Άρθρα
Αρίθα Φράνκλιν, Αμερικανή τραγουδίστρια, συνθέτης, και πιανίστρια, είναι γνωστή ως "Βασίλισσα της Σόουλ"
Αρίθα Φράνκλιν
Η Αρίθα Φράνκλιν είναι Αμερικανή τραγουδίστρια, συνθέτης, και πιανίστρια. (Aretha Louise Franklin 25 Μαρτίου, 1942)
Στους θαυμαστές της είναι γνωστή ως "Βασίλισσα της Σόουλ". Είναι φημισμένη για τις σόουλ ηχογραφήσεις της, αλλά έχει τραγουδίσει επίσης τζαζ, ροκ, blues, ποπ, γκόσπελ, μέχρι και όπερα. Είναι ευρύτατα αναγνωρισμένη για το γεμάτο πάθος ερμηνευτικό της στυλ, και τις φωνητικές της δυνατότητες.
Η Φράνκλιν, είναι η δεύτερη πιο πολυβραβευμένη γυναίκα στην ιστορία των βραβείων Γκράμι. Έχει κερδίσει 20 βραβεία, στα οποία συμπεριλαμβάνονται το βραβείο του Ζωντανού Θρύλου και αυτό της Συνολικής Προσφοράς. Μεταξύ του 1968 και του 1975 κέρδισε έξι συνεχόμενα βραβεία, ενώ για το διάστημα αυτό, η κατηγορία "Καλύτερη Γυναικεία R&B Φωνητική Ερμηνεία" πήρε το παρατσούκλι "Το βραβείο της Αρίθα".
Η Φράνκλιν είχε ένα σύνολο είκοσι νούμερο 1 σινκλς στο Billboard R&B Singles Chart. Δύο από αυτά, το "Respect" τη δεκαετία του 1960 και το ντουέτο της με τον Τζορτζ Μάικλ τη δεκαετία του 1980, "I Knew You Were Waiting (For Me)" ανέβηκαν μέχρι την πρώτη θέση του Billboard Hot 100.
Η Φράνκλιν γεννήθηκε στις 25 Μαρτίου 1942 στο Μέμφις του Τενεσσί. Γονείς της ήταν ο Βαπτιστής ιερέας C. L. Franklin και η Barbara Siggers Franklin. Τα προβλήματα στην σχέση τους, τους ανάγκασαν να χωρίσουν όταν η Αρίθα ήταν έξι ετών, ενώ η μητέρα της πέθανε όταν ήταν δέκα
Μετά από μετακινήσεις, εγκαταστάθηκαν στο Ντιτρόιτ του Μίσιγκαν όπου ο αιδεσιμότατος Φράνκλιν απέκτησε φήμη ως κήρυκας. Η Αρίθα, τραγουδούσε από μικρή στην ενορία της και γρήγορα χαρακτηρίστηκε ως παιδί - θαύμα για την χαρισματική φωνή της, και τις ικανότητές της στο πιάνο. Στην ηλικία των δεκατεσσάρων υπέγραψε το πρώτο της συμβόλαιο με την Checker Records, και το 1956 κυκλοφόρησε το Songs of Faith. Ισχυρότερες επιρροές της, οι μεγαλύτερες φωνές των γκόσπελ, Μαχάλια Τζάκσον και Κλάρα Γουόρντ, που περνούσαν αρκετές ώρες στο σπίτι της.
Δύο ανεπιθύμητες εγκυμοσύνες σε ηλικία 14 και 16 ετών, όταν η Αρίθα γέννησε τους δύο από τους τέσσερις γιους της, καθυστέρησαν προσωρινά την εξέλιξη της καριέρας της. Με την επιστροφή της στο τραγούδι, επέλεξε να συνεχίσει σε πιο ασφαλή ποπ μονοπάτια. Το 1960 υπογράφει συμβόλαιο με την Columbia Records, απορρίπτοντας τη Motown και την RCA. Οι ηχογραφήσεις της από αυτή την περίοδο είναι περισσότερο επηρεασμένες από την τζαζ και όχι από τις γκόσπελ ρίζες της. Τραγούδια που γίνονται επιτυχίες ήταν το "Rock-A-Bye Your Baby (With A Dixie Melody)", "Today I Sing The Blues", "Won't Be Long" και "Operation Heartbreak". Στο τέλος του 1966 όμως, και αφού στα έξι χρόνια που έμεινε με την Columbia είχε μικρή εμπορική επιτυχία, υπέγραψε με την Atlantic Records. Όπως είπε και η ίδια αργότερα, "με έβαλαν να κάτσω στο πιάνο, και οι επιτυχίες ήρθαν".
Βραβεία και επιτεύγματα
Το 1985, ο τότε κυβερνήτης του Μίτσιγκαν, James Blanchard ανακήρυξε την φωνή της Αρίθα Φράνκλιν «εθνικό αγαθό».
Στις 3 Ιανουαρίου του 1987 έγινε η πρώτη γυναίκα που συμπεριλήφθηκε στο Rock and Roll Hall of Fame.
Τον Σεπτέμβριο του 1999 της αποδόθηκε το βραβείο Εθνικό Μετάλλιο των Τεχνών από τον πρόεδρο Κλίντον.
Το 2004 το περιοδικό Rolling Stone την έβαλε στην 9η θέση στον κατάλογο των 100 Greatest Artists of All Time. Να σημειώσουμε δε, ότι στις πιο πάνω θέσεις προηγούνται οι Μπητλς, ο Μπομπ Ντίλαν, ο Έλβις Πρίσλεϊ, οι Ρόλιγκ Στόουνς, ο Τζακ Μπέρι, ο Τζίμι Χέντριξ, ο Τζέημς Μπράουν και ο Λιτλ Ρίτσαρντ, ενώ ακολούθησε ο Ρέι Τσάρλς στην 10η θέση.
Το 2005 της απονομήθηκε το βραβείο Presidential Medal of Freedom από τον πρόεδρο των ΗΠΑ, Τζωρτζ Μπους
Πληροφορίες: el.wikipedia.org
Σιμόν Σινιορέ, ήταν Γαλλίδα ηθοποιός, η οποία συγκαταλέγεται ανάμεσα στις σημαντικότερες σταρ του γαλλικού σινεμά, όλων των εποχών
Σιμόν Σινιορέ
Η Σιμόν Σινιορέ ήταν Γαλλίδα ηθοποιός, η οποία συγκαταλέγεται ανάμεσα στις σημαντικότερες σταρ του γαλλικού σινεμά, όλων των εποχών. (γαλλικά: Simone Signoret, 25 Μαρτίου 1921 - 30 Σεπτεμβρίου 1985)
Ήταν η πρώτη γαλλίδα ηθοποιός που τιμήθηκε με όσκαρ Α' γυναικείου ρόλου, (με δεύτερη την Μαριόν Κοτιγιάρ το 2008) και είναι γνωστή για τη συμμετοχή της στις ταινίες: Χρυσούν κράνος (Casque d'or, 1952), Οι διαβολογυναίκες (Les Diaboliques, 1955), Οι μάγισσες του Σέιλεμ (Les Sorcieres de Salem, 1957), Ο ανεμοστρόβιλος του πάθους (Room At The Top, 1959), Η μεγάλη στρατιά των αφανών ηρώων (L'Armee des ombres, 1969) και Η ομολογία (L' aveu, 1970).
Η Σιμόν Ενριέτ Σαρλότ Καμινκέρ, γνωστότερη ως Σιμόν Σινιορέ, γεννήθηκε το 1921 στη Γερμανία, από γάλλους γονείς. Σε μεγαλύτερη ηλικία υιοθέτησε το επίθετο της μητέρας της, Ζωρζέτ Σινιορέ. Ο πατέρας της, Αντρέ Καμινκέρ, ήταν μεταφραστής για το διεθνή οργανισμό Κοινωνία των Εθνών και μετά τη γέννησή της, απέκτησε με τη μητέρα της, άλλα δυο παιδιά. Όταν εκείνη ήταν μικρή, η οικογένεια της εγκαταστάθηκε στο προάστιο του Παρισιού Νεϊγί (επί του Σικουάνα). Η Σινιορέ μεγάλωσε ανάμεσα σε διανοούμενους και λογίους, διδάχτηκε την αγγλική και κατά την ενηλικίωσή της, έλαβε και δίπλωμα διδασκαλίας. ια ένα μικρό χρονικό διάστημα δίδασκε λατινικά και αγγλικά, ενώ παράλληλα εργαζόταν ως δαχτυλογράφος για τη φιλο-ναζιστική εφημερίδα του Ζαν Λουκερ.
Χρόνια πολέμου
Κατά την περίοδο της γερμανικής κατοχής στη Γαλλία, η Σινιορέ έγινε μέλος μιας ομάδας καλλιτεχνών κι αποφάσισε να γίνει ηθοποιός. Οι φίλοι της, μεταξύ των οποίων και ο εραστής της Ντανιέλ Ζελέν, την ενθάρρυναν να ακολουθήσει τις φιλοδοξίες της. Η ομάδα αυτή των καλλιτεχνών συναντιόταν σε μια καφετέρια του προαστίου Σεν Ζεμέν Ντε Πρε, στο Παρίσι. Το 1942 άρχισε να αναλαμβάνει μικρούς ρόλους και να κερδίζει κάμποσα χρήματα, ώστε να μπορεί να συντηρεί τη μητέρα και τα αδέρφια της, που είχαν εγκαταλείψει τη Γαλλία από το 1940, ακολουθώντας τον πατέρα της στην Αγγλία, ο οποίος πολεμούσε στο πλευρό του στρατηγού Ντε Γκολ. Προκειμένου να κρύψει τις εβραϊκές της ρίζες από τους γερμανούς, η Σινιορέ υιοθέτησε το επώνυμο της μητέρας της.
Πρώτες επιτυχίες
Οι καμπύλες και τα γήινα χαρακτηριστικά της Σινιορέ, έκαναν τους παραγωγούς τον ταινιών να της αναθέτουν συχνά ρόλους πόρνης, στα πρώτα της βήματα. Πρώτη της επιτυχία ήταν η ταινία του Μαξ Όφιλς, Σχολείον έρωτος (La Ronde) το 1950, της οποίας η προβολή απαγορεύτηκε στην Αμερική, λόγω υποτιθέμενης ανηθικότητας. Το 1952, έλαβε περαιτέρω αναγνώριση με την ταινία Χρυσούν κράνος (Casque d'or, 1952), που της χάρισε το βραβείο της βρετανικής ακαδημίας κινηματογράφου (BAFTA). Η επιτυχία συνεχίστηκε το 1953 με το Ερασταί της σάρκας (Therese Raquin) και το 1955, έφτασε ο ρόλος που απογείωσε την καριέρα της. Εκείνος στην ταινία του Ανρί Κλουζό Οι διαβολογυναίκες (Les Diaboliques), όπου υποδυόταν μια φόνισσα. Την επόμενη χρονιά πρωταγωνίστησε στην ταινία του Λουίς Μπουνιουέλ Οι πέντε φυγάδες (La mort en ce jardin, 1956) κι έπειτα βραβεύτηκε ακόμα με ένα BAFTA για την ταινία Οι μάγισσες του Σέιλεμ (Les Sorcieres de Salem, 1957), κινηματογραφική μεταφορά του θεατρικού του Άρθουρ Μίλερ, (Crucible).
Όσκαρ και Χόλιγουντ
Το 1959 η Σινιορέ πρωταγωνίστησε σε μια ταινία αγγλικής παραγωγής, σκηνοθεσίας Τζακ Κλέιτον, με τίτλο Ο ανεμοστρόβιλος του πάθους (Room At The Top). Η ταινία αυτή, της χάρισε το βραβείο γυναικείας ερμηνείας στο Φεστιβάλ των Καννών, καθώς και το όσκαρ Α' γυναικείου ρόλου. Μέχρι τη νίκη της Ζυλιέτ Μπινός το 1996 για όσκαρ Β' γυναικείου ρόλου, η Σινιορέ αποτελούσε τη μοναδική γαλλίδα ηθοποιό βραβευμένη με όσκαρ. Το 2008, η Μαριόν Κοτιγιάρ τιμήθηκε με όσκαρ Α' γυναικείου ρόλου για την ταινία Ζωή σαν Τριαντάφυλλο κι αποτέλεσε τη δεύτερη γαλλίδα ηθοποιό, μετά τη Σινιορέ, που έλαβε ποτέ αυτή την τιμή. Μετά τη νίκη της, η Σινιορέ έλαβε πολλές προσφορές ρόλων σε χολιγουντιανές ταινίες, αλλά τις απέρριψε προτιμώντας να συνεχίσει να εργάζεται στην Ευρώπη. Παρόλα αυτά κατά τη δεκαετία του 60 συμμετείχε σε κάποιες ταινίες του Χόλιγουντ με σημαντικότερες το Ο άνθρωπος με το στίγμα (Term of Trial, 1962) πλάι στο Λόρενς Ολίβιε και την ταινία του Στάνλεϊ Κρέιμερ Το πλοίο των τρελών (Ship Of Fools, 1965), που της χάρισε μια ακόμη υποψηφιότητα για όσκαρ Α' γυναικείου ρόλου, το οποίο έχασε από τη Τζούλι Κρίστι για την ταινία Νταρλινγκ (Darling, 1965).
Δεκαετία του 60
Η απόπειρά της το 1966 να πρωταγωνιστήσει στο πλευρό του Άλεκ Γκίνες στη θεατρική παράσταση του Ουίλιαμ Σαίξπηρ Μακβέθ (Macbeth), έλαβε αρνητικές κριτικές από τους άγγλους κριτικούς που σχολίασαν τη γαλλική προφορά της. Την ίδια χρονιά βραβεύτηκε με βραβείο Έμμυ για τη συμμετοχή της σε ένα επεισόδιο της σειράς τηλεταινιών, Bob Hope Presents the Chrysler Theatre (1966). Ενώ το 1969, πρωταγωνίστησε στην ταινία του Ζαν-Πιερ Μελβίλ Η μεγάλη στρατιά των αφανών ηρώων (L'Armee des ombres).
Τελευταίες επιτυχίες και θάνατος
Κατά τη δεκαετία του 70, η Σινιορέ συνέχισε να εργάζεται και να συμμετέχει σε επιτυχημένες ταινίες όπως: Η ομολογία (L' aveu, 1970) σε σκηνοθεσία Κώστα Γαβρά, Ο γάτος (Le chat, 1971) για το οποίο βραβεύτηκε με χρυσή άρκτο στο φεστιβάλ του Βερολίνου, Ο ανακριτής (Les granges brulees, 1973) πλάι στον Αλέν Ντελόν και Μαντάμ Ρόζα (La Vie devant soi, 1977) για την οποία βραβεύτηκε με βραβείο Σεζάρ. Οι κριτικοί είχαν αρχίσει πλέον να σχολιάζουν την εμφάνισή της, για την οποία η Σινιορέ δεν ενδιαφερόταν ιδιαίτερα και είχε αφήσει τον εαυτό της να παχύνει.
Τα απομνημονεύματά της με τίτλο La nostalgie n'est plus ce qu'elle etait κυκλοφόρησαν το 1978. Συνέγραψε επίσης ένα μυθιστόρημα με τίτλο Adieu Volodya που κυκλοφόρησε μετά το θάνατό της από καρκίνο του παγκρέατος το 1985.
Η τραγουδίστρια Νίνα Σιμόν, υιοθέτησε το επίθετό της, προς τιμήν της Σινιορέ.
Προσωπική ζωή
Η Σινιορέ παντρεύτηκε δυο φορές. Ο πρώτος της γάμος ήταν με το σκηνοθέτη Ιβ Αγιεγκρέ, με τον οποίο απέκτησε μια κόρη την Κατρίν Αγιεγκρέ. Οι δυο τους χώρισαν το 1949 και την επόμενη χρονιά παντρεύτηκε τον ηθοποιό Ιβ Μοντάν με τον οποίο παρέμεινε παντρεμένη μέχρι και το θάνατό της. Κατά τα γυρίσματα της ταινίας Έλα να αγαπηθούμε (Let's Make Love, 1961), ο Μοντάν σύναψε ερωτικές σχέσεις με τη Μέριλιν Μονρόε, η οποία ήταν παντρεμένη με τον Άρθουρ Μίλερ εκείνη την εποχή. Η σχέση αυτή στιγμάτισε για πάντα τη σχέση του με τη Σινιορέ.
Παλαιών Πατρών Γερμανός, Ιεράρχης και πρωταγωνιστής της Ελληνικής Επανάστασης
Παλαιών Πατρών Γερμανός
Ιεράρχης και πρωταγωνιστής της Ελληνικής Επανάστασης. Ονομαζόταν Γεώργιος Γκόζιας και γεννήθηκε στη Δημητσάνα στις 25 Μαρτίου 1771, τη Μεγάλη Παρασκευή. Ήταν η δύσκολη εποχή των Ορλωφικών, που σημαδεύτηκε από τις θηριωδίες των Αλβανών στην Πελοπόννησο. Είχε τη τύχη να φοιτήσει στη Σχολή της Δημητσάνας κοντά στον προικισμένο δάσκαλο Αγάπιο Παπαδόπουλο ή Παπαντωνόπουλο, ο οποίος τη διεύθυνε με επιτυχία επί 32 χρόνια, αναμορφώνοντάς την και δίνοντάς της αίγλη και φήμη.
Στη συνέχεια έγινε γραμματέας του μητροπολίτη Αργολίδας Ιάκωβου Πετράκη, οπότε και χειροτονήθηκε ως διάκονος και πήρε το όνομα Γερμανός. Αργότερα μετέβη στην Κωνσταντινούπολη όπου παρακολούθησε ανώτερα μαθήματα στην περίφημη Πατριαρχική Σχολή Κουρούτσεσμε. Το 1804, ο Γερμανός συμμετείχε σε μια ομάδα κληρικών με ανώτερη μόρφωση, μελών της Πατριαρχικής Σχολής Κουρούτσεσμε, η οποία επιμελήθηκε και εξέδωσε ελληνικό λεξικό, το οποίο αργότερα χαρακτηρίστηκε ως "Κιβωτός της Ελληνικής Γλώσσης". Επικεφαλής της ομάδας ήταν ο μητροπολίτης Κυζίκου Ιωακείμ, από τους αρχαιότερους δασκάλους της Πατριαρχικής Σχολής, μέλος της Πατριαρχικής Συνόδου και ο μεγάλος γνώστης και μελετητής της Ελληνικής Γραμματείας. Ο Γερμανός ανέπτυξε στενές σχέσεις με τον Ιωακείμ, ο οποίος τον περιέλαβε με την εμπιστοσύνη του και την αγάπη του και αργότερα έμελε να τον στηρίξει έμπρακτα.
Το Μάρτιο του 1806 ο Γερμανός, μετά την παραίτηση του Ιωακείμ, εκλέχτηκε σε ηλικία 36 ετών μητροπολίτης Παλαιών Πατρών και η ενθρόνισή του στην Πάτρα έγινε τον Μάιο του 1806. Κατά τον ερχομό του Γερμανού στην Πάτρα, οι πιστοί του επιφύλαξα θερμή υποδοχή. Η ποιμαντορία του στην Πάτρα ήταν επιτυχημένη και ο λαός τον περιέλαβε με μεγάλη αγάπη, σεβασμό και αφοσίωση. Κατά τα έτη 1815-1817, ο Γερμανός διετέλεσε και μέλος της πατριαρχικής Συνόδου της Κωνσταντινούπολης. Σε όλη τη διάρκειά της ποιμαντορία του ο Γερμανός εκδήλωσε έμπρακτα την αγάπη του και για τη γενέτειρά του και τους συμπατριώτες του, ενισχύοντας ηθικά και οικονομικά τη Σχολή της Δημητσάνας και χρηματοδοτώντας την κατασκευή του υδραγωγείου της πόλης και μιας γέφυρας στο Λούσιο.
Νοέμβριο του 1818 ο Γερμανός μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία. Τα χρόνια της προετοιμασίας του αγώνα είχε δυναμική συμβολή. Στις 13 Μαρτίου του 1821 ευλόγησε τη σημαία της Επανάστασης στη Μονή της Αγίας Λαύρας. Την 25η Μαρτίου την ύψωσε στην Πάτρα και όρκισε τους επαναστάτες στην πλατεία Αγίου Γεωργίου. Πέθανε το 1826 στη διάρκεια της Γ΄ Εθνοσυνέλευσης, της οποίας είχε εκλεγεί μέλος. Κατά το εναρκτήριο έναυσμα της ελληνικής επανάστασης στην Πάτρα στις 25 Μαρτίου 1821, ο Γερμανός οργάνωσε και πραγματοποιήθηκε τελετή ύψωσης και ευλογίας των επαναστατημένων όπλων στην πλατεία του Αγίου Γεωργίου, σε μια μεγαλειώδη συγκέντρωση. Εκεί, αφού τοποθέτησε φρουρούς και έναν πρόχειρο βωμό για την τοποθέτηση του Τιμίου Σταυρού, μέσα σε έξαλλο ενθουσιασμό ευλόγησε τα όπλα και την πρώτη ελληνική σημαία, δεήθηκε για την έναρξη του αγώνα, για τους αγωνιστές και για τα θύματα και έδωσε θάρρος και ενθουσιασμό στον λαό. Το πλήθος ασπάζονταν το Σταυρό, φώναξε επαναστατικά συνθήματα και ορκίζονταν ζητωκραυγάζοντας "ΖΗΤΩ Η ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ". Την επομένη, ο Γερμανός έστειλε εγκύκλιο στους πρόξενους των ξένων δυνάμεων με τον σκοπό της εξέγερσης, ζητώντας υποστήριξη και προστασία.
Τον Οκτώβριο του 1822 μετέβη στη Ρώμη μαζί με τον Γ. Μαυρομιχάλη, σαν απεσταλμένος του αγωνιζόμενου Έθνους για την ενημέρωση της γειτονικής Ιταλίας και του Βατικανού, όπου και παρέμεινε μέχρι τα μέσα Ιουνίου του 1824. Παράλληλα οι δύο άνδρες είχαν την αποστολή να ενημερώσουν όλους τους επιφανείς πατριώτες του εξωτερικού, μεταδίδοντας και διαδίδοντας την επιθυμία των Ελλήνων για αποτίναξη του ζυγού και ελευθερία και αποκομίζοντας κάθε είδους υποστήριξη από αυτούς και από τα ξένα κράτη. Η αποστολή του Γερμανού εξέφρασε εκείνη την περίοδο την επίσημη φωνή της επαναστατημένης Ελλάδας στο εξωτερικό και απέφερε αρκετά οφέλη στην επανάσταση .
Όταν επέστρεψε ο Γερμανός στην Ελλάδα, μαινόταν ο εμφύλιος σπαραγμός. Αφού είδε ότι οι παραινέσεις του δεν γίνονταν αποδεκτές, αποσύρθηκε αποκαρδιωμένος στη μονή της Χρυσοποδαρίτισσας. Εκεί, με εντολή του Γκούρα, οι στρατιώτες τον απήγαγαν με βία και τον έσυραν πεζό μέχρι τη Γαστούνη, το χειμώνα του 1825. Αποτέλεσμα αυτού ήταν ο σοβαρός κλονισμός της υγείας του. Αργότερα ο Γερμανός ενεργοποιήθηκε σαν μέλος της Γ΄ Εθνοσυνέλευσης της Επιδαύρου. Στο Ναύπλιο ο Γερμανός προσεβλήθη από λοιμώδη νόσο από την οποία και απεβίωσε στις 30 Μαΐου 1826.
Αργότερα, το λείψανό του Γερμανού μεταφέρθηκε στη γενέτειρά του Δημητσάνα και τοποθετήθηκε σε ορειχάλκινη λάρνακα. Από τότε φυλάσσεται στη μεγάλη αίθουσα της Δημόσιας Βιβλιοθήκης της Σχολής της Δημητσάνας. Αργότερα, το 1930, οι Δημητσανίτες έστησαν προς τιμή του επιβλητικό μνημείο στη γενέτειρά του. Στη θέση Καλλιθέα, στην είσοδο της Δημητσάνας από τη Στεμνίτσα, σε μαρμάρινο βάθρο στήθηκε ο χάλκινος ανδριάντας του, έργο του Ιταλού γλύπτη Caparelo. Στη βάση του τοποθετήθηκαν συμβολικά δυο μαρμάρινα αγάλματα, το ένα με τη μορφή της θλιμμένης Ελλάδας και το άλλο του Έλληνα αγωνιστή. Ένας άλλος ανδριάντας του κοσμεί την πλατεία Ψηλά Αλώνια στην Πάτρα, που έστησαν οι Πατρινοί προς τιμήν του.
Στα τελευταία χρόνια του ο Παλαιών Πατρών Γερμανός έγραψε τα απομνημονεύματά του, που δημοσιεύτηκαν για πρώτη φορά το 1837. Αυτά μαζί με την ολοκληρωμένη βιογραφία του, έχουν εκδοθεί σε τόμο από τις εκδόσεις της Δημόσιας Βιβλιοθήκης της Σχολής Δημητσάνας με τίτλο: "Μητροπολίτου Παλαιών Πατρών Γερμανού, Απομνημονεύματα", Φωτοτυπική επανέκδοσης (εκ της β' εκδόσεως).
Αλέξανδρος Ιόλας, συλλέκτης έργων τέχνης και γκαλερίστας, που συνέβαλε στην καθιέρωση των σουρεαλιστών ζωγράφων αλλά και σε ένα βαθμό της ποπ αρτ
Αλέξανδρος Ιόλας
Ζωή χωρίς εχθρούς δεν έχει μυστήριο
Ο Αλέξανδρος Ιόλας ήταν Έλληνας γκαλερίστας και σημαντικός συλλέκτης έργων μοντέρνας τέχνης. (25 Μαρτίου 1907 - 8 Ιουνίου 1987)
Στις 8 Ιουνίου του 1987, έφυγε από τη ζωή ο Αλέξανδρος Ιόλας, ο κοσμοπολίτης συλλέκτης έργων τέχνης και γκαλερίστας, που συνέβαλε στην καθιέρωση των σουρεαλιστών ζωγράφων αλλά και σε ένα βαθμό της ποπ αρτ. Στα τελευταία χρόνια της ζωής του υπήρξε θύμα ενός πρωτοφανούς διασυρμού και το εξέχον θήραμα του «αυριανισμού».
Γεννημένος στην Αλεξάνδρεια το 1907 σπούδασε χορό στο Βερολίνο και το Παρίσι, όπου μετακόμισε το 1933 καθώς η άνοδος του ναζισμού τον ανάγκασε να εγκαταλείψει τη Γερμανία. Στο Παρίσι ήρθε σε επαφή με εικαστικούς καλλιτέχνες και πόζαρε ως μοντέλο για τον ντε Κίρικο και τον Χέρμπερτ Λιστ.
Στα μέσα της δεκαετίας του '30 έφυγε για τη Νέα Υόρκη, όπου έγινε κορυφαίος χορευτής στη νεοσύστατη «Ballet Theatre Company». Μετά από ένα ατύχημα το 1944, εγκατέλειψε τον χορό και αφιερώθηκε εξ ολοκλήρου στη συλλογή έργων τέχνης.
Το 1946 άνοιξε την πρώτη του γκαλερί στη Νέα Υόρκη με τη βοήθεια της φίλης του δούκισσας Μαρία ντε Γκραμόν. Εκεί παρουσίασε ατομικές εκθέσεις του Ρενέ Μαγκρίτ και του Μαξ Ερνστ, με τον οποίο τον συνέδεε μεγάλη φιλία. Το 1952 «ανακάλυψε» τον Άντι Γουόρχολ, κάνοντάς του την πρώτη ατομική του έκθεση, μια σειρά εικονογραφήσεων διηγημάτων του Τρούμαν Καπότε. Από εκεί και μετά η πορεία ήταν μόνον ανοδική και θριαμβική. Εγκαινίαζε τη μία γκαλερί μετά την άλλη, ξεκινώντας με τη Γενεύη το 1963. Ακολούθησαν Παρίσι, Λονδίνο, Μιλάνο, Μαδρίτη, Βυρηττός.
Σημαντική υπήρξε, ακόμη, η συμβολή του στην καθιέρωση στις ΗΠΑ των εξόριστων λόγω του Πολέμου σουρεαλιστών. Αν και ήδη ώριμοι και καταξιωμένοι οι σουρεαλιστές στην Ευρώπη, οι εκθέσεις τους δεν είχαν βρει ακόμη ανταπόκριση στο κοινό της Αμερικής. O Ιόλας παρέμεινε αποκλειστικός αντιπρόσωπος του Μαξ Ερνστ και του Ρενέ Μαγκρίτ για τις ΗΠΑ μέχρι τον θάνατο τους.
Παράλληλα, προώθησε στο εξωτερικό Έλληνες καλλιτέχνες, όπως τους Χατζηκυριάκο-Γκίκα, Βαγή, Γουναρόπουλο, Μόραλη και Τσαρούχη. Συνεργάστηκε και με τη νεότερη γενιά Ελλήνων όπως οι Τσόκλης, Παύλος, Τάκις και η Μάρα Καρέτσου, οι οποίοι είχαν ήδη ξεκινήσει καριέρα στο εξωτερικό.
Από τη δεκαετία του 1960 περνάει όλο και περισσότερο χρόνο στην Ελλάδα και συνεργάζεται με διάφορες γκαλερί όπως οι Ζουμπουλάκη-Ιόλα, Μέδουσα, Βίκυ Δράκου, Αίθουσα Τέχνης Αθηνών, Σκουφά. Χτίζει στην Αγία Παρασκευή Αττικής ένα σπίτι -για τα δεδομένα ιδίως Ελλάδας ένα ανάκτορο- όπου μεταφέρει την τεράστια προσωπική συλλογή του από έργα αρχαίας, βυζαντινής και σύγχρονης Τέχνης, καθώς και άλλα κομμάτια όπως ταπισερί, έπιπλα και σερβίτσια μεγάλης καλλιτεχνικής και χρηματικής αξίας.
Το «ανάκτορο» του στην Αγία Παρασκευή έγινε στην εποχή του «αυριανισμού» η βίλα των οργίων. «Όλη η πολιτική, καλλιτεχνική και κοινωνική σαπίλα τραπεζωνόταν στο ανάκτορο του Ιόλα», έγραφαν οι εφημερίδες. «2.000 ντόπιες και ξένες προσωπικότητες μάζεψε ο ανώμαλος αρχαιοκάπηλος στο Γεύμα του Αιώνα» κ.λπ.
Δύο χρόνια μετά από την άνοδο του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία το 1981, ο Ιόλας παραχώρησε στην Όλγα Μπακομάρου μια συνέντευξη-ποταμό για τη «Γυναίκα». Μίλησε απαξιωτικά για όλους και όλα. Από τον Τσαρούχη, με τον οποίο εν τω μεταξύ είχε έρθει σε ρήξη, μέχρι τον Κουν και τη Μελίνα Μερκούρη (που ήταν τότε υπουργός Πολιτισμού). Ειρωνεύτηκε την «αλλαγή» του Ανδρέα Παπανδρέου. Υπήρξε όμως και περιπαικτικός απέναντι στον στενό του φίλο Κωνσταντίνο Καραμανλή, Πρόεδρο της Δημοκρατίας εκείνη την εποχή. Ολοκλήρωσε την πολιτική του θέση, λέγοντας το αμίμητο «Η φτερού να μας κυβερνήσει».
Η κοινή γνώμη εξαγριώθηκε, με τον Τύπο της εποχής να πρωτοστατεί στον διασυρμό του. Το 1984, οι κατηγορίες πρώην συνεργάτη του -ο οποίος φέρεται να ήθελε να τον εκδικηθεί επειδή ο Ιόλας στάματησε τη συνεργασία τους- για παιδεραστία, αρχαιοκαπηλία και χρήση ναρκωτικών, παίρνουν διαστάσεις σκανδάλου. Η υπόθεση έφτασε ως τη δικαιοσύνη και απασχόλησε και τον διεθνή Τύπο. Στο εξωτερικό υπήρξε προσπάθεια υπεράσπισής του, με πρωτοβουλία του Κώστα Γαβρά, την οποία συνυπέγραψαν πολλές διεθνείς προσωπικότητες, ανάμεσά τους και ο Φρανσουά Μιτεράν.
Μερικοί ακόμη τίτλοι εφημερίδων της εποχής ήταν: «Ο σάπιος Ιόλας και η σαπίλα των άλλων», «Υψηλή σαπίλα: Ασέλγειες και ναρκωτικά», «Καλός κόσμος και υπόκοσμος στην αγκαλιά του Ιόλα», «Γνωστοί Αθηναίοι σε όργια του Ιόλα. Παραπέμπονται για πορνεία - παιδεραστία».
Μετά τον διασυρμό, κατά τα τελευταία χρόνια της ζωής τους, Οι Έλληνες καλλιτέχνες σταμάτησαν να τον παίρνουν τηλέφωνο, οι κοινωνικές επαφές περιορίστηκαν, άρχισε να έχει οικονομικό πρόβλημα. Είχε επίσης χαρίσει τις γκαλερί στους εραστές του, που τις διηύθυναν.
Πέντε μήνες πριν από τον θάνατό του, ο Ιόλας έδωσε το παρών στον 13ο τακτικό ανακριτή για την υπόθεση αρχαιοκαπηλίας. Οκτώ χοντρόδετα ντοσιέ αποδείκνυαν την προέλευση όλων των αντικειμένων. Ο ανακριτής τον διαβεβαίωσε ότι θεωρούσε την υπόθεση λήξασα και ότι το μόνο που έπρεπε να κάνει ήταν να αποκαταστήσει το όνομά του στον Τύπο.
Ουσιαστικά, ήταν σαν να είχε επαναπατρίσει 2.500 αρχαία.
Ο Αλέξανδρος Ιόλας απεβίωσε στις 8 Ιουνίου 1987 από AIDS στη Νέα Υόρκη.
Μετά τον θάνατο του η βίλα του λεηλατήθηκε από συγγενείς και φίλους. Η μοναδικής αξίας, τόσο καλλιτεχνικής, όσο και ιστορικής και οικονομικής, συλλογή του με 11.000 έργα τέχνης υπήρξε αντικείμενο κλοπής.
Η επιθυμία του πριν πεθάνει ήταν να δωρίσει την αμύθητη συλλογή του από έργα τέχνης στο ελληνικό κράτος δεν εκπληρώθηκε ποτέ. Η ελληνική κυβέρνηση αρνήθηκε την προσφορά του και έτσι το μεγαλύτερο μέρος της συλλογής του χάθηκε. Ένα µικρό της τµήµα της τεράστιας συλλογής τους βρίσκεται στο Centre Pompidou στο Παρίσι.
Σήµερα στην Ελλάδα τίποτα δεν θυµίζει το ευφυές και δηµιουργικό του πέρασµα, µόνον η συλλογή των 47 έργων που εκείνος δώρισε τότε, «σαν πυρήνα», για να ξεκινήσει τη ζωή του το Μακεδονικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης στη Θεσσαλονίκη.
Γιόχαν Κρόιφ, ήταν Ολλανδός διεθνής ποδοσφαιριστής
Γιόχαν Κρόιφ
Ο Γιόχαν Κρόιφ (Hendrik Johannes Cruijff, 25 Απριλίου 1947 - 24 Μαρτίου 2016) ήταν Ολλανδός διεθνής ποδοσφαιριστής. Θεωρείται από τους σπουδαιότερους όλων των εποχών.
Ο Χέντρικ Γιόχαν Κρόιφ (Johan Cruijff, προφορά (βοήθεια·πολυμέσα)) όπως ήταν το πλήρες όνομά του, γεννήθηκε στο Άμστερνταμ της Ολλανδίας. Το σπίτι του ήταν αρκετά κοντά στο γήπεδο του Άγιαξ και έτσι το 1959 εντάχθηκε στις Ακαδημίες της μεγάλης αυτής ομάδας. Το 1964 προβιβάστηκε στη πρώτη ομάδα του Άγιαξ και σταδιακά έγινε ο φυσικός ηγέτης της, καθώς σε 229 εμφανίσεις σημείωσε 190 γκολ. Σε ηλικία 19 ετών, το 1966 και συγκεκριμένα στις 7 Σεπτεμβρίου, αγωνίστηκε για πρώτη φορά στην Εθνική Ολλανδίας εναντίον της Ουγγαρίας.
Η πρώτη θητεία του στον Άγιαξ ολοκληρώθηκε το 1973. Εκείνη την χρονιά η Μπαρτσελόνα απέκτησε τον 26χρονο τότε Κρόιφ πληρώνοντας ποσό που σήμερα αντιστοιχεί σε 2,5 εκατομμύρια ευρώ. Στην Ισπανία αγωνίστηκε για περίπου 5 χρόνια μέχρι το 1978 που άφησε την Βαρκελώνη. Εκείνη τη χρονιά έκανε και την τελευταία εμφάνισή του με τους "Οράνιε".
Το 1979 έκανε υπερατλαντικό ταξίδι και για δυο χρόνια αγωνίστηκε στην Αμερική, και συγκεκριμένα στους Λος Άντζελες 'Αζτεκς (Los Angeles Aztecs) την περίοδο 1979-80, και στους Ουάσινγκτον Ντίπλοματς (Washington Diplomats) το 1980-81. Το 1981 επέστρεψε στην Ευρώπη στην ισπανική Λεβάντε, στην οποία είχε 10 συμμετοχές. Στη συνέχεια επέστρεψε στη μεγάλη του αγάπη τον Άγιαξ, από το 1981 έως το 1983 και την περίοδο 1983-84 έκλεισε την καριέρα του στη Φέγενορντ σε ηλικία 37 χρονών, βοηθώντας σημαντικά τη Φέγενορντ να πάρει το πρωτάθλημα.
Σε συλλογικό επίπεδο κατέκτησε Πρωτάθλημα και Κύπελλο Ολλανδίας, Κύπελλο Πρωταθλητριών Ευρώπης, Πρωτάθλημα και Κύπελλο Ισπανίας, Ευρωπαϊκό Σούπερ Καπ και Διηπειρωτικό. Επίσης κατέκτησε τη δεύτερη θέση με την εθνική Ολλανδίας στο Μουντιάλ της Γερμανίας το 1974. Τέλος το 1999 αναδείχθηκε κορυφαίος Ευρωπαίος ποδοσφαιριστής του αιώνα και κορυφαίος Ολλανδός αθλητής του αιώνα.
Στην εθνική Ολλανδίας αγωνίστηκε 48 φορές, από τις οποίες τις 34 ως αρχηγός και πέτυχε 33 γκολ. Επίσης υπήρξε ο πιο διάσημος ποδοσφαιριστής που αφομοίωσε το ολοκληρωτικό ποδόσφαιρο (total football) και το εφάρμοσε όσο αγωνίστηκε αλλά κι ως προπονητής αργότερα. Αν και η θέση του Κρόιφ στο γήπεδο ήταν σέντερ φορ, αγωνιζόταν σε όλον τον αγωνιστικό χώρο, οπουδήποτε από όπου θα μπορούσε να κάνει ζημιά στην αντίπαλη ομάδα.
Ο Γιόχαν Κρόιφ μας άφησε οριστικά στις 24 Μαρτίου 2016 σε ηλικία 68 ετών, μετά από μάχη με τον καρκίνο του πνεύμονα.
Το Νούμερο 14
Μία άλλη καινοτομία που εσήγαγε ο μεγάλος Κρόιφ, εκτός από τον διαφορετικό τρόπο παιχνιδιού του, ήταν και η φανέλα με το 14. Την εποχή εκείνη τα νούμερα στις φανέλες των ποδοσφαιριστών δεν ήταν προσωπικά. Σε κάθε αγώνα οι βασικοί παίκτες χρησιμοποιούσαν τα νούμερα από το 1 έως το 11 και οι αναπληρωματικοί τα νούμερα από το 12 έως το 16. (Τότε οι αποστολές ήταν δεκαεξάδες.) Βέβαια κάθε παίκτης συνήθιζε να έχει συγκεκριμένο νούμερο, αλλά αν για τον όποιο λόγο δεν ήταν βασικός, το νούμερο αυτό δινόταν σε άλλον παίκτη.
Ο Κρόιφ αρχικά αγωνιζόταν με το νούμερο 9. Κατά την έναρξη της περιόδου 1970-71 όμως, ένας τραυματισμός τον κράτησε εκτός αγώνων μέχρι την 30η Οκτωβρίου. Όταν επέστρεψε, το νούμερο 9 ήταν κατειλημμένο από τον συμπαίκτη του Γκέρι Μιούρεν. Τότε αποφάσισε να αγωνιστεί με τη φανέλλα με το 14 στην πλάτη, νούμερο που χρησιμοποιούε μόνιμα έκτοτε. Το γεγονός αυτό ξένισε τους ποδοσφαιρόφιλους σ΄ όλον τον κόσμο, αλλά κατέληξε να γίνει το "σήμα κατατεθέν" του σπουδαίου αυτού ποδοσφαιριστή. Μάλιστα αρχικά η χρήση του 14 δεν επιτρεπόταν στους διεθνείς αγώνες, είτε του Άγιαξ είτε της εθνικής Ολλανδίας, και τότε αγωνιζόταν πάλι με το 9.
Τίτλοι ως ποδοσφαιριστής
Άγιαξ
Πρωτάθλημα Ολλανδίας (8)
1966, 1967, 1968, 1970, 1972, 1973, 1982, 1983
Κύπελλο Ολλανδίας (5)
1967, 1970, 1971, 1972, 1983
Κύπελλο Πρωταθλητριών Ευρώπης (3)
1971, 1972, 1973
Ευρωπαϊκό Σούπερ Καπ (2)
1972, 1973
Διηπειρωτικό Κύπελλο (1)
1972
Μπαρτσελόνα
Πρωτάθλημα Ισπανίας (1)
1974
Κύπελλο Ισπανίας (1)
1978
Φέγενορντ
Πρωτάθλημα Ολλανδίας (1)
1984
Κύπελλο Ολλανδίας (1)
1984
Προπονητής
Όταν αποσύρθηκε από το ποδόσφαιρο ο Κρόιφ ακολούθησε καριέρα προπονητή. Ξεκίνησε το 1986 με τον Άγιαξ μέχρι το 1988, οπότε και ανέλαβε την Μπαρτσελόνα στην οποία παρέμεινε έως το 1996. Από το 2009 έως το 2013 ήταν προπονητής της μη επισήμως αναγνωρισμένης Εθνικής Καταλωνίας.
Ως προπονητής κατέκτησε Πρωτάθλημα Ολλανδίας, Κύπελλο Κυπελλούχων Ευρώπης, Πρωτάθλημα, Κύπελλο και Σούπερ καπ Ισπανίας, Κύπελλο Πρωταθλητριών και Ευρωπαϊκό Σούπερ καπ.
Τίτλοι ως προπονητής
Άγιαξ
Κύπελλο Κυπελλούχων Ευρώπης (1)
1987
Μπαρτσελόνα
Πρωτάθλημα Ισπανίας (4)
1991, 1992, 1993, 1994
Κύπελλο Ισπανίας (1)
1990
Σούπερ Καπ Ισπανίας
1991, 1992, 1993
Κύπελλο Κυπελλούχων Ευρώπης (1)
1989
Κύπελλο Πρωταθλητριών Ευρώπης (1)
1992
Οικογενειακή κατάσταση
Ο Κρόιφ είχε έναν αδελφό, τον Χέρνι. Νυμφεύτηκε στις 2 Δεκεμβρίου του 1968 την Ντάνι Κόστερ με την οποία απέκτησαν 3 παιδιά: τη Σαντάλ, τη Σουσίλα και τον Γιόρντι, ο οποίος έγινε κι αυτός ποδοσφαιριστής και αγωνίστηκε, μεταξύ άλλων, στην Μπαρτσελόνα και στη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ.
Πληροφορίες: el.wikipedia.org
Περισσότερα Άρθρα...
- Γιάννης Κανάκης, ήταν Έλληνας διεθνής ποδοσφαιριστής, ο οποίος αγωνιζόταν ως επιθετικός
- Ντάριο Φο, ήταν Ιταλός θεατρικός συγγραφέας, ευθυμογράφος, ηθοποιός, θεατρικός σκηνοθέτης και συνθέτης, με Νόμπελ Λογοτεχνίας
- Κωνσταντίνος Ανδρέου, ήταν Έλληνας ζωγράφος και γλύπτης, που χαρακτηρίστηκε από τους σημαντικότερους καλλιτέχνες του 20ού αιώνα
- Βίλχελμ Ράιχ, ήταν Αυστριακός ψυχαναλυτής, μέλος της δεύτερης γενιάς ψυχαναλυτών μετά τον Σίγκμουντ Φρόυντ και μία από τις πιο ριζοσπαστικές προσωπικότητες στην ιστορία της ψυχιατρικής