Άρθρα
Νίκος Χατζηκυριάκος - Γκίκας, ήταν σημαντικός Έλληνας ζωγράφος, γλύπτης, χαράκτης, εικονογράφος, συγγραφέας και ακαδημαϊκός
Νίκος Χατζηκυριάκος - Γκίκας
Ο Νίκος Χατζηκυριάκος Γκίκας ήταν σημαντικός Έλληνας ζωγράφος, γλύπτης, χαράκτης, εικονογράφος, συγγραφέας και ακαδημαϊκός. Διετέλεσε καθηγητής στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο και ιδρυτικό μέλος του ελληνικού τμήματος της "AICA" (Association Internationale des Critiques d’Art, Διεθνής Ένωση Κριτικών Τέχνης). (26 Φεβρουαρίου 1906 - 3 Σεπτεμβρίου 1994)
Ο Νίκος Χατζηκυριάκος Γκίκας γεννήθηκε στην Αθήνα στις 26 Φεβρουαρίου 1906. Πατέρας του ήταν ο καταγόμενος από τα Ψαρά αξιωματικός του Βασιλικού Ναυτικού Αλέξανδρος Χατζηκυριάκος. Μητέρα του η Ελένη Γκίκα, της γνωστής οικογένειας Γκίκα, η οποία είχε εγκατασταθεί στην Ύδρα. Ο μικρός Νίκος βρισκόταν κάθε καλοκαίρι στο νησί και αυτή η διαμονή του επηρέασε την καλλιτεχνική του δημιουργία. Οι γονείς του, με την παραίνεση του σχολείου του, στο οποίο είχε απαλλαγεί από το μάθημα της ιχνογραφίας λόγω εξαίρετων επιδόσεων, αντιλαμβανόμενη το ταλέντο του νεαρού τον έστειλε να μαθητεύσει αρχικά κοντά στον Βασίλη Μαγιάση (1917) και, το 1921, στον Κωνσταντίνο Παρθένη.
Το 1922 ολοκληρώνει τις εγκύκλιες σπουδές του στο Λεόντειο Λύκειο και αρχικά εγγράφεται στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Το 1923 εγκαταλείπει τη Σχολή και την Αθήνα, μετοικώντας για σπουδές στο Παρίσι, όπου εγγράφεται στη Σορβόννη, παρακολουθώντας μαθήματα γαλλικής και ελληνικής φιλολογίας και αισθητικής. Το 1923 συμμετέχει σε ομαδική έκθεση στη γκαλερί Salon des Independants. Τον επόμενο χρόνο εγγράφεται στην Academie Ranson, όπου παρακολουθεί μαθήματα ζωγραφικής, με καθηγητή τον Ροζέ Μπισιέρ (Roger Bissiere) και χαρακτικής με καθηγητή το Δημήτρη Γαλάνη, συμμετέχοντας παράλληλα σε αρκετές ομαδικές εκθέσεις.
Η πρώτη ατομική του έκθεση οργανώνεται το 1927 στην Galerie Percier στο Παρίσι. Το 1928 εκθέτει για πρώτη φορά στην Αθήνα, από κοινού με τον γλύπτη Μιχάλη Τόμπρο στη γκαλερί "Στρατηγοπούλου". Την ίδια χρονιά καλείται να υπηρετήσει τη στρατιωτική του θητεία, την οποία ολοκληρώνει το 1929. Όταν απολύεται νυμφεύεται την ποιήτρια Αντιγόνη Κοτζιά και αναχωρούν μαζί για το Παρίσι.
Το 1930 συμμετέχει στην έκθεση που οργανώνεται στο Salon des Surindépendants στο Παρίσι και στην έκθεση της ομάδας "Τέχνη 1930" στο Ζάππειο Μέγαρο της Αθήνας. Στις εκθέσεις αυτές συμμετέχει και το 1931. Το 1932 δημοσιεύει στο περιοδικό "Πολιτεία" άρθρο σχετικό με τα ιταλικά σχέδια του Μουσείου του Λούβρου. Συμμετέχει εκ νέου στην έκθεση του Salon des Surindépendants.
Το 1933 διοργανώνει στην Αθήνα το 4ο Διεθνές Αρχιτεκτονικό Συμπόσιο, στο οποίο συμμετέχουν μεγάλα ονόματα του χώρου, όπως οι Λε Κορμπυζιέ, Φερνάν Λεζέ, Κριστιάν Ζερβός κ. ά. ενώ συμμετέχει με γραπτά του, σχετικά με την αισθητική, στο περιοδικό "Σήμερα", το οποίο εκδίδουν οι Μιχάλης Τόμπρος και Κώστας Ουράνης. Το 1934 εκθέτει στην Gallerie des Cahiers d' Art του Παρισιού πίνακες και γλυπτά του, ενώ συμμετέχει σε διεθνείς εκθέσεις τόσο στο Παρίσι όσο και στη Βενετία. Το 1935 εκθέτει 61 πίνακές του στη Λέσχη των Καλλιτεχνών, μαζί με έργα του Τόμπρου και του Μιχαήλ Γουναρόπουλου. Εκδίδεται από τον Ανατόλ Γιακοβσκί (Anatole Jakovski) λεύκωμα με έργα χαρακτικής 23 κορυφαίων καλλιτεχνών, όπως οι Πάμπλο Πικάσσο, Τζιόρτζιο ντε Κίρικο, Αλμπέρτο Τζιακομέττι, Βασίλι Καντίνσκι κ. ά. στο οποίο περιλαμβάνει έργα του.
Την ίδια χρονιά ξεκινά νέα δραστηριότητα: Μαζί με τους Δημήτρη Πικιώνη, Σωκράτη Καραντινό και Τ. Κ. Παπατσώνη, με τους οποίους συνδέεται φιλικά, εκδίδει το περιοδικό "Το Τρίτο Μάτι". Ο Γκίκας την επόμενη τριετία ζει και εργάζεται στην Ελλάδα, μεταξύ Αθήνας και Ύδρας. Σχεδιάζει τα κοστούμια θεατρικών παραστάσεων, όπως του έργου "Όπως Αγαπάτε" του Ουίλλιαμ Σαίξπηρ (Θέατρο "Κοτοπούλη") και του έργου "Η Ζήλια του Μπαρμπουγιέ" του Μολιέρου ("Νέα Δραματική Σχολή" Σ. Καραντινού, 1938). Άρθρα του σχετικά με την τέχνη και τη ζωγραφική εμφανίζονται σε ελληνικά περιοδικά (Τέχνη και Νέον Κράτος). Το 1938 συμμετέχει στην Πανελλήνια Έκθεση Χαρακτικής στο Ζάππειο μέγαρο και το 1939 συμμετέχει σε έκθεση ζωγραφικής στον ίδιο χώρο με δύο έργα του, ένα από τα οποία είναι ο πολύ γνωστός πίνακάς του Το μεγάλο τοπίο της Ύδρας. Ο Λώρενς Ντάρελ και ο Γιώργος Κατσίμπαλης τον φέρνουν σε επαφή με τον Χένρι Μίλερ. Οι δύο άνδρες συνδέονται με στενή φιλία, ο Γκίκας φιλοξενεί τον Μίλερ στο σπίτι του στην Ύδρα και κάνουν μαζί εκδρομές στους Δελφούς και την Ελευσίνα. Για τη σχέση αυτή θα εκδώσει, το 1991, το βιβλίο "Ν. Χ. Γκίκας – Χένρυ Μίλλερ. Χρονικό φιλίας".
Το 1940 με την κήρυξη του Ελληνοϊταλικού πολέμου επιστρατεύεται και υπηρετεί στο Μηχανικό. Με τη λήξη του πολέμου η Αρχιτεκτονική σχολή του ΕΜΠ προκηρύσσει θέση καθηγητή. Ο Γκίκας θέτει υποψηφιότητα και το 1941 εκλέγεται καθηγητής της Σχολής. Στη θέση αυτή παραμένει μέχρι το 1958.
Κατά τις δεκαετίες του 1950, του 1960, του 1970 και του 1980 πραγματοποιεί πολυάριθμες εκθέσεις στο Λονδίνο, το Παρίσι, το Βελιγράδι, τη Στοκχόλμη, την Οττάβα, το Σινσινάτι, τη Νέα Υόρκη, την Ουάσιγκτον, το Βερολίνο, τις Βρυξέλλες, το Σαιντ-Ετιέν και, φυσικά, την Αθήνα. Εικονογραφεί βιβλία και σχεδιάζει κοστούμια για πολλές παραστάσεις. Το 1970 η Ακαδημία Αθηνών του απονέμει το "Αριστείο Καλών Τεχνών" και το 1972 τον εκλέγει τακτικό της μέλος στην έδρα των Εικαστικών Τεχνών. Το 1979 παρουσιάζεται στην British Academy of Film and TV International TV Festival ταινία του Βασίλη Μάρου, με θέμα τη ζωή του Νίκου Χατζηκυριάκου Γκίκα. Στην Αθήνα κυκλοφορούν τα βιβλία του Ελληνικοί Προβληματισμοί (1982), Ανίχνευση της Ελληνικότητας (1984) και Γέννηση της Νέας Τέχνης (1987). Το 1982 εκλέγεται επίτιμος διδάκτωρ του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, το 1987 επίτιμο μέλος της βρετανικής "Royal Academy of Arts" και το 1991 επίτιμος διδάκτωρ της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών. Συνεχίζει να εκθέτει τόσο στην Αθήνα όσο και στην Άνδρο αλλά και στο εξωτερικό. Τελευταία έκθεσή του το 1994 (μικρογλυπτική και κόσμημα).
Ήταν μέλος του Επιμελητηρίου Εικαστικών Τεχνών Ελλάδος (ΕΕΤΕ)
Απεβίωσε στην Αθήνα, στην οικία του της οδού Κριεζώτου, στις 3 Σεπτεμβρίου 1994.
Έργο
Εκτός από τη ζωγραφική, όπου είχε μεγάλη και πολύ σημαντική παραγωγή, ο Γκίκας ασχολήθηκε με τη γλυπτική, τη χαρακτική, τη σκηνογραφία και την εικονογράφηση βιβλίων αλλά και την κριτική τέχνης. Συνέγραψε βιβλία, άρθρα και μελέτες για την Αρχιτεκτονική και την Αισθητική, καθώς και δοκίμια για την ελληνική τέχνη. Η Ύδρα των παιδικών του χρόνων έπαιξε σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση της αισθητικής του, καθώς του επέτρεψε να συνδυάσει στοιχεία γεωμετρικού κυβισμού, αρχιτεκτονικής και φωτός. Ο ίδιος είχε δηλώσει ότι επηρεάστηκε βαθύτατα από το έργο του Ματίς, αλλά σημαντική ήταν, επίσης, η επίδραση των Μπρακ και Πικάσσο.
Ο Οδυσσέας Ελύτης αφιέρωσε εκτενές άρθρο στον καλλιτέχνη: «Η σύγχρονη ελληνική τέχνη και ο ζωγράφος Νίκος Χατζηκυριάκος-Γκίκας», Αγγλοελληνική Επιθεώρηση, τεύχος 11, τομ. 2ος, Αθήνα, 1947. Η παρουσία του Γκίκα ως κριτικού τέχνης είναι ένα κοινό σημείο με τον Ελύτη, αφού δημοσίευσε αρκετά κείμενα για Έλληνες ποιητές, για εικαστικούς καλλιτέχνες και αρχιτέκτονες, Έλληνες και ξένους.
Έργα του καλλιτέχνη βρίσκονται σε ιδιωτικές συλλογές στην Ελλάδα, στη Δυτική Ευρώπη και στις Ηνωμένες Πολιτείες, αλλά και σε πολλά μουσεία του εξωτερικού. (Musée d’art moderne, Παρίσι Tate Gallery Λονδίνο, Metropolitan Museum of Art, Νέα Υόρκη). Το 1986 ο Γκίκας επιλέγει 46 έργα του και τα δωρίζει στην Εθνική Πινακοθήκη. To Oπωροπολείο ο Απόλλων, του 1939, ένα από τα 46 έργα της δωρεάς του στην Εθνική Πινακοθήκη, παρουσιάζει το χώρο του Οπωροπολείου με αισθητική και σχεδιαστική κομψότητα, ρεαλισμό και αφαίρεση, παιχνίδι με τις κλίμακες, μοναδική κινητικότητα τα οποία το τοποθετούν στο κίνημα του αναλυτικού κυβισμού. Η ρυθμική αρχιτεκτονική οργάνωση της σύνθεσης, η ταυτόχρονη παράθεση διαφορετικών επιπέδων, η έντονα χρωματική διαφοροποίηση, η μεθοδικότητα στην παρουσίαση γεωμετρικών σχημάτων, αποτυπώνει και καταγράφει τη δημιουργική προσφορά του για την μεταμόρφωση της ακαδημαϊκής ελληνικής τέχνης σε μοντέρνα. Ο Α. Προκοπίου κριτικός εκείνης της εποχής, σχολιάζοντας στο έργο του Γκίκα τη σχέση του μοντερνισμού και ελληνικής τέχνης γράφει: "Κρατώντας από τον κυβιστικό ορθολογισμό την αρχιτεκτονική και ρυθμική οργάνωση της σύνθεσης, το παιχνίδι της ισορροπίας των σχημάτων και χρωματικών αξιών, το στυλιζάρισμα των μορφών και τη μουσική των τοπικών χρωμάτων, ο Χατζηκυριάκος - Γκίκας φτάνει από το δρόμο της ζωντανής και λαϊκής Ελλάδας στην παράδοση της αρχαϊκής ελληνικής τέχνης."Το 1991, δωρίζει ολόκληρη την προσωπική του συλλογή, μαζί με το σπίτι της οδού Κριεζώτου, στο Μουσείο Μπενάκη. Η οικία του μετατράπηκε σε μουσείο πριν το θάνατό του, διασκευασμένη από τον ίδιο και με τα δωμάτια να παραμένουν όπως ήταν όταν τα χρησιμοποιούσε.
Το Νοέμβριο του 2017 το έργο του «A Travelers La Ville» δημοπραττήθηκε από τον Οίκο Sotheby’s του Λονδίνου με τελικό αντίτιμο που ξεπερνούσε τα 300.000 ευρώ.
Σήμερα αναγνωρίζεται ως ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες καλλιτέχνες της εποχής του.
Φραντσέσκο Μοροζίνι, ήταν δόγης της Γαληνοτάτης Δημοκρατίας της Βενετίας, υπεύθυνος για την καταστροφή του μεγαλύτερου τμήματος του Παρθενώνα
Φραντσέσκο Μοροζίνι
O Φραντσέσκο Μοροζίνι ήταν δόγης της Γαληνοτάτης Δημοκρατίας της Βενετίας από το 1688 έως το 1694, κατά τη διάρκεια του Έκτου Ενετοτουρκικού πολέμου, που είχε αρχίσει από το 1645 με την επιδρομή των Τούρκων κατά της Κρήτης. Ήταν γόνος της περίφημης ενετικής μεσαιωνικής οικογένειας ευγενών Μοροζίνι, από την οποία και προήλθαν πολλοί Δόγηδες, λόγιοι, στρατηγοί και ναυμάχοι. (Francesco Morosini, 26 Φεβρουαρίου 1619 - 6 Ιανουαρίου 1694)
Αρχική σταδιοδρομία
Ο Φραντσέσκο Μοροζίνι γεννήθηκε στις 26 Φεβρουαρίου 1619. Από νεαρή ηλικία είχε διακριθεί σε ανδρεία κατά τον Ενετοτουρκικό πόλεμο.
Έτσι μετά τον θάνατο του Ενετού ναυάρχου Μοτσενίγου, σε ηλικία 36 ετών διορίστηκε προσωρινά στόλαρχος των ενετικών ναυτικών δυνάμεων, επιχειρώντας λεηλασίες των τουρκικών παραλίων και πυρπολήσεις εχθρικών αποθηκών, αναμένοντας τον νέο ναύαρχο Φοσκαρίνι.
Μετά όμως από το θάνατο και του νέου ναυάρχου ανέλαβε οριστικά την αρχηγία του ενετικού στόλου. Από τη θέση αυτή άρχισε να καταστρώνει το σχέδιό του που ήταν η εκτόπιση των Τούρκων από το Αιγαίο προσβάλλοντας διαδοχικά την Μονεμβάσια, την Χαλκίδα και διάφορος λιμένες της Εύβοιας και τέλος τα Χανιά (1660).
Πλην όμως απέτυχε σ' όλες αυτές τις επιχειρήσεις του. Τότε καταγγέλθηκε από κάποιον υφιστάμενό του λεγόμενο Μπαρμπάρο (Barbaro), (στον οποίο είχε απαγγείλει ποινή θανάτου για παράλειψη καθήκοντος), για αναξιότητα με συνέπεια ν΄ ανακληθεί από τη κυβέρνηση της Βενετίας που όμως στη συνέχεια απηλλάγη από κάθε κατηγορία.
Στο μεταξύ, εξακολουθούσε ο πόλεμος στη Κρήτη που έφθασε σε ένταση με την πολιορκία του Χάνδακα (= Ηράκλειο) την οποία διεύθυνε ο Μέγας Βεζίρης Φαζίλ Αχμέτ Κιουπρουλού. Προς αντιμετώπιση του πολυμήχανου εκείνου Βεζίρη η ενετική κυβέρνηση έκρινε επιβεβλημένο να αποστείλει τον δραστήριο Μοροζίνι διορίζοντάς τον τον Δεκέμβριο του 1666 αρχιστράτηγο των ενετικών δυνάμενων της Κρήτης.
Από τη θέση αυτή όμως ο Μοροζίνι μη δυνάμενος ν΄ αποκόψει τις θαλάσσιες συγκοινωνίες των Τούρκων περιορίστηκε στην άμυνα του Χάνδακα. Μετά από αιματηρούς αγώνες και ανθιστάμενος των πιέσεων δύο ακόμη ετών και 9 μηνών αναγκάστηκε να συνθηκολογήσει, (κατ΄ άλλους για να προλάβει νέα έφοδο με πιθανή άλωση και σφαγή της φρουράς και των κατοίκων, κατ΄ άλλους προκειμένου να ματαιώσει γαλλικές μηχανορραφίες), και να το παραδώσει δια της ομώνυμης συνθήκης Κάντιας στις 27 Σεπτεμβρίου του 1669 στις δυνάμεις της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, μετά την οποία εξήλθε ελεύθερη η φρουρά καθώς και οι κάτοικοι της ερειπωμένης πλέον από τους συνεχείς βομβαρδισμούς πόλης.
Για την πράξη του αυτή στη συνέχεια μετά την επιστροφή του στη Βενετία κατηγορήθηκε για δειλία και προδοσία. Ωστόσο αθωώθηκε πανηγυρικά μετά από μια σύντομη δίκη, παραμένοντας στη συνέχεια σε αφάνεια, μέχρι της κήρυξης του νέου ενετοτουρκικού πολέμου το 1684, όπου όλες οι ένοπλες δυνάμεις της Ενετίας καθώς και πολλοί Έλληνες τάχθηκαν μαζί τους και συγκεντρώθηκαν υπό την αρχηγία του.
Απελευθέρωση Πελοποννήσου
Έτσι το 1685, διοικητής του ενετικού στόλου προσέγγισε αρχικά την Κέρκυρα απ΄ όπου ενισχύθηκε με 2.000 Έλληνες εθελοντές. Τον ίδιο χρόνο κυρίευσε τη Λευκάδα. Στη συνέχεια αφού ενισχύθηκε και με νέες επικουρίες υπό τον Σουηδό στρατηγό Όθων Καίνιξμαρκ στράφηκε προς τα Κάστρα της Μεσσηνίας τα οποία το ένα μετά το άλλο τα κατέλαβε σταθμεύοντας στη Μεθώνη για πολεμικό συμβούλιο αφού και λεηλάτησε προηγουμένως το υπό των Τούρκων κάστρο της Κορώνης.
Κατά το συμβούλιο εκείνο λήφθηκε η απόφαση της άμεσης προσβολής του Μυστρά και στη συνέχεια του Ναυπλίου που εν τω μεταξύ οι Τούρκοι είχαν αρχίσει τον ανεφοδιασμό του. Έτσι ο Φραντσέσκο Μοροζίνι συνεχίζει με την αρμάδα του τον περίπλου της Μάνης φθάνοντας στο καραβοστάσι του Μαραθονησίου (= Γυθείου), αποβιβάζοντας αποσπάσματα του Καίνιξμαρκ για άμεση προσβολή και κατάληψη του Μυστρά, ενώ ο ίδιος συνεχίζει προς τη Μονεμβάσια και από εκεί προς τον όρμο του Τολού όπου στις 25 Ιουλίου του 1686 αποβιβάζει το μεγαλύτερο μέρος των στρατευμάτων με γενική προσβολή την ίδια ημέρα του Άργους. Μετά την επιτυχία αυτή τα στρατεύματα του Καίνιξμαρκ κατέλαβαν και το Παλαμήδι.
Οι νίκες που ακολούθησαν το επόμενο έτος 1687, με την κατάληψη όλων των κάστρων Ναυπάκτου, Μάνης, Μυστρά, Άργους, Ναυπλίου και Κορίνθου υπήρξαν καθοριστικές για την έκβαση εκείνου του πολέμου, χαρίζοντας την ελευθερία σε όλη την Πελοπόννησο, εκτός της ανθιστάμενης Μονεμβασίας.
Μετά τις εκκαθαριστικές επιχειρήσεις αυτές ακολούθησε νέο πολεμικό συμβούλιο που τάχθηκε υπέρ της τομής του Ισθμού της Κορίνθου για τη διασφάλιση της Πελοποννήσου, που ήταν έργο χρονοβόρο και πολυδάπανο, ή την ανακατάληψη της Αθήνας. Υπέρ της δεύτερης άποψης τάχθηκε ο Μοροζίνι όπου στις 2 Σεπτεμβρίου του 1687 κατέπλευσε στον όρμο Λεόνε (= λιμένα του Πειραιά). Κατά την εναντίον της Αθήνας επιχείρηση αυτή δυστυχώς μία οβίδα επέπεσε στον Παρθενώνα που είχε μεταβληθεί σε μπαρουταποθήκη με συνέπεια τη καταστροφή του μεγαλυτέρου τμήματός του. Το γεγονός αυτό αποτέλεσε τη πρώτη κηλίδα στις στρατιωτικές νίκες του Μοροζίνι, κατά των Τούρκων. Η δεύτερη κηλίδα ήταν η πανώλη που μεταδόθηκε αστραπιαία από γαλλικό πλοίο στο Ναύπλιο και τα περίχωρά του.
Παρά ταύτα η Γερουσία της Βενετίας εκτιμώντας τις σπουδαίες νίκες του, του απένειμε τον τίτλο τιμής «Πελοποννησιακός», τοποθετώντας και χάλκινη προτομή του «εν ζωή» στο Ανάκτορο των Δόγηδων. Μετά δε τον θάνατο του Μαρκαντωνίου Ιουστινιάνη τον ανακήρυξε Δόγη της Βενετίας.
Δόγης
Ο Ναύαρχος Φραντσέσκο Μοροζίνι ανακηρύχθηκε Δόγης στις 3 Απριλίου του 1688. Την εποχή εκείνη βρίσκονταν στον Πόρο όπου ναυλοχούσε η αρμάδα του. Έτσι λίγες μέρες μετά, κατέπλευσε στον Πόρο το θρυλικό σκάφος «Βουκένταυρος» το οποίο και μετέφερε τα σύμβολα του Δογικού αξιώματος τα οποία σε λαμπρότατη τελετή παραδόθηκαν στο ναύαρχο. Εκείνος αφού περιεβλήθη αυτών, υπό τις ιαχές των πληρωμάτων των πλοίων του, επιβιβάστηκε στον Βουκένταυρο όπου και απέπλευσε για τη Βενετία, για την ανάληψη των νέων του καθηκόντων, συνοδευόμενος από το μεγαλύτερο μέρος της αρμάδας του.
Ο Δόγης Μοροζίνι και υπό τα νέα του καθήκοντα δεν έπαψε να ενδιαφέρεται περί των διαφόρων συμβάντων στη Πελοπόννησο. Την απουσία του Μοροζίνι εκμεταλλεύτηκε για δράση ο πολυμήχανος Λιμπέριος Γερακάρης ο οποίος και δημιούργησε τελικά αιτιάσεις συμπράττοντας επικείμενη εισβολή του Σερασκέρη. Έτσι ο Δόγης επιβιβασθείς και πάλι στο Βουκένταυρο στις 24 Μαΐου του 1693, σε ηλικία 75 ετών, πλήρης όμως ζωντάνιας και με ολόκληρη την ενετική αρμάδα απέπλευσε για το Αιγαίο, προς ματαίωση της νέας εισβολής. Αρχικά κατέπλευσε στο Ναύπλιο και στη συνέχεια στον Πόρο. Αφού κατέστρωσε και λεπτομερές πολεμικό σχέδιο επιχειρήσεων απόκρουσης σε συνεργασία με τον Προβλεπτή της Πελοποννήσου Αντόνιο Ζένο αιφνίδια και ενώ βρισκόταν με την αρμάδα του στον όρμο της Καρύστου η χρόνια λιθίαση, από την οποία έπασχε για μακρό διάστημα, επιδεινώθηκε οπότε και απέπλευσε εσπευσμένα για Ναύπλιο όπου τελικά και υπέκυψε στις 27 Δεκεμβρίου του 1693.
Το λείψανό του ταριχεύτηκε και μεταφέρθηκε στη Βενετία όπου σε μεγαλοπρεπή τελετή στις 16 Ιανουαρίου (ν.ημ.) του 1694 τοποθετήθηκε σε κρύπτη του Ναού του Αγίου Στεφάνου των Αυγουστίνων. Στο δε μνημείο του που αναγέρθηκε χαράχθηκε η επιγραφή «Francisco Mavroceno Peloponneciaco. Senatus 1694 (= σε ελληνική απόδοση: «Φραγκίσκω Μαυρογένη τω Πελοποννησιακώ η Γερουσία έτει 1694»).
Πληροφορίες: el.wikipedia.org
Αθανάσιος Νάσιουτζικ, ήταν Έλληνας χημικός, επιχειρηματίας, συγγραφέας και αρθρογράφος
Αθανάσιος Νάσιουτζικ
Ο Αθανάσιος Νάσιουτζικ (1917 - 17 Φεβρουαρίου 2005) ήταν Έλληνας χημικός, επιχειρηματίας, συγγραφέας και αρθρογράφος. Διετελεσε πρόεδρος της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών από το 1981 μέχρι το 1984.
Τις δεκαετίες του 1980 και 1990 βρέθηκε στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος της ελληνικής κοινής γνώμης, καθώς καταδικάστηκε για τη δολοφονία του συγγραφέα Αθανάσιου Διαμαντόπουλου. Σύμφωνα με το δικαστήριο, ο Νάσιουτζικ του καταφέρε 97 χτυπήματα στο κεφάλι με σφυρί. Η δολοφονία εκείνη έμεινε γνωστή ως «έγκλημα στο Κολωνάκι». Ο ίδιος ο Νάσιουτζικ δεν παραδέχτηκε ποτέ την ενοχή του για αυτή την υπόθεση, υποστηρίζοντας ότι έπεσε θύμα πλεκτάνης.
Γεννήθηκε στις Σέρρες το 1917. Η οικογένειά του ήταν από τις πλουσιότερες της πόλης, και στην ιδιοκτησία της είχε το εργοστάσιο από το οποίο ηλεκτροδοτούνταν οι Σέρρες και η ευρύτερη περιοχή.
Σπούδασε χημεία στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης (ΑΠΘ).[4] Την περίοδο της Κατοχής, οργανώθηκε στο ΕΑΜ και την ΕΠΟΝ, ενώ το 1947, την περίοδο του Εμφυλίου Πολέμου, οργάνωσε επίθεση με χειροβομβίδες στο εργοστάσιο της οικογένειάς του, καθώς ο πατέρας του ήταν δεξιός. Αναγκάστηκε να υπηρετήσει στον Εθνικό Στρατό και συνελήφθη από τους κομμουνιστές αιχμάλωτος. Στάλθηκε σε στρατόπεδο συγκέντρωσης στην Αλβανία του Εμβέρ Χότζα, όπου παρέμεινε οκτώ χρόνια. Μετά την απελευθέρωσή του από εκεί, μετέβη στην Αθήνα, όπου -μαζί με τα αδέλφια του ασχολήθηκε- με τις επιχειρήσεις και τη συγγραφή.
Ο Νάσιουτζικ διετέλεσε πρόεδρος της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών (ΕΕΛ) από το 1981 μέχρι το 1984. Εκείνα τα χρόνια είχε έντονη κοινωνική παρουσία και δράση, και πολλές φορές συναντήθηκε με τον πρωθυπουργό Ανδρέα Παπανδρέου και την υπουργό Πολιτισμού Μελίνα Μερκούρη, ενώ συμμετείχε ως ομιλητής σε συνέδρια για την ειρήνη, τα ανθρώπινα δικαιώματα, τον σοσιαλισμό, και τον πυρηνικό αφοπλισμό των τότε υπερδυνάμεων, ΗΠΑ και Σοβιετικής Ένωσης.
Απεβίωσε το 2005. Με τη σύζυγό του, τη μεταφράστρια και συγγραφέα Ζωή Νάσιουτζικ, απέκτησαν δυο κόρες: την Αρετή και τη συγγραφέα Παυλίνα Νάσιουτζικ (μητέρα του αναρχικού Νίκου Ρωμανού, που συνελλήφθη το Φεβρουάριο του 2013 και καταδικάστηκε για απόπειρα ένοπλης ληστείας).
Έργο
Την πρώτη του εμφάνιση στα γράμματα την έκανε το 1967 με το έργο Οι Ρίζες, και τα επόμενα χρόνια συνέγραψε και δημοσίευσε διάφορα βιβλία και δοκίμια, μεταξύ των οποίων και τα:[4] Φυσική και άνθρωπος (Ιωλκός, 1969· Κέδρος, 1973), Βιολογία του χρόνου (1970), Το τραύμα του Αδάμ (1971), Πεδίο και ανταγωνισμός (1974), Το σήμερα και το αύριο (1982), Αναζητήσεις (1984), Σκέψη και ύπαρξης (1985) και Της φυλακής (1994). Από το 1970 συνεργαζόταν με την εφημερίδα Το Βήμα, δημοσιεύοντας επιστημονικά και φιλοσοφικά άρθρα. Αρθρογραφούσε, επίσης, στα περιοδικά Ιωλκός, Νέα Εστία και Τομές.
Υπόθεση δολοφονίας Διαμαντόπουλου
Στις 24 Σεπτεμβρίου 1984 δολοφονήθηκε ο συγγραφέας Αθανάσιος Διαμαντόπουλος, γραμματέας της ΕΕΛ, στο διαμέρισμά του στο Κολωνάκι με 97 σφυριές. Ο Νάσιουτζικ συνελήφθη από την Αστυνομία με βάση τις μαρτυρίες μιας γειτόνισσας του θύματος. Αρνήθηκε την ενοχή του και στη συνέχεια αποπειράθηκε να αυτοκτονήσει με χάπια. Τελικά, η προσαγωγή του στον ανακριτή έγινε στις αρχές Απριλίου του 1985. Η δίκη ήταν πολύκροτη και απασχόλησε έντονα τα ΜΜΕ και την κοινή γνώμη. Η πρώτη απόφαση του δικαστηρίου, στις 27 Μαΐου 1988, ήταν αθωωτική για τον Νάσιουτζικ. Με απόφαση όμως του Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου διατάχθηκε η επανάληψη της δίκης, που ορίστηκε για τον Ιούνιο του 1990. Ο Νάσιουτζικ καταδικάστηκε από το Εφετείο σε 15 χρόνια κάθειρξη το 1993. Αποφυλακίστηκε το 1995, καθώς έκανε χρήση των ευνοϊκών διατάξεων για τους ηλικιωμένους καταδικασθέντες.
Μολιέρος, ήταν Γάλλος θεατρικός συγγραφέας και ηθοποιός, θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους δασκάλους της κωμωδίας στη δυτική λογοτεχνία
Μολιέρος
Γάλλος θεατρικός συγγραφέας και ηθοποιός
θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους δασκάλους της κωμωδίας στη δυτική λογοτεχνία
Ο Μολιέρος ήταν Γάλλος θεατρικός συγγραφέας και ηθοποιός, ο οποίος θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους δασκάλους της κωμωδίας στη δυτική λογοτεχνία. (Moliere, Μολιέρ, πραγματικό όνομα: Jean-Baptiste Poquelin, Ζαν-Μπατίστ Ποκλέν, Παρίσι, 15 Ιανουαρίου 1622 - Παρίσι, 17 Φεβρουαρίου 1673)
Οι Γάλλοι τον θεωρούν ως τον καλύτερο κλασσικό ποιητή τους, ενώ για πολλούς είναι και ο καλύτερος Γάλλος λογοτέχνης. Μπόρεσε και έφερε την κωμωδία σε ίση θέση με την τραγωδία, και αυτό είναι το μεγαλύτερο κατόρθωμά του. Ανήκε στο καλλιτεχνικό κίνημα του κλασικισμού.
Παιδική ηλικία και περιπλανήσεις
Ο Μολιέρος ήταν ο μεγαλύτερος γιος ενός έμπορου υφασμάτων στο Παρίσι, ο οποίος έγινε το 1631 βασιλικός διακοσμητής.
Έτσι, ο πατέρας του Μολιέρου τον προόριζε να γίνει θαλαμηπόλος του βασιλιά. Φοίτησε σε ένα Ιησουιτικό κολέγιο στο Παρίσι.
Την πρώτη του επαφή με το θέατρο την έκανε μαζί με τον παππού του, ο οποίος αγαπούσε το θέατρο.
Στα 16 του χρόνια έφυγε να σπουδάσει νομική στην Ορλεάνη. Όταν επέστρεψε στο Παρίσι έγινε δικηγόρος. Το 1642 γνώρισε μία ηθοποιό, την Μαντλέν Μπεζάρ (Madeleine Bejart), η οποία ενίσχυσε την αγάπη του για το θέατρο.
Ο πατέρας του όμως ήταν αντίθετος προς το θέατρο. Έτσι, το 1643 ο Μολιέρος αναγκάστηκε να παρατήσει το επάγγελμα του δικηγόρου και ίδρυσε μαζί με τους αδερφούς της ερωμένης του και μαζί με μερικούς άλλους κωμικούς έναν θεατρικό θίασο.
Αυτός ο θίασος μετά από τις πρώτες αποτυχίες (είχε καταλήξει και σε χρεοκοπία για μια στιγμή) άρχισε να παρουσιάζει επιτυχίες στην Δυτική και στην Νότια Γαλλία.
Ο Μολιέρος όμως άρχισε μόλις το 1665 να γράφει δικά του θεατρικά έργα.
Επιστροφή στο Παρίσι και πρώτες επιτυχίες
Το 1658 ο Μολιέρος επέστρεψε στο Παρίσι και άρχισε να έχει επαφές με τον αδερφό του βασιλιά Λουδοβίκου ΙΔ΄. Προσκλήθηκε να παρουσιάσει μερικά έργα στην βασιλική αυλή. Την ίδια περίοδο άρχισε να γίνεται σιγά σιγά διάσημος. Το 1659 εμφανίστηκε το έργο του "Οι γελοίες κομψές κυρίες", το οποίο έκανε θραύση και κέρδισε αμέσως την εμπιστοσύνη του βασιλιά.
Η επόμενη πολύ μεγάλη επιτυχία ήταν το 1662 το θεατρικό έργο "Το σχολείο των γυναικών". Ο βασιλιάς, βλέποντας την μεγάλη επιτυχία του Μολιέρου, άρχισε να τον ενισχύει οικονομικά. Σε προσωπικό επίπεδο η ζωή του Μολιέρου ήταν πολύ καλή και απέκτησε μαζί με την μνηστή του και παιδί, το οποίο όμως πέθανε σε μικρή ηλικία.
Τα δύσκολα χρόνια 1664-1669
Τον Μάιο του 1664 ο Μολιέρος, που είχε γίνει διευθυντής του θεατρικού θιάσου του βασιλιά, διοργάνωσε μια φαντασμαγορική γιορτή στους κήπους των Βερσαλλιών, όπου παρουσίασε 4 νέα θεατρικά κομμάτια: την Πριγκίπισσα της Ελίδας (La Princesse d'Elide), τον Γάμο με το στανιό, τους Εκνευριστικούς και τον Ταρτούφο (Le Tartuffe). Η τελευταία αυτή κωμωδία, ο Ταρτούφος, είχε ήδη αρχίσει να προκαλεί την έντονη κριτική και τις αντιδράσεις μερικών ευγενών της Αυλής πριν ακόμη γίνει η πρώτη επίσημη παρουσίαση.
Ο Μολιέρος γράφει τον Ταρτούφο το 1664, σε ηλικία 43 χρονών. Προτού τον τελειώσει, ο Λουδοβίκος ΙΔ΄ τον επιστρατεύει για να συνεργαστεί με τον συνθέτη Ζαν Μπατίστ Λυλί και τον σκηνογράφο Βιγκαρίνι σε μια φαντασμαγορική φιέστα στις Βερσαλλίες. Ο ίδιος ο Μολιέρος υποδύεται το θεό Πάνα, σκαρφαλωμένος σ΄ ένα τεράστιο μαγικό βουνό. Τη στερνή μέρα της γιορτής παρουσιάζει, σαν επίλογο, τις τρεις πρώτες πράξεις από τον Ταρτούφο. Ο βασιλιάς τον έχει ωστόσο προειδοποιήσει: «Μην τα βάζεις με τους θρησκόληπτους. Θα σε φάνε». Η κωμωδία είχε ως βασικό πρωταγωνιστή έναν επιφανειακά πολύ θρησκομανή άνθρωπο, ο οποίος όμως στην πραγματικότητα ήταν ένας απατεώνας που επιδίωκε δύναμη.
Μετά την παρουσίαση ξέσπασε μεγάλη αγανάκτηση στην "παλαιά αυλή", στους ευγενείς δηλαδή που ήταν μεγάλη σε ηλικία και αναπολούσαν τις μέρες πριν το 1661, πριν αναλάβει την εξουσία ο Λουδοβίκος ΙΔ΄, τότε δηλαδή που είχαν πολιτική δύναμη. Ο Λουδοβίκος ΙΔ΄, αν και κατηγορηματικός απέναντι στην στάση των ευγενών αυτών, κάτω από την μεγάλη πίεση τους αναγκάστηκε να απαγορεύσει επίσημα κάθε παρουσίαση του θεατρικού αυτού έργου.
Τα επόμενα χρόνια του Μολιέρου πέρασαν με τον διαρκή και επίμονο αγώνα του για τον Ταρτούφο. Παρ' όλα αυτά ο βασιλιάς συνέχισε να υποστηρίζει τον Μολιέρο και μάλιστα το καλοκαίρι του 1665 αύξησε το επίδομα του προς αυτόν από τις 1000 στις 6000 λίβρες, ενώ ο θεατρικός θίασος του οποίου ηγούνταν ο Μολιέρος μετονομάστηκε στον επίσημο θεατρικό θίασο του βασιλιά.
Αυτά τα δύο ευχάριστα γεγονότα συνέβησαν αμέσως μετά την γέννηση της κόρης του, η οποία έμελλε να είναι η μόνη που θα επιζούσε από τα παιδιά του Μολιέρου.
Το καλοκαίρι του 1667 ο Μολιέρος ανέλαβε μια επεξεργασμένη έκδοση του Ταρτούφου, την οποία μετονόμασε Ο Απατεώνας. Όμως, ο πρόεδρος του Ανώτατου Δικαστηρίου του Παρισιού αντέδρασε άμεσα με μία απαγόρευση του κομματιού, ενώ ο αρχιεπίσκοπος του Παρισιού απείλησε τον Μολιέρο ακόμη και με αφορισμό. Ο βασιλιάς όμως επέτρεψε να γίνει η παρουσίαση του θεατρικού έργου ιδιωτικά από τον αδελφό του.
Μόλις στις 5 Φεβρουαρίου 1669, όταν η "παλιά Αυλή" είχε αποδυναμωθεί τελείως και ο Λουδοβίκος ΙΔ΄ κρατούσε στα χέρια του γερά τα ηνία της γαλλικής κυβέρνησης, μπόρεσε ο Μολιέρος χωρίς κανένα πρόβλημα πλέον και χωρίς αντιδράσεις, κριτικές και αφορισμούς, να παρουσιάσει επίσημα την θεατρική κωμωδία Ταρτούφος ή ο απατεώνας(Tartuffe, ou l'Imposteur), με τεράστια επιτυχία.
Εν τω μεταξύ ασχολήθηκε πάλι με το θέμα της υποκρισίας: στα τέλη του 1664,μετά την πρώτη απαγόρευση του Ταρτούφου, συνέγραψε τον Δον Ζουάν, μία κωμωδία με θέμα έναν αριστοκράτη απατεώνα γυναικών, που στο τέλος καταλήγει στην κόλαση.
Τον Ιούνιο του 1666 ο Μολιέρος εξέδωσε την κωμωδία Ο Μισάνθρωπος (Le Misanthrope), μία σάτιρα σχετικά με την υποκριτική ευγένεια και την ανέντιμη κολακεία στην βασιλική αυλή αλλά και στα σαλόνια του Παρισιού. Η ασυνήθιστα έντονα αυτοβιογραφικά αποτυπωμένη φιγούρα του Άλκεστου, του πρωταγωνιστή του Μισάνθρωπου, αντικατοπτρίζει την απέχθεια του Μολιέρου και την μη θέληση του να ενταχθεί στη ζωή της βασιλικής αυλής, όπου κυριαρχούσε το ψεύδος, η υποκρισία, οι ίντριγκες και η κολακεία.
Τα τελευταία χρόνια
Το 1668, μετά την δεύτερη απαγόρευση του Ταρτούφου, ο Μολιέρος για πρώτη φορά εξέφρασε ήπια κριτική στον προστάτη του και μαικήνα του θεάτρου βασιλιά Λουδοβίκου ΙΔ΄, στο έργο του Αμφιτρύωνας (Amphitryon).
Μια από τις πιο γνωστές στιγμές της ζωής του Μολιέρου είναι και η τελευταία του η οποία έγινε θρύλος. Ο Μολιέρος δεν πέθανε, όπως πιστεύεται, πάνω στη σκηνή. Κατά τη διάρκεια στης παράστασης «Ο κατά φαντασίαν ασθενής» κατέρρευσε στην σκηνή βήχοντας και αιμορραγώντας και παρά τις πιέσεις του βασιλιά Λουδοβίκου XIV για ξεκούραση, εκείνος συνέχισε να παίζει μέχρι το τέλος του έργου.
Ύστερα από αυτό κατέρρευσε ξανά έχοντας μεγαλύτερη αιμορραγία αυτή τη φορά και πέθανε λίγες ώρες αργότερα στο σπίτι του. Ενταφιάστηκε χωρίς χριστιανική κηδεία και όντας ηθοποιός απαγορευόταν εκ νόμου να ταφεί στο ιερό χώμα ενός νεκροταφείου. Η σύζυγός του ζήτησε από το βασιλιά Λουδοβίκο XIV να επιτρέψει μια απλή τελετή αργά τη νύχτα.
Εκείνος δέχτηκε και ο Μολιέρος τοποθετήθηκε στο μέρος του νεκροταφείου που προοριζόταν για τα αβάπτιστα βρέφη. Σε εκείνη την μυστική κηδεία παραβρέθηκαν πάνω από 800 άτομα.
Το 1792 τα οστά του μεταφέρθηκαν στο μουσείο μνημείων της Γαλλίας και το 1817 μεταφέρθηκαν στο νεκροταφείο Le Pere Lachaise. Λέγεται πως τη νύχτα που πέθανε, ο Μολιέρος φορούσε πράσινα ρούχα και έκτοτε υπάρχει η προκατάληψη πως το πράσινο χρώμα φέρνει κακοτυχία στους ηθοποιούς.
Ιστορικές Φράσεις
Η φυσική νοημοσύνη δεν μπορεί να νικήσει την φυσική ηλιθιότητα.
Λορίνα Ισαβέλλα Ειρήνη Μακένιτ Καναδή τραγουδίστρια, συνθέτρια, αρπίστρια, ακορντεονίστρια και πιανίστρια που γράφει, ηχογραφεί και παίζει μουσικές τού κόσμου με θέματα κελτικά, καθώς και θέματα από τη Μέση Ανατολή
Λορίνα Ισαβέλλα Ειρήνη Μακένιτ
Καναδή τραγουδίστρια, συνθέτρια, αρπίστρια, ακορντεονίστρια και πιανίστρια
που γράφει, ηχογραφεί και παίζει μουσικές τού κόσμου
με θέματα κελτικά, καθώς και θέματα από τη Μέση Ανατολή
Η Λορίνα Ισαβέλλα Ειρήνη Μακένιτ, είναι Καναδή τραγουδίστρια, συνθέτρια, αρπίστρια, ακορντεονίστρια και πιανίστρια που γράφει, ηχογραφεί και παίζει μουσικές τού κόσμου με θέματα κελτικά, καθώς και θέματα από τη Μέση Ανατολή. Η Μακένιτ είναι γνωστή για τα εκλεπτυσμένα και ευκρινή φωνητικά υψιφώνου που διαθέτει. Έχει πουλήσει περισσότερα από 14 εκατομμύρια δίσκους παγκοσμίως. (Loreena Isabel Irene McKennitt, 17 Φεβρουαρίου 1957)
Τα πρώτα χρόνια
Η Μακένιτ γεννήθηκε στο Morden τής Manitoba τού Καναδά με ιρλανδική και σκωτσέζικη καταγωγή από τον Τζακ (πέθανε το 1992• ήταν ζωέμπορος) και την Ειρήνη Μακένιτ (1931-2011• ήταν νοσοκόμα). Μετακόμισε στο Stratford του Ontario το 1981, όπου κατοικεί μέχρι σήμερα.
Όταν η Λορίνα ήταν μικρή, ήθελε να γίνει κτηνίατρος, αλλά ανακάλυψε ότι μάλλον η μουσική επέλεξε αυτήν παρά η ίδια τη μουσική. Έχοντας αναπτύξει ένα πάθος για την κέλτικη μουσική, έμαθε να παίζει την κέλτικη άρπα και άρχισε να δίνει υπαίθριες συναυλίες σε διάφορα μέρη, περιλαμβανομένης της αγοράς St. Lawrence στο Τορόντο, για να συγκεντρώσει χρήματα προκειμένου να ηχογραφήσει τον πρώτο της μεγάλο δίσκο.
Σταδιοδρομία
Το πρώτο άλμπουμ της Μακένιτ, Elemental (Στοιχειώδης Γνώση), κυκλοφόρησε το 1985 και ακολούθησαν τα To Drive the Cold Winter Away (Για να Διώξουμε τον Κρύο Χειμώνα, 1987), Parallel Dreams (Παράλληλα Όνειρα, 1989), The Visit (Η Επίσκεψη, 1991), The Mask and Mirror (Η Μάσκα και ο Καθρέφτης, 1994), A Winter Garden (Χειμωνιάτικος Κήπος, 1995), The Book of Secrets (Το Βιβλίο των Μυστικών, 1997), An Ancient Muse (Αρχαία Μούσα, 2006), A Midwinter Night’s Dream (Όνειρο Χειμωνιάτικης Νύχτας, 2008), και The Wind That Shakes the Barley (Ο Άνεμος {Που} Χορεύει το Κριθάρι, 2010). Όλα τα έργα της εκδίδονται από τη δική της εταιρεία με την επωνυμία Quinlan Road.
Το 1990 η Μακένιτ έγραψε τη μουσική για το ντοκιμαντέρ του Εθνικού Συμβουλίου Κινηματογράφου του Καναδά The Burning Times, μια ρεβιζιονιστική φεμινιστική αφήγηση για τις Δίκες Μαγισσών στην Ευρώπη της Νεότερης Εποχής. Το κύριο θέμα αργότερα επανηχογραφήθηκε από την ίδια και την ορχήστρα της και τιτλοφορήθηκε Tango to Evora, ένα κομμάτι που περιέχεται στο άλμπουμ της The Visit.
Το 1993 περιόδευσε στην Ευρώπη υποστηρικτικά του ''Μάικ Όλντφιλντ''. Το 1995 η διασκευή της του παραδοσιακού Ιρλανδέζικου τραγουδιού Bonny Portmore παρουσιάσθηκε στη σειρά Highlander. Το σινγκλ τής Μακένιτ "The Mummers' Dance" (Ο Χορός των Θεατρίνων) είχε σημαντικές ραδιοφωνικές μεταδόσεις στις Βορειοαμερικανικές αγορές κατά την άνοιξη τού 1997, και χρησιμοποιήθηκε ως μουσικό θέμα για τη βραχύβια τηλεοπτική σειρά Legacy. Χρησιμοποιήθηκε επίσης στο ευρείας εκστρατείας διαφημιστικό τής ταινίας της Ντριου Μπάριμορ Ever After το 1998.
Μουσική και τραγούδια της ακούστηκαν στις ταινίες The Santa Clause, Soldier, Jade, Holy Man, The Mists of Avalon και Tinkerbell, καθώς και στις τηλεοπτικές σειρές Roar, Due South, και Full Circle (Women and Spirituality)
Προσωπική ζωή
Το 1998 ο μνηστήρας της Μακένιτ Ronald Rees, ο αδελφός του Richard και ο στενός φίλος τους Gregory Cook πνίγηκαν σε ένα ατύχημα λεμβοδρομιών στον κόλπο Georgian. Η Μακένιτ επηρεάσθηκε βαθύτατα απ’ αυτό το γεγονός και αργότερα τον ίδιο χρόνο ίδρυσε Ταμείο Αφιερωμένο Στη Μνήμη των Cook και Rees που είχε ως σκοπό την Έρευνα και την Ασφάλεια στα Θαλάσσια Ύδατα. Κατά την εποχή του συμβάντος εργαζόταν για την παραγωγή ενός άλμπουμ από δύο ζωντανές εμφανίσεις της με τίτλο Live in Paris and Toronto. Οι εισπράξεις απ’ αυτό το άλμπουμ, που ανήλθαν στο ποσό των τριών εκατομμυρίων δολαρίων, προσφέρθηκαν στο νεοσύστατο Ταμείο Μνήμης. Μετά από την κυκλοφορία αυτού τού άλμπουμ, η Μακένιτ αποφάσισε να ελαττώσει σημαντικά τον αριθμό των δημόσιων εμφανίσεών της και δεν εξέδωσε καμία καινούργια ηχογράφησή της μέχρι την παραγωγή τού στούντιο-άλμπουμ An Ancient Muse το 2006.
Διακρίσεις
Από το 1992 και μετά η Λορίνα Μακένιτ, τόσο για την επιτυχημένη εμπορική επίδοση συγκεκριμένων άλμπουμ της όσο και για τη γενικότερη συμβολή της στα πολιτιστικά δρώμενα, κέρδισε πολλές διακρίσεις, μεταξύ των οποίων τής επιτίμου διδάκτορα των γραμμάτων από το πανεπιστήμιο Wilfrid Laurier το 2002, τής επιτίμου διδάκτορα νομικής από τα πανεπιστήμια Manitoba και Queen's το 2005, τής επιτίμου συνταγματάρχου από τη Βασιλική Πολεμική Αεροπορία τού Καναδά το 2006, καθώς και μια υποψηφιότητα για το βραβείο Grammy στην κατηγορία Καλύτερο άλμπουμ για Σύγχρονες Μουσικές τού Κόσμου το 2007.
Περισσότερα Άρθρα...
- Τέλλος Άγρας ή Καπετάν Άγρας ήταν Έλληνας αντάρτης που έλαβε μέρος και πρωτοστάτησε στον Μακεδονικό Αγώνα
- Μάκης Χριστοδουλόπουλος, είναι Έλληνας τραγουδιστής και μουσικός, τσιγγάνικης καταγωγής
- Γιώργος Τρόντζος Έλληνας πρώην διεθνής καλαθοσφαιριστής και προπονητής με ένα Κύπελλο Κυπελλούχων Ευρώπης το 1968
- Θεόδωρος Ιακώβου Ράλλης Έλληνας οριενταλιστής ζωγράφος της "γαλλικής ακαδημαϊκής σχολής" του ύστερου 19ου αιώνα