Άρθρα
Λούτσιο Ντάλλα, Ιταλός τραγουδοποιός, από τις κορυφαίες φυσιογνωμίες της ιταλικής έντεχνης λαϊκής μουσικής
Λούτσιο Ντάλλα
Ο Λούτσιο Ντάλλα ήταν Ιταλός τραγουδοποιός, από τις κορυφαίες φυσιογνωμίες της ιταλικής έντεχνης λαϊκής μουσικής. Συνέθεσε μουσική για τον κινηματογράφο και την τηλεόραση, ενώ διακρίθηκε και ως ηθοποιός. (Lucio Dalla, 4 Μαρτίου 1943 - 1 Μαρτίου 2012)
Ο Λούτσιο Ντάλα (Lucio Dalla) γεννήθηκε στην Μπολόνια στις 4 Μαρτίου 1943. Έμεινε ορφανός σε ηλικία επτά ετών από τον πατέρα του, που ήταν διευθυντής του σκοπευτικού ομίλου της πόλης. Την ανατροφή του ανέλαβε η μητέρα του Ιόλη, που ήταν μοδίστρα, με τη συνδρομή του θείου του Αριοντάντε Ντάλα, γνωστού τραγουδιστή τις δεκαετίες ‘40 και ‘50.
Μετά τον θάνατο του πατέρα του, ο νεαρός Λούτσιο μετακόμισε με τη μητέρα του στο Τρεβίζο, όπου άρχισε να μαθαίνει ακορντεόν. Το 1956 η οικογένεια Ντάλα επέστρεψε στην Μπολόνια και στα 13α γενέθλιά του η μητέρα του τού χάρισε ένα κλαρινέτο. Ρίχτηκε με μεγάλο ζήλο στην εκμάθηση του οργάνου και προτού αποφοιτήσει από το Λύκειο έπαιζε τζαζ σε κλαμπ της πόλης με το σχήμα Rheno Dixieland Band, μαζί με τον μετέπειτα γνωστό σκηνοθέτη Πούπι Αβάτι. Μάλιστα, το 1960 το συγκρότημα εμφανίστηκε στο περίφημο φεστιβάλ τζαζ της Αντίμπ στη Γαλλία.
Ο Ντάλα συνήθιζε να τραγουδά επί σκηνής στο στυλ του Τζέιμς Μπράουν. Ο ιταλός τραγουδοποιός Τζίνο Πάολι ήταν αυτός που διέκρινε τις φωνητικές του ικανότητες και τον προέτρεψε να ακολουθήσει σόλο καριέρα στον χώρο της σόουλ. Το 1964, σε ηλικία 21 ετών, ηχογράφησε το πρώτο 45άρι του που περιείχε τα τραγούδια Lei και Ma Questa Sera (διασκευή του τραγουδιού του Κέρτις Μέιφιλντ Hey Little Girl).
Το ντεμπούτο του Ντάλα στο ιταλικό τραγούδι έγινε το 1964 στο φεστιβάλ Καντατζίρο και ήταν ανεπιτυχές, λόγω της εμφάνισής του, αλλά και της μουσικής του, που ήταν αρκούντως πειραματική για τα γούστα του μεγάλου κοινού. Τον επόμενο χρόνο σχηματίζει το γκρουπ Gli Idoli που θα τον συντροφεύει ως το 1972 στην πρώτη φάση της καριέρας του.
Το 1966 κυκλοφορεί το πρώτο άλμπουμ με τίτλο 1999, που πέρασε απαρατήρητο. Το 1967 κάνει το ντεμπούτο του στη μεγάλη οθόνη, στην ταινία των αδελφών Ταβιάνι I sovversivi (Οι ανατρεπτικού) και είναι υποψήφιος για το βραβείο του καλύτερου ηθοποιού στη Μόστρα της Βενετίας. Το δεύτερο άλμπουμ του Ντάλα κυκλοφόρησε το 1970 με τίτλο Terra di Gaibola και περιείχε το τραγούδι 4 Marzo 1943 (η ημερομηνία γέννησής του), που έγινε μεγάλη επιτυχία όταν ακούστηκε στο Φεστιβάλ του Σαν Ρέμο το 1971. Το Piazza Grande ήταν τον δεύτερο τραγούδι που ξεχώρισε από το δεύτερο άλμπουμ του. Ακολουθεί το τρίτο του άλμπουμ Storie di casa mia, με τη διαχρονική επιτυχία του Itaca (Ιθάκη).
Το 1973 κάνει ένα αποφασιστικό βήμα στην καριέρα του και συνεργάζεται με τον συμπατριώτη του ποιητή Ρομπέρτο Ροβέρσι, σε μία κοινωνικά στρατευμένη μουσική και μία καλλιτεχνική δράση, που θυμίζει στους κριτικούς εκείνη του Ντάριο Φο. Από τη συνεργασία τους προέκυψαν οι δίσκοι Il Giorno Aveva Cinque Teste (1973), Anidride Solforosa (1975) και Autobobili (1976). Οι δίσκοι αυτοί υμνήθηκαν από την κριτική, αλλά δεν γνώρισαν εμπορική επιτυχία. Ο Ροβέρσι διαφώνησε με την κυκλοφορία του τρίτου άλμπουμ και οι δρόμοι του με τον Ντάλα χώρισαν. Από τον δίσκο αυτό ξεχώρισε το κομμάτι Nuvolari (αφιερωμένο στον ραλίστα Τάτσιο Νουβολάρι), μία από τις μεγάλες επιτυχίες του Ντάλα.
Η συνεργασία του με τον Ροβέρσι δεν πήγε χαμένη. Ο Ντάλα διαμόρφωσε το δικό του στιχουργικό ύφος, που φάνηκε στο άλμπουμ Com’ e profondo il mare (1977), αν και το μουσικό του ύφος επικρίθηκε από τους πιστούς οπαδούς του, που το θεώρησαν αρκούντως εμπορικό. Το ομώνυμο κομμάτι, πάντως, θεωρείται ένα από τα κορυφαία ιταλικά τραγούδια. Το 1979 μαζί με τον τραγουδοποιό Φραντζέσκο Ντε Γκρέγκορι κυκλοφόρησε το “ζωντανό” άλμπουμ Banana Republic, προϊόν της ομώνυμης περιοδείας τους, το οποίο σήμερα θεωρείται “κλασσικό” για την ιταλική έντεχνη λαϊκή μουσική. Το ακροατήριό του Ντάλα έχει διευρυνθεί σημαντικά και τα κλειστά γήπεδα είναι πολύ μικρά για να το χωρέσουν.
Το 1986 κυκλοφορεί τον δίσκο DallAmeriCaruso με το τραγούδι Caruso (αφιερωμένο στον εμβληματικό τενόρο Ενρίκο Καρούζο), το οποίο έκανε παγκοσμίως γνωστός ο διάσημος τενόρος Λουτσιάνο Παβαρότι. Το 1988 η συνεργασία του με τον Τζιάνι Μοράντι ήταν ένας νέος θρίαμβος, με το τραγούδι Attenti al Lupo.
Ο Ντάλα συνεχίζει να κυκλοφορεί σπουδαία άλμπουμ, ενώ στρέφει το ενδιαφέρον του στην κλασική μουσική, την όπερα και το μπαλέτο. Το 2007 ανεβάζει μια δική του εκδοχή του μπαλέτου Πουλτσινέλα του Ιγκόρ Στραβίνσκι.
Το 2011 κυκλοφόρησε το διπλό άλμπουμ Questo è Amore, με σπάνιες στιγμές της δισκογραφίας του, καθώς και το τραγούδι Nani με ερμηνευτή τον Πιερντάβιντε Καρόνε. Με αυτό το τραγούδι εμφανίσθηκε για τελευταία φορά στο Φεστιβάλ Τραγουδιού του Σαν Ρέμο στα μέσα Φεβρουαρίου του 2012.
Ο Λούτσιο Ντάλα πέθανε το πρωί της 1ης Μαρτίου 2012 από καρδιακή προσβολή στο Μοντρέ της Ελβετίας, όπου είχε δώσει συναυλία το προηγούμενο βράδυ. Στις 4 Μαρτίου είχε προγραμματίσει να γιορτάσει τα 69α γενέθλιά του, κατά τη διάρκεια της συναυλίας που θα έδινε στη Γενεύη.
Πληροφορίες: sansimera.gr
Φρεντερίκ Σοπέν, Πολωνός συνθέτης και από τους μεγαλύτερους εκπροσώπους του ρομαντισμού
Φρεντερίκ Σοπέν
O Φρεντερίκ Σοπέν (Frédéric François Chopin, στα πολωνικά Fryderyk Franciszek Chopin, 1 Μαρτίου ή 22 Φεβρουαρίου 1810 - 17 Οκτωβρίου 1849) ήταν Πολωνός συνθέτης, ένας από τους μεγαλύτερους εκπροσώπους του ρομαντισμού στη μουσική και από τους μεγαλύτερους πιανίστες της εποχής του. Αρκετές συνθέσεις του συγκαταλέγονται στα σημαντικότερα έργα του πιανιστικού ρεπερτορίου.
Γεννήθηκε στην Πολωνία το 1810. Οι πληροφορίες για την ημερομηνία γέννησής του δεν είναι ακριβείς: σύμφωνα με κάποιες γεννήθηκε στις 22 Φεβρουαρίου ή την 1η Μαρτίου, ενώ υπάρχει και η πληροφορία ότι είχε γεννηθεί ένα χρόνο νωρίτερα. Ο ίδιος πάντως ανέφερε ως ημερομηνία γέννησης την 1η Μαρτίου. Ο πατέρας του, Νικολά Σοπέν, ήταν Γάλλος που ζούσε στην Πολωνία από το 1787 και έπαιζε βιολί. Είχε αποκτήσει μάλιστα την πολωνική υπηκοότητα και είχε πάρει μέρος στην εξέγερση του 1794. Στην Πολωνία παρέδιδε μαθήματα γαλλικής γλώσσας. Η μητέρα του συνθέτη, Justyna Krzyżanowska, ήταν Πολωνέζα και πιανίστρια.
Ο Φρεντερίκ από μικρός έδειξε το ταλέντο που είχε στη μουσική. Παρακολουθούσε αρχικα μαθήματα από την μητέρα του από 4 ετών μέχρι τα 5 και όταν ήταν 6 ετών τυπώθηκε η πρώτη του σύνθεση. Σε ηλικία 8 ετών εμφανίστηκε πρώτη φορά δημοσίως ως πιανίστας. Η φήμη του γρήγορα έγινε μεγάλη και στην Βαρσοβία τον θεωρούσαν δεύτερο Μότσαρτ. Ο δάσκαλός της σύνθεσης στο Ωδείο της Βαρσοβίας, Γιοσεφ Έλσνερ, μιλούσε για τις εξαιρετικές ικανότητές του και τη μουσική ιδιοφυΐα του. Το 1829 έδωσε τις πρώτες μεγάλες του συναυλίες στη Βιέννη, και εν τω μεταξύ είχε συνθέσει ήδη μερικά σημαντικά έργα, όπως το κοντσέρτο σε φα ελάσσονα (γνωστό ως 2ο κοντσέρτο), την πρώτη σονάτα για πιάνο (σε ντο ελάσσονα), και κάποιες από τις σπουδές για πιάνο. Το 1830 έφυγε από την Πολωνία για να συνεχίσει τις εμφανίσεις του στη Βιέννη. Μετά την αναχώρησή του ξέσπασε στη χώρα επανάσταση κατά της τσαρικής (ρωσικής) εξουσίας η οποία συνετρίβη και ο συνθέτης δεν μπόρεσε ποτέ να επιστρέψει στην πατρίδα του.
Η ζωή στο Παρίσι
Από το 1831 ζούσε στο Παρίσι, που τότε ήταν επίκεντρο της πνευματικής και καλλιτεχνικής ζωής. Εκεί ζούσαν πολλοί σπουδαίοι συνθέτες, όπως οι Τζοακίνο Ροσσίνι, Φραντς Λιστ και Εκτόρ Μπερλιόζ. Λίγους μήνες μετά την άφιξή του έδωσε το πρώτο του ρεσιτάλ και σταδιακά η φήμη του εξαπλωνόταν. Σύντομα απέκτησε πολλούς μαθητές και τα μαθήματα του προσέφεραν οικονομική άνεση και ασφάλεια. Παρά τη μεγάλη φήμη του όμως απέφευγε τις εμφανίσεις σε μεγάλα ακροατήρια. (Ισχυριζόταν ότι φοβόταν πολύ το κοινό.) Έτσι, στα 18 χρόνια παραμονής στο Παρίσι, έδωσε μόνο 19 ρεσιτάλ. Το 1837 είχε ερωτευτεί μία μαθήτρια πιάνου, την Maria Wodzińska, και είχαν αρραβωνιαστεί, όμως η οικογένεια της κοπέλας διέλυσε τον αρραβώνα, πιθανότατα εξ αιτίας των προβλημάτων υγείας του συνθέτη.
Η σχέση με τη Γεωργία Σάνδη
Στο Παρίσι ο Σοπέν συνδεόταν με τον κύκλο του επίσης φημισμένου συνθέτη και πιανίστα Φραντς Λιστ. Στο σπίτι του γνώρισε τη συγγραφέα Γεωργία Σάνδη (ψευδώνυμο της Βαρώνης Aurore Dudevant), 6 χρόνια μεγαλύτερή του. Η πρώτη γνωριμία με την τολμηρή και μάλλον εκκεντρική συγγραφέα (κάπνιζε και φορούσε αντρικά ρούχα) του είχε προκαλέσει αρνητική εντύπωση και είχε σχολιάσει επικριτικά τη συμπεριφορά και την εμφάνισή της. Από το 1838 όμως ξεκίνησε η σχέση τους, που κράτησε 9 χρόνια.
Το 1838-9 το ζευγάρι έζησε για λίγους μήνες στη Μαγιόρκα, στο ερημωμένο Μοναστήρι Valldemossa. Η Γεωργία Σάνδη πήγε εκεί γιατί το κλίμα θα βοηθούσε τον γιό της Μωρίς να ξεπεράσει κάποια προβλήματα υγείας και ο συνθέτης την ακολούθησε πιστεύοντας ότι εκεί θα βελτιωνόταν και η δική του υγεία (έπασχε από φυματίωση). Το κλίμα της περιοχής όμως δεν τον βοήθησε, και επιπλέον έπρεπε να αντιμετωπίσουν και την αρνητική στάση των ντόπιων απέναντι στο ανύπαντρο ζευγάρι. Έτσι σύντομα εγκατέλειψαν την Ισπανία και επέστρεψαν στη Γαλλία, όπου ζούσαν κατά διαστήματα στο Παρίσι και στη Νοάν (Nohant), στην κατοικία της Γεωργίας Σάνδη.
Οι σχέσεις τους σταδιακά άρχισαν να ψυχραίνονται και το ζευγάρι χώρισε το 1847. Ο λόγος του χωρισμού, όπως προκύπτει από επιστολή της Σάνδη προς τον Σοπέν η οποία ανακαλύφθηκε το 1950, είναι ότι ο συνθέτης υποστήριξε την κόρη της Γεωργίας Σάνδη, Σολάνζ, σε έντονη διαμάχη που είχε με τη μητέρα της επειδή είχε αρραβωνιαστεί κρυφά.
Τελευταία χρόνια
Από εκείνη τη χρονιά η υγεία του επιδεινώθηκε. Το 1848 έζησε για μεγάλο διάστημα στην Αγγλία και τη Σκωτία για ρεσιτάλ, κατόπιν πρόσκλησης της μαθήτριάς του Τζέιν Στέρλινγκ. Όταν επέστρεψε στο Παρίσι η υγεία του ήταν σε πολύ χειρότερη κατάσταση και τα οικονομικά του μέσα περιορισμένα.
Πέθανε στο Παρίσι το 1849, μετά από χρόνια φυματίωση. Ενδέχεται όμως ο θάνατός του να οφείλεται σε καρδιακό νόσημα. Κηδεύτηκε στο Παρίσι και από το Κοιμητήριο Περ Λασαίζ, όμως κατόπιν δικής του επιθυμίας η καρδιά του μεταφέρθηκε στην Πολωνία, όπου φυλάσσεται μέχρι και σήμερα.
Έργο
Το έργο του Σοπέν προορίζεται αποκλειστικά για πιάνο, με εξαίρεση μερικά έργα μουσικής κοντσερτάντε για πιάνο και ορχήστρα, ένα τρίο για πιάνο, βιολί και βιολοντσέλο, μερικά έργα για πιάνο και βιολοντσέλο και ορισμένα τραγούδια για φωνή και πιάνο. Αρκετά από τα έργα του είναι πολύ απαιτητικά δεξιοτεχνικά, όπως οι Μπαλάντες και τα Σκέρτσι, αλλά αυτό που προέχει δεν είναι η δεξιοτεχνία αλλά ο μελωδικός χαρακτήρας. Μάλιστα έχει επισημανθεί ότι η δομή των μουσικών φράσεων είναι τέτοια, σαν να επρόκειτο να ερμηνευθούν από τραγουδιστή. Παράλληλα όμως με την ανεξάντλητη μελωδική του ευρηματικότητα, ο Σοπέν είχε μια πολύ αναπτυγμένη αρμονική φαντασία, ένα στοιχείο της τέχνης του που συχνά διαφεύγει της προσοχής των μουσικόφιλων.
Ο Σοπέν αξιοποίησε τους παραδοσιακούς χορούς της πατρίδας του, τις Πολωνέζες και τις Μαζούρκες, αλλά τα δικά του έργα δεν προορίζονται για χορό, αφού είναι πολύ γρήγορα και δεξιοτεχνικά. Το ίδιο ισχύει και για τα Βαλς του: είναι ευχάριστα κομμάτια σαλονιού, που προορίζονται για διασκέδαση.
Μερικά από τα 24 Πρελούδια τα συνέθεσε κατά τη διάρκεια της παραμονής του στη Μαγιόρκα. Το πιο διάσημο από αυτά είναι το 15ο, το πρελούδιο "της σταγόνας της βροχής". Λέγεται ότι το συνέθεσε ένα βράδυ με έντονη κακοκαιρία, που περίμενε με αγωνία τη Σάνδη και τον γιό της, οι οποίοι είχαν καθυστερήσει να φτάσουν λόγω των καιρικών συνθηκών. Ωστόσο αυτού του είδους οι ιστορίες σχετικά με τα έργα του Σοπέν μάλλον πρέπει να τοποθετηθούν στον χώρο της μυθοπλασίας.
Ξεχωριστές είναι και οι 24 σπουδές για πιάνο: εκτός από τις τεχνικές απαιτήσεις τους, είναι και αξιόλογα μουσικά κομμάτια που μπορούν να ερμηνευθούν σε συναυλίες. Αυτό δεν ήταν συνηθισμένο προηγουμένως, για παράδειγμα στις σπουδές του Καρλ Τσέρνυ και του Κράμερ το ενδιαφέρον είναι καθαρά παιδαγωγικό. Από την εποχή του Σοπέν όμως και μετά πολλοί συνθέτες παρουσίασαν αντίστοιχα έργα αξιώσεων, όπως οι Φραντς Λιστ, Κλωντ Ντεμπυσσύ και Αλεξάντρ Σκριάμπιν.
Οι Σονάτες του Σοπέν δεν ακολουθούν την παράδοση του βιεννέζικου Κλασικισμού. Οι κριτικοί της εποχής μάλιστα παρατηρούσαν ότι μάλλον δεν γνώριζε καλά τη φόρμα του είδους, η αλήθεια όμως είναι ότι πιθανότατα δεν θα ήθελε ο ίδιος να τηρήσει την αυστηρή φόρμα. Εξ άλλου προτιμούσε κομμάτια σε ελεύθερες φόρμες όπως οι Μπαλάντες και τα Σκέρτσι. Ήταν μάλιστα ο πρώτος που παρουσίασε Σκέρτσο ως αυτόνομο κομμάτι.
Τα Κοντσέρτα του για πιάνο και ορχήστρα είναι έργα στα οποία κυριαρχεί το πιάνο και η ορχήστρα έχει δευτερεύοντα ρόλο (παρουσιάζει την εισαγωγή, τα συνδετικά μέρη και το κλείσιμο). Στα σημεία που εμφανίζεται το πιάνο ο ρόλος της ορχήστρας είναι καθαρά συνοδευτικός.
Πληροφορίες: el.wikipedia.org
Κώστας Βάρναλης, ήταν Έλληνας λογοτέχνης, ποιητής και δημοσιογράφος
Κώστας Βάρναλης
O Κώστας Βάρναλης (26 Φεβρουαρίου 1884 – 16 Δεκεμβρίου 1974) ήταν Έλληνας λογοτέχνης, ποιητής και δημοσιογράφος. Έγραψε ποιήματα, αφηγηματικά έργα, κριτική και μεταφράσεις. Τιμήθηκε το 1959 με το Βραβείο Ειρήνης Λένιν.
Γεννήθηκε στον Πύργο της Ανατολικής Ρωμυλίας, το σημερινό (Μπουργκάς) της Βουλγαρίας το 1884, όπου βίωσε το κλίμα του ελληνοτουρκικού πολέμου του 1897.
Το επίθετό του, αν όχι καλλιτεχνικό δηλώνει καταγωγή από τη Βάρνα όπου έμεναν πολλοί Έλληνες — το επίθετο του πατέρα του ήταν Μπουμπούς.
Το 1898 τέλειωσε το Ελληνικό Σχολείο και συνέχισε την εκπαίδευσή του στα Ζαρίφεια διδασκαλεία της Φιλιππούπολης και έπειτα με την υποστήριξη του Μητροπολίτη Αγχιάλου ήρθε στην Αθήνα για να σπουδάσει φιλολογία και εκεί πήρε μέρος στη διαμάχη για το γλωσσικό ζήτημα ως υποστηρικτής των δημοτικιστών.
Το 1907 συμμετείχε στην ίδρυση του ποιητικού περιοδικού Ηγησώ, το οποίο κυκλοφόρησε δέκα τεύχη.
Το 1908 πήρε το πτυχίο του από το Πανεπιστήμιο Αθηνών και άρχισε να εργάζεται στην εκπαίδευση, στην αρχή στο ελληνικό διδασκαλείο του Πύργου (Μπουργκάς), σε ηλικία δεκαοχτώ ετών, και στη συνέχεια στην Ελλάδα (στην Αμαλιάδα) και μεταξύ άλλων στην Ανωτάτη Παιδαγωγική Ακαδημία Αθηνών. Διετέλεσε για πολλά χρόνια καθηγητής μέσης εκπαίδευσης, ενώ εργάστηκε για βιοποριστικούς λόγους και ως δημοσιογράφος.
Από το 1910 άρχισε να ασχολείται με τη λογοτεχνική μετάφραση και ως το 1916 ολοκλήρωσε τους Ηρακλείδες του Ευριπίδη, τον Αίαντα του Σοφοκλή, τα Απομνημονεύματα του Ξενοφώντα και τον Πειρασμό του Αγίου Αντωνίου του Γκυστάβ Φλωμπέρ. Μετά τον Δεύτερο Βαλκανικό Πόλεμο, στον οποίο πήρε μέρος, φοίτησε στο Διδασκαλείο Μέσης Εκπαίδευσης του Γληνού.
Καλλιτεχνική αναγνώριση και πολιτική δράση
Το 1919 πήγε στο Παρίσι με υποτροφία και παρακολούθησε μαθήματα φιλοσοφίας, φιλολογίας και κοινωνιολογίας. Τότε προσχώρησε στον μαρξισμό και τον διαλεκτικό υλισμό, και αναθεώρησε τις προηγούμενες απόψεις του για την ποίηση, τόσο σε θεωρητικό, όσο και σε πρακτικό επίπεδο. Καρπός αυτής της στροφής στάθηκε το ποίημα «Προσκυνητής».
Το καλοκαίρι του 1921 έγραψε στην Αίγινα Το Φως που καίει, που εξέδωσε ένα χρόνο αργότερα στην Αλεξάνδρεια με το ψευδώνυμο Δήμος Τανάλιας.
Το 1922 δημοσίευσε επίσης τους Μοιραίους στο περιοδικό Νεολαία και τη «Λευτεριά» στο περιοδικό Μούσα.
Το 1924 δίδαξε νεοελληνική λογοτεχνία στην Παιδαγωγική Ακαδημία υπό τη διεύθυνση του Δημήτρη Γληνού.
Το 1926 παύθηκε από τη θέση του ως καθηγητή της Παιδαγωγικής Ακαδημίας, με αφορμή ένα δημοσίευμα της Εστίας, που δημοσίευσε ένα απόσπασμα από Το φως που καίει. Ο Βάρναλης στράφηκε στη δημοσιογραφία και έφυγε για τη Γαλλία ως ανταποκριτής της Προόδου.
Το 1927 τύπωσε τους Σκλάβους Πολιορκημένους.
Το 1929 νυμφεύθηκε την ποιήτρια Δώρα Μοάτσου.
Το 1932 εξέδωσε την Αληθινή απολογία του Σωκράτη.
Το 1935 πήρε μέρος ως αντιπρόσωπος των Ελλήνων συγγραφέων στο Συνέδριο Σοβιετικών Συγγραφέων στη Μόσχα και μετά εξορίστηκε στη Λέσβο και τον Άγιο Ευστράτιο. Υπήρξε Κομμουνιστής και στην Κατοχή έλαβε μέρος στην Εθνική Αντίσταση, ως μέλος του Εθνικού Απελευθερωτικού Μετώπου (ΕΑΜ).
Tο 1956 τιμήθηκε από την Εταιρεία Ελλήνων Λογοτεχνών και το 1959 τιμήθηκε με το βραβείο Λένιν. Είχαν προηγηθεί μεταξύ άλλων εκδόσεις των έργων του Ζωντανοί άνθρωποι, Το Ημερολόγιο της Πηνελόπης, Ποιητικά, Διχτάτορες, Αισθητικά- Κριτικά (δύο τόμοι).
Το 1965 εκδόθηκε η τελευταία ποιητική συλλογή του με τίτλο Ελεύθερος κόσμος και το 1972 το θεατρικό έργο Άτταλος ο Γ΄. Υπήρξε συνεργάτης σε πολλά περιοδικά και εγκυκλοπαίδειες, μεταξύ των οποίων και στη Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια.
Πέθανε στις 16 Δεκεμβρίου 1974.
Το ταφικό μνημείο του ποιητή, στο Α΄ Νεκροταφείο Αθηνών φιλοτέχνησε ο καλλιτέχνης Κοσμάς Ξενάκης, το 1975.
Έργο
Το έργο του είναι γραμμένο στη δημοτική και έχει καλά επιμελημένη μορφή και πλαστικότητα στην έκφραση. Χαρακτηρίζεται από θερμή λυρική φαντασία και σατιρική διάθεση με ενδιαφέρον για τον σύγχρονο άνθρωπο. Η ποίηση του, ιδιαίτερα, χαρακτηρίζεται από έντονο «διονυσιασμό», παιχνιδιάρικη διάθεση και βαθύ μουσικό αίσθημα που συνδυάζεται άριστα με τη σάτιρα, ενώ θεωρείται ένας από τους κυριότερους αριστερούς εργάτες της γλώσσας στην Ελλάδα. Ο Βάρναλης διατήρησε την ποιητική αλλά και την ανθρώπινη εγρήγορσή του μέχρι τα βαθιά του γεράματα.
Ποίηση
Ποιητικές συνθέσεις
Ο Προσκυνητής (1919)
Το Φως που καίει (Αλεξάνδρεια 1922, με το ψευδώνυμο Δήμος Τανάλιας). Το 1933 επανατυπώθηκε στην Αθήνα με αναθεωρήσεις.
Σκλάβοι Πολιορκημένοι (1927)
Ποιητικές συλλογές
Κηρήθρες (1905)
Ποιητικά (1956)
Ελεύθερος κόσμος (1965)
Οργή λαού (1975)
Πεζά και κριτικά έργα
Πεζογραφία
Ο λαός των μουνούχων (Φιλ. ψευδ. Δήμος Τανάλιας) (1923)
Ο Σολωμός χωρίς μεταφυσική (1925)
Η Αληθινή απολογία του Σωκράτη (1931)
Αληθινοί άνθρωποι (1938)
Το ημερολόγιο της Πηνελόπης (1947)
Πεζός λόγος (1957)
Σολωμικά (1957)
Αισθητικά Κριτικά Α και Β (1958)
Ανθρωποι. Ζωντανοί - Αληθινοί (1958)
Οι δικτάτορες (1965)
Φιλολογικά Απομνημονεύματα (1980)
Θέατρο
Άτταλος ο Τρίτος (1972)
Μεταθανάτιες συλλογές κειμένων
Γράμματα από το Παρίσι, επιμέλεια Νίκος Σαραντάκος, εκδ. «Αρχείο», Αθήνα 2013, 164 σελ.
Τι είδα εις την Ρωσσίαν των Σοβιέτ, επιμ. Νίκος Σαραντάκος, εκδ. «Αρχείο», Αθήνα 2014, 306 σελ.
Μεταφράσεις
Αριστοφάνης - Βάτραχοι
Αριστοφάνης - Εκκλησιάζουσες
Αριστοφάνης - Ιππείς
Αριστοφάνης - Λυσιστράτη
Αριστοφάνης - Πλούτος
Ευριπίδης - Ιππόλυτος
Ευριπίδης - Τρωαδίτισσες
Κινέζικα τραγούδια
Μολιέρος - Μισάνθρωπος
Ευγένιος Ποτιέ - Η Διεθνής
Διακρίσεις
Τιμητική του διάκριση με το διεθνές βραβείο γραμμάτων και τεχνών «Λένιν» από την ΕΣΣΔ το 1959.
Κωστής Παλαμάς, ήταν Έλληνας ποιητής, πεζογράφος, θεατρικός συγγραφέας, ιστορικός και κριτικός της λογοτεχνίας
Κωστής Παλαμάς
Ο Κωστής Παλαμάς (Πάτρα, 13 Ιανουαρίου 1859 - Αθήνα, 27 Φεβρουαρίου 1943) ήταν Έλληνας ποιητής, πεζογράφος, θεατρικός συγγραφέας, ιστορικός και κριτικός της λογοτεχνίας. Θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες ποιητές, με σημαντική συνεισφορά στην εξέλιξη και ανανέωση της νεοελληνικής ποίησης. Αποτέλεσε κεντρική μορφή της λογοτεχνικής γενιάς του 1880, πρωτοπόρος, μαζί με τον Νίκο Καμπά και τον Γεώργιο Δροσίνη, της αποκαλούμενης Νέας Αθηναϊκής (ή Παλαμικής) σχολής.
Γεννήθηκε στην Πάτρα στις 13 Ιανουαρίου 1859 από γονείς που κατάγονταν από το Μεσολόγγι. Η οικογένεια του πατέρα του ήταν οικογένεια λογίων, με αξιόλογη πνευματική δραστηριότητα, και ασχολούμενων με τη θρησκεία.
Ο προπάππος του Παναγιώτης Παλαμάς (1722-1803) είχε ιδρύσει στο Μεσολόγγι την περίφημη "Παλαμαία Σχολή" και ο παππούς του Ιωάννης είχε διδάξει στην Πατριαρχική Ακαδημία της Κωνσταντινούπολης.
Ο θείος του Ανδρέας Παλαμάς υπήρξε πρωτοψάλτης και υμνογράφος, τον οποίο ο Κωστής Παλαμάς αναφέρει στα "Διηγήματά" του (Β' έκδοση, 1929, σελ. 200). Ο Μιχαήλ Ευσταθίου Παλαμάς (αδελφός του Ανδρέα) και ο Πανάρετος Παλαμάς ήταν ασκητές.
Ο Δημήτριος Ι. Παλαμάς, επίσης θείος του Κωστή, ήταν ψάλτης και υμνογράφος στο Μεσολόγγι. Ο πατέρας του ήταν δικαστικός.
Όταν ο ποιητής ήταν 6 χρονών έχασε και τους δύο γονείς του σε διάστημα σαράντα ημερών (Δεκέμβριος 1864-Φεβρουάριος 1865). Στενοί συγγενείς ανέλαβαν τότε τα τρία παιδιά της οικογένειας, το μικρότερο αδερφό του η αδερφή της μητέρας του και εκείνον και το μεγαλύτερο αδερφό του ο θείος τους Δημήτριος Παλαμάς, που κατοικούσε στο Μεσολόγγι και ήταν εκπαιδευτικός. Εκεί έζησε από το 1867 ως το 1875 σε ατμόσφαιρα μάλλον δυσάρεστη και καταθλιπτική, που ήταν φυσικό να επηρεάσει τον ευαίσθητο ψυχισμό του, όπως φαίνεται και από ποιήματα που αναφέρονται στην παιδική του ηλικία.
Μετά την αποφοίτησή του από το γυμνάσιο εγκαταστάθηκε στην Αθήνα το 1875, όπου γράφτηκε στην Νομική Σχολή. Σύντομα όμως εγκατέλειψε τις σπουδές του αποφασισμένος να ασχοληθεί με τη λογοτεχνία. Το πρώτο του ποίημα το είχε γράψει σε ηλικία 9 ετών, μιμούμενος τα πρότυπα της εποχής του, «ποίημα για γέλια», όπως το χαρακτήρισε αργότερα ο ίδιος. Η αρχή του ποιήματος εκείνου ήταν: «Σ' αγαπώ εφώνησα, / κι εσύ μ' αστράπτον βλέμμα /Μη — μ' απεκρίθης — μη θνητέ, / τολμήσης να μιάνης / δια της παρουσίας σου / τας ώρας τας ωραίας / που έζησα στον κόσμον / …».
Από το 1875 δημοσίευε σε εφημερίδες και περιοδικά διάφορα ποιήματα, φιλολογικά άρθρα, κριτικές και χρονογραφήματα. Το 1876 υπέβαλε στον Βουτσιναίο ποιητικό διαγωνισμό την ποιητική συλλογή Ερώτων Έπη, σε καθαρεύουσα, με σαφείς τις επιρροές της Α΄ Αθηναϊκής Σχολής. Η συλλογή απορρίφθηκε με το χαρακτηρισμό "λογιωτάτου γραμματικού ψυχρότατα στιχουργικά γυμνάσματα". Η πρώτη του αυτοτελής έκδοση ήταν το 1878 το ποίημα "Μεσολόγγι". Από το 1898 εκείνος και οι δύο φίλοι και συμφοιτητές του Νίκος Καμπάς (με τον οποίο μοιραζόταν το ίδιο δωμάτιο) και Γεώργιος Δροσίνης άρχισαν να συνεργάζονται με τις πολιτικές-σατιρικές εφημερίδες "Ραμπαγάς" και "Μη Χάνεσαι". Οι τρεις φίλοι είχαν συνειδητοποιήσει την παρακμή του αθηναϊκού ρομαντισμού και με το έργο τους παρουσίαζαν μια νέα ποιητική πρόταση, η οποία βέβαια ενόχλησε τους παλαιότερους ποιητές, που τους αποκαλούσαν περιφρονητικά "παιδαρέλια" ή ποιητές της "Νέας Σχολής".
Το 1886 δημοσιεύτηκε η πρώτη του ποιητική συλλογή Τραγούδια της Πατρίδος μου στη δημοτική γλώσσα, η οποία εναρμονίζεται απόλυτα με το κλίμα της Νέας Αθηναϊκής Σχολής. Το 1887 παντρεύτηκε τη συμπατριώτισσά του Μαρία Βάλβη, η οποία του συμπαραστάθηκε σε όλη του τη ζωή και απέκτησαν τρία παιδιά, μεταξύ των οποίων και ο Λέανδρος Παλαμάς. το 1889 δημοσιεύτηκε ο Ύμνος εις την Αθηνάν, αφιερωμένος στη γυναίκα του, για τον οποίο βραβεύτηκε στον Φιλαδέλφειο ποιητικό διαγωνισμό την ίδια χρονιά. Ένδειξη της καθιέρωσής του ως ποιητή ήταν η ανάθεση της σύνθεσης του Ύμνου των Ολυμπιακών Αγώνων, το 1896.
Το 1898, μετά το θάνατο του γιου του Άλκη σε ηλικία τεσσάρων ετών, δημοσίευσε την ποιητική σύνθεση «Ο Τάφος». Το 1897 διορίστηκε γραμματέας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, απ' όπου αποχώρησε το 1928. Από την ίδια χρονιά (1897) άρχισε να δημοσιεύει τις σημαντικότερες ποιητικές του συλλογές και συνθέσεις, όπως οι Ίαμβοι και Ανάπαιστοι (1897), Ασάλευτη Ζωή (1904), Ο Δωδεκάλογος του Γύφτου (1907), Η Φλογέρα του Βασιλιά (1910). Το 1918 του απονεμήθηκε το Εθνικό Αριστείο Γραμμάτων και Τεχνών, ενώ από το 1926 αποτέλεσε βασικό μέλος της Ακαδημίας των Αθηνών, της οποίας έγινε πρόεδρος το 1930.
Κατά τον Ελληνοϊταλικό πόλεμο του 1940, ο Κωστής Παλαμάς, μαζί με άλλους Έλληνες λογίους, προσυπέγραψε την έκκληση των Ελλήνων Διανοουμένων προς τους διανοούμενους ολόκληρου του κόσμου, με την οποία αφενός μεν καυτηριάζονταν η κακόβουλη ιταλική επίθεση, αφετέρου δε, διέγειρε την παγκόσμια κοινή γνώμη σε επανάσταση συνειδήσεων για κοινό νέο πνευματικό Μαραθώνα.
Η κηδεία του Κωστή Παλαμά
Πέθανε σε βαθιά γεράματα στις 27 Φεβρουαρίου του 1943 έπειτα από σοβαρή ασθένεια, 40 ημέρες μετά το θάνατο της συζύγου του (τον οποίο δεν είχε πληροφορηθεί επειδή και η δική του υγεία ήταν σε κρίσιμη κατάσταση). Ο γιος του Λέανδρος, σύμφωνα με τη μαρτυρία του Κωνσταντίνου Τσάτσου δεν επιθυμούσε η κηδεία του πατέρα του να πάρει εθνοπατριωτική διάσταση, επειδή φοβόταν πως οι Ιταλικές αρχές κατοχής θα του στερούσαν το διαβατήριό του. Η κηδεία του έμεινε ιστορική, καθώς μπροστά σε έκπληκτους Γερμανούς κατακτητές, χιλιάδες κόσμου τον συνόδευσαν στην τελευταία του κατοικία, στο Α΄ νεκροταφείο Αθηνών, ψάλλοντας τον εθνικό ύμνο.
Η οικία Παλαμά
Η οικία του Παλαμά στην Πάτρα σώζεται ως σήμερα στην οδό Κορίνθου 241. Τρία χρόνια πριν τη γέννηση του Παλαμά στο ίδιο σπίτι γεννήθηκε η μεγάλη Ιταλίδα πεζογράφος Ματθίλδη Σεράο.
Ήταν υποψήφιος για το Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας 14 φορές (1926, 1927, 1928, 1929, 1930, 1931, 1932, 1933, 1934, 1935, 1936, 1937, 1938 και 1940). Ανάμεσα σε αυτούς που πρότειναν τον Παλαμά για το βραβείο υπήρξε και ο νικητής του 1916 Καρλ Γκούσταφ Βέρνερ φον Χάιντενσταμ, ο οποίος πρότεινε τον Παλαμά τρεις φορές (1928, 1930 και 1935).
Σήμερα "τιμής ένεκεν" φέρεται αφιερωμένη στο όνομά του μεγάλη αίθουσα εκθέσεων του πολυχώρου Τεχνόπολις στην Αθήνα.
Έργο
Ο Παλαμάς ήταν ένας από τους πολυγραφότερους Έλληνες λογοτέχνες και πνευματικούς ανθρώπους. Δημοσίευσε συνολικά σαράντα ποιητικές συλλογές, καθώς και θεατρικά έργα, κριτικά και ιστορικά δοκίμια, συγκριτικές μελέτες και βιβλιοκριτικές. Την επιμέλεια της επανέκδοσης των έργων του μετά το θάνατό του ανέλαβε ο γιος του Λέανδρος Παλαμάς επίσης ποιητής και κριτικός της λογοτεχνίας.
Ποιητικό έργο
Το ποιητικό του έργο είναι μεγάλο σε έκταση και σε σημασία και είχε τεράστια απήχηση στην εποχή του. Διαμετρικά αντίθετες πολιτικές και πνευματικές προσωπικότητες, όπως ο Κωνσταντίνος Τσάτσος και ο Νίκος Ζαχαριάδης αισθάνθηκαν την ανάγκη να τοποθετηθούν απέναντι στο Δωδεκάλογο του Γύφτου. Ο Μίκης Θεοδωράκης έχει πει ότι ο Παλαμάς είχε μεγαλύτερη επιρροή από 10 Πρωθυπουργούς. Το ενδιαφέρον για το έργο του μειώθηκε στη μεταπολεμική Ελλάδα, όταν επεκράτησαν διαφορετικά αισθητικά ρεύματα ενώ υποχώρησε και το ενδιαφέρον για την ποίηση γενικότερα.
Οι δύο πρώτες του συλλογές, Τραγούδια της πατρίδος μου και Τα μάτια της ψυχής μου είχαν ακόμα απηχήσεις του ρομαντισμού της Α' Αθηναϊκής Σχολής και κάποια κατάλοιπα καθαρεύουσας. Η πρώτη σημαντική στάση στο έργο του ήταν η συλλογή Ίαμβοι και Ανάπαιστοι (1897), κυρίως για την ανανεωμένη μετρική της, με την εναλλαγή ιαμβικού και αναπαιστικού ρυθμού (ο ίδιος επισήμανε ότι παρακινήθηκε από την μετρική του Κάλβου), αλλά και για την εκφραστική λιτότητα και σαφήνεια. Το επόμενο έργο του, ο Τάφος (1898), αποτελείται από ποιήματα - μοιρολόγια για τον θάνατο του γιου του Άλκη. Η πρώτη περίοδος της δημιουργίας του κλείνει με την συλλογή Ασάλευτη Ζωή (1904), η οποία περιέχει υλικό από όλα τα προηγούμενα χρόνια της δράσης του. Κεντρική θέση στη συλλογή έχουν τα ποιήματα Η Φοινικιά (αναγνωρίζεται ως το καλύτερο ίσως έργο του), Ασκραίος και Αλυσίδες (συναποτελούν την ενότητα "Μεγάλα οράματα") και η ενότητα σονέτων Πατρίδες.
Η κορυφαία έκφραση της "λυρικής σκέψης" του Παλαμά είναι Ο Δωδεκάλογος του Γύφτου (1907). Στο πνευματικό του ταξίδι ο Γύφτος θα γκρεμίσει και θα ξαναχτίσει τον κόσμον όλο. Θα απαρνηθεί τη δουλειά, την αγάπη, τη θρησκεία, την αρχαιότητα, το Βυζάντιο και όλες τις πατρίδες, αλλά και θα τα αναστήσει όλα μέσα από την Τέχνη, μαζί και τη μεγάλη χίμαιρα της εποχής, τη Μεγάλη Ιδέα. Θα υμνήσει τον ελεύθερο λαό του, αλλά θα τραγουδήσει και έναν νιτσεϊκό αδάκρυτο ήρωα. Θα καταλήξει προσκυνώντας τη Φύση και την Επιστήμη.
'Η Φλογέρα του βασιλιά (1910) διαδραματίζεται στο Βυζάντιο και αφηγείται το ταξίδι του Βασίλειου Β' ("Βουλγαροκτόνου") στην Αθήνα. Κεντρικό σημείο του έργου είναι το προσκύνημα του αυτοκράτορα στον Παρθενώνα, που έχει γίνει ναός της Παναγίας. Αυτό συμβολίζει για τον ποιητή τη σύνθεση και την ενότητα όλης της ιστορίας του Ελληνισμού, αρχαίας, βυζαντινής και σύγχρονης. Η έμπνευση της Φλογέρας του Βασιλιά είναι αποτέλεσμα και του ανανεωμένου τότε ενδιαφέροντος για το Βυζαντινή Αυτοκρατορία, αλλά κυρίως του Μακεδονικού Αγώνα.
Μετά τις μεγάλες συνθέσεις επανήλθε σε μικρότερες λυρικές φόρμες με τις συλλογές Οι καημοί της Λιμνοθάλασσας και Η Πολιτεία και η Μοναξιά (1912), μαζί με τις οποίες εξέδωσε και τα σατιρικά ποιήματά του (Σατιρικά γυμνάσματα). Στις επόμενες συλλογές του γενικά δεν παρουσιάστηκε κάτι νέο στην ποιητική του εξέλιξη, παρά μόνο στις τελευταίες, Ο κύκλος των τετράστιχων (1929) και Οι νύχτες του Φήμιου(1935) αποτελούνται αποκλειστικά από σύντομα τετράστιχα ποιήματα.
Η σχέση με το δημοτικισμό
Η εποχή της εμφάνισης του Κωστή Παλαμά, αλλά και των άλλων ποιητών της Νέας Αθηναϊκής Σχολής συνέπεσε με την έξαρση του προβληματισμού για το γλωσσικό ζήτημα. Το 1888 εκδόθηκε το Ταξίδι μου του Ψυχάρη, ενώ είχε προηγηθεί η διαμάχη Κωνσταντίνου Κόντου-Δημ. Βερναρδάκη, το 1882. Ενώ σταδιακά στην ποίηση η δημοτική καθιερώθηκε (με τη συμβολή και των ποιητών της Νέας Αθηναϊκής Σχολής), στην πεζογραφία (και φυσικά στον επίσημο λόγο) επικρατούσε η καθαρεύουσα. Ο Παλαμάς, υποστηρικτής της δημοτικής, υποδέχθηκε με ευνοϊκή κριτική το Ταξίδι μου. Μια μόλις μέρα αφ' ότου το διάβασε, έγραψε το άρθρο "Το επαναστατικόν βιβλίον του κ. Ψυχάρη" εκφράζοντας ενθουσιώδεις κρίσεις, χωρίς βέβαια να παραλείψει να επισημάνει και τις ακρότητες του συγγραφέα. Η υποστήριξή του προς όλες τις προσπάθειες καθιέρωσης της δημοτικής ήταν συνεχής και έμπρακτη. Συνεργαζόταν με το περιοδικό-όργανο του δημοτικισμού Ο Νουμάς από το πρώτο κιόλας τεύχος και στη δημοτική έγραψε όχι μόνο τα ποιήματα αλλά και τα (λίγα) διηγήματά του.
Είναι αξιοσημείωτο το γεγονός ότι ενώ στο λογοτεχνικό (και αργότερα και στο κριτικό) έργο χρησιμοποιούσε τη δημοτική, ως Γραμματέας του Πανεπιστημίου ήταν υποχρεωμένος να συντάσσει τα επίσημα έγγραφα σε αυστηρή καθαρεύουσα. Όπως ανέφερε ο ίδιος σε επιστολή του, στην φιλολογική του εργασία ήταν "μαλλιαρός" και στην υπηρεσία του "αττικιστής απ' την κορφή ως τα νύχια". Η επίσημη θέση του, όπως ήταν φυσικό, δύσκολα μπορούσε να συνδυαστεί με την υποστήριξη στο δημοτικισμό. Βρέθηκε πολλές φορές στο επίκεντρο επιθέσεων, ειδικά κατά τα "Ευαγγελικά" (1901) και τα "Ορεστειακά" (1903). Παρά ταύτα ο ίδιος δε δίστασε να δηλώσει δημοσίως ότι ο δημοτικισμός ήταν η αρετή του (1908). Λόγω των θεσεών του για το γλωσσικό ζήτημα, υπέστη μια σειρά από διώξεις και για ένα χρονικό διάστημα, απολύθηκε από τη θέση του.
Κατάλογος έργων
Ποιητικό έργο
Τραγούδια της πατρίδος μου (1886)
Ύμνος εις την Αθηνάν (1889)
Τα μάτια της ψυχής μου (1892)
Ίαμβοι και ανάπαιστοι (1897)
Ο Τάφος (1898)
Οι χαιρετισμοί της Ηλιογέννητης (1900)
Η ασάλευτη ζωή (1904)
Ο Δωδεκάλογος του Γύφτου (1907)
Η φλογέρα του Βασιλιά (1910)
Οι καημοί της λιμνοθάλασσας (1912)
Σατιρικά Γυμνάσματα (1912)
Η πολιτεία και η μοναξιά (1912)
Βωμοί (1915)
Τα παράκαιρα (1919)
Τα δεκατετράστιχα (1919)
Οι πεντασύλλαβοι και Τα παθητικά κρυφομιλήματα- Οι λύκοι- Δυο λουλούδια από τα ξένα (1925)
Δειλοί και σκληροί στίχοι (1928)
Ο κύκλος των τετράστιχων (1929)
Περάσματα και χαιρετισμοί (1931)
Οι νύχτες του Φήμιου (1935)
Βραδινή φωτιά (1944, μεταθανάτια έκδοση επιμελημένη από τον γιό του Λέανδρο)
Η Κασσιανή
Πεζογραφικό έργο
Διηγήματα
Ένας ψηφοφόρος, 1887.
Το τέλος του ανεμόμυλου, 1887.
Το σκολειό και το σπίτι, 1888.
Παθήματα δικαστικού, 1888.
Παλιό τραγούδι του νέου καιρού, 1890.
Θάνατος Παλληκαριού, 1891.
Το σπίτι του γραμματικού, 1891.
Το μήνυμα, 1895.
Φιλήμων και Βαύκις, 1895.
Τα μάτια του Κουνάλα, 1897.
Ευφορίων, 1898.
Ο κερένιος άγγελος, 1899.
Ένας άνθρωπος σ' ένα χωριό, 1900.
Πώς μεταμορφώθηκε ο Σάτυρος, 1900.
Το σκάψιμο για το άγαλμα, 1900.
Τα μάρμαρα, 1903.
Αγάπη, 1917.
Θέατρο
Τρισεύγενη, δράμα σε τέσσερα μέρη, 1902.
Κριτική-Δοκίμιο
Ήταν ένας από τους σημαντικότερους νεοέλληνες κριτικούς. Σε αυτόν οφείλεται η επανεκτίμηση του έργου των Ανδρέα Κάλβου, Διονυσίου Σολωμού, της Επτανησιακής Σχολής εν γένει, του Κώστα Κρυστάλλη και άλλων.
"Το έργο του Κρυστάλλη" (1894),
"Σολωμός Η ζωή και το έργο του" (1901)
"Γράμματα" (2 τόμοι, 1904 - 1907)
"Ηρωικά πρόσωπα και κείμενα" (1911)
"Τα πρώτα κριτικά" (1913)
"Αριστοτέλης Βαλαωρίτης" (1914)
"Βιζυηνός και Κρυστάλλης" (1916)
"Ιούλιος Τυπάλδος" (1916)
"Πως τραγουδούμε τον θάνατο της κόρης" (1918)
"Πεζοί δρόμοι" (3 τόμοι 1929 - 1933)
"Ο Γκαίτε στην Ελλάδα" (1932)
"Τα χρόνια μου και τα χαρτιά μου" (1933)
"Η ποιητική μου" (1933)
"Πεζοί δρόμοι. Κάποιων νεκρών η ζωή" (1934)
"Τα χρόνια μου και τα χαρτιά μου" 2ος τόμος (1940).
Μεταφράσεις
"Β΄ Ολυμπιόνικος" του Πινδάρου εφημ. ΄΄Εστία΄΄, 1896
"ΙΔ΄ Ολυμπιόνικος" Πινδάρου, εφημ. ΄΄Ακρόπολις΄΄, 1896
"Πρόας ο Νικίου" υπό Αντρέ Λωρί, έκδοση Διάπλασης των Παίδων, 1898.
"Η Ελένη της Σπάρτης" του Αιμ. Βεράρεν 1906.
Σημειώνεται ότι πρώτα έργα του Κωστή Παλαμά που μεταφράστηκαν στην αγγλική γλώσσα ήταν "Η ασάλευτη ζωή", "Η τρισεύγενη", ο "Θάνατος παληκαριού" και ακολούθησαν άλλα. Στη δε γαλλική γλώσσα πρώτα ήταν "Ο τάφος", "Ο Δωδεκάλογος του γύφτου", ο "Θάνατος παλληκαριού" κ.ά., ενώ πλείστα αποσπάσματα άλλων συλλογών μεταφράστηκαν σε διάφορες άλλες γλώσσες όπως στη γερμανική, ιταλική, ισπανική αραβική και τουρκική γλώσσα.
Διακρίσεις
Ανακήρυξή του σε κορυφαίο πεζογράφο και έναν από τους τρεις κορυφαίους ποιητές όλων των εποχών.
Δημιουργία μουσείου με το όνομά του.
Δημιουργία ιδρύματος με το όνομά του.
Βράβευση του με το Αριστείο Γραμμάτων και Τεχνών το 1925 από την ακαδημία Αθηνών της οποίας διορίστηκε
μέλος το 1926, ενώ εξελέγη πρόεδρός της το 1930.
Τζωρτζ Ροδοκανάκης, ήταν Έλληνας ιατρός που βοήθησε δραπέτες των Συμμάχων και Εβραίους πρόσφυγες στην κατεχόμενη Γαλλία κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο
Τζωρτζ Ροδοκανάκης
Ο Τζωρτζ Ροδοκανάκης, ήταν Έλληνας ιατρός που βοήθησε δραπέτες των Συμμάχων και Εβραίους πρόσφυγες στην κατεχόμενη Γαλλία κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.(George Rodocanachi, 27 Φεβρουαρίου 1875 – 1944)
Ο Τζωρτζ Ροδοκανάκης γεννήθηκε στο Λίβερπουλ της Αγγλίας και ήταν μέλος της αρχοντικής οικογένειας των Ροδοκανάκηδων. Σπούδασε στη Μασσαλία, πήρε το πτυχίο της Ιατρικής στο Παρίσι το 1903 και άρχισε να ασκεί την Παιδιατρική στη Μασσαλία. Το 1907 πήρε ως σύζυγό του τη Φανή Βλαστού (ο γάμος έγινε στο Λονδίνο) και το ζεύγος εγκαταστάθηκε στη Μασσαλία. Το μοναχοπαίδι τους Κωνσταντίνος γεννήθηκε το 1908.
Το 1915 ο Ροδοκανάκης πήρε τη γαλλική υπηκοότητα και πολέμησε με το γαλλικό σώμα των αλπινιστών στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, συγκεκριμένα στην Αλσατία και στη Μάχη του Σομμ. Δύο φορές πληγώθηκε και μία φορά δηλητηριάσθηκε από πολεμικά αέρια. Τιμήθηκε τότε με τον Πολεμικό Σταυρό (Croix-de-Guerre) και το παράσημο της Λεγεώνας της Τιμής. Μετά τον πόλεμο επέστρεψε στην εργασία του στην παιδιατρική κλινική της Μασσαλίας.
Κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, μετά την ανακωχή της Γαλλίας του Βισύ με τη ναζιστική Γερμανία, ο Ροδοκανάκης περιέθαλψε Βρετανούς στρατιώτες που δεν είχαν μπορέσει να διαφύγουν στη Δουνκέρκη. Στη συνέχεια συνάντησε την Elizabeth Haydon-Guest, με την οποία συνεργάσθηκε για την απόκρυψη δραπετών και Εβραίων προσφύγων. `Οταν ο Ίαν Γκάροου ίδρυσε το δίκτυο διαφυγής «Πατ Λάιν», το σπίτι του Ροδοκανάκη στη Μασσαλία έγινε ένα από τα κυριότερα «ασφαλή σπίτια» του δικτύου. Ο ίδιος ο Γκάροου έμεινε εκεί μέχρι τη σύλληψή του από τη γαλλική αστυνομία το 1941.
Με τη βοήθεια της συζύγου του και λίγων συνεργατών, ο Ροδοκανάκης βοήθησε πολλούς ανθρώπους, μεταξύ των οποίων αρκετούς αεροπόρους των Συμμάχων που είχαν καταρριφθεί. Τους έκρυβε σπίτι του και τους έβγαζε πλαστές ταυτότητες μέχρι που να μπορέσουν να διαφύγουν, είτε δια των Πυρηναίων, είτε με βρετανικό υποβρύχιο.
Ο Ροδοκανάκης βοήθησε και Εβραίους να διαφύγουν στις ΗΠΑ. Το προξενείο των ΗΠΑ τον είχε ορίσει εξεταστή ιατρό για τους Εβραίους μετανάστες. Χρησιμοποίησε τη θέση αυτή για να παρέχει ιατρικά πιστοποιητικά σε Εβραίους πρόσφυγες για να δικαιολογήσει τη μετανάστευσή τους στην Αμερική.
Το άγχος της μυστικής του δραστηριότητας είχε ως αποτέλεσμα τη χειροτέρευση της στηθάγχης του.
Τελικά το δίκτυο Πατ Λάιν προδόθηκε. Στις 25 Φεβρουαρίου 1943 έξι άνδρες της Γκεστάπο ήρθαν στο σπίτι του Ροδοκανάκη και τον συνέλαβαν. Η σύζυγός του αργότερα είπε ότι υποψιαζόταν τον θυρωρό. Ο Ροδοκανάκης επέμεινε να περιποιείται στη φυλακή τους άλλους φυλακισμένους. Στις 17 Δεκεμβρίου 1943 ο Ροδοκανάκης μεταφέρθηκε σε φυλακή της Κομπιέν και στις 17 Ιανουαρίου 1944 στο Στρατόπεδο συγκέντρωσης Μπούχενβαλντ, όπου και απεβίωσε από καρδιακά προβλήματα την άνοιξη του 1944. Η σύζυγός του πέθανε γύρω στα 1946.
Πληροφορίες: el.wikipedia.org
Περισσότερα Άρθρα...
- Στάθης Ψάλτης, ήταν Έλληνας ηθοποιός με πολλές και ξεχωριστές ερμηνείες στην τηλεόραση, τον κινηματογράφο και το θέατρο
- Δημήτρης Ποταμίτης, ήταν Κύπριος ηθοποιός, σκηνοθέτης, συγγραφέας και ποιητής
- Αμαλία Κουτσούρη-Φλέμινγκ, ήταν Ελληνίδα ιατρός και βουλευτής
- Αλέξανδρος Κουμουνδούρος, ήταν ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες πολιτικούς του 19ου αιώνα, οπότε και διετέλεσε δέκα φορές πρωθυπουργός της Ελλάδας