Άρθρα
Περικλής Πανταζής, ήταν ένας από τους πρώτους Έλληνες ιμπρεσιονιστές ζωγράφους
Περικλής Πανταζής
Ο Περικλής Πανταζής, γνωστός και ως Périclès Pantazis, ήταν ένας από τους πρώτους Έλληνες ιμπρεσιονιστές ζωγράφους και ένας από τους πρωτοπόρους του είδους στο Βέλγιο, όπου πέρασε το μεγαλύτερο διάστημα της καλλιτεχνικής του δημιουργίας. (Αθήνα, 13 Μαρτίου 1849 – Βρυξέλλες, 25 Ιανουαρίου 1884)
Γεννήθηκε το 1849 στην Αθήνα και καταγόταν από την Ήπειρο. Από το 1864 έως το 1871 σπούδασε ζωγραφική στο Σχολείο των Τεχνών (μετέπειτα Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών) με δάσκαλο τον Νικηφόρο Λύτρα.
Για έναν χρόνο συνέχισε τις σπουδές του στην Ακαδημία Καλών Τεχνών του Μονάχου, αλλά κατόπιν έφυγε για το Παρίσι καθώς το συντηρητικό κλίμα που επικρατούσε στην ακαδημία δεν συμβάδιζε με τις προσωπικές του καλλιτεχνικές αναζητήσεις.
Στη γαλλική πρωτεύουσα μαθήτευσε κοντά στον Γκουστάβ Κουρμπέ (Gustave Courbet) και τον Αντουάν Σιντρέιγ (Antoine Chintreuil) ενώ γνώρισε τις σύγχρονες δημιουργίες του Ευγένιου Μπουντέν (Eugène Boudin), του Ολλανδού Γιόχαν Μπάρτχολντ Ζόνκιντ (Johan Barthold Jongkind) και των ιμπρεσιονιστών Μανέ, Ντεγκά και Πισαρό.
Τελικά μετά από σύντομο χρονικό διάστημα εγκαταστάθηκε οριστικά στις Βρυξέλλες. Λέγεται πως εγκαταστάθηκε στην βελγική πρωτεύουσα με πρόσκληση του πλουσίου Έλληνα οινεμπόρου Ιωάννη Οικονόμου (Jean Économou), ο οποίος και παρήγγειλε πολλά έργα στον νέο ζωγράφο.
Στο Βέλγιο, ο Πανταζής έγινε μέλος του αντιακαδημαϊκού καλλιτεχνικού ομίλου «Circle de la pâte» (σε ελεύθερη μετάφραση «Κύκλος του χρώματος») και συνδέθηκε με τον ζωγράφο Γκιγιόμ Βόγκελς, τον γλύπτη Ωγκύστ Φιλιππέτ αλλά και τα πρωτοποριακά κινήματα εκείνης της εποχής.
Συμμετείχε σε πολλές εκθέσεις σε διάφορες πόλεις του Βελγίου ενώ το 1878 πραγματοποίησε στις Βρυξέλλες την παρθενική του ατομική έκθεση. Το ίδιο έτος έλαβε μέρος στην Διεθνή Έκθεση του Παρισιού ως μέλος της ελληνικής αντιπροσωπίας.
Το 1880/81 ταξίδεψε στη Μασσαλία όπου ήταν εγκατεστημένος ο αδερφός του και στην Ελλάδα όπου έλαβε μέρος σε έκθεση που πραγματοποιήθηκε στην οικία Μελά (Αθήνα) για την ενίσχυση του Ερυθρού Σταυρού. Ήταν ιδρυτικό μέλος διάφορων καλλιτεχνικών σχημάτων όπως ο Κύκλος της Χρυσαλίδας, ο Κύκλος υδατογράφων και χαρακτών και η Ομάδα των ΧΧ.
Απεβίωσε στις 25 Ιανουαρίου του 1884 στις Βρυξέλλες, συνέπεια της χρόνιας φυματίωσης που τον ταλαιπωρούσε. Ήταν παντρεμένος με την αδερφή του γλύπτη Ωγκύστ Φιλιππέτ, με την οποία είχε αποκτήσει έναν γιο.
Το έργο του
Ο Πανταζής ξεχωρίζει από τους υπόλοιπους Έλληνες ζωγράφους της εποχής του, μιας και είναι ο πρώτος που ξέφυγε από τον ακαδημαϊσμό της Σχολής του Μονάχου και που εντάχθηκε στο ανατρεπτικό για την εποχή του κίνημα του ιμπρεσιονισμού. Μαζί με τον Γκιγιόμ Βόγκελς θεωρείται ο θεμελιωτής του βελγικού ιμπρεσιονισμού.
Το έργο του χαρακτηρίζεται ως πολύμορφο. Ασχολήθηκε κυρίως με την τοπιογραφία (με τα βελγικά τοπία να αποτελούν σημαντική πηγή έμπνευσης), τις προσωπογραφίες και σε μικρότερο βαθμό με την νεκρή φύση και την ηθογραφία.
Έχει γραφτεί πως «αν δεν πέθαινε νέος και σε ξένη γη, η πρωτοποριακή του επίδραση στην νεοελληνική ζωγραφική θα μπορούσε να ήταν αποφασιστική» (Α. Σ. Ιωάννου, Η ελληνική ζωγραφική, 19ος αι., Εκδ. Οίκος Μέλισσα, Αθήνα 1972).
Πληροφορίες: el.wikipedia.org
Δημήτριος Λιάλιος, ήταν Έλληνας συνθέτης με πλούσιο και πολυσχιδές έργο
Δημήτριος Λιάλιος
Ο Δημήτριος Λιάλιος ήταν Έλληνας συνθέτης. Ήταν ένας από τους σημαντικότερους μουσικοσυνθέτες της νεότερης Ελλάδας με πλούσιο και πολυσχιδές έργο (συμφωνική μουσική, μουσική δωματίου, τραγούδια για φωνή και πιάνο κλπ.). (1869 - 13 Μαρτίου 1940)
Τα επιτεύγματα του Δ. Λιάλιου, ιδίως στα πεδία της συμφωνικής μουσικής και της μουσικής δωματίου, είναι σπουδαίας ιστορικής αξίας, αλλά και ποιότητος στο πλαίσιο του νεοελληνικού μουσικού πολιτισμού κατά το πέρασμα από τον 19ο στον 20ο αιώνα.
Γεννήθηκε στην Πάτρα και ήταν γιος του αλευροβιομήχανου Λουκά Λιάλιου και της Αικατερίνης Καλετζιώτη. Από μικρός ασχολήθηκε με την μουσική και έμαθε να παίζει βιολί και πιάνο υπό την καθοδήγηση του Ιταλού Tiveri.
Το 1884 έφυγε για τη Ζυρίχη για να σπουδάσει μηχανολόγος αλλά σύντομα άλλαξε απόφαση, κατόπιν συζητήσεων με τον ποιητή Κωνσταντίνο Χατζόπουλο, και μετακόμισε στο Μόναχο στρέφοντας την προσοχή του προς τις μουσικές σπουδές όπου είχε την ευκαιρία να τελειοποιήσει τις μουσικές του σπουδές στο Ωδείου του Μονάχου. Καθηγητής του ήταν ο Lufwig Thuille, προσωπικός φίλος του Στράους.
Στην εργογραφία του συγκαταλέγονται τραγούδια, μουσική δωματίου, έργα για πιάνο και κουαρτέτα κ.α. Το σημαντικότερο έργο του θεωρείται η «Σερενάτα για βιολοντσέλο και έγχορδα». Με το έργο του σηματοδότησε την πρώτη επαφή του νεοελληνικού μουσικού στοχασμού με την μουσική της Μεσευρώπης.
Όταν επέστρεψε στην Πάτρα ίδρυσε ορχήστρα με μέλη εξέχοντες προσωπικότητες της πατραϊκής κοινωνίας. Επίσης είχε διατελέσει πρόξενος της Ελλάδος στο Μόναχο.
Ήταν παντρεμένος με την υψίφωνο Ειρήνη Πάλλη, ανιψιά του Αλέξανδρου Πάλλη και είχε δύο κόρες, την Έλσα και την Μαρία, και έναν γιό τον Γιωργο, που σπουδασε κι εκείνος μουσική και σύνθεση στην Βιέννη.
Η Έλσα παντρεύτηκε τον Μανώλη Σκλαβούνο και η Μαρία τον Ανδρέα Τζίνη, γόνο της πλούσιας πατρινής οικογένειας Τζίνη. Αδερφός του Δημητρίου ήταν ο Τάκης Λιάλιος.
Πέθανε στην Αθήνα το 1940.
Πληροφορίες: el.wikipedia.org
Ρένα Παγκράτη, ήταν Ελληνίδα ηθοποιός που πρωταγωνίστησε στο θέατρο, στον κινηματογράφο και στην τηλεόραση ενώ είχε ασχοληθεί και με το τραγούδι
Ρένα Παγκράτη
Η Ρένα Παγκράτη ήταν Ελληνίδα ηθοποιός που πρωταγωνίστησε στο θέατρο, στον κινηματογράφο και στην τηλεόραση ενώ είχε ασχοληθεί και με το τραγούδι. (13 Μαρτίου 1949 - 25 Ιουνίου 1998)
Γεννήθηκε το 1949 στη Δάφνη, έχοντας καταγωγή από την Κέρκυρα. Σπούδασε στη Δραματική Σχολή του Γιώργου Θεοδοσιάδη.
Οι πρώτες της εμφανίσεις σε ταινίες ξεκίνησαν από μικρή ηλικία, όταν ως «παιδί-θαύμα» έπαιξε στις ταινίες του Γιώργου Αρίωνα «Η γέφυρα της ευτυχίας» και «Όταν η ευτυχία προστάζει».
Συμμετείχε ακόμα στη ραδιοφωνική εκπομπή «Τα παραμύθια της θείας Λένας», με την Αντιγόνη Μεταξά.
Η καριέρα της στην τηλεόραση ξεκίνησε όταν ακόμη έπαιζε με το συγκρότημα «Νοστράδαμος» και την ανακάλυψε ο Γιάννης Δαλιανίδης, που ευθύς της έδωσε το ρόλο χίπισσας Κάθριν, στη σειρά «Λούνα Παρκ». Τον ίδιο καιρό εμφανίστηκε σε αντίστοιχους ρόλους σε κινηματογραφικές ταινίες στο πλευρό του Στάθη Ψάλτη («Βασικά καλησπέρα σας», «Καμικάζι αγάπη μου» κ.ά.) και της Ρένας Βλαχοπούλου.
Ασχολήθηκε ακόμη με την επιθεώρηση και τη δισκογραφία.
Πέθανε στην Αθήνα στις 25 Ιουνίου 1998 από φαρμακευτική δηλητηρίαση. Ο θάνατός της ήταν αυτοκτονία, απόρροια της οικονομικής ανέχειας και της ανεργίας της τα τελευταία χρόνια. Σε σχετική επιστολή που βρέθηκε η ηθοποιός ανέφερε ότι εκτός από πολύ λίγους συναδέλφους της, κανένας άλλος δεν θέλησε να την προσλάβει. Η ζωή της μακριά από το σανίδι, ήταν αυτό που την έφερε σε οικονομικό και προσωπικό αδιέξοδο. Κηδεύτηκε στο Νεκροταφείο του Βύρωνα.
Ιωσήφ ο από Ανδρούσης, ήταν Έλληνας ιερωμένος και αγωνιστής του 1821
Ιωσήφ ο από Ανδρούσης
Ο Ανδρούσης (πραγματικό όνομα: Ιωσήφ Νικολάου, 1770 - 13 Μαρτίου 1844) ήταν Έλληνας ιερωμένος και αγωνιστής του 1821. Διετέλεσε Επίσκοπος Ανδρούσης, Επισκοπή η οποία μετονομάσθηκε το 1833 σε «Μεσσήνης» ενώ το 1852 μετεξελίχθηκε σε «Μητρόπολη Μεσσηνίας».
Γεννήθηκε στην Τριπολιτσά το 1770 και το 1781 στάλθηκε από τους γονείς του στη Δημητσάνα για να φοιτήσει στο εκεί σχολείο. Το 1806 χειροτονήθηκε διαδοχικά ιερέας και επίσκοπος Ανδρούσης.
Υπήρξε μέλος της Φιλικής Εταιρίας. Κατά την πολιορκία της Τριπολιτσάς, κρατήθηκε όμηρος από τους Τούρκους, μαζί με άλλους επισκόπους και προεστούς (από τους οποίους μόνο ο Ιωσήφ και λίγοι ακόμα συγκρατούμενοί του επέζησαν).
Στο Εκτελεστικό 1822 έγινε και Μινίστρος των Θρησκευτικών (Υπουργός), έως το 1825. Το 1833 έγινε επίσκοπος Μεσσήνης.
Απεβίωσε στις 13 Μαρτίου 1844 και θάφτηκε προ της Ωραίας Πύλης του Ιερού Ναού του Αγίου Ιωάννου Μεσσήνης, ενώ το 1900 στήθηκε η προτομή του. Προτομή του υπάρχει στο προαύλιο του Ιερού Μητροπολιτικού Ναού Καλαμάτας, όπως και στην Ανδρούσα.
Λάμπρος Κωνσταντάρας, ήταν δημοφιλής Έλληνας ηθοποιός του θεάτρου και του κινηματογράφου με καταγωγή από την Κωνσταντινούπολη
Λάμπρος Κωνσταντάρας
Ο Λάμπρος Κωνσταντάρας ήταν δημοφιλής Έλληνας ηθοποιός του θεάτρου και του κινηματογράφου με καταγωγή από την Κωνσταντινούπολη. (Αθήνα, 13 Μαρτίου 1913 - Αθήνα, 28 Ιουνίου 1985)
Ήταν αδελφός της ηθοποιού Μήτσης Κωνσταντάρα και πατέρας του δημοσιογράφου και πρώην βουλευτή της Νέας Δημοκρατίας Δημήτρη Κωνσταντάρα.
Ο Κωνσταντάρας γεννήθηκε στην οδό Πλουτάρχου 13 στο Κολωνάκι στις 13 Μαρτίου 1913, σε οικογένεια με καταγωγή από την Κωνσταντινούπολη. Αδερφή του ήταν η ηθοποιός Μίτση Κωνσταντάρα, είχε άλλη μία αδελφή.
Από μικρή ηλικία ασχολήθηκε με τον αθλητισμό, ήταν αθλητής της ΑΕΚ, τερματοφύλακας στην Β΄ομάδα την περίοδο 1929-30 και αθλητής στίβου σε αγωνίσματα ταχύτητας.
Το 1930 κατατάχθηκε μετά από επιμονή της οικογένειάς του και χωρίς την δική του θέληση στην Σχολή Υπαξιωματικών Ναυτικού στην Κέρκυρα, από όπου τελικά δραπέτευσε κολυμπώντας. Γλύτωσε το Στρατοδικείο μετά από ενέργειες της οικογένειάς του.
Το 1934 μετέβη στο Παρίσι προκειμένου να σπουδάσει χρυσοχόος, με σκοπό να αναλάβει στην συνέχεια το οικογενειακό χρυσοχοείο στο κέντρο της Αθήνας.
Εγκατέλειψε τις σπουδές του κι έκανε διάφορες δουλειές, ώσπου τον ανακάλυψε ο Γάλλος σκηνοθέτης Λουί Ζουβέ να παίζει ως κομπάρσος σε θεατρική παράσταση.
Σπούδασε ηθοποιός στο θέατρο «Ατενέ» και το καλοκαίρι του 1938 επέστρεψε στην Ελλάδα, ξεκινώντας πλέον καριέρα ηθοποιού.
Καριέρα
Ο Λάμπρος Κωνσταντάρας έπαιξε στο ελληνικό θέατρο για 40 χρόνια, μετέχοντας σε 191 παραστάσεις. Εμφανίστηκε σε πολλές ελληνικές πόλεις, καθώς επίσης και στην Κύπρο, την Κωνσταντινούπολη και την Αλεξάνδρεια.
Η πρώτη του παράσταση στην Ελλάδα ήταν το καλοκαίρι του 1938 με τον θίασο της Κατερίνας Ανδρεάδη στο έργο «Τα παράσημα της γριούλας» του Φ. Μπάρυ και η τελευταία τον χειμώνα του 1978 με τον θίασο Λάμπρου Κωνσταντάρα - Νίκου Ρίζου - Μάρως Κοντού στο μιούζικαλ «Τρελές επαφές ρωμέικου τύπου» του Κώστα Πρετεντέρη.
Για τη θεατρική του παρουσία, χαρακτηρίστηκε ως ένας «υπέροχος ηθοποιός ρυθμού (που) είχε σπάνια αίσθηση του θεατρικού χρόνου.... (με) τέλεια κατοχή των εκφραστικών μέσων». Γνωστός στο ευρύ κοινό όμως έγινε μέσα από τους ρόλους του στον κινηματογράφο.
Διακρίθηκε στο ρόλο του ώριμου, πλούσιου και γυναικά (Ο άνθρωπος που έσπαγε πλάκα, Η Βίλα των Οργίων, Τι 30, τι 40, τι 50 κλπ.) ή του «πατέρα» αρκετών γνωστών σταρ της εποχής (Η Αλίκη στο Ναυτικό, Χτυποκάρδια στο θρανίο, Υιέ μου, υιέ μου κλπ).
Ο Λάμπρος Κωνσταντάρας έπαιξε σύνολο σε 78 ελληνικές ταινίες, σε τέσσερις που γυρίστηκαν στη Γαλλία την δεκαετία του 1930 («Αν ξανανεβούμε προς τα Ηλύσια Πεδία», «Σχολείο γυναικών», «Κουρσάρος», ενώ είναι άγνωστος ο τίτλος της τελευταίας) και σε μία ελληνική που γυρίστηκε στην Αίγυπτο το 1950, αλλά δεν υπάρχουν επαρκή στοιχεία γι' αυτήν την ταινία.
Τελευταία του ταινία ήταν «Ο Λαμπρούκος Μπαλαντέρ».
Προσωπική ζωή
Παντρεύτηκε πρώτη φορά το 1945 με την ηθοποιό Γιούλη Γεωργοπούλου, με την οποία απέκτησε ένα γιο, τον δημοσιογράφο και βουλευτή Δημήτρη Κωνσταντάρα, ο οποίος του χάρισε δυο εγγόνια : την Παυλίνα (1974) και τον Λάμπρο (1979). Παντρεύτηκε δεύτερη φορά το 1971 με τη Φιλιώ Κεκάτου. Τα τελευταία χρόνια τα πέρασε στην Βάρκιζα.
Πέθανε στο «Ασκληπιείο» της Βούλας στις 28 Ιουνίου 1985. Νωρίτερα (1978 και 1983) είχε υποστεί δύο εγκεφαλικά επεισόδια. Κηδεύτηκε στο Α΄ Νεκροταφείο Αθηνών.
Το 2008 ένα θέατρο στο Αιγάλεω ονομάστηκε «Θέατρο Λάμπρος Κωνσταντάρας» σε αναγνώριση της συνεισφοράς του στο ελληνικό θέατρο και τον κινηματογράφο.
Περισσότερα Άρθρα...
- Άννα Μελά - Παπαδοπούλου, ήταν Ελληνίδα προσωπικότητα των Βαλκανικών Πολέμων, του Μεγάλου Πολέμου και της Μικρασιατικής Εκστρατείας, που υπηρέτησε ως εθελόντρια νοσοκόμα στα πολεμικά μέτωπα και έμεινε γνωστή ως Μάννα του Στρατιώτου
- Μήτρος Πέτροβας, γνωστότερος ως Μητροπέτροβας ήταν οπλαρχηγός της ελληνικής επανάστασης από τη Μεσσηνία καθώς και ένας από τους ηγέτες των αντικυβερνητικών εξεγέρσεων κατά τη διάρκεια της βαυαρικής αντιβασιλείας
- Σταύρος Κουγιουμτζής, ήταν Έλληνας συνθέτης και στιχουργός
- Καίσαρας Βοργίας, δούκας του κράτους της Ρωμανίας κοντά στη Ρώμη και κατέκτησε επίσης τις πόλεις Ρίμινι, Πέζαρο, Ουρμπίνο και άλλες πόλεις της Κεντρικής Ιταλίας