Άρθρα
Ρίτα Χέιγουορθ , Αμερικανίδα ηθοποιός, η ονειρική ζωή και το δραματικό τέλος της
Ρίτα Χέιγουορθ
η ονειρική ζωή και το δραματικό τέλος της.
Η Ρίτα Χέιγουορθ, ήταν Αμερικανίδα ηθοποιός και μια θρυλική καλλονή του Χόλιγουντ που έγινε διάσημη τη δεκαετία του 1940 και του 1950, πέθανε το βράδυ της 14ης Μαΐου του 1987, χτυπημένη από τη νόσο του Αλτσχάιμερ στο διαμέρισμά της στο Central Park του δυτικού Μανχάταν. Ήταν 68 ετών.
Η τεράστια ώθηση στην καριέρα της Ρίτα Χέιγουορθ ήταν η "Gilda", η οποία αντιμετώπισε προβλήματα λογοκρισίας, λόγω της αμφιλεγόμενης σκηνής του στριπτίζ. H εκρηκτική ηθοποιός φορούσε ένα μαύρο εφαρμοστό σατέν στράπλες φόρεμα και έβγαζε ντροπαλά τα μακριά μαύρα γάντια της ενώ τραγούδησε το "Put the Blame on Mame".
Από το 1981, την ηθοποιό φρόντιζε η δεύτερη κόρη της, πριγκίπισσα Γιασμίν Αγά Χαν, η οποία με τη δημοσιοποίηση της ασθένειας της μητέρας της, είχε τραβήξει την παγκόσμια προσοχή στη νόσο του Αλτσχάιμερ, για την οποία ελάχιστα ήταν γνωστά μέχρι τότε. Σύμφωνα με την πριγκίπισσα Γιασμίν, η υγεία της Ρίτα Χέιγουορθ έδειχνε σταθερή επιδείνωση τα τελευταία χρόνια, με αποτέλεσμα τον Φεβρουάριο, η πανέμορφη ηθοποιός να πέσει σε μια ημικωματώδη κατάσταση. Η Ρίτα Χέιγουορθ στο "Cover Girl".
Η επιτομή του Glamour. Η Ρίτα Χέιγουορθ ήταν η επιτομή της γοητείας του Χόλιγουντ, μια εντυπωσιακά όμορφη ηθοποιός και χορεύτρια. Κατά τη διάρκεια του Β 'Παγκοσμίου Πολέμου, οι pinup φωτογραφίες της, είχαν κατακλύσει τους τοίχους των στρατιωτικών θαλάμων, ενώ για πάνω από δύο δεκαετίες η θυελλώδης ερωτική της ζωή έδινε τροφή στα πρωτοσέλιδα και τα ταμπλόιντ της εποχής.
Ο Φρεντ Αστέρ, με τον οποίο είχε συμπρωταγωνιστήσει σε δύο ταινίες, έγραψε στην αυτοβιογραφία του ότι ήταν η αγαπημένη του παρτενέρ και ότι ο χορός ήταν ένα από τα γνήσια ταλέντα της. Ως τραγουδίστρια ωστόσο, δεν ήταν εξίσου προικισμένη, αν και εμφανίστηκε σε πολλά μιούζικαλ. Δεν ήταν όμως η φωνή ή η κίνηση ή το υποκριτικό της ταλέντο που απασχολούσε τους φαν της. Η Ρίτα Χέιγουορθ απέπνεε έναν μοναδικό αισθησιασμό που φαίνεται έντονα σε ταινίες όπως το "Blood and Sand" το "The Lady From Shanghai" και τη 'Gilda'. Στη "Gilda" μάλιστα το 1946, η θρυλική ηθοποιός είχε ρόλο-πειρασμό. Το συντηρητικό μεν (για την εποχή), στριπτίζ δε, μπορεί να περιορίστηκε στην αφαίρεση των γαντιών της, ωστόσο "σημάδεψε" δεκάδες χιλιάδες νέους άνδρες και αναστάτωσε τους πιο συντηρητικούς σε ολόκληρη την Αμερική. Στην ταινία ''You Were Never Lovelier".
Η Ρίτα Χέιγουορθ ξεκίνησε να απασχολεί τα σκανδαλοθηρικά έντυπα στα τέλη της δεκαετίας του 1940, όταν έκανε σχέση με τον πρίγκιπα Αλί Χαν, τον playboy γιο ενός πνευματικού ηγέτη εκατομμυρίων Ισμαηλιτών Μουσουλμάνων. Παντρεύτηκαν το 1949, αλλά τον χώρισε λίγο αργότερα, όπως έκανε και με τους άλλους τέσσερις συζύγους της, συμπεριλαμβανομένου του Όρσον Γουέλς. Όσο η Ρίτα Χέιγουορθ μεγάλωνε, κατάφερε (με επιτυχία) να μεταπηδήσει από την εικόνα της σέξι pinup σε πιο ώριμους ρόλους σε ταινίες όπως το "Separate Tables" το 1958 και το "They Came to Cordura" το 1959. Από τα τέλη της δεκαετίας του 1960 όμως έκανε εμφανίσεις σε μικρές ταινίες, οι περισσότερες από αυτές ευρωπαϊκές παραγωγές. Η νόσος του Αλτσχάιμερ, μια καταστροφική ψυχική ασθένεια που επηρεάζει τον εγκέφαλο, φέρνει απώλεια μνήμης και φθορά σωματικών λειτουργιών την άφησε, σύμφωνα με την κόρη της, "εντελώς αβοήθητη".
Η ζωή ενός ινδάλματος. Η Ρίτα Χέιγουορθ γεννήθηκε στη Νέα Υόρκη, στις 17 Οκτωβρίου 1918. Ο πατέρας της, Eντουάρντο Κανσίνο, ήταν Ισπανός χορευτής και η μητέρα της, Βόλγα Χόγουορθ, showgirl των Ziegfeld Follies. Ονόμασαν την κόρη τους Μαργαρίτα Κάρμεν Κανσίνο, αλλά το άλλαξαν σε Ρίτα Κανσίνο όταν άρχισε να χορεύει επαγγελματικά στην ηλικία των 12. Με το όνομα αυτό θα κάνει τις πρώτες 10 ταινίες της. Έκανε τα πρώτα της βήματα ως Ρίτα Κανσίνο. Η ομορφιά της ήταν αδιαμφισβήτητη, ωστόσο λίγο μοιάζει στα πρώτα της βήματα με την εκρηκτική ντίβα στην οποία εξελίχθηκε. Η δουλειά του πατέρα της ήταν η αφορμή για την οικογένεια να μετακομίσει στο Λος Άντζελες. Εκεί μόλις η Ρίτα Χέιγουορθ τελείωσε το Γυμνάσιο, ξεκίνησε εμφανίσεις μαζί με τον πατέρα της σε clubs στην Τιχουάνα και το Μεξικό. Στα 16 της, την εντόπισε ένας παραγωγός της Fox Film Company και της πρόσφερε το πρώτο μεγάλο επαγγελματικό συμβόλαιο με την εταιρεία.
Έκανε το ντεμπούτο της το 1935 στην ταινία "Under the Pampas Moon" και εμφανίστηκε ως Ρίτα Κανσίνο σε μια σειρά από μικρούς ρόλους, όπως αυτή ενός κοριτσιού σε μια αίθουσα χορού στην ταινία του Σπένσερ Τρέισι "Dante's Inferno". Άλλες ταινίες που έκανε εκείνη την περίοδο ήταν το "Charlie Chan in Egypt" το "Human Cargo" και το "Meet Nero Wolfe". Η συγχώνευση της εταιρείας Fox με την 20th-Century Pictures, άφησε τη νεαρή χορεύτρια χωρίς συμβόλαιο και δουλειά, αλλά το 1937 η τύχη της άλλαξε. Γνώρισε και παντρεύτηκε τον άνθρωπο που θα έπαιρνε τα ηνία της καριέρας της και θα άλλαζε δραματικά την πορεία της.
Ο Έντουαρντ Τζάντσον, ένας πονηρός επιχειρηματίας 22 χρόνια μεγαλύτερός της, ουσιαστικά τη μεταμόρφωσε, καθοδηγώντας την να αλλάξει το σχήμα των φυδιών και το χρώμα των μαλλιών της. Από μελαχρινή καλλονή με λατινικά χαρακτηριστικά, η Ρίτα Χέιγουορθ μεταλλάχθηκε σε εκρηκτική πυρόξανθη κοσμοπολίτισσα. Ως διευθυντής της και μάνατζερ πλέον, ο Τζάντσον άλλαξε το όνομα της, επιλέγοντας το πατρικό (Χόγουορθ) της μητέρας της, με τη μόνη διαφορά ότι πρόσθεσε το γράμμα 'y' για να αποσαφηνίσει την προφορά. Προσέλαβε ατζέντηδες, ώστε να προωθήσουν το νέο όνομα και την εικόνα της Ρίτα Χέιγουορθ σε εφημερίδες και περιοδικά και κατάφερε τελικά να υπογράψει η ανανεωμένη σύζυγός του, συμβόλαιο επτά ετών στην Columbia Pictures.
Παρά την μεγάλη αλλαγή, συνέχισε να παίρνει ρόλους σε ταινίες χαμηλού μπάτζετ, με εξαίρεση την επιτυχία του το 1939 ''Only Angels Have Wings'' στην οποία πρωταγωνιστούσε τον Κάρι Γκραντ. Αν και ο σκηνοθέτης, Χάουαρντ Χοκς, της έδωσε τον δεύτερο γυναικείο ρόλο (της άπιστης συζύγου), για τη Ρίτα Χέιγουορθ, ήταν ο πρώτος με τον οποίο θα αποσπούσε διθυραμβικά σχόλια. Μια "Θεά του έρωτα" αναδύεται. Από το 1941, η Ρίτα Χέιγουορθ άρχισε να εξελίσεται γρήγορα σε ένα από τα πιο λαμπερά αστέρια του Χόλιγουντ, εμπνέοντας τον Γουίνθροπ Σάρτζεντ, έναν συγγραφέα του περιοδικού LIFE, να την κατονομάσει "Μεγάλη Αμερικανίδα Θεά του έρωτα", ένα παρατσούκλι που η ίδια λάτρεψε όσο και το κοινό της. Ως δανεική στην Warner Brothers, η Ρίτα Χέιγουορθ εμφανίστηκε με τον Τζέιμς Κάγκνεϊ στο "Strawberry Blonde" το 1941 και πίσω στην Columbia, ήρθε η καταξίωση όταν ο Φρεντ Αστέρ την επέλεξε για παρτενέρ στο "You'll Never Get Rich" το 1941, μια τεράστια επιτυχία που την έκανε διάσημη.
Το 1942, εμφανίστηκε σε άλλες τρεις επιτυχημένες ταινίες, το "My Gal Sal," το "Tales of Manhattan" και την τελευταία ταινία στο πλευρό του Φρεντ Αστέρ "You Were Never Lovelier". Η ερμηνεία της στο "Cover Girl" με τον Τζιν Κέλι το 1944, έστρεψε πάνω της την προσοχή του περιοδικού LIFE, το οποίο τύπωσε και δημοσίευσε μια φωτογραφία της, με προκλητική μαύρη δαντέλα, που έγινε διάσημη σε όλο τον κόσμο και κυρίως στους Αμερικανούς στρατιώτες. Μάλιστα η εικόνα έμελλε να κοσμήσει μια ατομική βόμβα του αμερικανικού στρατού, που χρησιμοποιήθηκε σε δοκιμή στο νησί του Ειρηνικού Bikini atoll το 1946. Η προκλητική φωτογραφία που τύπωσε το LIFE. Η τεράστια ώθηση όμως στην καριέρα της Ρίτα Χέιγουορθ ήταν η "Gilda", η οποία αντιμετώπισε προβλήματα λογοκρισίας σε ορισμένες περιοχές της Αμερικής, λόγω της αμφιλεγόμενης σκηνής του στριπτίζ. Στην ταινία η εκρηκτική ηθοποιός φορούσε ένα μαύρο εφαρμοστό σατέν στράπλες φόρεμα και έβγαζε ντροπαλά τα μακριά μαύρα γάντια της ενώ τραγούδησε το "Put the Blame on Mame". Στην πραγματικότητα, η φωνή ήταν της Ανίτα Έλις. Ο Γάμος με τον Όρσον Γουέλς. Με τον σύζυγό της Όρσον Γουέλς και την κόρη τους Ρεμπέκα.
Η Ρίτα Χέιγουορθ που είχε πάρει διαζύγιο από τον πρώτο της σύζυγο, παντρεύτηκε το 1943 τον Όρσον Γουέλς και απέκτησαν μια κόρη, τη Ρεμπέκα. Έζησαν μαζί μέχρι το 1949 και κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων της ταινίας "The Lady From Shanghai" που σκηνοθετούσε ο Γουέλς, του ζήτησε διαζύγιο.
Είχε ήδη γνωρίσει και ερωτευτεί τον πρίγκιπα Αλί Xαν και δεδομένου ότι δεν είχε βγει ακόμη το διαζύγιο της, τα ταξίδια τους στην Ευρώπη προκάλεσαν τη δημόσια αγανάκτηση. Με την οικογένεια του Αλί Χαν. Όταν παντρεύτηκαν το 1949, σχολιάστηκε έντονα το γεγονός ότι η Ρίτα Χέιγουορθ ήταν έγκυος. Ο γάμος δεν θα διαρκούσε πολύ.
Μόλις δύο χρόνια αργότερα χώρισε τον Αλί Xαν και στη συνέχεια παντρεύτηκε και χώρισε από τον τραγουδιστή Ντικ Χέιμς. Ο τελευταίος της σύζυγος ήταν ο Τζέιμς Χιλ, ένας παραγωγός ταινιών.
Η Ρίτα Χέιγουορθ έκανε περισσότερες από 40 ταινίες συμπεριλαμβανομένων των "Affair in Trinidad" (1952), "Salome", "Miss Sadie Thompson" (1953), "Fire Down Below" (1957), "The Story on Page One" (1960), "The Poppy Is Also a Flower" (1967) και "The Wrath of God" (1972).
Το 1971 προσπάθησε να κάνει άλλη μια ταινία, αλλά διέκοψε απότομα τα γυρίσματα αφού δεν ήταν σε θέση να θυμηθεί τις ατάκες της. Οι γιατροί μίλησαν για τελευταίο στάδιο αλκοολισμού, ωστόσο αργότερα φάνηκε ότι η διάγνωση του αλκοολισμού ήταν εσφαλμένη και ότι η Ρίτα Χέιγουορθ υπέφερε από τα πρώτα στάδια της νόσου του Αλτσχάιμερ.
Η Ρίτα Χέιγουορθ το 1977 όταν η νόσος του Αλτσχάιμερ είχε ήδη κάνει την εμφάνισή της.
Τον Ιούνιο του 1981, ένα δικαστήριο στο Λος Άντζελες δήλωσε ότι η ηθοποιός δεν ήταν σε θέση να φροντίσει τον εαυτό της, έτσι την πήρε υπό την προστασία της η κόρη της, πριγκίπισσα Γιασμίν και οι δύο γυναίκες πήγαν στη Νέα Υόρκη.
Το 1985 η πριγκίπισσα Γιασμίν παντρεύτηκε τον Έλληνα Βασίλη Εμπειρίκο, αλλά ο γάμος κράτησε πολύ λίγο. Μαζί απέκτησαν έναν γιο, τον Άντριου.
Η άλλη κόρη της Ρίτας Χέιγουορθ, η Ρεμπέκα Γουέλς, ζει στην Ουάσιγκτον.
Η πριγκίπισσα Γιασμίν είναι αντιπρόεδρος του οργανισμού για το Αλτσχάιμερ και πρόεδρος της Διεθνούς Εταιρείας Νόσου Αλτσχάιμερ.
Κάρολος Δ΄ της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας
Κάρολος Δ΄
της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας
Βιογραφικά στοιχεία
Ήταν ο μεγαλύτερος γιος και διάδοχος του βασιλιά Ιωάννη της Βοημίας, ο οποίος πέθανε στη μάχη του Crécy στις 26 Αυγούστου 1346. Τα παιδικά του χρόνια ο Κάρολος τα πέρασε στο κάστρο Κρίβοκλατ. Το 1334, η πρώτη γυναίκα του, Λευκή του Βαλουά, γέννησε στο κάστρο την κόρη τους, Μαργαρίτα. Για να διασκεδάσει τη βασίλισσα και τους νεαρούς πρίγκιπες, ο Κάρολος ζήτησε από τους χωρικούς να πιάσουν αηδόνια και να τα ελευθερώσουν σε μια δασώδη περιοχή κάτω από το κάστρο. Σήμερα, μπορεί ο επισκέπτης του κάστρου να διασχίσει το "μονοπάτι των Αηδονιών".
Ο Κάρολος κληρονόμησε την Κομητεία του Λουξεμβούργου και το Βασίλειο της Βοημίας από τον πατέρα του. Στις 2 Σεπτεμβρίου 1347, ο Κάρολος στέφθηκε βασιλιάς της Βοημίας.
Στις 11 Ιουλίου 1346 οι Πρίγκηπες-Εκλέκτορες τον εξέλεξαν βασιλιά των Ρωμαίων (rex Romanorum), αντί του Λουδοβίκου Δ΄. Ο Κάρολος στέφθηκε στις 26 Νοεμβρίου 1346 στη Βόννη. Μετά τον θάνατο του αντιπάλου του, επανεξελέγη στις 17 Ιουνίου 1349 και στέφθηκε ξανά βασιλιάς των Ρωμαίων στις 25 Ιουλίου του ιδίου έτους. Στις 6 Ιανουαρίου 1355 στέφθηκε βασιλιάς της Ιταλίας και στις 5 Απριλίου έγινε αυτοκράτορας της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Η στέψη του ως βασιλιάς της Βουργουνδίας καθυστέρησε μέχρι τις 4 Ιουνίου του 1365, οπότε και έγινε ο προσωπικός ηγεμόνας όλων των βασιλείων της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.
Βασιλεία
Η περίοδος κατά την οποία βασίλευε ο αυτοκράτορας της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, Κάρολος Δ΄, ήταν η χρυσή εποχή της Πράγας. Με την υποστήριξη αυτού του σοφού και μορφωμένου βασιλιά ανοικοδομήθηκε το κάστρο της πόλης και ανεγέρθηκαν πολλά νέα ιδρύματα, όπως το Πανεπιστήμιο του Καρόλου, το πρώτο πανεπιστήμιο της Κεντρικής Ευρώπης, ενώ κορυφώθηκε και η ανέγερση θρησκευτικών κτηρίων. Το 1340, ο Κάρολος Δ΄ ξαναέχτισε το παλάτι και το 1344 θεμελίωσε τον γοτθικό Καθεδρικό Ναό του Αγίου Βίτου, του σημαντικότερου οροθέσιου της Πράγας.
Το 1347, ο Κάρολος Δ΄ ίδρυσε την εκκλησία της Παναγίας του Χιονιού για να γιορτάσει τη στέψη του και την ίδια χρονιά ίδρυσε το μοναστήρι Να Σλόβανεχ. Την επόμενη χρονιά (1348) ίδρυσε τη Νέα Πόλη της Πράγας (Νόβε Μέστο), όπου στο κέντρο της αγοράς έχτισε έναν ξύλινο πύργο, στον οποίο, μία φορά το χρόνο, εκτείθονταν τα κοσμήματα του Στέμματος. Το 1351, ίδρυσε την εκκλησία του Αγίου Στεφάνου στην Πράγα, ως ενοριακή εκκλησία της άνω Νέας Πόλης.
Το 1354, ίδρυσε ένα μοναστήρι στη θέση της σημερινής εκκλησίας της Αγίας Αικατερίνης στην Πράγα, ως ενθύμιο για τη νίκη του στη Μάχη του Σαν Φελίτσε στην Ιταλία (1332) ενώ το 1357 ξεκίνησε υπό την αιγίδα του η κατασκευή της γέφυρας του Καρόλου. Το 1360-1362, κατόπιν διαταγής του κατασκευάστηκαν τα οχυρωματικά έργα γύρω από το νότιο άκρο του Μικρού Μέρους, γνωστά ως Τείχος του Λιμού (Χλάντοβα Ζεντ). Σύμφωνα με την ιστορία, ο Κάρολος διέταξε να κατασκευαστεί το τείχος με σκοπό να προσφέρει δουλειά στους φτωχούς κατοίκους σε μία περίοδο λιμού.
Ο Κάρολος Δ΄ ίδρυσε επίσης το κάστρο Κάρλσταϊν, 25 χιλιόμετρα νοτιοδυτικά της Πράγας, το οποίο εξυπηρετούσε τρεις σκοπούς: ήταν εξοχική κατοικία, θησαυροφυλάκιο για τα κοσμήματα του Στέμματος και σύμβολο του θεϊκού δικαιώματος του Καρόλου να κυβερνά την Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Επιπλέον, ο Κάρολος Δ΄ ίδρυσε την πόλη Κάρλοβι Βάρι. Σύμφωνα με το θρύλο, ανακάλυψε μία από τις ιαματικές πηγές που θα έκαναν διάσημη την πόλη, όταν ένα από τα λαγωνικά του έπεσε σε αυτήν.
Τόπος ταφής
Ο Κάρολος Δ΄ απεβίωσε στην Πράγα στις 29 Νοεμβρίου του 1378. Ο βασιλικός τάφος του βρίσκεται σε κρύπτη του καθεδρικού του Αγίου Βίτου στην Πράγα.
Αλέξανδρος ο Νιέφσκι, ο πρίγκιπας που έγινε Άγιος
Αλέξανδρος ο Νιέφσκι
Ο Αλέξανδρος ο Νιέφσκι, είναι μία από τις σημαντικότερες προσωπικότητες της μεσαιωνικής Ρωσίας και άγιος της Ρωσικής Εκκλησίας. Υπήρξε ηγέτης της Δημοκρατίας του Νόβγκοροντ και κατόπιν ολόκληρης της Ρωσίας σε μια πολύ δύσκολη περίοδο για τον ανατολικό σλαβικό κόσμο. (13 Μαΐου 1221 - 14 Νοεμβρίου 1263)
Ο Αλέξανδρος γεννήθηκε στο Περεσλάβλ (νυν Περεσλάβλ-Ζαλέσκι του Γιαροσλάβλ) στις 13 Μαΐου 1221. Ήταν ο τέταρτος γιος του Γιαροσλάβ Βζέβολοντοβιτς, Ρουρικίδη διαδόχου του θρόνου και μετέπειτα Μεγάλου Πρίγκιπα του Βλαντίμιρ. Βλέποντας ότι δεν είχε πιθανότητες να φορέσει το στέμμα του Βλαντίμιρ, σε ηλικία μόλις 16 ετών αποδέχθηκε την πρόταση της Φεουδαλικής Δημοκρατίας του Νόβγκοροντ να αναλάβει Δούκας της και άφησε την πατρίδα του για να εγκατασταθεί στο Νόβγκοροντ, σε μια συγκυρία που δεν ήταν καθόλου ευνοϊκή:
Η Εμπορική Οδός Βαράγγων - Ελλήνων που έφερνε πλούτο είχε σταματήσει.
Σχεδόν όλο το Κράτος των Ρως εκτός από το Νόβγκοροντ είχε μόλις καταλυθεί από τους Τατάρους της Χρυσής Ορδής και διασπασθεί σε δεκάδες μικρά πριγκιπάτα, τα περισσότερα ελεγχόμενα διά φόρου υποτέλειας.
Δύο δυνάμεις από τα δυτικά εποφθαλμιούσαν τα εδάφη του Νόβγκοροντ: οι Σουηδοί που επιθυμούσαν να ανασυστήσουν τις ποτάμιες εμπορικές οδούς από τη Βαλτική έως τη Μαύρη Θάλασσα, και οι γερμανοί Τεύτονες Ιππότες που ήδη ήλεγχαν τη Λιβονία (νυν Εσθονία & Λετονία).
Η απόκρουση των Σουηδών (1240)
Ο νεαρός δούκας κλήθηκε πολύ γρήγορα να αποδείξει τις ικανότητές του. Το 1240 ο σουηδικός στρατός εισέβαλε στην Ίνγκρια με στόχο να αποκτήσει τον έλεγχο του Νέβα και της Λάντογκα, ώστε μακροπρόθεσμα να χρησιμοποιήσει την περιοχή ως ορμητήριο για περαιτέρω επέκταση. Ο Αλέξανδρος κινήθηκε ταχύτατα με ένα μικρό στράτευμα, θέλοντας να φθάσει τους εισβολείς πριν μπουν στην οχυρωμένη Λάντογκα. Τους πρόλαβε τελικά στη συμβολή του Νέβα με τον Ιζόρα και τους επιτέθηκε αιφνιδιαστικά τη νύχτα (Μάχη του Νέβα, 15 Ιουλίου 1240).
Οι Σουηδοί δεν πρόλαβαν καλά-καλά να βγουν από τα πλοία τους (ο Νέβας είναι πλωτός ποταμός) και ο Αλέξανδρος θριάμβευσε - έκτοτε έλαβε το προσωνύμιο Νιέφσκι (ελλ.: του Νέβα). Η νίκη αυτή είχε μεγάλη σημασία για το μέλλον του Νόβγκοροντ, αφού απέτρεψε μία ενδεχόμενη εκστρατεία μεγάλης κλίμακας των Σουηδών στη ΒΔ Ρωσία τα επόμενα χρόνια.
Όσο κι αν φαίνεται παράξενο, ο Αλέξανδρος μετά τη νίκη στο Νέβα διατάχθηκε να επιστρέψει στην πατρίδα του. Τα αίτια εντοπίζονται στο εξής: η πολιτική εξουσία στη Δημοκρατία του Νόβγκοροντ ασκούνταν κυρίως από τους Βογιάρους (παραδοσιακή αριστοκρατία) και τη Βέτσε (λαϊκή συνέλευση). Από την άλλη ο Δούκας (ρωσ: κνιαζ) ήταν πρωτίστως στρατιωτικό αξίωμα, με αρμοδιότητες που οριοθετούνταν σαφώς από ειδικό συμβόλαιο που υπέγραφε όταν αναλάμβανε καθήκοντα.
Όμως ο Αλέξανδρος είχε αποκτήσει τέτοια δημοφιλία που ήταν εύκολο να αρχίσει να συγκεντρώνει και πολιτική δύναμη, πράγμα που ενόχλησε τους βογιάρους και οδήγησε στην «απόλυσή» του. Τηρουμένων των αναλογιών, η ιστορία αυτή θυμίζει τον εξοστρακισμό της αρχαίας Αθήνας.
Η νίκη επί των Γερμανών (1241-1242)
Ελάχιστο χρόνο αργότερα οι Τεύτονες Ιππότες της Λιβονίας άρχισαν να εκδηλώνουν έμπρακτα την επιθετικότητά τους. Αφού κατέλαβαν το Πσκοβ, τη δεύτερη μεγαλύτερη πόλη της Δημοκρατίας, άρχισαν να πραγματοποιούν ληστρικές επιδρομές στα περίχωρα του Νόβγκοροντ. Ο Αλέξανδρος ανακλήθηκε από την ιδιότυπη εξορία του και επέστρεψε στην πόλη την άνοιξη του 1241, αν και η πρώτη του αντίδραση ήταν αρνητική. Τους πρώτους μήνες αφοσιώθηκε στην αποκατάσταση του ελέγχου στις κοντινές περιοχές και μόνο όταν ένιωσε αρκετά προετοιμασμένος εξεστράτευσε δυτικά για να απελευθερώσει το Πσκοβ.
Η μάχη - κλειδί ήταν αυτή της λίμνης Πέιπους (ή Τσούντσκο-Πσκόβσκοε), στις 5 Απριλίου 1242. Ο Αλέξανδρος ήταν επικεφαλής μιας δύναμης 4.000 - 5.000 πεζών. Οι τεύτονες (υπό τις διαταγές του Χέρμαν φον Μπουξχέβντεν) μαζί με τους Δανούς και Εσθονούς συμμάχους τους ήταν περίπου οι μισοί, αλλά από αυτούς οι χίλιοι ήταν ιππότες και έως τότε θεωρούνταν ανίκητοι.
Γνωρίζοντας ότι δύσκολα θα μπορούσε να ανταπεξέλθει σε μάχη ενάντια στο σιδερόφρακτο ιππικό, ο Αλέξανδρος έκανε το εξής τέχνασμα: Παρέσυρε τους Τεύτονες στην παγωμένη επιφάνεια της λίμνης, όπου τα άλογα γλιστρούσαν και δε μπορούσαν να εκτελέσουν γρήγορους ελιγμούς! Η σύγκρουση έληξε με νίκη του στρατού του Νόβγκοροντ και έμεινε στην ιστορία ως Μάχη των Πάγων, η δε ήττα των Tευτόνων σήμανε το τέλος της προσπάθειάς τους να επεκταθούν προς ανατολάς εις βάρος του Νόβγκοροντ.
Η συμμαχία με τους Τατάρους (1241)
Έχοντας εδραιώσει τη θέση του μετά την εκδίωξη των Τευτόνων, ο Αλέξανδρος Νιέφσκι προσκλήθηκε από τον Πάπα της Ρώμης να αναλάβει εκστρατεία κατά των αλλοθρήσκων Τατάρων της Χρυσής Ορδής. Η απάντησή του ήταν αρνητική, αφού ήδη από τον προηγούμενο χρόνο είχε προβεί σε μία άτυπη συμμαχία μαζί τους. Υπάρχουν διάφορες εικασίες για τα αίτια αυτής της επιλογής, όχι απαραίτητα αντίθετες μεταξύ τους:
Φοβόταν πως δε θα μπορούσε να νικήσει τους Τατάρους, που λίγα νωρίτερα είχαν φθάσει μέχρι τις πύλες της Βιέννης. Επιπλέον πρέπει να έχουμε υπ' όψιν μας ότι δεν ήταν παρά ο ηγέτης ενός μικρού κρατιδίου που απειλούνταν και από Σουηδούς - Γερμανούς, επομένως δε μπορούσε να έχει διαρκώς τρία μέτωπα ανοικτά.
Πίστευε ότι ο καθολικισμός αντιπροσώπευε μεγαλύτερη απειλή για το λαό του απ' ό,τι οι Τάταροι, που ενδιαφέρονταν μόνο για τη συλλογή φόρου υποτέλειας και δε νοιάζονταν να προσαρτήσουν τους υποτελείς τους ή να τους επιβάλουν άλλη θρησκεία. Εξάλλου ήταν ακόμα νωπές οι μνήμες της άλωσης της Κωνσταντινούπολης από τους Σταυροφόρους (1204).
Εκτιμούσε ότι η ύπαρξη της Χρυσής Ορδής στα νότια ήταν ένα φόβητρο που απέτρεπε τους βογιάρους από το να αμφισβητήσουν ξανά την πολιτική ισχύ του, καθώς και τον απλό λαό από το να ζητά μεταρρυθμίσεις.
Προτιμούσε να εξευμενίζει τους Τατάρους διά της πληρωμής φόρου υποτέλειας αντί να τους εξαγριώνει. Με αυτόν τον τρόπο ήθελε να κρατήσει τις ρωσικές περιοχές ανέπαφες από τη μανία του ταταρικού στρατού, ελπίζοντας ότι στο μέλλον οι συνθήκες για διεκδίκηση πλήρους ανεξαρτησίας θα ήταν πιο ώριμες.
Όποια κι αν είναι η πραγματική αιτία, η αλήθεια είναι ότι ο Αλέξανδρος συνεργάσθηκε άψογα με τη Χρυσή Ορδή. Υπήρξαν περιπτώσεις που ο ίδιος έπεισε ρωσικά κρατίδια να συνεχίσουν να πληρώνουν το φόρο υποτέλειας αντί να εξεγερθούν. Περνούσε μεγάλα διαστήματα στο Σαράι, την ταταρική πρωτεύουσα, και η φιλία του με τον Σαρτάκ (γιο και διάδοχο του Μεγάλου Μπατού Χαν) ήταν τόσο βαθιά που το 1241 είχαν γίνει αδελφοποιητοί. Λέγεται επίσης πως αργότερα έπεισε τον Σαρτάκ να βαπτισθεί χριστιανός, αλλά δεν υπάρχουν επαρκείς αποδείξεις.
Η κυριαρχία σε ολόκληρη τη Ρωσία (1252-1263)
Με τη στήριξη των Τατάρων ο Αλέξανδρος Νιέφσκι και ο αδελφός του Αντρέι έγιναν (ή ορθότερα διορίσθηκαν) κύριοι ολόκληρης της Ρωσίας το 1248. Ο Αλέξανδρος έλαβε τα δυτικά πριγκιπάτα γύρω από το Κίεβο (συν το Νόβγκοροντ που ήδη εξουσίαζε), ενώ ο Αντρέι τα ανατολικά με κέντρο το Βλαντίμιρ.
Σύντομα ο ενθουσιώδης Αντρέι μεταστράφηκε και προσπάθησε να συνενώσει τις περιοχές που εξουσίαζε σε κοινό αγώνα εναντίον της Χρυσής Ορδής. Ο Αλέξανδρος πρόδωσε τον αδελφό του, πιθανά φοβούμενος ότι πίσω του βρισκόταν ο Πάπας. Ενημέρωσε το Σαράι για τις κινήσεις του Αντρέι και έπεισε τον Χαν να του δώσει και το θρόνο του Βλαντίμιρ. Μετά από αυτό ο Αλέξανδρος έγινε κύριος ολόκληρης της Ρωσίας (1252), ενώ ο καθηρημένος αδελφός του διέφυγε στη Σουηδία.
Στα χρόνια που ακολούθησαν ο Αλέξανδρος υπήρξε η κυρίαρχη προσωπικότητα του ρωσικού κόσμου, αλλά και ο καλύτερος τοποτηρητής των συμφερόντων της Χρυσής Ορδής. Πολλές φορές παρενέβη προσωπικά όταν διάφορα πριγκιπάτα αρνούνταν να πληρώσουν το φόρο υποτέλειας, αποτρέποντάς τα από μια τέτοια κίνηση που (κατά τη γνώμη του) ισοδυναμούσε με αυτοκτονία, αφού θα προκαλούσε την οργή του Σαράι. Μία ακόμα συνέπεια της στάσης του είναι ότι απήλλαξε τη Χρυσή Ορδή από την ανάγκη να διοργανώνει συνεχώς εκστρατείες, δίνοντάς της έτσι την ευκαιρία να ασχοληθεί με τα εσωτερικά της ζητήματα και να οργανώσει κανονικό βασίλειο (Χανάτο).
Ο θάνατος βρήκε τον Αλέξανδρο σε ηλικία μόλις 43 ετών καθώς επέστρεφε στο Βλαντίμιρ από το Σαράι, όπου θρυλείται πως είχε πάει για να ζητήσει επιεική μεταχείριση για κάποια πριγκιπάτα που δεν ήθελαν να πληρώσουν φόρο υποτέλειας. Ταξίδευε ήδη σοβαρά άρρωστος όταν εξέπνευσε στην πόλη Γκοροντέτς του Βόλγα στις 14 Νοεμβρίου 1263.
Ο Αλέξανδρος στη ρωσική συλλογική μνήμη
Λίγα μόλις χρόνια μετά το θάνατό του, στα τέλη του 13ου αιώνα, εμφανίσθηκε ένα χρονικό με τίτλο Η ζωή του Αλέξανδρου Νιέφσκι (Житие Александра Невского). Σε αυτό περιγράφεται ως ο ιδανικός πρίγκιπας που πολεμούσε στην πρώτη γραμμή κατά των εχθρών και έσωσε τη Ρωσία. Αυτή είναι η θέση που πήρε ο Αλέξανδρος στη ρωσική λαϊκή παράδοση, υποβαθμίζοντας τις σχέσεις του με τη Χρυσή Ορδή.
Η Ρωσική Εκκλησία τον ανακήρυξε άγιο το 1547. Η εορτή του τιμάται στις 30 Αυγούστου και στις 23 Νοεμβρίου.
Το 1703 ο Μέγας Πέτρος ίδρυσε στο δέλτα του Νέβα την Αγία Πετρούπολη. Σε ένα σημείο της νέας πρωτεύουσας ίδρυσε τη Λαύρα του Αλέξανδρου Νιέφσκι και μετέφερε εκεί τα οστά του από το Βλαντίμιρ. Ως σήμερα η Λαύρα είναι η σημαντικότερη μονή της πόλης, ενώ στεγάζει και το νεκροταφείο των σπουδαιότερων προσωπικοτήτων της.
Το 1725 η αυτοκράτειρα Αικατερίνη καθιέρωσε το παράσημο του Τάγματος του Αλέξανδρου Νιέφσκι. Με την επικράτηση της Οκτωβριανής Επανάστασης το παράσημο καταργήθηκε, αλλά επανήλθε κατά το Μεγάλο Πατριωτικό Πόλεμο για ανδραγαθήματα κατά των Γερμανών εισβολέων.
Κατόπιν απόφασης του Ιωσήφ Στάλιν, το 1938 ο Σεργκέι Αϊζενστάιν γύρισε την κινηματογραφική ταινία Αλέξανδρος Νιέφσκι. Σκοπός ήταν η δημιουργία ενός έπους που θα τόνωνε το εθνικό συναίσθημα των σοβιετικών εν όψει της επαπειλούμενης ναζιστικής εισβολής στη Σοβιετική Ένωση, γι' αυτό και η ταινία περιορίσθηκε στα γεγονότα του 1241 - 1242, ενώ δεν έγινε καμία αναφορά στο μετέπειτα βίο του Αλεξάνδρου και τη συνεργασία του με τους Μογγόλους. Η αξία όμως της ταινίας ήταν τόσο υψηλή που υπερέβη την πολιτική σκοπιμότητα και χαρακτηρίζεται ως ένα από τα αριστουργήματα του παγκοσμίου κινηματογράφου.
Το όνομά του δόθηκε σε πολλά πλοία τόσο στην τσαρική όσο και στη σοβιετική περίοδο. Ένα από αυτά, το ιστιοφόρο Αλέξανδρος Νιέφσκι, είχε λάβει μέρος στη Ναυμαχία του Ναυαρίνου το 1827. Συνεχίζοντας την παράδοση, το όνομά του πρόκειται να δοθεί σε ένα πυρηνοκίνητο υποβρύχιο που κατασκευάζεται στις μέρες μας για το ρωσικό Πολεμικό Ναυτικό.
Τέλος, σε δημοσκόπηση που διεξήγαγε το 2008 η ρωσική κρατική τηλεόραση με συμμετοχή περίπου 50.000.000 ατόμων, ο Νιέφσκι ψηφίσθηκε ως ο σπουδαιότερος Ρώσος όλων των εποχών.
Σημειώσεις
1. Ο όρος Ρωσία είναι μεταγενέστερος της εποχής του Αλεξάνδρου. Στο παρόν άρθρο χρησιμοποιείται καταχρηστικά για να περιγράψει τα κρατίδια που προέκυψαν από τη διάσπαση του Κράτους των Ρως, περιλαμβάνοντας και αυτά που αργότερα εξελίχθηκαν σε τμήματα της Ουκρανίας.
2. Μέχρι και τα μέσα του 13ου αι. η Χρυσή Ορδή δεν ήταν κράτος με την συνήθη έννοια του όρου, αλλά έμοιαζε περισσότερο με περιπλανώμενο στρατό νομάδων - πολεμιστών.
Ερνέστο Τσε Γκεβάρα, ήταν Αργεντινός γιατρός, κομμουνιστής Μαρξιστής-Λενινιστής επαναστάτης, ένας από τους αρχηγούς των ανταρτών στην Κούβα και πολιτικός
Ερνέστο Τσε Γκεβάρα
Ο Ερνέστο Γκεβάρα ντε λα Σέρνα, γνωστός ως Τσε Γκεβάρα ή απλά Τσε, ήταν Αργεντινός γιατρός, κομμουνιστής Μαρξιστής-Λενινιστής επαναστάτης, ένας από τους αρχηγούς των ανταρτών στην Κούβα και πολιτικός. (ισπανικά: Ernesto Guevara de la Serna) (14 Ιουνίου 1928, Ροσάριο, Αργεντινή - 9 Οκτωβρίου 1967, Λα Ιγκέρα, Βολιβία)
Συμμετείχε στο κίνημα της 26ης Ιουλίου που πέτυχε την ανατροπή του δικτατορικού καθεστώτος του Φουλχένσιο Μπατίστα στην Κούβα, αρχικά προσφέροντας τις ιατρικές γνώσεις του και αργότερα ως διοικητής των ανταρτών, ενώ υπήρξε μέλος της επαναστατικής κουβανικής κυβέρνησης προωθώντας ριζικές μεταρρυθμίσεις. Το 1965, πιστός στη νίκη της επανάστασης στην Κούβα, έφυγε με στόχο την οργάνωση νέων επαναστατικών κινημάτων στο Κονγκό και αργότερα στη Βολιβία, όπου τραυματίστηκε, συνελήφθη και δολοφονήθηκε.
Όπως και ο Μάο Τσετούνγκ, ο Ερνέστο Γκεβάρα ανάπτυξε θεωρίες πάνω στη στρατηγική και την τακτική του μοντέρνου ανταρτοπολέμου και προσπάθησε να εφαρμόσει τις θεωρίες στην πράξη.
Βιογραφία
Παιδικά χρόνια και εφηβεία
Ο Ερνέστο Γκεβάρα γεννήθηκε στο Ροσάριο της Αργεντινής, γιος της Σέλια ντε λα Σέρνα και του Ερνέστο Γκεβάρα Λιντς, το μεγαλύτερο από τα συνολικά πέντε παιδιά της οικογένειας.
Σύμφωνα με το πιστοποιητικό γέννησής του, γεννήθηκε στις 14 Ιουνίου 1928.
Κατά τον βιογράφο του, Τζον Λι Άντερσον, η πραγματική ημερομηνία γέννησής του τοποθετείται νωρίτερα, στις 14 Μαΐου του ίδιου έτους.
Η άποψη αυτή στηρίζεται σε μαρτυρία μίας αστρολόγου, στην οποία φέρεται να εξομολογήθηκε η μητέρα του πως ήταν ήδη τριών μηνών έγκυος όταν παντρεύτηκε τον Ερνέστο Γκεβάρα Λιντς.
Η οικογένειά του ήταν μία από τις οικογένειες της αργεντινής ολιγαρχίας, με ισπανικές και ιρλανδικές καταβολές. Παρ' όλα αυτά, οι γονείς του νεαρού Ερνέστο δεν απέφευγαν καθόλου την επαφή με ανθρώπους χαμηλότερων κοινωνικών στρωμάτων. Πολλά μέλη της ολιγαρχίας θεωρούσαν προκλητικό αυτόν τον τρόπο ζωής επειδή το ζεύγος Γκεβάρα έδειχνε φανερά ότι σεβόταν και δεχόταν προοδευτικές ιδέες. O πατέρας του χαρακτηρίζεται ως τυχοδιώκτης, που εγκατέλειψε τις αρχικές του σπουδές στην αρχιτεκτονική, προκειμένου να δραστηριοποιηθεί στον επιχειρηματικό χώρο, ενώ η μητέρα του υπήρξε ένθερμη καθολική, που όμως αργότερα μεταστράφηκε στον φιλελευθερισμό της αριστεράς.
Ο Ερνέστο ήταν μόλις δύο ετών όταν διαπιστώθηκε ότι πάσχει από άσθμα. Η ασθένεια αυτή τον συνόδεψε όλη του τη ζωή και συνέβαλε σημαντικά στην εξέλιξη της προσωπικότητάς του. Αντί να προφυλάσσεται, προσπαθούσε να σκληραγωγηθεί μέσω του αθλητισμού. Σε ηλικία εννέα ετών παρουσίασε βαριά επιπλοκή στο άσθμα που τον ταλαιπωρούσε και διαπιστώθηκε «σπαστικός βήχας». Εξαιτίας της κατάστασης της υγείας του, δεν φοίτησε κανονικά στο σχολείο. Αρχικά, έμαθε να γράφει και να διαβάζει από την μητέρα του, ενώ αργότερα φοίτησε στο δημόσιο σχολείο, ολοκληρώνοντας κανονικά μόνο τη δεύτερη και τρίτη τάξη, παρακολουθώντας τα μαθήματα των υπόλοιπων τάξεων όταν του επέτρεπε η υγεία του και μελετώντας κυρίως στο σπίτι.
Στην παιδική του παρέα υπήρχαν παιδιά από διάφορα κοινωνικά στρώματα της περιοχής. Ήδη τότε φανερώθηκε το χάρισμα και η κοινωνικότητα του Γκεβάρα, χαρίσματα τα οποία καλλιεργούσαν συνεχώς οι γονείς του. Ήταν πλέον καθημερινό το φαινόμενο να μπαινοβγαίνουν τα παιδιά της γειτονιάς και της περιοχής συνεχώς στο σπίτι των γονέων του. O Γκεβάρα ήταν παράλληλα σοβαρό και εσωστρεφές αγόρι, το οποίο από νωρίς άρχισε να ενδιαφέρεται για τη λογοτεχνία. Κατά την περίοδο της εφηβείας του, έδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την ποίηση και ειδικότερα για το έργο του Πάμπλο Νερούδα, ενώ συγχρόνως έγραφε και ο ίδιος ποιήματα σε όλη τη διάρκεια της ζωής του. Τα λογοτεχνικά του ενδιαφέροντα εκτείνονταν από αρχαία ελληνική φιλοσοφία (Πολιτεία του Πλάτωνα, Αριστοτέλη) και ευρωπαϊκή λογοτεχνία (Σαίξπηρ, Γκαίτε) μέχρι κλασικά έργα του Τζακ Λόντον ή του Ιουλίου Βερν και πραγματείες του Σίγκμουντ Φρόυντ και του Μπέρτραντ Ράσελ. Σύμφωνα με τον πατέρα του, «όταν έγινε δώδεκα χρονών κατείχε μία παιδεία που αναλογούσε σε έναν νέο δεκαοκτώ ετών, ενώ η βιβλιοθήκη του ήταν γεμάτη από κάθε είδους βιβλία περιπέτειας και ταξιδιωτικά μυθιστορήματα». Σε μεγαλύτερη ηλικία, ανέπτυξε επίσης ενδιαφέρον για τη φωτογραφία.
To 1942 εγγράφηκε στο δημόσιο λύκειο Ντεάν Φούνες της Κόρδοβα. Οι σχολικοί του βαθμοί υπήρξαν πολύ καλοί στη λογοτεχνία, την ιστορία και τη φιλοσοφία, αλλά και πολύ κακοί στην αγγλική γλώσσα, τα μαθηματικά και τη φυσική ιστορία. Την ίδια περίοδο ξεκίνησε να συντάσσει ένα είδος φιλοσοφικού λεξικού, καταγράφοντας τα αναγνώσματά του ή κρατώντας σημειώσεις σχετικά με αυτά. Μετά την ολοκλήρωση των σπουδών του στο λύκειο, αποφάσισε να συνεχίσει τις σπουδές του στον τομέα της εφαρμοσμένης μηχανικής. Γράφτηκε στη Σχολή Εφαρμοσμένης Μηχανικής του πανεπιστημίου του Μπουένος Άιρες και για ένα διάστημα εργάστηκε στην κατασκευή δημοσίων έργων, κυρίως σε μικρές πόλεις. Η ασθένεια της γιαγιάς του, Άνας, η οποία είχε υποστεί εγκεφαλική αιμορραγία και κατόπιν ημιπληγία, τον ανάγκασε να εγκαταλείψει την εργασία του προκειμένου να την φροντίσει κατά τις τελευταίες μέρες της ζωής της. Τόσο η δική της κατάσταση, που οδήγησε στο θάνατό της, όσο και η προσωπική του εμπειρία με το άσθμα τον επηρέασαν βαθιά, και πιθανώς συνέβαλαν στην απόφαση του να ασχοληθεί τελικά με την ιατρική.
Το 1948 γράφτηκε στην ιατρική σχολή του πανεπιστημίου του Μπουένος Άιρες, όπου ολοκλήρωσε τις σπουδές του το 1953, χωρίς όμως να ακολουθήσει την κλινική πρακτική που απαιτούταν προκειμένου να είναι σε θέση να εξασκήσει το επάγγελμα του γιατρού. Κατά τη διάρκεια των σπουδών του, στα τέλη του 1950, εξασφάλισε άδεια ώστε να εργαστεί ως νοσοκόμος σε εμπορικά πλοία του αργεντινού στόλου. Τους επόμενους μήνες πραγματοποίησε αρκετά ταξίδια στη νότια και κεντρική Αμερική, στη διάρκεια των οποίων έζησε από κοντά τις κοινωνικές συνθήκες στις λατινοαμερικανικές χώρες. Επηρεασμένος από τις εμπειρίες αυτές, άρχισε να ασχολείται όλο και περισσότερο με τα πολιτικά ζητήματα και τον μαρξισμό.
Γουατεμάλα
Μετά την αποφοίτησή του από την ιατρική σχολή του πανεπιστημίου του Μπουένος Άιρες, ο Γκεβάρα ταξίδεψε στη Γουατεμάλα, με ενδιάμεσους σταθμούς τη Βολιβία, το Περού, τον Παναμά, την Κόστα Ρίκα, τη Νικαράγουα και το Ελ Σαλβαδόρ.
Εκεί γνώρισε την Περουβιανή οικονομολόγο Ίλδα Γκαδέα, η οποία εργαζόταν στην κρατική υπηρεσία του Ινστιτούτου Προώθησης της Παραγωγής. Η Γκαδέα ήταν εξόριστη εξαιτίας της συμμετοχής της στη Λαϊκή Επαναστατική Αμερικανική Συμμαχία (American Popular Revolutionary Alliance, APRA) του Περού, και διέθετε γνωριμίες με πολιτικά πρόσωπα. Με τη βοήθειά της, ο Γκεβάρα ήρθε σε επαφή με ένα ευρύ κύκλο εξόριστων και αριστερών διανοουμένων.
Κατά το δεύτερο μήνα της παραμονής του στη χώρα, και ενώ η πολιτική της κατάσταση εντεινόταν λόγω των μεταρρυθμίσεων του φιλελεύθερου λαϊκού καθεστώτος του προέδρου Χακόμπο Άλμπενς (Jacobo Albenz Guzmán), ο Γκεβάρα πραγματοποίησε τις πρώτες του επαφές με πολιτικούς της κυβέρνησης.
Στις 15 Φεβρουαρίου του 1954 ανέφερε σε επιστολή του προς τη θεία του πως είχε λάβει οριστικά θέση υπέρ της κυβέρνησης της Γουατεμάλας, επιλέγοντας το κομμουνιστικό Εργατικό Κόμμα (Partido Guatemalteco de Trabajo) και σχετιζόμενος με άλλους αριστερούς διανοούμενους. Στα τέλη του ίδιου μήνα, κατέγραψε επίσης την πολύ κακή οικονομική του κατάσταση.
Για ένα σύντομο διάστημα, ο Γκεβάρα εγκατέλειψε τη Γουατεμάλα και μετέβη στο Ελ Σαλβαδόρ, προκειμένου να ανανεώσει τη βίζα παραμονής του. Λίγο μετά την επιστροφή του, επιχειρήθηκε από τη CIA ένοπλη δράση, με επικεφαλής το συνταγματάρχη Κάρλος Καστίγιο Άρμας, για την ανατροπή της κυβέρνησης του Άρμπενς και με αφορμή την άφιξη ενός πλοίου με όπλα από την Τσεχοσλοβακία.
Ο Γκεβάρα συμμετείχε στην ένοπλη πολιτοφυλακή της κομμουνιστικής νεολαίας που αντιστάθηκε, αλλά παρά τη διάθεσή του να αγωνιστεί στο μέτωπο, κατετάγη τελικά ως γιατρός.
Στις 27 Ιουνίου, ο Άρμπενς ανακοίνωσε την παραίτησή του και αναζήτησε άσυλο στη μεξικανική πρεσβεία. Ο Γκεβάρα, επίσης καταζητούμενος του νέου καθεστώτος, αναζήτησε άσυλο στην πρεσβεία της Αργεντινής κατόπιν προτροπής του φίλου του, Σάντσες Τοράνσο.
Οι πολιτικές εξελίξεις στη Γουατεμάλα σημάδεψαν βαθιά τον Γκεβάρα και η εμπειρία που αποκόμισε στη χώρα χαρακτηρίζεται ως σημείο πολιτικής καμπής για τον ίδιο.
Επανάσταση στην Κούβα.
Στα τέλη Σεπτεμβρίου του 1954, ο Γκεβάρα ταξίδεψε στο Μεξικό, που αποτελούσε κοινό προορισμό εξόριστων Λατινοαμερικανών, από χώρες όπως το Πουέρτο Ρίκο, το Περού, η Βενεζουέλα, η Γουατεμάλα και η Κούβα. Στην πόλη του Μεξικού, συνάντησε τον Κουβανό εξόριστο Νίκο Λόπες, γνώριμό του από την περίοδο της παραμονής του στη Γουατεμάλα, ενώ επανασυνδέθηκε και με την Ίλδα Γκαδέα.
Προκειμένου να συντηρείται οικονομικά, εργάστηκε ως γιατρός και ως φωτογράφος, εν μέσω πολλαπλών επαγγελματικών κρίσεων και οικονομικών προβλημάτων που αντιμετώπισε κατά διαστήματα. Το καλοκαίρι του 1955, ήρθε σε επαφή με τον αδελφό του Φιδέλ Κάστρο, Ραούλ, από τον οποίο πληροφορήθηκε την επικείμενη άφιξη του Κάστρο στο Μεξικό.
Στις αρχές Ιουλίου του 1955, o Γκεβάρα συνάντησε για πρώτη φορά τον Φιδέλ Κάστρο, o οποίος ήταν αρχηγός των "Moνκαντίστας", και είχε καταφύγει στο Μεξικό μετά την αποφυλάκισή του, αποτέλεσμα της χάρης που του δόθηκε από τον Μπατίστα.
Την πρώτη συνάντησή τους ακολούθησαν πολυάριθμες συναντήσεις και συζητήσεις γύρω από την πολιτική κατάσταση στη Λατινική Αμερική και το ενδεχόμενο της οργάνωσης μίας επανάστασης ενάντια στη δικτατορία του Μπατίστα.
Την ίδια περίπου περίοδο, η Γκαδέα του ανακοίνωσε πως ήταν έγκυος και ο Γκεβάρα της πρότεινε γάμο, ο οποίος τελέστηκε τελικά στις 18 Αυγούστου 1955, στο ληξιαρχείο του μεξικανικού χωριού Τεποτσοτλάν.
Πεπεισμένος πως ο Κάστρο είχε τις προϋποθέσεις να αποτελέσει ένα χαρισματικό ηγέτη της κουβανικής επανάστασης, ο Γκεβάρα συμμετείχε στο κίνημα της 26ης Ιουλίου (ισπ. Movimiento 26 de Julio, M-26-7), με στόχο την ένοπλη δράση για την ανατροπή του κουβανικού καθεστώτος.
Ο Γκεβάρα συμφώνησε να τους συνοδεύσει με την ιδιότητα του γιατρού, ωστόσο έλαβε κανονικά μέρος στην στρατιωτική εκπαίδευση των ανταρτών, το βασικό στάδιο της οποίας ξεκίνησε στις αρχές του 1956, υπό τις οδηγίες του Μεξικανού παλαιστή Αρσάνιο Βαγένας σε ζητήματα εκγύμνασης και αυτοάμυνας, καθώς και του πρώην συνταγματάρχη του Ισπανικού Δημοκρατικού Στρατού, Αλπέρτο Μπάγιο.
Στα απομνημονεύματα του Μπάγιο, πληροφορούμαστε πως ο Γκεβάρα επέδειξε μεγάλη θέληση κατά τη διάρκεια της εκπαίδευσης, αποτελώντας τον καλύτερο μαθητή του. Την ίδια περίοδο, θεωρείται πιθανό πως απέκτησε το παρωνύμιο Τσε (Che), εξαιτίας της συχνής χρήσης της λέξης che (φίλος ή και επιφώνημα: Ε εσύ!) που έκανε ο ίδιος μιλώντας, έκφραση που αν και είχε εισαχθεί στη γλώσσα των Αργεντινών, φαινόταν αστεία στους Κουβανούς.
Στις 25 Νοεμβρίου του 1956, 82 επαναστάτες, μεταξύ αυτών και ο Τσε Γκεβάρα, ταξίδεψαν με το πλοιάριο Granma, από τον ποταμό Τούξπαν του Mεξικoύ με προορισμό την Κούβα, στην οποία έφθασαν τελικά στις 2 Δεκεμβρίου. Κατά την απόβασή τους, δέχθηκαν επίθεση από τα στρατεύματα του καθεστώτος, από την οποία επέζησαν 15-20 αντάρτες που κατάφεραν να ανασυνταχθούν και να καταφύγουν στα βουνά της Σιέρρα Μαέστρα.
Με σημείο εκκίνησης την επίθεση αυτή, ο ρόλος του Τσε Γκεβάρα στον ανταρτοπόλεμο διαφοροποιήθηκε σταδιακά, αντιλαμβανόμενος o ίδιος όλο και λιγότερο ως μοναδικό καθήκον του την ιατρική συμπαράσταση, και λαμβάνοντας ενεργό μέρος στις ένοπλες δραστηριότητες τον επαναστατών.
Η αποφασιστικότητά του και οι ικανότητες του, σύντομα οδήγησαν στην άνοδό του στην ιεραρχία του αντάρτικου σώματος, κερδίζοντας το σεβασμό των υπολοίπων ανταρτών, χωρίς να απουσιάζει και το αίσθημα του φόβου που προκαλούσε ενίοτε η σκληρότητά του, υπεύθυνος ο ίδιος για εκτελέσεις ανταρτών που λειτουργούσαν ως πληροφοριοδότες του κουβανικού καθεστώτος.
Υπήρξε ο πρώτος αντάρτης, στον οποίο δόθηκε το αξίωμα του Κομαντάντε του Επαναστατικού Στρατού της Κούβας, στις 21 Ιουλίου 1957. Αν και μέχρι τότε αποτελούσε έναν απλό οπλίτη, χωρίς να έχει διακριθεί ιδιαιτέρως σε στρατιωτικό επίπεδο αλλά έχοντας επιδείξει γενναιότητα και αρχηγικές δεξιότητες, ο Κάστρο του εμπιστεύτηκε την ηγεσία της Δεύτερης Φάλαγγας του αντάρτικου στρατού (για λόγους παραλλαγής έφερε τον αριθμό 4), έχοντας έτσι μόνο τον Κομαντάντε εν Σέφε Φιδέλ Κάστρο ως ανώτερό του.
Η μεγαλύτερη ίσως στρατιωτική επιτυχία του Τσε Γκεβάρα υπήρξε η κατάκτηση της Σάντα Κλάρα στις 29 Δεκεμβρίου 1958, μία καθοριστική στιγμή στην ιστορία της κουβανικής επανάστασης. Είχαν προηγηθεί δύο χρόνια ανταρτοπολέμου στην Σιέρρα Μαέστρα εναντίον του πολύ μεγαλύτερου στρατού του Μπατίστα, o οποίος δεχόταν και την υποστήριξη των Ηνωμένων Πολιτειών.
Με την κατάκτηση της Σάντα Κλάρα, ο δρόμος για την πρωτεύουσα Αβάνα ήταν πλέον ελεύθερος και την 1η Ιανουαρίου του 1959, ο δικτάτορας Μπατίστα εγκατέλειψε την Κούβα, με προορισμό την Δομινικανή Δημοκρατία. Την μάχη στη Σάντα Κλάρα ακολούθησαν και άλλες σημαντικές πολεμικές συγκρούσεις, πριν την τελική επικράτηση των ανταρτών.
Μέλος της κυβέρνησης της Κούβας
Μετά την επιτυχία του αντάρτικου στρατού και κατά τους πρώτους μήνες της κατάληψης της εξουσίας, ο Τσε Γκεβάρα τέθηκε διοικητής του φρουρίου Λα Καμπάνια, με αρμοδιότητα να εξετάζει τις εφέσεις των υποθέσεων των δύο Επαναστατικών Δικαστηρίων (Tribunales Revolucionarios, TR) που λειτουργούσαν δικάζοντας στρατιωτικούς και αστυνομικούς ή πολίτες.
Στις 7 Φεβρουαρίου 1959, ψηφίστηκε ένα διάταγμα μέσω του οποίου αποκτούσαν την κουβανική υπηκοότητα όλοι οι αλλοδαποί διοικητές του αντάρτικου στρατού. Ο νόμος αυτός, επρόκειτο εμφανώς να εφαρμοστεί αποκλειστικά στην περίπτωση του Τσε Γκεβάρα, αποτελώντας ένα είδος φόρου τιμής και αναγνώρισης στο πρόσωπό του και τη συμβολή του στην κουβανική επανάσταση.
Μαζί με τους Φιδέλ Κάστρο, Ραούλ Κάστρο και Καμίλο Σιενφουέγος, αποτέλεσε μετά την επανάσταση σημαντικό μέλος της νέας κουβανικής κυβέρνησης, η οποία σύντομα ξεκίνησε να πραγματοποιεί ριζικές μεταρρυθμίσεις, καθιερώνοντας για παράδειγμα δωρεάν σύστημα υγείας, όπως και ένα εκπαιδευτικό σύστημα που εξασφάλιζε και στα κατώτερα κοινωνικά στρώματα (μέχρι τότε κυρίως αναλφάβητα) σχολική μόρφωση.
Στην κυβέρνηση, ο Γκεβάρα υποστήριξε περισσότερο τις κομμουνιστικές ιδέες απ' όσο ο Φιδέλ Κάστρο. Αν και ήταν ένθερμος υποστηρικτής μίας ριζικής αγροτικής μεταρρύθμισης στη χώρα, χαρακτήρισε τον πρώτο σχετικό νόμο της κυβέρνησης ως μετριοπαθή, «που δεν αποτολμούσε να υπεισέλθει στα ουσιαστικότερα ζητήματα, όπως ήταν η κατάργηση της μεγάλης γαιοκτησίας».
Στις 7 Οκτωβρίου, ο Κάστρο του ανέθεσε την αρχηγία του Τομέα Βιομηχανίας του Εθνικού Ινστιτούτου της Αγροτικής Μεταρρύθμισης (Insituto Nacional de la Reforma Agragia, INRA), ρόλος που προστέθηκε στα καθήκοντά του ως διοικητής της Λα Καμπάνια αλλά και αρχηγός του Τμήματος Εκπαίδευσης των Ενόπλων Δυνάμεων. Για να ανταποκριθεί στις ανάγκες του έργου του, ο Γκεβάρα απευθύνθηκε στον οικονομολόγο Σαλβαδόρ Βιλασέκα, ξεκινώντας μαζί του μία σειρά από μαθήματα ανώτερων μαθηματικών.
Στην ακμή της πολιτικής του δραστηριότητας ως μέλος της κυβέρνησης, ο Τσε διορίστηκε διευθυντής της Εθνικής Τράπεζας της Κούβας, στις 26 Νοεμβρίου 1959, διατηρώντας παράλληλα την ευθύνη για το τμήμα βιομηχανίας του INRA και την πολιτιστική επιμόρφωση του στρατού. Ανάμεσα στις πρώτες του ενέργειες, ήταν μία σειρά μέτρων με στόχο τον έλεγχο του αποθέματος συναλλάγματος, καθώς και η ρευστοποίηση των τραπεζών του καθεστώτος του Μπατίστα.
Στα τέλη του έτους, και ενώ οι τράπεζες των Ηνωμένων Πολιτειών είχαν ήδη αναστείλει τις πιστώσεις των εισαγωγών, άρχισε να διερευνά, σε συνεργασία με τον Φιδέλ Κάστρο και άλλους κομμουνιστές ηγέτες, το ενδεχόμενο της σοβιετικής στήριξης. Το Φεβρουάριο του 1960, υποδέχθηκε τον Αναστάς Μικογιάν, μέλος του πολιτικού γραφείου του κομμουνιστικού κόμματος της Σοβιετικής Ένωσης και ένθερμο υποστηρικτή της προσέγγισης με την Κούβα, όπως άλλωστε ήταν αρχικά και ο ίδιος ο Τσε.
Το επόμενο διάστημα, εντάθηκε η αντιπαράθεση μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και της κουβανικής κυβέρνησης, ενώ στις 13 Οκτωβρίου κηρύχθηκε εμπάργκο σε όλα τα εμπορεύματα με προορισμό την Κούβα, αποκλείοντας τη χώρα από κάθε οικονομική δραστηριότητα. Μία εβδομάδα αργότερα, ο Τσε Γκεβάρα σχολίασε τον αποκλεισμό, αναφερόμενος σε ελλείψεις που δεν θα ήταν δυνατό να καλυφθούν, αλλά και εκφράζοντας αισιοδοξία για την πορεία της κρατικοποιημένης πλέον βιομηχανίας. Παράλληλα, έκανε γνωστό πως δεν ήταν πλέον πρόεδρος της τράπεζας, αναλαμβάνοντας νέα καθήκοντα.
Στα τέλη Οκτωβρίου του 1960, συμμετείχε ως επικεφαλής μίας διπλωματικής αποστολής, με στόχο την εξασφάλιση της στήριξης του σοβιετικού μπλοκ, με τις κύριες διαπραγματεύσεις να πραγματοποιούνται στη Σοβιετική Ένωση. Συναντήθηκε με τον Χρουστσόφ στη Μόσχα ενώ αργότερα επισκέφτηκε το Πεκίνο όπου συνάντησε τον Μάο Τσετούνγκ και έγινε γενικά θερμά δεκτός. H περιοδεία του περιλάμβανε ακόμα την Κορέα και τη Λαϊκή Δημοκρατία της Γερμανίας.
H αποστολή εξασφάλισε τελικά ευνοϊκές συμφωνίες, για την εξαγωγή τεσσάρων εκατομμυρίων τόνων ζάχαρης, σε τιμή υψηλότερη από εκείνη της παγκόσμιας αγοράς, εξασφαλίζοντας παράλληλα τον εφοδιασμό της Κούβας με πετρέλαιο και αγορές βιομηχανικών μονάδων με ευέλικτες πιστώσεις.
Στις 23 Φεβρουαρίου 1961 διορίστηκε υπουργός του νεοσύστατου Υπουργείου Βιομηχανίας της Κούβας, σκοπός του οποίου ήταν η οργάνωση των πολυάριθμων βιομηχανικών μονάδων που είχαν αποκτηθεί, καθώς και των κρατικοποιημένων επιχειρήσεων που υπάγονταν στο Τμήμα Βιομηχανίας του INRA.
Τον Απρίλιο του 1961, κατά τη διάρκεια της αμερικανικής εισβολής του Κόλπου των Χοίρων, ο Τσε Γκεβάρα τέθηκε επικεφαλής των κουβανικών στρατευμάτων που θα υπερασπίζονταν την επαρχία Πινάρ ντελ Ρίο, όπου σύμφωνα με ενδείξεις των μυστικών υπηρεσιών, αναμενόταν η πρώτη επίθεση. Χάρη στην αποτελεσματική αντίδραση της κουβανικής αεροπορίας και την αντίσταση της πολιτοφυλακής, η αμερικανική εισβολή απέτυχε, ενώ το στράτευμα του Γκεβάρα παρέμεινε σε αμυντική διάταξη και ανενεργό, καθώς η συγκέντρωση αμερικανικών ναυτικών δυνάμεων κοντά στο Πινάρ ντελ Ρίο αποτέλεσε τελικά προσπάθεια αντιπερισπασμού.
Συνεχίζοντας το έργο του ως υπουργός βιομηχανίας, επεδίωξε να προωθήσει την ταχεία εκβιομηχάνιση της χώρας, πρόγραμμα που υπήρξε όμως πρόωρο, αντιμετωπίζοντας πολλές δυσκολίες στην εφαρμογή του και καταλήγοντας σε αποτυχία.
Τον Αύγουστο του 1961 συμμετείχε στις συνεδριάσεις της ολομέλειας του Διαμερικανικού Οικονομικού και Κοινωνικού Συμβουλίου, καταψηφίζοντας το δεκαετές σχέδιο του Τζον Φ. Κένεντι «Συμμαχία για την Πρόοδο» (Alliance for Progress), το οποίο χαρακτήριζε ως μία προσπάθεια αναχαίτισης των επαναστατικών κινημάτων στη Λατινική Αμερική και κατασκεύασμα κατά της Κούβας.
Την ίδια περίπου περίοδο, διαδραμάτισε ενεργό ρόλο στην απόφαση εγκατάστασης σοβιετικών πυραύλων στο έδαφος της Κούβας, γεγονός που δεν πέρασε απαρατήρητο από τις μυστικές υπηρεσίες των Ηνωμένων Πολιτειών, οδηγώντας τελικά στην Κρίση των πυραύλων, τον Οκτώβριο του 1962.
Σε ότι αφορά την οικονομική πολιτική, ο Τσε Γκεβάρα ήταν αντίθετος στην αντιγραφή του σοβιετικού οικονομικού μοντέλου της «οικονομικής αυτοδιαχείρισης», καθώς θεωρούσε πως οι ιδιαίτερες συνθήκες της Κούβας απαιτούσαν διαφορετικές πρακτικές και υπερασπιζόταν το συγκεντρωτισμό στον τομέα της βιομηχανίας.
Απομάκρυνση από την Κούβα
Στις 11 Δεκεμβρίου του 1964 εκπροσώπησε την Κούβα στη Συνδιάσκεψη του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών.
Στην ομιλία του ξεχωρίζει η έντονη διαμαρτυρία του ενάντια στην πολιτική των Ηνωμένων Πολιτειών και τις λατινοαμερικανικές δικτατορίες, η συμπαράταξή του στο θέμα του πυρηνικού αφοπλισμού και το ειρηνευτικό σχέδιο που προτείνει για την Καραϊβική.
Λίγες ημέρες αργότερα, ξεκίνησε μία τρίμηνη διεθνή περιοδεία, κατά την οποία επισκέφτηκε την Αλγερία, την Κίνα, τη Γκάνα, τη Γουινέα, το Μάλι, το Κονγκό, την Τανζανία, με μικρές στάσεις στο Παρίσι, την Ιρλανδία και την Πράγα. Στις 24 Φεβρουαρίου, έλαβε μέρος στη διάσκεψη του δεύτερου Οικονομικού Σεμιναρίου Αφροασιατικής Αλληλεγγύης, πραγματοποιώντας την τελευταία δημόσια παρουσία στο διεθνές προσκήνιο. Η ομιλία του προκάλεσε αρκετές εντάσεις στο σοβιετικό μπλοκ, δηλώνοντας πως οι σοσιαλιστικές χώρες όφειλαν να επωμιστούν το κόστος των εθνικοαπελευθερωτικών αγώνων, ενώ θεωρείται πιθανό πως προκάλεσε επίσης ρήξη στη σχέση του με τον Κάστρο, αν και δεν υπάρχει καμία σχετική αναφορά στα απομνημονεύματα του ίδιου του Γκεβάρα.
Τον Μάρτιο του 1964, επέστρεψε στην Αβάνα.
Οι διαφορές του με τον Κάστρο σε ό,τι αφορά τις σχέσεις της Κούβας με την Σοβιετική Ένωση ή την οικονομική πολιτική πιθανώς συνέβαλαν στην απόφαση του Τσε να εγκαταλείψει την Κούβα, σκοπεύοντας να μεταφέρει την επανάσταση σε όλον τον κόσμο. Την 1η Απριλίου συνέταξε το αποχαιρετιστήριο γράμμα του προς τον Φιδέλ Κάστρο.
Κονγκό
Πρώτος σταθμός του Τσε Γκεβάρα, μετά τη φυγή του από την Κούβα υπήρξε το Κονγκό (σημερινή Λαϊκή Δημοκρατία του Κογκό), ενισχύοντας και βοηθώντας οργανωτικά τον Λαϊκό Απελευθερωτικό Στρατό. Μαζί με τον δεύτερο στην ιεραρχία Βικτόρ Ντρέκε και δώδεκα ακόμα Κουβανούς πολεμιστές, έφθασε εκεί στις 24 Απριλίου του 1965, ενώ λίγο αργότερα ακολούθησαν και άλλοι Κουβανοί, συνθέτοντας συνολικά μία φάλαγγα με περισσότερα από εκατό μέλη. Σύμφωνα με τον πρόεδρο της Αλγερίας εκείνη την περίοδο και φίλο του, Αχμέντ Μπεν Μπελά, «η κατάσταση που κυριαρχούσε στην Αφρική, η οποία φαινόταν να διαθέτει μεγάλη δυναμική για μία επανάσταση, οδήγησε τον Τσε στο συμπέρασμα πως η Αφρική αποτελούσε τον αδύναμο κρίκο του ιμπεριαλισμού. Ήταν λοιπόν στην Αφρική που αποφάσιζε να αφιερώσει τις προσπάθειές του».
Η έλλειψη οργάνωσης και συνοχής των κονγκολέζικων δυνάμεων καταγράφεται στα ημερολόγια του Τσε Γκεβάρα ως ο κύριος λόγος της αποτυχίας της επανάστασης.
Στα τέλη του έτους, εγκατέλειψε το Κονγκό, μαζί με τους επιζώντες της κουβανικής ομάδας (έξι μέλη της είχαν πεθάνει σε μάχη) και πέρασε τους επόμενους έξι μήνες στο Νταρ ες Σαλάμ της Τανζανίας. Στο διάστημα αυτό, ολοκλήρωσε μία σειρά χειρόγραφων σημειώσεων σχετικά με την εμπειρία του στο Κονγκό, ενώ εργάστηκε επίσης πάνω σε δύο ακόμα βιβλία, φιλοσοφικών και οικονομικών σημειώσεων.
Το Φεβρουάριο του 1966 ταξίδεψε μεταμφιεσμένος και με πλαστό διαβατήριο, με προορισμό την Πράγα. Εκεί άρχισε να επεξεργάζεται την ιδέα ενός νέου αντάρτικου στη Λατινική Αμερική, με αρχικό στόχο το Περού και αργότερα εστιάζοντας στη Βολιβία.
Βολιβία
Μετά από μία σύντομη παραμονή στην Αβάνα, ο Γκεβάρα εγκαταστάθηκε στην Βολιβία και ειδικότερα στην ορεινή περιοχή Νιανκαουασού (Ñancahuazú), όπου επρόκειτο να οργανωθεί ο πυρήνας του αντάρτικου στρατού, του οποίου τα μέλη είχαν εκπαιδευτεί νωρίτερα στην Κούβα. Ο Τσε κατέγραψε τα βιώματά του εκείνο το διάστημα, στον ελεύθερο χρόνο που διέθετε, κρατώντας τις σημειώσεις που αργότερα εκδόθηκαν σε βιβλίο.
Οι συγκρούσεις με τον βολιβιανό στρατό ήταν τακτικές. O Τσε Γκεβάρα και οι αντάρτες του δεν κατάφεραν να προσελκύσουν τους φτωχούς Βολιβιανούς αγρότες και η προσπάθειά του να φέρει την επανάσταση και στην Βολιβία κατέληξε σε αποτυχία.
Ένας σημαντικός λόγος για την αποτυχία αυτή ήταν το γεγονός ότι το Κομμουνιστικό Κόμμα της Βολιβίας δεν τον υποστήριξε στην προσπάθειά του. Επιπλέον, ιδιαίτερης σημασίας υπήρξε και η ενίσχυση του βολιβιανού στρατού από τις Ηνωμένες Πολιτείες.
Στις 8 Οκτωβρίου, η ομάδα των ανταρτών καθοδηγούμενη από τον Τσε Γκεβάρα, περικυκλώθηκε. Κατά τη διάρκεια της τελικής μάχης, στην περιοχή του φαραγγιού του Τσούρο, η ομάδα αναγκάστηκε να διασκορπιστεί και ο Γκεβάρα τραυματίστηκε στη δεξιά κνήμη, ενώ συγχρόνως το όπλο του αχρηστεύτηκε από έναν πυροβολισμό.
Τελικά συνελήφθη και αργότερα μεταφέρθηκε στον πλησιέστερο οικισμό Λα Ιγκέρα. Την καταδίωξη του Τσε Γκεβάρα στη Βολιβία παρακολουθούσε επίσης η CIA, με επικεφαλής τον πράκτορα Φέλιξ Ροδρίγκες (Félix Rodríguez), ο οποίος μετέφερε την πληροφορία της σύλληψής του στο αρχηγείο της υπηρεσίας του και σύντομα μετέβη ο ίδιος στη Λα Ιγκέρα.
Μετά από μερικές ανακρίσεις στο σχολείο του χωριού, ο αιχμάλωτος Γκεβάρα δολοφονήθηκε, στις 9 Οκτωβρίου 1967, από τον υπαξιωματικό του βολιβιανού στρατού Μάριο Τεράν (Mario Terán). Ο συγκεκριμένος αρχικά δίστασε να εκτελέσει την εντολή για τη δολοφονία του αλλά τελικά πυροβόλησε τον αιχμάλωτο, ο οποίος φέρεται να του είπε «Ήρθατε να με σκοτώσετε. Ρίξε, δειλέ, έναν άντρα θα σκοτώσεις».
Ο θάνατός του σημειώθηκε λίγο μετά τη 1:00 το μεσημέρι. Στην Κούβα, ο Φιδέλ Κάστρο κράτησε αρχικά επιφυλακτική στάση απέναντι στην είδηση του θανάτου του, ωστόσο στις 15 Οκτωβρίου, αποδέχτηκε το γεγονός, μετά από την εμφάνιση φωτογραφικών αποδείξεων.
Το πτώμα του Γκεβάρα μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο Σαν Χοσέ ντε Μάλτα όπου έγινε και νεκροψία, στο πρακτικό της οποίας καταγράφτηκαν συνολικά εννέα πληγές που είχαν προκληθεί από σφαίρες.
Σύμφωνα με τη νεκροψία, ο θάνατός του προκλήθηκε από τα τραύματα που έφερε στο θώρακα και την αιμορραγία. Το πτώμα του έπρεπε για τους στρατιωτικούς να χαθεί δίχως κανένα ίχνος και θάφτηκε κρυφά κοντά στο αεροδρόμιο, 30 χλμ. από την Λα Ιγκέρα.
Νωρίτερα, στο νοσοκομείο, είχαν κοπεί τα χέρια του, τα οποία διατηρήθηκαν σε φορμόλη προκειμένου να γίνει αργότερα η οριστική αναγνώρισή του.
Το πτώμα του έμεινε στον μυστικό του τάφο μέχρι που ανακαλύφθηκε στις 12 Ιουλίου 1997 στο Βαγιεγκράντε της Βολιβίας.
Αφού μεταφέρθηκε στην Κούβα, κηδεύτηκε στη Σάντα Κλάρα, την πόλη που ο ίδιος είχε κατακτήσει το 1958 ανοίγοντας το δρόμο για την τελική νίκη του Κάστρο.
Ανάμεσα στα αντικείμενα του Τσε Γκεβάρα που διέθεταν ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τους διώκτες του, ανήκε και το ημερολόγιό του, στο οποίο καταγράφονταν τα γεγονότα που σχετίζονταν με τη δράση του αντάρτικου σώματος στο έδαφος της Βολιβίας. Η πρώτη καταχώρηση σε αυτό έγινε στις 7 Νοεμβρίου του 1966, λίγο καιρό μετά την εγκατάσταση του Τσε Γκεβάρα στην περιοχή Νιανκαουασού, ενώ η τελευταία καταγραφή σημειώθηκε στις 7 Οκτωβρίου 1967, μία ημέρα πριν την σύλληψή του. Στο ημερολόγιο αναφέρεται πώς οι αντάρτες αναγκάστηκαν να προβούν σε επιχειρήσεις πρόωρα, εξαιτίας της ανακάλυψής τους από τον βολιβιανό στρατό, όπως και οι λόγοι για τους οποίος ο Γκεβάρα αποφάσισε να διαχωριστεί η φάλαγγα σε δύο μονάδες, χωρίς να καταφέρουν έκτοτε να έρθουν σε επαφή, περιγράφοντας συνολικά τα αίτια της αποτυχίας του αντάρτικου στρατού.
Το ημερολόγιο τυπώθηκε μετά από ελέγχους της γνησιότητάς του, στις 22 Ιουνίου 1968 στην Κούβα. Η διανομή του έγινε δωρεάν και συγχρόνως δημοσιεύτηκε σε άλλα έντυπα ανά τον κόσμο.
Ημερολόγια και κείμενα του Ερνέστο Τσε Γκεβάρα
Ερνέστο Τσε Γκεβάρα (μφ. Χριστίνα Πάντζου), Κείμενα, Σύγχρονη Εποχή, 1997
Ερνέστο Τσε Γκεβάρα (μφ. Ευάγγελος Κεφαλλονίτης), Ημερολόγια μοτοσικλέτας, εκδ. Νέα Σύνορα, 2004
Ερνέστο Τσε Γκεβάρα, Άπαντα, εκδ. Καρανάση, 1982
Ερνέστο Τσε Γκεβάρα (μφ. Ντίνα Σιδέρη), Λατινοαμερικάνα, εκδ. Λιβάνη, 1994
Ερνέστο Τσε Γκεβάρα (μφ. Κώστας Διαβολίτσης), Ο ανταρτοπόλεμος, εκδ. Άποψη 2005
Ερνέστο Τσε Γκεβάρα (μφ. Γιάννα Γιαννοπούλου) Συνομιλίες στο υπουργείο βιομηχανίας, εκδ. Α/συνεχεια, 1997.
Μαρία Θηρεσία, ήταν αυτοκράτειρα της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας
Μαρία Θηρεσία
Η Μαρία Θηρεσία ήταν αυτοκράτειρα της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και ο τελευταίος ηγεμόνας του Οίκου των Αψβούργων.
Ήταν ηγεμόνας της Αυστρίας, της Ουγγαρίας, της Κροατίας, της Βοημίας, του Μιλάνου και της Πάρμας. (Maria Theresia, 13 Μαΐου 1717 – 29 Νοεμβρίου 1780)
Γεννήθηκε στη Βιέννη το 1717 και ήταν κόρη του αυτοκράτορα Καρόλου ΣΤ΄.
Παντρεύτηκε τον εξάδελφό της Φραγκίσκο Στέφανο της Λωρραίνης και ανήλθε στον θρόνο της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας το 1740.
Ήταν Βασίλισσα της Ουγγαρίας και της Βοημίας, Αρχιδούκισσα της Αυστρίας και Μεγάλη Δούκισσα της Τοσκάνης.
Ενεπλάκη στον Επταετή πόλεμο και στον πόλεμο της Βαυαρικής διαδοχής με αποτέλεσμα να χάσει τη Σιλεσία.
Η Θηρεσία έδωσε ιδιαίτερα προνόμια στους Έλληνες εμπόρους ενώ τους προστάτεψε από τον ανταγωνισμό των Σαξόνων.
Υπήρξε από τις πιο δυναμικές προσωπικότητες της Ευρώπης τα 40 χρόνια (1740-1780) της βασιλείας της, με σημαντικό μεταρρυθμιστικό ρόλο και παράλληλα ενισχυτικό ρόλο της Αυστριακής μοναρχίας.
Πέθανε στη Βιέννη τον Νοέμβριο 1780.