Άρθρα
Πιερ Πάολο Παζολίνι, ήταν Ιταλός ηθοποιός, ποιητής, συγγραφέας, σεναριογράφος και σκηνοθέτης
Πιερ Πάολο Παζολίνι
Ο Πιερ Πάολο Παζολίνι ήταν Ιταλός ηθοποιός, ποιητής, συγγραφέας, σεναριογράφος και σκηνοθέτης. (Pier Paolo Pasolini, 5 Μαρτίου 1922 – 2 Νοεμβρίου 1975)
Ο Πιερ Πάολο Παζολίνι γεννήθηκε στην Μπολόνια της Ιταλίας στις 5 Μαρτίου του 1922, χρονιά που ανεβαίνει στην εξουσία ο Μουσολίνι. Το γεγονός αυτό αποτελεί σταθμό και για την κοινωνική διάρθρωση της Ιταλίας που αλλάζει μορφή χάνοντας σιγά σιγά την αναγεννησιακή της παράδοση και καταντώντας χώρα μιας μάζας μικροαστών στα χέρια του μεγάλου κεφαλαίου και των μεγαλογαιοκτημόνων.
Γι'αυτό το λόγο κιόλας ο Παζολίνι υπήρξε δηλωμένος Μαρξιστής και αμετανόητος Αντιφασίστας.Σχεδόν όλες οι ταινίες του περιέχουν κοινωνικά και πολιτικά σχόλια για τα λαϊκά και αστικά στρώματα,τα οποία συμβαδίζουν με τις αρχές του Μαρξισμού,όπως Το θεώρημα(1968) και το Το Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο.
Πατέρας του ήταν ο Κάρλο Παζολίνι, υπαξιωματικός του πεζικού, γόνος παλιάς οικογένειας της Ραβέννας, της οποίας κατασπατάλησε τη μικρή περιουσία και κατατάχτηκε στο στρατό ως μοναδική λύση. Μητέρα του η Σουζάνα Κολούσι, από οικογένεια εύπορων αγροτών, δασκάλα, απ' την Καζάρσα του Φριούλι, ακριτική περιοχή της Ιταλίας στα σύνορα της πρώην Γιουγκοσλαβίας. Το επάγγελμα του Κάρλο Παζολίνι ως στρατιωτικού υποχρεώνει την οικογένειά του σε συνεχείς μετακινήσεις. Στο Κονιλιάνο του Μπελούνο γεννιέται, το 1925, ο αδερφός του Γκουίντο-Αλμπέρτο.
Γράφει ο Παζολίνι στον Αιρετικό Εμπειρισμό:
Την εποχή εκείνη τα πήγαινα ακόμα καλά με τον πατέρα μου. Ήμουνα ιδιαίτερα πεισματάρης και καπριτσιόζος (δηλαδή νευρωτικός), αλλά κατά βάθος καλός. Με τη μητέρα μου (έγκυο αλλά δεν το θυμάμαι) ήμουνα, όπως και σ' όλη μου τη ζωή, δεμένος με μια παθιασμένη αγάπη χωρίς ελπίδα.
Είναι αλήθεια ότι μάνα και πατέρας απ' τη νηπιακή ηλικία επηρεάζουν διαμετρικά αντίθετα και με καθοριστικό τρόπο την ψυχοσύνθεση του παιδιού. Ο πατέρας διοικεί την οικογένεια με στρατιωτικό τρόπο. Τυραννικός κι αυταρχικός προκαλεί μόνο φόβο. "Γεμάτος πάθος, σεξουαλικότατος, βίαιος σαν χαρακτήρας" γράφει γι' αυτόν ο γιος του, "κατέληξε στη Λιβύη, χωρίς δεκάρα· έτσι άρχισε τη στρατιωτική καριέρα που τον καταπίεσε και τον παραμόρφωσε ψυχολογικά τόσο ώστε να τον σπρώξει στον έσχατο συντηρητισμό. Είχε ποντάρει τα πάντα πάνω στη φιλολογική μου καριέρα, από τότε που ήμουνα ακόμα παιδί, μιας και τα πρώτα μου ποιήματα τα έγραψα σε ηλικία εφτά χρονών. Είχε διαισθανθεί, ο κακομοίρης, αλλά δεν είχε προβλέψει τις ταπεινώσεις που θα συνόδευαν την επιτυχία μου". Αλλά το καθοριστικό πρόσωπο στη ζωή του είναι η γλυκύτατη μητέρα, μόνιμο αντικείμενο λατρείας, στην οποία θα αφιερώσει μερικούς απ' τους πιο δυνατούς του στίχους. Δεν είναι δύσκολο να καταλάβουμε, έστω κι απ' αυτές τις λίγες ενδείξεις, τα σημάδια ενός τεράστιου οιδιπόδειου συμπλέγματος, του οποίο ο Παζολίνι είχε μια σπάνια όσο και ακραία επίγνωση.
Τα πρώτα του ποιήματα γράφηκαν στο Σάτσιλε όπου ο Παζολίνι έβγαλε το δημοτικό σχολείο. Ύστερα ακολούθησαν άλλες μετακινήσεις: Κρεμόνα, Ρέτζο Εμίλια, όπου παρακολούθησε το γυμνάσιο και, τελικά, στη Μπολόνια το λύκειο Γκαλβάνι και κατόπιν το πανεπιστήμιο. "Ένα πανεπιστήμιο με δομή φασιστική", θα σχολιάσει αργότερα. "Εξαιρείται μόνο η προσωπικότητα του Λόνγκι που εκείνα τα χρόνια στην Μπολόνια πρόσφερε πολλά σε μένα και σε πολλούς άλλους, συνομήλικους και πιο μεγάλους από μένα"
Το 1942, ενώ ο πατέρας του βρίσκεται αιχμάλωτος στην Κένυα, ο Πιερ Πάολο με τη μητέρα του και τον αδερφό του καταφεύγουν στο σπίτι των Κολούσι στην Καζάρσα. Τα χρόνια εκείνα, με δικά του έξοδα, ο νεαρός Παζολίνι εκδίδει την ποιητική συλλογή Ποιήματα στην Καζάρσα, γραμμένα στη διάλεκτο του Φριούλι. Τον επόμενο χρόνο κάνει τη στρατιωτική του θητεία στο Λιβόρνο· λιποτακτεί μετά τις 8 Σεπτεμβρίου και ξαναγυρίζει στην Καζάρσα.
Το 1945 ο αδερφός του Γκουίντο δολοφονείται μαζί με άλλους συντρόφους του της αντάρτικης ομάδας Όζοπο, από Γιουγκοσλάβους αντάρτες.Το θάνατο του Γκουίντο τον κάνει ακόμα τραγικό το γεγονός ότι σε μια πρώτη φάση κατορθώνει να ξεφύγει πληγωμένος, αλλά προδίνεται, μπλοκάρεται και τελικά σκοτώνεται. Στα έργα του Παζολίνι βρίσκουμε μνήμες, πόνο, οίκτο και πένθος για το θάνατο εκείνο, ενω ο θάνατος του παλικαριού είναι ένα από τα πιο αγαπημένα και πονεμένα του θέματα στο Τα Παιδιά της Ζωής και στο Μια Ζωή Γεμάτη Βία, τα δύο μυθιστορήματα που έγραψε σε ρομανέσκο.
Τα χρόνια του Φριούλι
Με το τέλος του πολέμου ο πατέρας γυρίζει στην Καζάρσα. Το χάσμα ασυννενοησίας μεταξύ πατέρα απ' τη μια και μητέρας-γιου απ' την άλλη γίνεται ακόμα βαθύτερο. Την ίδια χρονιά ο Πιερ Πάολο παίρνει το δίπλωμα φιλολογίας απ' το πανεπιστήμιο της Μπολόνια με μια διατριβή πάνω στον Πάσκολι. Απ' το 1945 ως το 1949 διδάσκει στο γυμνάσιο του Βαλβασόνε, ενός μικρού χωριού κοντά στην Καζάρσα. Στις 18 Φεβρουαρίου 1945, ιδρύει με νεαρούς φοιτητές την Academiuta de lenga Furlana, μια μικρή ακαδημία σπουδών για τη γλώσσα και την κουλτούρα του Φριούλι. Η περίοδος του Φριούλι είχε σημαντική επίδραση στη ζωή του Παζολίνι ως διανοούμενου και ως ατόμου. Τα νεανικά αυτά χρόνια που έζησε στην αγαπημένη ατμόσφαιρα του χωριού, μελετώντας με πραγματικό ενδιαφέρον τις διάφορες εκδηλώσεις και εκφράσεις του αγροτικού κόσμου, θα τα μυθοποιήσει αργότερα (όπως θα μυθοποιήσει και τη νιότη του) και θα τα νιώσει αρχαϊκά, ιερά, αμόλυντα.
Αυτή την αρχαϊκή φρεσκάδα του κόσμου που έρχεται σε άμεση επαφή με τη φύση θα κάνει μοντέλο και σκοπό του και θα προσπαθήσει να τα μεταδώσει στους άλλους. Απ' τα βάθη των ημερών εκείνων από εκείνες τις ρίζες θα ξεκινήσει να ζωγραφίσει μια Ιταλία ταπεινή, πραγματική, καθημερινή, και στα τελευταία του πια γραπτά θα διαπιστώσει και θ' ανακοινώσει την εξαφάνιση της με τρόπο που συχνά θα ξεσηκώσει θύελλες αποδοκιμασίας και θα δημιουργήσει σκάνδαλο.
Στενά συνδεδεμένος με τον τρόπο που αυτός ένιωθε τον αγροτικό κόσμο είναι και ο τρόπος που παρατηρεί τον κόσμο του Προλεταριάτου των συνοικισμών της Ρώμης. Σε μια συνέντευξή που δίνει στη La Stampa την Πρωτοχρονιά του 1975 μιλάει γι' αυτούς ακριβώς τους συνοικισμούς. "Ήταν ένας κόσμος περιθωριακός και τρομερός στη σκληρότητά του, αλλά διατηρούσε ένα δικό του κώδικα τιμής και γλώσσας ο οποίος δεν αντικαταστάθηκε με τίποτα. Σήμερα τα παιδιά των συνοικισμών τρέχουν με μηχανές και βλέπουν τηλεόραση αλλά δεν ξέρουν να μιλάνε, μόλις που καταφέρνουν να τραυλίζουν πια. Είναι το βασικό πρόβλημα όλου του αγροτικού κόσμου ή τουλάχιστον της κεντρικής και νότιας Ιταλίας". Σε γενικές λοιπόν γραμμές η λογοτεχνική και πολιτιστική ένταξη του Παζολίνι διαμορφώθηκε στην Καζάρσα. Τα ποιήματα που έγραψε ανάμεσα στα 1943 και 1949 με το γενικό τίτλο Το αηδόνι της Καθολικής Εκκλησίας, φανερώνουν όλα αυτά και ταυτόχρονα την πολιτική και πολιτιστική εξέλιξη του νεαρού συγγραφέα.
Την ίδια εκείνη περίοδο, μετά τους αγώνες των εργατών γης στο Φριούλι, γράφει την πρόζα Οι Μέρες του Αγαθού Ντε Γκάσπερι που αργότερα θα γίνει μυθιστόρημα και θα εκδοθεί το 1962 με τίτλο Το Όνειρο μιας Υπόθεσης.
Η φυγή στη Ρώμη
Τα χρόνια λοιπόν της Καζάρσα θα μείνουν αξέχαστα κι ανεπανάληπτα. Το ίδιο και η μετακίνηση ή η φυγή, όπως θα τη χαρακτηρίσει ο ίδιος, απ' τα μέρη εκείνα. Τις παραμονές των εκλογών του 1948 ένα αγόρι εξομολογείται στον παπά της Καζάρσα ότι είχε σεξουαλικές σχέσεις με τον Παζολίνι. Αυτόματα η ζωή του νεαρού καθηγητή γίνεται αδύνατη στο στενό περίγυρο του χωριού. Φεύγει με τη μητέρα του στη Ρώμη κι εκεί, ζει χρόνια πάρα πολύ δύσκολα. "Υπήρξα ένας απ' αυτούς τους άνεργους που καταλήγουν στην αυτοκτονία" θα πει αργότερα.
Στην αρχή έμενε στην Πιάτσα Κοσταγκούτι, μετά στο συνοικισμό Σαν Μάμολο, κοντά στις φυλακές Ρεμπίμπια. Ίσως αυτές οι αλλαγές διευθύνσεων για ένα άλλο συγγραφέα δε θα είχαν καμμιά σημασία, αλλά αυτοί οι τόποι, αυτά τα ονόματα είναι πολύ γνωστά στους αναγνώστες του καθώς και η Βία Φοντανεϊάνα όπου πήγε να κατοικήσει αμέσως μόλις καλυτέρεψαν λίγο οι οικονομικές του συνθήκες.
Το 1954 εκδίδονται τα ποιήματα που είχε γράψει στο Φριούλι, σε μια συλλογή με τίτλο Η Πιο Ωραία Νιότη. Δύο χρόνια πριν είχε δημοσιευτεί μια σημαντική μελέτη του πάνω στην ποίηση με διάλεκτο του 19ου αιώνα, που είχε γράψει σε συνεργασία με τον Μάριο Ντ' Άρκο. Το 1955, ο Παζολίνι ιδρύει και δουλεύει μαζί με τους Ροβέρσι, Λεονέτι, Ρομάνο και Φορτίνι το φιλολογικό περιοδικό Οφιτσίνα (Officina) που παρά τη μικρή διάρκεια (κλείνει οριστικά το 1959 μετά από ένα άρθρο που έγραψε ο Παζολίνι εναντίον του Πάπα Πίου ΧΙΙ) παραμένει μια σπουδαία μαρτυρία μιας μερίδας Ιταλών διανοούμενων απέναντι σε προβλήματα που αντιμετωπίζoνταν απ' τους περισσότερους συντηρητικά και μονόπλευρα, χωρίς καμιά εναλλακτική λύση. Το δοκίμιο Πάθος και Ιδεολογία και τα λυρικά κομμάτια του Η Θρησκεία των Καιρών μου, που εκδίδονται αντίστοιχα το 1960 και 1961, παραμένουν η σημαντικότερη συμβολή του Παζολίνι στο Οφιτσίνα. Το 1955 εκδίδεται το μυθιστόρημα Τα Παιδιά της Ζωής, που υπήρξε η πρώτη του συγγραφική επιτυχία.
Ο θάνατος του Παζολίνι
Ο Πιερ Πάολο Παζολίνι πέθανε στις 2 Νοεμβρίου 1975 στην παραλία της Όστια, κοντά στη Ρώμη, σε μια θέση χαρακτηριστική των μυθιστορημάτων του. Ο θανατός του ήταν πολιτική δολοφονία, πιθανώς από φασίστες που ενοχλήθηκαν από την τελευταία του αντιφασιστική ταινία Σαλό ή 120 Μέρες στα Σόδομα. Ο Πίνο Πελόζι, συνελήφθη και ομολόγησε τη δολοφονία. Τριάντα χρόνια μετά, το 2005, απέσυρε την ομολογία του, και υποστήριξε ότι άγνωστοι είχαν σκοτώσει τον Παζολίνι. Είπε ότι αναγκάστηκε να ομολογήσει γιατί υπήρχαν απειλές κατά του ίδιου και της οικογένειάς του. Η έρευνα σχετικά με τη δολοφονία Παζολίνι άρχισε εκ νέου μετά την αναίρεση του Πελόζι.
Είναι θαμμένος στην Καζάρσα, στο αγαπημένο του Φριούλι.
Φιλμογραφία
Ακατόνε (Accattone, 1961)
Μάμα Ρόμα (Mamma Roma, 1962)
Η Ρικότα, επεισόδιο απ' τη συλλογή RoGoPaG, (La ricotta, 1963)
La rabbia, 1963)
Το Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο (Il vangelo secondo Matteo, 1964)
Πουλιά παλιόπουλα (Uccellacci e uccellini, 1966)
Οιδίπους (Edipo re, 1967)
Οι Μάγισσες (Le streghe — La Terra vista dalla Luna, 1967)
Θεώρημα (Teorema, 1968)
Χοιροστάσιο (Porcile, 1969)
Μήδεια (Medea, 1969)
Το Δεκάμερο (Il Decameron, 1971)
Οι Μύθοι του Καντέρμπουρι (I Racconti di Canterbury, 1972)
Χίλιες και Μία Νύχτες (Il fiore delle Mille e una Notte, 1974)
Σαλό ή 120 Μέρες στα Σόδομα (Salo o le 120 giornate di Sodoma, 1976)
Εργογραφία
Πεζογραφία
Τα Παιδιά της Ζωής (Ragazzi di vita, 1955) ― ελλην. μετάφρ. Β.Ηλιόπουλος ("Οδυσσέας")
Μια Βίαιη Ζωή (Una vita violenta, 1959)
Πετρέλαιο, ανολοκλήρωτο (Petrolio, 1992)
Ποίηση
Η Πιο Ωραία Νιότη (La meglio gioventu, 1954)
Οι Στάχτες του Γκράμσι (Le ceneri di Gramsci, 1957)
Το Αηδόνι της Καθολικής Εκκλησίας (L'usignolo della chiesa cattolica, 1958)
Η Θρησκεία των Καιρών μου (La religione del mio tempo, 1961)
Ποίηση σε Σχήμα Ρόδου (Poesia in forma di rosa, 1964)
Trasumanar e organizzar, 1971
Η Νέα Νιότη (La nuova gioventu, 1975)
Δοκίμια
Πάθος και Ιδεολογία (Passione e ideologia, 1960)
Ιταλικά Τραγούδια, Λαϊκή Ιταλική Ποίηση (Canzoniere italiano, poesia popolare italiana, 1960)
Αιρετικός Εμπειρισμός (Empirismo eretico, 1972)
Λουθηρανικά Γράμματα (Lettere luterane, 1976)
Η Όμορφη Σημαία (Le belle bandiere, 1977)
Περιγραφές περιγραφών (Descrizioni di descrizioni, 1979)
Το Χάος (Il caos, 1979)
Η Πορνογραφία Είναι Βαρετή (La pornografia e noiosa, 1979)
Κουρσάρικα Γραπτά (Scritti corsari, 1975)
Αλληλογραφία 1940-1954 Lettere (1940-1954), 1986)
Θέατρο
Όργιο (Orgia, 1968)
Χοιροστάσιο (Porcile, 1968)
Καλδερόν (Calderon, 1973)
Affabulazione 1977
Πυλάδης, (Pilade, 1977)
Κτήνος του Ύφους (Bestia da stile, 1977)
Πληροφορίες: el.wikipedia.org
Ρόζα Λούξεμπουργκ, ήταν Εβραία φιλόσοφος, μαρξίστρια πολιτική θεωρητικός και επαναστάτρια που ανήκε στο Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα της Γερμανίας
Ρόζα Λούξεμπουργκ
Η Ρόζα Λούξεμπουργκ ήταν Εβραία φιλόσοφος, μαρξίστρια πολιτική θεωρητικός και επαναστάτρια που ανήκε στο Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα της Γερμανίας και αργότερα στο Ανεξάρτητο Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα της Γερμανίας. (5 Μαρτίου 1871 – 15 Ιανουαρίου 1919, στα Γερμανικά Rosa ή Rosalia Luxemburg, στα Πολωνικά Roza Luksemburg)
Ξεκίνησε τη δράση της με την εφημερίδα Η Κόκκινη Σημαία, όπου και συνίδρυσε το Σπάρτακουσμπουντ (Spartakusbund), μια μαρξιστική επαναστατική ομάδα από την οποία και δημιουργήθηκε το Κομμουνιστικό Κόμμα Γερμανίας με το οποίο έλαβε μέρος σε ανεπιτυχή επανάσταση στο Βερολίνο τον Ιανουάριο του 1919.
Η εξέγερση ξεκίνησε παρά τους ενδοιασμούς της Ρόζας και συνετρίβη από τα απομεινάρια του μοναρχικού στρατού και από ελεύθερες δεξιές πολιτοφυλακές που συλλογικά ονομάζονταν Φράικορπς (Freikorps), οι οποίες εστάλησαν από τη σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση. Η Λούξεμπουργκ και εκατοντάδες άλλοι συνελήφθησαν, βασανίστηκαν και εκτελέστηκαν.
Πολωνία
Η Ρόζα Λούξεμπουργκ γεννήθηκε ως Ροζαλία Λούξεμπουργκ στις 5 Μαρτίου του 1870 στο Ζάμος (Zamosc) κοντά στο Λούμπλιν (Lublin) στην τότε ελεγχόμενη από τους Ρώσους Πολωνία. Γεννήθηκε σε μια εβραϊκή οικογένεια. Οι πηγές διαφέρουν ως προς το έτος γέννησής της – έδωσε ως έτος γέννησης το 1871 στο βιογραφικό της σημείωμα για το Πανεπιστήμιο της Ζυρίχης, αλλά το απολυτήριο Λυκείου της (Abitur) το 1887 αναγράφει πως ήταν 17, άρα γεννημένη το 1870. Ήταν το πέμπτο παιδί του Εβραίου εμπόρου ξυλείας Eliasz Luxemburg III και της συζύγου του Line (πατρικό όνομα: Lowenstein). Σε ηλικία 5 χρονών αναγκάστηκε να φορέσει γύψο στα πόδια της για έναν ολόκληρο χρόνο, με αποτέλεσμα να κουτσαίνει ελαφρά από το δεξί πόδι για την υπόλοιπη ζωή της.
Μετά την μετακόμιση της οικογένειάς της στη Βαρσοβία, η Ρόζα παρακολούθησε εκεί ένα Γυμνάσιο θηλέων από το 1880. Ακόμα και εκείνη την πρώιμη εποχή ήταν μέλος του «Προλεταριάτου», ενός αριστερού Πολιτικού κόμματος, από το 1886. Το Προλεταριάτο είχε ιδρυθεί το 1882, είκοσι χρόνια πριν από τα Ρωσικά εργατικά κόμματα, και ξεκίνησε με την οργάνωση μιας γενικής απεργίας. Ως αποτέλεσμα, πέντε από τους ηγέτες του εκτελέστηκαν και το κόμμα διαλύθηκε. Μερικά από τα μέλη του κατάφεραν να συναντώνται κρυφά. Η Ρόζα ήταν ένα από αυτά τα μέλη.
Αφού απομακρύνθηκε στην Ελβετία λόγω επικείμενης προφυλάκισης το 1889, παρακολούθησε το Πανεπιστήμιο της Ζυρίχης, μαζί με άλλες σοσιαλιστικές μορφές όπως ο Ανατόλι Λουνατσάρσκι και ο Leo Jogiches. Σπούδασε φιλοσοφία, ιστορία, πολιτική, οικονομικά και μαθηματικά ταυτόχρονα. Τα θέματα εξειδίκευσής της ήταν η Staatswissenschaft (κατά λέξη επιστήμη κρατών, σήμερα λέγονται οικονομικά), ο Μεσαίωνας και οι οικονομικές και χρηματιστηριακές κρίσεις.
Το 1890 οι νόμοι του Μπίσμαρκ εναντίον της σοσιαλδημοκρατίας ακυρώθηκαν και το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα της Γερμανίας (SPD) είχε νόμιμα τη δυνατότητα να διεκδικήσει έδρες στο Ράιχσταγκ. Αλλά παρά την επαναστατική τους ρητορική, τα σοσιαλιστικά μέλη του κοινοβουλίου εστίασαν όλο και περισσότερο στην απόκτηση επιπλέον κοινοβουλευτικών δικαιωμάτων και στον υλικό πλούτο.
Αντιθέτως, η Ρόζα Λούξεμπουρκ έμεινε πιστή στις επαναστατικές μαρξιστικές της αρχές. Το 1893, μαζί με τους Leo Jogiches και Julian Marchlewski (άλλως γνωστός ως Julius Karski), ίδρυσε την εφημερίδα Sprawa Robotnicza (Εργατική Υπόθεση), σε αντιπολίτευση των εθνικιστικών πολιτικών του Πολωνικού Σοσιαλιστικού Κόμματος. Η Λούξεμπουργκ πίστευε πως η ανεξαρτητοποίηση της Πολωνίας θα μπορούσε να έρθει μόνο μέσα από επαναστάσεις στη Γερμανία, την Αυστρία και τη Ρωσία. Υποστήριξε πως η μάχη θα έπρεπε να είναι ενάντια στον ίδιο τον καπιταλισμό, και όχι για μια ανεξάρτητη Πολωνία. Η Λούξεμπουργκ αρνήθηκε το δικαίωμα αυτοδιάθεσης για τα έθνη που βρίσκονταν υπό καθεστώς σοσιαλισμού, πράγμα που αργότερα έφερε εντάσεις με τον Βλαντιμίρ Λένιν.
Μαζί με τον Leo Jogiches, συνίδρυσε το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα του Βασιλείου της Πολωνίας (SDKP), που αργότερα έγινε το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα του Βασιλείου της Πολωνίας και της Λιθουανίας (SDKPiL), αφού συνασπίστηκε με την σοσιαλδημοκρατική οργάνωση της Λιθουανίας. Παρόλο που έζησε το μεγαλύτερο μέρος της ενήλικης ζωής της στη Γερμανία, η Λούξεμπουργκ παρέμεινε η βασική θεωρητικός των Πολωνών Σοσιαλδημοκρατών, και οδήγησε το κόμμα σε συνεργασία με τον Jogiches, τον βασικό του οργανωτή.
Γερμανία
Το 1898, η Λούξεμπουργκ απέκτησε Γερμανικά πολιτικά δικαιώματα μέσω του γάμου της με τον Gustav Lubeck, και μετακόμισε στο Βερολίνο. Δραστηριοποιήθηκε στο αριστερό ρεύμα του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος Γερμανίας (SPD), όπου όρισε με οξύτητα το όριο μεταξύ της ομάδας της και της Ρεβιζιονιστικής Θεωρίας του Έντουαρντ Μπέρνσταϊν, επιτιθέμενη του το 1899 σε μια μπροσούρα που τιτλοφορείτο «Κοινωνική μεταρρύθμιση ή Επανάσταση;». Η ρητορική δεινότητα της Λούξεμπουργκ σύντομα την έκανε ηγετική εκπρόσωπο του κόμματος. Γενικά, κατήγγειλε την αυξανόμενα κομφορμιστική κοινοβουλευτική πορεία του SPD μπροστά στην αυξανόμενα φανερή πιθανότητα πολέμου. Η Λούξεμπουργκ επέμενε πως η κρίσιμη διαφορά μεταξύ του κεφαλαίου και των εργατών θα μπορούσε να αντιμετωπιστεί μόνο αν το προλεταριάτο αναλάμβανε την εξουσία και λάμβαναν χώρα επαναστατικές αλλαγές στο συνολικό περιβάλλον των παραγωγικών μεθόδων. Ήθελε να εγκαταλείψουν το SPD οι Ρεβιζιονιστές. Αυτό δεν συνέβη, αλλά τουλάχιστον η ηγεσία του κόμματος από τον Καρλ Κάουτσκυ κράτησε στο πρόγραμμα τον Μαρξισμό, ακόμα κι αν ο βασικός του στόχος ήταν να βελτιώσει τον αριθμό των εδρών που είχε το κόμμα στο Ράιχσταγκ.
Από το 1900 η Ρόζα Λούξεμπουργκ εξέφρασε τις γνώμες της για τα ισχύοντα οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα σε διάφορα άρθρα σε εφημερίδες σε ολόκληρη την Ευρώπη. Οι επιθέσεις της στον Γερμανικό μιλιταρισμό και ιμπεριαλισμό έγιναν ισχυρότερες καθώς προείδε την προσέγγιση του πολέμου, και προσπάθησε να πείσει το SPD να κατευθυνθεί στην αντίθετη κατεύθυνση. Η Λούξεμπουργκ ήθελε να οργανώσει μια γενική απεργία για να διεγείρει την αλληλεγγύη των εργατών και να εμποδίσει τον πόλεμο, αλλά η ηγεσία του κόμματος αρνήθηκε, και το 1910 διασπάστηκε από τον Κάουτσκυ.
Μεταξύ του 1904 και του 1906 η δουλειά της διακόπηκε από τρεις περιόδους φυλακής για πολιτικές δραστηριότητες.
Παρόλα αυτά, η Λούξεμπουργκ συνέχισε τις πολιτικές της δραστηριότητες. Το 1907 πήρε μέρος στην Πέμπτη Κομματική Μέρα των Ρώσων Σοσιαλδημοκρατών στο Λονδίνο, όπου συνάντησε τον Βλαντιμίρ Λένιν. Στο Δεύτερο Διεθνές (Σοσιαλιστικό) Συνέδριο στην Στουτγάρδη, πρότεινε μια απόφαση, που έγινε δεκτή, όλα τα Ευρωπαϊκά κόμματα εργατών να ενωθούν στις προσπάθειές τους να σταματήσουν τον πόλεμο.
Την περίοδο εκείνη η Λούξεμπουργκ άρχισε να διδάσκει Μαρξισμό και Οικονομικά στο κομματικό εκπαιδευτικό κέντρο του SPD στο Βερολίνο. Ένας από τους μαθητές της ήταν ο μετέπειτα ηγέτης του SPD, πρώτος πρόεδρος της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης, Φρίντριχ Έμπερτ.
Το 1912 η θέση της ως εκπρόσωπος του SPD έφερε την Λούξεμπουργκ σε συνέδρια των Ευρωπαίων Σοσιαλιστών όπως αυτό του Παρισιού. Μαζί με τον Γάλλο σοσιαλιστή Ζαν Ζωρές, διαβεβαίωσαν πως σε περίπτωση που ξεσπούσε πόλεμος, τα Ευρωπαϊκά κόμματα εργατών ήταν δεσμευμένα να προχωρήσουν σε γενική απεργία. Όταν έκανε την εμφάνισή της η κρίση στα Βαλκάνια το 1914, ο πόλεμος έμοιαζε περισσότερο αναπότρεπτος και η Λούξεμπουργκ οργάνωσε διαδηλώσεις (π.χ. στην Φρανκφούρτη) καλώντας σε αντίρρηση συνείδησης για στρατιωτικές υπηρεσίες και σε άρνηση εκτέλεσης οδηγιών. Εξαιτίας αυτού, κατηγορήθηκε για «παρακίνηση σε ανυπακοή εναντίον του "νόμου και τάξης" της εξουσίας» και καταδικάστηκε σε ένα χρόνο φυλάκισης. Η φυλάκισή της όμως δεν ξεκίνησε αμέσως και έτσι είχε τη δυνατότητα να πάρει μέρος σε μια συνάντηση του Σοσιαλιστικού Γραφείου τον Ιούλιο. Απογοητεύτηκε εκεί όταν είδε πως ο εθνικισμός των εργατικών «κομμάτων» ήταν δυνατότερος από την ταξική τους συνείδηση.
Στις 28 Ιουλίου ξεκίνησε ο Α' Παγκόσμιος Πόλεμος όταν η Αυστροουγγαρία κήρυξε τον πόλεμο στη Σερβία. Στις 3 Αυγούστου του 1914 η Γερμανική Αυτοκρατορία κήρυξε τον πόλεμο στη Ρωσία. Την επόμενη μέρα, το Ράιχσταγκ ομόφωνα συμφώνησε να χρηματοδοτήσει τον πόλεμο με πολεμικά δάνεια. Όλοι οι εκπρόσωποι του SPD ψήφισαν υπέρ του λογαριασμού αυτού και επίσης το κόμμα συμφώνησε σε μια ανακωχή («Burgfrieden») με την κυβέρνηση, υποσχόμενο να απέχει από οποιαδήποτε απεργία στη διάρκεια του πολέμου. Για την Λούξεμπουργκ, αυτό ήταν μια προσωπική καταστροφή που την οδήγησε να σκεφτεί για λίγο ακόμα και την αυτοκτονία: Ο Ρεβιζιονισμός, εναντίον του οποίου είχε πολεμήσει από το 1899, είχε θριαμβεύσει και ο πόλεμος βρισκόταν εν εξελίξει.
Μαζί με τον Καρλ Λίμπκνεχτ και μερικούς άλλους όπως οι Κλάρα Τσέτνικ και Φραντς Μέρινγκ, η Λούξεμπουργκ δημιούργησε την ομάδα Internationale στις 5 Αυγούστου 1914. Αυτή έγινε η Σπαρτακιστική Ομοσπονδία την 1 Ιανουαρίου 1916. Δημιούργησαν έναν αριθμό παρανόμων φυλλαδίων με την υπογραφή «Σπάρτακος» (Spartacus) από το όνομα του Θράκα μονομάχου που προσπάθησε να απελευθερώσει σκλάβους από τους Ρωμαίους. Η ίδια η Λούξεμπουργκ πήρε το όνομα «Junius» από τον Λούκιους Γιούνιους Βρούτους, πού λέγεται πως ίδρυσε την Ρωμαϊκή Δημοκρατία.
Η ομάδα απέρριψε την «παύση πυρός» του SPD με την Γερμανική κυβέρνηση υπό τον Κάιζερ Βίλχελμ ΙΙ στο ζήτημα της υποστήριξης του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, και πολέμησε σφόδρα εναντίον του, προσπαθώντας να οδηγήσει μια γενική απεργία. Ως αποτέλεσμα, μέχρι τις 28 Ιουνίου του 1916 η Λούξεμπουργκ καταδικάστηκε σε φυλάκιση δυόμιση ετών, περίπου την ίδια περίοδο όπως και ο Καρλ Λίμπκνεχτ. Κατά τη διάρκεια της παραμονής της στη φυλακή μετατέθηκε δύο φορές, πρώτα στο Πόζναν και μετά στο Βρότσλαβ (Wroclaw). Εκείνη την εποχή έγραψε αρκετά άρθρα, χρησιμοποιώντας το όνομα «Γιούνιους», τα οποία περνούσαν λαθραία έξω οι φίλοι της και τα εξέδιδαν παρανόμως. Σ’ αυτά συμπεριλαμβάνονταν Η Ρώσικη Επανάσταση, που κριτίκαρε τους Μπολσεβίκους για μια σειρά αιτιών, και προνοητικά προειδοποιούσε για τον κίνδυνο ανάπτυξης δικτατορίας κάτω από την Μπολσεβίκικη εξουσία. (Παρόλα αυτά συνέχισε να καλεί σε μια «δικτατορία του προλεταριάτου» σύμφωνα με το Μπολσεβίκικο μοντέλο.) Σε αυτό το περιβάλλον έγραψε και το διάσημο «Freiheit ist immer die Freiheit des Andersdenkenden» (Η ελευθερία είναι πάντα και αποκλειστικά ελευθερία γι’ αυτόν που σκέφτεται διαφορετικά). Μια άλλη έκδοση, τον Ιούνιο του 1916, ήταν το Die Krise der Sozialdemokratie (Η κρίση της σοσιαλδημοκρατίας.)
Το 1917, όταν οι ΗΠΑ μπήκαν στον πόλεμο, η Σπαρτακιστική Ομοσπονδία συνδέθηκε με το Ανεξάρτητο Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα (USPD), μια άλλη ομάδα αντιπολεμικών πρώην μελών του SPD, ιδρυμένη από τον Καρλ Κάουτσκυ. Στις 9 Νοεμβρίου του 1918 το USPD έφτασαν στην εξουσία ως ηγέτες της νέας δημοκρατίας μαζί με το SPD, μετά την παραίτηση του Κάιζερ. Αυτό ακολούθησε μια επανάσταση (η Γερμανική επανάσταση) που είχε ξεκινήσει στο Κίελο στις 4 Νοεμβρίου του 1918, όταν σαράντα χιλιάδες ναυτικοί και πεζοναύτες κατέλαβαν το λιμάνι ως διαμαρτυρία σε μια προτεινόμενη από την Γερμανική Ναυτική Διοίκηση συμπλοκή με το Βρετανικό Ναυτικό, παρά το γεγονός πως ήταν ξεκάθαρο πια πως ο πόλεμος είχε χαθεί. Μέχρι τις 8 Νοεμβρίου, Συμβούλια Εργατών και Στρατιωτών είχαν καταλάβει το μεγαλύτερο μέρος της Δυτικής Γερμανίας, θέτοντας τα θεμέλια για την αποκαλούμενη Raterepublik («Δημοκρατία Συμβουλίων») βασισμένη στο σύστημα των Σοβιέτ που παρατηρήθηκαν στη Ρωσία στις επαναστάσεις του 1905 και του 1917.
Η Λούξεμπουργκ απελευθερώθηκε από την φυλακή στο Βρότσλαβ στις 8 Νοεμβρίου του 1918 και ο Λίμπκνεχτ είχε επίσης απελευθερωθεί πρόσφατα και αναδιοργανώσει την Ομοσπονδία Σπάρτακος. Μαζί έκαναν την εφημερίδα Die rote Fahne (η Κόκκινη Σημαία). Σ' ένα από τα πρώτα άρθρα που συνέγραψε, η Λούξεμπουργκ απαίτησε αμνηστία για όλους τους πολιτικούς κρατουμένους και κάλεσε στον τερματισμό της θανατικής ποινής.
Ωστόσο, το ενωμένο μέτωπο διαχωρίστηκε στα τέλη του Δεκέμβρη του 1918 καθώς το USPD εγκατέλειψε τον συνασπισμό σε διαμαρτυρία για τους παρατηρούμενους συμβιβασμούς του SPD με το (καπιταλιστικό) στάτους κβο. Την 1 Ιανουαρίου του 1919 η Ομοσπονδία Σπάρτακος μαζί με άλλες σοσιαλιστικές και κομμουνιστικές ομάδες (συμπεριλαμβανομένων των Διεθνών Κομμουνιστών της Γερμανίας, IKD) δημιούργησαν το Κομμουνιστικό Κόμμα Γερμανίας (KPD), πάνω απ' όλα με την πρωτοβουλία των Καρλ Λίμπκνεχτ και Ρόζας Λούξεμπουργκ. Η Λούξεμπουργκ υποστήριξε την συμμετοχή του KPD εθνική συνταγματική συνέλευση που τελικά θα ίδρυε την Δημοκρατία της Βαϊμάρης, αλλά καταψηφίστηκε. Τον Ιανουάριο ένα δεύτερο επαναστατικό κύμα σάρωσε τη Γερμανία, το οποίο μερικοί από την ηγεσία του KPD, συμπεριλαμβανομένης και της Λούξεμπουργκ, ήταν διστακτικοί να το ενθαρρύνουν προβλέποντας το άσχημο τέλος του (αλλά άλλοι προσπάθησαν να το εκμεταλλευτούν). Σε απάντηση, ο Σοσιαλδημοκράτης ηγέτης, Φρίντριχ Έμπερτ χρησιμοποίησε εθνικιστικές πολιτοφυλακές, τα λεγόμενα Freikorps (Φράικορπς), για να καταστείλει την επανάσταση. Η Λούξεμπουργκ και ο Λίμπκνεχτ συνελήφθησαν στο Βερολίνο από τα Φράικορπς στις 15 Ιανουαρίου του 1919 και δολοφονήθηκαν την ίδια μέρα. Η Λούξεμπουργκ σφυροκοπήθηκε μέχρι θανάτου με χτυπήματα τουφεκιών και ρίχτηκε σε ένα κοντινό ποτάμι και ο Λίμπκνεχτ πυροβολήθηκε στο πίσω μέρος του κεφαλιού του και έπειτα τοποθετήθηκε ως άγνωστο σώμα σε κοντινό νεκροφυλάκιο. Εκατοντάδες μέλη του KPD εκτελέστηκαν με παρόμοιους τρόπους, και τα συμβούλια κατεστάλησαν.
Διαλεκτική του Αυθορμητισμού και της Οργάνωσης
Το κεντρικό χαρακτηριστικό της σκέψης της ήταν η Διαλεκτική του Αυθορμητισμού και της Οργάνωσης, στην οποία ο αυθορμητισμός μπορεί να θεωρηθεί συγγενής μιας θεμελιώδους (ή ακόμα αναρχικής) προσέγγισης, και η οργάνωση μια πιο γραφειοκρατικής ή κομματο-θεσμικής προσέγγισης στην πάλη των τάξεων. Σύμφωνα με τη Διαλεκτική, ο αυθορμητισμός και η οργάνωση δεν είναι δύο ξεχωριστά ή διασπάσιμα πράγματα, αλλά μάλλον διαφορετικές στιγμές της ίδιας διαδικασίας, έτσι ώστε το ένα δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς το άλλο. Αυτές οι θεωρητικές σκέψεις προέρχονται από την στοιχειώδη και αυθόρμητη ταξική πάλη. Και μέσα από αυτές τις επιγνώσεις η ταξική πάλη αναπτύσσεται σε ένα υψηλότερο επίπεδο.
"Οι εργαζόμενες τάξεις σε κάθε χώρα μαθαίνουν να παλεύουν κατά τη διάρκεια των αγώνων τους.... Η σοσιαλιστική δημοκρατία ... είναι μόνο ο προωθημένος φύλακας του προλεταριάτου, ένα μικρό κομμάτι των συνολικών εργατικών μαζών· αίμα από το αίμα τους, και σάρκα από τη σάρκα τους. Η σοσιαλδημοκρατία αναζητά και βρίσκει τρόπους, και ειδικά σλόγκαν, της πάλης των εργατών μόνο στην πορεία της ανάπτυξης αυτής της μάχης, και κερδίζει κατευθύνσεις για την πορεία προς τα μπρος μόνο μέσω αυτής της πάλης." (Σε μια Επαναστατική Ώρα: Μετά τι;, Συλλογικά Έργα 1.2)
Στον αυθορμητισμό πάντα μεσολαβεί η οργάνωση, όπως και στην οργάνωση πρέπει να μεσολαβεί ο αυθορμητισμός. Η Ρόζα Λούξεμπουργκ δεν υποστήριξε την ιδέα ενός αφηρημένου «αυθορμητισμού».
Ανέπτυξε την Διαλεκτική Αυθορμητισμού και Οργάνωσης υπό την επιρροή ενός κύματος μαζικών απεργιών στην Ευρώπη, ιδιαίτερα στην Ρωσική Επανάσταση του 1905. Αντίθετα με την ορθόδοξη σοσιαλδημοκρατία της Δεύτερης Διεθνούς, δεν θεωρούσε την οργάνωση ως το προϊόν μιας επιστημονικό-θεωρητικής επίγνωσης ιστορικών κανόνων, αλλά μάλλον ως το προϊόν των αγώνων των εργατικών τάξεων.
"Η σοσιαλδημοκρατία είναι απλά η ενσάρκωση της σύγχρονης ταξικής πάλης του προλεταριάτου, μια πάλη που καθοδηγείται από μια συνείδηση των δικών της ιστορικών συνεπειών. Οι μάζες στην πραγματικότητα είναι ο ηγέτης του εαυτού τους, αναπτύσσοντας διαλεκτικά την δική τους αναπτυξιακή πορεία. Όσο περισσότερο η σοσιαλδημοκρατία αναπτύσσεται, αυξάνει και γίνεται δυνατότερη, τόσο περισσότερο οι διαφωτισμένες μάζες των εργατών θα πάρουν στα χέρια τους τα πεπρωμένα τους, την ηγεσία του κινήματος και τον καθορισμό της κατεύθυνσής του. Και καθώς όλο το σοσιαλδημοκρατικό κίνημα είναι μόνο ο συνειδητός προωθημένος φύλακας του κινήματος της προλεταριακής τάξης, που σύμφωνα με τα λόγια του Κομμουνιστικού Μανιφέστου εκπροσωπεί σε κάθε στιγμή της πάλης τα μόνιμα συμφέροντα της απελευθέρωσης και τα μερικά της ομάδας συμφέροντα της εργατικής δύναμης απέναντι στα συμφέροντα του κινήματος ως σύνολο, έτσι και εντός της σοσιαλδημοκρατίας οι ηγέτες της έχουν την μεγαλύτερη δύναμη, την μεγαλύτερη επιρροή όσο πιο ξεκάθαρα και συνειδητά καθιστούν τους εαυτούς τους εν μέρει εκπροσώπους της βούλησης και του αγώνα των διαφωτισμένων μαζών, και εν μέρει αντιπροσώπους των αντικειμενικών νόμων του ταξικού κινήματος." (Ο Πολιτικός Ηγέτης των Γερμανικών Εργατικών Τάξεων, Συλλογικά Έργα 2)
και:
"Η σύγχρονη προλεταριακή τάξη δεν διεξάγει την πάλη της σύμφωνα με ένα σχέδιο που βασίζεται σε κάποιο βιβλίο ή θεωρία· η σύγχρονη πάλη των εργατών είναι μέρος της ιστορίας, μέρος της κοινωνικής προόδου, και εν μέσω της ιστορίας, εν μέσω της προόδου, εν μέσω της μάχης, μαθαίνουμε πως πρέπει να μαχόμαστε... Αυτό ακριβώς είναι το αξιέπαινο της υπόθεσης, γι’ αυτό ακριβώς το κολοσσιαίο κομμάτι πολιτισμού, εντός του σύγχρονου κινήματος των εργατών, είναι καθοριστικό της εποχής: το ότι οι μεγάλες μάζες των εργατών σφυρηλατούν με την ίδια τη συνείδησή τους, με την ίδια την πίστη τους, και ακόμα με την δικιά του κατανόηση τα όπλα της απελευθέρωσής τους." (Οι Πολιτικές των Μαζικών Απεργιών και των Σωματείων, Συλλογικά Έργα 2)
Κριτική της Οκτωβριανής Επανάστασης
Σ’ ένα άρθρο που εκδόθηκε λίγο πριν από την Οκτωβριανή Επανάσταση, η Λούξεμπουργκ χαρακτήριζε την Ρωσική Επανάσταση του Φεβρουαρίου του 1917 ως μια επανάσταση του προλεταριάτου, και έλεγε πως οι μπουρζουάδες φιλελεύθεροι τέθηκαν σε κίνηση από την επίδειξη της προλεταριακής δύναμης. Η αποστολή του Ρωσικού προλεταριάτου ήταν τώρα να τερματίσει τον ιμπεριαλιστικό παγκόσμιο πόλεμο, ενώ επιπρόσθετα να πολεμήσει εναντίον της ιμπεριαλιστικής μπουρζουαζίας. Ο ιμπεριαλιστικός παγκόσμιος πόλεμος κατέστησε την Ρωσία ώριμη για μια σοσιαλιστική επανάσταση. Επομένως «και το Γερμανικό προλεταριάτο ..... τίθεται προ μιας ερώτησης τιμής και μιας μοιραίας ερώτησης».
Η οξεία κριτική της της Οκτωβριανής Επανάστασης και των Μπολσεβίκων ελαττώθηκε στον βαθμό που εξήγησε τα λάθη της επανάστασης και των Μπολσεβίκων με «την ολοκληρωτική αποτυχία του διεθνούς προλεταριάτου» (Για την Ρωσική Επανάσταση). Παρ’ όλη την κριτική, αποδίδεται αναγνώριση στους Μπολσεβίκους το ότι τόλμησαν να τελέσουν την επανάσταση.
"Σ' αυτή την έκρηξη κοινωνικού διαχωρισμού στους κόλπους της μπουρζουαδικής κοινωνίας, σ’ αυτή την διεθνή εμβάθυνση και εξύψωση του ταξικού ανταγωνισμού βρίσκεται η ιστορική αξία του Μπολσεβικισμού, και μ’ αυτό το κατόρθωμα – όπως πάντα σε όλες τις ιστορικές συνδέσεις – τα συγκεκριμένα λάθη και σφάλματα των Μπολσεβίκων εξαφανίζονται χωρίς ίχνος."
Μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση, γίνεται η «ιστορική ευθύνη» των Γερμανών εργατών να επιτελέσουν μια επανάσταση για τους ίδιους, και έτσι να τερματίσουν τον πόλεμο (Η Ιστορική Ευθύνη). Όταν ξέσπασε και στη Γερμανία μια επανάσταση τον Νοέμβριο του 1918, αμέσως η Ρόζα Λούξεμπουργκ άρχισε να παρακινεί σε μια κοινωνική επανάσταση:
"Η κατάργηση της εξουσίας του κεφαλαίου, η πραγματοποίηση μιας σοσιαλιστικής κοινωνικής τάξης – αυτό, και τίποτα άλλο, είναι το ιστορικό θέμα της παρούσας επανάστασης. Είναι ένα φοβερό εγχείρημα, και ένα εγχείρημα που δεν θα ευοδωθεί εν ριπή οφθαλμού μόνο με την έκδοση μερικών διαταγμάτων από τις υψηλότερες θέσεις. Μόνο μέσω της συνειδητής δράσης των εργατικών μαζών στις πόλεις και την ύπαιθρο μπορεί να υλοποιηθεί, μόνο μέσω της ύψιστης διανοητικής ωριμότητας και του ανεξάντλητου ιδεαλισμού των ανθρώπων μπορεί να διαβεί όλες τις θύελλες και να βρει το δρόμο του προς το λιμάνι." (Το Ξεκίνημα, Συλλογικά Έργα)
Η κοινωνική επανάσταση απαιτεί την εξουσία στα χέρια των μαζών, στα χέρια των συμβουλίων των εργατών και των στρατιωτών. Αυτό είναι το πρόγραμμα της επανάστασης, Είναι, ωστόσο, μεγάλος ο δρόμος από τον στρατιώτη – από τον «Φύλακα της Αντίδρασης» (Gendarmen der Reaktion) – στον επαναστατικό προλετάριο.
Ο Ρόλος του Κόμματος
Το κόμμα, ο προωθημένος φύλακας της εργατικής τάξης, πρέπει μόνο να δώσει στις μάζες την επίγνωση πως ο σοσιαλισμός είναι αναπόφευκτος, και να βάλει μπρος την σοσιαλιστική επανάσταση. Οι εσωτερικές αντιφάσεις του καπιταλισμού, ο ανταγωνισμός μεταξύ του κεφαλαίου και της εργατιάς, θα κρατήσει απασχολημένη την επανάσταση. Η επανάσταση, ωστόσο, θα εκπαιδεύσει τις μάζες, και θα δημιουργήσει από αυτές επαναστάτες :
«Η ιστορία είναι ο μόνος πραγματικός δάσκαλος, η επανάσταση το καλύτερο σχολείο για το προλεταριάτο. Θα εγγυηθούν πως η “μικρή ορδή” των πιο συκοφαντημένων και καταδιωγμένων θα γίνει, βήμα βήμα, αυτό για το οποίο τους προορίζει η παγκόσμια άποψή τους: η μαχόμενη και νικητήρια μάζα των επαναστατών, του σοσιαλιστικού προλεταριάτου.» (Το Εθνικό Συνέδριο της Σπαρτακιστικής Ομοσπονδίας, Συλλογικά Έργα)
Το έργο του κόμματος είναι μόνο να εκπαιδεύσει τις οπισθοχωρημένες μάζες προς την ανεξαρτησία, να τους δώσει την δύναμη να πάρουν την εξουσία από μόνοι τους. Είναι η διδασκαλία του υποκειμενικού στοιχείου της Επανάστασης, αυτή είναι η συνείδηση της εργατικής τάξης της ιστορικής τους αποστολής, που μπορεί να επιτύχει το Κόμμα. Η επανάσταση μπορεί να γίνει μόνο από την εργατική τάξη. Ένα Κόμμα που μιλά εκ μέρους των εργατών, που τους «εκπροσωπεί» - για παράδειγμα στα Κοινοβούλια – και δρα αντί γι’ αυτούς, στο τέλος θα βαλτώσει και θα γίνει το ίδιο όργανο της Αντεπανάστασης.
Τελευταίες λέξεις: πίστη στην επανάσταση
Οι τελευταίες γνωστές λέξεις της Ρόζας Λούξεμπουργκ, γραμμένες το απόγευμα της δολοφονίας της, ήταν για την πίστη της στις μάζες, και στο αναπόφευκτο της επανάστασης:
«Η ηγεσία απέτυχε. Ακόμα κι έτσι, η ηγεσία πρέπει να δημιουργηθεί εκ νέου, από τις μάζες και μέσα από τις μάζες. Οι μάζες είναι το αποφασιστικό στοιχείο, είναι ο βράχος πάνω στον οποίο θα κτιστεί η τελική νίκη της επανάστασης. Οι μάζες ήταν στα ύψη() ανέπτυξαν την “ήττα” αυτή σε μία από τις ιστορικές ήττες που είναι η τιμή και η δύναμη του διεθνούς σοσιαλισμού. Και γι’ αυτό η μελλοντική νίκη θα ανθίσει από αυτή την “ήττα”
“Τάξη επικρατεί στο Βερολίνο!” Ηλίθιοι δήμιοι! Η “τάξη” σας είναι χτισμένη στην άμμο. Αύριο κιόλας η επανάσταση θα “ανυψωθεί με μια βροντή” και με σαλπίσματα θα ανακοινώσει στον τρόμο σας: Ήμουν, Είμαι, Θα είμαι!» (Τάξη βασιλεύει στο Βερολίνο, Συλλογικά Έργα).
Πληροφορίες: el.wikipedia.org
Άγγελος Γιαλλινάς, ήταν Επτανήσιος ζωγράφος, που έγινε γνωστός κυρίως για τις υδατογραφίες του
Άγγελος Γιαλλινάς
Ο Άγγελος Γιαλλινάς ήταν Επτανήσιος ζωγράφος, που έγινε γνωστός κυρίως για τις υδατογραφίες του. (Κέρκυρα, 5 Μαρτίου 1857 - Κέρκυρα, 1939)
Από το 1872 έως το 1875 παρακολούθησε μαθήματα ζωγραφικής στην Καλλιτεχνική Σχολή της Κέρκυρας με δάσκαλο τον Χαράλαμπο Παχή. Συνέχισε κατόπιν τις σπουδές του στην Βενετία, την Νεάπολη και την Ρώμη. Στην Ιταλία έλαβε την απόφαση να στραφεί προς την υδατογραφία. Επέστρεψε στην Κέρκυρα το 1878.
Η εκθεσιακή του δραστηριότητα εγκαινιάστηκε το 1875 με τη συμμετοχή του στο διαγωνισμό των Ολυμπίων ενώ το 1886 οργάνωσε την πρώτη του ατομική έκθεση στην Αθηναϊκή Λέσχη. Εκεί γνωρίστηκε με τον τότε πρεσβευτή της Μεγάλης Βρετανίας, ο οποίος του ανέθεσε τη φιλοτέχνηση επτά διάφορα τοπία.
Έτσι, με αφορμή τη δημιουργία του λευκώματος αλλά και τις γνωριμίες που έκανε μέσω του πρέσβη, ταξίδεψε σε διάφορα μέρη όπως η Αίγυπτος, η Ιταλία, η Γαλλία, η Μικρά Ασία, η Κωνσταντινούπολη, η Ρόδος κλπ ζωγραφίζοντας τοπία και συμμετέχοντας σε εκθέσεις. Μεταξύ άλλων συμμετείχε σε εκθέσεις του Ζαππείου, το Παρνασσού, της Καλλιτεχνικής Έκθεσης Αθηνών, της Παγκόσμιας Έκθεσης Παρισιού κ.α.
Το 1918 παρουσίασε ατομική έκθεση στην αίθουσα Geo της Αθήνας. Το 1974, η Εθνική Πινακοθήκη της Ελλάδας, τον τίμησε μετά θάνατον με μεγάλη αναδρομική έκθεση υδατογραφιών του.
Το 1902 ο Γιαλλινάς ίδρυσε την Καλλιτεχνική Σχολή Κέρκυρας στην οποία δίδαξε και ο ίδιος ενώ το 1907/1908 ανέλαβε τη διακόσμηση του Αχίλλειου.
Οι ρομαντικές τοπιογραφίες του Γιαλλινά διακρίνονται για την διάχυτη διαβάθμιση του χρώματος και την τέλεια απόδοση χαρακτηριστικών λεπτομερειών, χωρίς εντούτοις να πρόκειται για φωτογραφικές απεικονίσεις.
Ο Γιαλλινάς δημιούργησε έτσι μία μοναδική στο είδος της σχολή που ξεφεύγει από την Επτανησιακή Σχολή και προσεγγίζει περισσότερο τον ακαδημαϊσμό της Σχολής του Μονάχου.
Το σπίτι του στην πάνω πλατεία της Κέρκυρας έχει μετατραπεί σε πινακοθήκη, ενώ έχει συγκροτηθεί ίδρυμα για την διαχείρισή της, την ανάδειξη και την προβολή του έργου του.
Τον Σεπτέμβριο του 2010 διαπιστώθηκε πως άγνωστοι αφαίρεσαν από εκεί άγνωστο αριθμό πινάκων του Κερκυραίου ζωγράφου, τα περισσότερα εκ των οποίων εντοπίστηκαν τον Νοέμβριο του 2016.
Κώστας Λινοξυλάκης, ήταν Έλληνας διεθνής ποδοσφαιριστής, αγωνιζόταν στη θέση του κεντρικού αμυντικού
Κώστας Λινοξυλάκης
Ο Κώστας Λινοξυλάκης ήταν Έλληνας διεθνής ποδοσφαιριστής, ο οποίος αγωνιζόταν στη θέση του κεντρικού αμυντικού. (5 Μαρτίου 1933, Άνω Μέρος Ρεθύμνου - 3 Δεκεμβρίου 2014, Αθήνα)
Σε συλλογικό επίπεδο
Ξεκίνησε την καριέρα του από τον Αστέρα Αθηνών. Το καλοκαίρι του 1951 πήρε μεταγραφή στον Παναθηναϊκό, με τη φανέλα του οποίου αγωνίστηκε μέχρι το 1963. Συμμετείχε σε 101 αγώνες πρωταθλήματος με τους "πράσινους", σκοράροντας 7 τέρματα στο πρωτάθλημα και 5 στο κύπελλο, ενώ αγωνίστηκε και πέντε φορές στις ευρωπαϊκές διοργανώσεις. Κατέκτησε 4 πρωταθλήματα (1953, 1960, 1961, 1962) και ένα κύπελλο (1955).
Στις εθνικές ομάδες
Το ντεμπούτο του με την Ελλάδα πραγματοποιήθηκε στις 13 Δεκεμβρίου 1950, όταν επιλέχθηκε από τον τότε εκλέκτορα της Εθνικής Κώστα Νεγρεπόντη να συμμετάσχει στον εντός έδρας αγώνα εναντίον της Β' ομάδας της Γαλλίας, στο πλαίσιο του Κυπέλλου Φιλίας Ανατολικής Μεσογείου, που διεξήχθη στο Γήπεδο Λεωφόρου Αλεξάνδρας.
Συνολικά με τη γαλανόλευκη φανέλα αγωνίστηκε σε 28 αγώνες σκοράροντας μια φορά. Υπήρξε επίσης μέλος της ολυμπιακής εθνικής ομάδας που συμμετείχε στην Ολυμπιάδα του Ελσίνκι το 1952.
Το 1956 συμμετείχε στην ταινία "Οι άσσοι του γηπέδου" (γνωστή και ως "Κυριακάτικοι Ήρωες"), στο πλευρό σημαντικών ποδοσφαιριστών της εποχής, όπως ο Ανδρέας Μουράτης, ο Λάκης Πετρόπουλος, ο Στάθης Μανταλόζης, ο Κώστας Πούλης και άλλοι.
Προπονητική καριέρα
Ο Κώστας Λινοξυλάκης υπήρξε προπονητής του Φωστήρα, της Προοδευτικής, του Απόλλωνα Σμύρνης και της Χαλκίδας.
Νικολάι Γκόγκολ, ήταν Ουκρανός θεατρικός συγγραφέας, μυθιστοριογράφος και διηγηματογράφος
Νικολάι Γκόγκολ
Ο Νικολάι Βασίλιεβιτς Γκόγκολ ήταν Ουκρανός θεατρικός συγγραφέας, μυθιστοριογράφος και διηγηματογράφος. Έγραψε πολλά διηγήματα, ένα -το κορυφαίο του έργο - μυθιστόρημα, τις «Νεκρές ψυχές», θεατρικά έργα - από τα καλύτερα του παγκόσμιου δραματολογίου, όπως «Ο επιθεωρητής», καθώς και κάποια ποιήματα. Τα έργα του συγκαταλέγονται στα μεγαλύτερα αριστουργήματα της ρωσικής ρεαλιστικής λογοτεχνίας στο 19ο αιώνα και θεωρείται εφάμιλλος μεγάλων συγγραφέων όπως οι Λέων Τολστόι, Ιβάν Τουργκένιεφ, Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι κι ο ποιητής Αλεξάντρ Πούσκιν. (1 Απριλίου 1809 - 4 Μαρτίου 1852)
Ο Νικολάι Βασίλιεβιτς Γκόγκολ γεννήθηκε την 1η Απρίλη του 1809 στο κοζάκικο χωριό Σορότσινσκι της (τότε επαρχίας Πολτάβα) στην κεντρική Ουκρανία, (τότε Ρωσική Αυτοκρατορία) στο προγονικό υποστατικό της οικογένειας Γκόγκολ – Γιαννόφσκι.
Ήταν ο μοναχογιός του Κοζάκου Βασίλι Αφανάσοβιτς Γκόγκολ- Γιαννόφσκι – γαιοκτήμονα και μέλους της τοπικής αριστοκρατίας – που ασχολούνταν με την ποίηση και την θεατρογραφία και ο οποίος πέθανε το 1824, όταν ο Γκόγκολ ήταν 15 χρονών. Ο πατέρας του ασχολούνταν με το θέατρο ερασιτεχνικά γράφοντας διάφορα εργάκια που τα έπαιζαν στο αυτοσχέδιο θέατρο της οικογένειας. Σίγουρα, εδώ μπορούμε να βρούμε τις ρίζες της λογοτεχνικής ενασχόλησης του Γκόγκολ καθώς και την αγάπη του για το θέατρο. Από τη μητέρα του πάλι, τη Μαρία Ιβάνοβνα Κοσιαρόφσκαγια- επίσης κοζάκικης καταγωγής και μέλος οικογένειας τοπικών αξιωματούχουν - βαθιά θρησκευόμενη σχεδόν θρησκόληπτη, φαίνεται να κληρονόμησε τον θρησκευτικό μυστικισμό που τόσο τον ταλαιπώρησε τα τελευταία κυρίως χρόνια της ζωής του.
Μετά το πέρας της βασικής εκπαίδευσης, ο Γκόγκολ από τα 11 μέχρι και τα 19, (1820 – 1828) σπούδασε στο ανώτερο γυμνάσιο της πόλης Νιζίν της Ουκρανίας. Στο Γυμνάσιο είχε διακριθεί σαν ηθοποιός στις σχολικές παραστάσεις αλλά και σε μίμος αφού μπορούσε να υποδοθεί καταπληκτικά διάφορους χαρακτηριστικούς τύπους. Αυτή η ικανότητα όμως, δεν τον έκανε – όπως ίσως θα περίμενε κανείς – δημοφιλή. Αντίθετα, ήταν απομονωμένος, και οι φίλοι του ήταν ελάχιστοι.
Το 1828 αφού τέλειωσε το Γυμνάσιο μετακόμισε στην Αγία Πετρούπολη, και αναζήτησε δουλειά στο «Αυτοκρατορικό Θέατρο του Χραποβίτσκι». Έδωσε εξετάσεις μπροστά στον διευθυντή του θεάτρου της πόλης αλλά απορρίφθηκε. Μετά την απόρριψη του εγκατέλειψε αυτό το όνειρο, πικραμένος.
Ταυτόχρονα, ασχολούνταν με τη λογοτεχνία και δημοσίευσε ανώνυμα πρώτα ένα ποίημα με τον τίτλο «Ιταλία», που δεν το πρόσεξε κανείς και έπειτα με το ψευδώνυμο «Β. Αλώφ» ένα έμμετρο ειδύλλιο που είχε γράψει στα γυμνασιακά του χρόνια, το «Χανς Κιούχελγκάρντεν». Το ποίημα επικρίθηκε από μερικούς κριτικούς και ο Γκόγκολ μάζεψε όλα τα κυκλοφορούντα αντίτυπα και τα έκαψε. Ωστόσο δεν απογοητεύτηκε τόσο ώστε να σταματήσει κάθε ενασχόληση. Συνέχισε να δημοσιεύει σποραδικά, κάποια διηγημάτά του σε λογοτεχνικά περιοδικά ενώ παράλληλα βρήκε μια θέση γραμματέα στο υπουργείο εθνικής οικονομίας από την οποία κέρδιζε τα προς το ζην.
Το 1831 είναι η χρονιά που ο Γκόγκολ θα γνωρίσει την επιτυχία. Η δημοσίευση του πρώτου τόμου των διηγημάτων από την Ουκρανική γη, με τίτλο «Βραδιές στο μετόχι κοντά στη Ντινάνκα» ή «Βραδυνές συντροφιές στο χωριό» θα τον κάνει γνωστό και αποδεκτό στον πνευματικό κόσμο της χώρας. Θα προκαλέσει μέχρι και τα ευνοϊκότατα σχόλια του μεγάλου Πούσκιν αλλά και του κορυφαίου κριτικού του καιρού του, του Βησσαρίωνα Μπελίνσκι.
Στα 23 του χρόνια, ο Γκόγκολ είναι πλέον μια προσωπικότητα των ρωσικών γραμμάτων.
Το 1832 θα γράψει και το πρώτο του θεατρικό έργο «Το παράσημο του Βλαδίμηρου γ' τάξης», που δεν το ολοκλήρωσε όμως, φοβούμενος οτι η λογοκρισία δεν θα του επέτρεπε να το ανεβάσει.(Την εποχή του τσάρου Νικόλαου του Α', εποχή κατά την οποία έζησε ο Γκόγκολ αλλά και ο Πούσκιν, η Αυτοκρατορική Επιτροπή Λογοκρισίας ήταν παντοδύναμη, και έλεγχε όλη την πνευματική παραγωγή της χώρας.) Το 1833 αρχίζει να γράφει την κωμωδία του «Τα Παντρολογήματα», αλλά την αφήνει στη μέση, για να αφοσιωθεί στην επόμενη που σχεδίαζε, τον περίφημο «Επιθεωρητή».
Με τη βοήθεια των καινούριων φίλων του διορίζεται καθηγητής σε ένα παρθεναγωγείο, θέση που αφήνει το 1834 για να δουλέψει σαν υφηγητής στο Πανεπιστήμιο της Πετρούπολης στο μάθημα της Μεσαιωνικής Ιστορίας. Όμως και αυτή η απασχόλησε δεν του ταίριαζε και παραιτήθηκε.
Το 1835 δημοσίευσε την επόμενη συλλογή διηγημάτων του, το «Μιργκορόντ» (η πόλη της ειρήνης), με θέματα από την αγαπημένη του Ουκρανία από την οποία διάσημο θα γίνει το διήγημά του «Ταράς Μπούλμπα». Στη συλλογή «Αραβουργήματα» θα ασχοληθεί με την καθημερινή ζωή της Πετρούπολης, και θα μας δώσει το επίσης διάσημο, «Ημερολόγιο ενός τρελλού».
Λίγους μήνες μετά τη δημοσίευση του «Μιργκορόντ», τελείωσε τη συγγραφή του θεατρικού έργου Ο Επιθεωρητής,το οποίο πρωτοπαίχτηκε τον Απρίλιο του 1836. Το έργο τάραξε τα λιμνάζοντα νερά και της θεατρικής γραφής αλλά και της κοινωνίας. Διαφεύγοντας από την λογοκρισία, η οποία θεωρώντας το έργο μια εύθυμη κωμωδία δεν κατάλαβε την πραγματική σημασία , σατιριζει αμείλικτα όλη τη γραφειοκρατική δομή της αυτοκρατορίας.Μια πολεμική ξεκίνησε εναντίον του από τους δημόσιους υπάλληλους, που τον αναγκάζει -πικραμένο- να φύγει από τη Ρωσία.
Πρώτος σταθμός η Ζυρίχη, μετά το Παρίσι. Εγκαθίσταται μόνιμα στη Ρώμη, και αρχίζει να γράφει τις «Νεκρές Ψυχές» ένα από τα σημαντικότερα μυθιστορήματα στην παγκόσμια λογοτεχνία. Το εξαιρετικό χιούμορ της ιστορίας προέρχεται από μοναδική και σαρδόνια σε σύλληψη ιδέα: Ένας φιλόδοξος, πονηρός κι αδίστακτος τυχοδιώκτης, πηγαίνει από μέρος σε μέρος, αγοράζοντας ή κλέβοντας από τους ιδιοκτήτες τους, τους τίτλους των... νεκρών δουλοπαροίκων. Με αυτήν την "ιδιοκτησία" ως ασφάλεια, προγραμματίζει να πάρει δάνεια με τα οποία θ' αγοράσει ένα κτήμα με... ζωντανές ψυχές. Το βιβλίο αυτό είναι εμπνευσμένο από τη ζωή των δουλοπάροικων της εποχής του. Οι δουλοπάροικοι ήταν σκλάβοι που ανήκαν στη γη, που τους αγόραζαν και τους πουλούσαν μαζί με τα κτήματα. Το μυθιστόρημα αντανακλά τη σχέση μεταξύ κολίγων κι αφεντάδων και φυσικά την ιδέα που είχαν οι δεύτεροι για τους πρώτους, καθώς επίσης κι ένα μεγάλο αριθμό εξόχως απεικονισμένων ρωσικών επαρχιακών χαρακτήρων. Με το τελείωμα του πρώτου μέρους του βιβλίου, το 1841 ξαναγυρίζει στη Ρωσία. Ύστερα απο 3 μήνες αγώνα με την επιτροπή λογοκρισίας το μυθιστόρημα δημοσιεύεται τον Μάη του 1842. Ο επόμενος σεισμός που επιφύλαξε ο Γκόγκολ στον πνευματικό κόσμο της χώρας είχε γίνει. Το έργο έκανε τεράστια εντύπωση, συγκλόνισε ολόκληρη τη Ρωσία και όχι μόνο τον πνευματικό κόσμο. Δίχασε ακόμα μια φορά, το κοινό (άλλοι το αγάπησαν, άλλοι το μίσησαν) ενώ ο Γκόγκολ που ίσως περίμενε πανεθνική ομόφωνη αναγνώριση θα εγκαταλείψει και πάλι και Ρωσία.
Θα ξαναγυρίσει στην αγαπημένη του Ρώμη. Τον ίδιο χρόνο θα τελειώσει το θεατρικό του έργο «Τα Παντρολογήματα» και τα στέλνει να παρουσιαστούν στο θέατρο της Ρωσίας. Το έργο πρωτοπαίχτηκε τον Δεκέμβρη του 1842.
Τελειώνει επίσης και την άλλη κωμωδία του, τους «Παίκτες», που την είχε αρχίσει το 1836. Το έργο ανέβηκε τον Φεβρουάριο του 1843.
Την ίδια χρονιά θα δημοσιεύεσει και το διήγημά του, το περίφημο «Παλτό», ένα έργο που θα κάνει τεράστια εντύπωση στους συγχρόνους του και θα επηρεάσει και τους μεταγενέστερους. Χαρακτηριστική της επίδρασης στην ρωσική πεζογραφία του διηγήματος αυτού είναι η φράση του Ντοστογιέφσκι: «Όλοι βγήκαμε από το «Παλτό» του Γκόγκολ».
Στη Ρώμη η ζωή του δεν είναι καθόλου εύκολη.
Η ψυχική αρρώστια που ο ίσκιος της απλωνόταν πάντα στη ζωή του, αρχίζει να κάνει την εμφάνισή της πιο ευδιάκριτα. Νευρικοί πόνοι στο στομάχι τυραννούν το σώμα του, ενώ τύψεις τυραννούν την ψυχή του. Νιώθει οτι με τις «Νεκρές Ψυχές», αδίκησε τη Ρωσία, ότι δεν την αγαπάει όσο θα όφειλε, οτι της έκανε κακό και θέλει τώρα να επανορθώσει. Αποφασίζει να προσθέσει ακόμα δυο μέρη στο έργο, για να συμπληρώσει την πραγματική εικόνα της χώρας Θα ονομάσει το δεύτερο βιβλίο «Αφυπνιζόμενες Ψυχές» και το τρίτο, «Ξυπνημένες ψυχές». Και αρχίζει την προσπάθεια. Όμως δεν είναι ευχαριστημένος από το γράψιμό του, γράφει και σβήνει συνέχει και μάλιστα καίει τα χειρόγραφά του δυο φορές: το 1843 και ύστερα το 1845.
Πιστεύει τότε οτι δεν τα καταφέρνει γιατί είναι αμαρτωλός. Δεν μπορεί να αποδώσει στο χαρτί αυτό που σκέφτεται και νιώθει γιατί τον τιμωρεί ο Θεός.
Η ψυχική αρρώστια έχει πλέον το πάνω χέρι. Η μόνη διέξοδος που βρίσκει όχι μόνο για τον εαυτό του αλλά για όλη τη ρωσική κοινωνία, είναι το πισωγύρισμα, η επιστροφή στα πατροπαράδοτα θεμέλια της Ρωσίας: την απόλυτη υποταγή στον Τσάρο και στην Ορθόδοξη εκκλησία. Το 1847 μάλιστα, θα παρουσιάσει αυτές τις σκέψεις του, στο «Διαλεγμένα αποσπάσματα από γράμματα σε φίλους μου», που υπό τη μορφή αλληλογραφίας (διαλόγου) μεταξύ φίλων παρουσιάζει τα καινούρια πιστεύω του. Μόνο η διατήρηση της παλιάς κατάστασης είναι η λύση. Ολη η χώρα πρέπει να αφοσιωθεί στο Τσάρο και στην Ορθοδοξία. Κάθε νεωτερισμός είναι έργο του Σατανά, ακόμα και η γνώση γραφής και ανάγνωσης κάνουν κακό στον αγνό Ρωσο χωριάτη.
Το βιβλίο αυτό συγκλονίζει ακόμα μια φορά την Ρωσία, για τους αντίθετους ακριβώς λόγους από τα προηγούμενα. Όλοι μένουν έκπληκτοι από την στροφή αυτή, του μέχρι τότε πρωτοπόρου συγγραφέα.
Ο Γκόγκολ δεν μπορεί να ξαναβρεί τον παλιό εαυτό του.
Πηγαίνει για ένα προσκύνημα στους Αγίους Τόπους και τον Απρίλη του 1848 ξαναγυρίζει στην πατρική του γη. Αφού επισκέπτεται το πατρικό του σπίτι, πάει στην Πετρούπολη και απο κεί στη Μόσχα, όπου θα εγκατασταθεί μόνιμα το φθινόπωρο του 1851. Θρησκομανής πλέον, την χαριστική βολή θα του την δώσει η γνωριμία του, με τον πατήρ (starets) Ματβέι Κονσταντινόφσκυ, έναν αμόρφωτο καλόγερο, εξορκιστή δαιμονίων. Υπό την καθοδήγηση του πατήρ Ματβέι, και για να σώσει την ψυχή του, καίει τα χειρόγραφα του σχεδόν τελειωμένου δεύτερου τόμου, των «Νεκρών Ψυχών» στις 24 Φεβρουαρίου του 1852. Στο τέλος, -σαν ένα είδος αυτοκτονίας – σταματά να τρώει. Θα πεθάνει απο ασιτία στις 4 Μαρτίου του 1852 σε ηλικία μόλις 43 ετών. Ο συγγραφέας που την κηδεία του θα παρακολουθήσει ένα τεράστιο πλήθος ανθρώπων, θα ταφεί στο Μοναστήρι Ντανίλωφ, στα περίχωρα της Μόσχας. Όταν το 1931, η σοβιετική κυβέρνηση αποφασίζει να γκρεμίσει το μοναστήρι, τα οστά του μεταφέρονται στον σημερινό τόπο ανάπαυσής του, στο νεκροταφείο Νοβοντέβιτσι. Όμως όταν ανοίγεται ο τάφος για την μεταφορά, το πτώμα βρίσκεται ξαπλωμένο μπρούμυτα. Η υπόθεση ότι ο Γκόγκολ τάφηκε ενώ ήταν ακόμα ζωντανός, κυριαρχεί μέχρι σήμερα.
Πληροφορίες: el.wikipedia.org
Περισσότερα Άρθρα...
- Νικόλαος Πολίτης, ήταν Έλληνας λαογράφος και καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών και ο πρόδρομος της επιστήμης της λαογραφίας στην Ελλάδα
- Αλεξάντερ Γκράχαμ Μπελ, ήταν Σκωτσέζος επιστήμονας, εφευρέτης και μηχανικός, ο οποίος θεωρείται ως εφευρέτης του πρώτου πρακτικού τηλεφώνου
- Νίκος Καζαντζάκης, ήταν Έλληνας συγγραφέας, δημοσιογράφος, πολιτικός, μουσικός, ποιητής και φιλόσοφος, με πλούσιο λογοτεχνικό, ποιητικό και μεταφραστικό έργο
- Νίκος Γούναρης, ήταν Έλληνας τραγουδιστής που έκανε καριέρα την δεκαετία του 1950