Άρθρα
Τζίμης Πανούσης, ήταν Έλληνας τραγουδοποιός και ηθοποιός, γνωστός για τη σάτιρα και τον καυστικό και αθυρόστομο στίχο του
Τζίμης Πανούσης
Ο Τζίμης Πανούσης, ήταν Έλληνας τραγουδοποιός και ηθοποιός, γνωστός για τη σάτιρα και τον καυστικό και αθυρόστομο στίχο του.
Γεννήθηκε στις 12 Φεβρουαρίου 1954 από Μικρασιάτες πρόσφυγες γονείς - τον Θεόδωρο και τη Φωτεινή - στην Αθήνα και μεγάλωσε στο Χολαργό. Το 1973 βρήκε από αγγελία δουλειά σε περιοδεύοντα θίασο. Στη συνέχεια εγκατέλειψε το θίασο για να δουλέψει ως υπάλληλος στην Εθνική Τράπεζα από την οποία παραιτήθηκε σε σύντομο χρονικό διάστημα.
Μουσική διαδρομή
Μουσικές Ταξιαρχίες
Μουσικά δήλωνε αυτοδίδακτος και έπαιζε λίγο απ' όλα. Πρώτες προσπάθειες στο χώρο της μουσικής έγιναν με το σχήμα "Χαρούμενη Κουδουνίστρα" όταν ακόμα ήταν στο γυμνάσιο. Στο β΄ μισό της δεκαετίας του 1970 σχημάτισε το συγκρότημα Μουσικές Ταξιαρχίες, στο οποίο ανέλαβε τα φωνητικά, τους στίχους και τη μουσική και πλαισιώθηκε από τους Γιάννη Δρόλαπα (ηλεκτρική κιθάρα), Βαγγέλη Βέκιο (τύμπανα), Δημήτρη Δασκαλοθανάση (μπάσο) και Σπύρο Πάζιο (κιθάρα, synthesizer, έγχορδα), ενώ στη συνέχεια προστέθηκε στη σύνθεση του συγκροτήματος και ο Βαγγέλης Σβάρνας (σαξόφωνο).
Η πρώτη τους εμφάνιση σε κοινό έγινε το 1980 στο "Skylab" στην Πλάκα, ενώ η πρώτη τους δισκογραφική δουλειά είναι ο δίσκος Μουσικές Ταξιαρχίες που κυκλοφόρησε από τη MINOS-EMI το 1982. Νωρίτερα (το 1980) είχε κυκλοφορήσει μία ανεξάρτητη παραγωγή σε κασέτα, το "Disco Tsoutsouni".
Ακολούθησε το 1984 ο δίσκος Αν η Γιαγιά μου είχε Ρουλεμάν - μερικοί στίχοι του οποίου λογοκρίθηκαν - και το επόμενο έτος το Hard Core (ζωντανή ηχογράφηση). Νωρίτερα, το 1983, οι Μουσικές Ταξιαρχίες καμουφλάρονται κάτω από το όνομα Alamana's Bridge (= Γέφυρα της Αλαμάνας) και συμμετέχουν στο δίσκο-συλλογή ελληνικού ροκ Made in Greece Vol.1, παρά τις αντιρρήσεις της τότε δισκογραφικής τους εταιρείας. Από τον επόμενο δίσκο "Κάγκελα Παντού" (1986) ο Πανούσης αποφάσισε να συνεχίσει μόνος του.
Σόλο καριέρα
Το 1987 κυκλοφορεί ο τελευταίος δίσκος από την MINOS-EMI "Χημεία και Τέρατα". Οι επόμενοι δύο δίσκοι "Δουλειές του Κεφαλιού" / The Greatest Kitsch Live! (1990) και "Ο Ρομπέν των Χαζών" (ζωντανή ηχογράφηση, 1992) κυκλοφορούν από την Music Box International, ενώ το "Vivere Pericolosamente" από την Warner το 1993. Η επόμενη δισκογραφική του δουλειά κυκλοφόρησε εφτά χρόνια μετά, το 2000, με τίτλο "Με Λένε Πόπη" (ζωντανή ηχογράφηση). Κυκλοφόρησε επίσης μαζί με το περιοδικό Μετρό το 2002 το ολιγόλεπτο CD "Δείγμα Δωρεάν" με ακυκλοφόρητα τραγούδια από τις τελευταίες παραστάσεις του.
Στις 20 Γενάρη του 2009 κυκλοφόρησε ένα διπλό DVD με ζωντανή κινηματογράφηση της παράστασης "Της Πατρίδας μου η Σημαία", που δόθηκε το 2008 στο Γυάλινο Μουσικό Θέατρο.
Την άνοιξη του 2015 οι Μουσικές Ταξιαρχίες επανενώθηκαν για μια σειρά εμφανίσεων στο Κύτταρο μετά από 30 χρόνια απουσίας.
Άλλες δραστηριότητες
Πέρα από τη μουσική o Τζίμης Πανούσης είχε ασχοληθεί κατά καιρούς με το ραδιόφωνο, την τηλεόραση και λιγότερο με τον κινηματογράφο. Είχε μια δεκαπεντάχρονη ιστορία σαν ραδιοφωνικός παραγωγός στους ραδιοσταθμούς Top FM, Κανάλι 15, Ωχ FM, Flash 9.65, 88 μισό Θεσσαλονίκης, ΣΚΑΪ 100.3FM, City FM 99.5. Η τηλεοπτική εκπομπή του Κορίτσια ο Τζίμης που επρόκειτο να μεταδοθεί από την τότε ΕΤ2 το 1995 τελικά «κόπηκε», ωστόσο στιγμιότυπά της έχουν κατά καιρούς παρουσιάσει κατά τη διάρκεια τηλεοπτικών συνεντεύξεών του. Είχε εμφανιστεί έκτακτα σε τηλεοπτικές σειρές όπως οι Δέκα Μικροί Μήτσοι του Λάκη Λαζόπουλου. Στον κινηματογράφο, είχε πρωταγωνιστήσει στην ταινία Ο δράκουλας των Εξαρχείων (1981) του Νίκου Ζερβού μαζί με τις υπόλοιπες Μουσικές Ταξιαρχίες και είχε εμφανιστεί ως γκεστ σταρ στις ταινίες Ηνίοχος (1995) του Αλέξη Δαμιανού, Προστάτης Οικογένειας (1997) του Νίκου Περάκη και Safe Sex (1999) των Μ. Ρέππα - Θ. Παπαθανασίου.
Έχουν εκδοθεί έξι βιβλία του Πανούση, κυρίως βασισμένα στις ραδιοφωνικές του εκπομπές. Πρώτο ήταν το Η Ζάλη των Τάξεων (Γνώσεις, 1989) που περιέχει 40 ιστορίες ραδιοφωνικής φαντασίας που ακούστηκαν από την εκπομπή "Δούρειος Ήχος" στον Top FM την περίοδο 1988-89, ακολούθησαν τα Πικρέ, Μικρέ Μου Αράπη (Opera, 1990) που είναι μια σαπουνόπερα 22 επεισοδίων που ακούστηκε από τον "Δούρειο Ήχο" το καλοκαίρι του 1989 και Το Κυνήγι της Γκόμενας (Opera, 1992) που αποτελείται από 30 σύντομες γυναικείες βιογραφίες.
Το 1996 κυκλοφόρησε το Υγιεινή Διαστροφή (Opera), για τα 20 χρόνια της παρουσίας του, που συμπεριλαμβάνει την έκδοση σε CD του Disco Tsoutsouni και περιέχει το σύνολο των στίχων των τραγουδιών του μέχρι τότε καθώς και συνεντεύξεις, γκάλοπ κ.α.Τον Ιανουάριο του 2002 παρουσίασε στο περιοδικό ΜΕΤΡΟ τον "εναλλακτικό Καζαμία 2002" με τον τίτλο "Μωρόν λαβέ" ντυμένος με μαντήλα τύπου Παλαιάς Διαθήκης κρατώντας κούκλα βρέφους, τυλιγμένο με την αστερόεσσα. Στο ίδιο το αφιέρωμα φέρεται και με στολή του Άη Βασίλη με εξάρτυση Αφγανού τρομοκράτη ν΄ αναφωνεί το σύνθημα για την Καμπούλ: "Μπόμπα - τσόντα και καμπάνα" αποκαλώντας την ισλαμική μαντήλα μπούργκα "παραδοσιακό ταλιμπανιστήρι".
To 2005 κυκλοφόρησαν ταυτόχρονα ακόμα δύο βιβλία του από τις εκδόσεις Opera με τίτλους Μικροαστική Καταστροφή και Πούστευε και Μη Ερεύνα, ενώ το 2010 κυκλοφόρησε το πολύτομο έργο "Ο Στάλιν σκέφτεται για σένα στο Κρεμλίνο".Το 2011 παρουσίαζε καθημερινή ημίωρη ραδιοφωνική εκπομπή σατιρίζοντας πολιτικά γεγονότα με τον τίτλο "Δούρειος ήχος", με εναρκτήρια ατάκα "Αμερικανοτσολιάδες, ελβετόψυχοι, αλήτες, ρουφιάνοι, δημοσιογράφοι, ελεύθεροι πολιορκημένοι επαγγελματίες ήλθεν η ώραν σας" - "Αβάντι πόμολο !" (με μουσική υπόκρουση το "Αβάντι Πόπολο").
Δικαστικές διαμάχες
Η ιδεολογική στάση του Πανούση και η καυστική του σάτιρα τον είχε φέρει αρκετές φορές αντιμέτωπο με το δικαστήριο, αρχής γενομένης από το 1980, με μία κατηγορία από το Πλημμελειοδικείο Καρδίτσας για περιύβριση αρχής. Ακολούθησαν αρκετές δίκες με κύρια κατηγορία την αθυροστομία του Τζίμη αλλά και τον καυστικό του στίχο που έθιγε άμεσα και έμμεσα πρόσωπα και καταστάσεις. Κατά την περίοδο πριν την κατάργηση της λογοκρισίας (περίπου το 1984) από τους δίσκους των Μουσικών Ταξιαρχιών λογοκρίνονταν λέξεις που "προσέβαλαν τη δημόσια αιδώ". Με το δίσκο Δουλειές του Κεφαλιού κατηγορήθηκε για περιύβριση εθνικού συμβόλου αφού στο εξώφυλλο του δίσκου εικονιζόταν να ανοίγει τρύπες σε ελληνικές σημαίες. Για αυτές τις κατηγορίες αθωώθηκε.
Το 1997 μηνύθηκε για συκοφαντική δυσφήμηση από τον Γιώργο Νταλάρα τον οποίο ο Τζίμης Πανούσης περιέπαιζε κατά τη διάρκεια παραστάσεών εικονίζοντας τον να βγάζει λεφτά από το στόμα του, σατιρίζοντας τις πολύ μεγάλες συναυλίες του Νταλάρα στο εξωτερικό, σχετικά με το εθνικό ζήτημα της Κύπρου. Ο Γιώργος Νταλάρας κατέθεσε ασφαλιστικά μέτρα εναντίον του, που ίσχυσαν μέχρι την εκδίκαση της υπόθεσης, και απαίτησε από τον Πανούση να σταματήσει να χρησιμοποιεί τη φωνή και την εικόνα του στις παραστάσεις του, με πρόστιμο αν το έκανε ενός εκατομμυρίου δραχμών για κάθε αναφορά. Αργότερα ζήτησε ποσό αποζημίωσης εκατό εκατομμυρίων δραχμών για ηθική βλάβη αλλά τελικά η υπόθεση έληξε με καταδίκη του Πανούση σε φυλάκιση πέντε μηνών με αναστολή από το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών. Ο Πανούσης στις 27 Μαΐου 1999 κατέθεσε έφεση η οποία απορρίφθηκε από το εφετείο Αθηνών στις 21 Δεκέμβρη του 2000. Η απόφαση επικυρώθηκε ξανά από το Τριμελές Εφετείο Αθηνών το Μάη του 2002 και τελεσίδικα τον Απρίλη του 2004 από τον Άρειο Πάγο. Ο Πανούσης πάντως συνέχισε να αναφέρεται δημόσια στον Νταλάρα χωρίς να τον ονομάζει αλλά αποκαλώντας τον «ακατονόμαστο».
Ένα εξώφυλλο στο περιοδικό Κλικ το 1999 πού έδειχνε τον Τζίμη ντυμένο αρχιεπίσκοπο να δαγκώνει ένα μήλο κρατώντας την κιθάρα του ήταν η αιτία για την κατηγορία αυτού και των εκδοτών του περιοδικού για καθύβριση θρησκεύματος. Οι κατηγορούμενοι κρίθηκαν ομόφωνα αθώοι από το ακροατήριο. Μια από τις πιο γνωστές κατηγορίες που αντιμετώπισε ο Πανούσης και αναπαράχθηκε από τα ΜΜΕ (όπως και αυτή με τον Νταλάρα) ήταν η κατηγορία για προσβολή εθνικού συμβόλου, αιτία της οποίας αυτή τη φορά ήταν η αφίσα της παράστασης Της Πατρίδας μου η Σημαία η οποία έδειχνε ένα περίγραμμα ελληνικής σημαίας (στη πραγματικότητα τεμάχιο πανιού με εναλλασσόμενες λευκές και μπλε λωρίδες με ένα σφυροδρέπανο στη θέση του σταυρού). Μετά την αυτόφωρη σύλληψη του και τη δήλωση του "εγώ τον σκότωσα, εγώ!" αρχικά καταδικάστηκε σε εξαγοράσιμη ποινή τεσσάρων μηνών φυλάκισης αλλά τελικά αθωώθηκε δευτεροδίκως από το 5ο Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών.
Στις αρχές του 2005 ο Πανούσης καταδικάστηκε, ερήμην, από το πρωτοδικείο Πάτρας για εξύβριση αστυνομικού επειδή κατά τη διάρκεια παράστασής του στην πόλη έκανε τηλεφωνική φάρσα σε συνταξιούχο αστυνομικό. Ο καλλιτέχνης έχει ασκήσει έφεση η οποία εκκρεμεί. Η υπόθεση εκδικάστηκε τελικά στις 8 Γενάρη του 2008 ενώ ακόμα εκκρεμεί και αγωγή η οποία έχει καταθέσει ο συνταξιούχος.
Κατηγορίες για αντισημιτισμό
Ο Πανούσης είχε κατηγορηθεί από το ΚΙΣ για εκφράσεις αντισημιτικών απόψεων συνήθως σχετικά με τις θέσεις του περί την σύρραξη Ισραήλ - Παλαιστίνης. Κατά τη διάρκεια τις εκπομπής του Δούρειος Ήχος στο σταθμό City 99,5 το 2009, δήλωσε κατά τ' άλλα «Εβραίοι – Γουρούνια – Δολοφόνοι κακή σας μέρα, κακό ψόφο να ‘χετε», και «ελέγχουν οι Εβραίοι όλες τις τράπεζες της αμερικανικής αυτοκρατορίας, ελέγχουν όλο το Showbiz που είναι σε επιδέξια εβραϊκά χέρια», παραπέμποντας ταυτόχρονα στον πόλεμο στη Γάζα.
Το 2013, Ελληνικές εβραϊκές κοινότητες ενοχλήθηκαν από τη χρήση ενός συμβόλου στην αφίσα του Πανούση για την παράσταση Troika Club, που απεικόνισε το αστέρι του Δαβίδ μπλεγμένο με μια σβάστικα (το εν λόγω σύμβολο χρησιμοποιείται από την σέχτα των ραελιστών («Raelists» στα αγγλικά)). Σε σχέση με αυτό το σύμβολο έχει κάνει δηλώσεις για την ισραηλιτική πολιτική, χρησιμοποιώντας την λέξη "εβραιοναζί".
Προσωπική ζωή
Είχε έναν γιο τον Άρη (γεν. 1990) από τον πρώτο γάμο του με τη Λιλή (Βασιλική) Αχλαδιώτη, και μια κόρη τη Φωτεινή (γεν. 2009) από το δεύτερο γάμο του με την Αθηνά Αϊδίνη. Αργά το βράδυ της 1ης Δεκεμβρίου 2017 αισθάνθηκε έντονη αδιαθεσία ενώ βρισκόταν στη σκηνή του «Κυττάρου» λίγο πριν το τέλος της παράστασής του «Όλοι οι χαζοί μπορούμε» και ενώ ερμήνευε το τραγούδι «Σουζάνα». Διακομίσθηκε άμεσα στο νοσοκομείο Ελπίς όπου έγινε γνωστό πως είχε υποστεί κρίση κολπικής μαρμαρυγής. Λίγες ημέρες αργότερα, στις 11 Δεκεμβρίου 2017 υπεβλήθη σε αγγειοπλαστική επέμβαση.
Πέθανε στις 13 Ιανουαρίου 2018 όταν ευρισκόμενος στο σπίτι του υπέστη καρδιακή ανακοπή (έμφραγμα). Μεταφέρθηκε εσπευσμένα με ασθενοφόρο στον Ερυθρό Σταυρό, όπου παρά τις προσπάθειες ανάνηψης δεν κατάφερε να επανέλθει.
Βιβλία
Η Ζάλη των Τάξεων. Εκδ. Γνώσεις. 1989. ISBN 960-7073-32-0.
Πικρέ, Μικρέ Μου Αράπη. Εκδ. Opera. 1990. ISBN 960-7073-01-0.
Το κυνήγι της γκόμενας. Εκδ. Opera. 1992. ISBN 960-7073-24-X.
Υγιεινή Διαστροφή. Εκδ. Opera. 1996.
Μικροαστική Καταστροφή. Εκδ. Opera. 2005.
Πούστευε και Μη Ερεύνα. Εκδ. Opera. 2005.
Ο Στάλιν σκέφτεται για σένα στο Κρεμλίνο. Εκδ. Opera. 2010. ISBN 978-960-8397-38.
Magic Baf. Εκδ. Opera. 2013. ISBN 960-8397-59-6.
Ιρένα Σέντλερ, ήταν κοινωνική λειτουργός από την Πολωνία και μέλος της αντίστασης κατά τη διάρκεια της ναζιστικής κατοχής της χώρας
Ιρένα Σέντλερ
ήταν κοινωνική λειτουργός από την Πολωνία και μέλος της αντίστασης,
κατά τη διάρκεια της ναζιστικής κατοχής της χώρας
Η Ιρένα Σέντλερ (Irena Sendler) (15 Φεβρουαρίου 1910 – 12 Μαϊου 2008) ήταν κοινωνική λειτουργός από την Πολωνία και μέλος της αντίστασης κατά τη διάρκεια της ναζιστικής κατοχής της χώρας. Μαζί με τους συνεργάτες της κατάφερε να βγάλει από το Γκέτο της Βαρσοβίας και να σώσει δυόμισι χιλιάδες παιδιά εβραϊκής καταγωγής. Κάποια στιγμή η δράση της έγινε γνωστή, συνελήφθη από τις ναζιστικές δυνάμεις, βασανίστηκε και καταδικάστηκε σε θάνατο αλλά κατάφερε να δραπετεύσει.
Το 1965 της απονεμήθηκε από το κράτος του Ισραήλ ο τίτλος του Δικαίου των Εθνών. Το 2007 προτάθηκε για το βραβείο Νόμπελ Ειρήνης.
Αλλά αντί αυτής, το βραβείο απονεμήθηκε στον Αλ Γκορ για την εργασία του γύρω από την παγκόσμια υπερθέρμανση.
Η Ιρένα Σέντλερ γεννήθηκε στην πόλη Otwock, κοντά στη Βαρσοβία, στις 15 Φεβρουαρίου του 1910. Ο πατέρας της, Stanislaw Krzyzanowski, ήταν γιατρός και πέθανε όταν η Ιρένα ήταν 7 χρονών, έχοντας προσβληθεί από τύφο καθώς φρόντιζε ασθενείς που έπασχαν από αυτήν την αρρώστια. Όσο ζούσε είχε βοηθήσει πολλούς άπορους ασθενείς μεταξύ των οποίων και πολλούς Εβραίους. Έτσι μετά το θάνατό του η ηγεσία της εβραϊκής κοινότητας της περιοχής προσφέρθηκε να βοηθήσει οικονομικά για την μόρφωση της Ιρένα. Η Ιρένα Σέντλερ σπούδασε πολωνική λογοτεχνία στο Πανεπιστήμιο της Βαρσοβίας, από όπου όμως εκδιώχθηκε για τρία χρόνια επειδή διαμαρτυρήθηκε για το καθεστώς διακρίσεων εις βάρος των Εβραίων φοιτητών που επικρατούσε στο εν λόγω πανεπιστήμιο (οι Εβραίοι φοιτητές ήταν υποχρεωμένοι να κάθονται σε συγκεκριμένες θέσεις στα αμφιθέατρα και στις αίθουσες). Κατά τη διάρκεια των σπουδών της έγινε μέλος του Πολωνικού Σοσιαλιστικού Κόμματος.
Λίγο πριν από το ξέσπασμα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου η Σέντλερ εγκαταστάθηκε στη Βαρσοβία και άρχισε να εργάζεται στην Κοινωνική Πρόνοια. Μετά τη γερμανική εισβολή στην Πολωνία, μαζί με συναδέλφους της βοήθησε στη διάσωση πολλών Εβραίων, εφοδιάζοντάς τους με πλαστά χαρτιά. Τον Αύγουστο του 1943 η παράνομη οργάνωση Zegota (κωδική ονομασία του Πολωνικού Συμβουλίου για τη βοήθεια προς τους Εβραίους -Polish Council to Aid Jews ) έθεσε την Ιρένα Σέντλερ επικεφαλής ενός ειδικού τμήματος της στόχος του οποίου ήταν η διάσωση των Εβραίων παιδιών.
Καθώς η Σέντλερ ήταν υπάλληλος της Πρόνοιας στην πολωνική πρωτεύουσα είχε ειδική άδεια να μπαίνει στο Γκέτο της Βαρσοβίας για να ελέγχει την κατάσταση της υγείας των εγκλείστων και γενικότερα τις συνθήκες υγιεινής που επικρατούσαν εκεί. Αφού ήρθε σε συνεννόηση με Εβραίους γονείς που ζούσαν μέσα στο Γκέτο, έβγαλε κρυφά, μαζί με τους συνεργάτες της 2.500 παιδιά Εβραίων (μόνη η Σέντλερ υπολογίζεται έβγαλε περίπου 400), τα οποία στη συνέχεια, αφού εφοδιάστηκαν με πλαστά χαρτιά και εμφανίζονταν ως χριστιανόπουλα, δόθηκαν σε πολωνικές οικογένειες ή μεταφέρθηκαν στο ορφανοτροφείο των Sisters of the Family of Mary και σε ρωμαιοκαθολικά μοναστήρια όπως στο Little Sister Servants of the Blessed Virgin Mary Conceived Immaculate. Τόσο οι οικογένειες που μεγάλωσαν αυτά τα παιδιά όσο και οι μοναχές στο ορφανοτροφείο και στα μοναστήρια γνώριζαν ότι επρόκειτο για Εβραιόπουλα και συνεργάζονταν με την οργάνωση Zegota. Για να βγάλουν η Σέντλερ και οι συνεργάτες της τα παιδιά (ανάμεσά τους και πολλά μωρά) από το Γκέτο τα έκρυβαν μέσα σε βαλίτσες, σε καλάθια, σε καρότσια τα οποία ήταν φορτωμένα και με άλλα υλικά κ.α. Για τα παιδιά αυτά η Σέντλερ και οι συνεργάτες της είχαν λίστες με τα ονόματά τους, που η Σέντλερ τα είχε είχε βάλει μέσα σε βάζα και τα είχε θάψει στον κήπο της, προκειμένου μετά τον πόλεμο να τα επιστρέψουν στους γονείς τους. Όμως τελικά σχεδόν όλοι γονείς των παιδιών αυτών εξοντώθηκαν στο Στρατόπεδο εξόντωσης της Τρεμπλίνκα.
Το 1943 η Ιρένα Σέντλερ συνελήφθη από την Γκεστάπο. Υπέστη βασανιστήρια (μεταξύ άλλων της έσπασαν τα χέρια και τα πόδια) όμως δεν αποκάλυψε τους συνεργάτες της ούτε έδωσε στοιχεία για τα παιδιά που είχαν βγάλει από το Γκέτο. Καταδικάστηκε σε θάνατο αλλά τελικά κατάφερε να δραπετεύσει, με τη βοήθεια της οργάνωσης Zegota, που δωροδόκησε τους φρουρούς της και ενώ η Σέντλερ μεταφέρονταν για να εκτελεσθεί. Αφού κρύφτηκε για ένα διάστημα επέστρεψε στη Βαρσοβία με άλλο όνομα και συνέχισε τη δράση της μέσω της Zegota. Κατά τη διάρκεια της Εξέγερσης της Βαρσοβίας ήταν νοσοκόμα σε δημόσιο νοσοκομείο όπου έκρυψε πέντε Εβραίους.
Εξαιτίας των σχέσεων που είχε στη διάρκεια της ναζιστικής κατοχής της Πολωνίας με τον πιστό στην εξόριστη πολωνική κυβέρνηση «Στρατό της Πατρίδας» (Armia Krajowa –AK), το 1948-49 φυλακίστηκε και ανακρίθηκε από την κομμουνιστική μυστική αστυνομία της Πολωνίας, Urzad Bezpieczenstwa. Μετά την απελευθέρωσή της εντάχθηκε στο Ενωμένο Εργατικό Κόμμα Πολωνίας (Polska Zjednoczona Partia Robotnicza, PZPR) όμως η σχέση της με τον Στρατό της Πατρίδας είχε ως συνέπεια να μην αναγνωριστεί η προσφορά της στην κομμουνιστική Πολωνία. Το 1965, όταν της απονεμήθηκε ο τίτλος του Δικαίου των Εθνών από το Γιαντ Βάσεμ, η κομμουνιστική κυβέρνηση της Πολωνίας δεν της επέτρεψε να ταξιδέψει στο Ισραήλ και να πάρει το βραβείο, κάτι που τελικά έγινε εφικτό σχεδόν 20 χρόνια μετά, το 1983. Στο μεταξύ η Σέντλερ είχε παραιτηθεί από το Ενωμένο Εργατικό Κόμμα Πολωνίας, μετά τα γεγονότα του Μαρτίου του 1968 στην Πολωνία και είχε εξαναγκαστεί σε προώρη συνταξιοδότηση επειδή είχε υποστηρίξει δημόσια το Ισραήλ, στον πόλεμο των Έξι Ημερών το 1967. Το 1980 εντάχθηκε στο κίνημα Αλληλεγγύη.
Πέθανε στις 12 Μαΐου του 2008 και τάφηκε στο νεκροταφείο Powazki στη Βαρσοβία.
Η Ιρένα Σέντλερ εργάστηκε ως δασκάλα και βοήθησε στην οργάνωση ορφανοτροφείων και κέντρων φροντίδας για την οικογένεια, τα παιδιά και τους ηλικιωμένους καθώς και ενός κέντρου για εκδιδόμενες γυναίκες στο Henrykow. Το 1931 παντρεύτηκε τον Mieczyslaw Sendler αλλά χώρισαν το 1947. Αργότερα παντρεύτηκε τον Stefan Zgrzembski, με τον οποίο απέκτησε τρία παιδιά. Ο δεύτερος γάμος της κράτησε μέχρι το 1959. Μετά το δεύτερο διαζύγιό της παντρεύτηκε ξανά τον πρώτο της σύζυγο Mieczyslaw Sendler.
Κάθε παιδί που σώθηκε με τη βοήθειά μου αποτελεί δικαίωση της ύπαρξής μου στη γή και όχι έναν τίτλο δόξας. (Every child saved with my help is the justification of my existence on this Earth, and not a title to glory). (Ιρένα Σέντλερ)
Κωστής Τσικλητήρας Έλληνας Ολυμπιονίκης αθλητής στίβου και ποδοσφαίρου
Κωστής Τσικλητήρας
Έλληνας Ολυμπιονίκης αθλητής, στίβου και ποδοσφαίρου
Ο Κωστής Τσικλητήρας (Πύλος, 30 Οκτωβρίου 1888 – Αθήνα, 10 Φεβρουαρίου 1913) ήταν Έλληνας αθλητής στίβου και ποδοσφαίρου, 20 φορές πρώτος πανελληνιονίκης πέντε διαφορετικών αγωνισμάτων σε διάστημα 6 χρόνων και κάτοχος πανελλήνιων ρεκόρ σε τρία στυλ άλματος. Κατέκτησε από 2 μετάλλια σε δύο συνεχόμενες διοργανώσεις Ολυμπιακών αγώνων, το δε χρυσό του 1912 στη Στοκχόλμη αποτέλεσε επί σειρά δεκαετιών ορόσημο σε πλήθος επιπέδων της ελληνικής ολυμπιακής ιστορίας, με χαρακτηριστικότερο γεγονός ότι ίδια επιτυχία δεν επαναλήφθηκε στο στίβο παρά 80 χρόνια έπειτα (1992 η Βούλα Πατουλίδου). Τα ένα χρυσό, δύο αργυρά και ένα χάλκινο μετάλλια τον κατατάσσουν πρώτο στους Έλληνες ολυμπιονίκες με τα περισσότερα στο σύνολο, από κοινού με τον Πύρρο Δήμα (3-0-1) και το φίλο-συναθλητή Νίκο Γεωργαντά (επίσης 1-2-1, όπου η Διεθνής Ολυμπιακή Επιτροπή δεν αναγνωρίζει πλέον τα 3 των Μεσοολυμπιακών το 1906). Σπούδασε λογιστική, αλλά έως το θάνατό του σε ηλικία 24½ ετών είχε αφιερωθεί στον αθλητισμό.
Γεννήθηκε στην Πύλο της Μεσσηνίας την 30η Οκτωβρίου 1888 σε αριστοκρατική και ευκατάστατη οικογένεια. Ο πατέρας του γιατρός Ηρακλής (1852–1919), διετέλεσε δήμαρχος από νεότατη ηλικία στην ευρύτερη περιοχή Πύλου επί σειρά ετών (1879 με 1895) και προξενικός πράκτορας της Γαλλίας στην πόλη, η δε μητέρα Μαριγώ ανήκε στο γνωστό τοπικό γένος των Καλογερόπουλων (αδελφή του Δημητρίου, βουλευτή, νομάρχη και Έλληνα πρόξενου στην Τύνιδα). Ο Κωστής ήταν ο μεσαίος αδελφός της μεγαλύτερης Ελένης και του Σταύρου (Λούλη), ο οποίος παραιτούμενος από πρωτοδίκης υπήρξε μεταξύ όσων το 1930 ίδρυσαν το αριστερού προσανατολισμού Αγροτικόν Κόμμα Ελλάδος (αρχικά υπό τον Ι. Σοφιανόπουλο) και βουλευτής μετά τις εκλογές του 1932 και 1933.
Ευρύτερη οικογένεια
Τόπος καταγωγής τους φέρεται η γειτονική Μεθώνη, ενώ κλάδος συγγενών στην Πάτρα (ασχολούμενων παλαιότερα με το εμπόριο σταφίδας) καταγράφεται να έλκει τη δική του από τη Ζάκυνθο.
Ο προπάππους του Νικόλαος Τζικλητήρας (17;;–1840) εγκατέλειψε το ναυτικό επάγγελμα του υπεύθυνου φορτίων (σουπερκάργκο) το 1814, για να παραμείνει –ως δάσκαλος ελληνικών ανάμεσα σε άλλα– στη Βοστόνη όπου και παντρεύτηκε Γαλλίδα. Σύντομα από το θάνατό της και όταν μέλος της Φιλικής Εταιρείας τον ενημέρωσε για την επικείμενη Ελληνική επανάσταση, εκποίησε την περιουσία τους ώστε το 1821 να επαναπατριστεί με το γιο –επίσης– Νικόλαο και τη νεότερη κόρη, η οποία απεβίωσε εν πλω. Υπηρέτησε σε τέσσερα σημεία της Πελοποννήσου από διοικητικές και στρατιωτικές θέσεις (γενικός γραμματέας, λιμενάρχης, αστυνόμος), πριν αναλάβει το 1825 στην Ύδρα καθήκοντα αρχιγραμματέα της Β' Μοίρας του ελληνικού στόλου υπό το Γ. Σαχτούρη και δίπλα του μετάσχει με τη ναυαρχίδα "Αθηνά" σε πολεμικές επιχειρήσεις. Το 1827 τοποθετήθηκε, με πρόταση του τελευταίου, επιστάτης και αρχιφροντιστής στην Αίγινα "δια την διανομήν της λείας πολέμου εις τας διαφόρους μονάδας" και αργότερα διορίστηκε ειρηνοδίκης Νεοκάστρου (Νιόκαστρο, αλλιώς η Πύλος) έως σχεδόν το τέλος της ζωής του. Ασαφή είναι ο χρόνος ή τα αίτια καθιέρωσης του Τσικλητήρας, μορφή που και αυτή ανάγει στο λαϊκό όνομα του πουλιού δρυοκολάπτης (τσικλητάρα). Πάντως, ο ολυμπιονίκης διέθετε ψηλόλιγνο σώμα και μακριά κατατομή προσώπου με αδρή κυρτή μύτη, όπως ακριβώς –τουλάχιστον– και ο πατέρας του.
Ο παππούς Νικόλαος ο νεότερος (1813 – 1895) εκλέχθηκε πέντε φορές βουλευτής τα χρόνια 1861 με 1875, ενώ και η σύζυγός του Αννέτα Μισυρλή του Άγγελου καταγόταν από –ευπορότατη– οικογένεια Μεσσηνίων πολιτικών (την ίδια με τη μητέρα του τραγικού πρωθυπουργού το 1941 Αλέξανδρου Κορυζή). Απέκτησαν πέντε κόρες και δύο γιους: το φαρμακοποιό Διονύσιο και τον πατέρα του άλτη, γιατρό, δήμαρχο και –όπως ο Νικόλαος β'– ταξιδιωτικό πρόξενο της Γαλλίας στην Πύλο. Ο εγγονός του δεύτερου συνονόματος Ηρακλής (του Σταύρου και ανιψιός του Κωστή) γέννησης το 1923, διετέλεσε μέλος στο Συμβούλιο της Επικρατείας από το 1951 μέχρι τη συνταξιοδότησή του το 1995 με βαθμό αντιπροέδρου. Τα δύο παιδιά του Σταύρος (Λούλης β') και Καλλιόπη είναι σήμερα νομικοί, ο δε πρώτος καθηγητής γαλλικού πανεπιστημίου στο Δημόσιο δίκαιο. Ανώτατος δικαστικός, επίσης, υπήρξε στο Ελεγκτικό Συνέδριο ο Γεώργιος Πράπας γιος της Ελένης Τσικλητήρα, κόρης Νικολάου του νεότερου και πρώτης θείας του ολυμπιονίκη.
Εκτός από πολιτικούς, δικαστικούς, επιστήμονες νομικής και ιατρικής, η οικογένεια έχει να επιδείξει και άλλους αθλητές πέραν του εξεταζόμενου. Ο Λεωνίδας μετείχε πριν από εκείνον σε Ολυμπιακούς, συγκεκριμένα το 1896 ως αθλητής του μονόζυγου κατά τους εναρκτήριους της σύγχρονης περιόδου στην Αθήνα. Η πλάκα του κοινού τους μνήματος στο Α΄ Νεκροταφείο Πατρών, φέρει τους 5 κύκλους της ολυμπιακής σημαίας. Στο ίδιο κείτεται ο κολυμβητής του τοπικού ΝΟ Πατρών Σπύρος Τσικλητήρας, β' πανελληνιονίκης πρόσθιου πριν και μετά το Β' Παγκόσμιο πόλεμο και στέλεχος εθνικής αποστολής κολύμβησης για τους διμερείς αγώνες στη Χάιφα με αντίστοιχη της Παλαιστίνης το 1947 (τελικά αναβλήθηκαν εξαιτίας προβλημάτων των κατοίκων με τους Εβραίους εποίκους).
Στην Αθήνα
Γόνος οικογένειας με μεγάλη οικονομική επιφάνεια, γνώριζε αγγλικά και γαλλικά, ενώ στα τέλη Απριλίου του 1905 εγκαταστάθηκε μόνος και σε ηλικία 16½ ετών στην Αθήνα. Αναφέρεται ότι η μετακίνηση αποτέλεσε πατρική επιλογή για σπουδές, όμως ο Αντώνης Δελώνης στη μυθιστορηματική βιογραφία "Ταξίδι στη δόξα" –βασισμένη μεταξύ άλλων σε μαρτυρίες του προαναφερόμενου ανιψιού του, Ηρακλή– κάνει λόγο περί ιδίας πρωτοβουλίας του νεαρού. Αυτή έλαβε βέβαια την αποδοχή των γονιών, οι οποίοι εμφανίζονται συγκαταβατικοί στις φιλοδοξίες του εξαρχής και σε όλη την πορεία μέχρι την παγκόσμια καταξίωση. Η αθλητική ενασχόληση στο υψηλότερο εγχώριο επίπεδο ήταν πάντως ο βασικός –εάν όχι ο αποκλειστικός– σκοπός της ανόδου του στην πρωτεύουσα, οι δε προσφερόμενες εκεί αυξημένες δυνατότητες για περαιτέρω μόρφωση παρουσιάζονται μάλλον ως πρόφαση.
Νοίκιαζε χώρο σε οίκημα συγγενή του για επαρχιώτες φοιτητές επί της οδού Φερών 16, μόλις 500 μέτρα από τις εγκαταστάσεις του Πανελλήνιου Γυμναστικού Συλλόγου (Πεδίον του Άρεως), όπου εντασσόμενος αμέσως με την άφιξη στην Αθήνα πραγματοποίησε την έναρξη της επίσημης αθλητικής του σταδιοδρομίας. Αντίθετα, οι σπουδές χρειάστηκε να περιμένουν την έναρξη του επόμενου διδακτικού έτους 1905-06 το Σεπτέμβριο και την εγγραφή στην ιδιωτική (Εν Αθήναις) Βιομηχανική και Εμπορική Ακαδημία, πιο γνωστή ως Ρουσσοπούλου, με λογιστικά και οικονομικά αντικείμενα. Τη φοίτηση περιγράφει ο Δελώνης να διαρκεί και το 1910, γεγονός αναμενόμενο λόγω της επικέντρωσης στον πρωταθλητισμό που είχε αποφέρει το 1908 δύο αργυρά ολυμπιακά μετάλλια και ήδη από την προηγούμενη χρονιά πλήθος τίτλων πανελληνιονίκη συνοδευόμενους με κατάρριψη εθνικών ρεκόρ. Ο νομικός και ποιητής Γεώργιος Στρατήγης, είχε υπάρξει καθηγητής του στην Ακαδημία και συνέγραψε ωδή για το θάνατο του νέου το 1913. Πριν το γεγονός και αμέσως έπειτα τη δεύτερη δυάδα νικών (α' και γ') σε Ολυμπιακούς αγώνες τον Ιούλιο του 1912, προσλήφθηκε τιμητικά από την Τράπεζα Αθηνών, όπου δεν ανέλαβε υπηρεσία παρά επί 1½-2 μήνες πριν την εθελοντική του κατάταξη για τον Α' Βαλκανικό πόλεμο. Πιστεύεται πως την περίοδο εκείνη είχε αποφασίσει να αρραβωνιαστεί.
Προσωπικότητα
Σκληροτράχηλος και επίμονος ο Τσικλητήρας από παιδί, υπήρξε σύμφωνα με τον Δελώνη ο φυσιολογικής κοινωνικότητας νέος, ενίοτε όμως και ηθελημένα απόμακρος εξαιτίας της ολοκληρωτικής προσήλωσης στον αγωνιστικό στόχο, αδιάφορος ή έστω συμβιβασμένος με τις απαραίτητες θυσίες σε οικογενειακό και αισθηματικό επίπεδο. Χωρίς να πρόκειται για τον τύπο του εγκεφαλικού αθλητή, δεν τον διακατείχε υπέρμετρο άγχος, με λογικές εξαιρέσεις την αρχή της πορείας του και τους απαιτητικούς Ολυμπιακούς αγώνες. Τις περιορισμένες φορές που συνέβη εντός Ελλάδας, αποδέχθηκε δύσκολα την ήττα, ενώ με τις επιδόσεις του σπάνια έμενε ικανοποιημένος, παραβλέποντας ότι ουσιαστικά έρχονταν ως συνέπεια του χαμηλού ανταγωνισμού. Κατά πάσα πιθανότητα, αυτό πήγαζε από μία ιδιότυπη αντίληψη διαχωρισμού μεταξύ νίκης και δόξας, μην θεωρώντας την πρώτη αυτοσκοπό αλλά μέσο για την επίτευξη της δεύτερης. Στη δικαίωση άρα που ζητούσε εναγωνίως, δεν αρκούσαν οι πανελλήνιες νίκες και χρειάζονταν υψηλότατες επιδόσεις ώστε να ξεπεράσει τους ξένους, κύρια Αμερικάνους, άλτες. Το κυνήγι της παγκόσμιας κορυφής αποτέλεσε από νωρίς το μοναδικό του στόχο, η δε κατάκτηση της δόξας εξελίχθηκε κυριολεκτικά σε εμμονή. Διέθετε αυτοπεποίθηση και εσωτερική δύναμη, ενώ φέρεται να είχε παραδεχθεί πως είναι υπερβολικά φιλόδοξος, εγωιστής και υπερφίαλος, χαρακτηρίζοντας ταυτόχρονα τον εαυτό του ως θεληματικό και πεισματάρη.
Τη στενότατη σχέση με το συναθλητή του στον Πανελλήνιο ΓΣ ολυμπιονίκη ρίψεων τα 1904 και 1906 Νίκο Γεωργαντά, η οποία επανειλημμένα σημειώνεται στο έργο "Ταξίδι στη δόξα", υπογραμμίζει ακόμη ο Ε.Ν Περδικέας στο δικό του "Η ιστορική Πύλος και ο ολυμπιονίκης Κωστής Τσικλητήρας" του 1960. Ο "αδελφικός και αχώριστος φίλος", φθασμένος αθλητής και μέλος στο σύλλογο από το 1901 ή 1902, λειτούργησε ως πρότυπο νικητή και αγωνιστικός εμψυχωτής του, ενώ όντας μεγαλύτερος μία σχεδόν δεκαετία και δάσκαλος το επάγγελμα, βοήθησε κοινωνικά και στήριξε συναισθηματικά τον νεαρό κατά την παραμονή μακριά από τη μικρή του πόλη. Εντούτοις και εξαιτίας ίσως οικογενειακών καταβολών, ο άλτης δεν φαίνεται να ταυτιζόταν με τις αντιβασιλικές και κυρίως ακραία προοδευτικές –τότε αναρχικές– θέσεις εκείνου. Αναφορές του Δελώνη περί συναναστροφής και με το συνομήλικό του τρίτο Έλληνα ολυμπιονίκη στίβου της εποχής Μιχάλη Δώριζα, ελέγχονται ως προς την ακρίβεια δεδομένου ότι αποτελούσε τον βασικό αντίπαλο του Γεωργαντά, το δε σωματείο του Εθνικός ΓΣ του Πανελλήνιου.
Α' Βαλκανικός πόλεμος
Η χώρα προχώρησε σε επιχειρήσεις εναντίον της Οθωμανικής αυτοκρατορίας επίσημα στις 5 Οκτωβρίου 1912, με την έναρξη των πολεμικών προετοιμασιών να τοποθετείται ήδη από το καλοκαίρι που ο Τσικλητήρας αναδεικνυόταν στη Στοκχόλμη ολυμπιονίκης. Είναι ακαθόριστο πότε άρχισε η γενικευμένη απόπειρα "προστασίας" του, εκείνος πάντως είχε ενημερώσει σχετικά τον πατέρα του γραπτώς από τις 6 Σεπτεμβρίου, τονίζοντας παράλληλα τη δική του ειλημμένη και τελική απόφαση να καταταγεί. Πιθανότερα την 27η του μήνα παρουσιάστηκε εθελοντής στο Στρατολογικό Γραφείο Καλαμάτας και εντάχθηκε στον 11ο Λόχο του 1ου Συντάγματος Πεζικού, προωθούμενος στη μεγαλύτερη πόλη της τότε βόρειας ελληνικής μεθορίου Λάρισα, δηλαδή το επιτελικό κέντρο των επιχειρήσεων. Κάποιοι σημειώνουν απόρριψή του σε πρόταση παραμονής στο Φρουραρχείο Αθηνών, κατά τον ενδιάμεσο σταθμό της μονάδας στην πρωτεύουσα.
Έλαβε το βαθμό έφεδρου λοχία, δεν υπάρχουν όμως αναφορές περί εμπλοκής του στην πρώτη γραμμή του μετώπου. Φημολογείται ότι το τελευταίο ήταν επακόλουθο παρέμβασης του Πρίγκηπα Νικολάου, όχι αποκλειστικά βεβαίως για να διαφυλαχθεί ο κορυφαίος Έλληνας αθλητής της εποχής (ο βασιλόπαις διατελούσε μέλος της Ελληνικής Ολυμπιακής Επιτροπής), όσο το ηθικό στρατεύματος και λαού από δυσμενές ενδεχόμενο στην υγεία ή και ζωή του –πρόσφατου– ζωντανού θρύλου της φυλής. Αργότερα κατατάχθηκε στο 9ο Σύνταγμα Καλαμάτας ο αδελφός του Σταύρος, ούτε 17 ετών, ο οποίος επίσης έγινε αντικείμενο προστατευτικών ενεργειών και προωθήθηκε για το μέτωπο της Ηπείρου μόνο κατόπιν τοποθέτησης του Κωστή σε τομέα πίσω εφεδρείας. Αυτό συνέβη τις τελευταίες ημέρες του 1912, με διαταγή μετάθεσης για την Αθήνα και το 1ο Σύνταγμα της μονάδας υποστήριξης Έμπεδα (σημερινά κέντρα εκπαίδευσης εν καιρώ πολέμου). Κατά τον Δελώνη, η εξέλιξη προκάλεσε στον Τσικλητήρα έντονη δυσαρέσκεια και αίσθημα ντροπής προς τους συναδέλφους του που θα παρέμεναν να στελεχώνουν το λόχο, έστω και μακριά από τις μάχες.
Ασθένεια και θάνατος
Στις 2 Φεβρουαρίου 1913 (πρωί;) εμφανίζει υψηλό πυρετό, σπασμούς και δύσπνοια, για να μεταφερθεί εσπευσμένα στο Πολιτικό Νοσοκομείο (τώρα Πνευματικό Κέντρο Δήμου Αθηναίων). Σε ιατρικό συμβούλιο –παρουσία εκπροσώπου του Πρίγκηπα Νικολάου– ο καθηγητής Λιβιεράτος, ανακοινώνει το απόγευμα της επομένης τη διάγνωση σοβαρής περίπτωσης μηνιγγίτιδας ιδιότυπης μορφής (φυματιώδη). Από την Πύλο κατέφθασαν μία ημέρα έπειτα, όπως και ο Σταύρος που κρυοπαγήματα τον είχαν θέσει εκτός επιχειρήσεων στην Ήπειρο. Παρότι "προς στιγμήν εθεωρήθη εκλιπών πας κίνδυνος", η κατάσταση επιδεινώθηκε το πρωί της 10ης Φεβρουαρίου και περιερχόμενος σε λήθαργο, σύντομα (5 με 10 το βράδυ) ο 24χρονος κατόχος τεσσάρων ολυμπιακών μεταλλίων εξέπνευσε. Τον 8ήμερο εκείνο, τελευταίο του, αγώνα παρακολούθησε με συγκίνηση το Πανελλήνιο, φίλαθλο και μη.
Δημοσίευμα πληροφορεί το αθηναϊκό κοινό περί "κεραυνοβόλου μηνιγγίτιδος", αντίθετα ορισμένες μεταγενέστερες πηγές θεωρούν πως η μεταδοτική νόσος προσέβαλε τον οργανισμό πριν μετατεθεί στα Έμπεδα. Η μυθιστορηματική βιογραφία "Ταξίδι στη δόξα" παραθέτει μόνον ότι ο εποπτεύων γιατρός αμέσως υποπτεύθηκε την περίπτωση και έθεσε το θάλαμο της μονάδας σε πολυήμερη καραντίνα, χωρίς να διευκρινίζεται εάν στο στρατόπεδο είχαν προϋπάρξει άλλα κρούσματα. Επικρίνει, τέλος, τη στάση θερμόαιμων Βασιλοφρόνων που μέσω του τύπου "δε δίσταζαν να τα βάλουν με την Κυβέρνηση του Βενιζέλου που είχε ντύσει τον Τσικλητήρα στρατιώτη! Άδικη, φυσικά, κατηγορία, αφού όλοι ήξεραν τις προσπάθειες που είχαν γίνει να μην ταλαιπωρηθεί ο Ολυμπιονίκης..."
Κατά την κηδεία στον Άγιο Γεώργιο (Καρύτση) χοροστάτησε ο Επίσκοπος Ύδρας Προκόπιος, προφανώς λόγω των οικογενειακών δεσμών με το νησί από την εποχή του προπάππου Τζικλητήρα, με παρόντες να είναι "όλοι οι αθληταί μετά του κ. Γεωργαντά" και "άπαντα τα μέλη των ενταύθα (σημ. της πρωτεύουσας) Γυμναστικών Συλλόγων και Σωματείων μετά των προέδρων αυτών". Εκ μέρους της πολιτείας, ο Πρόεδρος της Βουλής Ζαβιτσάνος, ο Νομάρχης Αττικοβοιωτίας Δάσιος, ο Δήμαρχος Αθηναίων Μερκούρης, ενώ "δέον να σημειωθή ενταύθα ότι μεγάλως παρετηρήθη η απουσία του υπουργού της Παιδείας κ.Τσιριμώκου, όστις τυγχάνει προϊστάμενος της αθλητικής κινήσεως." Στρατευμένοι συναθλητές του από τον Πανελλήνιο ΓΣ (Γιάννης Γαλανάκης, Γιώργος Μπανίκας, Παντελής Ψύχας κ.ά) και συνάδελφοι των Εμπέδων κράτησαν τις ταινίες στο φέρετρο κατά την πομπή προς το Α' Νεκροταφείο Αθηνών, όπου ένοπλη διλοχία απέδωσε τιμές ήρωα πολέμου. Κατά σύμπτωση, ο τόπος ταφής απείχε μόλις κάποιες εκατοντάδες μέτρα από το Παναθηναϊκό Στάδιο, όπου το 1906 έλαβε μέρος στους Μεσοολυμπιακούς και τα επόμενα χρόνια στέφθηκε 20 φορές πανελληνιονίκης.
Ο αθλητής εικάζεται ότι συνδεόταν με την Ηρώ, η οποία εν αγνοία του ταξίδεψε έως τη Στοκχόλμη για τους Ολυμπιακούς, αποτελώντας έναν από τους ελάχιστους Έλληνες που πανηγύρισαν τις επιτυχίες του επί τόπου. Άγνωστη νέα αναφέρεται σε μαρτυρία νοσοκόμας να παραμένει τις τελευταίες νύχτες δίπλα του μέχρι το ξημέρωμα και "Οι φύλακες του Α' Νεκροταφείου Αθηνών διηγούνται πως, για χρόνια πολλά, ερχόταν μια μυστηριώδης γυναίκα κάθε πρωί Πρωτοχρονιάς κι άφηνε λουλούδια στον τάφο του Ολυμπιονίκη. Κανείς δεν έμαθε ποτέ ποια ήταν...".
Μεταφέρθηκε αργότερα στο Α΄ Νεκροταφείο Πατρών, σε μνήμα της ευρύτερης οικογένειας που φέρει τους 5 κύκλους του εμβλήματος των Ολυμπιακών αγώνων, καθώς δύο μέλη της είχαν λάβει μέρος σε αυτούς.
Αθλητική σταδιοδρομία
Από τη νεαρή του ηλικία ασχολήθηκε με τον αθλητισμό ενώ παράλληλα η προπονησή του βασιζόταν σε αυτοσχεδιασμούς όπως το να πηδά τη μάντρα του σπιτιού του ή να περνά επάνω από τρία δεμένα άλογα. Στη συνέχεια διακρίθηκε στους μαθητικούς αγώνες. Ο Κωστής Τσικλητήρας αφιερώθηκε στον αθλητισμό και το 1906 έγινε αθλητής του Πανελλήνιου Γυμναστικού Συλλόγου (ΠΓΣ). Σπάνιες οι ψυχικές του αρετές, έξοχες οι σωματομετρικές του ικανότητες, όπως επισημαίνεται στην ιστορία του συλλόγου. Ασχολήθηκε παράλληλα με το στίβο και το ποδόσφαιρο. Το 1906 κατέκτησε την τρίτη θέση στο μήκος άνευ φοράς στους Πανελλήνιους αγώνες με επίδοση 2.83 μ. Το ίδιο έτος στους Μεσολυμπιακούς της Αθήνας, κατετάγη 6ος στο ύψος άνευ φοράς με 1.30 μ, ενώ στο μήκος άνευ φοράς αποκλείστηκε στον προκριματικό.
Το 1907 κατέκτησε τρία χρυσά μετάλλια στους Πανιώνιους Αγώνες της Σμύρνης, στο άλμα εις ύψος με 1.65 μ., στο ύψος άνευ φοράς με 1.40 μ. και στο μήκος άνευ φοράς με 3.14 μ. Επίσης του απονεμήθηκε ο Χρυσός Σταυρός του Πανιωνίου. Στους Πανελλήνιους αγώνες κατάκτησε 2 χρυσά μετάλλια. Με την ποδοσφαιρική ομάδα του ΠΓΣ συμμετείχε στο Πανελλήνιο πρωτάθλημα του 1907 αγωνιζόμενος στη θέση του τερματοφύλακα.
Μετείχε και πάλι στο Πανελλήνιο πρωτάθλημα ποδοσφαίρου για την περίοδο 1907-08. Στις 20 Ιουλίου αγωνίστηκε στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Λονδίνου στο αγαπημένο του αγώνισμα το οποίο ήταν το μήκος άνευ φοράς και κατέκτησε το ασημένιο μετάλλιο υποσχώμενος ότι θα γίνει πρώτος ολυμπιονίκης. Στις 23 Ιουλίου του 1908 ο Τσικλητήρας κατέκτησε για δεύτερη φορά το ασημένιο μετάλλιο στην ίδια διοργάνωση στο ύψος άνευ φοράς. Τα άλματά του ήταν 3,28 μ. και 1,55 μ. αντίστοιχα.
Από το 1908 ακολούθησε το Γιώργο Καλαφάτη εγκαταλείποντας την ποδοσφαιρική ομάδα του Πανελλήνιου και μετείχε στην πρώτη ομάδα που σχημάτισε ο Ποδοσφαιρικός Όμιλος Αθηνών (όπως τότε ονομαζόταν ο Παναθηναϊκός Αθλητικός Όμιλος). Αγωνιζόμενος ως τερματοφύλακας στον ΠΟΑ, στις 30 Νοεμβρίου του 1908 κατέκτησε το Πανελλήνιο πρωτάθλημα ποδοσφαίρου που διοργανώθηκε από τον ΣΕΑΓΣ. Στις 7 Δεκεμβρίου του 1910 κατάκτησε ένα ακόμη Πανελλήνιο πρωτάθλημα ποδοσφαίρου με τον ΠΟΑ.
Στους Ολυμπιακούς αγώνες του 1912 στη Στοκχόλμη, κατά τους οποίους ήταν ο σημαιοφόρος της ελληνικής αποστολής, κατέκτησε στις 8 Ιουλίου το χρυσό μετάλλιο στο μήκος άνευ φοράς με άλμα 3,37 και το χάλκινο στο ύψος άνευ φοράς με άλμα 1,55.
Διακρίσεις
Ολυμπιακοί αγώνες
4 μετάλλια: 1 χρυσό - 2 ασημένια - 1 χάλκινο
Άλμα εις μήκος άνευ φοράς
1 χρυσό: Στοκχόλμη 1912 με 3,37μ. (σε 3η και τελευταία προσπάθεια προκριματικών – 3.34μ. στον τελικό)
1 ασημένιο: Λονδίνο 1908 με 3,225μ.
Άλμα εις ύψος άνευ φοράς
1 ασημένιο: Λονδίνο 1908 με 1,55μ. (πανελλήνιο ρεκόρ)
1 χάλκινο: Στοκχόλμη 1912 με 1,55μ. (ισοφάριση πανελλήνιου ρεκόρ).
Πανελλήνια ρεκόρ
Τότε καλούνταν ελληνικά για διάκριση από τα πανελλήνια ρεκόρ, δηλαδή των Πανελλήνιων αγώνων.
Άλμα εις μήκος άνευ φοράς
3,04μ. στις 26.04.1907, ΣΤ' Πανελλήνιοι αγώνες
3,07μ. στις 26.04.1907, βελτίωση κατά την ίδια ημέρα
3,14μ. στις 07.05.1907, ΙΑ' Πανιώνιοι Αγώνες Σμύρνης
3,25μ. στις 19.04.1908, Ζ' Πανελλήνιοι αγώνες
3,32μ. στις 19.04.1908, βελτίωση κατά την ίδια ημέρα
3,35μ. στις 04.04.1909, H' Πανελλήνιοι αγώνες
ισοφάρ. στις 24.04.1910, Θ' Πανελλήνιοι αγώνες
3,47μ. στις 31.03.1912, ΙΑ' Πανελλήνιοι αγώνες
Άλμα εις ύψος άνευ φοράς
1,40μ. στις 25.04.1907, ΣΤ' Πανελλήνιοι αγώνες
1,45μ. στις 17.04.1908, Ζ' Πανελλήνιοι αγώνες
1,55μ. στις 08.07.1908, Ολυμπιακοί αγώνες Λονδίνου
ισοφάρ. στις 29.03.1912, ΙΑ' Πανελλήνιοι αγώνες
ισοφάρ. στις 30.06.1912, Ολυμπιακοί αγώνες Στοκχόλμης
Άλμα εις ύψος
1,725μ. ισοφάριση ρεκόρ του Θ. Διακίδη στις 21.04.1912, Β' Παναιγύπτιοι και Πανελλήνιοι αγώνες Αλεξάνδρειας.
Πανελλήνια πρωταθλήματα στίβου
Ως πολυαθλητής του Πανελλήνιου Γυμναστικού Συλλόγου.
Πληροφορίες: el.wikipedia.org.
Αυγούστα Άντα δημιούργησε τον πρώτο αλγόριθμο για υπολογιστή και ήταν η κόρη του Λόρδου Βύρωνα
Αυγούστα Άντα
δημιούργησε τον πρώτο αλγόριθμο για υπολογιστή
και ήταν η κόρη του Λόρδου Βύρωνα
Στις 10 Δεκεμβρίου του 1815, ο Λόρδος Βύρωνας υποδέχτηκε το πρώτο και μοναδικό, «νόμιμο» παιδί του, την Αυγούστα Άντα. Τέσσερις μήνες μετά τη γέννηση της κόρης του, ο Βύρωνας εγκατέλειψε για πάντα την Αγγλία και την οικογένειά του. Η Άντα, όπως την αποκαλούσαν, δε γνώρισε ποτέ τον διάσημο πατέρα της, ο οποίος πέθανε ηρωικά στο Μεσολόγγι, το 1823. Η Άντα μεγάλωσε με τη μητέρα της, την Αναμπέλα Μίλμπανκ. Η Μίλμπανκ, που ταλαιπωρήθηκε πολύ με τον αγαπημένο της σύζυγό, αποφάσισε από νωρίς ότι η κόρη της δε θα είχε καμία σχέση με την ποίηση και τις τέχνες. Οι σπουδές της Άντα εστίαζαν στα μαθηματικά και τις επιστήμες, γεγονός ασυνήθιστο για τις γυναίκες της εποχής....
Η ευφυΐα της Άντα, όμως, ίσως και να ξεπερνούσε αυτή του πατέρα της, γιατί συνδύαζε τη δική του φαντασία, με τη λογική των μαθηματικών και της φυσικής. Σε ηλικία μόλις 13 ετών, όταν οι συνομήλικές της κεντούσαν τριαντάφυλλα σε μαντήλια, η Άντα έφτιαξε μία ιπτάμενη μηχανή. Είχε προηγηθεί συστηματική μελέτη της ανατομίας των πτηνών και των κατάλληλων υλικών για την κατασκευή φτερών. Η μικρή Άντα δεν πέταξε ποτέ, αλλά η αποτυχία, της έδωσε μόνο περισσότερο πείσμα. Η επινόηση του κρίσιμου αλγόριθμου Το 1833, όταν η Άντα ήταν 18 χρονών, έκανε μία απ’ τις πιο καθοριστικές γνωριμίες της ζωής της. Ήταν ο Τσαρλς Μπάμπατζ, ο μελλοντικός «πατέρας του υπολογιστή». Ξεκίνησαν μανιώδη αλληλογραφία και η φιλία τους θα κρατούσε μέχρι το τέλος της ζωής τους. Σχεδόν μία δεκαετία αργότερα, το 1842, η Άντα συνεργάστηκε στενά με τον Μπάμπατζ. Μετέφρασε τις σημειώσεις ενός Ιταλού επιστήμονα, πάνω στην «Αναλυτική Μηχανή» που είχε εμπνευστεί ο Μπάμπατζ. Χρειάζονταν επειγόντως κάποια χορηγία για να συνεχίσουν τις μελέτες τους και η Άντα αξιοποίησε το κληρονομικό της ταλέντο στη δημιουργική γραφή, για να «διαφημίσει» τον πρώιμο υπολογιστή....
Ένα χρόνο χρειάστηκε η Άντα, για να καταγράψει τις μελέτες σχετικά με την «Αναλυτική Μηχανή». Ταυτόχρονα, έκανε και δική της έρευνα. Οι σημειώσεις της δημοσιεύθηκαν στα «Επιστημονικά Απομνημονεύματα του Τέιλορ», μια σειρά επιστημονικών βιβλίων. Η Άντα είχε υπογράψει μόνο με τα αρχικά της, δηλαδή «ΑΛ». Το «Λ» αντιστοιχούσε στο επίθετο που πήρε μετά τον γάμο της, δηλαδή Λάβλεϊς. Στο «Παράρτημα Z’» των σημειώσεών της, περιέγραφε με τρομερή λεπτομέρεια, μία μέθοδο μέτρησης των αριθμών «Μπερνούλι» με την «Αναλυτική Μηχανή» του Μπάμπατζ. Οι μελέτες της ήταν ολόσωστες και οραματικές. Η κόρη του Λόρδου Βύρωνα είχε δημιουργήσει τον πρώτο αλγόριθμο για τον υπολογιστή. Το 1953, όταν οι σημειώσεις της Άντα αναδημοσιεύτηκαν, αναγνωρίστηκε επισήμως ως η πρώτη προγραμματίστρια υπολογιστών. Η Άντα, Κόμισσα του Λάβλεϊς, πέθανε στις 27 Νοεμβρίου του 1852, από καρκίνο. Ήταν μόλις 37 χρονών...
Πληροφορίες: mixanitouxronou.gr
Τζένη Βάνου χαρισματική φωνή που ξεχώρισε στο ελαφρό και λαϊκό τραγούδι
Τζένη Βάνου
χαρισματική φωνή που ξεχώρισε στο ελαφρό και λαϊκό τραγούδι
Τζένη Βάνου, ήταν Ελληνίδα τραγουδίστρια που διακρίθηκε, με τη χαρακτηριστική φωνή της, για αρκετές δεκαετίες στο ελαφρό και λαϊκό τραγούδι. (10 Φεβρουαρίου 1939 - 5 Φεβρουαρίου 2014)
Γεννήθηκε στις 10 Φεβρουαρίου 1939 στην Αθήνα. Το πραγματικό της όνομα ήταν Ευγενία Βραχνού, το οποίο και άλλαξε για να μην την αναγνωρίσει ο πατέρας της, καθώς ήταν κάθετα αντίθετος στην απόφασή της να ασχοληθεί με το τραγούδι. Οι γονείς της χώρισαν, αφού η μητέρα της εγκατέλειψε τον πατέρα της. Γι' αυτόν το λόγο και της απαγορεύθηκε να βλέπει την κόρη της. Σπουδαίο ρόλο στη ζωή της Τζένης Βάνου έπαιξε η γιαγιά της.
Αρχικά σκόπευε να σπουδάσει στη Φυσικομαθηματική Σχολή, αλλά μετά τη γνωριμία της με τον συνθέτη Μίμη Πλέσσα, τον οποίο θεωρούσε μέντορά της, έδωσε εξετάσεις στο Εθνικό Ίδρυμα Ραδιοφωνίας. Ξεκίνησε την καριέρα της το 1959, ως τραγουδίστρια ελαφράς ορχήστρας, στον ραδιοφωνικό σταθμό της ΕΡΤ.
Τραγούδησε πρώτη φορά μπροστά σε κοινό το 1964, όπου με το τραγούδι του Πλέσσα «Τώρα» πήρε το Α΄ βραβείο στο Φεστιβάλ Ελαφράς Μουσικής της Θεσσαλονίκης. Σύντομα καθιερώθηκε ως τραγουδίστρια του ελαφρού τραγουδιού και ερμήνευσε ντουέτα κυρίως με τον Γιάννη Βογιατζή. Στα τέλη της δεκαετίας του '60 κυριάρχησε στο λαϊκό τραγούδι και το 1972 συναντά τον Τόλη Βοσκόπουλο, ο οποίος της κλείνει συμβόλαιο στην Columbia όπου γνώρισε μεγάλη επιτυχία τραγουδώντας λαϊκά.
Υπήρξε βασική ερμηνεύτρια και «μούσα» πολλών συνθετών. Ερμήνευσε τραγούδια του Μίμη Πλέσσα, του Μίκη Θεοδωράκη, του Γιώργου Μουζάκη, του Κώστα Γιαννίδη, του Ζακ Ιακωβίδη, του Αττίκ, του Αλέκου Χρυσοβέργη, του Τάκη Μουσαφίρη κ.ά.
Για τη δουλειά της βραβεύτηκε στην Ισπανία, την Πολωνία και την πρώην Σοβιετική Ένωση.
Τα τελευταία χρόνια της ζωής της βρισκόταν μακριά από τη δισκογραφία. Τον Αύγουστο του 2013 έκανε επέμβαση στον λαιμό για να της αφαιρεθεί ένας όγκος. Στις αρχές του 2014 αντιμετώπισε πάλι σοβαρά προβλήματα υγείας εξαιτίας μεταστάσεων του καρκίνου. Στις 5 Φεβρουαρίου 2014 άφησε την τελευταία της πνοή στο νοσοκομείο Μεταξά, στον Πειραιά, όπου νοσηλευόταν.