρχισυντάκτης σε μια.
Αργότερα έγινε γραμματέας του Ελευθέριου Βενιζέλου και εξελέγη βουλευτής Αθηνών, Το 1963, έγινε σύμβουλος στο γραφείο του Πρωθυπουργού. Είχαν επίσης μια αδερφή, την Όλγα, η οποία ήταν παντρεμένη με τον Γιάννη Χαραμή από την Κρεμαστή Λακωνίας.
Το 1931, ο Γιώργος Φτέρης παντρεύτηκε τη Ρέα Βραχίνου, και στις 13 Ιουλίου 1934, γέννησαν τη μοναδική τους κόρη Ελυάνα.
Δημοσιογράφος
Το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του, ο Γιώργος Φτέρης, ήταν ανταποκριτής εφημερίδων στο εξωτερικό. Αρχικά, ήταν στη Ρώμη, και αργότερα στη Γαλλία.
Περιόδευσε στην Ευρώπη για να συναντήσει αρκετά γνωστά πρόσωπα της εποχής, όπως ο Ιταλός δικτάτορας Μπενίτο Μουσολίνι, από τον οποίο έλαβε συνέντευξη αρκετές φορέας. Κατα τη διάρκεια των ταξιδιών του, γνώρισε και σχημάτισε δεσμούς φιλίας με αρκετά γνωστά άτομα, όπως ο συγγραφέας Νίκος Καζαντζάκης, ο γλύπτης Μιχαήλ Τόμπρος, ο πολιτικός Ελευθέριος Βενιζέλος, η ηθοποιός Έλλη Λαμπέτη, ακόμη και ο Πάμπλο Πικάσο.
Με την επιστροφή του στην Ελλάδα, έγινε αρχισυντάκτης της εφημερίδας Αθηναϊκά Νέα. Επίσης, εργάστηκε ως δημοσιογράφος για Το Βήμα. Αρθρογραφούσε το κύριο άρθρο της εφημερίδας κάθε Κυριακή.
Μεταφραστής
Το 1930, έλαβε το Βραβείο της Γαλλικής Ακαδημίας (Ακαδημαϊκές δάφνες), για τη μετάφραση του από τα γαλλικά στα ελληνικά των «Αθλίων» (Les Miserables). Το 1966, του απονεμήθηκε το Χρυσό Μετάλλιο Δημοσιογραφίας από το Βασιλιά Κωνσταντίνο Β΄. Τιμήθηκε αρκετές φορές από την Ελληνική κυβέρνηση για το έργο του στη λογοτεχνία και τη δημοσιογραφία.
Συγγραφέας
Έγραψε αρκετά βιβλία και άρθρα. Η κόρη του Ελυάνα δήλωσε για τον πατέρα της:
"Τα βιβλία του έχουν βαθύ νόημα και είναι δύσκολα στην κατανόηση επειδή ήθελε να κάνει τους ανθρώπους καλύτερους. Τα βιβλία του ήταν γραμμένα σε απλή γλώσσα, αλλά είχαν βαθιά νοήματα. Δεν ήθελε οι άνθρωποι να διαβάζουν 'σκουπίδια', αλλά να ερευνούν, να βελτιώνουν τους εαυτούς τους, να ρωτούν, και να κάνουν την ανθρωπότητα πιο έξυπνη. Βασικά, να κάνουν έναν άνθρωπο να συλλογιστεί".
Η κατασκευή της βιβλιοθήκης της Αρεόπολης, υποστηρίχθηκε από τον ίδιο.
"Η Χωριάτα"
ης Γερμανικής Κατοχής, έγραψε ένα αλληγορικό τραγούδι το οποίο έδωσε στη Σοφία Βέμπο, την πιο γνωστή τραγουδίστρια της εποχής και επίσης οικογενειακή φίλη του. Το τραγούδησε σε θέατρα ανά την Ελλάδα, φορώντας φόρεμα με τα χρώματα της Ελλάδας, μπλέ και λευκό. 35 χρόνια αργότερα, σχολιάζοντας το τραγούδι, ο Γιώργος Φτέρης είπε: «Είναι μια φωνή ελπίδας και συνέχισης της ύπαρξης. Αντήχησε σε μεγάλο βαθμό στις καρδιές του τότε σκλαβωμένου λαού.» Στο τραγούδι, η Ελλάδα παρουσιάζεται ως μια χωριατοπούλα, και τα νιάτα της ως ένα εκκολαπτόμενο δέντρο.
Κατά τη περίοδο αυτή, όλα τα πατριωτικά τραγούδια απαγορευόταν από τους Ναζί. Ο Φτέρης το γνώριζε, και έγραψε κάθε στίχο του τραγουδιού με αλληγορικό τρόπο. Η κόρη του είπε: "Κάθε φορά που τραγουδούνταν, το κοινό 'ηλεκτριζόταν'. Ακούγαν το τραγούδι και το κατανοούσαν, και έτσι τους έδινε ελπίδα, τους εμχύψωνε. Φόβιζε τον εχθρό, και ήταν σαν απειλή".
Πολύς κόσμος λάτρεψε το τραγούδι του Φτέρη, και το μήνυμα του διαδώθηκε στην Ελλάδα. Το τραγούδι έπαιζε συνεχώς στα θέατρα. Αλλά αμέσως μετά οι Ναζί κατέλαβαν τον έλεγχο. Το τραγούδι απαγορεύθηκε, και τα θέατρα κλείσαν. Ορίστηκε ποινή για κάθε έναν που τραγουδούσε το τραγούδι, και οι Ναζί πήγαν στο σπίτι του Φτέρη, απειλώντας τον με σύλληψη. Η Βέμπο συνέχισε να τραγουδά την «Χωριάτα» στις συναυλίες της στη Μέση Ανατολή και συνέχισε να εμπνέει το κίνημα της Εθνικής Αντίστασης. Αν και το τραγούδι είχε καταπνιγεί στην Ελλάδα, η ζημιά για τους Γερμανούς είχε γίνει. Οι καταπονεμένοι και χωρίς ελπίδα Έλληνες πολέμησαν στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, όπως λέει το τραγούδι με «καινούργιους κλώνους και κλαδιά».
Θάνατος
Ο Γιώργος Φτέρης-Τσιμπίδαρος απεβίωσε το 1967 από καρκίνο του ήπατος. Το σώμα του έχει ταφεί στην πατρίδα του, Μάνη. Επί της οδού μεταξύ Αρεόπολης και Γυθείου, σε ένα λόφο έχει χτιστεί και αφιερωθεί σε αυτόν ένα μνημείο. Αν και εγκατέλειψε το χωρίο του και τους περιορισμούς του, στην εφηβική του ηλικία, πάντοτε είχε τη Μάνη στην καρδιά του.
Κάποτε είχε γράψει: "«Τη θύμηση της Μάνης, της πέτρας και του αέρα της Μάνης, την έπαιρνα πάντα μαζί μου, όπου κι αν πήγαινα. Σαν φυλαχτό»".
Το μνημείο του είναι μια προτομή, σκαλισμένη από τον φίλο του Μιχαήλ Τόμπρο. Στον ώμο του, μια γυναίκα που αναπαριστά τη Μάνη δακρύζει, θρηνώντας για τον θάνατο του. Η κόρη του Ελυάνα δήλωσε, «Ο πατέρας που ποτέ δεν ήθελε μνημείο για τον εαυτό του, μιας και ήταν πολύ ταπεινός άνθρωπος. Ποτέ δεν πίστευε στα μνημεία, όμως η μητέρα που επέμενε πως του άξιζε ένα.».
Άρμεν Κούπτσιος, Έλληνας Μακεδονομάχος από τη Δράμα
Άρμεν Κούπτσιος
Ο Άρμεν Κούπτσιος γεννήθηκε στον Βώλακα της Δράμας το 1885. Γνωρίστηκε με τον Έλληνα Μακεδονομάχο Καπετάν-Νταή, όταν εκείνος ως δάσκαλος στην Προσοτσάνη Δράμας, μυστικά οργάνωνε τον αγώνα στη Δράμα. Σε αυτόν αποκάλυψε ο Άρμεν τη θέλησή του να αγωνιστεί έως θανάτου για την πατρίδα.
Η μύηση
Ο Αρχιδιάκονος του Μητροπολίτη Δράμας και αργότερα Σμύρνης Χρυσοστόμου, Θεμιστοκλής Χατζησταύρου, ο μετέπειτα Αρχιεπίσκοπος Αθηνών, στο «Μακεδονικόν Ήμερολόγιον» του 1965, καταθέτει την εξής μαρτυρία: «Ή Οργάνωσις πού εμυούσε τούς Έλληνας ήταν εντελώς μυστική. Τον Μητροπολίτη Χρυσόστομο προσπαθούσαμε να τον κρατούμε μακρυά από τον κίνδυνο. Αποφεύγαμε να τον ανακατεύωμε φαινομενικά στην Οργάνωση. Θέλαμε να τον προφυλάξωμε από τον κίνδυνο, πού τον οδηγούσεν ό ορμητικός χαρακτήρας του και ό φλογερός πατριωτισμός του. Γενικός αρχηγός στην Οργάνωση ήταν ό Ίων Δραγούμης. Την πρωτοβουλία στην ορκωμοσία των μυουμένων στη Δράμα την είχα εγώ. Εγώ ήμουν πού ώρκισα τον Άρμεν και τον πατέρα του από τον Βώλακα, καθώς και τον Βαλαβάνη από την Πλεύνα. Τούς δίναμε και όπλα».
Δράση
Ο Άρμεν έγινε ένας από τούς πλέον έμπιστους ανθρώπους του Χρυσοστόμου και εντάχθηκε στα ανταρτικά σώματα που επιχειρούσαν στην περιοχή τής Δράμας. Με τις αντάρτικες ομάδες τους οι μακεδονομάχοι της Δράμας ήρθαν πολλές φορές σε σύγκρουση με τις πολυμελείς και καλά εξοπλισμένες ομάδες των κομιτατζήδων, στις όποιες επέφεραν σημαντικές απώλειες.
Το μαρτυρικό τέλος
Ό θάνατος του Άρμεν συνδέεται με τον ερχομό του Βούλγαρου αρχικομιτατζή Πλάτσεφ στη Δράμα, τον Ιούνιο του 1905. Τον απέστειλε το Βουλγαρικό κομιτάτο για να οργανώσει την εκτέλεση Ελλήνων προκρίτων και αγωνιστών πού δημιουργούσαν προβλήματα στο βουλγαρικό καθεστώς. Δόθηκε εντολή στον Άρμεν και την ομάδα του να τον εξοντώσει.
Ό Άρμεν με τον Νάκο Βογιατζή και τον Πέτρο Μάντζα του έστησαν ενέδρα στη θέση Τσομπάνκα, στη σημερινή Λαυρεντιανή Μονή. Ό Πλάτσεφ έπεσε στή παγίδα και ό Άρμεν του ζήτησε να αφήσει το όπλο του και να παραδοθεί. Εκείνος όμως τον πυροβόλησε και ό Άρμεν ανταπέδωσε την επίθεση. Πυροβολώντας ό Άρμεν, άφησε τον Πλάτσεφ νεκρό. Στους πυροβολισμούς έσπευσαν έφιπποι Τούρκοι αστυνομικοί και ό τουρκαλβανός επιστάτης από τον Καλό Αγρό Δράμας. Ό Άρμεν φρόντισε πυροβολώντας να αποσπάσει την προσοχή των Τούρκων, ώστε να μπορέσουν να ξεφύγουν οι σύντροφοι του, οι όποιοι και τελικά κατάφεραν να διαφύγουν. Και βλέπουμε και εδώ ξεκάθαρα την παλικαριά και το μεγαλείο αυτού του παιδιού, πού προτίμησε να θυσιαστεί ό ίδιος για να σωθούν οι σύντροφοι του. Ό Άρμεν θα μπορούσε να συγκρουστεί με τους Τούρκους πού τον κατεδίωκαν. Δεν πυροβόλησε όμως κανέναν από αυτούς, για να μη δημιουργήσει προβλήματα στον Μητροπολίτη Δράμας Χρυσόστομο, τον όποιο οι Τούρκοι θεωρούσαν υπεύθυνο και ταλαιπωρούσαν αφάνταστα για το θάνατο κάθε στρατιώτη τους.
Η Δράμα συγκλονίστηκε, όταν μαθεύτηκε το νέο, γιατί ό Άρμεν ήταν παντού γνωστός και ιδιαίτερα αγαπητός. Έγιναν πολλές ενέργειες για την απελευθέρωση του από τον Χρυσόστομο και από άλλους πολλούς Δραμινούς, άλλα μάταια. Στην ανάκριση ό Άρμεν βασανίστηκε για να αποκαλύψει πρόσωπα και πράγματα. Καθώς δεν αποκάλυπτε τίποτα οι Τούρκοι τον μετέφεραν στη Θεσσαλονίκη, για να δικαστεί. Το ειδικό τουρκικό Στρατοδικείο της Θεσσαλονίκης τον καταδίκασε σε θάνατο δια απαγχονισμού. Ο Άρμεν επέστρεψε και πάλι στη Δράμα για να επισφραγίσει την μικρή αλλά ένδοξη και τίμια ζωή του με τον μαρτυρικό του θάνατο.
Ο Χρυσόστομος και το Ελληνικό Κέντρο, σε μία ύστατη προσπάθεια, οργάνωσαν σχέδιο αποδράσεως του Άρμεν. Το σχέδιο προέβλεπε άνδρες της Οργανώσεως, ένοπλοι και κρυμμένοι μέσα στο πλήθος, να επιτεθούν εναντίον της φρουράς πού θα μετέφερε τον Άρμεν στον τόπο του απαγχονισμού και να τον ελευθερώσουν. Ωστόσο το προδόθηκε σχέδιο στους Τούρκους, οι οποίοι άλλαξαν το δρομολόγιο και την ώρα της εκτέλεσης.
Στις 14 Σεπτεμβρίου 1905 ο εικοσάχρονος Άρμεν Κούπτσιος οδηγήθηκε από τους Τούρκους στον πλάτανο της πλατείας της Δράμας, όπου και εκτελέστηκε με απαγχονισμό.
Ο πατέρας του Άρμεν παρακολούθησε τη σκηνή της εκτέλεσης. Βρήκε παρηγοριά στον μαρτυρικό Μητροπολίτη Χρυσόστομο, πού με δάκρυα τον υποδέχθηκε στη Μητρόπολη. Εκεί πατέρας φέρεται να λέει στον Μητροπολίτη Δράμας Χρυσόστομο: «Δεν κλαίω πού έχασα το παιδί μου, κλαίω πού εσύ έχασες το πρωτοπαλίκαρο σου». Ήταν και ο πατέρας του Άρμεν δοσμένος στον αγώνα.
Όταν το 1916 οι Βούλγαροι ξανάρθαν στη Δράμα ως κατοχικός στρατός (Β' Βουλγαρική Κατοχή), συνέλαβαν τον πατέρα του Άρμεν και αφού τον βασάνισαν για μήνες, αν και ήταν ήδη μεγάλος στην ηλικία, τον έριξαν μέσα σε ένα ξεροπήγαδο έξω από την Δράμα, οπού και πέθανε. Τότε κόψανε και τον μεγάλο πλάτανο της πλατείας, για να μην υπάρχει τίποτα πού να θυμίζει στους Δραμινούς την θυσία του νεώτερου στην ηλικία Έλληνα Μακεδονομάχου που μαρτύρησε.
Αργότερα, μετά την Απελευθέρωση, στον τόπο τη θυσίας στην πλατεία ανεγέρθηκε η προτομή του Άρμεν Κούπτσιου και δίπλα φυτεύτηκε εκ νέου ένας πλάτανος σε ανάμνηση του μαρτυρίου του.
Προτομή
Το 1967 ανεγέρθηκε η προτομή του Άρμεν Κούπτσιου στον τόπο της θυσίας του, στην πλατεία της Δράμας, και δίπλα από την προτομή φυτεύτηκε εκ νέου ένας πλάτανος σε ανάμνηση της θυσίας του (καθώς ο πλάτανος είχε κοπεί από τον βουλγαρικό στρατο το 1916 κατά τη Β' Βουλγαρική Κατοχή).
Επίσης προτομή του ανεγέρθηκε στον τόπο καταγωγής του, τον Βώλακα. Η κεντρική οδός της Δράμας φέρει το όνομα του. Κάθε χρόνο οργανώνονται εκδηλώσεις προς τιμήν του στην Κοινότητα του Βώλακα, ενώ διεξάγεται και αγώνας δρόμου, με την επωνυμία «Δρόμος Θυσίας», που αφετηρία έχει την Δράμα και τερματισμό τον Βώλακα.
Ιωάννης ο Χρυσόστομος, είναι Άγιος, Πατέρας και ιεράρχης της Ορθοδόξου Εκκλησίας
Ιωάννης ο Χρυσόστομος
Ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος, γνωστός και ως Ιωάννης της Αντιόχειας, είναι Άγιος, Πατέρας και ιεράρχης της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Γεννήθηκε στην Αντιόχεια της Συρίας μεταξύ 344 και 354. Έδρασε στην ίδια πόλη, αλλά και στην Κωνσταντινούπολη και τελικά πέθανε εκδιωγμένος από την αυτοκρατορική αυλή το 407, λόγω του αυστηρού ελέγχου που της ασκούσε.
Ο ίδιος συγκαταλέγεται ανάμεσα στις κορυφαίες εκκλησιαστικές προσωπικότητες, ένεκα του αξεπέραστου χαρίσματός του στην ομιλία. Διετέλεσε επίσης επίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως, όπου διακρίθηκε για το σπουδαίο ποιμαντικό και φιλανθρωπικό έργο που διενήργησε.
Τελικά αναδείχτηκε ως ένας από τους πλέον λαοφιλείς ιεράρχες, εξ ου και σήμερα θεωρείται άγιος από την Καθολική Εκκλησία, τα Λουθηρανικά και Αγγλικανικά δόγματα, ενώ κατατάσσεται στους μεγάλους πατέρες της Ορθόδοξης Εκκλησίας , αφήνοντας πίσω σπουδαίο, ανεκτίμητο και διαχρονικό συγγραφικό έργο, που αγκαλιάζει όλο το φάσμα των ποιμαντικών και θεολογικών ζητημάτων της εκκλησίας.
Ο βίος Του
Η μόρφωση του Χρυσοστόμου
Γεννήθηκε στην Αντιόχεια μεταξύ 344 και 354, με πιθανότερη ημερομηνία κοντά στο 349. Γονείς του ήταν ο στρατηγός Σεκούνδος και μητέρα του η Ανθούσα. Η μητέρα του μάλιστα χήρεψε μόλις στα 20 της χρόνια, όταν ο Ιωάννης ήταν μόλις λίγων μηνών, ήταν δε γυναίκα που ξεχώριζε για το ζήλο που επεδείκνυε για την ανατροφή του Ιωάννη, ώστε πολλοί αξιοσέβαστοι άνδρες της εποχής, όπως ο Λιβάνιος, εξήραν το ήθος της.
Τα πρώτα γράμματα τα διδάχθηκε από την ίδια. Εν συνεχεία σπούδασε στη σχολή του Λιβάνιου, δάσκαλου και πολυγραφότατου συγγραφέα, στην Αντιόχεια ρητορική και του Ανδραγαθίου φιλοσοφία. Από την εποχή αυτή μάλιστα διαφάνηκε το ταλέντο της ρητορικής του ικανότητος σε σημείο ο δάσκαλός του Λιβάνιος, να θελήσει να τον κάνει συνεχιστή του έργου του στη σχολή. Η χριστιανική του ανατροφή όμως εμπόδιζε τα σχέδιά του. Επίσης ακολούθησε θεολογικές σπουδές δίπλα στον Καρτέριο και το Διόδωρο Ταρσού, στο λεγόμενο Ασκητήριο, τη μεγάλη θεολογική σχολή της Αντιόχειας, ενώ σπούδασε και ως συνήγορος, εξασκώντας το επάγγελμα για λίγους μήνες. Εν τέλει εγκατέλειψε την δικηγορία και βαπτίστηκε Χριστιανός και σύντομα, όταν έφυγε από τη ζωή η μητέρα του (372 μ.Χ.), αποφάσισε να αποσυρθεί από την κοσμική ζωή ακολουθώντας το μοναχισμό.
Το έργο του στην Αντιόχεια
O Ιωάννης o Χρυσόστομος το 371 χειροθετήθηκε αναγνώστης, ξεκινώντας διδακτικό και κατηχητικό έργο, το οποίο μας δείχνει τη γνώση που ήδη είχε πάνω στις γραφές. Εν συνεχεία θα διάγει έξι χρόνια μοναστικής ζωής στην Αντιόχεια και συγκεκριμένα στην περιοχή του Σιλπίου (4 δίπλα σε γέροντα ασκητή και 2 μόνος του, σε σπήλαιο), όπου θα μυηθεί στο μοναχικό ιδεώδες και τη νηπτική ζωή, πριν επιστρέψει και πάλι στην πόλη της Αντιόχειας. Η ζωή του αυτή την εποχή χαρακτηρίζεται, σύμφωνα με τον Παλλάδιο, από σκληρή άσκηση. Τρεφόταν και κοιμόταν ελάχιστα, σκληραγωγείτο, ζώντας βίο φιλοπονίας, προσευχόμενος και μελετώντας κάτω από αντίξοες συνθήκες, με αποτέλεσμα να κλονιστεί σοβαρά η υγεία του. Κατά την επιστροφή του, το 381, χειροτονείται διάκονος από τον αρχιεπίσκοπο Αντιοχείας Μελέτιο και το 386 πρεσβύτερος από το διάδοχό του, Φλαβιανό, μέχρι και το 397, όταν και του προτάθηκε η θέση του επισκόπου. Η φήμη για το ζήλο και την ευγλωττία του, τον έκανε γρήγορα γνωστό στην Αυτοκρατορία, φθάνοντας μέχρι και την Αυλή του αυτοκράτορα, γεγονός που τον οδήγησε τελικά και στη θέση του Αρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως.
Ως πρεσβύτερος ήδη αρχίζει να αναπτύσσει έντονη συγγραφική και ποιμαντική δράση, με σκοπό να καταπολεμήσει τους αιρετικούς της εποχής (Αρειανούς, ευνομοιανούς), τους Ιουδαίους οι οποίοι προσεταιρίζονταν τους Χριστιανούς, τους πλούσιους και τους φορείς που ήταν υπεύθυνοι για την ηθική παρακμή της πόλεως. Ιδρύει επίσης ευαγή ιδρύματα, όπως πτωχοκομεία και γηροκομεία και καθιερώνει συσσίτιο. Η φήμη για την ρητορική και ποιμαντική του ικανότητα εκτοξεύεται το 387, όταν μετά από στάση των Αντιόχεων κατά του βασιλέως, επιτυγχάνει να οδηγήσει τον Αρκάδιο σε ήπια αντίδραση κατά των στασιαστών και του λαού της περιοχής. Η αγάπη και ο σεβασμός μάλιστα προς το πρόσωπο του Χρυσοστόμου ήταν τόση, ώστε όταν προτάθηκε για την επισκοπή στην Κωνσταντινούπολη, προετοιμάστηκε κατάλληλο σχέδιο ώστε να μην προκληθούν αντιδράσεις από το λαό της Αντιόχειας.
Εκλογή στον επισκοπικό θρόνο
Το έργο που ανέπτυξε ήταν πολυσχιδές και περιελάμβανε έντονη κηρυκτική, αντιαιρετική, φιλανθρωπική, συγγραφική και κοινωνική δράση. Η ρητορική του δεινότητα σαγηνεύει τα πλήθη, χριστιανούς και μη, ενώ η φήμη του φθάνει ως τα αυτιά της Αυτοκρατορικής αυλής. Το 397, οπότε και πεθαίνει ο Αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως Νεκτάριος, οι άνθρωποι της Αυλής τον φέρνουν στην Κωνσταντινούπολη για να διαδεχθεί το Νεκτάριο. Μάλιστα την υποψηφιότητά του την στήριξε ο ίδιος ο αυτοκράτορας, μετά από υπόδειξη του πανίσχυρου και σκανδαλοποιού ευνούχου Ευτροπίου, ο οποίος τον είχε γνωρίσει και είχε εντυπωσιαστεί από τις ικανότητές του. Έτσι το Φεβρουάριο του 398, με σύμφωνη γνώμη κλήρου και λαού, χειροτονείται από τον Θεόφιλο Αλεξανδρείας, παρότι ο ίδιος διατίθετο εχθρικά σε βάρος του Ιωάννη, καθότι ήθελε να επιβάλει δικό του επίσκοπο, Αρχιεπίσκοπος.
Το έργο του στην Κωνσταντινούπολη
Από τη νέα θέση ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος αναπτύσσει ευρύτατο ποιμαντικό, κοινωνικό και φιλανθρωπικό έργο. Κύριο μέλημα του είναι η ηθική καλλιέργεια του ποιμνίου, όμως δεν περιορίζεται μόνο σε αυτό, αλλά ιδρύει και σειρά ευαγών ιδρυμάτων με σκοπό την ανακούφιση των φτωχών, ορφανών, ξένων και αρρώστων. Οργανώνει ημερήσιο συσσίτιο με το οποίο θρέφει 7000 απόρους της Πόλης. Καταργεί κάθε πολυτέλεια στην εκκλησία, περιορίζει στο ελάχιστο τα έξοδα διατροφής του κλήρου, εκποιεί διάφορα πολύτιμα σκεύη και τιμαλφή που δεν ήταν απαραίτητα και δίνει τα χρήματα σε έργα αγάπης. Επιπρόσθετα ως γνήσιος διάδοχος των Αποστόλων και ως άριστος πνευματικός επιτελάρχης οργάνωσε ιεραποστολές στην Περσία, την Κελτική, τη Φοινίκη, τη Σκυθία και τη Γοτθία.
Αυτό όμως που αποτελεί μεγάλο του προσόν, είναι το άφθαστο χάρισμα του λόγου. Στο πρόσωπο του η χριστιανική ρητορική τέχνη επρόκειτο να βρει τον μεγαλύτερο θεράποντα της. Μιλάει στις περίφημες ομιλίες του για το λόγο του Ευαγγελίου, τη μετάνοια, τη μεταστροφή στο Θεό. Θεολογεί, εμβαθύνει στα μεγάλα ερωτήματα της ανθρώπινης ύπαρξης και στα καθημερινά προβλήματα της κοινωνίας. Κοινωνιολογεί, ψυχολογεί και ηθικολογεί. Στηλιτεύει την ανηθικότητα και τη διαφθορά, καταγγέλλει την κοινωνική αδικία, στιγματίζει τη σπατάλη, την επίδειξη των πλουσίων και των αρχόντων, καταδικάζει τις αυθαιρεσίες του πολιτικού συστήματος, στρέφεται σε βάρος του διεφθαρμένου κλήρου, πάντα με παρρησία και χωρίς να κατονομάζει ώστε να μην κηλιδώνονται προσωπικότητες αλλά να στιγματίζονται οι πράξεις. Στέκεται δίπλα στους αδυνάτους, τους ταπεινούς, τους αδικημένους, τους απλούς καθημερινούς ανώνυμους συνανθρώπους του, που η υπεροψία και η αδικία των δυνατών συχνά καταδυνάστευε.
Ο ίδιος υπήρξε θερμός ζηλωτής της Χριστιανικής πίστεως, αυστηρός ασκητής στην προσωπική του ζωή, υπόδειγμα θυσίας και αυταπαρνήσεων. Αυτό ήταν που τον οδήγησε στο να μη δύναται να ανεχθεί παρουσία ιδιοτελών ανθρώπων στην Εκκλησία και σκανδαλοποιών κληρικών. Αυτό ήταν που τον έφερε σε ρήξη και με μεγάλο μέρος του κλήρου, που δεν άντεχε την σκληρή κριτική του μεγάλου αυτού άνδρα. Ο Ιωάννης αγωνίστηκε για την εξυγίανση των εκκλησιαστικών πραγμάτων που βρισκόταν τότε σε μεγάλη κατάπτωση και διαφθορά. Έλαβε δραστικά μέτρα εναντίον: α) των «βαλαντιοσκόπων», των κληρικών δηλαδή εκείνων που πλούτιζαν από την ιερατική τους ιδιότητα, β) των «κολάκων και παρασίτων», όσων κληρικών δηλαδή απολάμβαναν την κοσμική ζωή, γ) των «κοιλιοδούλων», όσων δηλαδή ζούσαν αργόσχολα, με έμφαση στις απολαύσεις και δ) εκείνων που ζούσαν με «συνεισάκτους», δηλαδή τους μοναχούς ή επισκόπους που συζούσαν με τις θεωρούμενες «αδελφές» τους. Έλαβε μέτρα, επίσης, για την ηθική κάθαρση των ταγμάτων των χηρών και των διακονισσών. Έδινε ιδιαίτερη έμφαση στην καθαρότητα του βίου και ήταν αμείλικτος με τους ιερείς, διακόνους και μοναχούς που αποδεικνύονταν ανάξιοι, ενώ τους αδιόρθωτους τους απέβαλε παντελώς από τις τάξεις του κλήρου. Μάλιστα, δεν δίστασε να καταργήσει 13 επισκόπους ως «σιμωνιακούς» και ανάξιους και να τους αντικαταστήσει με ικανούς και ευσεβείς, υποστηρίζοντας ότι «εάν ο κλήρος που είναι το άλας της γης, παρουσιάζει έκλυτο βίο, πώς θα ζητήσουμε από το ποίμνιο να ζει άγιο και κατά Χριστόν βίο;»
Οι διωγμοί του Χρυσοστόμου
Μπορεί να κατέκτησε τις καρδιές του λαού, σύντομα όμως προκάλεσε πλήθος αντιδράσεων εκ μέρους εκείνων που θίγονταν από το ελεγκτικό του κήρυγμα. Έτσι δημιουργήθηκε ένα έντονο και ασφυκτικό αντι-Χρυσοστομικό κλίμα. Ιδιαίτερα δε, εξόργισε το περιβάλλον της Αυτοκράτειρας Ευδοξίας. Το αποκορύφωμα ώστε να ανάψει η θρυαλλίδα της συσσωρευμένης αντιπάθειας σε βάρος του, τόσο εκ μέρους των αρχόντων και πολιτικών, όσο και των εκκλησιαστικών παραγόντων της εποχής, ήταν ο έλεγχος στην Αυτοκράτειρα Ευδοξία, η οποία παρανόμως οικειοποιήθηκε το χωράφι μιας φτωχής χήρας. Επιπρόσθετα, διάφορες τάξεις οι οποίες θίγονταν από το κήρυγμά του, έψαχναν διαρκώς αφορμές για να συκοφαντήσουν τον επίσκοπο, αλλά και να διατυμπανίζουν στην Αυλή αυτή την υποβόσκουσα δυσαρέσκεια. Χαρακτηριστικό παράδειγμα του γεγονότος αυτού ήταν η ανέγερση ενός λεπροκομείου και η επίθεση που δέχτηκε από τη νομενκλατούρα της Πόλεως, εξαιτίας της οικονομικής ζημίας με την οποία θα επιβαρύνονταν τα κτήματά τους. Επίσης πολλοί ήταν εκείνοι που αποσκοπούσαν στο θρόνο του.
Πρωτεργάτες της δυσαρέσκειας υπήρξαν ο Ευτρόπιος και ο Γάιος που ήταν αρχηγός των Γότθων στην Κωνσταντινούπολη, ενώ από εκκλησιαστικής πλευράς, ο Σεβηριανός Γαβάλων, ο Ακάκιος Βεροίας και ο Αντίοχος Πτολεμαΐδας. Ο κορυφαίος όμως διώκτης του Αγίου ο οποίος συνύφανε τις σαθρές κατηγορίες σε βάρος του και συνάσπισε τους αντιχρυσοστομιστές για να τον αποπέμψουν, ήταν ο Θεόφιλος Αλεξανδρείας. Ο Θεόφιλος ήταν αυτός ο οποίος κατάφερε να πείσει την Αυτοκράτειρα, ότι όταν ο Ιωάννης αναφερόταν σε ομιλίες στην Ιεζάβελ, υπονοούσε αυτή, κάτι που συνεπάγετο ενοχή για εσχάτη προδοσία. Στόχος του Θεόφιλου ήταν όχι μόνο η απομάκρυνσή του, αλλά και η εξόντωσή του. Τελικά συνήλθε σύνοδος-παρωδία, στην οποία παρευρέθησαν οι μισοί Επίσκοποι, στην οποία αποφασίστηκε η εξόριση του. Ο ίδιος μάλιστα δεν παρέστη, ενώ ανάμεσα στους κατηγόρους, ήταν και κληρικοί που είχαν αποπεμφθεί λόγω σιμωνίας. Προεξάρχων ήταν ο Θεόφιλος (κατηγορούμενος σε άλλη περίπτωση για αντιεκκλησιαστική συμπεριφορά, για την οποία ποτέ δεν δικάσθηκε).
Σύντομα, όμως, ο Ιωάννης επανήλθε στον αρχιεπισκοπικό θρόνο λόγω του φόβου που προκάλεσε στην αυλή η αντίδραση του λαού, ενός μεγάλου κακού στο οικογενειακό περιβάλλον της Ευδοξίας και συνάμα ενός σεισμού που συνέβη, ενώ ο Ιωάννης ταξίδευε για τη εξορία, που εξελήφθη ως θεϊκό σημείο. Μετά από λίγο ήρθε και η ώρα της δεύτερης και μόνιμης εξορίας του Αγίου. Αυτό συνέβη διότι ο Ιωάννης και πάλι δεν έπαψε το φλογερό κήρυγμα του. Υπήρξε ασυμβίβαστος προς τη ανηθικότητα, την ειδωλολατρεία, τον κοσμικό έκλυτο βίο. Αποκορύφωμα υπήρξε η νέα δριμεία κριτική που άσκησε ο Χρυσόστομος στην Ευδοξία για ένα άγαλμα της, το οποίο ανήγειρε στον περίβολο του ναού της Αγίας Σοφίας, στο οποίο τελούνταν και διάφορες Διονυσιακού τύπου εκδηλώσεις. Αυτή τη φορά, πάλι σύμφωνα με τους αντιπάλους του, εκφώνησε λόγους όπου αποκαλούσε την Ευδοξία Ηρωδιάδα, κάτι που τον έθεσε άμεσα στο στόχαστρο της αυτοκράτειρας, που τον εξόρισε οριστικά, με τη βοήθεια της συνόδου.
Ο Ιωάννης όμως αρνήθηκε να φύγει παρά τη θέλησή του Αρκαδίου. Μάλιστα τις παραμονές της οριστικής του εξορίας, αποπειράθηκαν να τον δολοφονήσουν δύο φορές. Όμως ούτε και τότε τελείωσε ο διωγμός του. Αυτό φάνηκε από τα γεγονότα του Πάσχα του 404, όταν το βράδυ του Μεγάλου Σαββάτου μετά από ψευδή καταγγελία του Θεοφίλου στον Αρκάδιο, οι στρατιώτες του αυτοκράτορα επιτέθηκαν την ώρα της Λειτουργίας στο συναχθέν πλήθος, με την αιτιολογία ότι ήταν σύναξη οπαδών του Χρυσοστόμου. Ακολούθησαν βαρβαρότητες εκείνη την νύχτα καθώς και την επόμενη ημέρα από το στρατό και τους υπερασπιστές του Ιωάννη, που αποκλήθηκαν Ιωαννίται.
Η εξορία και το τέλος της ζωής του
Ο Χρυσόστομος το μόνο που πάντα ζητούσε ήταν να ακροασθεί από Οικουμενική σύνοδο. Αυτό όμως προσέκρουε στα συμφέροντα των αντιπάλων του, οι οποίοι γνώριζαν τη αντικανονικότητα της Εν Δρύ συνόδου, με αποτέλεσμα να μην δέχονται το αίτημά του. Το βαρύ αυτό κλίμα τον υποχρέωσε σε εγκλεισμό στο επισκοπείο του για δύο μήνες. Όμως αυτό δεν αρκούσε στους αντιπάλους του, ήθελαν πάση θυσία το διωγμό του. Έτσι ο ανώτερος κλήρος με επικεφαλής τον Ακάκιο, άσκησαν έντονη πίεση στον Αρκάδιο και τον έθεσαν προ των ευθυνών του σε περίπτωση ταραχών. Εν τέλει εκδίδεται διάταγμα εξορίας του Ιωάννη, περί τις 20 Ιουνίου. Το κλίμα ήταν βαρύ. Οι υποστηρικτές του ήταν έτοιμοι να τον υπερασπιστούν, ενώ στρατιώτες είχαν εντολές να τον συλλάβουν και αν υπάρξουν αντιδράσεις, να κατασταλούν άμεσα. Τελικά παραδίδεται αφού εμφανίζεται στους υποστηρικτές του επισκόπους, ώστε με ειρηνικό τρόπο να τους αποχαιρετίσει και να εξέλθει κρυφά, ώστε να μην προκληθούν νέες αιματοχυσίες. Η διαθήκη του ήταν να διατηρήσουν ενωμένη την εκκλησία ώστε να μην προκληθεί σχίσμα.
Ο εξόριστος επίσκοπος φτάνει στη Νίκαια της Βιθυνίας και εν συνεχεία οδηγήθηκε στο χωριό Κουκουσός, στα σύνορα Καππαδοκίας και Αρμενίας. Από εκεί συνεχίζει το ποιμαντικό του έργο. Γράφει πλήθος επιστολών, συμβουλεύει, κατευθύνει, ενισχύει, παρηγορεί και τονώνει πολλούς Χριστιανούς. Όπως μαθαίνουμε από το πλήθος επιστολών του, είναι ένα ταξίδι θριάμβου, πόνου, απογοητεύσεων και διωγμών. Όπου εμφανίζεται, πλήθος λαού και κλήρου τον υποδέχεται με θέρμη. Αντιθέτως σε πολλούς ενδιάμεσους σταθμούς δέχεται επιθέσεις από φιλο-Θεοκλητικούς και αντι-Χρυσοστομικούς επισκόπους. Κάθε μέρα περπατεί πολλά χιλιόμετρα περνώντας πλήθος κακουχιών. Οι συνοδοί του είχαν εντολή πως αν πέθαινε θα έπαιρναν και πρόσθετο μισθό γι'αυτό του φέρονταν πολλές φορές βάναυσα. Στην Κουκουσό φθάνει μετά από ταξίδι επτά μηνών, σχεδόν ημιθανής.
Αφού συνήλθε, το μέρος της εξορίας του, γίνεται πόλος έλξης πολλών πιστών. Αυτό το γεγονός όμως εξοργίζει περισσότερο το περιβάλλον του Αυτοκράτορα, το οποίο έβλεπε να αναπτύσσεται ένα ευρύτατο ενδιαφέρον υπέρ του εξορίστου επισκόπου. Ο Αρκάδιος - η Ευδοξία είχε πεθάνει- αποφασίζει περαιτέρω απομάκρυνση του στην Πιτυούντα, παρά τις προσπάθειες του Πάπα Ιννοκέντιου να επιστρέψει ώστε να ακουστεί από σύνοδο. Οδοιπορεί για τρεις μήνες προς τον τόπο της εξορίας του, υπό αυστηρή επιτήρηση, αλλά τελικά ποτέ δεν θα φθάσει, γιατί θα τον προλάβει ο θάνατος. Κουρασμένος από τις πολλές κακουχίες, την έντονη ασκητική ζωή και βαριά άρρωστος πέθανε στις 14 Σεπτεμβρίου του 407 μ.Χ στα Κόμανα του Πόντου.
Παρέμεινε όμως ιδιαίτερα δημοφιλής και μετά το πέρας της ζωής του. Έτσι όταν το 434 Πατριάρχης εξελέγη ο μαθητής του Άγιος Πρόκλος, παρακάλεσε τον αυτοκράτορα Θεοδόσιο Β΄ να ενεργήσει τα δέοντα, ώστε το λείψανο του μεγάλου αυτού πατέρα της Εκκλησίας να επιστρέψει στην Κωνσταντινούπολη. Και πράγματι, τέσσερα χρόνια αργότερα, στις 27 Ιανουαρίου του 438 η λάρνακα με το λείψανό του μεταφέρθηκε με λαμπρή και συγκινητική πομπή στην βασιλεύουσα και τοποθετήθηκε στο Άγιο Βήμα του ναού των Αγίων Αποστόλων, ενώ ο λαός έμπλεος χαράς αναβοούσε: «Απόλαβε του θρόνου σου Άγιε».
Η μορφή του
Από ιστορικές πηγές που διαθέτουμε, αντλούμε στοιχεία για την εμφάνιση του Ιωάννη Χρυσοστόμου. Έτσι μαθαίνουμε ότι ήταν πολύ μικρόσωμος, με μεγάλο κεφάλι αιωρούμενο στους ώμους του. Ήταν υπερβολικά λεπτόσαρκος, είχε μακριά μύτη και πλατιά ρουθούνια. Ήταν πολύ ωχρός και λευκός μαζί, είχε βαθουλωτές τις κόγχες των ματιών και μεγάλους τούς βολβούς. Εξαιτίας αυτού, συνέβαινε να παρουσιάζει με τα μάτια του πιό χαρούμενη όψη, αν και με τα υπόλοιπα χαρακτηριστικά του φανέρωνε άτομο βασανισμένο. Το μέτωπό του ήταν μεγάλο, χωρίς τρίχες και χαραγμένο με πολλές ρυτίδες. Είχε μεγάλα αυτιά, γένια μικρά, πολύ αραιά και λευκά. Τέλος, τα μάγουλά του, ήταν βαθουλωμένα στο έπακρο εξαιτίας τής νηστείας.
Το συγγραφικό του έργο
Ο Χρυσόστομος άφησε ογκωδέστατο συγγραφικό έργο, το οποίο καλύπτει 18 τόμους στην Patrologia Graeca του Migne. Τα έργα του μάλιστα, διαβάζονταν και αντιγράφονταν συνεχώς, με αποτέλεσμα να σωθούν σε χιλιάδες χειρόγραφα, αλλά και να αυξηθούν. Αυτό συνέβη λόγω της ενσυνείδητης ψευδωνυμίας μερικών αφανών συγγραφέων ώστε να διαβαστούν τα έργα τους. Ιδιάζουσα περίπτωση αποτελεί ο Σεβηριανός Γαβάλων, που υπήρξε δεινός ρήτορας της εποχής και ο οποίος υπέγραφε τους λόγους ως Χρυσοστομικούς, φοβούμενος ότι οι οπαδοί του Χρυσοστόμου θα τους καταστρέψουν, αφού τον θεωρούσαν υπεύθυνο για το διωγμό του. Επίσης μεγάλη ευθύνη φέρουν συγγραφείς, αντιγραφείς και συλλέκτες, οι οποίοι παρότι βρίσκονταν ενώπιον αμφιβόλου προελεύσεως συγγράματα τα έχριζαν Χρυσοστομικά. Μεγάλο μέρος ομιλιών του έχουν χαθεί, ενώ γνωρίζουμε ότι είχαν δοθεί πολλές επιστολές του προς έκδοση αν και ο ίδιος δεν το επιθυμούσε.
Κατηγοριοποίηση
Το έργο του διακρίνεται σε πραγματείες (ασκητικές, ηθικοπαιδαγωγικές, ποιμαντικές, απολογητικές), λόγους (δογματικούς, σε διάφορες ιστορικές περιστάσεις, ηθικοδιδακτικούς, εορταστικούς, εγκωμιαστικόύς, ερμηνευτικούς) και επιστολές. Ο Ιωάννης Χρυσόστομος υπήρξε λαμπρός σχολιαστής των Άγιων Γραφών. Με το κήρυγμά του έκανε διαδοχικές εξηγήσεις της Βίβλου. Έχουν διαφυλαχθεί περίπου 600 λόγοι του Ιωάννη σε ποικίλα θέματα. Απ’ αυτούς 67 είναι για τη Γένεση, 59 για τους Ψαλμούς, 90 για το Ευαγγέλιο του Ματθαίου, 88 για το Ευαγγέλιο του Ιωάννη, 55 για τις Πράξεις των Αποστόλων, 34 για την Προς Εβραίους Επιστολή κλπ. Ο αναγνώστης κάθε εποχής μελετώντας το έργο του, διαπιστώνει τη συναρπαστική ρητορική του δεινότητα, την παιδαγωγική ευελιξία, τη σπάνια βιβλική κατάρτιση, την ψυχοδιαγνωστική του ικανότητα, την ποιμαντική του αγωνία και την ορθόδοξη θεολογία.
Φιλολογική και ιστορικογραμματική έρευνα
Το έργο του κατά τα πρώιμα έτη της ποιμαντικής - συγγραφικής περιόδου διακρίνονται για την μεγάλη φιλολογική φροντίδα και εφαρμόζουν πιστά στους νόμους και τα σχήματα της ρητορικής τέχνης γενικά και της δεύτερης σοφιστικής ειδικότερα, όπως την διδάχθηκε από τον τον γνωστό αττικιστή ρητοριοδιδάσκαλο Λιβάνιο, μολονότι τα στοιχεία φιλολογικής παιδείας, της ηθικής των στωικών και τα σχήματα των ρητόρων, δεν τα λησμόνησε ποτέ στα έτη της ομιλητικής και συγγραφικής του δράσης.
Οι ομιλίες του
Οι ομιλίες του είχαν ως βάση και σημείο εκκίνησης βιβλικά χωρία, τα οποία είχε ασφαλώς επεξεργαστεί και ως αναγνώστης και διάκονος. Οι ομιλίες καταγράφονταν από ταχογράφους, που εν συνεχεία δέχονταν κάποιες παρεμβάσεις με αποτέλεσμα να μην είμαστε τελείως βέβαιοι ότι απαγγέλθηκαν ακριβώς με τη σημερινή μορφή που γνωρίζουμε. Οι ομιλίες του είναι φανερό ότι προϋποθέτουν όχι μόνο μακρά και επίπονη έρευνα αλλά και διδακτικό - εξηγητικό έργο, μεγαλύτερο από αυτό που προσδιοριζόταν από τις σωζόμενες ομιλίες του. Οι ομιλίες δεν μπορούν να ενταχθούν στο πλαίσιο μιας οργανωμένης ανώτερης σχολής, διότι είναι συνήθως σύντομες περίπου 15 λεπτών. Άλλες πάλι ξεπερνούν και τα 45, ανάλογα με το ερμηνευόμενο Ευαγγελικό χωρίο.
Η ρητορική του δεινότητα
Η ρητορική στην Αντιόχεια
Ο Χρυσόστομος μεγάλωσε σε ένα περιβάλλον έντονα ανταγωνιστικό από ρητορικής απόψεως. Πολλοί ζούσαν από το επάγγελμα του ρήτορα, ενώ στην εποχή του πολλοί μορφωμένοι παρακολουθούσαν απολαυστικά ρήτορες, τους οποίους έκριναν αυστηρά κάθε στιγμή. Άλλοτε επευφημούσαν αν κάποιος καινοτομούσε και εντυπωσίαζε, ενώ αποδοκίμαζαν τα επαναληπτικά σχήματα ή παλαιότερες ρητορείες. Έτσι αν ο Χρυσόστομος δεν επιδιδόταν σε αυτή την υψηλή ρητορεία είναι βέβαιο, ότι ουδείς θα ασχολείτο μαζί του, ούτε καν οι αμόρφωτοι Χριστιανοί που ήταν εμποτισμένοι με την κρατούσα γλωσσική ιδεολογία. Έτσι παίρνουμε και μία απάντηση γιατί οι πατέρες εκείνης της εποχής, χρησιμοποιούσαν σύνθετα γλωσσικά σχήματα σε σχέση με τη γλώσσα της Καινής Διαθήκης. Αντιληπτό ακόμα γίνεται γιατί ασκούσαν λεπτολόγο θεολογία με βαθιές τομές και ευρύτατες αναλύσεις αν και οι αμόρφωτοι αδυνατούσαν να παρακολουθήσουν ικανοποιητικά τη διδασκαλία τους. Πάντα βέβαια πίστευαν σε μελλοντική καλλιέργεια και ευρύτερη κατανόηση των μεταγενεστέρων.
Την επικρατούσα αντίληψη της εποχής τελικά, έρχεται ο Χρυσόστομος να την ανατρέψει. Παρά τη μανία του κοινού για ρητορικές επιδείξεις και παρότι ο ίδιος δεν παύει να συνεχίζει να εκτιμά το λόγο και τη δύναμή του και να κοπιάζει για την οργάνωση του, τους προτρέπει να ακολουθούν το περιεχόμενο κυρίως και όχι τα στομφώδη - πομπώδη σχήματα, ώστε να μη χάνεται το νόημα. Ριζικός επίσης υπήρξε και για τους ρήτορες της εποχής και όχι μόνο για τους εκκλησιαστικούς. Οι τελευταίοι πάντως έπρεπε πλέον να αψηφήσουν τις αδυναμίες και τις επιθυμίες του κοινού, οδηγώντας το στις ορθές θέσεις και όχι το ανάποδο. Τους καλεί τέλος να μην αναμένουν επαίνους, ώστε να επικεντρώνονται στην ουσία.
Χαρακτηριστικά και καινοτομίες της ρητορικής του
Εν αρχή μιλάει για λόγο διαφορετικών προϋποθέσεων από την κοινή ρητορεία των εθνικών. Στρέφει δηλαδή στο περιεχόμενο του λόγου και όχι στη μορφή. Παρόλα αυτά θέτει ένα άρτιο τεχνικά λόγο, με ορθή χρήση πολλών σχημάτων, προσδίδοντας πρωτοφανή ρωμαλεότητα, που προέκυπτε από τη δυναμική του νέου λόγου και το χαρακτήρα του, με σκοπό να κάνει «μέσο» των μηνυμάτων του, τη ρητορεία. Αντιλαμβάνεται την ανάγκη ενός λόγου, που πρέπει να έχει τόση τεχνική, ώστε να διευκολύνει την κατανόηση του μηνύματος και του νοήματός, από κάθε κοινωνική και μορφωτική τάξη. Απαλλάσσει το λόγο από τον έντονο στόμφο και τα πολλά ψιμύθια, που μειώνουν την ενέργειά του, χωρίς να μειώνει την καλλιέπειά του, να αδιαφορεί και να φροντίζει για την μορφή του. Προσέχει τη δομή του, αλλά με διαφορετικό ύφος, προσδίδοντας ζωντάνια στην αλήθεια των κηρυγμάτων του, ανατρέποντας τις κακοδοξίες των εθνικών και των Ιουδαίων.
Η μορφή του Χρυσοστομικού λόγου έχει διακυμάνσεις, ενίοτε μεγάλες. Στα πρώιμα κείμενα η μορφή και η δομή διακρίνονται για την αυστηρότητα της εφαρμογής των ρητορικών κανόνων και την αδρότερη δόμησή τους. Με το πέρασμα των ετών και την ωρίμανσή του, δεν το δεσμεύουν πλέον οι κανόνες της ρητορικής και της Δευτέρας Σοφιστικής, που είχε στόμφο και πολλά γλωσσικά ψιμύθια, αλλά της έλλειπε η ζωντάνια, η ενάργεια και η πνευματική ρωμαλεότητα. Αυτό που έλειπε ακριβώς προσέφερε η ρητορική του Χρυσοστόμου, με αποτέλεσμα να δημιουργήσει δικό του ύφος, ξεπερνώντας τη Δεύτερη Σοφιστική σχολή. Ακόμα ο λόγος του διέπεται από πληθωρικότητα , απουσία Δωρικότητος, με εμφάνιση εντυπωσιακών ερωταποκρίσεων, αντιθέσεων, μεταφορών, παραλληλισμών, αναστροφών και παραστατικών εικόνων.
Ρυθμός και ποιητικότητα
Το εκπληκτικότερο όμως εύρημα της έρευνας στην ρητορική του, είναι ότι πέρα από την καλλιέπεια και την οργανωμένη και απαράμιλλη επιχειρηματολογία, πολλές φορές παρατηρείται και ρυθμικότητα που αγγίζει τον ποιητικό ρυθμό. Στον προφορικό λόγο μπορεί πολλά να επιτευχθούν, όπως ενάργεια, το οποίο διέθετε ο Ιερός Χρυσόστομος, όμως ο ρυθμός και η ποιητικότητα απαιτούν ιδιαίτερες ικανότητες. Η δυσκολία έγκειται στον χρόνο που απαιτείται, την άσκηση και το ταλέντο. Στην περίπτωση του Χρυσόστομου όμως θα πρέπει να αναλογιστούμε ότι τις περισσότερες φορές, για να ομιλήσει ανέμενε τη σύνθεση του ακροατηρίου και τη διάθεση με του πλήθος των συνηγμένων, για να αποφασίσει τον τρόπο, το ύφος και το είδος της ομιλίας που πολλές φορές επέβαλλαν αλλαγές της στιγμής ακόμα και μεσούσης της ομιλίας. Από τα στοιχεία αυτά μπορούμε να αντιληφθούμε το μέγεθος της δυσκολίας και της επιτυχίας του επιχειρήματος, αλλά και της ρητορικής δεινότητας του μεγάλου άνδρα, εξού και η προσωνυμία ως σήμερα "Χρυσόστομος".
Η διδασκαλία του
H θεολογία του στρέφεται κυρίως γύρω από το ακατάληπτο και απρόσιτο της θείας φύσεως, το απολυτρωτικό έργο του Χριστού, τα χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος, το μυστήριο της Εκκλησίας, την αξία του ανθρώπου ως υπάρξεως προορισμένης για την αιωνιότητα, τη μέλλουσα κρίση. Οι πρώτιστοι όμως στόχοι είναι κυρίως ηθικοδιδακτικοί και ποιμαντικοί.
Η φιλολογική έρευνα αποκαλύπτει στα συγγράμματα του Χρυσοστόμου, άφθονα Καππαδοκικά στοιχεία, πολλά εκ των οποίων είναι και εκ πρώτης όψεως εμφανή. Μολονότι έχει βεβαίως δική του σκέψη και δικό του τρόπο εκφράσεως, ο οποίος είναι ανεπανάληπτος, πολύ συχνά ενεπνέετο από τους Καππαδόκες στην εκλογή και παρουσίαση των θεμάτων.
Επί του προκειμένου θέματος ο Χρυσόστομος χαρακτηρίζεται θεολογικά από πολλούς δυτικούς ερευνητές συνήθως ως γνήσιος Αντιοχειανός, αν και μετά από πρόσφατες έρευνες κατεβλήθη προσπάθεια να χαρακτηρισθεί ως Αλεξανδρινός. Αντίθετα οι περισσότεροι ερευνητές της ανατολικής σχολής κρίνουν πως δεν είναι ούτε το ένα, ούτε το άλλο, διότι συνδυάζων τους δύο όρους — ένωση και συνάφεια — ακολουθεί δική του γραμμή «τή γάρ ενώσει και τη συναφεία έν εστιν ο Θεος Λόγος και ή σάρξ, ου συγχύσεως γενομένης τών ουσιών, αλλά ενώσεως άρρητον τινός και αφράστου». Στην Δ' οικουμενική σύνοδο της Χαλκηδόνος 451 το χωρίο αυτό μαζί με κείμενα άλλων πατέρων προσήχθη ως απόδειξη της ομοουσιότητος του Χριστού ταυτοχρόνως και με τον Πατέρα και με τους ανθρώπους.
Είναι χαρακτηριστικό ότι παρότι ζούσε σε μια ταραγμένη και ετερόκλητη εποχή μπορεί να σημειώσει κανείς ότι πολλά μεταγενέστερα αντι-Γραφικά στοιχεία ενώ δεν γνωρίζει την τροπή που θα λάβουν, παίρνει σαφή θέση. Όπως την κατ’ιδίαν εξομολόγηση σε ιερέα, την προσφώνηση της Παρθένου Μαρίας ως Θεοτόκου, την απόδοση τιμής στα λείψανα, τη διενέργεια θαυμάτων από εικόνες και άλλα όπως το πρωτείο του Πάπα και ο αριθμός των μυστηρίων.
Χρυσόστομος και Ελληνική Φιλοσοφία
Ο Ιερός Χρυσόστομος από την αρχή της συγγραφικής του δράσης μέχρι και το τέλος, είχε διασαφηνίσει τη στάση του απέναντι στην Ελληνική φιλοσοφία, σύρωντας διαρκώς μία διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στον τρόπο σκέψης των φιλοσόφων και της Εκκλησίας. Αυτό έγινε αναγκαίο αφενός διότι φιλοσοφικές θεωρίες ενεπλέκονταν με τα Εκκλησιαστικά δόγματα, δημιουργώντας αιρέσεις, αφετέρου διότι η Ελληνική φιλοσοφική σκέψη επηρέαζε πολλούς Χριστιανούς στον τρόπο ζωής, αφαιρώντας τη δυνατότητα να κερδίσουν την "βασιλεία των ουρανών" όπως χαρακτηριστικά ανέφερε. Ουσιαστικά ο Χρυσόστομος δεν ασχολείται με το πρόβλημα της αξίας, της ωραιότητας ή της δυνάμεως της φιλοσοφίας, τα οποία σιωπηρώς δέχεται, αφού τη χρησιμοποιεί, αλλά με την ουσία της, που οδηγεί στην απώλεια. Ο ίδιος επίσης απορρίπτει ξεκάθαρα τις απόψεις των αρχαίων Ελλήνων περί Θεού, κόσμου, ανθρώπου και ηθικής, που είναι ξένες και ασυμβίβαστες με την διδασκαλία της Εκκλησίας. Εν τούτοις ο Χρυσόστομος επαινεί πολλές φορές φιλοσόφους όπως ο Σωκράτης και άλλους ελάσσονες φιλοσόφους όπως το Θηβαίο Κράτη και τον Κυνικό Διογένη, όταν διαπιστώνει στην ζωή τους ηθική συμπεριφορά ή περιφρόνηση προς τα υλικά αγαθά, ποτέ όμως και για τις μεταφυσικές τους αντιλήψεις. Καυτηριάζει τον Πλάτωνα διότι κατά την άποψή του το πνεύμα του Έλληνα φιλοσόφου είναι φιλόυλο και αντικρούει τον Αριστοτέλη για το θέμα της προσιτότητος προς τον Θεό, αφού ο Θεός είναι απρόσιτος και ακατάληπτος.
Μερίδα σύγχρονων ερευνητών πιστεύει ότι γενικά οι Πατέρες της Εκκλησίας επεδίωξαν σύζευξη και εναρμόνιση χριστιανισμού και ελληνισμού. Ψάχνοντας χωρία που να το αποδεικνύουν, ανακαλύπτουν το Χρυσόστομο να καταφάσκει τους φιλοσόφους και το έργο τους. Ο ίδιος λοιπόν είναι σαφές πως αρνείται το περιεχόμενο και τις ιδέες των Ελλήνων φιλοσόφων, όχι όμως και την ελληνική παιδεία σε ότι έχει να κάνει με την εκμάθηση της τέχνης του λόγου, της ρητορικής, των επιστημών και τον παραδειγματισμό από γεγονότα και πρόσωπα ποιητικών και άλλων κειμένων της αρχαιότητας.
Η αιτία που τηρεί αρνητική στάση έναντι της ελληνικής φιλοσοφίας έχει ριζική αφορμή, την οποίο εξηγεί στο υπόμνημά του στην Προς Ρωμαίους Επιστολή. Οι άνθρωποι έλαβαν από το Θεό τη γνώση και την αλήθεια αλλά την κατακάλυψαν με ξύλα και λίθους, ώστε προήλθε ανατροπή. Αφορμή είναι η φράση του Αποστολου Παύλου "το γνωστόν του θεού φανερόν εστίν εν αυτοίς...", το οποίο κατά τον Χρυσόστομο σημαίνει ότι ο Θεός φανέρωσε τον εαυτό του μέσω της κτίσεως και της αρμονίας της. Για την κατανόηση αυτή ο Θεός έδωσε "νουν και διάνοια"», δυνάμεις που άνθρωποι δε χρησιμοποιούν προς σωτηρίαν, συνάμα δε τις έστρεψαν σε αντίθετη κατεύθυνση μέσω της φιλοσοφίας τους, μη αναγνωρίζοντας την κτίση και την αΐδια δύναμη και θειότητα.
Ηθικολογία στωικών
Μολονότι αυτές υπήρξαν οι απόψεις του Χρυσοστόμου για την Ελληνική φιλοσοφία γενικά και την παιδεία ειδικά, σ'ένα σύντομο κείμενο στο τέλος της ζωής του ανέπτυξε με βάση κυρίως πλατωνική και στωική ηθικολογία την ιδέα ότι τον ενάρετο και ηθικό δεν μπορεί κανείς να τον βλάψει, διότι τις αδικίες τις αντιμετωπίζει γενναία και τις εκμεταλλεύεται για την τελείωση του.
Δογματική διδασκαλία
Ο Χρυσόστομος έζησε σε μια εποχή που τα μεγάλα κινήματα αιρέσεων είχαν καταπολεμηθεί από τον Μέγα Βασίλειο, το Μέγα Αθανάσιο, το Γρηγόριο Θεολόγο, το Γρηγόριο Νύσσης με αποτέλεσμα να βρίσκονται σε ύφεση. Παρ'όλα αυτά το πνευματικό κλίμα της Αντιόχειας παρέμενε ιδιαίτερα διαφοροποιημένο από τις απόψεις της Α΄ Οικουμενικής συνόδου της Νίκαιας, της οποίας ακόλουθος και πιστός τηρητής υπήρξε ο Χρυσόστομος. Γι'αυτό το λόγο δε θεολογεί τόσο όσο οι άλλοι Ιεράρχες περί Θεότητος και Τριαδικότητος, αφού θα λέγαμε πως ήταν απορροφημένος στα ποιμαντικά καθήκοντα της εποχής, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν κάνει σαφείς αναφορές, αφού αισθανόταν ενιαία τη Γραφή και την παράδοση.
Στα συγγράματα του χρησιμοποιεί, για τον Χριστό, λιγότερο συχνά το σαφή συνοδικό όρο «Ομοούσιος» και προτιμά προσφιλείς στους ημιαρειανούς και Αντιοχειανούς όρους, όπως «όμοιος κατά πάντα ή «απαράλλακτο έχοντα» ή «όμοιος κατά την ουσία», προσπαθώντας να μην προκαλέσει νέες εντάσεις, μεγαλύτερη σύγχυση, προσελκύοντας τους κακόδοξους. Αυτές οι επιλογές δεν εκλαμβάνονται ως απόδειξη της μη αποδοχής του περί ομοουσιότητος, καθότι είναι σαφής στην ομιλία του Εις Ιωαννη «Τη γαρ ενώσει και τη συνάφεια εν εστιν ο Θεός, Λόγος και Σαρξ...και αφράστου», η οποία χρησιμοποιήθηκε στη Δ΄ Οικουμενική σύνοδο ως κείμενο δηλωτικό της ορθής υποστάσεως.
Η ανάγκη να προβεί σε αυτή την θέση, εξηγείται από τις κακοδοξίες όχι μόνο Φιλοσόφων αλλά και κληρικών (Διόδωρος Ταρσού, Θεόδωρος Μοψουεστίας), περί της φύσεως του Χριστού. Υιοθετώντας χριστολογικές απόψεις του Μεγάλου Αθανασίου και Καππαδοκών θεολόγων υπερβαίνει το Αντιοχειανό κλίμα και ιδίως των κακοδοξούντων (Αρειανός, Απολλινάριος, Διόδωρος Ταρσού κλπ). Αναφέρει διαρκώς τον όρο «συνάφεια» και «ένωση» για τον ενσαρκωμένο Λόγο, ώστε να αποκλείει τροπή και σύγχυση. Η πρώτη σημαίνει ότι η θεία φύση τρέπεται σε ανθρώπινη και η δεύτερη ότι η ανθρώπινη χάνεται, απορροφάται από την θεία, με την οποία και συγχέεται, αποκλείοντας τα άκρα δηλαδή ότι ο λόγος γίνεται άνθρωπος.
Ο Χρυσόστομος εμφανίζεται κάθετος και στο θέμα της «αναμαρτησίας» του Χριστού. Στην Εις Ρωμαίους ομιλία αναφέρει ότι η αναμαρτησία της προσληφθείσας από το θείο Λόγο ανθρωπότητα, σκοπό είχε να παραμείνει αναμάρτητη και προοριζόταν να μείνει αναμάρτητη από τους πρωτόπλαστους, κάτι που τελικά απέτυχε να συμβεί. Τώρα όμως με την ενανθρώπηση και την ανάσταση του Κυρίου η σάρκα-ανθρωπότητα φτάνει στο σκοπό της στην αναμαρτησία και την αθανασία.
Η ελεύθερη προαίρεση και βούληση των ανθρώπων έγινε αντικείμενο ιδιαίτερης διδασκαλίας και ανώτερης θεολογίας από τον Χρυσόστομο. Ο ίδιος λέει ότι μετά την πτώση ο Θεός δίδει ελεύθερη βούληση στα πλάσματά του, μια ιδιότητα η οποία προκύπτει όχι από τη σάρκα αλλά από την προαίρεση του ανθρώπου. Εφόσον η θέληση είναι αυτή που κινεί σε αμαρτία, τότε το σώμα δεν είναι από τη φύση του κακό.
Σύγχρονες δογματικές επιρροές
Οι ομιλίες και τα ζητήματα που πραγματεύτηκε ο Ιερός Χρυσόστομος σε δογματικό επίπεδο, υπήρξαν θέμα έντονης έρευνας και προβληματισμού από τη σύγχρονη θεολογία. Αυτό συμβαίνει διότι υπάρχουν κείμενα τα οποία διασώζονται (η αυθεντικότητα τους είναι επιβεβαιωμένη), και φαίνεται να εκφράζει απόψεις περί σχίσματος των εκκλησιών και πρωτείων των Αποστόλων. Επίσης όπως όλοι οι μεγάλοι Πατέρες της Εκκλησίας είναι σαφής για την φύση του προσώπου του Ιησού Χριστού.
Αυτό το οποίο τονίζει είναι ότι προέχει η ενότητα της πίστης και του δόγματος, διότι διαρκώς κινδυνεύει αυτή να διασπαστεί από κακοδοξίες. Η ένωση αυτή συντελείται από την συμμετοχή όλων στην Θεία Ευχαριστία, και τη συμμετοχή όλων στον ίδιο «άρτο». Πρέπει, αναφέρει, όλα τα μέλη των κατά τόπους εκκλησιών, από τις Ινδίες μέχρι και την Ρώμη να αισθάνονται «έν σώμα και πνεύμα» και ότι έχουν την ίδια πίστη και να μην ενδίδουν στις κακοδοξίες και τις αιρέσεις που διασπούν την αληθινή ταυτότητα της μίας και μοναδικής αληθινής εκκλησίας, διότι η αληθινή θεία χάρη υπάρχει «μόνο» όταν και όπου όλοι στηρίζονται στο αυτό «θεμέλιο» και αυτή «πίστη», όταν «δειχθώμεν πάντες μία πίστιν έχοντες». Η πίστη σε αίρεση και σαθρό δόγμα δεν μπορεί να μεταστραφεί προς νίκης της αιωνίου ζωής ακόμα και αν «μαρτυρίου αίμα» παραδοθεί, χαρακτηριστικά λέγει.
Το άλλο ζήτημα στο οποίο λαμβάνει θέση είναι το πρωτείο. Ο Χρυσόστομος αναφέρει σαφώς την υπεροχικότητα έναντι των υπολοίπων Αποστόλων λόγω πίστεως και πνευματικού επιπέδου του Αποστόλου Πέτρου. Είναι σαφής όμως και στα πιστεύω περί πρωτείου, σε σχέση με την έννοια που του αποδίδει η Ρωμαιοκαθολική εκκλησία, όπως αυτό εκφράζεται από τις ομιλίες του, αφού χαρακτηρίζει τους Αποστόλους «ομότιμους» και εξηγεί την συμπεριφορά του Παύλου προς τον Πέτρο, όταν πρώτος τον επισκέπτεται στα Ιεροσόλυμα, λέγοντας ότι δεν είναι κατώτερος αλλά τουλάχιστον «ισότιμος». Ένα ακόμα στοιχείο που παραθέτει μιλώντας για τη μη ύπαρξη Πρωτείου είναι ότι όταν ο Xριστός ανέφερε ότι θα οικοδομήσει πάνω στον Πέτρο την Εκκλησία, το ανέφερε για την ομολογία του και όχι για το πρόσωπο. «Τώ γούν Πέτρω ειπών "μακάριος ει Σίμων Βάρ Iωννά" και επαγειλάμενος τα θεμέλια της Εκκλησίας, επί της ομολογίας αυτού καταθήσεται». Τέλος σε ότι αφορά το Πρωτείο αναφέρει ότι οι Απόστολοι χειροτονήθηκαν άρχοντες της Οικουμένης και όχι ενός τόπου ή Έθνους και διερωτάται γιατί δεν «έλαβε» τον θρόνο των Ιεροσολύμων ο Πέτρος αλλά ο Ιάκωβος, εξηγώντας πως ο ίδιος εχρίσθη «της οικουμένης διδάσκαλος».
Το Κεκρυμμένο βάθος των γραφών
Αυτό που πάντα κηρύσσει και γι'αυτό το λόγο διεξάγει μεγάλη συγγραφική προσπάθεια είναι ότι οι γραφές περιέχουν βάθος και αλήθειες οι οποίες είναι κρυμμένες πίσω από δηλωτικό των σημαινόμενων λέξεων. Αυτό όμως πάντα, σύμφωνα με το Χρυσόστομο, γίνεται μέσω του φωτισμού του Αγίου Πνεύματος. Ο Χρυσόστομος ισχυριζόταν ότι η Παλαιά Διαθήκη αποτελούσε τον τύπο και όχι την αλήθεια, γι'αυτό το λόγο έχουμε γραπτές εντολές, ενώ στην Καινή Διαθήκη έχουμε νόμο γραμμένο στις καρδιές των ανθρώπων, υπονοώντας ξεκάθαρα τη λειτουργία του Αγίου Πνεύματος ως «παρακλήτου» και βοηθού στην ερμηνεία του νόμου του Θεού.
Πιο συγκεκριμένα ο Χρυσόστομος εισάγει την έννοια «συγκατάβασις», δηλαδή ότι η γλώσσα και η γραφή δεν είναι ανάλογα προς τη φύση του Θεού, αλλά προς τα πεπερασμένα όρια του ανθρώπου. Έτσι εξηγεί την ποικιλία βιβλικών σχημάτων, τη ανάγκη «θεοπρεπούς» κατανοήσεως αυτών, μέσω του κεκρυμμένου βάθους που περιέχεται σε λέξεις και φράσεις. Μάλιστα στην ομιλία Εις Τίτον φαίνεται, ότι η συγκατάβαση αυτή αποφασίζεται από το Θεό, αλλά το σχήμα που θα λάβει έγκειται από το συντάκτη και την «αδυναμία» των παραληπτών προς κατανόηση. Έτσι δίνει απάντηση σε όλους εκείνους που θεωρούσαν τη γλώσσα «μυθική», ότι δηλαδή δε ανταποκρίνεται σε αληθινά γεγονότα, ο ίδιος όμως απέκρουε κάθε παρόμοιο ισχυρισμό. Ο λόγος, που δινόταν αυτή η «συγκατάβαση» κατά το Χρυσόστομο, συντελείται ένεκα της «Θείας Οικονομίας», που προϋποθέτει την αδυναμία του ανθρώπου να δεχθεί χωρίς προετοιμασία την αποκαλυπτόμενη αλήθεια, έτσι εξηγεί και την ασάφεια των «Κυριακων» λόγων, να δηλώσει στους Ιουδαίους την ισότητα προς τον πατέρα και δικαιολογεί την μερικότητα της αποκαλυπτόμενης αλήθειας.
Ένας ακόμα από τους ισχυρισμούς του είναι, ότι οι Γραφές όχι μόνο είναι θεόπνευστες αφού το «χέρι του Θεού» καθοδηγεί τους συγγραφείς τους να γράψουν, αλλά και ότι τα βιβλικά χωρία, περιέχουν το απόλυτα αναγκαίο και κατεπείγον. Δηλαδή περιγράφουν τόσα από τη δράση του Κυρίου κι εξηγούν την αλήθεια τόσο, ώστε να δίνει αυτό που είναι απαραίτητο για τη σωτηρία των ψυχών. Ακόμα τονίζει ότι το «σημαίνον» δεν ταυτίζεται με το «σημαινόμενον», όπως η αναλυτική φιλοσοφία θέλει, αλλά το σημαίνον είναι στη θεολογία μόνο δηλωτικό της αλήθειας. Επίσης αναφέρει ότι η «λέξη» είναι σημαντική και δηλωτική της αλήθειας αλλά όχι περιεκτική, μιας και το βάθος της είναι ανεξάντλητο.
Ηθική κατά Χρυσόστομο
Ο στόχος του ήταν να οικοδομήσει νέα θεμέλια στη ζωή των Χριστιανών και εί δυνατόν και σε ευρύτερες ομάδες κατοίκων. Αντιλαμβανόταν την ανάγκη για μια αναμορφωτική προσπάθεια που θα επέφερε ηθική ανύψωση. Η αναμόρφωση της κοινωνίας και η οικοδόμηση της πάνω στο ευαγγέλιο προϋποθέτουν καταπολέμηση φαινομένων ακολασίας κι κοινωνικοοικονομικής αδικίας. Η ασέλγεια, ο γυμνισμός, η εκπόρνευση στα θέατρα και η παντός είδους εκμετάλλευση έπρεπε να παραμερισθούν. Αυτό ήταν δυνατό να γίνει αν αποφάσιζαν οι άνθρωποι να ζήσουν διαφορετικά. Αυτής της αλλαγής φορέας προσπάθησε να γίνει και ο Χρυσόστομος δίδοντας τα θεσμικά θεμέλια. Γι' αυτο μολονότι περισσότερο από κάθε τι, ενδιαφέρεται και μιλάει για τα ζητήματα ήθους και ηθικής, δεν αποβαίνει ηθικολόγος και ηθικιστής. Έτσι αποβαίνει ο κατ'εξοχήν θεολόγος του καθημερινού βίου του πιστού. Η ευρεία έκλυση των ηθών, η κοινωνική αδικία την εποχής βρίσκουν κατά Χρυσόστομο ένα ισχυρό αντίποδα, την οσιακή - ασκητική ζωή, ενώ τονίζει πως η προέλευση του κακού κατά οφείλεται στο φρόνημα της σαρκός και στην προς το κακό κίνηση της προαιρέσεως - βουλήσεως και όχι στην ουσία - υπόσταση καθεαυτήν του ανθρώπου.
Ενδεικτικό της ηθικής της Εκκλησίας, που φορέας της υπήρξε ο Χρυσόστομος και που θα ήθελε να εφαρμοστεί, είναι τα πιστεύω του περί γάμου, εγκρατείας και παρθενίας. Πίστευε ότι οι πιστοί θα θεμελιωθούν πράγματι στους κόλπους της εκκλησίας αν εγκαταλείψουν τις υπάρχουσες θεσμοθετημένες μορφές κοινωνικής ζωής. Προσπάθησε μέσα από το γάμο και την ηθικοοικονομική του διδασκαλία να ανυψώσει το επίπεδο της ηθικής ζωής από το επίπεδο των εθνικών στο χριστιανικό επίπεδο, μέσω ενάρετου βίου στα πλαίσια της οικογένειας και του μοναχισμού. Εξ'ου και χαρακτηρίζει την παρθενία «αγγελικό» βίο, αλλά από την άλλη λέγει πως ο έγγαμος βίος είναι κάτι δυσκολότερο και περιέχει μεγαλύτερο «μισθό». Ο γάμος πληροφορεί ότι είναι το αντίδοτο στα πάθη και την πορνεία, ενώ στην εγκράτεια βρίσκεται η λύση της αποκοπής των κακών προαιρέσεων.
Το επίπεδο που θέτει τον πήχη ο Χρυσόστομος φαίνεται καθαρά από την ενστέρνηση του «Κυριακού» λόγου, ότι παρθενία δεν είναι μόνο η μη συνεύρεση αλλά ακόμα και η σκέψη μπορεί να χαρακτηρηστεί «συνουσία». Δηλαδή η παρθενία δεν περιορίζεται μόνο σε σαρκική μίξη. Χαρακτηριστικό της ευαισθησίας του είναι τα κηρύγματα περί ελεημοσύνης, στα οποία αναφέρει ξεκάθαρα ότι οι άσπλαχνοι και ανελεήμονες δεν θα δουν την «βασιλεία των ουρανών» καθότι και αυτοί με βάση την ευαγγελική περικοπή, δε θα ελεηθούν. Ένα ακόμα θέμα το οποίο έθετε ήταν η ισότητα των φύλων. Θεωρούσε εσφαλμένη την αντίληψη ανωτερότητας του ανδρικού φύλου, χρησιμοποώντας όρους όπως «ισότητα», «ομότιμος», «εκ της ουσίας». Πάντα όμως τόνιζε τη διαφορά των ρόλων ένεκα της ειρηνικής συμβίωσης τους.
Κατά Ιουδαίων
Οι λόγοι
Η κριτική του Χρυσοστόμου, κατά των Ιουδαίων, προκάλεσε έντονη αντίδραση σε μερίδα συγγραφέων, ο οποίοι τον θεωρούσαν σκληρό αντισημίτη. Βέβαια ο Χρυσόστομος συνεχίζει μια παράδοση από αρχής του Χριστιανισμού, με επιθέσεις κατά των Ιουδαίων με κυριότερους εκφραστές τον Ιουστίνο, Απελλή, Τερτυλλιανό, το Μεγάλο Αθανάσιο και τους Καππαδόκες ιεράρχες. Ο Χρυσόστομος αναφέρεται κατά των Ιουδαίων σε 8 ομιλίες του και καταφέρεται σε βάρος τους με σκληρές εκφράσεις και ασκεί έντονη κριτική των τελετών, των εθίμων και του λατρευτικής τους ακολουθίας.
Η κριτική αυτή θεωρείται εφάμιλλη σε σκληρότητα με τη συμπεριφορά των προφητών και του Χριστού κατά των Ιουδαίων και ο Χρυσόστομος έχει κατηγορηθεί για εκφράσεις κατά των Ιουδαίων όπως "οχιές", "δαίμονες", "σκυλιά", και παραλληλισμούς των συναγωγών με "πορνεία".
Στην πραγματικότητα, ο Χρυσόστομος το δηλώνει, ότι υπενθυμίζει τις κρίσεις κατά του Ισραήλ από τον προφήτη Ιερεμία ("όψις πόρνης εγένετό σοι, απηναισχύντησας προς πάντας", Ιερ. 3,3) ο οποίος, μιλώντας για την πνευματική πορνεία του λαού του θεού, τους καλεί ταυτόχρονα σε μετάνοια για τις ειδωλολατρικές εκτροπές τους: "Από προφήτου παράγω την μαρτυρίαν· Ουκ εισίν Ιουδαίοι των προφητών αξιοπιστότεροι. Τι ουν ο προφήτης φησίν; Όψις πόρνης εγένετό σοι, απηναισχύντησας προς πάντας". Και συνεχίζει: :"Ένθα δε πόρνη έστηκεν, πορνείον έστιν ο τόπος· μάλλον δε ουχί πορνείον και θέατρον μόνον εστίν η συναγωγή". Βεβαίως γνωρίζει ότι κάποιοι εναντιώνονται στα λόγια του, και γι αυτό επιχειρηματολογεί λέγοντας πως, αν όσα λέει είναι δικά του λόγια, ας τον κρίνουν, όμως δεν είναι δικά του: "Ει μεν γαρ οίκοθεν αποφαίνομαι, κατάγνωθι, ει δε του προφήτου λέγω τα ρήματα, δέξαι την απόφασιν". Χαρακτηριστικοί επίσης είναι οι λόγοι του Ιησού Χριστού που χρησιμοποιεί ο Χρυσόστομος, ο οποίος αποκαλούσε τους ομοεθνείς του "γεννήματα εχιδνών (οχιών)" και "κύνες (σκύλους)".
Οι λόγοι που οδήγησαν τον ιερό Χρυσόστομο και τους άλλους ιεράρχες να ασκήσουν τόσο σκληρή κριτική κατά των Ιουδαίων, αφορά την έντονη προσπάθεια εναγκαλισμού σε επίπεδο λατρευτικό - θρησκευτικό, που θεωρούσε ότι είχε στόχο προσηλυτιστικό και τελικά οδηγούσε στην απομάκρυνση από τον αληθινό Θεό και το σωτήριο μήνυμα του Χριστού. Παρατηρούμε στις ομιλίες του, ότι σημαντικός λόγος κριτικής για τον Χρυσόστομο, αποβαίνουν οι εορτές των Ιουδαίων, στις οποίες συμπαρέσυραν και τους Χριστιανούς να τελούν, με αποτέλεσμα να αδυνατούν να διαχωρίσουν τη μεγάλη αντίθεση του μηνύματος των δυο θρησκειών. Άλλος λόγος κριτικής ήταν ο πλάγιος τρόπος που πολλές φορές χρησιμοποιούσαν για να προσελκύσουν Χριστιανούς. Οι Ιουδαίοι στην Αντιόχεια είχαν μεγάλη δύναμη, η οποία ήταν απόρροια της οικονομικής δύναμης αλλά και της εισχώρησης σε κρατικούς μηχανισμούς της Αυτοκρατορίας. Κατείχαν πολλές θέσεις δικαστών και δίκαζαν υποθέσεις χριστιανών, οι οποίοι για να μην πέφτουν θύματα αδικιών, υπέκυπταν στις διαθέσεις των Ιουδαίων με αποτέλεσμα να ρυθμίζουν και την θρησκευτική έκφανση της ζωής τους.
Ο κυριότερος λόγος όμως αντίθεσής του με τους Ιουδαίους, είναι ερμηνεία της "θείας οικονομίας", δηλαδή το κατά πόσον οι γραφές εκπληρώνονται στην ύπαρξη του Ιησού Χριστού. Κρίνει ο Χρυσόστομος ότι αυτή εκπληρώνεται στο πρόσωπο του Χριστού και άρα αυτοί είναι παραβάτες της θείας οικονομίας και εκτός χάριτος του Θεού. Μάλιστα επισημαίνει ότι τα ίδια έπραξαν και με τους προφήτες που απέκτειναν ενώ ήταν απεσταλμένοι Θεού κατά τον Κυριακό λόγο. Επίσης είναι γεγονός ότι οι Ιουδαίοι συνέπραξαν στους μεγάλους διωγμούς των Χριστιανών τους πρώτους αιώνες της εκκλησιαστικής ζωής τους και έτσι γίνεται αντιληπτό ότι οι Χριστιανοί είχαν βιώσει δύσκολες καταστάσεις από τους Ιουδαίους και η φήμη των διωκτών των Χριστιανών ακόμα παρέμενε.
Στην πραγματικότητα ο Χρυσόστομος "εξεφώνησε κατά των Ιουδαίων πέντε λόγους...όχι από αντιπάθεια προς τον ιουδαϊσμό, αλλά επειδή οι Ιουδαίοι μαζί με τους Εθνικούς επιδρούσαν επί των Ελλήνων χριστιανών της Αντιόχειας. Ήταν καθήκον του ιερού Χρυσοστόμου ν' αποκρούσει τις επιδράσεις αυτές".
Συμπεράσματα
Για το γεγονός όμως της χρήσης αποσπασμάτων από τις ομιλίες του για άλλους σκοπούς δεν ευθύνεται ο Χρυσόστομος. Καταρχάς οι ομιλίες αυτές δεν ήταν στην πραγματικότητα κατά των εβραίων, αλλά κατά των ιουδαϊζόντων χριστιανών οι οποίοι είχαν παρασυρθεί σε σημείο που να συμμετέχουν σε εορτασμούς στις συναγωγές. Επίσης, είχαν θρησκευτικό-τυπολογικό περιεχόμενο και όχι φυλετικό-ρατσιστικό ενώ, επιπλέον, ο Χρυσόστομος "δεν συνιστούσε το μίσος και την προσωπική αποστροφή" και άρα "δεν διαπνεόταν από κανένα είδος αντισημιτισμού, όπως τον κατηγορούν". Μιλάει, "όχι διότι έχει προγραμματική ιδεολογική αντίθεση προς τους ιουδαίους, άλλα μόλις προκύπτει το ποιμαντικό πρόβλημα στο γεγονός που δείχνει ότι αιτία των Ομιλιών του δεν είναι ο αντισημιτισμός".
Παρά το γεγονός ότι ο Χρυσόστομος αναφερόταν με αυτόν τον τρόπο στους Εβραίους επίσης δεν συνάγεται ότι τους μισούσε, αλλά χρησιμοποιούσε ενα ρητορικό σχήμα της εποχής, το λεγόμενο ψόγο, που σε καθε περίπτωση ήταν διαδεδομένος. Με την προσεκτική μελέτη των κειμένων του Χρυσοστόμου, γίνεται αντιληπτό ότι η επιθετική αυτή συμπεριφορά έχει να κάνει όχι με κάποια εγκατεστημένη ιδεοληψία του Χρυσοστόμου, αλλά με τον κατεξοχήν στόχο που θέτει ο Χριστός. Τη σωτηρία του ανθρώπου. Έτσι στο Κατά Ιουδαίων γίνεται εμφανές ότι μιλά με τέτοιο τρόπο για να προστατέψει. Οι σκληρές εκφράσεις όπως "άθλιοι", "δείλαιοι", "άρπαγες", "πλεονέκτες" έχει να κάνει με τη συμπεριφορά απέναντι στο Χριστό ο οποίος τους αποκαλύφθηκε και αυτοί του συμπεριφέρθηκαν το γνωστό τροπο. Και αναρωτιέται: «τι αθλιότερον τούτου;».
Όμως "ποτέ δεν συνέστησε στους χριστιανούς να μη συναλλάσσονται ή να μη χαιρετούν τους ιουδαίους. Πολύ περισσότερο δεν συνέστησε να τους μισούν ή να τους καταδιώκουν. Αυτό που ζητούσε και συνιστούσε μόνο ήταν να μη συμμερίζονται την θρησκευτική ζωή τους". Επίσης είναι αληθές ότι κατά γενική ομολογία η γλώσσα του Χρυσοστόμου ήταν σκληρή αντίστοιχα και για τους Αρειανούς, τους ανομοίους, τους γνωστικούς αλλά και τους πλουσίους και άρχοντες που έκαναν έκλυτο, προκλητικό βίο, τους οποίους μάλιστα ονόμαζε "λύκους".
Κατ' αυτό τον τρόπο, οι Ιουδαίοι δεν φαίνεται να χρίζουν ειδικής «μεταχείρισης» όπως ισχυρίζονται κάποιοι συγγραφείς, αλλά σε κάθε ομάδα ή έτερη δογματική αντίληψη η οποία αντιτίθεται στο «νόμο του Θεού» δείχνει παρόμοια αντιμετώπιση. Άλλωστε είναι χαρακτηριστική η προσφώνηση του Γεωργίου Φλορόφσκι ως "προφήτη της καθολικής αγάπης". Είναι χαρακτηριστικό πως "όσοι μέμφονται το Χρυσόστομο για αντιιουδαϊσμό και αντισημιτισμό αποφεύγουν να μελετήσουν τη θεολογική θεμελίωση των απόψεών του για τους Ιουδαίους". Χαρακτηριστικό είναι άλλωστε το χωρίο "Κατά Ιουδαίων Α΄ 1""... όπου αναφέρει:
"Μηδέ θαυμάσητε, ει αθλίους εκάλεσα τους Ιουδαίους. Όντως γαρ άθλιοι και ταλαίπωροι, τοσαύτα από των ουρανών αγαθά εις τας χείρας αυτών ελθόντα απωσάμενοι και ρίψαντες μετά πολλής της σπουδής. Ανέτειλεν εκείνοις πρώιμος ο της δικαιοσύνης ήλιος, κακείνοι μεν απώσαντο την ακτίνα και εν σκότει κάθηνται...Εκείνοι της ρίζης της αγίας ήσαν κλάδοι, αλλ εξεκλάσθησαν. Εκείνοι τους προφήτας ανέγνωσαν εκ πρώτης ηλικίας και τον προφητευθέντα εσταύρωσαν...Δια τούτο άθλιοι, ότι τα πεμφθέντα αυτοίς αγαθά αρπαζόντωνν έτερων και προς εαυτούς επισπωμένων, αυτοί διεκρούσαντο".
Ο Χρυσόστομος υπερασπίστηκε δυναμικά τους χριστιανούς, και δεν ανεχόταν τον προσυλητισμό από τους Ιουδαίους, απειλή που ήταν μεγαλύτερη εξαιτίας της ισχυρής εβραϊκής κοινότητας που υπήρχε την εποχή εκείνη στην Αντιόχεια. Γι αυτό και ο λόγος του ήταν οξύς, σε αντίθεση με τα πιο ήπια κηρύγματα που έκανε στην Κων/πολη, όπου η απειλή για τους χριστιανούς ήταν μικρότερη.
Περί εξουσίας, αρχόντων και πλούτου
Εξουσία
Το φαινόμενο της εξουσίας, πολιτικής - κοσμικής αλλά και ιερατικής, εξηγείται εύκολα στο πλαίσιο της όλης θεολογικής σκέψης του Χρυσοστόμου. Συνιστά και αυτή, όπως ο γάμος αποτέλεσμα της πτώσεως. Η εξουσία αποβαίνει πρόβλημα εφόσον προϋποθέτει άρχοντα, τον οποίο εκμαυλίζει η αίσθηση της υπεροχής, και αρχόμενο που δυσανασχετεί για την υποταγή του. Άρα πρόβλημα είναι όχι η αφηρημένη έννοια της υποταγής, αλλά ο άνθρωπος που έχει την ευθύνη να άρχει ή που οφείλει να υποτάσσεται. Σύμφωνα με τις γραπτές πηγές που διαθέτουμε, πιστεύει ότι η απομάκρυνση των πρωτοπλάστων από τον Θεό προκάλεσε την «πνευματική διάσπαση», «την εσωτερική αντινομία», που εκδηλώνεται μεταξύ ανθρώπων με αντιπαλότητα, διαμάχες και πολέμους. Η αντιπαλότητα οδηγεί στην επιβολή του ενός στον άλλο, διότι λησμονείται ένεκα της αμαρτίας, ότι οι άνθρωποι είναι όλοι ομότιμοι μεταξύ τους. Στο ίδιο ζήτημα επίσης τονίζει με κάθε τρόπο ότι η φυσική και θεία τάξη, στην οποία είναι θεμιτό το άρχειν και το άρχεσθαι, δεν αναιρεί την ομοτιμία μεταξύ των ανθρώπων. Το να υπακούει ο πολίτης τον πολιτικό άρχοντα ή ο διάκονος τον Πρεσβύτερο δεν σημαίνει ότι ενώπιον Θεού κάποιος είναι κατώτερος από τον άλλο.
Άρχοντες
Στα κοινωνικά ζητήματα ο Xρυσόστομος δεν είναι ποτέ αιθεροβάμων. Ενώ εξηγεί με επιχειρήματα, ότι το άρχειν και το άρχεσθαι αποτελεί θεία τάξη, γνωρίζει ότι πολλοί άρχοντες είναι ανάξιοι και μάλιστα τύραννοι. Kανένας εκκλησιαστικός συγγραφέας δεν μαστίγωσε τόσο πολύ τους παντός είδους ελλειμματικούς και τυραννικούς άρχοντες όσο ο Χρυσόστομος. Γι' αυτό το λόγο ξεκαθαρίζει άμεσα ότι υπάρχει μεγάλη διαφορά μεταξύ του άρχειν, που είναι θέλημα Θεού, και της εκλογής, που ανήκει στην ευθύνη των ανθρώπων. Αρνείται ότι ο κάθε άρχοντας είναι «ελέω Θεού» και δεν «χειροτονείται» - εκλέγεται από το Θεό, ο οποίος έθεσε μόνο την τάξην του άρχεσθαι.
Πλούτος και εργασία
Τα κοινωνικοπολιτικά δεδομένα στην Αντιόχεια και στην Κωνσταντινούπολη, δημιουργούσαν πολλά διλήμματα στα στους Χριστιανούς. Αυτοί γνώριζαν γενικά ότι πρέπει να ζήσουν σύμφωνα με το Ευαγγέλιο, που όμως απαιτούσε υπέρβαση των δομών της κοινωνίας και του τρόπου σκέψης της εποχής, κάτι που ήταν εξαιρετικά δύσκολο και προϋπέθετε βαθιά πίστη, τόλμη και γνώση. Η υπερτίμηση των υλικών αγαθών και ο ονειδισμός της εργασίας αποτελούσαν κυρίαρχη αντίληψη, σε μία πόλη 500.000 κατοίκων, που περιείχε 100.000 χριστιανούς, πολλοί από τους οποίους ήταν ευκατάστατοι. Μέλημά του ήταν να δείξει ότι η εργασία δεν είναι «όνειδος». Έτσι αναζητάει το βαθύτερο λόγο της εργασίας και δίνει κίνητρα αναφέροντας ότι η εργασία όχι μόνο δεν είναι αρνητικό, δεν είναι όνειδος, αλλά είναι θετικό και συνιστά «νουθεσία», «σωφρονισμό» και «φάρμακο» για τα τραύματα που προκαλεί η αμαρτία. Αναφέρει ακόμα ως παράδειγμα τον Παύλο που εργαζόταν χειρωνακτικά ημέρα και νύχτα. Επίσης ο άνθρωπος αποφεύγει την αχρείωση του, καλλιεργεί πνευματικά τον εαυτό του και γίνεται χρήσιμος στο πλησίον του.
Ο Χρυσόστομος υπερβαίνοντας οποιοδήποτε άλλον εκκλησιαστικό συγγραφέα, καινοτομεί, στην προσπάθεια για σωτηρία και των πλουσίων αλλά και την ανακούφιση των φτωχών. Θεωρεί ότι ο πλούτος είναι πράγμα άψυχο και άρα από τη φύση του ούτε κακό, ούτε καλό και τον τελικό χαρακτήρα δίνει ο άνθρωπος, που τα κατέχει με βάση τη χρήση τους. Σε άλλο χωρίο επιμένει ότι δεν είναι ο Θεός αυτός ο οποίος κάνει πλούσιο ή φτωχό ένα άνθρωπο. Η γη του Θεού είναι εξίσου για όλους. Από αυτούς όμως κάποιοι κοπίασαν πολύ και απόκτησαν πλούτη, ενώ άλλοι έγιναν πλούσιοι με αδικίες και αρπαγές, άρα σύμφωνα με την κακή προαίρεσή τους ( που δεν μπορεί να είναι θέλημα Θεού ). Γι ' αυτό προχωράει ακόμα περισσότερο λέγοντας ότι ο άνθρωπος με πλούτη πρέπει να είναι ο διαχειριστής των αγαθών που κατέχει και όχι ο κάτοχος.
Οι απόψεις του Χρυσοστόμου όμως δεν εξαντλούνται εδώ. Ο κάτοχος των υλικών αγαθών και χρημάτων «δικαιούται» να χρησιμοποιεί από αυτά όσα χρειάζεται. Να τρώγει και να πίνει χωρίς υπερβολές, ώστε να μην φθάνει στην αμαρτία. Εάν δεν λειτουργήσει έτσι, σημαίνει ότι υποδουλώθηκε στα αγαθά του, με αποτέλεσμα να καταντήσουν γι'αυτόν τύραννος, τον οποίο αδυνατεί να ελευθερωθεί. Γίνεται δηλαδή υποχείριος των χρημάτων και αντιστρέφει τη θεϊκή τάξη, η οποία ορίζει τον άνθρωπο να ενδιαφέρεται πρώτιστα για την «'βασιλεία του θεού'». Φτάνει δε σε σημείο να πει, ότι τελικά ο πραγματικός και χειρότερος ζητιάνος γίνεται ο πλούσιος, σε σχέση με το φτωχό που διαρκώς ζητάει για την επιβίωση του. Η κατακλείδα των επισημάνσεων του είναι ότι ο κατά κόσμον πλούσιος δεν είναι και ενώπιον Θεού. Ενώπιον Θεού πλούσιοι είναι οι ενάρετοι, διότι στην επόμενη ζωή το μόνο που μπορούν να πάρουν μαζί τους είναι οι καλές πράξεις και όχι τα υλικά αγαθά, και ότι οι πλούσιοι κατά κόσμον, θα κριθούν με αυστηρότερο κριτήριο από το Θεό.
Χρυσοστομική παιδαγωγία
Γενικά
O Χρυσόστομος ως ένας εκ των Τριών Ιεραρχών θεωρείται από την ορθόδοξη εκκλησία ως προστάτης των γραμμάτων και παιδαγωγός. H παιδαγωγική του άποψη περιλαμβάνεται στο παιδαγωγικό έργο του Χρυσοστόμου «Περί κενοδοξίας και όπως δει τους γονέας ανατρέφει τα τέκνα». Σε αυτό το έργο, που αμφισβητείται η γνησιότητά του, χαρακτηρίζεται από πολλούς «ως η πρώτη συστηματική και πληρέστερη έκθεση για τη χριστιανική διαπαιδαγώγηση των νέων». Περιλαμβάνονται αρχές για την αγωγή των νέων και οδηγίες για τις ενδεδειγμένες μεθόδους διδασκαλίας. Επίσης παρουσιάζονται τρόποι για την ιστόρηση των βιβλικών διηγήσεων στα παιδιά. Ανεξάρτητα από τις ελλείψεις και τις υπερβολές, η συγγραφή διακρίνετε για: α) Την ακρίβεια και τις ψυχολογικές και παιδαγωγικές παρατηρήσεις, β) την πολυμερή γνώση της παιδικής ψυχολογίας, γ) την ορθότητα με βάση το σημερινό πρότυπο των διδακτικών και παιδαγωγικών μεθόδων.
Οι απόψεις του
Η παιδεία είναι κατ’εξοχήν συναντησιακή σχέση αγάπης και κατ’επέκταση πράξη θάρρους, όπως συναντάται στη πραγματεία του παιδαγωγού Χρυσοστόμου. Αναφέρει «Της τέχνης ταύτης ουκ έστι άλλη μείζων τι γάρ ίσον του ρυθμίσαι ψυχήν και διαπλάσαι νέου διανοίαν», επίσης «Ουδέν γάρ ίδιον προς διδασκαλίαν επαγωγόν ως το φιλείν και φιλείσθαι». Η αγάπη για το Χρυσόστομο είναι το βασικό γνώρισμα του παιδαγωγού. «Ας γινόμεθα λοιπόν στοργικοί προς τους μαθητές μας. Αυτό είναι η αρχή του δικού μας τρόπου ζωής, από γνώρισμα, δηλαδή το να μη φροντίζουμε μόνο για τα δικά μας πράγματα και τις υποθέσεις, αλλά και τα μέλη μας τα άρρωστα και να τα διορθώνουμε και να τα θεραπεύουμε αυτό είναι το μέγιστο της πίστεως». Η αγάπη κατά Χρυσόστομο δε, είναι το κύριο χαρακτηριστικό γνώρισμα του Χριστιανισμού «Πολλά είναι εκείνα που χαρακτηρίζουν το Χριστιανισμό, σπουδαιότερο όμως και ανώτερο από όλα είναι η αγάπη και η ειρήνη μεταξύ των χριστιανών».
Η γνώμη του Ιερού Χρυσοστόμου για την αγωγή και παιδεία «εν Χριστώ» των νέων παρουσιάζεται πολύμορφη. Τον απασχόλησε ο σκοπός της αγωγής, η προσωπικότητα του παιδαγωγού, οι μέθοδοι διδασκαλίας, η ελκυστικότητα του μαθήματος, οι αντιληπτικές ικανότητες των μαθητών. Σημειώνει ότι ο μαθητής δεν πρέπει να δέχεται παθητικά την προσφερόμενη ύλη, αλλά να συμμετέχει ενεργητικά και να διατυπώνει απορίες και γνώμες. Αναγνωρίζει ότι η αγωγή στην νηπιακή ηλικία είναι πολύ αποτελεσματική για αν εγγραφεί στην ψυχή αγαθές έξεις. «Αν τοίνυν άνωθεν και εκ πρώτης ηλικίας αυτή πήξωμεν καλούς, ου δεησόμεθα πολλών μετά ταύτα πόνων, αλλ’ η συνήθεια νόμος αυτοίς έσται λοιπόν». Κάνει λόγο για τη λιτότητα και την αποφυγή καταχρήσεων ώστε να εξασφαλίζεται η ψυχοσωματική υγεία. Ομιλεί για την επίδραση της γυμναστικής, την επενέργεια της μουσικής. Υπογραμμίζει ότι ο παιδαγωγός πρέπει να έχει επιστημονικό οπλισμό και είναι ηθικά ακέραιος. Επιβάλλεται ο παιδαγωγός ν’ αποσκοπεί στη διαμόρφωση του παιδιού σε εικόνα Θεού και «το καθ’ ομοίωσιν αποδιδούς». Γι’ αυτό οι ιδιότητες του Θεού πρέπει να γίνουν κτήμα του παιδιού όπως είναι: η αγαθότητα, το αόργητο, το αμνησίκακο, το ευεργετικό, το φιλάνθρωπο. Η άσκηση της αγωγής να γίνεται έτσι ώστε ο παιδαγωγούμενος να διαπλαστεί «εις τέλειον Χριστιανόν και πραγματικόν φιλόσοφον». Μια τέτοια αγωγή αποβλέπει να καταστήσει τους νέους άξιους «της άνω πολιτείας» δηλαδή της βασιλείας των ουρανών. Για την απόλαυση «δε των επιγείων αγαθών απαιτείται να εμπνέουμε στα παιδιά τη χρηστότητα και την αρετή». Το κοινωνικό αγαθό της αγωγής για τον Ιερό Χρυσόστομο θεωρείται πρώτιστο μέλημα και με την ευρύτερη έννοια «παιδεία μετάληψις αγιότητός εστι» και «δια πάντων εις θεογνωσίαν κελεύων αγείν αυτούς» (τους παίδας).
Η επιρροή του Χρυσοστόμου στην Ορθόδοξη Εκκλησία
Γενικά
Απο τους σημερινούς μελετητές ο Χρυσόστομος θεωρείται ως μια από τις σημαντικές προσωπικότητες που διαδραμάτισαν ρόλο στη διαμόρφωση των τεκταινομένων της εκκλησίας. Η δημοφιλία του στους κόλπους του απλού κλήρου και του λαού ήταν καταλυτικοί παράγοντες σε αυτή τη διαμόρφωση αλλά και οι σημαντικές καινοτομίες που προσέθεσε τόσο στη λειτουργική, όσο και στην ποιμαντική ζωή της Ανατολικής εκκλησίας δεν μπορούσαν να μη ληφθούν υπόψη αφού διευκόλυναν αρκετά το λατρευτικό βίο αλλά και την ποιμαντική προσέγγιση του λαού. Κατά γενική ομολογία ο Χρυσόστομος διείδε τα οργανωτικά αδιέξοδα, αλλά και τους θεσμούς οι οποίοι υπήρξαν κατά τα πρωταποστολικά έτη πυρήνας και αιχμή του πνευματικού βίου της εκκλησίας και ως άνθρωπος με ιδιαίτερες επιτελικές ικανότητες διενήργησε αλλαγές δίνοντας ιδιαίτερη έμφαση σε σημεία που επέφεραν νέα ώθηση στην εκκλησιαστικό βίο.
Βυζαντινή εποχή
Θεία Λειτουργία. Το κορυφαίο γεγονός της πληρότητας και της ενότητας της πίστεως μεταξύ του πληρώματος της εκκλησίας, αναμφίβολα υπήρξε η λατρευτική αναφορά της Θείας Λειτουργίας η οποία κορυφωνόταν με το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας. Ο Χρυσόστομος ήταν ο κύριος διαμορφωτής της Θεία Λειτουργίας, που στην εποχή του επεξεργάστηκε και εισήγαγε, με νέο τρόπο δόμησης στην Κωνσταντινούπολη και εν συνεχεία επεκράτησε σε όλη την Ανατολική Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Η σημαντικότητα αυτού του εγχειρήματος έγκειται στο ότι η απλοποίηση του Λαυτρευτικού γεγονότος των πιστών, απαλλάχτηκε από το παλαιότερο λατρευτικό κατεστημένο, που πέρα από την ανισομέρειά του γινόταν κουραστικό λόγω της διάρκειάς του. Έτσι χάρη σε αυτή την καινοτομία που εισήγαγε έκανε πιο κατανοητή τη Θεία Λειτουργία στους πιστούς με χαμηλότερο πνευματικό επίπεδο, ενώ έδωσε τη δυνατότητα στα νέα ή υποψήφια μέλη της εκκλησίας, να μπορούν ευκολότερα να παρακολουθήσουν και να κατανοήσουν το λατρευτικό γεγονός που αποτελούσε τον πυρήνα της πίστης της εκκλησίας.
Οργάνωση
Ο Χρυσόστομος αντιλήφθηκε από τον καιρό που ακόμα ζούσε στην Αντιόχεια, ότι η εκκλησία στην εποχή του είχε αμετακλήτως περάσει στο λεγόμενο Μητροπολιτικό σύστημα. Καίτοι ακόμα δεν είχε εφαρμοστεί πλήρως, σίγουρα η οργανωτική προσπάθεια που κατέβαλε άμα τη αφίξη του στην Κωνσταντινούπολη δείχνει την κατανόησή του για το πως έπρεπε να δομηθεί το εκκλησιαστικό σύστημα γα την ευρύτερη εξυπηρέτηση του ποιμνίου. Αυτή η οργανωτική προσπάθεια διαμορφώθηκε σε δυο επίπεδα. Στην οργάνωση του ανθρώπινου δυναμικού και την οργάνωση του ποιμαντικού έργου. Στην προσπάθεια για καλύτερη εξυπηρέτηση του ποιμνίου συντάσσει και οργανώνει το τάγμα των χηρών και των διακονισσών σε μια προσπάθεια ευρύτερης προσέγγισης του γυναικείου ποιμνίου το οποίο βρισκόταν σε μειονεκτική θέση. Επίσης οργανώνει το ιερατικό σώμα με τέτοιο τρόπο ώστε οι ιερείς να γίνονται υπηρέτες του λαού και όχι έμμισθοι επαγγελματίες οι οποίοι έβλεπαν καθαρά με κοσμικό μάτι την οργάνωση της εκκλησίας. Βέβαια αυτή η οργάνωση δε θα μπορούσε, όπως και το ευρύ ιεραποστολικό έργο που διενήργησε, να θεωρηθεί κάτι καινοτόμο, όμως οι θεσμοί αυτοί είχαν ατονήσει ιδιαίτερα την εποχή που ανέλαβε ο Χρυσόστομος τον επισκοπικό θρόνο, με αποτέλεσμα να δώσει νέα ώθηση και να γίνει παράδειγμα και τύπος καθόλη τη βυζαντινή περίοδο η οργάνωση της εκκλησίας. Σε ότι αφορά το ποιμαντικό έργο, ο Χρυσόστομος οργάνωσε σε πιο τακτά χρονικά διαστήματα τη λατρεία της εκκλησίας, έδωσε ιδιαίτερο βάρος στην ποίμανση μέσω των ομιλιών, οι οποίες είχαν διακοπεί κατά την περίοδο του Νεκταρίου. Θα λέγαμε πως ο Χρυσόστομος έδωσε νέο νόημα στην έννοια κατήχηση μέσω της χρήσης των ομιλιών που παραμένει μέχρι σήμερα πρότυπο ποιμαντικής διακονίας.
Το ζήτημα της μετανοίας
Η αντιμετώπιση που ο Χρυσόστομος εφήρμοσε σχετικά με τους αμαρτωλούς και την αμαρτία ήταν σαφής. Επίθεση και κατάκριση στην αμαρτία, επιείκεια στον άνθρωπο. Μάλιστα στις ομιλίες διενεργεί σημαντική προσπάθεια προς αυτή την κατεύθυνση. Αυτή ήταν μια νέα καινοτομία η οποία κατά τους επικριτές του, αλλά και τους πιο αυστηρούς ζηλωτές έδειχνε αδυναμία και υποχώρηση στα αποστολικά δεδομένα. Η πραγματικότητα όμως ήταν ότι αυτή η τακτική είχε σημαντικά αποτελέσματα καθώς μπόρεσε η εκκλησία να εισάγει στους κόλπους της αρκετούς ετερόδοξους οι οποίοι είχαν εισέλθει σε έτερα δόγματα, με αποτέλεσμα εν συνεχεία να γίνει θεσμός και να θεωρηθεί ως η ασφαλέστερη μέθοδος προσέγγισης για την εκκλησία. Οι υποστηρικτές του υπερασπίζοντάς τον, ανέφεραν πως κάθε εποχή έχει το δικό της τρόπο προσέγγισης με βάση τις διαμορφωμένες συνθήκες.
Σύγχρονες επιρροές
Η Θεία Λειτουργία της Ανατολικής Ορθοδόξου Εκκλησίας που έχει επικρατήσει, είναι αυτή που φέρει το όνομα του Χρυσοστόμου με μερικές τροποποιήσεις. Τελείται κάθε Κυριακή και εορτή στις Εκκλησίες με εξαίρεση 2 φορές το χρόνο που τελείται η Λειτουργία του Ιακώβου Αδελφοθέου, του Μεγάλου Βασιλείου και τις «προηγιασμένες».
Από αρχαία χειρόγραφα ο πάπυρος Barb.gr 360 προσγράφει στον Χρυσόστομο μόνο τις ευχές κατηχουμένου και την προσκομιδή, ενώ ο Σεβαστινιάνοφ 414 μ.Χ. και την «οπισθάμβωνον». Η σύγχρονη έρευνα όμως καταδεικνύει ότι μεγάλος αριθμός χωρίων και διατυπώσεων έχουν αντιστοιχία με γνήσια έργα του Χρυσοστόμου. Αυτό μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι επενέβη προσθετικά στη Θεία Λειτουργία, για αυτό το λόγο του αποδόθηκε αργότερα εξ'ολοκλήρου. Η Λειτουργία αυτή άρχισε να επικρατεί από την εποχή που ο ίδιος έγινε Αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως, με αποτέλεσμα να εκτοπισθούν οι υπόλοιπες όπως του Μεγάλου Βασιλείου, που είχε και αυτή πυρήνα την Αποστολική Θεία Λειτουργία.
Υμνογραφία
Σύμφωνα με το στοιχείο που παραθέτει ο μαθητής του Χρυσοστόμου Θεοδώρητος, ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος καθιέρωσε στην Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως έναν ειδικό τύπο ψαλμωδίας, που τηρήθηκε σ' αυτή και μετά τον θάνατό του. Επίσης είναι γνωστό ότι το Κοντάκιο, ο τύπος που γνωρίζουμε ως ψαλμωδία στη Θεία Λειτουργία, έχει πρόδρομο του, τον Χρυσόστομο. Αρχικά ήταν κείμενο που απαγγελόταν εμμελώς και εν συνεχεία καθιερώθηκε με τον τύπο που σήμερα γνωρίζουμε.
Ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος είναι επίσης πολύ γνωστός για τις προσευχές τις οποίες συνέταξε. Σήμερα, εκτός της Θείας Λειτουργίας, διασώζονται πολλές προσευχές που χρησιμοπιούνται από την Ορθόδοξη εκκλησία σε πολλά τυπικά λατρευτικά γεγονότα, όπως στον Όρθρο, την αναστάσιμη Θεία Λειτουργία, διάφορους παρακλητικούς κανόνες κ.α.
Αγιογραφία
Η συνήθης απεικόνιση του Αγίου εμφανίζεται σε δύο μορφές. Είτε μεταξύ των μεγάλων πατέρων της Εκκλησίας και των Τριών Ιεραρχών, Μεγάλου Βασιλείου, Γρηγορίου του Θεολόγου που πολλές φορές μαζί τους παρευρίσκεται και ο Μέγας Αθανάσιος, στο εσωτερικό της κόγχης του Ιερού Βήματος, στην παράσταση μελισμού είτε σε κατ' ενώπιον απεικόνιση σε φορητές εικόνες.
Στην πρώτη περίπτωση, όπως και οι άλλοι Ιεράρχες, φέρει πλήρη Λειτουργική αμφίεση (στιχάριον, επιτραχήλιο, φαιλόνιο, ωμοφόριο και επιμάνικα). Είναι ελαφρώς στραμμένος προς το κέντρο της κόγχης, σε στάση δεήσεως, με ελαφρά κάμψη της κεφαλής. Στα χέρια κρατάει ειλητάριο, στο οποίο αναγράφονται αποσπάσματα από Λειτουργικές ευχές.
Στις κατ' ενώπιον εικόνες απεικονίζεται μετρίου αναστήματος, με λεπτό ασκητικό σώμα. Πρόσωπο ασκητικό, μάλλον γλυκό και ωραίο χρώμα. Επίσης εμφανίζεται στο αριστερό χέρι να κρατάει το Ευαγγέλιο και με το δεξί να ευλογεί.
Εορτή
Τιμάται ως Άγιος από την Ορθόδοξη Εκκλησία. Η λειτουργία που έγραψε και φέρει το όνομά του (Θεία Λειτουργία του Χρυσοστόμου) τελείται στην Ορθόδοξη Εκκλησία κάθε Κυριακή μέχρι και σήμερα, αλλά και σε καθολικές εκκλησίες όπως το εξαρχικό (ελληνόρυθμο) μοναστήρι της Παναγίας της Κρυπτοφέρρης κοντά στη Ρώμη.
Εορτάζεται: Από την Ορθόδοξη Εκκλησία στις εξής ημέρες:
13 Νοεμβρίου: μνήμη Ιωάννη του Χρυσοστόμου (η 14η Σεπτεμβρίου είναι η εορτή Υψώσεως του Σταυρού και έτσι η εορτή μετατέθηκε).
30 Ιανουαρίου: των Τριών Ιεραρχών, μαζί με τον Μέγα Βασίλειο και τον Άγιο Γρηγόριο τον Θεολόγο
15 Δεκεμβρίου: χειροτονία του σε Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως.
27 Ιανουαρίου: ανακομιδή των λειψάνων του το 438 από τον Πατριάρχη Πρόκλο
26 Φεβρουαρίου: η χειροτονία του σε πρεσβύτερο.
Από την Ρωμαιοκαθολική, την Λουθηρανική και την Αγγλικανική Εκκλησία:
13 Σεπτεμβρίου: μνήμη Ιωάννη του Χρυσοστόμου
Οστά
Τα οστά του βρίσκονταν στην Κωνσταντινούπολη μέχρι το 1204. Μετά την πτώση της στους σταυροφόρους της Δ΄ Σταυροφορίας μεταφέρθηκαν στη Ρώμη, αλλά επιστράφηκαν στο Οικουμενικό Πατριαρχείο 800 χρόνια μετά, στις 27 Νοεμβρίου 2004 από τον Πάπα Ιωάννη Παύλο Β΄.
Η κάρα του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου βρίσκεται στο Άγιο Όρος, στην Ιερά Μονή Βατοπεδίου. Μάλιστα το αριστερό αυτί του παραμένει αναλλοίωτο στους αιώνες. Η Εκκλησιαστική παράδοση αναφέρει ότι αυτό ήταν το αυτί που ο μαθητής του Χρυσοστόμου Πρόκλος έβλεπε τον Απόστολο Παύλο να υπαγορεύει την ερμηνεία των αποστολικών χωρίων και των Γραφών προς τον Χρυσόστομο. Η δεξιά του χείρα φυλάσσεται αναλλοίωτη στο Επισκοπικό Μουσείο της πόλεως Regensburg Γερμανίας, της οποίας Επίσκοπος υπήρξε ο Πάπας Βενέδικτος ΙΣΤ΄.
Μ. Καραγάτσης ή Δημήτριος Ροδόπουλος, ήταν Έλληνας πεζογράφος, από τους σημαντικότερους συγγραφείς της Γενιάς του 30
Μ. Καραγάτσης
Το πραγματικό του όνομα ήταν
Δημήτριος Ροδόπουλος
Ο Μ. Καραγάτσης, ήταν Έλληνας πεζογράφος, ένας από τους σημαντικότερους συγγραφείς της «Γενιάς του '30». Το πραγματικό του όνομα ήταν Δημήτριος Ροδόπουλος. Το ψευδώνυμο Καραγάτσης προήλθε από το δέντρο πτελέα ή καραγάτσι στο εξοχικό της οικογένειάς του στη Ραψάνη της Θεσσαλίας, όπου περνούσε τα περισσότερα εφηβικά καλοκαίρια του. (23 Ιουνίου 1908 - 14 Σεπτεμβρίου 1960)
Εκεί συνήθιζε να διαβάζει καθισμένος κάτω από ένα καραγάτσι που βρισκόταν στον περίβολο της εκκλησίας του χωριού. Το «Μ.» του ψευδωνύμου του προήλθε πιθανότατα από το ρώσικο όνομα «Μίτια» (ρωσική εκδοχή του Δημήτρης), με το οποίο τον αποκαλούσαν φίλοι και συμφοιτητές του, λόγω της μεγάλης του αγάπης για τον Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι και ιδιαίτερα για το έργο Αδερφοί Καραμάζοφ.
Το γεγονός ότι υπέγραφε τα έργα του ως «Μ. Καραγάτσης» προκάλεσε σύγχυση σε αρκετούς φιλολόγους, που συχνά ερμήνευαν το «Μ» ως Μιχάλης, λόγω των ηρώων του, Μιχάλη Καραμάνου (στον Γιούγκερμαν) και Μιχάλη Ρούση (στον Μεγάλο ύπνο), που θεωρούνται περσόνες του συγγραφέα. Παρόλα αυτά σύμφωνα με πρόσφατη προφορική μαρτυρία της κόρης του Μαρίνας Καραγάτση το αρχικό γράμμα «Μ.» μπροστά από το ψευδώνυμο Καραγάτσης πράγματι παραπέμπει στο όνομα Μιχάλης. Όμως το μυστήριο του γράμματος «Μ» δεν θα μπορέσει ποτέ να εξαλειφθεί, διότι ο Καραγάτσης δεν δήλωσε δημόσια ποια η σημασία του.
Γεννήθηκε στην Αθήνα, σε ένα γωνιακό σπίτι των οδών Ακαδημίας και Θεμιστοκλέους στις 23 Ιουνίου του 1908. Ο πατέρας του, Γεώργιος Ροδόπουλος, ήταν δικηγόρος και πολιτικός, με καταγωγή από την Πάτρα, αλλά εγκατεστημένος στη Λάρισα. Η μητέρα του, Ανθή Μουλούλη καταγόταν από τον Τύρναβο. Ο συγγραφέας ήταν το πέμπτο και τελευταίο παιδί της οικογένειας, με μεγάλη διαφορά ηλικίας από τα αδέλφια του Ροδόπη, Νίκο, Τάκη και Φωφώ.
Πέρασε την παιδική του ηλικία σε διάφορες πόλεις εξ αιτίας των μετακινήσεων της οικογένειάς του. Ο πατέρας του ως διευθυντής τράπεζας δούλεψε στα Τρίκαλα, Πύργο, Αίγιο, Λάρισα, Θεσσαλονίκη, Κρήτη. Tο Δημοτικό το παρακολούθησε στο Αρσάκειο της Λάρισας, ενώ τα γυμνασιακά του χρόνια — από το 1922 έως το 1924 — τα περνά στη Θεσσαλονίκη, όπου τον έστειλε ο πατέρας του ως τιμωρία, επειδή είχε πλαστογραφήσει την υπογραφή του σε σχολικό έλεγχο. Τα καλοκαίρια της παιδικής του ηλικίας τα περνάει στη Θεσσαλία, ειδικότερα στο χωριό Ραψάνη. Μετά την ολοκλήρωση της βασικής εκπαίδευσης γράφτηκε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου της Γκρενόμπλ, στη Γαλλία με σκοπό να σπουδάσει εμπορικά. Για οικονομικούς λόγους επέστρεψε στην Αθήνα, το 1925 και γράφτηκε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, απ' όπου αποφοίτησε το 1930 χωρίς όμως να δικηγορήσει ποτέ. Στο Πανεπιστήμιο είχε συμφοιτητές και άλλους λογοτέχνες, όπως τους Οδ. Ελύτη, Αγγ. Τερζάκη, Γ. Θεοτοκά.
Στην εφηβική του ηλικία έγραφε ποιήματα, σύντομα όμως εγκατέλειψε την ενασχόληση με την ποίηση και στραφήκε στην πεζογραφία.
Ως πεζογράφος πρωτοεμφανίστηκε το 1927 με το διήγημα «Η κυρία Νίτσα», το οποίο υποβλήθηκε στο διαγωνισμό της Νέας Εστίας και πήρε τον 3ο έπαινο.
Ήταν αυτοβιογραφικό διήγημα εμπνευσμένο από τον παιδικό του έρωτα για μια εικοσάχρονη δασκάλα του στο δημοτικό σχολείο στη Λάρισα.
Το πρώτο του μυθιστόρημα ήταν Ο συνταγματάρχης Λιάπκιν, το 1933.
Μετά το πτυχίο Πολιτικών και Οικονομικών που παίρνει από το Πανεπιστήμιο, πιάνει δουλειά σαν υπάλληλος στην ασφαλιστική εταιρεία του αδερφού του Νίκου, στον Πειραιά. Το 1935 θα παντρευτεί τη ζωγράφο Νίκη Καρυστινάκη (μετέπειτα γνωστή ως Νίκη Καραγάτση, 1914–1986). Το 1936 δημοσιεύεται το μυθιστόρημα του Η χίμαιρα και στη κόρη που γεννιέται τον Οκτώβριο του 1936 δίνει το όνομα της ηρωίδας του βιβλίου, Μαρίνα.
Το 1937 πεθαίνει η μεγαλύτερη αδερφή του, η Ροδόπη Τζουλιάδου, η οποία υπέφερε από ψυχασθένεια από τη νεανική της ηλικία, και το 1939 πεθαίνει ο πατέρας του.
Την περίοδο της γερμανικής κατοχής την περνάει ήσυχα στο σπίτι του, που γίνεται κέντρο συνάντησης των λογοτεχνών της εποχής του, ενώ παράλληλα δημοσιεύονται αρκετά διηγήματά του και νουβέλες.
Από το 1946 ανέλαβε τη θεατρική στήλη της εφημερίδας Βραδυνή ενώ τον ίδιο χρόνο ανεβαίνει και στο θέατρο το θεατρικό του έργο Μπαρ Ελδοράδο που δεν σημείωσε όμως επιτυχία.
Ο Καραγάτσης τότε εμφανίζεται και στον κινηματογράφο, υπογράφοντας το σενάριο και τη σκηνοθεσία της ταινίας Καταδρομή.
Το 1946 πεθαίνει και η μητέρα του, στην οποία αφιερώνει το μυθιστόρημά του Ο μεγάλος ύπνος που κυκλοφορεί την ίδια χρονιά.
Το 1949 στέλνεται ως πολεμικός ανταποκριτής της εφημερίδας Βραδυνή στα βουνά του Γράμμου και του Βίτσι, στα οποία ο εμφύλιος πόλεμος βάδιζε προς το τέλος του.
Τον ίδιο χρόνο ταξιδεύει στην Αγγλία, τη Γαλλία, την Τουρκία και την Αίγυπτο.
Το 1952 άρχισε να εργάζεται στη διαφημιστική εταιρεία ΑΔΕΛ, ενώ παράλληλα γράφει εκλαϊκευμένα την Ιστορία των Ελλήνων και το 1953 ταξιδεύει στην Ανατολική Αφρική.
Το 1956 και το 1958 ήταν υποψήφιος βουλευτής με το δεξιό κόμμα των Προοδευτικών του Σπ. Μαρκεζίνη. Δεν είχε κάνει καμία προεκλογική προετοιμασία και όπως ήταν φυσικό, απέτυχε και τις δύο φορές.
Όταν κάποιος τον ρώτησε γιατί είχε θέσει υποψηφιότητα, απάντησε ότι το έκανε για να πάρει ψήφους από τον αδερφό του Κωνσταντίνο Ροδόπουλο, υποψήφιο με την ΕΡΕ.
Το 1958 το μοιραίο έτος της ζωής του συνυπογράφει Το Μυθιστόρημα των Τεσσάρων μαζί με τους Άγγελο Τερζάκη, Ηλία Βενέζη και Στρατή Μυριβήλη, το οποίο πρωτοδημοσιεύεται στην εφημερίδα Ακρόπολη.
Στις 8 Νοεμβρίου του ίδιου έτους παθαίνει καρδιακή προσβολή. Η ασθένεια τον οδήγησε στη σταδιακή αποξένωσή του από τους φιλικούς κύκλους, αλλά όχι και στη διακοπή της δουλειάς του.
Στις 13 Δεκέμβρη του 1960 ξεκινάει να γράφει το Δέκα (10) το οποίο δούλευε όλο το έτος μέχρι τα χαράματα της 14ης Σεπτεμβρίου που πεθαίνει ύστερα από πολύωρη κρίση ταχυκαρδίας.
Κηδεύεται την ίδια μέρα και στον τάφο του χαράζεται το επίγραμμα από το έργο του Το μεγάλο συναξάρι: «Οι μοναδικές ομορφιές είναι προνόμιο του θανάτου».
Έργο
Δημιουργός «μεγάλης πνοής» ο Μ. Καραγάτσης από την αρχή της συγγραφικής του δραστηριότητας εμφανίστηκε με αρετές τεχνίτη. Διακρίνεται η ικανότητά του να δημιουργεί πρωτότυπους αφηγηματικούς χαρακτήρες και πλοκές που κρατούν αμείωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη.
Τα πρώτα έργα του Καραγάτση, από το 1925 ως το 1933, ήταν διηγήματα. Από αυτά, όσα γράφτηκαν πριν από το 1927, δεν τα εξέδωσε ο ίδιος. Το 1933, με το μυθιστόρημα Συνταγματάρχης Λιάπκιν, εγκαινιάστηκε η ώριμη περίοδος της πεζογραφίας του.
Τα τρία πρώτα μυθιστορήματά του, Συνταγματάρχης Λιάπκιν, Χίμαιρα, Γιούγκερμαν, αποτελούν μια τριλογία με τίτλο Εγκλιματισμός κάτω από τον Φοίβο. Κοινό τους θέμα είναι η αποτυχημένη προσπάθεια τριών ξένων που βρέθηκαν στην Ελλάδα να προσαρμοστούν: ο συνταγματάρχης Λιάπκιν ήταν υπαρκτό πρόσωπο, ο Ρώσος στρατιωτικός Βασίλι Βασίλιεβιτς Νταβίντωφ, ο οποίος μετά τη Ρωσική Επανάσταση βρέθηκε στη Λάρισα, όπου εργαζόταν στη Γεωργική Σχολή.
Ο κεντρικός ήρωας του Γιούγκερμαν ήταν επίσης Ρώσος στρατιωτικός, ο οποίος εξελίχθηκε σε μεγάλο οικονομικό παράγοντα της Αθήνας. Η ηρωίδα της Χίμαιρας, Μαρίνα, ήταν Γαλλίδα, παντρεμένη με Έλληνα ναυτικό, που ζούσε στη Σύρο. Και οι τρεις ήρωες απέτυχαν να «εγκλιματιστούν» και τελικά οδηγήθηκαν στην καταστροφή.
Επόμενος σημαντικός σταθμός στην πεζογραφία του ήταν το Χαμένο νησί, έργο που ξεχωρίζει από την υπόλοιπη πεζογραφία του εξ αιτίας της απόστασής του από το ρεαλισμό και τη σύγχρονη πραγματικότητα. (Ο ίδιος το χαρακτήρισε «φανταστική νουβέλα»). Κεντρικός ήρωας του έργου είναι ο Γερόλυμος Αβαράτος, δεύτερος πλοίαρχος και μοναδικός επιζών από το πλήρωμα ενός πλοίου που ναυάγησε στην Τήλο.
Ο ήρωας αναγκάστηκε να μείνει στο νησί για καιρό εξαιτίας άσχημων καιρικών συνθηκών. Σταδιακά οι κάτοικοι του νησιού παρατήρησαν περίεργα κλιματικά φαινόμενα, διαπίστωσαν ότι οι πυξίδες έδιναν λανθασμένες συντεταγμένες και τέλος αποκαλύφθηκε ότι το νησί είχε αποκοπεί από την υφαλοκρηπίδα και έπειτα από ταξίδι στη θάλασσα σταθεροποιήθηκε στον Ειρηνικό Ωκεανό με το όνομα Ταϊλί.
Στη συνέχεια ο συγγραφέας επιχείρησε να γράψει μια ευρεία, ιστορικού περιεχομένου σύνθεση, με γενικό τίτλο Ο κόσμος που πεθαίνει. Η σειρά θα περιελάμβανε 10 βιβλία που θα αναφέρονταν στην ιστορία μιας οικογένειας από το 1821 ως τη σύγχρονη εποχή. Από αυτά έγραψε τελικά μόνο τρία: Ο κοτζάμπασης του Καστρόπυργου, Αίμα χαμένο και κερδισμένο, Τα στερνά του Μίχαλου. Ο ήρωας του Κοτζάμπαση του Καστρόπυργου, Μίχαλος Ρούσης, ήταν Έλληνας προεστός που αιχμαλωτίστηκε από τους Τούρκους και αλλαξοπίστησε, για να σώσει τη ζωή του. Η ιστορία βασίζεται σε πραγματικά γεγονότα από τη ζωή ενός προγόνου του, του Μήτρου Ροδηθάνα ή Ροδόπουλου.
Παρ' όλο που ο συγγραφέας δεν ολοκλήρωσε αυτή τη σύνθεση, συνέχισε να ενδιαφέρεται για ιστορικά θέματα και να εμπνέεται από αυτά: Αποπειράθηκε να γράψει ένα τρίτομο ιστορικό έργο, την Ιστορία των Ελλήνων, από το οποίο έγραψε τελικά μόνο τον πρώτο τόμο για την αρχαία Ελλάδα και έγραψε τη μυθιστορηματική βιογραφία Βασίλης Λάσκος, για τον πλοίαρχο του υποβρυχίου «Κατσώνης». Το τελευταίο έργο του σχετικό με την ιστορία έχει τελείως διαφορετικό χαρακτήρα: το Σέργιος και Βάκχος, με πρωταγωνιστές τους Αγίους Σέργιο και Βάκχο, είναι σατιρική και καυστική κριτική και απομυθοποίηση της Ιστορίας. Για αυτό το έργο έγραψε εκτενές κείμενο ο Ανδρέας Εμπειρίκος, το οποίο δημοσιεύθηκε μετά τον θάνατό τους και αποτελεί τεκμήριο της φιλίας τους και του θαυμασμού του Εμπειρίκου για τον Καραγάτση.
Προς το τέλος της ζωής του σχεδίαζε άλλη μια ενότητα τεσσάρων έργων, από την οποία πρόλαβε να ξεκινήσει μόνο Το 10. Το έργο διαδραματίζεται σε μια λαϊκή πολυκατοικία του Πειραιά. Μάλιστα ο συγγραφέας επισκεπτόταν κάθε πρωί το λιμάνι και παρατηρούσε την κίνηση και τη ζωή εκεί για να αντλήσει υλικό. Το ημιτελές μυθιστόρημά του εκδόθηκε μετά το θάνατό του.
Ο χαρακτηρισμός που απέδωσαν οι περισσότεροι κριτικοί της λογοτεχνίας στον Καραγάτση ήταν «γεννημένος πεζογράφος». Όλοι αναγνώριζαν την αφηγηματική του ευχέρεια και τη δημιουργική φαντασία του. Ειδικά η φαντασία του είναι αυτό που τον ξεχωρίζει από τους περισσότερους πεζογράφους και όχι μόνο αυτούς της γενιάς του ‘30. Πολλοί τον κατηγόρησαν ως προχειρογράφο, που δεν ενδιαφερόταν για την επιμέλεια της μορφής των έργων του. Η αλήθεια είναι ότι τα χειρόγραφά του δείχνουν ότι σπάνια έκανε αλλαγές στα έργα του, αλλά αυτό αποδεικνύει ακριβώς την αφηγηματική ευχέρεια που έλειπε από πολλούς συγγραφείς της γενιάς του.
Εργογραφία
Μυθιστορήματα
«Γιούγκερμαν»*, 1938
«Ο Γιούγκερμαν και τα στερνά του»*, 1941 - ISBN 978-960-05-1305-9
«Η Μεγάλη Χίμαιρα»*, 1953 - ISBN 960-05-0148-3
«Ο συνταγματάρχης Λιάπκιν»*, 1955 - ISBN 978-960-503-049-0
«Ο κοτζάμπασης του Καστρόπυργου» - ISBN 960-05-0206-4
«Ο μεγάλος ύπνος» - ISBN 960-05-0397-4
«Ένας χαμένος κόσμος» - ISBN 978-960-05-1543-5
«Αίμα χαμένο και κερδισμένο» - ISBN 960-05-0396-6
«Άμρι α Μούγκου, στο χέρι του Θεού» - ISBN 960-05-0178-5
«Τα στερνά του Μίχαλου» - ISBN 978-960-05-0443-9
«Ο θάνατος κι ο Θόδωρος» - ISBN 960-05-0011-8
«Ο κίτρινος φάκελος» - ISBN 978-960-05-0058-5
«Το Μυθιστόρημα των Τεσσάρων», μαζί με τους Ηλ.Βενέζη, Αγγ. Τερζάκη, Στ. Μυριβήλη - ISBN 960-05-0063-0
«Σέργιος και Βάκχος» - ISBN 978-960-05-0507-8
«Η θαυμαστή ιστορία των αγίων Σέργιου και Βάκχου» (επιτομή του μυθιστορήματος Σέργιος και Βάκχος) - ISBN 960-05-0970-0
«Το 10» (ημιτελές) - ISBN 978-960-05-1056-0
Νουβέλες
«Ο συνταγματάρχης Λιάπκιν»*, 1933
«Χίμαιρα»*, 1936 - ISBN 978-960-05-1660-9
«Λειτουργία σε λα ύφεσις» - ISBN 960-05-1165-9
«To χαμένο νησί» - ISBN 960-05-0306-0
* Λιάπκιν, Χίμαιρα και Γιούγκερμαν αποτελούν, με θέληση του συγγραφέα, την τριλογία «Εγκλιματισμός κάτω από το Φοίβο».
Συλλογές διηγημάτων
«Το συναξάρι των αμαρτωλών» α' έκδοση «Γκοβόστης», 1935
«Η μεγάλη λιτανεία» α' έκδοση «Βιβλιοπωλείον της Εστίας» 1956, (Α' Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας στην κατηγορία «Διηγήματος» για το 1956.) Τελευταία 2002:ISBN 960-05-0577-2
«Το μεγάλο συναξάρι» α' εκδ. «Αετός» 1952, τελευταία 1999: ISBN 960-05-0093-2
«Νεανικά διηγήματα» α' έδκ. «Εστία», 1993: ISBN 960-05-0520-9
«Ιστορίες αμαρτίας και αγιοσύνης» (επιλογή διηγημάτων από την «Λιτανεία των Ασεβών» και το «Συναξάρι των αμαρτωλών», α' έκδ. «Εστία», 2003: ISBN 960-05-0947-6
Άλλα έργα
«Βασίλης Λάσκος» μυθιστορηματική βιογραφία, 1948 - ISBN 960-05-0301-Χ (για τον Βασίλη Λάσκο)
«Η Ιστορία των Ελλήνων», 1952 - ISBN 960-05-0595-0
«Καταδρομή», σενάριο ταινίας που σκηνοθέτησε ο ίδιος
«Το μπαρ Ελδοράδο», θεατρικό έργο , 1946
Κάρμεν η χιτάνα, θεατρική διασκευή , 1948
«Περιπλάνηση στον κόσμο», ταξιδιωτικό, 2002 ISBN 960-05-1013-Χ
Μ. Καραγάτση, «Κριτική Θεάτρου, 1946-1960», 1999 ISBN 960-05-0880-1
Μεταφορές και διασκευές των έργων του
Θέατρο
«Η μεγάλη χίμαιρα», δραματοποίηση του μυθιστορήματος, 2014. Διασκευή Στρατής Πασχάλης, Σκηνοθεσία Δημήτρης Τάρλοου. Παγκόσμια πρώτη στο Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου τον Ιούλιο του 2014. Στη συνέχεια παίχτηκε στο θέατρο «Πορεία» με πρωταγωνιστές (α΄ διανομή) την Αλεξάνδρα Αϊδίνη και τον Νίκο Ψαρρά
«Το 10», μουσικός μονόλογος εμπνευσμένος από το μυθιστόρημα, (δραματοποιημένο αναλόγιο) από τον Γιώργο Νινιό, στο θέατρο «Αγγέλων Βήμα»
Τηλεόραση
«Γιούγκερμαν», τηλεοπτική σειρά 140 επεισοδίων, παραγωγής 1976, ΥΕΝΕΔ.
«Γιούγκερμαν», τηλεοπτική σειρά 17 επεισοδίων, παραγωγής 2007, ΑΝΤ1
«Συνταγματάρχης Λιάπκιν», τηλεοπτική σειρά 48 επεισοδίων, παραγωγής 1979, ΥΕΝΕΔ
«Ο κίτρινος φάκελος», τηλεοπτική σειρά 11 επεισοδίων, παραγωγής 1981, ΕΡΤ (η σειρά δεν προβλήθηκε ποτέ)
«Ο κίτρινος φάκελος», τηλεοπτική σειρά 39 επεισοδιων, παραγωγής 1990, ΑΝΤ1
«Το μπουρίνι», τηλεοπτική σειρά 5 επεισοδίων (μεταφορά του ομώνυμου διηγήματος), παραγωγής 1987, ΕΤ2
«Το 10», τηλεοπτική σειρά 18 επεισοδίων, παραγωγής 2007, ALPHA
«Το νερό της βροχής», τηλεταινία (μεταφορά του ομώνυμου διηγήματος), σε σενάριο και σκηνοθεσία Φρίντας Λιάππα. Παραγωγή 1983, ΕΡΤ
«Το μυθιστόρημα των τεσσάρων», τηλεοπτική σειρά 13 επεισοδίων, παραγωγής 1981, ΥΕΝΕΔ
Περισσότερα Άρθρα...
- Γκρέις Κέλι, ήταν βραβευμένη με Όσκαρ Αμερικανίδα ηθοποιός, καθώς και πριγκίπισσα του Μονακό
- Μαρίκα Κρεββατά, ήταν Ελληνίδα ηθοποιός του θεάτρου και του κινηματογράφου
- Μισέλ ντε Μονταίν, ήταν Γάλλος δοκιμιογράφος και θεωρείται ο τελευταίος ουμανιστής της Αναγέννησης
- Καβάδης Α΄ της Περσίας, βασιλιάς της Περσίας από τη δυναστεία των Σασσανιδών