Άρθρα
Νικόλαος Γύζης, από τους πιο σημαντικούς Έλληνες ζωγράφους του 19ου αιώνα της λεγόμενης "Σχολής του Μονάχου"
Νικόλαος Γύζης
Ο Νικόλαος Γύζης ήταν ένας από τους πιο σημαντικούς Έλληνες ζωγράφους του 19ου αιώνα της λεγόμενης "Σχολής του Μονάχου". Διακρίθηκε σε όλα τα χρόνια των σπουδών του και πήρε τα πρώτα βραβεία στην ξυλογραφία, τη ζωγραφική και τη χαλκογραφία. (Σκλαβοχώρι Τήνου, 1 Μαρτίου 1842 – Μόναχο, 22 Δεκεμβρίου 1900 / 4 Ιανουαρίου 1901)
Ο Νικόλαος Γύζης ήταν ένα από τα έξι παιδιά του ξυλουργού Ονούφριου Γύζη και της Μαργαρίτας Γύζη, το γένος Ψάλτη, που ζούσαν στο Σκλαβοχώρι της Τήνου.
Το 1850, η οικογένειά του μετοίκησε στην Αθήνα και ο μικρός Νικόλαος άρχισε να παρακολουθεί μαθήματα στην Σχολείο των Τεχνών (μετέπειτα Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών), αρχικά ως ακροατής και, από το 1854 έως το 1864, ως κανονικός σπουδαστής.
Με το τέλος των σπουδών του, γνωρίστηκε με τον πλούσιο φιλότεχνο Νικόλαο Νάζο, με την μεσολάβηση του οποίου έλαβε υποτροφία από το Ευαγές Ίδρυμα του Ναού της Ευαγγελιστρίας της Τήνου, προκειμένου να συνεχίσει τις σπουδές του στην Βασιλική Ακαδημία Καλών Τεχνών του Μονάχου.
Τον Ιούνιο του 1865 ο Γύζης έφθασε στο Μόναχο, όπου συνάντησε τον συνάδελφο και φίλο του Νικηφόρο Λύτρα. Ο τελευταίος τον βοήθησε στο να εγκλιματιστεί γρήγορα στο γερμανικό περιβάλλον. Πρώτοι του δάσκαλοί του στο Μόναχο ήταν ο Χέρμαν Άνσυτς (Hermann Anschütz) και ο Αλεξάντερ Βάγκνερ (Alexander Wagner).
Τον Ιούνιο του 1868 έγινε δεκτός στο εργαστήριο του Καρλ φον Πιλότυ (Karl von Piloty). Ολοκλήρωσε τις σπουδές του στο Μόναχο το 1871 και τον Απρίλιο του 1872 επέστρεψε στην Αθήνα, για να μετατρέψει το πατρικό του σπίτι επί της οδού Θεμιστοκλέους σε ατελιέ. Μαζί με τον Νικηφόρο Λύτρα, ταξίδεψε το 1873 στην Μικρά Ασία.
Απογοητευμένος από τις συνθήκες της Ελλάδας, τον Μάιο του 1874 εγκατέλειψε την Αθήνα και επέστρεψε στο Μόναχο, όπου έμελλε να ζήσει για το υπόλοιπο της ζωής του. Το 1876, ταξίδεψε παρέα με τον Νικηφόρο Λύτρα στο Παρίσι.
Έναν χρόνο αργότερα νυμφεύθηκε την Άρτεμη Νάζου, με την οποία απέκτησε τέσσερις κόρες, την Πηνελόπη (γεν. 1878, πέθανε μόλις δώδεκα ημερών), την Μαργαρίτα-Πηνελόπη (γεν. 1879), την Μαργαρίτα (γεν. 1881) και την Ιφιγένεια (γεν. 1890), και έναν γιο, τον Ονούφριο-Τηλέμαχο (γεν. 1884).
Το 1880, ανακηρύχθηκε σε επίτιμο μέλος της Ακαδημίας Καλών Τεχνών του Μονάχου και το 1888 εκλέχθηκε τακτικός καθηγητής στο ίδιο ίδρυμα.
Το 1881, πέθανε η μητέρα του και έναν χρόνο μετά πέθανε και ο πατέρας του.
Το 1895, επισκέφθηκε για τελευταία φορά την Ελλάδα, την οποία ποτέ δεν ξέχασε και πάντα νοσταλγούσε.
Προσβεβλημένος από λευχαιμία, πέθανε στο Μόναχο στις αρχές του 1901. Λέγεται ότι τα τελευταία του λόγια ήταν: «Λοιπόν ας ελπίζωμεν και ας ζητούμεν να είμεθα εύθυμοι!». Η σορός του ενταφιάστηκε στο Βόρειο Νεκροταφείο του Μονάχου.
Το έργο του
Ο Νικόλαος Γύζης αποτελεί έναν από τους σημαντικότερους εκπροσώπους του ακαδημαϊκού ρεαλισμού του ύστερου 19ου αιώνα, του συντηρητικού εικαστικού κινήματος που είναι γνωστό ως «Σχολή του Μονάχου», τόσο σε ελληνικό όσο και σε πανευρωπαϊκό επίπεδο. Συμμετείχε και βραβεύτηκε σε πάρα πολλές ελληνικές και ευρωπαϊκές εκθέσεις, από το 1870 έως το 1900. Μάλιστα, μετά τον θάνατό του το 1901, τιμήθηκε με έκθεση έργων του στην 8η Διεθνή Καλλιτεχνική Έκθεση του Γκλασπαλάστ (Glaspalast).
Σπουδαστής στην Ακαδημία του Μονάχου, ενστερνίστηκε όλες τις αρχές των Γερμανών δασκάλων του, φτιάχνοντας έργα σπάνιας επιδεξιότητας μέσα στα όρια του ιστορικού ρεαλισμού και της ηθογραφίας.
Με τα έργα του, ειδικά αυτά της νεότητάς του, έλαβε τον χαρακτηρισμό «γερμανικότερος των Γερμανών» και επαινέθηκε με το παραπάνω από τους τεχνοκριτικούς και τον Τύπο της εποχής.
Δύο από τα μεγάλα «γερμανικά» του έργα, οι Ελεύθερες τέχνες και τα πνεύματα της καλλιτεχνικής βιοτεχνίας, που κοσμούσαν την οροφή Μουσείου Διακοσμητικών Τεχνών του Καϊζερσλάουτερν (1878–1880), και Ο θρίαμβος της Βαυαρίας, που κοσμούσε την αίθουσα συνεδριάσεων του Μουσείου Διακοσμητικών Τεχνών της Νυρεμβέργης (1895–1899) — καταστράφηκαν κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Μερικά από τα έργα του, όπως Τα αρραβωνιάσματα (1875) και Το κρυφό σχολειό (1885, συλλογή Εμφιετζόγλου), βασίζονται σε προφορικούς θρύλους της εποχής της Τουρκοκρατίας, των οποίων η αντιστοιχία στην ιστορική πραγματικότητα αμφισβητείται σήμερα, χωρίς βέβαια αυτό να μειώνει την καλλιτεχνική αξία των παραπάνω έργων.
Άτομο βαθιά θρησκευόμενο, στράφηκε αργότερα προς τις αλληγορικές και τις μεταφυσικές παραστάσεις. Τα λεγόμενα «θρησκευτικά» του έργα, με πλέον χαρακτηριστικό τον πίνακα Ιδού ο Νυμφίος έρχεται (1895–1900, Εθνική Πινακοθήκη της Ελλάδας - Μουσείο Αλεξάνδρου Σούτσου), αντιπροσωπεύουν τα οράματα του ώριμου πλέον καλλιτέχνη και δηλώνουν απερίφραστα τις υπαρξιακές του αγωνίες. Κυρίαρχο θέμα των ώριμων έργων του ήταν ο αγώνα του εναντίον του Κακού και η τελική νίκη του Καλού. Η σημαντικότερη μορφή σ' αυτά τα έργα του είναι η γυναίκα, που άλλοτε εμφανίζεται ως Τέχνη, άλλοτε ως Μουσική, άλλοτε ως Άνοιξη, άλλοτε ως Δόξα, κ.λπ.
Νεότεροι μελετητές του έργου του διακρίνουν ότι στα λιγότερο γνωστά ύστερα έργα του, και κυρίως στα σχέδιά του με κάρβουνο και κιμωλία, ο Γύζης δίνει μια εξπρεσιονιστική τάση απελευθέρωσης από τον ακαδημαϊκό ρεαλισμό.
Ο Γύζης φιλοτέχνησε επίσης αφίσες και εικονογράφησε βιβλία.
Οι επιστολές του
Η ζωή και το έργο του Νικολάου Γύζη φωτίζεται επίσης από τις επιστολές που έγραφε από το 1869 και μέχρι το τέλος της ζωής του (Επιστολαί Νικολάου Γύζη, Εκδόσεις «Εκλογής», Αθήναι 1953). Ορίστε μερικά χαρακτηριστικά αποσπάσματα:
«Σας βεβαιώ, Κύριε Νάζε, ότι δεν είμαι διόλου σπάταλος. Ζω με την μεγαλυτέραν οικονομίαν, αλλά τα έξοδα της τέχνης μου, και προ πάντων τα μοδέλα, κοστίζουν φρικτά και άνευ αυτών δεν ημπορώ να κάμω βήμα.
Εις την αρχήν ήμουν εις μικροτέρας σχολάς, όπου τα μοδέλα επληρώνοντο από την Ακαδημίαν, αλλ' αφ' ότου εμβήκα εις την σχολή των συνθέσεων, τα πληρώνω ο ίδιος και διά τούτο έπεσα έξω.
Έγραψα και θα γράψω πάλιν προς την επιτροπήν της Ευαγγελιστρίας διά τους μισθούς μου...» -- Επιστολή προς τον Νικόλαο Νάζο, 3 Ιουνίου 1873
«Πόσον πτωχός είναι ο ζωγράφος απέναντι του ποιητού! Αν ξαναγεννηθώ θα γίνω ποιητής και μουσικός.» -- Επιστολή προς τον Νικόλαο Νάζο, 7 Απριλίου 1875
«Αν ήτο δυνατόν να ημπορούσα να ηρχόμουν εις την Ελλάδα, ίσως κατά πρώτον εις την Κεφαλληνίαν και κατόπιν εις την Τήνον, εις τα γλυκά αυτά μέρη.» -- Επιστολή προς τον αδελφό της γυναίκας του, 22 Οκτωβρίου 1900
Πληροφορίες: el.wikipedia.org
Ευγένιος Αντωνιάδης, ήταν Έλληνας παρατηρησιακός αστρονόμος
Ευγένιος Αντωνιάδης
Ο Ευγένιος Μιχαήλ Αντωνιάδης ήταν Έλληνας παρατηρησιακός αστρονόμος που πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του και σταδιοδρόμησε στη Γαλλία. Γι' αυτό σε ιστοτόπους του Διαδικτύου αναφέρεται και ως Γάλλος ή ακόμα και Τούρκος αστρονόμος, όντας γεννημένος στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Επίσης ο Αντωνιάδης ήταν και σκακιστής, με πολλές νίκες στο ενεργητικό του. (Eugène Michel Antoniadi, Κωνσταντινούπολη, 1 Μαρτίου 1860 – 10 Φεβρουαρίου 1944)
Σπούδασε Αρχιτεκτονική και αποτύπωσε σε αρχιτεκτονικά σχέδια τον ναό της Αγίας Σοφίας στην Κωνσταντινούπολη. Έγραψε την τρίτομη μελέτη «Έκφρασις της Αγίας Σοφίας», (1907 - 1909). Απέκτησε μεγάλη φήμη ως οξυδερκέστατος παρατηρητής του πλανήτη Άρη. Την εποχή που οι περισσότεροι κορυφαίοι παρατηρητές συμφωνούσαν ότι υπήρχαν ευθύγραμμες (και άρα τεχνητές) διώρυγες πάνω στον Άρη, που διακρίνονταν ως σκούρες γραμμές, ο Αντωνιάδης, ιδίως όταν χρησιμοποίησε το μεγάλο διοπτρικό τηλεσκόπιο των 83 εκατοστών στο Αστεροσκοπείο του Μεντόν στο Παρίσι κατά την αντίθεση του Άρη του 1909, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι διώρυγες ήταν οπτική απάτη, γεγονός που επιβεβαιώθηκε από τις αποστολές διαστημοπλοίων στον πλανήτη αρκετές δεκαετίες αργότερα.
Οι αμέτρητες ώρες παρατηρήσεων του Άρη που είχε πραγματοποιήσει, τον οδήγησαν στη σύνταξη του πρώτου λεπτομερούς χάρτη της επιφάνειας του «κόκκινου πλανήτη» και στην ονομασία και άλλων χαρακτηριστικών μετά από αυτά που είχε ονομάσει ο Τζιοβάνι Σκιαπαρέλι. Το έργο αυτό, που ολοκληρώθηκε από τον Ιωάννη Ε. Φωκά, οδήγησε σε ένα σύστημα ονοματολογίας για την τοπογραφία του Άρη, το οποίο τελικώς υιοθετήθηκε από τη Διεθνή Αστρονομική Ένωση, με αποτέλεσμα τα κυριότερα χαρακτηριστικά (όρη, περιοχές, κρατήρες) του Άρη να έχουν διεθνώς ελληνικά ονόματα.
Ο Ευγένιος Αντωνιάδης παρατήρησε και τους εσωτερικούς πλανήτες, την Αφροδίτη και τον Ερμή. Επεχείρησε να σχεδιάσει και ένα χάρτη του Ερμή, αλλά οι προσπάθειές του ήταν λανθασμένες καθώς βασίζονταν στην τότε επικρατούσα παραδοχή ότι ο Ερμής έστρεφε πάντα το ίδιο ημισφαίριό του προς τον Ήλιο.
Επινόησε επίσης την ομώνυμη κλίμακα για την ποιότητα του seeing, που χρησιμοποιούν ευρύτατα οι ερασιτέχνες αστρονόμοι.
Ο Ευγένιος Αντωνιάδης ήταν και σκακιστής έχοντας αντιμετωπίσει μεγάλα ονόματα της εποχής του . Η καλύτερη στιγμή του ήταν το 1907 σε τουρνουά στο Παρίσι, όπου ισοβάθμησε στην πρώτη θέση με τον πρωταθλητή σκακιού Η. Π. Α. από το 1909-1936 Φρανκ Μάρσαλ, τον οποίο είχε νικήσει. Το 1917 κατέκτησε την τρίτη θέση σε τουρνουά στο Παρίσι.
Στην Αγγλία γνώρισε την Κατερίνα Σεβαστοπούλου, που έμελλε να γίνει γυναίκα του το 1902.
Ο Αντωνιάδης άφησε επίσης ένα μνημειώδες αρχιτεκτονικό-βυζαντινολογικό έργο που δημοσιεύθηκε πρώτα το 1895. Είναι η «Αγία Σοφία, περιγραφή αρχιτεκτονική, αρχαιολογική και ιστορική της μεγάλης εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως». Είναι ο πρόδρομος ενός τρίτομου έργου που άρχισε να εκδίδεται το 1907 – 1909. Ήταν το αποτέλεσμα της αγάπης και των μελετών του για το Βυζάντιο. Μελετών που τον ανέδειξαν σε σημαίνοντα βυζαντινολόγο, που αναδύθηκε αυτοδημιούργητος μέσα από τις προγονικές καταβολές του. Νεαρός αρχιτέκτονας ακόμη αλλά και αργότερα, κάθε φορά που άφηνε για λίγο την Ευρώπη και επισκεπτόταν την γενέτειρά του μελετούσε συστηματικά την Αγία Σοφία, την ιστορία και την εξέλιξή της, από την πρώτη θεμελίωση του ναού ως την οριστική διαμόρφωσή του, ν’ αποτυπώσει με όλες τις λεπτομέρειες το πολυδαίδαλο κτιριακό συγκρότημα, τα γλυπτά, τα μωσαϊκά, τα πάντα, ν’ αναπαραστήσει το πολυθρύλητο μνημείο σε όλο το μεγαλείο και να προβεί σε μια συνολική και εξαντλητική παρουσίασή του.
Το 1904 με άδεια του ίδιου του σουλτάνου Αβδούλ Χαμίτ Β’ πέτυχε την έκδοση ειδικού Σουλτανικού Διατάγματος (ιραδέ), που του επέτρεψε να επεκτείνει τις έρευνές του, να εισχωρήσει στα άδυτα του ιερού τεμένους και να μην αφήσει τίποτα ανεξερεύνητο. Το 1905 παρουσίασε τα πρώτα αρχιτεκτονικά σχέδια σε λιθογραφικούς πίνακες μεγάλου σχήματος, που τους τύπωσε με δικές του δαπάνες στο Παρίσι. Είχαν περάσει δέκα ολόκληρα χρόνια από το 1895, οπότε είχε ετοιμάσει το πρώτο χειρόγραφο του έργου του. Τον επόμενο χρόνο (1906) τύπωσε επίσης στο Παρίσι μια δεύτερη σειρά πινάκων. Αλλά το 1907 βρέθηκε ο μαικήνας που ανελάμβανε τις δαπάνες για τη συνολική έκδοση του έργου. Ήταν ο Γρηγόριος Μαρασλής (1831-1907), ο γνωστός εθνικός ευεργέτης από την Οδησσό, που χρηματοδοτούσε τις ανεπανάληπτες εκείνες εκδόσεις της «Βιβλιοθήκης Μαρασλή». Ο Αντωνιάδης βρήκε τώρα όλες τις εκδοτικές δυνατότητες που ονειρευόταν για το τρίτομο μνημειώδες έργο του.
Πέθανε στη Γαλλία το 1944 σε ηλικία 84 ετών. Έλαβε πολλές τιμητικές διακρίσεις από Ακαδημίες και επιστημονικές εταιρείες της Γαλλίας, της Αγγλίας και άλλων χωρών.
Το έργο επανεκδόθηκε το 1983 με τον τίτλο «Έκφρασις της Αγίας Σοφίας Κωνσταντινουπόλεως» από τις εκδόσεις Β. Γρηγοριάδου.
Ονομάστηκαν προς τιμή του
Ο κρατήρας Αντωνιάδης στον Άρη.
Ο κρατήρας Αντωνιάδη (Antoniadi) στο νότιο ημισφαίριο της Σελήνης.
Πληροφορίες: el.wikipedia.org
Χαβιέρ Μπαρδέμ, Ισπανός ηθοποιός, βραβευμένος με Όσκαρ και πολλά άλλα βραβεία
Χαβιέρ Μπαρδέμ
Ο Χαβιέρ Μπαρδέμ είναι Ισπανός ηθοποιός. Έχει πρωταγωνιστήσει σε πολλές σημαντικές ταινίες όπως τις Καμιά Πατρίδα για τους Μελλοθάνατους και Η Θάλασσα Μέσα Μου. (Javier Ángel Encinas Bardem, 1 Μαρτίου 1969)
Έχει κερδίσει, μεταξύ άλλων, ένα Όσκαρ, μια Χρυσή Σφαίρα, ένα βραβείο στα Screen Actors Guild Awards, ένα βραβείο BAFTA και τέσσερα Βραβεία Γκόγια. Είναι, επίσης, παντρεμένος από το 2010 με την διάσημη Ισπανίδα ηθοποιό Πενέλοπε Κρουζ.
Ο Χαβιέρ Μπαρδέμ γεννήθηκε την 1 Μαρτίου 1969 στη Λας Πάλμας των Κανάριων Νήσων. Η μητέρα του, Πιλάρ Μπαρδέμ, είναι επίσης ηθοποιός, ενώ ο πατέρας του ήταν επιχειρηματίας. Οι γονείς του χώρισαν λίγο καιρό μετά τη γέννησή του. Έχει έναν αδερφό, τον Κάρλος, και μια αδερφή, την Μόνικα, και οι δύο είναι ηθοποιοί. Πριν ασχοληθεί με την ηθοποιία, ο Μπαρδέμ έπαιζε ράγκμπι.
Καλλιτεχνική πορεία
Η πρώτη του εμφάνιση σε ταινία ήταν το 1990 στην ταινία The Ages of Lulu. Η πρώτη σημαντική του ταινία ήταν η ταινία Jamón, Jamón, στην οποία πρωταγωνίστησε μαζί με την Πενέλοπε Κρουζ, όπου έλαβε υποψηφιότητα για το Βραβείο Γκόγια. Η πρώτη του εμφάνιση σε ταινία του Χόλιγουντ ήταν στην ταινία Ο χορευτής του πάνω ορόφου του Τζον Μάλκοβιτς.
Η πρώτη του, ωστόσο, μεγάλη εμπορική επιτυχία ήταν στην ταινία Πριν Πέσει η Νύχτα, στην οποία υποδύθηκε τον Κουβανό συγγραφέα Ρεϊνάλντο Αρένας, και του επέφερε την πρώτη του υποψηφιότητα για Όσκαρ.
Το 2007 έπαιξε στην ταινία Καμιά Πατρίδα για τους Μελλοθάνατους των Αδερφών Κοέν και έγινε ο πρώτος Ισπανός που κέρδισε Όσκαρ Β' Ανδρικού Ρόλου. Έπαιξε, επίσης, στην κινηματογραφική μεταφορά του βιβλίου του Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες, Ο Έρωτας στα Χρόνια της Χολέρας.
Επίσης, έπαιξε στην ταινία του Γούντι Άλλεν, Vicky Cristina Barcelona, και στο Eat Pray Love μαζί με την Τζούλια Ρόμπερτς. Το 2010 έλαβε μια υποψηφιότητα για Όσκαρ Α' Ανδρικού Ρόλου για την ταινία Biutiful του Αλεχάντρο Γκονσάλες Ινιάριτου. Το 2012 πρωταγωνίστησε στην ταινία Τζέιμς Μποντ με τον τίτλο Skyfall και το 2013 στην ταινία Ο Συνήγορος (The Counselor) σε σκηνοθεσία Ρίντλεϊ Σκοτ.
Δημήτρης Μητρόπουλος, ήταν Έλληνας διευθυντής ορχήστρας, πιανίστας και συνθέτης
Δημήτρης Μητρόπουλος
Ο Δημήτρης Μητρόπουλος ήταν Έλληνας διευθυντής ορχήστρας, πιανίστας και συνθέτης που έζησε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του στις Ηνωμένες Πολιτείες. (Αθήνα, 1 Μαρτίου 1896 - Μιλάνο, 2 Νοεμβρίου 1960)
Σπούδασε διεύθυνση χορωδίας και σύνθεση, αρχικά στο Ωδείο Αθηνών και αργότερα στο Βερολίνο. Πήρε χρυσό μετάλλιο για την ικανότητά του στο πιάνο από το Ωδείο Αθηνών, διάκριση που δόθηκε μόνο πέντε φορές στην ιστορία του Ωδείου. Οι πρώτες του συνθέσεις είναι γραμμένες στο τονικό σύστημα, αλλά με ενδιαφέροντες αρμονικούς πειραματισμούς, οι οποίοι γύρω στα 1915 γίνονται περισσότερο τολμηροί φτάνοντας στην ατονικότητα γύρω στα 1920.
Είναι ο πρώτος Έλληνας συνθέτης που χρησιμοποίησε στο έργο του Ostinata, (μια σονάτα για βιολί και πιάνο) αυστηρά δωδεκαφθογγική τεχνική.
Γύρω στα 1930 σταμάτησε ουσιαστικά τη σύνθεση και ασχολήθηκε αποκλειστικά με τη διεύθυνση ορχήστρας, πρώτα στην Αθήνα και μετά το 1937 στις ΗΠΑ.
Ο Δημήτρης Μητρόπουλος ήταν μοναδικός μαέστρος και άξιος συνθέτης. Υπό την πρώτη του ιδιότητα γνώρισε διεθνή φήμη κατακτώντας, μάλιστα, τη διεύθυνση της Φιλαρμονικής Ορχήστρας της Νέας Υόρκης, θέση από την οποία παραιτήθηκε το 1958, για να παραμείνει σ' αυτήν ως μαέστρος. Στις συνθέσεις του περιλαμβάνονται περίπου 40 έργα, μεταξύ των οποίων μια όπερα (Αδελφή Βεατρίκη), μουσική για ορχήστρα, μουσική δωματίου, έργα για πιάνο, για φωνή κ.ά. Ορισμένα από τα έργα που συνέθεσε θεωρούνται ιδιαίτερα σημαντικά και αποτελούν σταθμό στη σύγχρονη ελληνική μουσική.
Κατά τον Ελληνοϊταλικό πόλεμο του 1940 ο Δημήτρης Μητρόπουλος μαζί με άλλους Έλληνες λογίους προσυπέγραψε την Έκκληση των Ελλήνων Διανοουμένων προς τους Διανοούμενους ολόκληρου του Κόσμου με την οποία αφενός μεν καυτηριάζονταν η κακόβουλη ιταλική επίθεση, αφετέρου δε, διέγειρε την παγκόσμια κοινή γνώμη σε επανάσταση συνειδήσεων για κοινό νέο πνευματικό Μαραθώνα.
Στην προσωπική του ζωή, ο Μητρόπουλος καταπίεζε την ομοερωτική του επιθυμία και φημολογείται πως είχε σχέση με τον Λέοναρντ Μπερνστάιν.
Ο θάνατος
Στις 2 Νοεμβρίου του 1960, ο Δημήτρης Μητρόπουλος υπέστη καρδιακή προσβολή κατά τη διάρκεια δοκιμής της Τρίτης Συμφωνίας του Γκούσταβ Μάλερ με την ορχήστρα της Σκάλας του Μιλάνου. Πέθανε σε ηλικία 64 ετών με την μπαγκέτα στο χέρι.
Ο θάνατός του απασχόλησε τον διεθνή Τύπο με εκτεταμένα άρθρα. Η νεκρολογία των Τάιμς μιλούσε για την "εμπύρετον έντασιν" των ερμηνειών του, φεστιβάλ σε όλο τον κόσμο εξέδιδαν ψηφίσματα, ενώ οι εκδηλώσεις πένθους συντηρήθηκαν πολλές ημέρες μετά τον θάνατό του.
Η σποδός του μαέστρου μεταφέρθηκε με αεροσκάφος της Βασιλικής Αεροπορίας από το Μιλάνο. Στο αεροδρόμιο ήταν παρατεταγμένη η πολιτική ηγεσία της Ελλάδας, εκπρόσωποι από το χώρο της τέχνης και πλήθος κόσμου.
Το κιβώτιο με την τέφρα καλύφθηκε με τη σημαία της Ελλάδας και μεταφέρθηκε με πομπή στο Ωδείο Ηρώδου του Αττικού, όπου πραγματοποιήθηκε τιμητική εκδήλωση στη μνήμη του.
Το 1996 εορτάστηκαν, με εκδηλώσεις σε όλο τον κόσμο, τα 100 χρόνια από τη γέννησή του. Η επέτειος ετέθη υπό την αιγίδα της UNESCO, για να αποδοθεί η τιμή που αρμόζει σε έναν διεθνή καλλιτέχνη.
Πληροφορίες: el.wikipedia.org
Μανόλης Χατζηδάκης, ήταν Έλληνας βυζαντινολόγος με σημαντική συνεισφορά στην μελέτη της Βυζαντινής και της Μεταβυζαντινής ζωγραφικής
Μανόλης Χατζηδάκης
Ο Μανόλης Χατζηδάκης, ήταν Έλληνας βυζαντινολόγος με σημαντική συνεισφορά στην μελέτη της Βυζαντινής και της Μεταβυζαντινής ζωγραφικής, ιδιαίτερα της Κρητικής Σχολής, που διετέλεσε διευθυντής του Μουσείου Μπενάκη (1941 - 1973) και του Βυζαντινού & Χριστιανικού Μουσείου (1960 - 1967, 1974 - 1975).(Ηράκλειο Κρήτης, 1909 - Αθήνα, 1 Μαρτίου 1998)
Γεννήθηκε στο Ηράκλειο Κρήτης και ήταν γιος του Γεράσιμου Χατζηδάκη.
Σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, του οποίου έγινε και διδάκτωρ το 1942, και συμπλήρωσε τις σπουδές του με υποτροφία του Αντώνη Μπενάκη στο Παρίσι και το Βερολίνο λαμβάνοντας δίπλωμα Μουσουλμανικής Τέχνης στη Σχολή του Λούβρου και κλασικής αραβικής γλώσσας στη Σχολή Ζωσών Ανατολικών Γλωσσών.
Την περίοδο 1934 - 1940 εργάστηκε ως επιμελητής στο Μουσείο Μπενάκη και το 1941 έγινε διευθυντής αυτού, θέση στην οποία παρέμεινε μέχρι το 1973.
Παράλληλα από το 1943 εργαζόταν στην Αρχαιολογική Υπηρεσία του Κράτους υπηρετώντας στην 1η εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων ως προϊστάμενός της.
Το 1961 ανέλαβε επιθεωρητής Βυζαντινών Αρχαιοτήτων και το 1967 Γενικός Έφορος Αρχαιοτήτων.
Το 1960 ανέλαβε την διεύθυνση του Βυζαντινού & Χριστιανικού Μουσείου Αθηνών, απολύθηκε όμως από την θέση του το 1967 με τον ερχομό της Χούντας των Συνταγματαρχών, η οποία του αφαίρεσε και το διαβατήριο. Παράλληλα τέθηκε σε εξάμηνη διαθεσιμότητα και από την Αρχαιολογική Υπηρεσία, παραμένοντας εκτός υπηρεσίας μέχρι το 1970, οπότε και του ανατέθηκε η διενέργεια ειδικών μελετών.
Το 1973 ανέλαβε την διεύθυνση της Εφορείας Βυζαντινών Αρχαιοτήτων Αθηνών. Με την αποκατάσταση της δημοκρατίας επανήλθε στην διεύθυνση του Βυζαντινού και Χριστιανικού Μουσείου Αθηνών για να αποχωρήσει έναν χρόνο αργότερα, το 1975, οπότε και συνταξιοδοτήθηκε.
Υπήρξε μέλος του Αρχαιολογικού Συμβουλίου, από το οποίο παραιτήθηκε το 1977 σε ένδειξη διαμαρτυρίας μετά την ψήφιση νομοθετημάτων με τα οποία αλλοιωνόταν η σύνθεση του συμβουλίου και μεταβιβάζονταν οι αρμοδιότητες αυτού στα υπουργεία Οικονομικών και Συντονισμού, γενικός γραμματέας της Διεθνούς Εταιρείας Βυζαντινών Μελετών, γενικός γραμματέας (1960 - 1979) & πρόεδρος της Χριστιανικής Αρχαιολογικής Εταιρείας, αντιπρόεδρος του Δ.Σ. του Μορφωτικού Ιδρύματος της Εθνικής Τράπεζας (ΜΙΕΤ) μέλος του Γερμανικού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου, επίτιμος διδάκτορας των Πανεπιστημίων των Βρυξελλών και της Αθήνας, αντεπιστέλλον μέλος των Ακαδημιών Επιστημών Βιέννης και Βελιγραδίου καθώς και τακτικό μέλος της Ακαδημίας Αθηνών από το 1980, της οποίας χρημάτισε γενικός γραμματέας επί των πρακτικών (1981 - 1990).
Το 1962 ορίστηκε γενικός γραμματέας της εκτελεστικής επιτροπής της μεγάλης έκθεσης που διοργανώθηκε τον Σεπτέμβριο του 1964 στο Ζάππειο υπο την αιγίδα του Συμβουλίου της Ευρώπης με τίτλο Η Βυζαντινή Τέχνη, Τέχνη Ευρωπαϊκή. Παράλληλα πραγματοποίησε έρευνες στο Άγιο Όρος, στον Πανάγιο Τάφο, στην Ιερά Μονή Σινά, την Ζάκυνθο κ.αλ.Διετέλεσε εκπρόσωπος (1962 - 1967, 1974 - 1977) του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων στην τριμελή επιτροπή αναστήλωσης του Παναγίου Τάφου.
Το 1953 εστάλη στη Ζάκυνθο αμέσως μετά τον σεισμό, για να περισώσει τα έργα τέχνης που δεν είχαν καταστραφεί καταφέροντας να διασώσει πάνω από 900. Σημαντικό ρόλο διαδραμάτισε και στην οργάνωση του Ινστιτούτου Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Σπουδών της Βενετίας, έργο που του ανατέθηκε από τα υπουργεία Παιδείας και Εξωτερικών το 1957.
Το 1985 διορίστηκε πρόεδρος της Οργανωτικής Επιτροπής της Εκθέσεως Βυζαντινής Τέχνης που έλαβε χώρα στο Παλιό Πανεπιστήμιο στα πλαίσια των εκδηλώσεων για την Αθήνα που ήταν τότε πολιτιστική πρωτεύουσα. Κατά καιρούς δίδαξε στην Σχολή Ξεναγών και στον Μορφωτικό Σύλλογο Αθηναίων. Επίσης, ίδρυσε το Κεντρικο Εργαστήριο Συντηρήσεως συμβάλοντας στην διάσωση εκατοντάδων έργων τέχνης καθώς και το Κέντρο Έρευνας της Βυζαντινής και Μεταβυζαντινής Τέχνης της Ακαδημίας Αθηνών. Είχε τιμηθείμε το βραβείο Gottfried von Herder, με τον Χρυσό Σταυρό του Τάγματος του Γεωργίου Α΄ καθώς και με τον Ταξιάρχη του Φοίνικος.
Η συνεισφορά του στην μελέτη της Βυζαντινής και Μεταβυζαντινής ζωγραφικής κρίνεται καθοριστική, ενώ θεωρείται ως ένας από τους αυθεντικότερους μελετητές της Κρητικής Σχολής.
Απεβίωσε στην Αθήνα την 1η Μαρτίου 1998 και ενταφιάστηκε στο Α΄ Νεκροταφείο Αθηνών.
Ήταν παντρεμένος με την Ευγενία Βέη (1920 - 1979), ανιψιά του βυζαντινολόγου Νικολάου Βέη, και είχαν αποκτήσει δύο παιδιά: τον Αλέξη Χατζηδάκη και την Νανώ Χατζηδάκη, καθηγήτρια Βυζαντινής Αρχαιολογίας και Τέχνης στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων.
Πληροφορίες: el.wikipedia.org/
Περισσότερα Άρθρα...
- Λούτσιο Ντάλλα, Ιταλός τραγουδοποιός, από τις κορυφαίες φυσιογνωμίες της ιταλικής έντεχνης λαϊκής μουσικής
- Φρεντερίκ Σοπέν, Πολωνός συνθέτης και από τους μεγαλύτερους εκπροσώπους του ρομαντισμού
- Κωστής Παλαμάς, ήταν Έλληνας ποιητής, πεζογράφος, θεατρικός συγγραφέας, ιστορικός και κριτικός της λογοτεχνίας
- Κώστας Βάρναλης, ήταν Έλληνας λογοτέχνης, ποιητής και δημοσιογράφος