Άρθρα
Μάνος Ξυδούς, ήταν τραγουδοποιός, στιχουργός και παραγωγός μουσικής
Μάνος Ξυδούς
Ο Μάνος Ξυδούς ήταν τραγουδοποιός, στιχουργός και παραγωγός μουσικής.
Γεννήθηκε στις 15 Μαΐου του 1953 στους Αγίους Αναργύρους, από πατέρα Μήλειο και μητέρα Κρητικιά.
Η πρώτη του επαφή με τη μουσική ήταν στα νεανικά του χρόνια, όταν έπιασε δουλειά ως κλητήρας στην τότε Columbia στη Ριζούπολη.
Μετά την αποφοίτησή του από το σχολείο έδωσε εξετάσεις και πέρασε στην Ανωτάτη Σχολή Οικονομικών Επιστημών και όταν τελείωσε τη σχολή σπούδασε marketing.
Η μουσική όμως κυλούσε στις φλέβες του, γι’ αυτό και παράλληλα με τις σπουδές του δούλευε ως DJ στις «Καρυάτιδες» της Πλάκας.
Συνέχισε να εργάζεται στη ΜΙΝΩΣ-EMI, απεσταλμένος στην Κρήτη ως πωλητής. Έμεινε εκεί τρία χρόνια και απέκτησε μεγάλη εμπειρία, η οποία του έδωσε τη δυνατότητα να αντιληφθεί με ποια κριτήρια αγοράζει ο κόσμος τους δίσκους, πράγμα που αποδείχτηκε μεγάλο προτέρημα όταν ασχολήθηκε αργότερα με τις παραγωγές και το marketing.
Κομβικό σημείο στη ζωή και την καριέρα του υπήρξε στα τέλη της δεκαετίας του '80 η συνάντησή του με τους Πυξ Λαξ, το νεαρό τότε φιλόδοξο συγκρότημα, που έμελλε να φέρει νέο αέρα στην ελληνική δισκογραφία. Ο Μάνος Ξυδούς ήταν πλέον Marketing Director στη ΜΙΝΩΣ-EMI, ενώ ως παραγωγός είχε στο ενεργητικό του χρυσούς και πλατινένιους δίσκους.
Επίσης, είχε κάνει ήδη μία μεγάλη επιτυχία με τους «Dreamer and the fool moon» και το τραγούδι «Sandrina», σε αγγλικούς στίχους. Αυτό το maxi single πούλησε 49.000 αντίτυπα και ανέβηκε στις πρώτες θέσεις των καταλόγων της Ιταλίας, της Ελβετίας, της Γαλλίας κ.ά.
Ο Ξυδούς ανέλαβε την παραγωγή του πρώτου και του τρίτου δίσκου των Πυξ Λαξ. Σύντομα, όμως, έγινε μέλος του συγκροτήματος, γράφοντας στίχους, μουσική και κάνοντας φωνητικά. Μαζί τους έζησε τις δόξες, τις εμπειρίες, τις συναυλίες, την αποδοχή και τη διάλυση.
Μετά τη διάλυση του γκρουπ συνέχισε να δραστηριοποιείται ως τραγουδοποιός, κάνοντας προσωπικούς δίσκους και συνεργαζόμενος με άλλους καλλιτέχνες, όπως ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου, ο Πάνος Κατσιμίχας και οι Όναρ.
Πέθανε στις 13 Απριλίου του 2010, από ανακοπή καρδιάς, κατά τη διάρκεια πρόβας στο γήπεδο του Νέου Φαλήρου.
Προσωπική Δισκογραφία
Κανάστα (2005)
Περιμένοντας το νέκταρ (2006)
Βράδιασε, τα ξαναλέμε (2007)
Μέχρι να πάρεις παγωτό, σε βρίσκει ο χειμώνας (συμμετοχή στον Πάνο Κατσιμίχα) (2007)
Τ' αστέρια θα 'ναι πάντα μακριά (2008)
Πιερ Κιουρί, ήταν Γάλλος φυσικός ο οποίος ασχολήθηκε με την κρυσταλλογραφία, τον μαγνητισμό και την ραδιενέργεια, βραβεύθηκε με το Νόμπελ Φυσικής
Πιερ Κιουρί
Ο Πιερ Κιουρί ήταν Γάλλος φυσικός ο οποίος ασχολήθηκε με την κρυσταλλογραφία, τον μαγνητισμό και την ραδιενέργεια. Το 1903 βραβεύθηκε με το Νόμπελ Φυσικής μαζί με τη γυναίκα του Μαρία Κιουρί και τον Ανρί Μπεκερέλ «για τις έρευνές τους πάνω στα φαινόμενα ακτινοβολίας που ανακάλυψε ο Ανρί Μπεκερέλ». (15 Μαΐου 1859 - 19 Απριλίου 1906)
Τα πρώτα χρόνια
Ο Πιερ γεννήθηκε στο Παρίσι και εκπαιδεύτηκε από τον πατέρα του. Σε νεαρή ηλικία έδειξε ιδιαίτερη κλίση στα μαθηματικά και στην γεωμετρία. Στην ηλικία των 18 ετών είχε ήδη ολοκληρώσει σπουδές στο αντίστοιχο επίπεδο του πτυχίου. Δεν συνέχισε όμως αμέσως για το διδακτορικό εξαιτίας της έλλειψης χρημάτων.
Το 1880 μαζί με τον αδελφό του Ζακ έδειξε ότι μπορεί να παραχθεί ηλεκτρική τάση σε κρυστάλλους που τους ασκείται πίεση, ένα φαινόμενο που ονομάστηκε πιεζοηλεκτρικό. Σύντομα έδειξε και το αντίστροφο φαινόμενο, κατά το οποίο κρύσταλλοι παραμορφώνονται όταν υποβληθούν σε ηλεκτρικά πεδία, το οποίο χρησιμοποιείται ευρέως πλέον στην σύγχρονη ηλεκτρονική τεχνολογία στους κρυσταλλικούς ταλαντωτές.
Έρευνα
Ο Πιερ Κιουρί έγινε διάσημος αρχικά για την έρευνά του πάνω στον μαγνητισμό. Μελέτησε τον παραμαγνητισμό, τον διαμαγνητισμό και τον σιδηρομαγνητισμό για την διδακτορική του διατριβή και ανακάλυψε την επίδραση της θερμοκρασίας στον παραμαγνητισμό, διατυπώνοντας έναν σημαντικό νόμο που σήμερα είναι γνωστός ως νόμος του Κιουρί.
Η σταθερά που εισάγεται από αυτόν τον νόμο είναι επίσης γνωστής σταθερά του Κιουρί. Ανακάλυψε επίσης ότι τα σιδηρομαγνητικά υλικά έχουν μία κρίσιμη θερμοκρασία πάνω από την οποία χάνουν τις σιδηρομαγνητικές τους ιδιότητες. Η θερμοκρασία αυτή σήμερα ονομάζεται σημείο Κιουρί.
Ο Κιουρί δούλεψε επίσης με την σύζυγό του Μαρία Κιουρί πάνω στην απομόνωση των στοιχείων Ράδιο και Πολώνιο. Αυτοί ήταν και οι πρώτοι που εισήγαγαν τον όρο ραδιενέργεια και υπήρξαν από τους πρωτοπόρους στην μελέτη της. Ερεύνησαν τα είδη ακτινοβολίας που εκπέμπονται από ραδιενεργές ουσίες και τις χώρισαν σε ακτινοβολία α, β και γ. Η μονάδα μέτρησης ραδιενέργειας, το Κιουρί, φέρει το όνομά τους.
Προσωπική ζωή
Ο Κιουρί παντρεύτηκε την Πολωνέζα φυσικό Μαρία Σκουοντόφσκα που έγινε γνωστή μετά τον γάμο της ως Μαρία Κιουρί.
Η κόρη τους Ιρέν Ζολιό Κιουρί και ο σύζυγός της Φρεντερίκ Ζολιό Κιουρί ακολούθησαν την ίδια καριέρα και βραβεύτηκαν με Νόμπελ Χημείας το 1935 για την σύνθεση νέων ραδιενεργών στοιχείων. Η άλλη κόρη τους Εβ έγραψε μία βιογραφία για την μητέρα τους.
Επίσης η εγγονή τους Ελέν έγινε πυρηνικός φυσικός και ο εγγονός τους Πιερ-Ζολιό βιοχημικός.
Ο Πιερ Κιουρί πέθανε τον Απρίλιο του 1906 χτυπημένος από μία άμαξα.
Μέτερνιχ, ο Αυστριακός Καγκελάριος που πολέμησε τους Έλληνες
Μέτερνιχ
Ο Αυστριακός Καγκελάριος που πολέμησε τους Έλληνες.
Ο Κλέμενς Βέντσελ Λόταρ φον Μέτερνιχ, ήταν πρίγκιπας (επί τιμή) και ένας από τους διασημότερους διπλωμάτες και πολιτικούς της Αυστριακής Αυτοκρατορίας και της Ευρώπης γενικότερα. (γερμανικά: Klemens Wenzel Lothar von Metternich, 1773-1859)
Γεννήθηκε στο Κόμπλεντς στις 15 Μαΐου του 1773 και πέθανε στη Βιέννη στις 11 Ιουνίου του 1859. Ήταν γιος του Κόμη και μετέπειτα Πρίγκιπα (επί τιμή) Φραγκίσκου Γεωργίου Μέττερνιχ. Πρίγκιπας Κλέμενς Φον Μέτερνιχ λόγω των ακραίων συντηρητικών πεποιθήσεών του, ο Μέτερνιχ επιθυμούσε για την Αυστρία αλλά και για την Ευρώπη ολόκληρη ένα σύστημα διακυβέρνησης βασισμένο στην αυθεντία του μονάρχη, υποβοηθούμενη από μια πανίσχυρη γραφειοκρατία.
Οι προτεραιότητές του ως καγκελάριου και ως κορυφαίου Ευρωπαίου πολιτικού, ήταν η υπεράσπιση και η διασφάλιση των ρυθμίσεων του 1815 απέναντι στην απειλή της επανάστασης. Επεδίωξε λοιπόν να εξαλείψει αυτή την απειλή, εφαρμόζοντας μέτρα λογοκρισίας και καταστολής. Παράλληλα, ο Μέτερνιχ αναγνώριζε ότι για την επιτυχία των συντηρητικών επιδιώξεών του τον 19ο αιώνα, ήταν απαραίτητη η μεταρρύθμιση των Θεσμών. Όμως, όποιες φιλοδοξίες και αν έτρεφε ο Μέτερνιχ για τη διοικητική μεταρρύθμιση της μοναρχίας των Αψβούργων, προσέκρουσαν στην απροθυμία του αυτοκράτορα Φραγκίσκου Α” να δεχθεί την εφαρμογή εύτακτων μεθόδων διακυβέρνησης.
Από To 1828 και ύστερα, η επιρροή του Μέτερνιχ στην εσωτερική πολιτική της αυτοκρατορίας άρχισε να μειώνεται. Άλλοι πολιτικοί άνδρες πήραν το πάνω χέρι, υποστηρίζοντας απόψεις αντίθετες από τις δικές του, όπως λόγου χάρη τη μείωση των κονδυλίων του προϋπολογισμού που αφιερώνονταν στον στρατό και την αστυνομία, θεσμούς που ο Μέτερνιχ τους θεωρούσε θεμελιώδους σημασίας για τη διατήρηση του καταπιεστικού του συστήματος.
Η επανάσταση του 1848 Εκτός όμως από τους πολιτικούς ανταγωνιστές του, το σύστημα του Μέτερνιχ είχε να αντιμετωπίσει και την ασίγαστη λαχτάρα των καταπιεσμένων λαών για ελευθερία και κοινωνική δικαιοσύνη. Όσο και αν αυτό τo σύστημα φάνταζε ακατανίκητο, οι λαϊκές εξεγέρσεις απέδειξαν πόσο αδύναμο ήταν. Ήδη το 1821, την ίδια χρονιά που ο Μέτερνιχ διοριζόταν καγκελάριος της αυτοκρατορίας των Αψβούργων, ξεσπούσε η επανάσταση των Ελλήνων κατά του οθωμανικού ζυγού και η Λατινική Αμερική ξεσηκωνόταν κατά της ισπανικής κυριαρχίας . Τα 33 χρόνια (1815-48) της Εποχής Μέτερνιχ η Ευρώπη δεν έμεινε ήσυχη από τις κοινωνικές, πολιτικές και εθνικές διεκδικήσεις των λαών. To μεγάλο επαναστατικό κύμα σάρωσε την Γηραιά Ήπειρο το 1848, όταν όλα τα κράτη της συγκλονίστηκαν από εξεγέρσεις. Ο Μέτερνιχ έγινε ο κυριότερος στόχος της λαϊκής δυσαρέσκειας. Κατέφυγε στην Αγγλία, από όπου επέστρεψε στην Αυστρία τον επόμενο χρόνο. Αν και πέρασε τα υπόλοιπα χρόνια της ζωής του ως ιδιώτης, εξακολούθησε να είναι μυστικοσύμβουλος του Αυτοκράτορα Φραγκίσκου Ιωσήφ.
Πέθανε στη Βιέννη σε ηλικία 86 ετών.
Γιάννης Ψυχάρης, ήταν Έλληνας φιλόλογος και λογοτέχνης, συγγραφέας, καθηγητής της Ελληνικής γλώσσας στο Παρίσι
Ιωάννης Ψυχάρης
Έλληνας φιλόλογος και συγγραφέας
Ο Γιάννης Ψυχάρης του Νικολάου ήταν Έλληνας φιλόλογος και λογοτέχνης, συγγραφέας, καθηγητής της Ελληνικής γλώσσας στο Παρίσι, γνωστός για το ρόλο του στο κίνημα του δημοτικισμού και τον αγώνα του για την καθιέρωση της δημοτικής σε επίσημη γλώσσα του ελληνικού κράτους. (Οδησσός 1854 - 1929)
Σημαντικότατο έργο του το πεζογράφημαΤο ταξίδι μου, γραμμένο με ιδιαίτερη προσοχή με τους μέχρι τότε αδημοσίευτους κανόνες της δημοτικής γλώσσας, το οποίο έλαβε ευρύτατη δημοσιότητα, αλλά και αρνητική κριτική από τους υποστηρικτές της καθαρεύουσας.
Βιογραφία
Γεννήθηκε στην Οδησσό της Ρωσίας (σημ. Ουκρανίας) στις 15 Μαΐου του 1854. Γιος του Νικολάου Ψυχάρη εκ Χίου, μεγάλωσε στην Κωνσταντινούπολη και ολοκληρώνοντας την εγκύκλια μόρφωση σε ηλικία 15 ετών έφυγε για τη Μασσαλία, (Γαλλία), όπου και έμεινε κοντά στο θείο του ολοκληρώνοντας τη γυμνασιακή του μόρφωση.
Σπούδασε φιλοσοφία, φιλολογία και γλωσσολογία, Αρχαία Λατινική και Γαλλική Φιλολογία στο Πανεπιστήμιο της Σορβόννης στο Παρίσι και στη Γερμανία γερμανική φιλολογία, καθώς και μεσαιωνική και νεοελληνική φιλολογία στο πανεπιστήμιο της Βόννης στην Γερμανία (1871-1872).
Το 1884 έγινε υφηγητής της Μεσαιωνικής και Νεοελληνικής Φιλολογίας στην Πρακτική Σχολή Ανωτέρων Σπουδών του Παρισιού.
Το 1886 περιόδευσε στην Ελλάδα και την Ανατολή, και το 1904 διορίστηκε καθηγητής της Γλωσσολογίας στην Σχολή των Ανατολικών Γλωσσών διαδεχόμενος τον Εμίλ Λεγκράν. Το 1925 πραγματοποίησε διαλέξεις για την Ελληνική Γλώσσα στην Αθήνα, στην Κρήτη, στην Μυτιλήνη κ.α. Επανερχόμενος στο Παρίσι έγινε καθηγητής της έδρας της νεοελληνικής γλώσσας στη Σχολή Ανώτερων Σπουδών. Το 1904 διαδέχθηκε τον καθηγητή του Εμίλ Λεγκράν στη Διεύθυνση της Σχολής Ανατολικών Γλωσσών όπου και δίδασκε μέχρι το θάνατό του. Είχε πολλά δημόσια αξιώματα όπως Πρόξενος της Τουρκίας στο Παλέρμο της Ιταλίας.
Πέθανε το 1929 ύστερα από μακροχρόνια ασθένεια.
Ήταν παντρεμένος σε πρώτο γάμο με την Ρενάν, κόρη του γάλλου φιλοσόφου και θρησκειολόγου Ερνέστο Ρενάν, και σε δεύτερο με την Irene Baum.
Ο Γιάννης Ψυχάρης είχε πλούσιο συγγραφικό έργο. Έγραψε ποιήματα, διηγήματα, μυθιστορήματα, θεατρικά έργα και δοκίμια πάνω στο γλωσσικό ζήτημα της νεοελληνικής γλώσσας, που ήταν και η σημαντικότατη προσφορά του στην ελληνική γλώσσα. Αγωνίστηκε με επιμονή για την καθιέρωση της τότε περιφρονημένης γλώσσας του λαού, της δημοτικής σε επίσημη γλώσσα του ελληνικού κράτους.
Από τις παραμονές ακόμα της Επανάστασης του 1821, ο Βηλαράς, ο Καταρτζής, ο Χριστόπουλος κ.α. προσπαθούσαν να καθιερώσουν τη δημοτική ως πανεθνική γλώσσα.
Λίγα χρόνια αργότερα, το Μάιο του 1823 ο Διονύσιος Σολωμός έγραψε τον Ύμνο εις την Ελευθερίαν στη δημοτική, που το 1865 έμελλε να γίνει ο εθνικός ύμνος της Ελλάδας. Όμως μόνο με το Γιάννη Ψυχάρη το κίνημα του δημοτικισμού αποκτά την καθοδήγηση και τη δύναμη που χρειαζόταν για να αντιταχθεί στους υποστηρικτές της καθαρεύουσας.
Το 1886 ο Ψυχάρης ταξιδεύει στην Ελλάδα, τόσο την ελεύθερη, όσο και τη σκλαβωμένη από τους Τούρκους και εμπνέεται από τις εμπειρίες που απέκτησε γράφοντας το 1888 το πεζογράφημα "Το ταξίδι μου", ένα έργο που θεωρήθηκε ιδιαίτερα σημαντικό στην εποχή του και έλαβε ιδιαίτερα αρνητικές κριτικές από όσους ήταν ενάντια στη χρήση της δημοτικής γλώσσας. Το έργο αυτό τυπώθηκε στη Γαλλία και είναι το πρώτο ελληνικό πεζογράφημα που γράφτηκε με όλους τους κανόνες της νεοελληνικής γραμματικής. Ο Ψυχάρης είχε μελετήσει τη γλώσσα του λαού, τα τραγούδια, τους μύθους και τις παραδόσεις του και αποτύπωσε με σαφήνεια το σύστημα που λειτουργεί η λαϊκή μας γλώσσα.
Μετά από "Το ταξίδι μου", δημοσίευσε μια σειρά από διηγήματα και μυθιστορήματα και 6 τόμους με αναμνήσεις, κριτικές και επιστημονικές μελέτες, κάτω από τον γενικό τίτλο "Ρόδα και μήλα". Το πρώτο του γλωσσικό έργο που εκδόθηκε το 1886 έχει τον τίτλο "Δοκίμιο της νεοελληνικής ιστορικής γραμματικής" και το ακολούθησαν πλήθος ακόμη μελέτες με αντικείμενο το γλωσσικό ζήτημα.
Το γλωσσικό ταξίδι του Γιάννη Ψυχάρη
Γιώργος Βελουδής καθηγητής Πανεπιστημίου.
Από τον Ψυχάρη θα κληρονομήσουν τη διπλή σημασία του ιδεολογήματος: «Μεγάλη Ιδέα» (του «Ελληνισμού») και «Μεγάλη Ιδέα» (του «Δημοτικισμού»)
Τη «δόξα» και τις «γροθιές», που ζητούσε ο Ψυχάρης (1854-1929) από το πρώτο ήδη κεφάλαιο του «Ταξιδιού» του (1888), δεν τα κέρδισε βέβαια ούτε ως πεζογράφος (διηγηματογράφος/μυθιστοριογράφος) ούτε ως θεατρικός συγγραφέας ούτε ως γλωσσολόγος - και στους τρεις αυτούς τομείς της συγγραφικής του δραστηριότητας, και στη «γαλλική» και στην «ελληνική» εκδοχή της, δεν μπόρεσε να ξεπεράσει το όριο της μετριότητας• τα κέρδισε ακριβώς μ' αυτό το διαβόητο γλωσσικό μανιφέστο του, που κυκλοφόρησε πάνω στην τρικουπική ακμή του ελλαδικού εξαστισμού.
Είναι σχεδόν αυτονόητο ότι το «γλωσσικό ζήτημα» στην Ελλάδα είχε ήδη τεθεί κατά τη μακρά περίοδο του ελληνικού Διαφωτισμού (1770-1820) και ήταν τότε άρρηκτα συνδεδεμένο με το αίτημα για μια νέα, «ευρωπαϊκή», παιδεία. Οι τρεις αντιμαχόμενες «προτάσεις» για τη λύση του εκπροσωπούσαν, σχηματικά αλλ' όχι αυθαίρετα, τις κύριες αντιμαχόμενες κοινωνικές ομάδες του προεπαναστατικού «ελληνισμού»: η «αρχαϊστική» των οπαδών της παλαιάς, φεουδαρχικής και εκκλησιαστικής-πατριαρχικής, κάστας, η «χυδαία» (=λαϊκή) των ριζοσπαστών και η «καθαρεύουσα», η κοραϊκή «μέση οδός» των μετριοπαθών πρωτοαστών.
H ανακίνηση του γλωσσικού ζητήματος από τον Σολωμό πάνω στο απόγειο της Ελληνικής Επανάστασης αλλά μακριά απ' αυτήν (Διάλογος, 1824) σήμαινε μιαν αδιόρατη αλλ' αποφασιστική μετακίνηση του ζητήματος από την παιδεία - του Διαφωτισμού - στην ποίηση και, γενικότερα, τη λογοτεχνία -του Ρομαντισμού. Τη σολωμική διδασκαλία επρόκειτο να ενστερνιστούν και να επαναλάβουν και οι επτανήσιοι ακόλουθοί του (Στάης, Καλοσγούρος κ.ά. μέχρι το τέλος του ίδιου αιώνα (I. Πολυλάς, H φιλολογική μας γλώσσα, Κέρκυρα 1893).
Όπως ξέρουμε, το ζήτημα «λύθηκε», όπως ήταν αναμενόμενο: στο νεότευκτο ελληνικό κρατίδιο επιβλήθηκαν άνωθεν, από τη νέα εξουσία, και επικράτησαν για μισόν περίπου αιώνα (1830-1880), και στην παιδεία και στη λογοτεχνία, τα καθαρεύοντα και δη αρχαϊστικά πρότυπα ενός ήδη παρηκμασμένου, όχι μόνο γλωσσικού αλλά και, γενικότερα, πολιτισμικού (Νέο-) Κλασικισμού.
Με το Ταξίδι του Ψυχάρη το ζήτημα φαινόταν να επιστρέφει στη λογοτεχνική βάση, πάνω στην οποία το είχαν στήσει ο Σολωμός και οι επτανήσιοι ομοϊδεάτες του - έτσι τουλάχιστον το προσέλαβαν ο Παλαμάς και οι δορυφόροι του της Γενιάς του 1880. Μια τέτοια πρόσληψη παρέβλεπε, υποσυνείδητα, τον απώτερο, τον ιδεολογικό, στόχο του γλωσσικού κηρύγματος του Ψυχάρη: Ο Ψυχάρης, που είχε κάνει λαμπρές πανεπιστημιακές σπουδές στις αρχαίες και τις νεότερες ευρωπαϊκές λογοτεχνίες, είχε εγκαινιάσει τη σταδιοδρομία του ως γλωσσολόγος στα 1884 μ' ένα Δοκίμιο για τη νεοελληνική φωνητική, που ήταν γραμμένο στην πρώτη «μητρική» του γλώσσα, τη γαλλική. H «φωνητική», ο νεογέννητος αυτός κλάδος της γλωσσολογίας, είχε τεθεί πάνω σε «επιστημονική» βάση με την πρόσφατη τότε ακόμα εφεύρεση του φωνογράφου (1877) - και η φωνητική θα προωθήσει, και στον Ψυχάρη, τις σπουδές στη νεοελληνική διαλεκτολογία.
Αυτός ακριβώς ο νεοσύστατος τότε κλάδος της γλωσσολογίας, η φωνητική, θα καθορίσει κατά κύριο λόγο και το γλωσσικό Ταξίδι του Ψυχάρη• η παραδοσιακή μορφολογία θα παίξει ένα δευτερεύοντα ρόλο, ενώ το λεξιλογικό μέρος της γλώσσας θα μείνει σ' αυτόν, σε αντίθεση με τους καθαρολόγους και αρχαϊστές αντιπάλους του μάλλον αδιάφορο. Αυτό όμως που έχει κοινό μ' αυτούς είναι πολύ σημαντικότερο από τις «καθαρά» γλωσσολογικές διαφορές τους: Όπως αυτοί, έτσι και ο Ψυχάρης προβαίνει σε μια διορθωτική επέμβαση πάνω στο ιστορικά υπαρκτό σώμα της γλώσσας - μια «αρχή», που αντιστρατευόταν τις αρχές για τη «φυσική γλώσσα» των προεπαναστατικών «δημοτικιστών» και του Σολωμού. Έτσι π.χ. κηρύσσει και προτείνει τις φωνητικές διορθώσεις: πνέμα αντί πνεύμα, συβιβασμός αντί συμβιβασμός - αλλά και: Ορφές αντί Ορφέας, Αισκύλος αντί Αισχύλος και Βιχτώρ Ουγκώ αντί Βικτώρ Ουγκώ!
Αλλά ο Ψυχάρης έχει κ' ένα άλλο, ουσιαστικότερο, ιδεολογικοπολιτικό, κοινό με τους γλωσσικούς αντιπάλους του: Όπως εκείνοι, έτσι κι' αυτός μετακινεί το γλωσσικό ζήτημα από το αίτημα της λαϊκής παιδείας του ελληνικού Διαφωτισμού και της «υψηλής», «εθνικής λογοτεχνίας» του Σολωμού και των επτανήσιων ακολούθων του στην υπηρεσία της σύγχρονής του πολιτικής: της «Μεγάλης Ιδέας», της επεκτατικής κίνησης προς Βορράν και, γι' αυτόν τον όψιμο φαναριώτη, προς Ανατολάς. Από τον Ψυχάρη θα κληρονομήσουν τη διπλή σημασία του ιδεολογήματος αυτού: «Μεγάλη Ιδέα» (του «Ελληνισμού») και «Μεγάλη Ιδέα» (του «Δημοτικισμού»).
Τον πολιτικό στόχο του ο Ψυχάρης τον δηλώνει ήδη στην αρχή του μανιφέστου του: «Ένα έθνος, για να γίνη έθνος, θέλει δυο πράματα• να μεγαλώσουν τα σύνορά του και να κάμη φιλολογία δική του. Άμα δείξη που ξέρει τι αξίζει η δημοτική του γλώσσα κι' άμα δεν ντραπή γι' αφτή τη γλώσσα, βλέπουμε που τόντις είναι έθνος. Πρέπει να μεγαλώση όχι μόνο τα φυσικά, μα και τα νοερά του στα σύνορα. Γι' αφτά τα σύνορα πολεμώ».
Το «πολεμώ» ήταν βέβαια για τον άκαπνο κονδυλοφόρο Ψυχάρη ένας τρόπος του λέγειν: Την πρακτική διεκπεραίωση της «εθνικής» αυτής αποστολής πρέπει να την αναλάβει, υπαγορεύει ο γλωσσικός της αρχιστράτηγος εκ του ασφαλούς, από το τρυφηλό Παρίσι, ο «Ελληνικός Στρατός», όπως επιγράφεται το καταληκτικό κεφάλαιο του Ταξιδιού του - ενός «ταξιδιού», που εκδηλώνεται απροκάλυπτα ως μια επεκτατική εκστρατεία προς Ανατολάς.
Ο ιδεολογικοπολιτικός χαρακτήρας του διμέτωπου αυτού γλωσσικού αγώνα του Ψυχάρη αποκαλύπτεται μ' έναν τρόπο τραγελαφικό μεν αλλά εύγλωττο ακριβώς σε μια «διορθωτική» γλωσσική του επέμβαση, τη φορά αυτή στο λεξιλογικό επίπεδο, σ' αυτό το κυριολεκτικά πολεμικό κεφάλαιο του βιβλίου του: Ο Ψυχάρης προτείνει, οι αξιωματικοί, πριν ακόμα βρεθούν στο πολεμικό Μέτωπο, για να «πάρουν την Πόλη», να μη δίνουν στους αγρότες και φτωχούς φαντάρους τους τη διαταγή: πυρ! αλλά: φωτιά!
Για την πρώτη μεγάλη ήττα (1897) της δισήμαντης αυτής «Μεγάλης Ιδέας» μέχρι και την οριστική πανωλεθρία και τη «Μικρασιατική Καταστροφή» της δεν έφταιγε βέβαια ούτε η καθαρεύουσα του «πυρός» ούτε η δημοτική της «φωτιάς», αλλά η «καθαρευουσιάνικη» στενοκεφαλιά των εθνικιστών ιδεολόγων σαν τον Χατζιδάκι και τον Ψυχάρη και, προπαντός, των πολιτικών και στρατιωτικών που ανέλαβαν την εκτέλεσή της, αλλά πέτυχαν μόνο την εκτέλεσή τους (15 Νοεμβρίου 1922).
Ο κ. Γιώργος Βελουδής είναι καθηγητής Πανεπιστημίου.
Φράνσις Άλμπερτ Σινάτρα, ήταν δημοφιλής Αμερικανός τραγουδιστής και ηθοποιός
Φράνσις Άλμπερτ Σινάτρα
O Φράνσις Άλμπερτ Σινάτρα, γνωστός ως Φρανκ Σινάτρα, ήταν δημοφιλής Αμερικανός τραγουδιστής και ηθοποιός. (Francis Albert Sinatra, Χοουμπόκεν, 12 Δεκεμβρίου 1915 - Λος Άντζελες, 14 Μαΐου 1998)
Στη διάρκεια μιας πολυετούς καριέρας, από τα τέλη της δεκαετίας του 1930 μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του '90, υπήρξε ένας από τους πιο αγαπητούς εκτελεστές στους κύκλους της βιομηχανίας διασκέδασης.
Συχνά χαρακτηρίζεται ως ο σπουδαιότερος Αμερικανός τραγουδιστής του 20ού αιώνα, αλλά και συμβολική μορφή της αμερικανικής κουλτούρας.Το μουσικό έργο του είναι ογκώδες, με περισσότερες από 1400 ηχογραφήσεις. Τιμήθηκε με το Προεδρικό Μετάλλιο της Ελευθερίας από τον Ρόναλντ Ρίγκαν το 1985 και με το Χρυσό Μετάλλιο του Κογκρέσου το 1997, ενώ του απονεμήθηκαν συνολικά έντεκα βραβεία Γκράμι, μεταξύ αυτών και το βραβείο για τη συνολική προσφορά του. Ως ηθοποιός απέσπασε το βραβείο Όσκαρ β' ανδρικού ρόλου για την ταινία Όσο υπάρχουν άνθρωποι (From Here to Eternity, 1953), ενώ ήταν υποψήφιος για το βραβείο καλύτερου α' ανδρικού ρόλου για την ερμηνεία του στο δραματικό έργο Ο άνθρωπος με το χρυσό χέρι (The Man with the Golden Arm, 1955).
Η έντονη και περιπετειώδης προσωπική ζωή του τοποθετήθηκε συχνά στο προσκήνιο, ειδικότερα η διασύνδεσή του με προσωπικότητες της μαφίας και του οργανωμένου εγκλήματος.
Γεννημένος στο Χομπόκεν του Νιου Τζέρσεϊ, από γονείς Ιταλούς μετανάστες, έδειξε νωρίς την προτίμησή του στο μπελκάντο (ιταλ. bel canto) και ως έφηβος αποφάσισε να στραφεί επαγγελματικά στο τραγούδι επηρεασμένος από τις ηχογραφήσεις του Μπινγκ Κρόσμπι. Παρά την απουσία μουσικής παιδείας, κατάφερε γρήγορα να προκαλέσει την προσοχή του τρομπετίστα Χάρι Τζέιμς, ο οποίος τον προσέλαβε ως τραγουδιστή στην ορχήστρα του το 1939.
Ακολούθησε η τριετής συνεργασία του με τον Τόμι Ντόρσεϊ, στη διάρκεια της οποίας η δημοφιλία του στο νεανικό ακροατήριο έφτασε σε πρωτόγνωρα επίπεδα, συγκρινόμενη μόνο με την αντίστοιχη αποδοχή που είχε πριν τον Σινάτρα ο Μπένι Γκούντμαν. Από τα τέλη του 1942 ακολούθησε ατομική καριέρα και εξελίχθηκε σύντομα σε φαινόμενο της αμερικανικής κουλτούρας και ίνδαλμα για τις υπερενθουσιώδεις νεαρές θαυμάστριές του που έμειναν γνωστές στην ιστορία ως bobby soxers. Την ίδια περίπου περίοδο, του αποδόθηκαν τα παρωνύμια Frankieboy, The Sultan of Swoon [Σουλτάνος του συναισθήματος], και το δημοφιλέστερο The Voice [Η φωνή].
Στα τέλη του 1944 ξεκίνησε να ηχογραφεί με μεγάλη συχνότητα για τη δισκογραφική εταιρεία Columbia, σε συνεργασία με τον ενορχηστρωτή Άξελ Στόρνταλ (Axel Stordahl), ο οποίος καθόρισε τον ήχο εκείνων των ηχογραφήσεων. Από το 1947/8 η καριέρα του παρουσίασε εμφανή πτώση. Το γεγονός συνέπεσε χρονικά με τα πρώτα αρνητικά δημοσιεύματα του τύπου - που σχετίζονταν κυρίως με τις διασυνδέσεις του Σινάτρα με προσωπικότητες του οργανωμένου εγκλήματος, όπως ο Λάκι Λουτσιάνο - αλλά και το περιστατικό της επίθεσής του κατά του δημοσιογράφου Λη Μόρτιμερ που αργότερα αποδείχθηκε ότι συνεργάστηκε με το FBI για τη δυσφήμισή του. Το 1952, ενδεικτικό της παρακμής της καριέρας του υπήρξε το γεγονός πως δεν διέθετε κανένα δισκογραφικό ή κινηματογραφικό συμβόλαιο ούτε καλλιτεχνικό πράκτορα.
Η επάνοδός του πραγματοποιήθηκε κυρίως με την ερμηνεία του στην κινηματογραφική ταινία, σκηνοθεσίας Φρεντ Τσίνεμαν, Όσο υπάρχουν άνθρωποι (From Here to Eternity, 1953), για την οποία απέσπασε βραβείο Όσκαρ β' ανδρικού ρόλου. Τη δεκαετία του '50 σημειώθηκε μια στροφή στον ήχο του, δίνοντας έμφαση περισσότερο στο είδος του σουίνγκ και λιγότερο στις μπαλάντες των προηγούμενων ετών. Το 1953 υπέγραψε συμβόλαιο με την Capitol Records και οι ηχογραφήσεις του εκείνης της εποχής συγκαταλέγονται στις κορυφαίες δημιουργίες του. Το άλμπουμ Come Dance with Me! (1959) τού εξασφάλισε το πρώτο του βραβείο Γκράμι. Σημαντικές θεωρούνται οι συνεργασίες του με ορισμένους από τους σπουδαιότερους ενορχηστρωτές, όπως ο Νέλσον Ριντλ, ο Γκόρντον Τζένκινς και ο Μπίλι Μέι.
Το 1960, ο Φρανκ Σινάτρα, ο Πίτερ Λόφορντ, ο Ντιν Μάρτιν, ο Σάμι Ντέιβις τζούνιορ και ο Τζόι Μπίσοπ πραγματοποίησαν κοινή εμφάνιση στο περίφημο ξενοδοχείο Σαντς του Λας Βέγκας. Η κοινή εμφάνιση των ιερών τεράτων της αμερικανικής "σόου μπίζνες" πραγματοποιήθηκε με αφορμή το κλείσιμο του ξενοδοχείου και οι θαυμαστές του "ρατ πακ", όπως ήταν γνωστοί, συνέρρευσαν από όλα τα σημεία του κόσμου για να τους ακούσουν.
Tην ίδια χρονιά, ο Σινάτρα ίδρυσε τη δισκογραφική εταιρεία Reprise Records στην οποία, μέχρι το 1962, ηχογραφούσε παράλληλα με την Capitol. Στη διάρκεια της δεκαετίας του '60, ηχογράφησε με μεγάλη συχνότητα, ολοκληρώνοντας άνισες κυκλοφορίες, μεταξύ των οποίων ξεχωρίζει η συνεργασία του με τον Αντόνιο Κάρλος Ζομπίμ στο Francis Albert Sinatra and Antonio Carlos Jobim (1967) και το September of My Years (1965). Στις μεγαλύτερες επιτυχίες του ανήκουν ακόμα τα τραγούδια Strangers in the Night (1966), That’s Life (1967) και My Way (1969).
Frank Sinatra, 1947
Ως ηθοποιός εμφανίστηκε σε 58 ταινίες, τόσο σε μιούζικαλ όσο και σε καθαρά ερμηνευτικούς ρόλους χωρίς να τραγουδά. Κατά τη δεκαετία του '50 και του '60 υπήρξε ιδιαίτερα δημοφιλής πρωταγωνιστής και εν γένει ένας από τους λίγους που κατάφεραν να γίνουν εξίσου επιτυχημένοι στον κινηματογράφο και το τραγούδι. Ξεχωρίζουν τα μιούζικαλ με συμπρωταγωνιστή τον Τζιν Κέλι, ειδικότερα το Τρία κορίτσια και τρεις ναύτες (On the Town, 1949), η ερμηνεία του στην ταινία Ο άνθρωπος με το χρυσό χέρι (The Man with the Golden Arm, 1955) για την οποία ήταν υποψήφιος για το βραβείο Όσκαρ α' ανδρικού ρόλου, το Μάγκες και κούκλες (Guys And Dolls, 1955) στο πλευρό του Μάρλον Μπράντο, καθώς και το πολιτικό θρίλερ Ο άνθρωπος της Μαντζουρίας (The Manchurian Candidate, 1962).
Ο Σινάτρα ανακοίνωσε την αποχώρησή του από τα μουσικά δρώμενα το 1971, σε μια εποχή που η γενιά του Γούντστοκ κυριαρχούσε στη μουσική βιομηχανία. Δύο χρόνια αργότερα επέστρεψε με νέες ηχογραφήσεις και η ύστερη περίοδος της καριέρας του χαρακτηρίστηκε γενικά από προσεκτικές επιλογές και λιγοστές κυκλοφορίες, με σημαντικότερες αυτές των δίσκων Trilogy (1980), She Shot Me Down (1981) και L.A. Is My Lady (1984). Οι τελευταίοι δίσκοι που ηχογράφησε ήταν τα Duets (1993) και Duets II (1994), μετά από δεκαετή απουσία. Η τελευταία συναυλία του πραγματοποιήθηκε το 1995.
Είχε τρία παιδιά από την πρώτη του σύζυγο, Νάνσι Μπαρμπάτο. Έκανε τρεις επιπλέον γάμους με την Άβα Γκάρντνερ (1951-7), τη Μία Φάροου (1966-8) και τη Μπάρμπαρα Μαρξ (από το 1976 μέχρι το θάνατό του). Ο γάμος του με τη Μία Φάροου ήταν τόσο ξαφνικός που δεν μπόρεσε να παραστεί κανείς. Ούτε καν τα παιδιά και οι στενοί τους φίλοι. Οι δημοσιογράφοι αναστατώθηκαν. Έμαθαν την είδηση από τα ραδιόφωνα και ξεκίνησαν αμέσως για το Λας Βέγκας, αλλά η απεργία πέντε αεροπορικών εταιριών τούς καθήλωσε στα αεροδρόμια. Όταν, τελικά, έφθασαν, έμαθαν ότι οι νεόνυμφοι είχαν φύγει με το ιδιωτικό αεροπλάνο του Σινάτρα. Οι μοναδικές μαρτυρίες από το αστραπιαίο γεγονός είναι οι φωτογραφίες που τράβηξε η πολιτεία του Λας Βέγκας ύστερα από τον γάμο, στην κοπή της γαμήλιας τούρτας, παρουσία του ιδιοκτήτη του ξενοδοχείου Σαντς.
Ο Φρανκ Σινάτρα πέθανε στο Λος Άντζελες, τον Μάιο του 1998, μετά από παρατεταμένη περίοδο προβλημάτων υγείας.
Περισσότερα Άρθρα...
- Ρίτα Χέιγουορθ , Αμερικανίδα ηθοποιός, η ονειρική ζωή και το δραματικό τέλος της
- Κάρολος Δ΄ της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας
- Ερνέστο Τσε Γκεβάρα, ήταν Αργεντινός γιατρός, κομμουνιστής Μαρξιστής-Λενινιστής επαναστάτης, ένας από τους αρχηγούς των ανταρτών στην Κούβα και πολιτικός
- Αλέξανδρος ο Νιέφσκι, ο πρίγκιπας που έγινε Άγιος