Άρθρα
Μάρλον Μπράντο, ήταν ένας από τους πλέον σημαντικούς αμερικανούς ηθοποιούς του 20ού αιώνα
Μάρλον Μπράντο
Ο Μάρλον Μπράντο ήταν ένας από τους πλέον σημαντικούς αμερικανούς ηθοποιούς του 20ού αιώνα. (αγγλικά Marlon Brando, 3 Απριλίου 1924 - 1 Ιουλίου 2004)
Οι εξαιρετικές του υποκριτικές ικανότητες φάνηκαν σε ταινίες που σκηνοθέτησε ο ελληνοαμερικανός Ηλίας Καζάν την δεκαετία του 1950, όπως το Λεωφορείον ο Πόθος και Το λιμάνι της αγωνίας. Το δραματικό ύφος τού ωραίου, ασυμβίβαστου και καταστρεπτικού ή αυτοκαταστροφικού νέου, που εισήγαγε ο Μπράντο, επηρέασε πολλούς μεταγενέστερους Αμερικανούς ηθοποιούς, όπως ο Τζέιμς Ντην, ο Πωλ Νιούμαν και ο Ρόμπερτ Ντε Νίρο. Το Αμερικανικό Ινστιτούτο Κινηματογράφου τον έχει κατατάξει τέταρτο στη λίστα με τους 25 μεγαλύτερους σταρ όλων των εποχών.
Ο Μπράντο γεννήθηκε στην Ομάχα της πολιτείας Νεμπράσκα των ΗΠΑ στις 3 Απριλίου του 1924. Το 1935, οι γονείς του χώρισαν και ο μικρός Μπράντο μαζί με τα δύο του αδέλφια ακολούθησε την μητέρα του στην Αγία Άννα (Santa Ana) της Καλιφόρνιας. Το 1937, οι γονείς του συμφιλιώθηκαν και εγκαταστάθηκαν στο Λίμπερτυβιλ κοντά στο Σικάγο.
Προικισμένος με έμφυτο υποκριτικό ταλέντο, αλλά και ατίθασος ως μαθητής, ο Μπράντο πήγε στην Νέα Υόρκη για να σπουδάσει ηθοποιία στο New School και κατόπιν στο Actors' Studio, που διηύθυναν ο Λη Στράσμπεργκ (Lee Strasberg) και η Στέλλα Άντλερ (Stella Adler).
Το 1944 ανέλαβε τον πρώτο του μεγάλο ρόλο στην δραματική θεατρική κωμωδία Θυμάμαι τη μαμά (I Remember Mama), που παίχθηκε στο Μπρόντγουεϊ της Νέας Υόρκης. Η παράσταση απέτυχε οικονομικά, αλλά οι κριτικές για τον Μπράντο ήταν ιδιαιτέρως καλές. Το 1947, ανέλαβε τον ρόλο του Στάνλεϋ Κοβάλσκι στο θεατρικό δράμα του Τέννεσση Γουίλιαμς Λεωφορείο ο Πόθος (A Streetcar Named Desire) σε σκηνοθεσία του Ηλία Καζάν.
Το 1950 ο Μπράντο έκανε το ντεμπούτο του στη μεγάλη οθόνη αναλαμβάνοντας τον πρωταγωνιστικό ρόλο στην ταινία του Φρεντ Τσίνεμαν, Το κορμί μου σου ανήκει (The Men).
Το 1951, ο Μπράντο υποδύθηκε τον Στάνλεϋ Κοβάλσκι στην κινηματογραφική μεταφορά του Λεωφορείου ο Πόθος, πάλι σε σκηνοθεσία Ηλία Καζάν. Για τον ρόλο αυτό, καθώς και για τους πρωταγωνιστικούς του ρόλους στις ταινίες Βίβα Ζαπάτα (Viva Zapata!, 1952) και Ιούλιος Καίσαρ (Julius Caesar, 1953), ο Μπράντο προτάθηκε για το βραβείο Όσκαρ. Τελικά, ο Μπράντο τιμήθηκε με Όσκαρ Α' Ανδρικού Ρόλου το 1954 για τον ρόλο τού Τέρρυ Μαλλόυ στην ταινία του Ηλία Καζάν Το λιμάνι της αγωνίας (On the Waterfront).
Στα τέλη της δεκαετίας του 1950 και καθ' όλη την δεκαετία του 1960, ο Μπράντο πρωταγωνίστησε σε μέτριες έως κακές ταινίες που δεν ανταποκρίνονταν στο υποκριτικό του ταλέντο. Η επιστροφή του Μπράντο σε σημαντικούς ρόλους έγινε με τις ταινίες του Φράνσις Φορντ Κόπολα Ο νονός (The Godfather, 1972) και Αποκάλυψη τώρα (Apocalypse Now, 1979). Για τον ρόλο τού Βίτο Κορλεόνε στον Νονό, ο Μπράντο τιμήθηκε με το βραβείο Όσκαρ, αλλά αρνήθηκε να παραλάβει ο ίδιος το βραβείο, διαμαρτυρόμενος έτσι για την κακομεταχείριση των αυτοχθόνων Ινδιάνων στις ΗΠΑ. Μία άλλη ταινία στην οποία πρωταγωνίστησε ο Μπράντο και η οποία προκάλεσε έντονες αντιπαραθέσεις κριτικών για τον ερωτισμό της ήταν το Τελευταίο ταγκό στο Παρίσι (Last Tango in Paris, 1972) σε σκηνοθεσία του Μπερνάρντο Μπερτολούτσι.
Στα τελευταία χρόνια της ζωής του, ο Μπράντο ανέλαβε ρόλους και πάλι σε μέτριες έως κακές ταινίες, με εξαίρεση τις ταινίες Μια σκληρή, λευκή εποχή (A Dry White Season, 1989, υποψ. για Όσκαρ β' ανδρικού ρόλου), Ο αρχάριος (The Freshman, 1990) και Ντον Χουάν ΝτεΜάρκο (Don Juan DeMarco, 1995).
Η προσωπική ζωή του Μπράντο υπήρξε το ίδιο ταραγμένη με την επαγγελματική του ζωή. Πάλεψε για τα ανθρώπινα δικαιώματα και για την αποκατάσταση των αυτοχθόνων Ινδιάνων των ΗΠΑ. Παντρεύτηκε τρεις φορές και απέκτησε έντεκα παιδιά, από τις συζύγους του, τις ερωμένες του καθώς και από υιοθεσία. Αγάπησε με πάθος την Ταϊτή και έζησε εκεί για ένα μεγάλο μέρος της ζωής του. Τον Μάιο του 1990, ο πρωτότοκος γιος του Μπράντο, ο Κριστιάν, δολοφόνησε τον εραστή της ετεροθαλούς αδελφής του, Τσεγιέν. Αργότερα ο Κριστιάν καταδικάστηκε σε φυλάκιση 10 ετών, ενώ η Τσεγιέν αυτοκτόνησε σε ηλικία 25 ετών το Απρίλιο του 1995.
Φορτωμένος με υπέρογκα χρέη και υπέρβαρος ο Μάρλον Μπράντο πέθανε από πνευμονικό οίδημα, από ζάχαρο κι από καρκίνο σε νοσοκομείο του Λος Άντζελες την 1 Ιουλίου του 2004.
Ο Μάρλον Μπράντο στην πρώτη του επίσκεψη στην Ελλάδα για να υποστηρίξει τα ορφανά.
Είναι η χρονιά 1958, ο Μάρλον Μπράντο είχε έρθει στην Αθήνα για να υποστηρίξει τα ορφανοτροφεία της χώρας. Ο ηθοποιός ξεναγήθηκε στην Ακρόπολη και καθώς κατέβαινε από τον ιερό βράχο πήρε στην αγκαλιά του ένα κοριτσάκι και φωτογραφήθηκε μαζί του. Οι φωτογραφίες από την επίσκεψη του στην Αθήνα έκαναν τον γύρο του κόσμου....
Ο διάσημος ηθοποιός ήταν ιδιαίτερα ευαισθητοποιημένος με τα παιδιά και είχε υιοθετήσει δυο κατά τη διάρκεια του τρίτου του γάμου. Την περίοδο εκείνη ο Μπράντο ήταν ο μεγαλύτερος αστέρας του Χόλιγουντ. Είχε ήδη κερδίσει Όσκαρ Α’ αντρικού ρόλου για τον ρόλο του Τέρρυ Μαλλόυ στην ταινία «Το λιμάνι της αγωνίας» του Ηλία Καζάν και εκείνη τη χρονιά είχε κυκλοφορήσει η νέα του ταινία του «Ο χορός των καταραμένων», που υποδυόταν έναν Ναζί στρατιώτη. Σκοπός της επίσκεψής του στην Ελλάδα ήταν να προβάλει το κοινωνικό πρόβλημα με τα ορφανά της Ελλάδας που μετά τον πόλεμο και την εμφύλια διαμάχη είχαν αυξηθεί δραματικά. Τη δεκαετία του ’50 η κοινωνία δοκιμαζόταν περαιτέρω εξαιτίας της φτώχειας και της ανεργίας. Η φιλία του Μπράντο με τον Ζυλ Ντασέν και την Μελίνα Μερκούρη στο πλευρό του σε όλη τη διάρκεια της επίσκεψής του στο ιστορικό κέντρο της Αθήνας ήταν ο σκηνοθέτης Ζυλ Ντασέν, τον οποίο εκτιμούσε πάρα πολύ και όπως είχε αποκαλύψει η Μελίνα Μερκούρη «μαζί του υπήρχε κάτι πιο πολύ από μια γνωριμία». Όταν η Μελίνα Μερκούρη διέμενε στην Αμερική με τον Ντασέν, ο Μπράντο τους είχε κάνει μια απρόσμενη επίσκεψη. Ένα πρωινό τον βρήκαν μεθυσμένο να κοιμάται στην πόρτα του σπιτιού τους. Όταν τον ξύπνησαν ο Μπράντο του είπε ότι αυτός ήταν ο κατάλληλος για να παίξει τον ρόλο του Περικλή στην ταινία που ετοίμαζε τότε ο διάσημος σκηνοθέτης....
Η τελευταία επίσκεψη του Μπράντο στην Ελλάδα ήταν το 1999 σε ηλικία 74 ετών. Τότε συναντήθηκε για τελευταία φορά με την Ελληνίδα ηθοποιό Ειρήνη Παππά, με την οποία είχε σχέση τη δεκαετία του ‘50. Το 1954 ο 30χρονος Μπράντο γνώρισε στη Ρώμη την 24χρονη Ειρήνη Παππά, που έκανε τα πρώτα της βήματα στον κινηματογράφο. Ο Μπράντο ήταν ήδη περιζήτητος στο χώρο του κινηματογράφου και είχε συνεργαστεί με τους μεγαλύτερους σκηνοθέτες του Χόλιγουντ.
Ο Αμερικανός ηθοποιός γοητεύτηκε από την ομορφιά και το μεσογειακό ταμπεραμέντο της Ελληνίδας και έζησαν μια παθιασμένη σχέση, η οποία έμεινε κρυφή από τους δημοσιογράφους. Όπως είχε αποκαλύψει η Ειρήνη Παππά: «Αγαπούσα πολύ τον Μπράντο και νοιαζόμουν για εκείνον. Ήταν το μεγάλο πάθος της ζωής μου». Παρόλο που χώρισαν συνέχισαν να διατηρούν επαφές και το 1999 που ήρθε στην Ελλάδα δεν παρέλειψε να την συναντήσει. Η ηθοποιός είχε αναφέρει για τη συνάντησή τους «Παρόλα τα υπόλοιπα, ήταν ακόμα υπέροχος ο τρόπος που σκεφτόταν»....
Πληροφορίες: mixanitouxronou.gr
Μαρία Πολυδούρη, ήταν Ελληνίδα ποιήτρια της νεορομαντικής σχολής
Μαρία Πολυδούρη
Η Μαρία Πολυδούρη ήταν Ελληνίδα ποιήτρια της νεορομαντικής σχολής. (Καλαμάτα, 1 Απριλίου 1902 - Αθήνα, 29 Απριλίου 1930)
Ήταν κόρη του φιλολόγου Ευγένιου Πολυδούρη και της Κυριακής Μαρκάτου, μιας γυναίκας με πρώιμες φεμινιστικές αντιλήψεις. Ολοκλήρωσε τις γυμνασιακές της σπουδές στην Καλαμάτα, ενώ είχε φοιτήσει σε σχολεία του Γυθείου και των Φιλιατρών, αλλά και στο Αρσάκειο της Αθήνας για δύο χρόνια.
Στα γράμματα εμφανίστηκε σε ηλικία 14 ετών με το πεζοτράγουδο Ο πόνος της μάνας, το οποίο αναφέρεται στο θάνατο ενός ναυτικού που ξέβρασαν τα κύματα στις ακτές των Φιλιατρών και είναι επηρεασμένο από τα μοιρολόγια που άκουγε στη Μάνη.
Στα δεκαέξι της διορίστηκε στη Νομαρχία Μεσσηνίας και παράλληλα εξέφρασε ζωηρό ενδιαφέρον για το γυναικείο ζήτημα. Το 1920, σε διάστημα σαράντα ημερών, έχασε και τους δύο γονείς της.
Το 1921 μετατέθηκε στη Νομαρχία Αθηνών και παράλληλα εγγράφηκε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Στην υπηρεσία της εργαζόταν και ο ομότεχνός της Κώστας Καρυωτάκης. Γνωρίστηκαν και μεταξύ τους αναπτύχθηκε ένας σφοδρός έρωτας, που μπορεί να κράτησε λίγο, αλλά επηρέασε καθοριστικά τη ζωή και το έργο της.
Συναντήθηκαν για πρώτη φορά τον Ιανουάριο του 1922. Η Μαρία ήταν τότε 20 ετών, ενώ ο Καρυωτάκης 26. Εκείνη είχε δημοσιεύσει κάποια πρωτόλεια ποιήματα, ενώ εκείνος είχε εκδόσει δύο ποιητικές συλλογές — τον Πόνο των ανθρώπων και των πραμάτων (1919) και τα Νηπενθή (1921) — και είχε ήδη κερδίσει την εκτίμηση κάποιων κριτικών και ομότεχνών του.
Το καλοκαίρι του 1922 ο Καρυωτάκης ανακάλυψε ότι έπασχε από σύφιλη, νόσο που τότε ήταν ανίατη και αποτελούσε κοινωνικό στίγμα. Ενημέρωσε αμέσως την αγαπημένη του Μαρία και της ζήτησε να χωρίσουν. Εκείνη του πρότεινε να παντρευτούν χωρίς να κάνουν παιδιά, όμως εκείνος ήταν πολύ περήφανος για να δεχτεί τη θυσία της. Η Μαρία αμφέβαλε για την ειλικρίνειά του και θεώρησε ότι η ασθένειά του ήταν πρόσχημα του εραστή της για να την εγκαταλείψει.
Το 1924 μπήκε στη ζωή της ο δικηγόρος Αριστοτέλης Γεωργίου, που μόλις είχε επιστρέψει από το Παρίσι. Ήταν νέος, ωραίος και πλούσιος και η Πολυδούρη τον αρραβωνιάστηκε στις αρχές του 1925. Η Μαρία όμως αγαπούσε πάντα τον Καρυωτάκη.
Παρά την αφοσίωση του αρραβωνιαστικού της, η Πολυδούρη δεν μπορούσε να συγκεντρωθεί σοβαρά σε καμία δραστηριότητα. Έχασε τη δουλειά της στο δημόσιο μετά από αλλεπάλληλες απουσίες και εγκατέλειψε τη Νομική.
Φοίτησε στη Δραματική Σχολή Κουναλλάκη και την Επαγγελματική Σχολή Θεάτρου (σήμερα Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου) και μάλιστα πρόλαβε να εμφανιστεί ως ηθοποιός σε μία παράσταση, Το κουρελάκι, όπου είχε τον πρωταγωνιστικό ρόλο.
Το καλοκαίρι του 1926 διέλυσε τον αρραβώνα της και έφυγε για το Παρίσι. Σπούδασε ραπτική αλλά δεν πρόλαβε να εργαστεί γιατί προσβλήθηκε από φυματίωση. Επέστρεψε στην Αθήνα το 1928 και συνέχισε τη νοσηλεία της στο Νοσοκομείο Σωτηρία, όπου έμαθε για την αυτοκτονία του πρώην εραστή της, Κώστα Καρυωτάκη.
Τον ίδιο χρόνο κυκλοφόρησε την πρώτη της ποιητική συλλογή Οι τρίλλιες που σβήνουν και το 1929 τη δεύτερη, Ηχώ στο χάος.
Η Πολυδούρη άφησε δύο πεζά έργα, το Ημερολόγιό της και μία ατιτλοφόρητη νουβέλα με την οποία σαρκάζει ανελέητα το συντηρητισμό και την υποκρισία της εποχής της.
Η φυματίωση όμως τελικά την κατέβαλε και τα ξημερώματα της 29ης Απριλίου 1930 άφησε την τελευταία της πνοή με ενέσεις μορφίνης που της πέρασε ένας φίλος της στην Κλινική Καραμάνη.
Η Μαρία Πολυδούρη ανήκει στη γενιά του 1920 που καλλιέργησε το αίσθημα του ανικανοποίητου και της παρακμής. Ο έρωτας και ο θάνατος είναι οι δύο άξονες γύρω από τους οποίους περιστρέφεται η ποίησή της. Είναι μεστή από πηγαίο λυρισμό που ξεσπά σε βαθιά θλίψη και κάποτε σε σπαραγμό, με εμφανείς επιδράσεις από τον έρωτα της ζωής της, Κώστα Καρυωτάκη, αλλά και τα μανιάτικα μοιρολόγια.
Οι συναισθηματικές και συγκινησιακές εξάρσεις της Πολυδούρη καλύπτουν συχνά κάποιες τεχνικές αδυναμίες και στιχουργικές ευκολίες του έργου της.
Ο Κώστας Στεργιόπουλος έχει πει για την Πολυδούρη: Η Μαρία Πολυδούρη έγραφε τα ποιήματά της όπως και το ατομικό της ημερολόγιο. Η μεταστοιχείωση γινόταν αυτόματα και πηγαία. Γι' αυτήν η έκφραση εσήμαινε κατ' ευθείαν μεταγραφή των γεγονότων του εσωτερικού της κόσμου στην ποιητική γλώσσα με όλες τις γενικεύσεις και τις υπερβολές που της υπαγόρευε η ρομαντική της φύση.
Το πρώτο άρθρο για την Μαρία Πολυδούρη που βασίζεται στο αρχείο της και το ημερολόγιό της ανήκει στη Βασιλική Μπόμπου-Σταμάτη και είναι δημοσιευμένο στην Ελληνική Δημιουργία 7(1954), σ. 617-624.
Τα Άπαντα της Μαρίας Πολυδούρη κυκλοφόρησαν για πρώτη φορά την δεκαετία του 1960 από τις Εκδόσεις Εστία, με επιμέλεια της Λιλής Ζωγράφου. Έκτοτε επανακυκλοφόρησαν από διάφορους εκδοτικούς οίκους.
Ο συγγραφέας και ποιητής Κωστής Γκιμοσούλης έχει γράψει μία μυθιστορηματική βιογραφία της με τον τίτλο Βρέχει φως.
Ποιήματά της έχουν μελοποιήσει Έλληνες συνθέτες, κλασικοί, έντεχνοι και ροκ — ανάμεσά τους οι Μενέλαος Παλλάντιος, Κωστής Κριτσωτάκης, Νίκος Μαμαγκάκης, Γιάννης Σπανός, Νότης Μαυρουδής, Γιώργος Αρκομάνης, Δημήτρης Παπαδημητρίου, Ανδρέας Α. Αρτέμης, Μιχάλης Κουμπιός, Στέλιος Μποτωνάκης και τα συγκρότηματα «Πληνθέτες» και «Ηλιοδρόμιο» καθώς και ο μουσουργός Νίκος Φυλακτός σε έργα με φωνή και πιάνο
Πληροφορίες: el.wikipedia.org
Φέρεντς Πούσκας, ήταν Ούγγρος ποδοσφαιριστής, μέλος της ομάδας της Ρεάλ Μαδρίτης, ως προπονητής οδήγησε τον Παναθηναϊκό στον τελικό του Κυπέλλου Πρωταθλητριών Ευρώπης
Φέρεντς Πούσκας
Ο Φέρεντς Πούσκας Μπίρο ήταν Ούγγρος ποδοσφαιριστής, μέλος της ομάδας της Ρεάλ Μαδρίτης του 1955-1967, της ομολογουμένως καλύτερης Εθνικής Ουγγαρίας που υπήρξε στο ποδοσφαιρο. (1 Απριλίου 1927 - 17 Νοεμβρίου 2006)
Ως προπονητής οδήγησε το 1971 τον Παναθηναϊκό στην μεγαλύτερη επιτυχία που είχε ποτέ Ελληνική ομάδα στην Ευρώπη: στον τελικό του Κυπέλλου Πρωταθλητριών Ευρώπης όπου ο ΠΑΟ ηττήθηκε 2-0 απο τον ΑΦΚ Άγιαξ του Ρίνους Μίχελς.
Ο Πούσκας ξεκίνησε την καριέρα του σε πολύ νεαρή ηλικία στην ουγγρική Κισπέστ-Χόνβεντ Βουδαπέστης όπου ο πατέρας του εργαζόταν ως προπονητής. Λέγεται πως σε ηλικία 12 ετων αγωνίστηκε για πρώτη φορά με την πρώτη ομάδα με το ψευδώνυμο Μίκλος Κόβατς όπου συνάντησε και τον μετέπειτα συμπαίκτη του Γιόζεφ Μπόκσιτς.
Το 1949, όταν την ομάδα του (Χόνβεντ) την ανέλαβε διοικητικά ο Ουγγρικός Στρατός, ο Πούσκας απέκτησε στρατιωτικό βαθμό και συγκεκριμένα τον βαθμό του Συνταγματάρχη. Από τότε έγινε γνωστός ως "Ο Καλπάζων Συνταγματάρχης". Επίσης ένα άλλο προσωνύμιο που απέκτησε αργότερα, από τη θητεία του στη Ρεάλ Μαδρίτης, ήταν το "Πάντσο".
Η (στρατιωτική πλέον) ομάδα της Χόνβεντ Βουδαπέστης πήρε από όλες τις άλλες ομάδες τους πιο ταλαντούχους παίκτες και έτσι ο Πούσκας έγινε συμπαίκτης με τα μετέπειτα μέλη της απίστευτης Εθνικής Ουγγαρίας του '50, Ζόλταν Τσίμπορ και Σάντορ Κόκτσιτς. Με την Χόνβεντ κατέκτησε 5 πρωταθλήματα Ουγγαρίας και ανεδείχθη πρώτος σκόρερ τα έτη 1947/48 (50 γκολ), 1949/50 (31 γκολ), 1950 (25 γκολ) και 1953 (27 γκολ). Το ρεκόρ του των 50 γκολ σε μια σεζόν το 1948 τον ανέδειξε επίσης πρώτο σκόρερ σε όλη την Ευρώπη.
Το 1956, μετά τα γεγονότα στην Ουγγαρία και την εισβολή των σοβιετικών στην Βουδαπέστη, εκπατρίστηκε μαζί με άλλους συμπαίκτες του και αρνούμενοι να επιστρέψουν ως διαμαρτυρία προς το καθεστώς. Παίζοντας αρχικά κάποια ανεπίσημα παιχνίδια με την Εσπανιόλ Βαρκελώνης, το 1958 υπέγραψε τελικά στη Ρεάλ Μαδρίτης, αφού δεν είχε καταφέρει προηγουμένως να βρει ομάδα στην Ιταλία.
Με τον Αλφρέδο Ντι Στέφανο στη Ρεάλ
Στη Μαδρίτη παρέμεινε μέχρι το τέλος της καριέρας του το 1966, πετυχαίνοντας 156 τέρματα σε 180 αγώνες, σαρώνοντας τους τίτλους τόσο στις εγχώριες όσο και στις διεθνείς διοργανώσεις (5 Πρωταθλήματα Ισπανίας, ένα Κύπελλο Ισπανίας, τρία Τσάμπιονς Λιγκ και ένα Διηπειρωτικό).
Με την Εθνική Ουγγαρίας είχε 85 συμμετοχές και 84 γκολ, ενώ αγωνίστηκε και 4 φορές με την Εθνική Ισπανίας χωρίς να καταφέρει να σκοράρει.
Ως προπονητής είναι γνωστός στο ελληνικό κοινό, καθώς ανέλαβε το 1970 τον Παναθηναϊκό (έως το 1974), καταφέρνοντας να τον οδηγήσει στον τελικό του Κυπέλλου Πρωταθλητριών το 1971. Επίσης, τη χρονιά 1978-79 ήταν προπονητής της ΑΕΚ.
Το 2000 γιατροί διέγνωσαν πως ο Πούσκας έπασχε από τη νόσο Αλτσχάιμερ. Διακομίστηκε σε νοσοκομείο της Βουδαπέστης τον Σεπτέμβριο του 2006. Απεβίωσε στις 17 Νοεμβρίου του 2006 από πνευμονία. Το φέρετρό του μεταφέρθηκε από το Στάδιο Φέρεντς Πούσκας στην πλατεία Πλατεία Ηρώων για στρατιωτικό χαιρετισμό. Ένας από τους δρόμους στην πρωτεύουσα της Ουγγαρίας κοντά στο στάδιο Bozsik, στη Βουδαπέστη, μετονομάστηκε σε "Οδός Φέρεντς Πούσκας" ακριβώς ένα χρόνο μετά τον θάνατό του.
Τίτλοι - Διακρίσεις
Ποδοσφαιριστής
Εθνική Ουγγαρίας
Χρυσό μετάλλιο στην Ολυμπιάδα του Ελσίνκι 1952
Πρωταθλητής Κεντρικής Ευρώπης1953
Φιναλίστ Μουντιάλ 1954
Χόνβεντ
5 Πρωταθλήματα Ουγγαρίας 1949, 1950, 1952, 1954, 1955
Ρεάλ Μαδρίτης
5 Πρωταθλήματα Ισπανίας 1961, 1962, 1963, 1964, 1965
Κύπελλο Ισπανίας 1962
Πρώτος σκόρερ Ισπανίας 1960, 1961, 1963, 1964
Τσάμπιονς Λιγκ
3 φορές τροπαιούχος 1959, 1960, 1966
1 φορά φιναλίστ 1962
Διηπειρωτικό κύπελλο 1960
Προπονητής
Παναθηναϊκός
Πρωτάθλημα Ελλάδας 1972
Φιναλίστ Κυπέλλου Πρωταθλητριών 1971
Φιναλίστ Διηπειρωτικού Κυπέλλου 1971
South Melbourne Hellas
Πρωτάθλημα Αυστραλίας 1991
Πληροφορίες: el.wikipedia.org
Μέμος Μακρής, ήταν Έλληνας γλύπτης του 20ού αιώνα
Μέμος Μακρής
Ο Μέμος Μακρής ήταν Έλληνας γλύπτης του 20ού αιώνα. (Αγαμέμνων Μακρής, Αγγλικά Memos Makris, Ουγγρικά: Makrisz Agamemnon) (Πάτρα 1 Απριλίου 1913 - Αθήνα 26 Μαΐου 1993)
Γεννήθηκε και πέρασε τα παιδικά του χρόνια στην Πάτρα. Το 1919, η οικογένειά του μετακόμισε στην Αθήνα. Σπούδασε στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών στην Αθήνα με δασκάλους τους Μιχάλη Τόμπρο, Επαμ. Θωμόπουλο και Κ. Δημητριάδη.
Αναμίχθηκε γρήγορα στην καλλιτεχνική και πολιτιστική ζωή της δεκαετίας του '30.
Ήταν μέλος του Επιμελητηρίου Εικαστικών Τεχνών Ελλάδος (ΕΕΤΕ).
Κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής, ο Μακρής πήρε μέρος με έντονη δράση στην Εθνική Αντίσταση. Μετά την απελευθέρωση συνέχισε τις σπουδές του στο Παρίσι. Απελάθηκε από τη Γαλλία το 1950, λόγω των αριστερών πολιτικών πεποιθήσεών του και βρήκε πολιτικό άσυλο στην Ουγγαρία. Στην Ουγγαρία δραστηριοποιήθηκε ενεργά στην καλλιτεχνική, πολιτική και πολιτιστική κίνηση της χώρας, όπου καθιερώθηκε ως ένας από τους γλύπτες που εξέφραζαν την επίσημη αισθητική του κράτους με συνθέσεις μέσα στο πνεύμα του σοσιαλιστικού ρεαλισμού.
Το 1964, του αφαιρέθηκε η ελληνική υπηκοότητα, την οποία επανέκτησε το 1975 μετά την αποκατάσταση της δημοκρατίας στην Ελλάδα. Το 1978 στην Εθνική Πινακοθήκη, πραγματοποιήθηκε η πρώτη αναδρομική έκθεσή του στην Ελλάδα .
Μερικά από τα σημαντικότερα έργα του περιλαμβάνουν το μνημειώδες γλυπτό που αφιερώνεται στα θύματα του ναζιστικού στρατόπεδου συγκέντρωσης του Μαουτχάουζεν στην Αυστρία, το μνημείο στους Ούγγρους εθελοντές του Ισπανικού Εμφύλιου στη Βουδαπέστη, το μνημείο της απελευθέρωσης στο Πετς. Πολλά άλλα έργα του κοσμούν πλατείες και κτήρια σε όλη την Ουγγαρία.
Στην Κύπρο ξεχωρίζει για το εμβληματικό άγαλμα του Αρχιεπισκόπου Μακάριου φιλοτεχνημένο το 1987 στο προεδρικό μέγαρο στη Λευκωσία. Στην Ελλάδα είναι περισσότερο γνωστός για το γλυπτό του με τη μορφή του κεφαλιού του καθηγητή Νίκου Σβορώνου που βρίσκεται στο προαύλιο του Πολυτεχνείου, προς τιμήν των θυμάτων αγώνων απανταχού φοιτητών.
Το 2001, επί δημαρχίας Δημήτρη Αβραμόπουλου, τοποθετήθηκε ανδριάντας του Αρχιεπισκόπου και Εθνάρχη Κύπρου Μακαρίου στην Αθήνα στην συνοικία των Αμπελοκήπων. Το γλυπτό, φιλοτεχνημένο σε ορείχαλκο και ύψους 3.13μ., είναι δωρεά της Ιεράς Μονής Κύκκου προς το δήμο Αθηναίων και αποτελεί αντίγραφο του ανδριάντα που βρίσκεται στο Προεδρικό Μέγαρο της Κύπρου.
Επίσης, μπροστά στο Δημαρχείο Αμαρουσίου Αττικής, έχει στηθεί ολόσωμο άγαλμα από ορείχαλκο του ζωγράφου Γιάννη Τσαρούχη (1910 - 1989), έργο του Μέμου Μακρή, όπου ο Τσαρούχης απεικονίζεται με φουλάρι στο λαιμό και παλέτα στο χέρι του.
Χάλκινο άγαλμα στρατιώτη με αλαβέρδα, 1986. Έγγερ, Ουγγαρία.
Στην Ιεράπετρα της Κρήτης στην ομώνυμη πλατεία-πεζόδρομο της πόλης, βρίσκεται το γλυπτό του που απεικονίζει την κόρη του με τίτλο "Η κόρη μου η Κλειώ" (1972).
Πέθανε από καρδιακή ανεπάρκεια στην Αθήνα στις 2 τα ξημερώματα της 25 προς 26 Μαΐου 1993 και κηδεύτηκε από το Πρώτο Νεκροταφείο Αθηνών.
Πληροφορίες: el.wikipedia.org
Μίλαν Κούντερα, Τσέχος συγγραφέας με γαλλική υπηκοότητα
Μίλαν Κούντερα
Ο Μίλαν Κούντερα είναι Τσέχος συγγραφέας με γαλλική υπηκοότητα. Γεννήθηκε στο Μπρνο της πρώην Τσεχοσλοβακίας και ζει στη Γαλλία από το 1975. (Milan Kundera, 1 Απριλίου 1929 - ....)
Έγινε ιδιαίτερα γνωστός με τα έργα του "Η Αβάσταχτη Ελαφρότητα του Είναι", "Το Βιβλίο του Γέλιου και της Λήθης" και "Το Αστείο".
Έχει συγγράψει τόσο στην τσέχικη όσο και στη γαλλική γλώσσα, ενώ επιμελείται προσωπικά όλες τις γαλλικές μεταφράσεις των βιβλίων του, προσδίδοντάς τους ισχύ πρωτοτύπου και όχι μεταφρασμένου έργου. Κατόπιν λογοκρισίας, η κυκλοφορία των έργων του ήταν απαγορευμένη στη γενέτειρά του έως και την πτώση της Κομμουνιστικής κυβέρνησης κατά τη Βελούδινη επανάσταση του 1989.
Ο Κούντερα γεννήθηκε την 1η Απριλίου του 1929, σε μία μεσοαστική και ιδιαίτερα καλλιεργημένη οικογένεια στο Μπρνο της Τσεχοσλοβακίας. Ο πατέρας του, Λούντβιχ Κούντερα (1891-1971), ήταν σημαντικός μουσικολόγος και πιανίστας, μαθητής του μεγάλου συνθέτη Λέος Γιάνατσεκ (Leos Janacek).
Ο Μίλαν διδάχθηκε πιάνο από τον πατέρα του και αργότερα σπούδασε μουσικολογία και σύνθεση. Έτσι, μουσικολογικές επιρροές εμφανίζονται συχνά στο έργο του. όπως στο βιβλίο του "Η Αβάσταχτη Ελαφρότητα του Είναι" στο οποίο ενθέτει πεντάγραμμα με μελωδίες του Μπετόβεν ως εκφραστικό μέσο μιας συγκεκριμένης ψυχολογικής κατάστασης.
Ο Κούντερα ολοκλήρωσε τη Δευτεροβάθμια εκπαίδευσή του στο Μπρνο το 1948 και έπειτα σπούδασε Λογοτεχνία και Αισθητική στη Σχολή Τεχνών του Πανεπιστημίου του Καρόλου στην Πράγα.
Έπειτα από δύο ακαδημαϊκούς κύκλους μετεγγράφηκε στη Σχολή Κινηματογράφου της Ακαδημίας Θεάματος της Πράγας και αρχικά παρακολούθησε διαλέξεις επάνω στη σκηνοθεσία και στη σεναριογραφία.
Ο ίδιος ανήκε σε μια γενιά νεαρών Τσέχων που διαθέτοντας ελάχιστη έως ανύπαρκτη τριβή με την προπολεμική Δημοκρατία της Τσεχοσλοβακίας, η ιδεολογία τους επηρεάστηκε δραστικά από τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο και τη Γερμανική κατοχή.
Ήδη από τα εφηβικά του χρόνια ο Κούντερα εισήχθη στο Κομμουνιστικό Κόμμα τη Τσεχοσλοβακίας με ενεργή κοινωνική και πολιτική δράση η οποία, το 1950, οδήγησε στην απότομη παύση των ακαδημαϊκών σπουδών του.
Την ίδια χρονιά ο Μίλαν Κούντερα και ο συγγραφέας Ζαν Τρεφούλκα εκδιώχθηκαν από το Κομμουνιστικό Κόμμα με την κατηγορία των "αντικομματικών δραστηριοτήτων". Αργότερα, το 1962, ο Τρεφούλκα θα περιγράψει το γεγονός στη νουβέλα του Happiness Rained On Them ενώ το 1967 και ο ίδιος ο Κούντερα θα εμπνευστεί και θα βασίσει εκεί το κύριο θέμα του μυθιστορήματός του Το Αστείο.
Με την αποφοίτησή του, το 1952, ο Κούντερα, προσελήφθη από τη Σχολή Κινηματογράφου ως εισηγητής στην Παγκόσμια Λογοτεχνία. Το 1956 επανεντάχθηκε στο Κομμουνιστικό Κόμμα και απεβλήθη για δεύτερη φορά το 1970.
Μαζί με άλλους συγγραφείς της κομμουνιστικής μεταρρύθμισης, όπως ο Πάβελ Κόχουτ, είχε μερική ανάμειξη στην Άνοιξη της Πράγας του 1968. Η σύντομη αυτή περίοδος μεταρρυθμιστικής δράσης κατεστάλη βίαια από τη Σοβιετική εισβολή στην Τσεχοσλοβακία τον Αύγουστο του 1968.
Ο Κούντερα παρέμεινε για μερικά έτη ακόμα προσκείμενος στον μεταρρυθμιστικό τσέχικο κομμουνισμό και παράλληλα συγκρούστηκε σφόδρα, μέσω του τύπου, με τον συμπατριώτη του συγγραφέα Βάτσλαβ Χάβελ. Η συλλογιστική του Κούντερα πρότεινε κατά βάση ότι θα έπρεπε να κυριαρχήσει η ψυχραιμία, αναφέροντας ότι "κανένας δεν φυλακίζεται, ακόμα, για τις απόψεις του" και ισχυριζόμενος ότι "η σπουδαιότητα του Φθινοπώρου της Πράγας ίσως τελικά να αποβεί ιστορικά σημαντικότερη από εκείνη της Άνοιξης της Πράγας".
Εν τέλει ο Κούντερα παραιτήθηκε από τα μεταρρυθμιστικό του όραμα και μετακόμισε στη Γαλλία το 1975. Δίδαξε για λίγα χρόνια στο Πανεπιστήμιο της Ρεν και πολιτογραφήθηκε ως Γάλλος το 1981.
Λογοτεχνική πορεία
Αρχικά, ο Κούντερα συνέγραψε στην τσέχικη γλώσσα αλλά από το 1993 και έπειτα χρησιμοποίησε τη γαλλική. Μεταξύ 1985 και 1987 ανέλαβε την επιμέλεια της μετάφρασης στη γαλλική των αρχικών έργων του με αποτέλεσμα, εκείνα να ενέχουν θέση αυθεντικού έργου και όχι μεταφρασμένου. Τα βιβλία του Κούντερα έχουν μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες.
Παρόλο που το πρώιμο ποιητικό του έργο θεωρείται ισχυρά προκομμουνιστικό, τα μυθιστορήματά του του δεν εγκλωβίζονται σε ιδεολογικές ταξινομήσεις. Ο πολιτικός σχολιασμός εκλείπει ολικά (εξαιρουμένης της βαθύτερης φιλοσοφικής στοχαστικής), με εφαλτήριο το βιβλίο του "Η Αβάσταχτη Ελαφρότητα του Είναι".
ίδιος έχει επανειλημμένα τονίσει τη λογοτεχνική του ταυτότητά του ως μυθιστοριογράφος παρά ως πολιτικός συγγραφέας. Η μυθοπλασία του, συνυφασμένη με φιλοσοφική παρέκβαση και ισχυρά επηρεασμένη από τη γραφή του Ρόμπερτ Μιούζιλ και τη φιλοσοφία του Νίτσε, απαντάται επίσης σε συγγραφείς όπως ο Αλέν Ντε Μποτόν και ο Άνταμ Θίργουελ.
Ο Μίλαν Κούντερα, όπως συχνότατα σημειώνει, ανασύρει τις επιρροές του όχι μόνο από αναγεννησιακούς συγγραφείς όπως ο Τζιοβάνι Μποκάτσιο και ο Φρανσουά Ραμπελέ αλλά επίσης από τους Λώρενς Στερν, Χένρι Φίλντινγκ, Ντενί Ντιντερό, Ρομπέρ Μιούζιλ, Βίτολντ Γκομπρόβιτς, Χέρμαν Βροχ, Φραντς Κάφκα, Μάρτιν Χάιντεγκερ και ίσως ισχυρότερα από τον Μιγκέλ ντε Θερβάντες με του οποίου την κληρονομιά θεωρεί ότι ταυτίζεται περισσότερο.
Το Αστείο
Στο πρώτο του μυθιστόρημα, "Το Αστείο", εξέθεσε σατυρικά τη φύση του ολοκληρωτισμού της κομμουνιστικής περιόδου. Το γεγονός αυτό τον οδήγησε στη "μαύρη λίστα" της Τσεχοσλοβακίας όπως και στην απαγόρευση του λογοτεχνικού του έργου.
Το Βιβλίο του Γέλιου και της Λήθης
Το 1975 ο Μίλαν Κούντερα μετακόμισε στη Γαλλία όπου και εξέδωσε το 1979 το μυθιστόρημα "Το Βιβλίο του Γέλιου και της Λήθης".
Στο έργο του αυτό παροτρύνει του Τσέχους πολίτες να αντισταθούν στο κομμουνιστικό καθεστώς παραθέτοντας ποικίλους τρόπους.
Λογοτεχνικά, πρόκειται για μια ασυνήθιστη μίξη μυθιστορήματος, συλλογής μικρών ιστοριών και προσωπικών ονειροπολήσεων του ίδιου και φέρεται ως χαρακτηριστικό του συγγραφικού του ύφος κατά τη διάρκεια της εξορίας του.
Οι κριτικοί της λογοτεχνίας έχουν επισημάνει την ειρωνεία του γεγονότος πως η Τσεχοσλοβακία στην οποία αναφέρετο ο Κούντερα "λόγω του ιστορικού πολιτικού επαναπροσδιορισμού, δεν είναι ακριβώς εκεί" το οποίο ομοιάζει με το θέμα του "είδους εξαφάνισης κι επανεμφάνισης" το οποίο ο συγγραφέας εξερευνά στο βιβλίο.
Η Αβάσταχτη Ελαφρότητα του Είναι
Το 1984 εκδίδει το γνωστότερο δημιούργημα του, "Η Αβάσταχτη Ελαφρότητα του Είναι" στο οποίο χρονικογραφεί την εύθραυστη φύση της μοίρας του ατόμου ως μονάδα, ισχυριζόμενος πως η μοναδική ανθρώπινη ζωή είναι ασήμαντη υπό το Νιτσεϊκό πρίσμα της αυτούσιας αιώνιας επανάληψής της εντός ενός άπειρου σύμπαντος.
Το 1988, ο Αμερικανός σκηνοθέτης Φίλιπ Κάουφμαν δημιούργησε την κινηματογραφική εκδοχή του βιβλίου. Το αποτέλεσμα, ενώ θεωρήθηκε γενικά επιτυχημένο ενόχλησε αρκετά το συγγραφέα με αποτέλεσμα να απαγορεύσει τις διασκευές στα μυθιστορήματά του.
Αθανασία
Το 1990 ο Κούντερα κυκλοφόρησε το μυθιστόρημά "Άθανασία", το τελευταίο γραμμένο στην τσέχικη γλώσσα. Πρόκειται για το περισσότερο κοσμοπολίτικο, σαφέστερα φιλοσοφικό και ελάχιστα πολιτικό σε σχέση με τα προηγούμενα έργα του ενώ παράλληλα ορίζει το ευρύτερο ύφος της μετέπειτα δημιουργίας του.
Πληροφορίες: el.wikipedia.org
Περισσότερα Άρθρα...
- Αντώνιος Κριεζής, ήταν Έλληνας αγωνιστής κατά την Ελληνική Επανάσταση του 1821 και αργότερα δύο φορές πρωθυπουργός της Ελλάδας
- Νίκος Τζόγιας, ήταν Έλληνας ηθοποιός θεάτρου, κινηματογράφου, τηλεόρασης και ραδιοφώνου
- Γιάννης Κυράστας, ήταν Έλληνας διεθνής ποδοσφαιριστής και μετέπειτα προπονητής
- Μαρί-Σοφί Ζερμαίν, ήταν Γαλλίδα μαθηματικός, φυσικός και φιλόσοφος