Άρθρα
Ρόρυ Γκάλαχερ, ήταν Ιρλανδός συνθέτης , κιθαρίστας και τραγουδιστής της μπλουζ και ροκ μουσικής
Ρόρυ Γκάλαχερ
Ο Ρόρυ Γκάλαχερ ήταν Ιρλανδός συνθέτης , κιθαρίστας και τραγουδιστής της μπλουζ και ροκ μουσικής. Θεωρείται ένας απ' τους σπουδαιότερους κιθαρίστες του ηλεκτρικού μπλουζ. (Rory Gallagher, 2 Μαρτίου 1948 Μπάλισανον, Ιρλανδία - 14 Ιουνίου 1995 Λονδίνο)
Νεανικά χρόνια
Γεννήθηκε στην Ιρλανδία και μεγάλωσε στην Κομητεία Κορκ. Περίπου στην ηλικία των εννέα, παρακολούθησε τον Έλβις Πρίσλεϋ σε τηλεοπτική του εμφάνιση και έκτοτε αποφάσισε ν' ασχοληθεί με την κιθάρα, μελετώντας μόνος του. Στα δώδεκά του χρόνια κέρδισε σ' ένα διαγωνισμό την πρώτη του ηλεκτρική κιθάρα. Έφηβος ακόμα, άρχισε να παίζει διασκευές σε επιτυχίες της εποχής και να εμφανίζεται με το πρώτο του συγκρότημα, τους Fontana Showband, ως support act σε διάφορα άλλα συγκροτήματα.
Στα δεκαέξι του, σχημάτισε το δικό του μπλουζ συγκρότημα, τους Impact, με τους οποίους έπαιξε στη Γερμανία και την Ισπανία κατά το '65 και '66. Σ΄αυτές τις περιοδείες, ανάμεσα στον εξοπλισμό του, διέθετε και τη "Battered Strat", τη Stratocaster που θα τον συντρόφευε σε όλη την υπόλοιπη καριέρα του, την οποία αγόρασε σε κάποιο κατάστημα στο Κορκ το 1961.
Η κιθάρα λέγεται ότι ήταν η πρώτη του είδους της στην Ιρλανδία. Την είχε παραγγείλει κάποιος άλλος μουσικός και ο οποίος άλλαξε γνώμη καθώς δεν του άρεσε το χρώμα. Έτσι, η κιθάρα κατέληξε στα χέρια του Γκάλαχερ για εκατό λίρες.
Taste
Πριν κλείσει τα είκοσι του χρόνια, έγινε παγκόσμια γνωστός με τους Taste, συγκρότημα που σχηματίστηκε το 1966 από τον ίδιο και τους Τζον Γουίλσον και Ρότσαρντ ΜακΚράκεν. Κυκλοφόρησαν δυο δίσκους, τα "Taste" και "On the Boards" και δυο ζωντανά ηχογραφημένα άλμπουμ, τα "Live at Montreux" και "Live at the Isle of Wight", ενώ συμμετείχαν σε μερικά απ' τα σημαντικότερα ευρωπαϊκά φεστιβάλ της εποχής, ενώ περιόδευσαν και στην Αμερική.
Σόλο καριέρα
Οι Taste διαλύθηκαν το 1970 και ο Γκάλαχερ ξεκίνησε την προσωπική του καριέρα του μαζί με άλλους μουσικούς, όπως ο μπασίστας Τζέρι ΜακΑβόι, με τον οποίο θα συνεργαζόταν για το μεγαλύτερο μέρος της και τον ντράμερ Γουίλγκαρ Κάμπελ.
Το 1971, πρωτοεμφανίστηκε στην προσωπική του δισκογραφία με τον δίσκο που έφερε ως τίτλο τ' όνομά του. Ο δίσκος αυτός έφτασε στο # 40 των βρετανικών τσαρτ, ενώ παράλληλα άρχισε να περιοδεύει στην Ευρώπη και την Αμερική, συναυλιακή δραστηριότητα που θα εξακολουθούσε έως το τέλος της ζωής του. Η κυκλοφορία με τις ηχογραφήσεις από την ευρωπαϊκή περιοδεία του 1972, με τίτλο "Live in Europe" γνώρισε μεγάλη επιτυχία, όπως κι εκείνη στην Ιρλανδία του 1973-74, με τίτλο "Irish Tour '74" η οποία μεταφέρθηκε, με τον ομώνυμο τίτλο, σε κινηματογραφική ταινία από το σκηνοθέτη Τόνυ Πάλμερ.
Το 1972, ο Γκάλαχερ συμμετείχε στην ηχογράφηση των "London Sessions" των Μάντι Γουότερς και Τζέρι Λι Λιούις. Ο Γουότερς τον κάλεσε ξανά το 1974, για τις ανάγκες της ηχογράφησης του "London Revisited".
Στη συνέχεια ακολούθησε μια σειρά επιτυχημένων δίσκων.
Το 1975, υπέγραψε συμβόλαιο με την "Crhysalis Records", κυκλοφορώντας την αμέσως επόμενη χρονιά το "Calling Card", ο οποίος θεωρείται ο κορυφαίος δίσκος του, σε παραγωγή του μπασίστα των Deep Purple, Ρότζερ Γκλόβερ. Η κυκλοφορία αυτή όμως, όπως και η συνέχεια της καριέρας του, επισκιάστηκε από την επερχόμενη έκρηξη του πανκ κινήματος, γεγονός όμως το οποίο δεν τον εμπόδισε να συνεχίσει να κυκλοφορήσει πολύ καλούς δίσκους, όπως τα "Top Priority" και "Photo - Finish".
Δεκαετία '80
Ενώ ο Γκάλαχερ συνέχισε να εμφανίζεται ζωντανά σε όλο τον κόσμο, οι δισκογραφικές παρουσίες του έγιναν αραιότερες κατά τη δεκαετία του '80.
Στις 12 Σεπτεμβρίου του 1981 εμφανίστηκε στην Ελλάδα, στο γήπεδο της Νέας Φιλαδέλφειας. Η συναυλία, μια απ' τις πρώτες εμφανίσεις ξένων καλλιτεχνών που συνέβησαν στη χώρα, είχε 40.000 θεατές και συνοδεύτηκε από σοβαρά επεισόδια, από τη Νέα Φιλαδέλφεια έως τον Περισσό, ανάμεσα στις αστυνομικές δυνάμεις και το πλήθος.
Σύμφωνα με την περιγραφή του ίδιου του Γκάλαχερ: "Ήμασταν βρεγμένοι, τα μάτια μας δάκρυζαν κι όλοι φοβηθήκαμε.
Η συναυλία από μόνη της ήταν καταπληκτική. Αλλά ήταν επικίνδυνη. Απλά δεν ήθελα να πεθάνω σ ένα γήπεδο ποδοσφαίρου στην Ελλάδα, χωρίς να ξέρω καν τι συνέβαινε...".
Την επόμενη μέρα, ο Τύπος κυκλοφόρησε με πρωτοσέλιδα και τίτλους όπως "Κάηκε η Νέα Φιλαδέλφεια από τους ροκάδες". Η συναυλία αργότερα κυκλοφόρησε σε παράνομη έκδοση (bootleg) με τον τίτλο "Live in Athens".
Το 1985, ο Γκάλαχερ ίδρυσε τη δική του δισκογραφική εταιρεία, "Capo records", μέσω της οποίας κυκλοφόρησε δυο ακόμα δίσκους. Η υγεία του στα τέλη της δεκαετίας είχε αρχίσει να κλονίζεται, γεγονός όμως που δεν τον εμπόδισε να συνεχίσει να εμφανίζεται ζωντανά, ακόμα και λίγο πριν το τέλος του. Η τελευταία του ζωντανή εμφάνιση έγινε στις 10 Ιανουαρίου 1995, στο "Nighttown-Theatre", στην Ολλανδία.
Τον Απρίλιο, λόγω των χρόνιων προβλημάτων του με το αλκοόλ, υποβλήθηκε σε μεταμόσχευση ήπατος στο King's Hospital του Λονδίνου. Έπειτα από επιπλοκές, κατέληξε στις 14 Ιουνίου του 1995.
Η σορός του βρίσκεται στο κοιμητήριο Saint Oliver, στο Κορκ της Ιρλανδίας. Ο τάφος του κοσμείται από πέντε χρυσές ακτίνες, μια εκ των οποίων φέρει το ακριβές μήκος και τα τάστα της Fender του.
Επίδραση
Ο Ρόρι Γκάλαχερ θεωρείται ένας απ' τους κορυφαίους κιθαρίστες της λευκής μπλουζ μουσικής, τόσο για τα ζωηρά του σόλο και τις καινοτόμες ιδέες στη σύνθεση, όσο και για το πάθος και τη δεξιοτεχνία της τραγουδιστικής του ερμηνείας. Πολλοί σύγχρονοι κιθαρίστες της ροκ και της μπλουζ, τον θεωρούν ως την κύρια επιρροή τους. Ακόμα, θεωρείται μια από τις πιο σεμνές και συνεπείς παρουσίες της ροκ μουσικής. Χαρακτηριστικό παρουσιάζεται το εξής γεγονός: Το 1976, το τραγούδι του "Edged In Blue" είχε γίνει πολύ δημοφιλές στην Αμερική και η αποσπασματική κυκλοφορία του ως σινγκλ θεωρείτο σίγουρο ότι θα χάριζε ακόμα πλατύτερη επιτυχία στο δημιουργό της.
Ο Γκάλαχερ αρνήθηκε να κυκλοφορήσει το τραγούδι σαν σινγκλ, αντιμετωπίζοντας τη δισκογραφική του δουλειά "Calling Card" ως αδιάσπαστο και ενιαίο σύνολο. Επίσης, το 1974 αρνήθηκε πρόταση να γίνει μέλος των Rolling Stones καθώς πίστευε ότι κάτι τέτοιο θα ερχόταν σε αντίθεση με την αντίληψή του για τη μουσική.
Συμμετείχε όμως σε δουλειές μερικών από τα μεγαλύτερα ονόματα της μπλουζ, όπως οι Μάντι Γουότερς, Άλμπερτ Κόλινς, Τζέρι Λι Λιούις, Λόνι Ντόνεγκαν και Αλέξις Κόρνερ.
Καθ' όλη τη διάρκεια της μουσικής του διαδρομής, δε σταμάτησε να τοποθετεί πάνω απ' όλα, ακόμα και από την προσωπική του ζωή και την υγεία του, εκείνο που θεωρούσε ότι τον ολοκλήρωνε ως καλλιτέχνη και ως άνθρωπο: την αγάπη του για τα μπλουζ και το πάθος του να παίζει μουσική.
Νταίϊβιντ Χέρμπερτ Λώρενς, ήταν Άγγλος πεζογράφος, ποιητής, θεατρικός συγγραφέας, κριτικός και ζωγράφος
Νταίβιντ Χέρμπερτ Λώρενς
Ο Νταίϊβιντ Χέρμπερτ Λώρενς ήταν Άγγλος πεζογράφος, ποιητής, θεατρικός συγγραφέας, κριτικός και ζωγράφος.(David Herbert Lawrence, 11 Σεπτεμβρίου 1885 - 2 Μαρτίου 1930)
Ήταν παιδί ενός κοινωνικά (τουλάχιστον) αταίριαστου γάμου μεταξύ ενός ανθρακωρύχου και μιας διευθύντριας σχολείου. Τα βιώματα αυτής της ασυμφωνίας αντικατοπτρίζονται τόσο στην ζωή όσο και στο έργο του, ιδιαίτερα στον Εραστή της λαίδης Τσάττερλυ. Σπούδασε στο γυμνάσιο του Νότιγχαμ με υποτροφία και μετά στο πανεπιστήμιο της ίδιας πόλης.
Το 1910 δημοσίευσε το Λευκό Παγώνι και τον ίδιο καιρό πέθανε η μητέρα του με την οποία ήταν υπερβολικά δεμένος. Δούλεψε για λίγο ως δάσκαλος και το 1911 εγκατέλειψε το επάγγελμα επειδή διαγνώστηκε ότι έπασχε από φυματίωση.
Το 1912 συνδέθηκε ερωτικά με την Γερμανίδα Φρήντα Γουήκλυ το γένος φον Ριχτχόφεν (von Richthofen), σύζυγο καθηγητή του στο Πανεπιστήμιο του Νότιγχαμ, ταξικά πολύ ανώτερή του, έξι χρόνια μεγαλύτερή του και μητέρα τριών παιδιών. Έφυγαν μαζί στην Γερμανία και μετά στην Ιταλία, όπου ο Λώρενς τελείωσε το μυθιστόρημά του Γιοι και Εραστές που δημοσιεύτηκε το 1913. Επέστρεψαν στην Αγγλία το 1914 και παντρεύτηκαν. Το 1915 το βιβλίο του Ουράνιο Τόξο απαγορεύτηκε ως άσεμνο.
Μετά τον πόλεμο άρχισε για τον Λώρενς και την Φρήντα η «άγρια περιπλάνηση». Ταξίδεψαν και πάλι στην Γερμανία και Ιταλία και μετά στην Κεΰλάνη, την Αυστραλία, το Νέο Μεξικό και το Μεξικό. Επέστρεψαν στην Ευρώπη το 1925 και εγκαταστάθηκαν στην Ιταλία.
Το 1928 και 1929 κυκλοφόρησε σε ελάχιστα αντίτυπα στην Φλωρεντία και στο Παρίσι αντίστοιχα ο Εραστής της λαίδης Τσάττερλυ. Επίσης το 1928, το βιβλίο εκδόθηκε, άγρια λογοκριμένο, στη Νέα Υόρκη. Το 1959 εκδόθηκε πλήρες στη Νέα Υόρκη και το 1960 στο Λονδίνο, όπου έγινε αντικείμενο μιας πολύκροτης δίκης, το αποτέλεσμα της οποίας ήταν η αθώωση των υπευθύνων των Penguin Books. Το 1929 η αστυνομία έκλεισε μιαν έκθεση πινάκων του Λώρενς στο Λονδίνο και οι πίνακές του του αποδόθηκαν υπό τον όρο να μη ξαναεκτεθούν στην Αγγλία.
Ο Λώρενς πέθανε το 1930 σε σανατόριο στη Βανς (Vence) της Κυανής Ακτής. Θεωρούμενος «καταραμένος» συγγραφέας όσο ζούσε, αποδείχθηκε αυτός που άλλαξε την αντιμετώπιση του σεξ από την λογοτεχνία.
Τα πρώτα του έργα ασχολούνται με τις βλαβερές συνέπειες του σύγχρονου, βιομηχανοποιημένου πολιτισμού που αποκόπτει τον άνθρωπο από την φύση και καθιστά τις ανθρώπινες σχέσεις προβληματικές. Στα κατοπινά έργα του Λώρενς η φροϋδική ανάλυση κυριαρχεί καθώς και η σημασία που αποδίδει στην σεξουαλική συμπεριφορά. Το επιστέγασμα ήταν Ο εραστής της λαίδη Τσάτερλι, όπου η ερωτική πράξη καταργεί την ταξική διαφορά και τις κοινωνικές συμβάσεις.
Γιώργος Κολοκυθάς, ήταν Έλληνας διεθνής καλαθοσφαιριστής, ένας από τους σπουδαιότερους όλων των εποχών στη χώρα
Γιώργος Κολοκυθάς
Ο Γιώργος Κολοκυθάς ήταν Έλληνας διεθνής καλαθοσφαιριστής, ένας από τους σπουδαιότερους όλων των εποχών στη χώρα. (2 Νοεμβρίου 1945 - 2 Μαρτίου 2013)
Αγωνίστηκε στον Σπόρτιγκ και τον Παναθηναϊκό. Με τον Παναθηναϊκό κατέκτησε 4 πρωταθλήματα το (1967, 1969, 1971, 1972), ενώ το 1969 αγωνίστηκε στα ημιτελικά του Κυπέλλου Κυπελλούχων και το 1972 στα ημιτελικά του Κυπέλλου Πρωταθλητριών.
Στο ελληνικό πρωτάθλημα σημείωσε 3.529 πόντους με ρεκόρ τους 51 την περίοδο 1966-1967. Τις χρονιές 1964, 1966 και 1967 αναδείχτηκε πρώτος σκόρερ του ελληνικού πρωταθλήματος.
Εθνική Ελλάδος
Με την Εθνική Ελλάδος αγωνίστηκε σε 90 αγώνες και σκόραρε 1807 πόντους. Έχει 25 συμμετοχές σε Πανευρωπαϊκά πρωταθλήματα με την Εθνική και έχει σημειώσει 492 πόντους (μ.ο. 19,7).
Το 1967 στο 15ο Πανευρωπαϊκό Πρωτάθλημα Μπάσκετ στο Ελσίνκι ο Γιώργος Κολοκυθάς αναδείχθηκε πρώτος σκόρερ της διοργάνωσης με 206 πόντους (22.9 μ. ο.) στην πρώτη διάκριση Έλληνα παίκτη σε διεθνές επίπεδο.
Στο Ευρωμπάσκετ του 1969 στην Καζέρτα ήταν πάλι πρώτος σκόρερ με 159 (μ.ο. 22.7).
Στις 4 Μαΐου 1971 αποσύρθηκε από την Εθνική Ελλάδος σκοράροντας 35 πόντους εναντίον της Σκωτίας.
Μετά την καριέρα του ως αθλητής έγινε έφορος και στη συνέχεια πρόεδρος των εθνικών ομάδων μέχρι το τέλος της ζωής του. Απεβίωσε τα ξημερώματα του Σαββάτου 2 Μαρτίου 2013 από ανακοπή καρδιάς
Τίτλοι - διακρίσεις
4 Πρωταθλήματα Ελλάδας: 1967, 1969, 1971, 1972
Ημιτελικά του Κυπέλλου Κυπελλούχων: 1967
Ημιτελικά του Κυπέλλου Πρωταθλητριών: 1972
Πρώτος σκόρερ του ελληνικού πρωταθλήματος: 1964, 1966, 1967
Πρώτος σκόρερ του Ευρωμπάσκετ: 1967, 1969
Νικόλαος Τσελεμεντές, ήταν Έλληνας αρχιμάγειρος του 20ου αιώνα
Νικόλαος Τσελεμεντές
Ο Νικόλαος Τσελεμεντές ήταν Έλληνας αρχιμάγειρος του 20ου αιώνα.
Η οικογένεια του καταγόταν απ' το χωριό Εξάμπελα της Σίφνου. Γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αθήνα, όπου τέλειωσε το Γυμνάσιο.(1 Ιανουαρίου 1878 - 2 Μαρτίου 1958)
Αρχικά δούλεψε σαν υπάλληλος συμβολαιογραφείου, άρχισε όμως να ασχολείται περισσότερο με τη μαγειρική εργαζόμενος στο εστιατόριο του θείου του. Ο θείος του ήταν ιδιοκτήτης του ξενοδοχείου και εστιατορίου "Ακταίον" στο Νέο Φάληρο.
Σπούδασε για ένα χρόνο μαγειρική στη Βιέννη και γυρνώντας εργάστηκε για διάφορες πρεσβείες. Έγινε αρχικά γνωστός με το περιοδικό "Οδηγός Μαγειρικής" που άρχισε να εκδίδει το 1910, που περιείχε -εκτός των συνταγών- διατροφικές συμβουλές, διεθνή κουζίνα, νέα για τη μαγειρική κ.α.
Το 1919 έγινε διευθυντής του ξενοδοχείου "Ερμής", ενώ τον επόμενο χρόνο έφυγε για την Αμερική, όπου δούλεψε σε μερικά απ' τα ακριβότερα εστιατόρια του κόσμου, κάνοντας παράλληλα και ανώτερες σπουδές μαγειρικής, ζαχαροπλαστικής και διαιτολογίας.
Γύρισε στην Ελλάδα το 1932, ίδρυσε μια μικρή σχολή μαγειρικής και ζαχαροπλαστικής και κυκλοφόρησε το γνωστό βιβλίο του με συνταγές, που όντας ο πρώτος ολοκληρωμένος οδηγός μαγειρικής, γνώρισε πάνω από δεκαπέντε επίσημες ανατυπώσεις τις επόμενες δεκαετίες. Επηρεασμένος απ' τη γαλλική κουζίνα, υπήρξε εκσυγχρονιστής της ελληνικής κουζίνας, καθώς χάρη σ' αυτόν οι Ελληνίδες νοικοκυρές έμαθαν τη μπεσαμέλ, τα πιροσκί και τη μπουγιαμπέσα, πράγμα που κατά μερικούς ισοδυναμούσε με νόθευση της ελληνικής κουζίνας με ευρωπαϊκά στοιχεία.
Το όνομά του είναι σήμερα συνώνυμο των οδηγών μαγειρικής, ενώ χρησιμοποιείται και σαν πείραγμα προς κάποιον που ξέρει να μαγειρεύει πολύ καλά.
Πέθανε στις 2 Μαρτίου του 1958 και κηδεύτηκε την επόμενη ημέρα στο Α΄ Νεκροταφείο Αθηνών.
Φρεντερίκ Σοπέν ήταν Πολωνός συνθέτης, από τους μεγαλύτερους εκπροσώπους του ρομαντισμού στη μουσική και από τους μεγαλύτερους πιανίστες της εποχής του
Φρεντερίκ Σοπέν
O Φρεντερίκ Σοπέν ήταν Πολωνός συνθέτης, ένας από τους μεγαλύτερους εκπροσώπους του ρομαντισμού στη μουσική και από τους μεγαλύτερους πιανίστες της εποχής του. Αρκετές συνθέσεις του συγκαταλέγονται στα σημαντικότερα έργα του πιανιστικού ρεπερτορίου. (Frédéric François Chopin, ΔΦΑ: fʁedeʁik fʁɑ̃swa ʃɔpɛ̃, στα πολωνικά Fryderyk Franciszek Chopin, 1 Μαρτίου ή 22 Φεβρουαρίου 1810 - 17 Οκτωβρίου 1849)
Γεννήθηκε στην Πολωνία το 1810. Οι πληροφορίες για την ημερομηνία γέννησής του δεν είναι ακριβείς: σύμφωνα με κάποιες γεννήθηκε στις 22 Φεβρουαρίου ή την 1η Μαρτίου, ενώ υπάρχει και η πληροφορία ότι είχε γεννηθεί ένα χρόνο νωρίτερα. Ο ίδιος πάντως ανέφερε ως ημερομηνία γέννησης την 1η Μαρτίου. Ο πατέρας του, Νικολά Σοπέν, ήταν Γάλλος που ζούσε στην Πολωνία από το 1787 και έπαιζε βιολί. Είχε αποκτήσει μάλιστα την πολωνική υπηκοότητα και είχε πάρει μέρος στην εξέγερση του 1794. Στην Πολωνία παρέδιδε μαθήματα γαλλικής γλώσσας. Η μητέρα του συνθέτη, Justyna Krzyżanowska, ήταν Πολωνέζα και πιανίστρια.
Ο Φρεντερίκ από μικρός έδειξε το ταλέντο που είχε στη μουσική. Παρακολουθούσε αρχικα μαθήματα από την μητέρα του από 4 ετών μέχρι τα 5 και όταν ήταν 6 ετών τυπώθηκε η πρώτη του σύνθεση. Σε ηλικία 8 ετών εμφανίστηκε πρώτη φορά δημοσίως ως πιανίστας. Η φήμη του γρήγορα έγινε μεγάλη και στην Βαρσοβία τον θεωρούσαν δεύτερο Μότσαρτ. Ο δάσκαλός της σύνθεσης στο Ωδείο της Βαρσοβίας, Γιοσεφ Έλσνερ, μιλούσε για τις εξαιρετικές ικανότητές του και τη μουσική ιδιοφυΐα του. Το 1829 έδωσε τις πρώτες μεγάλες του συναυλίες στη Βιέννη, και εν τω μεταξύ είχε συνθέσει ήδη μερικά σημαντικά έργα, όπως το κοντσέρτο σε φα ελάσσονα (γνωστό ως 2ο κοντσέρτο), την πρώτη σονάτα για πιάνο (σε ντο ελάσσονα), και κάποιες από τις σπουδές για πιάνο. Το 1830 έφυγε από την Πολωνία για να συνεχίσει τις εμφανίσεις του στη Βιέννη. Μετά την αναχώρησή του ξέσπασε στη χώρα επανάσταση κατά της τσαρικής (ρωσικής) εξουσίας η οποία συνετρίβη και ο συνθέτης δεν μπόρεσε ποτέ να επιστρέψει στην πατρίδα του.
Η ζωή στο Παρίσι
Από το 1831 ζούσε στο Παρίσι, που τότε ήταν επίκεντρο της πνευματικής και καλλιτεχνικής ζωής. Εκεί ζούσαν πολλοί σπουδαίοι συνθέτες, όπως οι Τζοακίνο Ροσσίνι, Φραντς Λιστ και Εκτόρ Μπερλιόζ. Λίγους μήνες μετά την άφιξή του έδωσε το πρώτο του ρεσιτάλ και σταδιακά η φήμη του εξαπλωνόταν. Σύντομα απέκτησε πολλούς μαθητές και τα μαθήματα του προσέφεραν οικονομική άνεση και ασφάλεια. Παρά τη μεγάλη φήμη του όμως απέφευγε τις εμφανίσεις σε μεγάλα ακροατήρια. (Ισχυριζόταν ότι φοβόταν πολύ το κοινό.) Έτσι, στα 18 χρόνια παραμονής στο Παρίσι, έδωσε μόνο 19 ρεσιτάλ. Το 1837 είχε ερωτευτεί μία μαθήτρια πιάνου, την Maria Wodzińska, και είχαν αρραβωνιαστεί, όμως η οικογένεια της κοπέλας διέλυσε τον αρραβώνα, πιθανότατα εξ αιτίας των προβλημάτων υγείας του συνθέτη.
Η σχέση με τη Γεωργία Σάνδη
Στο Παρίσι ο Σοπέν συνδεόταν με τον κύκλο του επίσης φημισμένου συνθέτη και πιανίστα Φραντς Λιστ. Στο σπίτι του γνώρισε τη συγγραφέα Γεωργία Σάνδη (ψευδώνυμο της Βαρώνης Aurore Dudevant), 6 χρόνια μεγαλύτερή του. Η πρώτη γνωριμία με την τολμηρή και μάλλον εκκεντρική συγγραφέα (κάπνιζε και φορούσε αντρικά ρούχα) του είχε προκαλέσει αρνητική εντύπωση και είχε σχολιάσει επικριτικά τη συμπεριφορά και την εμφάνισή της. Από το 1838 όμως ξεκίνησε η σχέση τους, που κράτησε 9 χρόνια.
Το 1838-9 το ζευγάρι έζησε για λίγους μήνες στη Μαγιόρκα, στο ερημωμένο Μοναστήρι Valldemossa. Η Γεωργία Σάνδη πήγε εκεί γιατί το κλίμα θα βοηθούσε τον γιό της Μωρίς να ξεπεράσει κάποια προβλήματα υγείας και ο συνθέτης την ακολούθησε πιστεύοντας ότι εκεί θα βελτιωνόταν και η δική του υγεία (έπασχε από φυματίωση). Το κλίμα της περιοχής όμως δεν τον βοήθησε, και επιπλέον έπρεπε να αντιμετωπίσουν και την αρνητική στάση των ντόπιων απέναντι στο ανύπαντρο ζευγάρι. Έτσι σύντομα εγκατέλειψαν την Ισπανία και επέστρεψαν στη Γαλλία, όπου ζούσαν κατά διαστήματα στο Παρίσι και στη Νοάν (Nohant), στην κατοικία της Γεωργίας Σάνδη.
Οι σχέσεις τους σταδιακά άρχισαν να ψυχραίνονται και το ζευγάρι χώρισε το 1847. Ο λόγος του χωρισμού, όπως προκύπτει από επιστολή της Σάνδη προς τον Σοπέν η οποία ανακαλύφθηκε το 1950, είναι ότι ο συνθέτης υποστήριξε την κόρη της Γεωργίας Σάνδη, Σολάνζ, σε έντονη διαμάχη που είχε με τη μητέρα της επειδή είχε αρραβωνιαστεί κρυφά.
Τελευταία χρόνια
Από εκείνη τη χρονιά η υγεία του επιδεινώθηκε. Το 1848 έζησε για μεγάλο διάστημα στην Αγγλία και τη Σκωτία για ρεσιτάλ, κατόπιν πρόσκλησης της μαθήτριάς του Τζέιν Στέρλινγκ. Όταν επέστρεψε στο Παρίσι η υγεία του ήταν σε πολύ χειρότερη κατάσταση και τα οικονομικά του μέσα περιορισμένα.
Πέθανε στο Παρίσι το 1849, μετά από χρόνια φυματίωση. Ενδέχεται όμως ο θάνατός του να οφείλεται σε καρδιακό νόσημα. Κηδεύτηκε στο Παρίσι και από το Κοιμητήριο Περ Λασαίζ, όμως κατόπιν δικής του επιθυμίας η καρδιά του μεταφέρθηκε στην Πολωνία, όπου φυλάσσεται μέχρι και σήμερα.
Έργο
Το έργο του Σοπέν προορίζεται αποκλειστικά για πιάνο, με εξαίρεση μερικά έργα μουσικής κοντσερτάντε για πιάνο και ορχήστρα, ένα τρίο για πιάνο, βιολί και βιολοντσέλο, μερικά έργα για πιάνο και βιολοντσέλο και ορισμένα τραγούδια για φωνή και πιάνο. Αρκετά από τα έργα του είναι πολύ απαιτητικά δεξιοτεχνικά, όπως οι Μπαλάντες και τα Σκέρτσι, αλλά αυτό που προέχει δεν είναι η δεξιοτεχνία αλλά ο μελωδικός χαρακτήρας. Μάλιστα έχει επισημανθεί ότι η δομή των μουσικών φράσεων είναι τέτοια, σαν να επρόκειτο να ερμηνευθούν από τραγουδιστή. Παράλληλα όμως με την ανεξάντλητη μελωδική του ευρηματικότητα, ο Σοπέν είχε μια πολύ αναπτυγμένη αρμονική φαντασία, ένα στοιχείο της τέχνης του που συχνά διαφεύγει της προσοχής των μουσικόφιλων.
Ο Σοπέν αξιοποίησε τους παραδοσιακούς χορούς της πατρίδας του, τις Πολωνέζες και τις Μαζούρκες, αλλά τα δικά του έργα δεν προορίζονται για χορό, αφού είναι πολύ γρήγορα και δεξιοτεχνικά. Το ίδιο ισχύει και για τα Βαλς του: είναι ευχάριστα κομμάτια σαλονιού, που προορίζονται για διασκέδαση.
Μερικά από τα 24 Πρελούδια τα συνέθεσε κατά τη διάρκεια της παραμονής του στη Μαγιόρκα. Το πιο διάσημο από αυτά είναι το 15ο, το πρελούδιο "της σταγόνας της βροχής". Λέγεται ότι το συνέθεσε ένα βράδυ με έντονη κακοκαιρία, που περίμενε με αγωνία τη Σάνδη και τον γιό της, οι οποίοι είχαν καθυστερήσει να φτάσουν λόγω των καιρικών συνθηκών. Ωστόσο αυτού του είδους οι ιστορίες σχετικά με τα έργα του Σοπέν μάλλον πρέπει να τοποθετηθούν στον χώρο της μυθοπλασίας.
Ξεχωριστές είναι και οι 24 σπουδές για πιάνο: εκτός από τις τεχνικές απαιτήσεις τους, είναι και αξιόλογα μουσικά κομμάτια που μπορούν να ερμηνευθούν σε συναυλίες. Αυτό δεν ήταν συνηθισμένο προηγουμένως, για παράδειγμα στις σπουδές του Καρλ Τσέρνυ και του Κράμερ το ενδιαφέρον είναι καθαρά παιδαγωγικό. Από την εποχή του Σοπέν όμως και μετά πολλοί συνθέτες παρουσίασαν αντίστοιχα έργα αξιώσεων, όπως οι Φραντς Λιστ, Κλωντ Ντεμπυσσύ και Αλεξάντρ Σκριάμπιν.
Οι Σονάτες του Σοπέν δεν ακολουθούν την παράδοση του βιεννέζικου Κλασικισμού. Οι κριτικοί της εποχής μάλιστα παρατηρούσαν ότι μάλλον δεν γνώριζε καλά τη φόρμα του είδους, η αλήθεια όμως είναι ότι πιθανότατα δεν θα ήθελε ο ίδιος να τηρήσει την αυστηρή φόρμα. Εξ άλλου προτιμούσε κομμάτια σε ελεύθερες φόρμες όπως οι Μπαλάντες και τα Σκέρτσι. Ήταν μάλιστα ο πρώτος που παρουσίασε Σκέρτσο ως αυτόνομο κομμάτι.
Τα Κοντσέρτα του για πιάνο και ορχήστρα είναι έργα στα οποία κυριαρχεί το πιάνο και η ορχήστρα έχει δευτερεύοντα ρόλο (παρουσιάζει την εισαγωγή, τα συνδετικά μέρη και το κλείσιμο). Στα σημεία που εμφανίζεται το πιάνο ο ρόλος της ορχήστρας είναι καθαρά συνοδευτικός.
Πληροφορίες: el.wikipedia.org
Περισσότερα Άρθρα...
- Νικόλαος Γύζης, από τους πιο σημαντικούς Έλληνες ζωγράφους του 19ου αιώνα της λεγόμενης "Σχολής του Μονάχου"
- Ευγένιος Αντωνιάδης, ήταν Έλληνας παρατηρησιακός αστρονόμος
- Δημήτρης Μητρόπουλος, ήταν Έλληνας διευθυντής ορχήστρας, πιανίστας και συνθέτης
- Χαβιέρ Μπαρδέμ, Ισπανός ηθοποιός, βραβευμένος με Όσκαρ και πολλά άλλα βραβεία