Άρθρα
Μαντάμ Ορτάνς, ήταν Γαλλίδα ιερόδουλη, η οποία έγινε γνωστή στην Ελλάδα στις αρχές του εικοστού αιώνα, όταν εγκαταστάθηκε στην Κρήτη
Μαντάμ Ορτάνς
Η Αδελίνα Γκιτάρ, γνωστότερη ως Μαντάμ Ορτάνς ήταν Γαλλίδα ιερόδουλη, η οποία έγινε γνωστή στην Ελλάδα στις αρχές του εικοστού αιώνα, όταν εγκαταστάθηκε στην Κρήτη. (1863 - 2 Μαΐου 1938)
Τις τελευταίες δεκαετίες της ζωής της έζησε στην Ιεράπετρα και τιμήθηκε από τις αρχές, με το να δοθεί το όνομά της σε δρόμο της πόλης.
Βιογραφικά στοιχεία
Γεννημένη στη Γαλλία, για τον ακριβή τόπο γέννησής της, ερίζουν οι πόλεις Παρίσι, Τουλόν και Μασσαλία. Πολύ νεαρή, σε ηλικία 16 ετών, έγινε πόρνη.
Όταν ξεκίνησε η κατοχή της Κρήτης, το 1898, η Γκιτάρ εγκαταστάθηκε με γύρω στις 500 ακόμα γυναίκες στα Χανιά, για να προσφέρει τις υπηρεσίες της στους άνδρες των Μεγάλων Δυνάμεων που υπηρετούσαν στους στόλους.
Έπειτα από την επανάσταση στο Θέρισο, το 1905, η Μαντάμ Ορτάνς φεύγει και περιπλανάται στην ανατολική Κρήτη και ειδικότερα στο Ηράκλειο, στη Σητεία και στον Άγιο Νικόλαο.
Τελικά, στις αρχές του 1910 εγκαθίσταται μόνιμα στην Ιεράπετρα, όπου ανοίγει χαρτοπαικτική λέσχη και εστιατόριο στην Μεσοκαστελλιά. Εν συνεχεία, λειτούργησε ένα ξενοδοχείο ύπνου, στη θέση όπου βρίσκεται σήμερα το "Hotel Creta".
Το ξενοδοχείο εκείνο ονομαζόταν "Η Γαλλία".
Αργότερα η Ορτάνς έγινε υποπρόξενος της Γαλλίας και πολλοί την υποπτεύονταν για κατάσκοπο.
Έπειτα από τον πόλεμο ανέπτυξε έντονη κοινωνική δραστηριότητα και καταξιώθηκε στην Ιεράπετρα, όπου πέθανε το 1938.
Η Μαντάμ Ορτάνς στην λογοτεχνία
Η Μαντάμ Ορτάνς αποτέλεσε την ηρωίδα σε πολλά λογοτεχνικά έργα, όπως στο "Βίος και Πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά" του Καζαντζάκη, ενώ στον κινηματογράφο την υποδύθηκε η ηθοποιός Λίλα Κέντροβα.
Επίσης, στα "πάρεργα" του Γεώργιου Πάγκαλου αναφέρονται αφηγήσεις της Ορτάνς.
Στο έργο του Πρεβελάκη Χρονικό μιας Πολιτείας βρίσκουμε την Μαντάμ Ορτάνς ως Φατμέ.
Βιογραφία της έγραψε ο Ιωάννης Μανωλικάκης.
Πηνελόπη Δέλτα, μια από τις πρωτοπόρους της παιδικής λογοτεχνίας στην Ελλάδα
Πηνελόπη Δέλτα
μια από τις πρωτοπόρους της παιδικής λογοτεχνίας στην Ελλάδα
Η Πηνελόπη Δέλτα γεννήθηκε το 1874 στην Αλεξάνδρεια. Ήταν κόρη του εθνικού ευεργέτη Εμμανουήλ Μπενάκη.
Το υλικό και πνευματικό υπόβαθρο που της πρόσφερε η οικογένεια της, η μόρφωση που πήρε αλλά και η προσωπική της ευαισθησία αποτέλεσαν τις βάσεις του πρωτοπόρου και αξιολογότατου λογοτεχνικού έργου της.
Πρωτοεμφανίστηκε στα γράμματα σε νεαρή ηλικία δημοσιεύοντας έργα της στο περιοδικό της Αλεξάνδρειας «Έσο Έτοιμος». Το 1909 τυπώθηκαν στο Λονδίνο τα διηγήματα της «Για την Πατρίδα», με εικονογράφηση του Νικηφόρου Λύτρα.
Την επόμενη χρονιά εκδόθηκε το «Παραμύθι χωρίς όνομα» και ένα χρόνο αργότερα το ιστορικό αφήγημα «Τον καιρό του Βουλγαροκτόνου».
Το 1915 εξέδοσε στην Αθήνα τα «Παραμύθια και άλλα». Στη συνέχεια εγκαταστάθηκε οριστικά στην Αθήνα όπου δημοσίευσε τα διηγήματα «Τ' ανεύθυνα» (1921) και «Η Ζωή του Χριστού» (1925).
Τα έργα της πρώτης αυτής περιόδου της δημιουργίας της είναι εμπνευσμένα από τη βυζαντινή παράδοση και περιγράφουν τόσο την εθνική όσο και τη θρησκευτική ζωή του βυζαντινού κράτους.
Η Πηνελόπη Δέλτα θεώρησε εθνικό καθήκον να φέρει σε επαφή τα Ελληνόπουλα με τους μεγάλους σταθμούς της Ελληνικής ιστορίας, τους αγώνες της φυλής μας και τις εθνικές μας παραδόσεις.
Έτσι τα έργα της, βασισμένα σε μια τέτοια θεματολογία, τα απευθύνει στα παιδιά, επενδύοντάς τα με μια γλώσσα που μιλούσε στη ψυχή και τη φαντασία τους, καλύπτοντας ένα μεγάλο κενό στην παιδική λογοτεχνία και εξυψώνοντας το εθνικό και θρησκευτικό αίσθημα της νεολαίας.
Το 1925 παρουσιάστηκαν τα πρώτα συμπτώματα της ασθένειας που την κράτησε καθηλωμένη στο σπίτι για την υπόλοιπη ζωή της. Το επόμενο έργο της, «Ο Μάγκας», εκδόθηκε το 1935 και δύο χρόνια αργότερα το ιστορικό αφήγημα «Στα μυστικά του βάλτου».
Η Πηνελόπη Δέλτα έδωσε η ίδια τέλος στη ζωή της στις 2 Μαΐου 1941, λυγίζοντας από το βάρος της αρρώστιας και της εισόδου των γερμανικών στρατευμάτων στην Ελλάδα.
Το έργο της, της εθνικής της συνείδησης και της ανθρώπινης ευαισθησίας της, ήρθε να καλύψει ένα μεγάλο κενό στο χώρο της παιδικής λογοτεχνίας της εποχής της και έθεσε τις βάσεις της νεοελληνικής παιδικής λογοτεχνικής δημιουργίας.
Αικατερίνη Β΄ της Ρωσίας η επονομαζόμενη "Μεγάλη"
Αικατερίνη Β΄ της Ρωσίας
η επονομαζόμενη "Μεγάλη"
Η Αικατερίνη Β΄ της Ρωσίας, η επονομαζόμενη «Μεγάλη» ήταν, γερμανικής καταγωγής, Αυτοκράτειρα της Ρωσίας. Η πολιτική της συνδέθηκε στενά με την αναγέννηση του ελληνικού βίου λόγω της συνθήκης Κιουτσούκ-Καϊναρτζή. (Ρωσικά: Екатерина II Великая, Yekaterina II Velikaya, μεταγραφή Γιεκατερίνα ΙΙ Βελίκαγια 2 Μαΐου 1729 – 17 Νοεμβρίου 1796)
Πρώιμα χρόνια
Γεννήθηκε στο Στέτιν της Πρωσίας το 1729 και το πραγματικό της όνομα ήταν Σοφία Αυγούστα Φρειδερίκη. Ήταν πριγκίπισσα του Άνχαλτ-Τσέρμπστ και ο πατέρας της, Χριστιάνος Αύγουστος, υπηρετούσε στο πρωσικό ιππικό ως φρούραρχος του Στέτιν. Η εκπαίδευση της ήταν αρκετά καλή, παρακολουθώντας μαθήματα κατ´οίκον, ενώ δεν ανέπτυξε στενές σχέσεις με τους γονείς της.
Ο γάμος της
Η Αικατερίνη Β΄ το 1782.
Το 1744, σε ηλικία 15 χρονών, προσκλήθηκε από την Ρωσίδα Αυτοκράτειρα Ελισάβετ στην Αγία Πετρούπολη με σκοπό να νυμφευθεί τον διάδοχο του ρωσικού θρόνου Πέτρο Φιόντοροβιτς του Χολστάιν. Η επιλογή της πριγκίπισσας Σοφίας ως υποψήφιας νύφης του διαδόχου ήταν αποτέλεσμα των διπλωματικών ενεργειών του Αυτοκράτορα Φρειδερίκου Β΄ της Πρωσίας. Αμέσως άρχισε την εκμάθηση της ρωσικής γλώσσας με τόσο ζήλο που τα βράδια έμενε ξύπνια για να διαβάζει τα μαθήματα της. Όλα αυτά είχαν ως αποτέλεσμα την γρήγορη ενσωμάτωση της στην ρωσική αριστοκρατία.
Στις 28 Ιουνίου 1744 η ρωσική ορθόδοξη εκκλησία την δέχθηκε ως μέλος της με το όνομα Αικατερίνη Αλεξέγεβνα. Έτσι στις 21 Αυγούστου πραγματοποιήθηκε ο γάμος του Μεγάλου Δούκα Πέτρου και της πριγκίπισσας Αικατερίνης.
Ο γάμος της σταδιακά αποδείχτηκε ανεπιτυχής αφού ο διάδοχος του θρόνου Πέτρος ασχολιόταν μόνο με το κυνήγι ενώ αυτή την παραμελούσε. Για εννιά χρόνια η Αικατερίνη ήταν υποχρεωμένη να παραμένει κλεισμένη στα ανάκτορα ενώ δεν της επιτρεπόταν η αλληλογραφία με τους συγγενείς της. Αναγκάστηκε λοιπόν, προκειμένου να βρει μια συντροφιά, να καταφύγει στην ανάγνωση βιβλίων. Ιδιαίτερα επηρεάστηκε από τον Βολταίρο και τις ιδέες του περί του Διαφωτισμού. Το 1754 η Αικατερίνη έμεινε έγκυος και γέννησε το γιο της Παύλο. Βέβαια οι φήμες οργίαζαν σχετικά με την πατρότητα του παιδιού αφού κανείς δεν πίστευε ότι πατέρας του παιδιού ήταν ο Πέτρος. Με τον καιρό η πριγκίπισσα Αικατερίνη άρχισε να δικτυώνεται στο παλάτι και να συνάπτει φιλικές σχέσεις με αυλικούς και υπουργούς όπως με τον καγκελάριο Μπεστούζεφ-Ριούμιν. Μαζί με τον καγκελάριο οργάνωσαν αυλική συνωμοσία, η οποία απέτυχε το 1758 και είχε ως αποτέλεσμα να χάσει την θέση του Καγκελαρίου ο Μπεστούζεφ-Ριούμιν ενώ η Αικατερίνη μόλις που κατάφερε να γλιτώσει την δυσμένεια.
Η άνοδος στον θρόνο
Μετά τον θάνατο της Αυτοκράτειρας Ελισάβετ στις 5 Ιανουαρίου του 1762 την διαδέχτηκε ο ανηψιός της Πέτρος Γ'. Η Αικατερίνη είχε οργανώσει γύρω της έναν κύκλο αυλικών και στρατιωτικών που ήταν έτοιμοι να την υποστηρίξουν σε οποιαδήποτε κίνηση της. Σημαντικό ρόλο στην επίτευξη του στόχου της, δηλαδή την άνοδο της στον θρόνο, διαδραμάτισε ο εραστής της, αξιωματικός του ιππικού, Γρηγόριος Ορλώφ, αλλά και οι λανθασμένες κινήσεις του Πέτρου Γ΄, ο οποίος δεν δίστασε να παραιτηθεί από τις κατακτήσεις που είχε πετύχει σε βάρος της Πρωσίας στον Επταετή πόλεμο, να ασπαστεί τον Λουθηρανισμό και να δεχτεί Πρώσους αξιωματούχους στον ρωσικό στρατό. Αυτές οι κινήσεις επέδρασαν καταλυτικά στην άνοδο της Αικατερίνης στον θρόνο αφού μια μεγάλη μερίδα αριστοκρατών και στρατιωτικών δυσαρεστημένοι από τον Πέτρο Γ΄ προσχώρησαν στο κίνημα της Αικατερίνης.
Στις 28 Ιουνίου του 1762 με την βοήθεια της φρουράς ανέβηκε στον θρόνο και φυλάκισε τον άντρα της, Πέτρο Γ΄. Λίγες μέρες αργότερα ο Πέτρος δολοφονήθηκε με στραγγαλισμό κάτω από αδιευκρίνιστες συνθήκες στην Κροστάνδη.
Η Ρωσία την εποχή της Αικατερίνης Β΄
Η Αικατερίνη Β΄ στα απομνημονεύματα της αναφέρει:
"Όταν ανέλαβα την εξουσία η Ρωσική Αυτοκρατορία βρισκόταν σε δεινή οικονομική κατάσταση λόγω Επταετούς Πολέμου. Τα οικονομικά αποθέματα είχαν εξαντληθεί. Ο στρατός δεν πληρωνόταν επί 3 μήνες. Το εμπόριο ήταν σε παρακμή, καθώς πολλοί κλάδοι του έγιναν μονοπωλιακοί. Ο στρατός είχε βυθιστεί στα χρέη."
Υπάρχουν όμως ιστορικοί που αμφισβητούν την κατάσταση αυτή υποστηρίζοντας πως ακόμα και μετά τον Επταετή πόλεμο η Αυτοκρατορία βρισκόταν σε καλή οικονομική κατάσταση και το έλλειμμα ήταν μόλις 1 εκατομμύριο ρούβλια ή 8 % από το σύνολο εσόδων. Υποστηρίζουν πως η ίδια η αυτοκράτειρα συνέβαλε στη δημιουργία αυτού του ελλείμματος, ξοδεύοντας τα χρήματα από το δημόσιο ταμείο για δώρα στους υποστηρικτές του κινήματος της που ανέτρεψε τον Πέτρο Γ΄.
Έβαλε στόχο να αντιμετωπίσει τα προβλήματα της Αυτοκρατορίας, αναφέροντας ότι:
Πρέπει να εκπαιδεύσει το έθνος, το οποίο θα κυβερνά.
Πρέπει να επιβάλει δημόσια τάξη, να υποστηρίξει την κοινωνία και να της επιβάλλει να τηρούνται οι νόμοι.
Πρέπει να συμβάλει στην άνθηση του κράτους.
Πρέπει να ιδρύσει τη αστυνομία.
Είναι απαραίτητο να κάνει το κράτος τρομερό ώστε να εμπνέει το σεβασμό των γειτόνων.
Η εσωτερική πολιτική της δεν διέφερε και πολύ από αυτή των προκατόχων της. Στη μέση της βασιλείας της πραγματοποίησε διοικητική μεταρρύθμιση, την εδαφική διαίρεση της χώρας, και τη μεταρρύθμιση του δικαστικού συστήματος. Το έδαφος του ρωσικού κράτους έχει αυξηθεί σημαντικά με την προσθήκη της νότιων εδαφών - της Κριμαίας, Μαύρης Θάλασσας και του ανατολικού τμήματος της Πολωνό-Λιθουανικής Κοινοπολιτείας. Ο πληθυσμός αυξήθηκε από 23,2 εκατομμύρια (1763) σε 37.400.000 (1796) κατοίκους. Έτσι η Ρωσία έγινε η μεγαλύτερη χώρα στην Ευρώπη (αντιπροσώπευε το 20% του ευρωπαϊκού πληθυσμού). Η Αικατερίνη Β΄, καθιέρωσε 29 νέες επαρχίες και είχε δημιουργήσει περίπου 144 πόλεις.
Την ίδια στιγμή, η αύξηση του πληθυσμού ήταν σε μεγάλο βαθμό αποτέλεσμα της ενσωμάτωσης στη Ρωσική Αυτοκρατορία άλλων πολιτειών (με πληθυσμό περίπου 7 εκατομμύρια άτομα), που συνέβη κατά κανόνα χωρίς επιθυμία του τοπικού πληθυσμού, κάτι που οδήγησε στην εμφάνιση των "πολωνικού", "ουκρανικού" και "εβραϊκού" ζητημάτων.
Η ρωσική οικονομία συνέχισε να παραμένει αγροτική. Συνολικά, στο τέλος του XVIII αιώνα υπήρχαν 1.200 μεγάλες επιχειρήσεις (το 1767 υπήρχαν μόνο 663). Σημαντικά αυξήθηκε η εξαγωγή των ρωσικών προϊόντων σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, από τα νέα λιμάνια της Μαύρης Θάλασσας. Ωστόσο, στη δομή των εξαγωγών δεν υπήρχαν αρκετά έτοιμα προϊόντα, πρώτες ύλες και ημικατεργασμένα προϊόντα μόνο. Ενώ στη Δύση το δεύτερο εξάμηνο του XVIII αιώνα η βιομηχανική επανάσταση έλαβε χώρα, η ρωσική βιομηχανία παράμενε «πατριαρχική» και αγροτική. Τέλος, το 1770-1780 ξέσπασε οξεία κοινωνική κρίση, με επακόλουθη την οικονομική κρίση.
Η εξωτερική πολιτική της Αικατερίνης Β'
Η εξωτερική πολιτική της Αικατερίνης Β΄ είχε ως στόχο την ενίσχυση του ρόλου της Ρωσίας στον κόσμο και την επέκταση της επικράτειάς της. Το σύνθημα της διπλωματίας της ήταν το εξής: «θα πρέπει να είμαστε φίλοι με όλες τις δυνάμεις, για να διατηρήσουμε πάντοτε τη δυνατότητα να σταθούμε στο πλευρό του ασθενέστερου ... να αφήσουμε ανοιχτά τα χέρια ... και να μην σερνόμαστε από την ουρά κανενός». Ωστόσο, αυτό το σύνθημα παραμελήθηκε πολλές φόρες.
Επέκταση των συνόρων της Ρωσικής Αυτοκρατορίας
Νέα εδαφική επέκταση αρχίζει με την Αικατερίνη Β΄. Μετά το πρώτο Ρώσο-τουρκικό πόλεμο το 1774, η Ρωσία αποκτά σημαντικά εδάφη στις εκβολές του ποταμού Δνείπερου, Ντον και στα στενά του Κερτς. Το 1783, ενώνει την Μπάλτα, Κριμαία και την Κουμπάν. Ο δεύτερος Ρώσο-τουρκικός πόλεμος τελειώνει με την απόκτηση της παράκτιας λωρίδας μεταξύ του Μπούγκ και του Δνείστερου (1792). Με όλες αυτές τις κατακτήσεις, η Ρωσία έχει σταθερή πρόσβαση στη Μαύρη Θάλασσα. Την ίδια στιγμή, οι Πολωνοί παραχωρούν στη Ρωσία τη δυτική Ρωσία. Έτσι το 1773 η Ρωσία αποκτά ένα μέρος της Λευκορωσίας, το δεύτερο διαμέρισμα της Πολωνίας (1793), τις επαρχίες της Λιθουανίας. Μαζί με το τρίτο τμήμα συνδέθηκε με τη Ρωσία και το Δουκάτο της Κυρλανδίας.
Οι σχέσεις με τη Γεωργία. Συνθήκη του Γεωργίου
Επί της βασιλείας του Ηρακλή Β΄ το ενωμένο βασίλειο της Γεωργίας και Καχέτη (1762-1798) ενισχύθηκε και αύξησε την επιρροής της στον Καύκασο. Οι Τούρκοι εκδιώχθηκαν από τη χώρα. Ο Ηρακλής Β΄ στράφηκε προς τη Ρωσία για την προστασία από την Περσία και την Τουρκία. Η Αικατερίνη Β΄, που βρισκόταν σε πόλεμο με την Υψηλή Πύλη, από τη μία πλευρά, ενδιαφέρθηκε για το σύμμαχο, από την άλλη, ήταν απρόθυμη να στείλει πολλά στρατεύματα στη Γεωργία. Τελικά τα έτη 1769-1772 ένα μικρο τμήμα ρωσικού στρατού υπό τη διοίκηση του στρατηγού Τοτλεμπέν πολέμησαν εναντίον της Τουρκίας με τη γεωργιανή πλευρά. Το 1783, η Ρωσία και η Γεωργία υπέγραψαν συνθήκη για την ίδρυση του Ρωσικού προτεκτοράτου στο Βασίλειο της Γεωργίας και Καχέτη με αντάλλαγμα τη στρατιωτική προστασία από τη Ρωσία.
Το Ελληνικό σχέδιο
Ένα από τα φιλόδοξα σχέδια της Αικατερίνης Β΄ στην εξωτερική πολιτική ήταν το λεγόμενο Ελληνικό σχέδιο, τα κοινά σχέδια της Ρωσίας και της Αυστρίας για το διαμελισμό της Τουρκίας, την εκδίωξη των Τούρκων από την Ευρώπη, την αναβίωση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και η διακήρυξη του εγγονού της Αικατερίνης Β΄ ως αυτοκράτορα, του Μέγα Δούκα Κωνσταντίν Πάβλοβιτς. Σύμφωνα με τα σχέδιο, στις περιοχές της Βεσσαραβίας, της Μολδαβίας και της Βλαχίας δημιουργείται το κράτος Ντάκια (η αρχαία Δακία), και το δυτικό τμήμα της Βαλκανικής Χερσονήσου παραχωρείται στην Αυστρία. Το Ελληνικό σχέδιο, το σχέδιο αναδημιουργίας του Ελληνικού κράτους παρουσιάστηκε μετά από το Ανατολικό Ζήτημα και τα Ορλωφικά. Το σχέδιο αναπτύχθηκε στις αρχές της δεκαετίας του 1780, αλλά δεν υλοποιήθηκε λόγω των αντιφάσεων μεταξύ των συμμάχων και την ανακατάληψη των μεγάλων Τουρκικών εδαφών από την ίδια τη Ρωσία χωρίς τη βοήθεια των συμμάχων της.
Η ιδέα αναδημιουργίας της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας πάνω στα ερείπια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας έγειρε όμως σοβαρές ανησυχίες κάποιων ξένων δυνάμεων, συμπεριλαμβανομένης της Γαλλίας, η οποία έχει συνάψει Γάλλο-τουρκική συμμαχία, και της Αγγλίας, που φοβόταν παραβίαση της «ισορροπίας δυνάμεων» στην Ευρώπη και την καθιέρωση της ρωσικής ηγεμονίας στην Ανατολική Μεσόγειο. Τα χριστιανικά κράτη της Δυτικής Ευρώπης, που υποστήριζαν την ύπαρξη της μεγαλύτερης ισλαμικής δύναμης, και έτσι καταπίεσαν Χριστιανούς στα Βαλκάνια, με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί ονομαζόμενο «Ανατολικό Ζήτημα». Μετά την ανασύσταση του ανεξάρτητου Ελληνικού Κράτους το "Ελληνικό σχέδιο" πήρε τη μορφή της "Μεγάλης ιδέας".
Προσωπική ζωή και θάνατος
Η Αικατερίνη Β΄ ήταν μελαχρινή μέσου ύψους. Συνδύασε την υψηλή νοημοσύνη, την εκπαίδευση, την πολιτική ικανότητα και τη δέσμευση για το «ελεύθερο έρωτα». Η Αικατερίνη Β΄ είχε πολλούς εραστές, των οποίων ο αριθμός έφθανε στα 23 άτομα. Οι πιο διάσημοι από αυτούς ήταν ο Σεργκέι Σαλτικόφ, ο Γκριγκόρι Ορλόφ, ο υπολοχαγός Βασίλτσικοφ, Ποτέμκιν, Ουσάρος Ζόριτς, Λάνσκι, και ο τελευταίος ήταν ο Πλάτων Ζούμποφ, ο οποίος έγινε και Στρατηγός. Με τον Ποτέμκιν, σύμφωνα με κάποιες πληροφορίες, η Αικατερίνη Β΄ παντρεύτηκε κρυφά (το 1775). Μετά το 1762 σχεδίαζε να παντρευτεί τον Ορλόφ, κάτι που δεν έγινε.
Η Αικατερίνη Β΄ είχε δύο γιους, τον Παύλο Α΄ και τον Αλεξέι Γκριγκόριεβιτς Μπομπρίνσκι (1762 - γιος του Γκριγκόρι Ορλόφ), και μια κόρη που πέθανε σε βρεφική ηλικία, την Άννα Πετρόβνα (1757 - 1759, πιθανώς από το μελλοντικό βασιλιά της Πολωνίας, Στανισλάβ Πολιατόβσκι).
Η Μεγάλη Αικατερίνη πέθανε 17 Νοεμβρίου 1796 από κολπική αιμορραγία.
Λεονάρντο Ντα Βίντσι, ζωγράφος, γλύπτης, εφευρέτης, αρχιτέκτονας, μηχανικός και επιστήμονας
Λεονάρντο Ντα Βίντσι
Ζωγράφος, γλύπτης, εφευρέτης, αρχιτέκτονας, μηχανικός και επιστήμονας, ο Λεονάρντο ντα Βίντσι (Leonardo da Vinci) αποτελεί την προσωποποίηση του Αναγεννησιακού ανθρώπου.
Νόθος γιος του δικηγόρου Πιέρο ντα Βίντσι και της χωρικής Κατερίνας, γεννήθηκε στις 15 Απριλίου του 1452 στην πόλη Αντσιάνο, κοντά στο Βίντσι της Ιταλίας. Το πλήρες όνομα του ήταν «Leonardo di ser Piero da Vinci».
Ο Λεονάρντο μεγάλωσε με τον πατέρα του στην πόλη της Φλωρεντίας, όπου από πολύ μικρή ηλικία έδειξε δείγματα της ευφυΐας και του καλλιτεχνικού του ταλέντου.
Σε ηλικία δεκατεσσάρων ετών στάλθηκε ως μαθητευόμενος στο εργαστήριο του φλωρεντίνου ζωγράφου και αρχιτέκτονα Αντρέα ντελ Βερόκιο, στο πλάι του οποίου παρέμεινε έως το 1480.
Αυτή την περίοδο έγιναν και οι πρώτες δημιουργίες του, στις οποίες αναδεικνύεται το ταλέντο του στο σχέδιο, αλλά και η πειθαρχημένη προσοχή του στη λεπτομέρεια. Χαρακτηριστικό είναι το πρώτο σχέδιό του, που απεικονίζει ένα τοπίο απ’ την κοιλάδα του ποταμού Άρνου και ολοκληρώθηκε στις 5 Αυγούστου του 1473.
Ως ο πρώτος ανεξάρτητος πίνακας του Λεονάρντο θεωρείται από πολλούς η «Παναγία με το Γαρύφαλλο», που σήμερα βρίσκεται στην Παλαιά Πινακοθήκη του Μονάχου, αν και μάλλον τον ζωγράφισε όσο βρισκόταν ακόμα στο εργαστήριο του Βερόκιο. Σε αυτό το έργο διακρίνονται και επιδράσεις από τους φλαμανδούς ζωγράφους του παρελθόντος. Ανάλογοι πίνακες ήταν ιδιαίτερα διαδεδομένοι τον 15ο αιώνα στη Φλωρεντία και προορίζονταν για ιδιωτικό προσκύνημα.
Κατά διαστήματα, ο Λεονάρντο συνέτασσε μικρούς καταλόγους των έργων του, από τους οποίους γνωρίζουμε πως στα πρώτα χρόνια της παραμονής του στη Φλωρεντία ζωγράφισε αρκετούς πίνακες με την Παναγία. Παράλληλα, όμως, πειραματίστηκε και με φανταστικά θέματα που του επέτρεπαν σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό να εκφραστεί ελεύθερα. Ωστόσο, η θεματολογία αυτού του είδους δεν ήταν τόσο αποδεκτή εκείνη την εποχή.
Οι πρώτοι πίνακες του Λεονάρντο δείχνουν πως δεχόταν αρχικά μικρές παραγγελίες. Την ίδια περίοδο που ο ντα Βίντσι ξεκινούσε την πορεία του, ζωγράφοι όπως ο Μποτιτσέλι ή ο Ντομένικο Γκιρλαντάγιο (δάσκαλος του Μιχαήλ Άγγελου) βρίσκονταν στο αποκορύφωμα της καριέρας τους. Φαίνεται πως σημαντικό ρόλο στο να δεχτεί ο Λεονάρντο τις πρώτες μεγάλες παραγγελίες έργων διαδραμάτισε ο πατέρας του και ειδικά η συνεργασία του ως συμβολαιογράφος με τη Σινιορία, δηλαδή την «κυβέρνηση» της πόλης.
Ήδη από τη δεκαετία του 1470, ο ντα Βίντσι φαίνεται πως είχε καθιερωθεί ως σημαντικός ζωγράφος. Η περίοδος μέχρι το 1482 αποτελεί κατά κάποιο τρόπο την πρώτη εποχή της δημιουργίας του.
Ανάμεσα στα σημαντικά έργα που του αναθέτουν είναι ένας πίνακας με θέμα την προσκύνηση των μάγων για την Αγία Τράπεζα της εκκλησίας του Σαν Ντονάτο. Αυτή η παραγγελία ίσως να αποτέλεσε το λόγο για τον οποίο εγκατέλειψε ένα προηγούμενο έργο του, τον Άγιο Ιερώνυμο. Ωστόσο, και η Προσκύνηση των Μάγων τελικά θα μείνει ημιτελής, πιθανόν λόγω της μετακόμισης του ντα Βίντσι στο Μιλάνο.
Λίτσα Διαμάντη, είναι Ελληνίδα τραγουδίστρια
Λίτσα Διαμάντη
Η Λίτσα Διαμάντη είναι Ελληνίδα τραγουδίστρια. (πραγματικό όνομα Ευαγγελία Κοσμίδου, 4 Απριλίου 1949)
Η Λίτσα Διαμάντη (Ευαγγελία Κοσμίδου το πραγματικό όνομα) γεννήθηκε το 1949 στον Κολωνό, ενώ σε ηλικία τεσσάρων ετών μετακόμισε με τους γονείς της στο Αιγάλεω, όπου τελείωσε το σχολείο.
Ήταν μόλις έξι ετών όταν τραγούδησε για πρώτη φορά σε μια οικογενειακή γιορτή το «Εκεί Ψηλά Στον Αϊ-Λια». Ξεκίνησε να παίζει ακορντεόν από οκτώ χρονών.
Έντεκα χρονών έγραφε στο ημερολόγιό της: "Θέλω να γίνω (καλή) τραγουδίστρια, να βλέπω το όνομά μου στις φωτεινές επιγραφές, να αρέσω και να με χειροκροτεί ο κόσμος". Μόλις τελείωσε το Δημοτικό εμφανίσθηκε με το ακορντεόν, αρχικά σε θερινούς κινηματογράφους μαζί με τον Αγκόπ και στη συνέχεια σε πανηγύρια, μαζί με δημοτικά συγκροτήματα.
Στα 13 είχε την πρώτη της επαφή με τη δισκογραφία, όπου σε ένα δισκάκι 45 στροφών είπε το πρώτο της τραγούδι με τίτλο "Ένα δειλινό του Απρίλη" στην εταιρεία Ντο-Ρε. Το 1965, σε ηλικία μόλις 16 ετών ηχογράφησε τις περίφημες «Συννεφιές» του Γιώργου Μητσάκη.
Απόστολος Καλδάρας, Γιάννης Σπανός, Γιώργος Κατσαρός, Γιώργος Μητσάκης, Άκης Πάνου, Λυκούργος Μαρκέας, Χρήστος Νικολόπουλος, Αλέξης Παπαδημητρίου, Σταμάτης Κραουνάκης συνεργάστηκαν μαζί της, ενώ μοιράστηκε το ίδιο μικρόφωνο με τα μεγαλύτερα ονόματα του λαϊκού τραγουδιού από τον Τόλη Βοσκόπουλο μέχρι τον Στέλιο Καζαντζίδη.
Περισσότερα Άρθρα...
- Μάρλον Μπράντο, ήταν ένας από τους πλέον σημαντικούς αμερικανούς ηθοποιούς του 20ού αιώνα
- Μαρία Πολυδούρη, ήταν Ελληνίδα ποιήτρια της νεορομαντικής σχολής
- Μέμος Μακρής, ήταν Έλληνας γλύπτης του 20ού αιώνα
- Φέρεντς Πούσκας, ήταν Ούγγρος ποδοσφαιριστής, μέλος της ομάδας της Ρεάλ Μαδρίτης, ως προπονητής οδήγησε τον Παναθηναϊκό στον τελικό του Κυπέλλου Πρωταθλητριών Ευρώπης