Άρθρα
Σίρλεϊ Τεμπλ, με βραβείο Όσκαρ στα 7 χρόνια της και στα 22 αποσύρθηκε από τον κινηματογράφο
Σίρλεϊ Τεμπλ
βραβείο Όσκαρ στα 7 και στα 22 αποσύρθηκε από τον κινηματογράφο
Σίρλεϊ Τεμπλ ήταν ηθοποιός, τραγουδίστρια και χορεύτρια.
Γεννήθηκε στις 23 Απριλίου το 1928 στην Καλιφόρνια από πατέρα τραπεζικό υπάλληλο και μητέρα νοικοκυρά. Η μητέρα της την έγραψε σε ηλικία 3 ετών σε μαθήματα χορού και την προώθησε στην υποκριτική τέχνη από μικρή ηλικία.
Καριέρα ως ηθοποιός
Η καριέρα της ξεκίνησε ως πρωταγωνίστρια σε εκπαιδευτικά βίντεο.
Το 1934 έπαιξε τον πρώτο της κινηματογραφικό ρόλο στην κωμωδία Brihgt Eyes (1934). Έγινε διάσημη με την ταινία Stand up and cheer της εταιρίας Fox. Στις ταινίες που πρωταγωνιστούσε, χόρευε και τραγουδούσε με άνεση. Πολλά από τα τραγούδια που ερμήνευε στις ταινίες έγιναν επιτυχίες. Όπως από την ταινία Bright Eyes και το "Αnimal Crackers in My Soup" από το 'Curly Top" (1935). Η Σίρλεϊ Τεμπλ έγινε σύμβολο όλης της Αμερικής στην εποχή της οικονομικής κρίσης. Χαρακτηρίστηκε ως παιδί θαύμα και για την Τεμπλ είχε μιλήσει δημόσια και ο Πρόεδρος Ρούσβελ. Η Τεμπλ έγινε παιδική κούκλα με ρεκόρ πωλήσεων.
Βραβεύσεις
Το 1935 σε ηλικία 7 ετών, της απονεμήθη το βραβείο Όσκαρ στην 7η απονομή βραβείων Όσκαρ.
Το 2000 για την προσφορά της στον κινηματογράφο της απονεμήθηκε το βραβείο Guild.
Τέλος καριέρας
Αποσύρθηκε από τον κινηματογράφο σε ηλικία 22 ετών. Μεγαλώνοντας είχε αρχίσει να χάνει την δημοτικότητά της, το κοινό είχε ταυτιστεί με το μικρό ξανθό κοριτσάκι και όχι με την έφηβη Σίρλει.
Προσωπική ζωή
Σε ηλικία 17 ετών έκανε τον πρώτο της γάμο με τον Τζων Άγκαρ και απέκτησε μία κόρη. Το 1950 έκανε τον δεύτερο γάμο της με τον Τσαρλς Άλντεν Μπλακ όπου απέκτησε ένα γιο.
Στις 10 Φεβρουαρίου του 2014 σε ηλικία 85 ετών έφυγε από τη ζωή από φυσικά αίτια στο σπίτι της στο Σαν Φρανσίσκο της Καλιφόρνια.
Ενασχόληση με τα κοινά
Ως ενήλικη η Τεμπλ ασχολήθηκε με τα κοινά. Επί προεδρίας Τζέραλντ Φορντ, ονομάστηκε πρέσβειρα των ΗΠΑ στη Γκάνα από το 1974 έως και το 1976. Επίσης, υπήρξε πρέσβειρα στη Τσεχοσλοβακία από το 1989 έως και το 1993 επί προεδρίας Τζορτζ Μπους. Δραστηριοποιήθηκε και για την αντιμετώπιση της πολλαπλής σκλήρυνσης από την οποία έπασχε ο αδελφός της.
Κώστας Μουντάκης ένας από τους πιο αντιπροσωπευτικούς λυράρηδες της Κρήτης
Κώστας Μουντάκης
ένας από τους πιο αντιπροσωπευτικούς λυράρηδες της Κρήτης
Ο Κώστας Μουντάκης (Αλφά Ρεθύμνης, 10 Φεβρουαρίου 1926 - Αθήνα, 31 Ιανουαρίου 1991) ήταν Έλληνας μουσικός. Θεωρείται μαζί με τους Νίκο Ξυλούρη, Θανάση Σκορδαλό και Λεωνίδα Κλάδο ως ένας από τους πιο αντιπροσωπευτικούς λυράρηδες της Κρήτης.
Γεννήθηκε στις 10 Φεβρουαρίου του 1926 στο χωριό Αλφά της επαρχίας Μυλοποτάμου ( στις μέρες μας υπάγεται στο δήμο Μυλοποτάμου του νομού Ρεθύμνης ). Ήταν το μικρότερο από τα επτά παιδιά του μουσικού και χορευτή Νίκου Μουντάκη και της Καλλιόπης ενώ η καταγωγή της οικογένειάς του ήταν από τον Καλλικράτη Σφακίων. Λίγο καιρό μετά τη γέννησή του έμεινε ορφανός από πατέρα ενώ λόγω των οικονομικών δυσκολιών που αντιμετώπιζε η οικογένειά του αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το σχολείο ενώ φοιτούσε στο ημιγυμνάσιο και να εργαστεί ως πλανόδιος μικροπωλητής. Μεγαλώνοντας σε ένα μουσικό περιβάλλον ήρθε από νωρίς σε επαφή με την κρητική μουσική παράδοση και αναδείχτηκε ήδη από την εφηβική του ηλικία σε ικανό λυράρη.
Το 1948 κατατάχτηκε στη χωροφυλακή υπηρετώντας στα Χανιά, στα Σφακιά και στην Αθήνα ενώ το διάστημα 1950 - 1952 είχε αποσπαστεί στο ιδιαίτερο γραφείο του Σοφοκλή Βενιζέλου. Αργότερα παραιτείται και αναγκάζεται να εργαστεί στο Εργοστάσιο Λιπασμάτων της Δραπετσώνας για 16 χρόνια.
Παράλληλα προσπαθεί να προωθήσει την κρητική μουσική μέσω της ραδιοφωνίας που είχε τη μεγάλη δύναμη στην προβολή της παραδοσιακής μουσικής κάτω από την άγρυπνη επίβλεψη του Σίμωνα Καρά. Περνάει από την κριτική επιτροπή του Ε.Ι.Ρ. (Εθνικό Ίδρυμα Ραδιοφωνίας) και μαζί με τον Βυζιργιάννη στο λαούτο αρχίζουν εκπομπές στο πρόγραμμα του Σίμωνα Καρά[3], προβάλλοντάς την κρητική μουσική στο πανελλήνιο.
Σε συνεργασία με τον Στέλιο Κουτσουρέλη, πραγματοποιούν το 1955 την πρώτη ηχογράφηση δίσκου 78 στροφών με τα τραγούδια «Ο Ζητιάνος» και η «Ρεθυμνιωτοπούλα». Μέσα στα επόμενα χρόνια ακολουθεί μια τεράστια πορεία δισκογραφικών εκδόσεων, με αποτέλεσμα να καθιερωθεί ως ο περισσότερο ηχογραφημένος λυράρης Κρητικής μουσικής. Δίσκοι και τραγούδια όπως: «Ένα ματσάκι γιασεμιά», «Αργαλειός», «Μυλωνάδες και μαζώχτρες», «Κρητικός γάμος», «Η Μάχη της Κρήτης- Κρητικά νακλιά», «Αναφορά στον Καζαντζάκη», είναι μόνο μερικά δείγματα της δουλειάς του. Η καταξίωση και η φήμη του Μουντάκη εξαπλώθηκε σε όλη την Κρήτη και στους Έλληνες της διασποράς τους οποίους είχε επισκεφτεί πολλές φορές. Για πρώτη φορά πήγε στην Αμερική το 1960 και το 1971 στον Καναδά, την Αυστραλία την Νότιο Αφρική και άλλες χώρες με παρουσία ομογενών.
Από το 1975 αναγκάζεται λόγω προβλημάτων υγείας να διακόψει την επαγγελματική του δραστηριότητα και παίζει μόνο σε επιλεγμένα γλέντια και εκδηλώσεις. Μέσα σε αυτό το διάστημα θεωρεί ως επιτακτική ανάγκη την παιδεία, δηλαδή τη μάθηση και τη διδασκαλία της κρητικής λύρας με την ίδρυση σχολών στις μεγαλύτερες πόλεις της Κρήτης. Επίσης συμπαραστέκεται στο Ινστιτούτο Μεσογειακών Σπουδών και γίνεται πολύτιμος συνεργάτης στα ερευνητικά προγράμματα εθνομουσικολογίας του Ινστιτούτου.
Η πρώτη σχολή λύρας ιδρύεται στο Ηράκλειο στο «Ωδείο Απόλλων», το 1979, μετά στο Ρέθυμνο (1980), τα Χανιά (1981), στον Άγιο Νικόλαο Λασιθίου (1983) και τέλος ιδρύει το «Ελληνικό Ωδείο» στην Αθήνα το 1985. Ο Κώστας Μουντάκης παλιότερα είχε αρχίσει μαθήματα και στην «Παγκρήτιο Ένωση». Απεβίωσε στις 31 Ιανουαρίου 1991 στην Αθήνα.
Το έργο και η συμβολή του Μουντάκη στην κρητική παραδοσιακή μουσική τυγχάνουν της καθολικής αναγνώρισης μουσικών και κριτικών ( όπως ο μουσικός και τραγουδιστής Χρόνης Αηδονίδης, ο λογοτέχνης και κριτικός θεάτρου Κώστας Γεωργουσόπουλος, ο καθηγητής μουσικολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών Γεώργιος Αμαργιανάκης κ. ά. ) ενώ θεωρείται ως ένας από τους πιο εμπορικούς λυράρηδες.
Άγιος Γεράσιμος
Άγιος Γεράσιμος
Ο Άγιος Γεράσιμος σύμφωνα με τη παράδοση γεννήθηκε στα Τρίκαλα της Κορινθίας το 1506. Ο πατέρας του ονομάζονταν Δημήτριος και η μητέρα του Καλή. Ο πατέρας του ανήκε στην βυζαντινή αριστοκρατία, στη μεγάλη οικογένεια των Νοταράδων. Το βαφτιστικό όνομα του Άγιου Γεράσιμου ήταν Γεώργιος. Ό Άγιος Γεράσιμος μεγάλωσε και μορφώθηκε όπως όλα τα αρχοντόπουλα της εποχής. Στα 20 χρόνια του αποφάσισε να πάει στη Ζάκυνθο που ήταν ένα σημαντικό κέντρο των γραμμάτων της εποχής καθώς παρόλη την Ενετική κατάκτηση υπήρχε εκεί ένας αναγεννησιακός αέρας σε αντίθεση με την υπόλοιπη τουρκοκρατούμενη Ελλάδα.
Η βαθιά σχέση του με την ορθόδοξη πίστη, τον κάνει να εγκαταλείψει τη Ζάκυνθο και να ξεκινήσει προσκυνήματα στα σημαντικότερα πνευματικά θρησκευτικά κέντρα της εποχής του.
Πρώτος του σταθμός η Κωνσταντινούπολη και το Οικουμενικό Πατριαρχείο από όπου πήρε και την πατριαρχική ευλογία και αμέσως μετά το Περιβόλι της Παναγίας το Άγιο Όρος. Στο Άγιο Όρος ο Άγιος Γεράσιμος έγινε μοναχός. Δεν γνωρίζουμε σε πια μονή αν και πολλοί υποστηρίζουν ότι έγινε στο μοναστήρι των Ιβήρων και ότι ασκήτεψε στο κελί του Αγ. Βασιλείου στην περιοχή της Καψάλας. Ο Άγιος Γεράσιμος σύμφωνα με τους βιογράφους του έμεινε αρκετά στο Άγιο Όρος και έφυγε όταν αποφάσισε να κάνει ένα ταξίδι στους Άγιους Τόπους, όπου πρέπει να έφθασε γύρω στο 1538. Εκτός από τον Πανάγιο Τάφο, επισκέφτηκε τη Συρία, τη Δαμασκό, το Σινά, την Αντιόχεια, την Αλεξάνδρεια και την έρημο της Θηβαίδας.
Ο πατριάρχης στα Ιεροσόλυμα εκτιμά την προσωπικότητα του Γεράσιμου και έτσι τον κρατάει κοντά του και αναλαμβάνει κανδηλανάπτης στον Πανάγιο Τάφο. Στα Ιεροσόλυμα ο Άγιος Γεράσιμος χειροτονείται διάκονος και πρεσβύτερος από τον Πατριάρχη Ιεροσολύμων Γερμανό με το όνομα Γεράσιμος προς τιμήν του Άγιου Γεράσιμου του Ιορδανίτου. Το 1548 ο Άγιος Γεράσιμος αφήνει τα Ιεροσόλυμα για να ένα ταξίδι στην Κρήτη όπου και έμεινε γύρω στα δύο χρόνια. Από εκεί επιστρέφει στη Ζάκυνθο μετά από ένα ταξίδι προσκύνημα που τον έφερε πιο κοντά στο θεό, μετά από 20 χρόνια.
Στη Ζάκυνθο ο Άγιος Γεράσιμος ασκήτεψε σε μια σπηλιά στον Άγιο Νικόλα Γερακαρίου όπου μέχρι σήμερα οι Ζακυνθινοί την ονομάζουν του Αγίου Γερασίμου. Υπάρχουν αναφορές ότι μπορεί να εφημέρευσε στην εκκλησία του Αγίου Λαζάρου. Την ίδια εποχή αυτή έχει γεννηθεί στη Ζάκυνθο και ο Άγιος Διονύσιος και κάποια παράδοση θέλει να τον έχει βαφτίσει ο άγιος Γεράσιμος. Πάντως το σίγουρο είναι ότι ο Άγιος Διονύσιος επηρεάστηκε από την προσωπικότητα του Άγιου Γεράσιμου που ήταν ήδη πολύ γνωστός στο νησί. Η εποχή της Ενετικής κυριαρχίας είναι δύσκολη και από θρησκευτική άποψη καθώς η καθολική εκκλησία προσπαθεί να αποκτήσει πιστούς από τον ντόπιο πληθυσμό.
Ο Άγιος Γεράσιμος αποφασίζει να πάει στη Κεφαλονιά. Ασκητεύει πάλι σε σπήλαιο κοντά στο Αργοστόλι. Στο σπήλαιο έμεινε για 5 χρόνια και 11 μήνες οπότε αποφασίζει να εγκατασταθεί στη περιοχή των ομαλών στους πρόποδες του Αίνου και να ιδρύσει ένα μοναστήρι. Εκεί αρχίζουν να συρρέουν οι πιστοί για να ακούσουν τη διδασκαλία του.
Στη περιοχή των Ομαλών υπήρχε ένα ερημοκλήσι αφιερωμένο στην κοίμηση της Θεοτόκου το οποίο παραχώρησε στον Άγιο Γεράσιμο μαζί με τα γύρω κτήματα, ο ιερέας της περιοχής Γεώργιος Βάλσαμος το 1561.
Ο Άγιος ιδρύει μοναστήρι με το όνομα Νέα Ιερουσαλήμ με την άδεια και την ευλογία του επίσκοπου του νησιού Παχώμιου Μακρή. Από τότε η φήμη του εξαπλώνεται σε όλο το χριστιανικό κόσμο. Μετά από αίτηση του το πατριαρχείο θέτει η μονή υπό την υψηλή του προστασία.
Ο Άγιος Γεράσιμος κοιμήθηκε στις 15 Αυγούστου την ίδια μέρα με την αγαπημένη του Παναγία. Στις τελευταίες του στιγμές στην επίγεια ζωή του ήταν κοντά του όπως αναφέρει η παράδοση, ο πατέρας Ιωαννίκιος, ο πατέρας Γερμανός και η ηγουμένη Λαυρεντία. Οι ιερείς ντύνουν τον άγιο με τα άμφια τα οποία φέρει μέχρι σήμερα και μετά από κατανυχτική εξόδιο ακολουθία στην οποία χοροστάτησε ο Επίσκοπος Κεφαλληνίας Φιλόθεος ο Λοβέρδος, ενταφιάζουν το σώμα του Άγιου Γεράσιμου δίπλα και μέσα στον νότιο τοίχο του Ναού.
Η πρώτη ανακομιδή του σώματος του Αγίου Γεράσιμου έγινε 2 χρόνια και 2 μήνες μετά την κοίμηση του, στις 20 Οκτωβρίου του 1581. Οι Ενετοί όμως θορυβημένοι από την αφθαρσία του σώματος του ζήτησαν να ταφεί ξανά ώστε να συμπληρωθούν τα 3 χρόνια. Η δεύτερη ανακομιδή του σώματος γίνεται μετά από 6 μήνες και το αποτέλεσμα είναι το ίδιο.
Γι αυτό το λόγο θεσπίστηκε η κυριώνυμος εορτή του Άγιου Γεράσιμου στις 20 Οκτωβρίου και όχι στις 15 Αυγούστου. Αργότερα όμως οι χριστιανοί γιόρταζαν τη μνήμη του και στην κοίμηση της Θεοτόκου όχι όμως στις 15 για να μην επισκιαστεί η κοίμηση της Παναγίας, αλλά στις 16 Αυγούστου. Η ανακήρυξη της αγιότητας του οσίου Γερασίμου έγινε το 1622. Ο Άγιος Γεράσιμος ονομάστηκε νέος ασκητής για να τον ξεχωρίζουν από τον άγιο Γεράσιμο τον Ιορδανίτη.
Νίκος Καββαδίας ο Έλληνας ποιητής, πεζογράφος, μεταφραστής αλλά και ναυτικός
Νίκος Καββαδίας
ο Έλληνας ποιητής, πεζογράφος, μεταφραστής αλλά και ναυτικός
Νίκος Καββαδίας, ήταν Έλληνας ποιητής, πεζογράφος, μεταφραστής και ναυτικός. (11 Ιανουαρίου 1910 - 10 Φεβρουαρίου 1975)
Ο Νίκος Καββαδίας γεννήθηκε στις 11 Ιανουαρίου 1910 στο Νίκολσκ Ουσουρίσκι (Nikolsk-Ussuriysky), μια επαρχιακή πόλη της περιοχής του Βλαδιβοστόκ στη Ρωσία, από γονείς Κεφαλονίτες, το Χαρίλαο Καββαδία και τη Δωροθέα Αγγελάτου της γνωστής οικογένειας εφοπλιστών της Κεφαλονιάς. Σ’ αυτή τη μικρή Ρωσική πόλη, γεννιούνται και άλλα δυο παιδιά: η Τζένια (Ευγενία) κι ο Μήκιας (Δημήτρης). Ο πατέρας Χαρίλαος Καββαδίας διατηρούσε γραφείο γενικού εμπορίου διακινώντας μεγάλες ποσότητες εμπορευμάτων με κύριο πελάτη τον τσαρικό στρατό.
Το 1914, με το ξέσπασμα του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, η οικογένεια έρχεται στην Ελλάδα κι εγκαθίσταται στο Αργοστόλι, ενώ ο πατέρας επιστρέφει στις επιχειρήσεις του στη Ρωσία, όπου καταστρέφεται οικονομικά. Το 1917, κατά τη διάρκεια της Οκτωβριανής Επανάστασης, φυλακίζεται. Γυρίζει και πάλι στην Ελλάδα το 1921, τσακισμένος και ανίκανος να προσαρμοσθεί στην ελληνική πραγματικότητα.
Μετά το Αργοστόλι, η οικογένεια εγκαθίσταται στον Πειραιά. Ο Καββαδίας πηγαίνει στο Δημοτικό κι είναι συμμαθητής με το Γιάννη Τσαρούχη και τον Παπά-Γιώργη Πυρουνάκη. Διαβάζει Ιούλιο Βερν και διάφορα βιβλία περιπέτειας. Στο Γυμνάσιο γνωρίζεται με το συγγραφέα και ιατρό του Πολεμικού Ναυτικού Παύλο Νιρβάνα. Δεκαοκτώ ετών, αρχίζει να δημοσιεύει ποιήματα στο περιοδικό της Μεγάλης Ελληνικής Εγκυκλοπαίδειας με το ψευδώνυμο Πέτρος Βαλχάλας και εκδίδει ο ίδιος το σατυρικό φυλλάδιο "Σχολικός Σάτυρος", γράφοντας ποιήματα για τους συμμαθητές του. Το πρώτο ποίημά του δημοσιεύεται στην εφημερίδα "Σημαία" με τίτλο "Ο Θάνατος της Παιδούλας". Κατά τον Δ. Νικορέτζο (στο έργο του "Νίκος Καββαδίας, ο τελευταίος αμαρτωλός"), πρώτο του ποίημα ήταν άλλο ("Ο Πόθος") στο περιοδικό της "Μεγάλης Ελληνικής Εγκυκλοπαίδειας"
Τελειώνοντας το Γυμνάσιο, δίνει εξετάσεις στην Ιατρική Σχολή. Όμως την ίδια περίοδο πεθαίνει ο πατέρας του (Οκτώβριος 1929) και αναγκάζεται να εργαστεί σε ναυτικό γραφείο. Συνεχίζει όμως να συνεργάζεται με διάφορα φιλολογικά περιοδικά, όπως "Ο Διανοούμενος". Το Νοέμβριο του 1928, ο Καββαδίας βγάζει ναυτικό φυλλάδιο και μπαρκάρει ως "ναυτόπαις" τον επόμενο χρόνο στο φορτηγό "Άγιος Νικόλαος", μαζί με το μικρότερο αδελφό του Αργύρη, που είχε γεννηθεί στην Ελλάδα το 1915. Το 1931 το περιοδικό "Ναυτική Ελλάς" δημοσιεύει το έργο του Ν. Καββαδία, "Τραγούδια". Την επόμενη χρονιά ο ποιητής ξεκινά να δημοσιεύει τις ταξιδιωτικές του εντυπώσεις στην εφημερίδα "Πειραϊκόν Βήμα", μαζί με το μυθιστόρημά του (σε συνέχειες) "Η Απίστευτη Περιπέτεια του Λοστρόμου Νακαχαναμόκο", όμως η εφημερίδα διακόπτει την έκδοσή της και το πόνημά του μένει ημιτελές.
Το 1933, η οικογένεια μετακομίζει από τον Πειραιά στην Αθήνα. Το σπίτι της γίνεται τόπος συγκέντρωσης λογοτεχνών, ζωγράφων και ποιητών. Ο Καββαδίας την εποχή εκείνη περιγράφεται ως ένας λιγομίλητος απλός άνθρωπος, ατημέλητος, χαριτωμένος, εγκάρδιος, με ανεξάντλητο χιούμορ, αγαπητός στους πάντες. Τον Ιούνιο του 1933 κυκλοφορεί η πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο "Μαραμπού" (από τις εκδόσεις "Κύκλος" σε 245 αντίτυπα) που του χαρίζει το προσωνύμιο που θα τον συνοδεύει έως το τέλος της ζωής του. Γίνεται δεκτή (η ποιητική του συλλογή) με πολύ ευνοϊκές κριτικές, πιο χαρακτηριστική εκ των οποίων ήταν εκείνη του Φώτου Πολίτη στην εφημερίδα "Πρωία". Το 1938 η "Νέα Εστία" δημοσιεύει τα ποιήματά του, ενώ ο ίδιος στρατεύεται και υπηρετεί στην Ξάνθη με την ειδικότητα του ημιονηγού. Το 1939 παίρνει το δίπλωμα του ραδιοτηλεγραφητή κατωτέρας τάξεως. Στον πόλεμο του ’40 φεύγει για την Αλβανία, όπου υπηρετεί αρχικά ως ημιονηγός τραυματιοφορέας και αργότερα, λόγω της ειδικότητάς που είχε ως ασυρματιστής, χρησιμοποιείται στο σταθμό υποκλοπής της ΙΙΙ Μεραρχίας. Στο περιοδικό "Λόγχη" δημοσιεύει το πεζογράφημά του "Στο Άλογό μου". Με τη συνθηκολόγηση του ελληνικού στρατού επιστρέφει πεζή στην Αθήνα.
Στη διάρκεια της Κατοχής, ο Καββαδίας περνάει στις γραμμές της Εθνικής Αντίστασης και γίνεται μέλος του ΕΑΜ. Την ίδια ακριβώς περίοδο γίνεται και μέλος του ΚΚΕ. Εντάσσεται, επιπλέον, στην Εταιρεία Ελλήνων Λογοτεχνών, παρά το γεγονός ότι είχε τυπώσει τότε μόνο ένα βιβλίο, το Μαραμπού, ενώ το όριο ήταν τα τρία βιβλία. Είναι όμως ενεργός λογοτεχνικά, γράφοντας ποιήματα, ορισμένα εξ αυτών αντιστασιακά, με πιο χαρακτηριστικό το ποίημα "Στον τάφο του ΕΠΟΝίτη" και "Αθήνα 1943", με το ψευδώνυμο Α. Ταπεινός, στο περιοδικό "Πρωτοπόροι". Το 1944 μεταφράζει μαζί με τον Βασίλη Νικολόπουλο, το έργο του Ευγενίου Ονήλ "Το Ταξίδι του Γυρισμού". Στις αρχές του 1945 γίνεται επικεφαλής του ΕΑΜ Λογοτεχνών-Ποιητών, θέση την οποία παραχωρεί στις 6 Οκτώβρη του ίδιου έτους στον Νικηφόρο Βρεττάκο, εξαιτίας της αναχώρησής του από την Ελλάδα με το πλοίο "Κορινθία". Η ασφάλεια τού έδωσε άδεια, καθώς θεωρείτο ανενεργός κομμουνιστής. Το περιοδικό "Ελεύθερα Γράμματα" δημοσιεύει τα ποιήματά του "Αντίσταση" και "Federico Garcia Lorca", ενώ κυκλοφορεί και η μετάφραση του έργου του Αμερικανού ποιητή Φορντ Μάντοξ με τίτλο "Τα Παλιά Σπίτια της Φλάντρας". Τον Ιανουάριο του 1947 οι εκδόσεις Θ. Καραβία κυκλοφορούν τη δεύτερη ποιητική συλλογή του Ν. Καββαδία, με τίτλο "Πούσι", ενώ επανεκδίδεται και το "Μαραμπού".
Από το 1954 μέχρι και το 1974, ταξιδεύει διαρκώς με πολύ μικρά διαλείμματα. Μέσα στη χρονική αυτή περίοδο, τα πιο σημαντικά γεγονότα στη ζωή του ποιητή αφορούν το θάνατο του πιο μικρού του αδερφού, Αργύρη, το 1957, την κυκλοφορία της «Βάρδιας» στα γαλλικά το 1959, την επανέκδοση του «Μαραμπού» και του «Πούσι» το 1961 από τις εκδόσεις Γαλαξίας, το θάνατο της μητέρας του το 1965 και τη γέννηση του Φίλιππου το 1966, γιου της ανιψιάς του Έλγκας.
Κατά τη διάρκεια των ταξιδιών του, και συγκεκριμένα το 1954, συνέβη το εξής περιστατικό: Ενώ ο ποιητής εργαζόταν σε "ποστάλι" (καράβι μικρών αποστάσεων, επιβατηγό), ταξίδεψε με το καράβι του ο Γιώργος Σεφέρης. Τόσο κατά την τυπική υποδοχή των ταξιδιωτών, όσο και κατά τη διάρκεια του ταξιδιού, ο Σεφέρης δεν μπήκε καν στη διαδικασία να χαιρετίσει τον Καββαδία. Το γεγονός πίκρανε ιδιαίτερα τον Καββαδία, που θεωρούσε ότι η λογοτεχνική γενιά του '30, στην οποία ανήκε και ο ίδιος, τον υποτιμούσε.
Το 1975, στην Αθήνα, στην κλινική «Άγιοι Απόστολοι», αφήνει την τελευταία του πνοή ύστερα από εγκεφαλικό επεισόδιο. Κηδεύτηκε στο Α΄ Νεκροταφείο Αθηνών, παρουσία πολλών ανθρώπων των γραμμάτων και της τέχνης.
Καταξίωση
Η μεγάλη αναγνώριση του έργου του Ν. Καββαδία ήρθε μετά θάνατο. Ποήματά του μελοποίησαν οι Θάνος Μικρούτσικος ('Ο Σταυρός του Νότου'), Γιάννης Σπανός, αδελφοί Κατσιμίχα, Δημ. Ζερβουδάκης κ.α.
Εργογραφία
Ποίηση
Μαραμπού (1933)
Πούσι (1947) και το 2015 από τις εκδόσεις Άγρα.
Τραβέρσο (1975)
Το ημερολόγιο ενός τιμονιέρη: Αθησαύριστα πεζογραφήματα και ποιήματα, επιμέλεια Guy (Michel) Saunier. Αθήνα: Άγρα, 2005
Το ποίημα Αντίσταση αφιερωμένο από τον ποιητή στη Μέλπω Αξιώτη, πρωτοδημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Ελεύθερα Γράμματα» (τεύχος 14 – 10 Αυγούστου 1945), και συμπεριλήφθηκε στην ανθολογία «Τραγούδια της Αντίστασης» που επιμελήθηκε η Φούλα Χατζιδάκη και κυκλοφόρησε τον Οκτώβρη του 1951 από το «Εκδοτικό Νέα Ελλάδα». Βρίσκεται στο βιβλίο «ΜΕΛΠΩ ΑΞΙΩΤΗ, ΠΟΙΗΜΑΤΑ» (2001, ΚΕΔΡΟΣ).
Πεζογραφία
Βάρδια (1954)
Λι (1987)
Του πολέμου/Στ' άλογό μου (1987)
Το μικρό πεζό "Λι" γυρίστηκε σε κινηματογραφική ταινία το 1995 με τίτλο "Between the devil and the deep blue sea". Το διήγημα του Νίκου Καββαδία "Του πολέμου", που εξιστορεί την φιλοξενία ενός Έλληνα στρατιώτη από έναν Αρβανίτη κατά την διάρκεια του Ελληνοϊταλικού πολέμου, γυρίστηκε σε ταινία και σε σκηνοθεσία του Χρήστου Παληγιαννόπουλου.
Αγκάθα Κρίστι, ήταν Αγγλίδα συγγραφέας αστυνομικών μυθιστορημάτων
Αγκάθα Κρίστι
Η Αγκάθα Μαίρη Κλαρίσσα Μίλερ, Λαίδη Μάλλοουαν, γνωστή κυρίως με το όνομα Αγκάθα Κρίστι (Agatha Christie), ήταν Αγγλίδα συγγραφέας αστυνομικών μυθιστορημάτων. (Agatha Mary Clarissa Miller, Lady Mallowan, 15 Σεπτεμβρίου 1890 - 12 Ιανουαρίου 1976)
Έγραψε επίσης ρομαντικά μυθιστορήματα με το ψευδώνυμο Μαίρη Γουέστμακοτ (Mary Westmacott) και 15 συλλογές διηγημάτων, αλλά είναι γνωστή κυρίως για τα 80 αστυνομικά της μυθιστορήματα.
Η δουλειά της στα μυθιστορήματα αυτά, στα οποία πρωταγωνιστούν οι ντετέκτιβ Ηρακλής Πουαρό και Μις Τζέιν Μαρπλ, της έδωσε τον τίτλο της «Βασίλισσας του Εγκλήματος» και την έκανε έναν από τους πιο σημαντικούς συγγραφείς στην εξέλιξη του λογοτεχνικού αυτού ρεύματος.
Γεννήθηκε στο Ντέβον και μεγάλωσε στο Άσφιλντ. Πριν ασχοληθεί με τη συγγραφή βιβλίων, εργάστηκε ως βοηθός φαρμακοποιού στην αεροπορία, την περίοδο του Α΄ Παγκοσμίου πολέμου. Ίσως και για αυτό σε πολλά μυθιστορήματά της, τα δηλητήρια είχαν και εξέχουσα θέση στην πλοκή.
Παρόλο που οι Πουαρό και Μαρπλ είναι από τους πιο γνωστούς φανταστικούς ντετέκτιβ που επινόησε η Κρίστι, υπήρξαν κι άλλοι παρόμοιοι, όπως το ζευγάρι Τόμι και Τούπενς, οι οποίοι, αντιθέτως με τους υπόλοιπούς της ντετέκτιβ, τους αγγίζει ο χρόνος κατά την πάροδο των χρόνων. Από τα πιο γνωστά τους μυθιστορήματα είναι η πρώτη τους εμφάνιση στο Σύντροφοι στο Έγκλημα και Οι Άγγελοι δεν Φλυαρούν.
Άλλοι ντετέκτιβ της Κρίστι, όπως ο Πάρκερ Πάιν και ο κύριος Χάρλεϊ Κουττίν, εμφανίστηκαν σε σύντομες ιστορίες, αλλά υπόλοιποι, όπως ο αρχιεπιθεωρητής Τζαπ και η Αριάδνη Όλιβερ, συνόδευαν τους Πουαρό και Μαρπλ στα μυθιστορήματά τους. Το 1975 σκότωσε τους δύο αγαπημένους της ήρωες, τον Ηρακλή Πουαρό στο μυθιστόρημα Αυλαία και τη Μις Μαρπλ στο Sleeping Murder. Το τελευταίο της μυθιστόρημα με πρωταγωνιστές το ζεύγος Μπέρεσφορντ είχε τον τίτλο "Postern of Fate" και το έγραψε στα τέλη του 1973.
Εκτιμάται ότι τα βιβλία της έχουν πουλήσει 1 δισεκατομμύριο αντίτυπα στα αγγλικά, και ένα ακόμη δισεκατομμύριο σε 103 άλλες γλώσσες.
Από τις σκηνικές επιτυχίες της Αγκάθα Κρίστι μεγαλύτερη είναι The Mousetrap (Η ποντικοπαγίδα), που παίζεται στο Λονδίνο από το 1952 μέχρι σήμερα (2012) και η θεατρική προσαρμογή του Ten Little Niggers (Δέκα μικροί νέγροι) ― ελλην. μετάφρ. Κωστής Λειβαδέας, "ΔΩΔΩΝΗ"
Τα περισσότερα από τα βιβλία της έχουν μεταφερθεί στον κινηματογράφο (μερικά μάλιστα πολλές φορές, όπως το Έγκλημα στο Οριάν Εξπρές και το Έγκλημα στον Νείλο). Επίσης πολλά έχουν μεταφερθεί στην τηλεόραση, στο ράδιο και έχουν εμπνεύσει ηλεκτρονικά παιχνίδια και κόμικς.
Το 2007, ο Άγγλος συγγραφέας Μπράιαν Άλντις (Brian Aldiss) είπε ότι η Αγκάθα Κρίστι του είχε πει ότι έγραφε τα βιβλία της μέχρι το τελευταίο κεφάλαιο και μετά αποφάσιζε ποιος χαρακτήρας ήταν λιγότερο πιθανό να εκληφθεί ως ύποπτος. Ακολούθως έκανε τις απαραίτητες αλλαγές στο κείμενο για να «ενοχοποιήσει» το χαρακτήρα αυτό.
Περισσότερα Άρθρα...
- Ζαν Ρενουάρ, ήταν Γάλλος σκηνοθέτης του κινηματογράφου
- Δήμος Σταρένιος ήταν Έλληνας ηθοποιός του κινηματογράφου και του θεάτρου
- Μανουήλ Χρυσολωράς, ήταν από τους κυριότερους συγγραφείς και πρωτεργάτες της εισαγωγής της ελληνικής παιδείας και γραμματείας στη δυτική Ευρώπη κατά τα τελευταία έτη ζωής της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας
- Έριχ Μέντελσον, ήταν Γερμανός αρχιτέκτονας που έζησε στα τέλη του 19ου αιώνα και στις αρχές του 20ου