Άρθρα
Μίνως Αργυράκης, ήταν Έλληνας ζωγράφος, σκιτσογράφος και σκηνογράφος του θεάτρου
Μίνως Αργυράκης
Σμύρνη, 26 Φεβρουαρίου 1920 - Αθήνα, 26 Μαΐου 1998
Ήταν Έλληνας ζωγράφος, σκιτσογράφος και σκηνογράφος του θεάτρου.
Ο Μίνως Αργυράκης ήταν Έλληνας ζωγράφος, σκιτσογράφος και σκηνογράφος του θεάτρου, γεννήθηκε στην Σμύρνη το 1920.
Κατά την Μικρασιατική Καταστροφή, ο πατέρας του, που ήταν πλούσιος τραπεζίτης, έπεσε θύμα της τουρκικής θηριωδίας.
Έτσι, σε ηλικία ενός έτους, ο Αργυράκης βρέθηκε πρόσφυγας στην Ελλάδα, μαζί με την μητέρα του, Γαλάτεια, την γιαγιά του και τον αδελφό του.
Με την φροντίδα της Πηνελόπης Δέλτα, φοίτησε στο Κολέγιο του Ψυχικού.
Προσπάθησε δύο φορές να γίνει δεκτός από την Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών, αλλά χωρίς επιτυχία. Αναγκαστικά, στράφηκε προς την Ανωτάτη Εμπορική Σχολή (σημερινό Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών).
Έλαβε μαθήματα ζωγραφικής από τον Γιάννη Τσαρούχη, που ήταν προσωπικός του φίλος. Ο ίδιος επίσης ισχυρίζονταν πως υπήρξε μαθητής του Κόντογλου, του Θεόφιλου και του Παρθένη. Έκανε παρέα με άλλους πολύ γνωστούς συνομήλικούς του, όπως ο Γιάννης Μόραλης, ο Νίκος Χατζηκυριάκος-Γκίκας, ο Μάνος Χατζιδάκις και ο Νίκος Γκάτσος.
Παράλληλα με την ζωγραφική, ασχολήθηκε από πολύ νωρίς και με το σκίτσο και την δημοσιογραφία. Κατά την περίοδο της Κατοχής, κατατάχθηκε στην ΕΠΟΝ και με τους αντάρτες περιήλθε τα βουνά της Ευρυτανίας. Το 1948 και το 1951, συμμετείχε στις πανελλήνιες εκθέσεις ζωγραφικής, ενώ το 1957 συμμετείχε στο Διεθνές Φεστιβάλ Νεότητας της Μόσχας και στην Μπιενάλε Σχεδίου στο Ταλεντίνο της Ιταλίας. Ταυτοχρόνως δημοσίευε κείμενα και σκίτσα σε εφημερίδες και περιοδικά της εποχής (Αυγή, Ελευθερία, κ.ά.). Υπήρξε μέλος της καλλιτεχνικής ομάδας «Αρμός» από το 1949 ως το 1953 (χρονιά που ο Αρμός διέκοψε τη δράση του).
Το 1957 εξέδωσε το πρώτο του λεύκωμα με σκίτσα και κείμενα υπό τον τίτλο Οδός Ονείρων. Το λεύκωμα, ήταν «μια αιχμηρή, καυστική, κοινωνική σάτιρα της Ελλάδας του '50, που περιέχει πολλά μυθολογικά στοιχεία, αλλά αποπνέει και έναν έντονο λυρισμό». Ο Μάνος Χατζιδάκις, γοητευμένος από το λεύκωμα, το μετέτρεψε σε μουσική επιθεώρηση, η οποία παρουσιάστηκε στο θέατρο «Μετροπόλιταν» της Αθήνας το 1962 με την συνεργασία του ίδιου του Αργυράκη (σκηνικά, κοστούμια, και στίχοι ενός τραγουδιού), του σκηνοθέτη Αλέξη Σολωμού και του ηθοποιού Δημήτρη Χορν. Με τον Χατζιδάκι συνεργάστηκε ξανά το 1965, για την επιθεώρηση Ο γύρος του κόσμου. Στις αρχές της δεκαετίας το '60 συμμετείχε στην καλλιτεχνική «Ομάδα Τέχνης α».
Το 1963, πραγματοποίησε έκθεση στην γκαλερί «Ζυγός», με κύριο θέμα την εισβολή των ξένων (τουριστών και μη) και την αλλαγή της κοινωνίας στην μεταπολεμική Ελλάδα. Το ίδιο έτος υπήρξε ένα από τα ιδρυτικά στελέχη της Δημοκρατικής Νεολαίας Λαμπράκη.
Λίγο πριν από την δικτατορία, δημιούργησε με την σύντροφό του, τον Τσαρούχη και τον Ευγένιο Σπαθάρη, την «Κιβωτό της Άμυ», έναν χώρο καλλιτεχνικού πειραματισμού, στην Πλάκα, όπου γίνονταν διάφορα χάπενινγκ με λόγους και μουσικοχορευτικά δρώμενα.
Μ. Αργυράκης, Αθηνόραμα (1973). Λάδι σε ύφασμα, 133 εκ. x 570 εκ. Εθνική Πινακοθήκη - Μουσείο Αλεξάνδρου Σούτζου.
Η χούντα έκλεισε την «Κιβωτό της Άμυ» με την δικαιολογία πως δεν διέθετε άδεια «μετά μουσικών οργάνων», και ο Αργυράκης έφυγε εκτός Ελλάδας• πρώτα στην Ισπανία, κατόπιν στο Λονδίνο και τέλος στην Κοπεγχάγη, όπου έζησε μέχρι το 1974 φιλοξενούμενος του γλύπτη Τάκη. Στην Κοπεγχάγη, εξέδωσε ένα δεύτερο σατιρικό λεύκωμα με σκίτσα και κείμενα υπό τον τίτλο Η πολιτεία έπλεε εις την Μελανόλευκον.
Όταν έπεσε η χούντα, επέστρεψε στην Ελλάδα. Το 1975 εικονογράφησε έναν αγγλικό ταξιδιωτικό οδηγό για την Ελλάδα (Fodor's Greece 1975). Το 1981 συνεργάστηκε για τελευταία φορά με τον Χατζιδάκι, δημιουργώντας τα σκηνικά και τα κοστούμια για την παράσταση της Πορνογραφίας. Το 1984 κυκλοφόρησε το βιβλίο του Ταξιδεύοντας στην Ελλάδα.
Η υγεία του κλονίστηκε το 1990 και έκτοτε έπαψε να ζωγραφίζει και να συμμετέχει ενεργά στην ζωή. Τον Απρίλιο του 1997, κλείστηκε στο Αθηναϊκό Γηροκομείο. Πέθανε έναν χρόνο μετά, πριν προλάβει να δει αναδρομική του έκθεση στην Εθνική Πινακοθήκη (Οκτώβριος 1998).
Για το έργο του Μίνου Αργυράκη, η Ελένη Βακαλό έχει γράψει:
«Μέσα στα πλαίσια της ελληνικότητας, την πρώτη χρήση ειρωνείας, από τη δεκαετία του '40, την έχουμε στα σκίτσα του Μ. Αργυράκη.
Ο Μ. Αργυράκης λειτουργεί βέβαια ως γελοιογράφος. Το ρεπερτόριό του, όμως, αγγίζει όλα τα σύμβολα της ελληνικότητας.
Τα απομυθοποιεί γελοιογραφικά από το κύρος τους, αλλά συγχρόνως τα μεταφέρει στο χώρο ονείρων, στην "Οδό Ονείρων" του Νεοέλληνα .
Με την παρεμβολή του Μ. Αργυράκη τοποθετείται το σημείο που έγινε η στροφή, για να περάσουμε σ' ένα τόσο σύντομο χρονικό διάστημα στην Ελλάδα, από το βίωμα στη μνήμη.»
Ο ΣΚΗΝΟΓΡΑΦΟΣ ΤΗΣ «ΟΔΟΥ ΟΝΕΙΡΩΝ» ΟΝΕΙΡΕΥΕΤΑΙ ΝΑ ΑΦΗΣΕΙ ΤΟ ΓΗΡΟΚΟΜΕΙΟ ΚΑΙ ΝΑ ΕΠΙΣΤΡΕΨΕΙ ΣΤΗ ΖΩΓΡΑΦΙΚΗ Στο περιοδικό τού σχολείου, η πρώτη επαφή με το πενάκι «Όποιον δεν καταλαβαίνουν τον βγάζουν τρελό...»
Μίνως Αργυράκης «Τουλάχιστον τη χάρηκα τη ρημάδα τη ζωή...»
ΚΑΤΙΑ ΠΕΤΡΟΠΟΥΛΟΥ | ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ: 14/02/1998 |
Δεν θ' άλλαζε τίποτε από τη ζωή του, αν είχε την ευκαιρία να ξαναγεννηθεί. Την αγάπησε τη ζωή ο Μίνως Αργυράκης, όπως αγάπησε και τις γυναίκες. Έντυσε μποέμικα την κάθε του στιγμή και αδιαφόρησε πλήρως για όσους βάφτιζαν «περίεργο» τον ίδιο και «εκκεντρικό» καθετί που δεν μπορούσαν να καταλάβουν στη ζωγραφική, τα σκίτσα και τα σκηνικά του. Ένα πράγμα δεν λογάριασε ποτέ του: το χρήμα. Δεν το είχε; Δεν πείραζε. Το είχε; Το ξόδευε... «Μπορεί, κακώς», λέει σήμερα από το Γηροκομείο Αθηνών, που εδώ κι έναν χρόνο έχει γίνει αναγκαστικά το σπίτι του. «Τουλάχιστον, όμως, εγώ τη χάρηκα τη ρημάδα τη ζωή»...
ΟΙ ΡΥΤΙΔΕΣ του προσώπου του δεν έχουν φτάσει ακόμη στην καρδιά του. Ο σκηνογράφος της «Οδού Ονείρων» στήνει ψηφίδα ψηφίδα το δικό του όνειρο: να ξανανοικιάσει την κάμαρα που είχε στο Παγκράτι, να αποχαιρετήσει το Γηροκομείο και να ριχτεί με πάθος στη ζωγραφική.
«Τι θα ζωγραφίζατε;» τον ρώτησα. «Μια γυναίκα» μού απάντησε. «Μια γυναίκα;» ξαφνιάστηκα ευχάριστα. «Άντε δύο... Βέβαια, τώρα που το ξανασκέφτομαι, και τρεις δεν θα 'ταν άσχημα»... Μια αδιόρατη θλίψη ζωγραφίζεται στο βλέμμα του. Ο τρόπος που ξαφνικά σωπαίνει είναι συγκλονιστικός.
Είναι κομψός μέσα στη ρομπ ντε σαμπρ του. Αν και φανερά ταλαιπωρημένος από τα σκαμπανεβάσματα της υγείας του, τα μάτια του δεν χάνουν τη ζωηράδα, όταν ο νους του τον βοηθάει να διατυπώσει όσα θέλει να πει.
Τις άλλες στιγμές, απλώς προτιμά να καρφώνει τα μάτια ή κάτω στο πάτωμα ή μακριά, έξω από το παράθυρο. Όταν πριν από έναν χρόνο ερχόταν στο Γηροκομείο Αθηνών ύστερα από ένα βαρύ εγκεφαλικό, κανείς δεν περίμενε ότι θα μπορούσε να βελτιωθεί τόσο πολύ, ώστε και επαφή με το περιβάλλον να έχει και καθιστός σε μια καρέκλα να μπορεί να σταθεί. Όπως σήμερα.
Που έχει περιποιηθεί την κόμμωσή του, αν και αρνείται πολύ ευγενικά τη φωτογράφησή του. «Τη Δευτέρα ίσως έχω λίγο ελεύθερο χρόνο για πόζες»...
Είναι ακόμη ζωντανός, αλλά αυτό δεν του αρκεί. Του λείπει η ζωγραφική. Να μην ξεχάσει, όταν θα βγει, να πάρει μαζί του τα πενάκια του και τα χαρτιά του ντεκόρ στο κάτω ραφάκι του κομοδίνου του. «Δεν έχω παράπονο. Οι άνθρωποι εδώ είναι πολύ περιποιητικοί.
Οι γιατροί προσφέρονται να μου βρουν ένα δωμάτιο να κάτσω να ζωγραφίσω, αλλά... χωρίς να φταίει κανείς γι' αυτό... η ατμόσφαιρα να κινηθώ ζωγραφικά δεν είναι η πλέον ενδεδειγμένη.
Η ζωγραφική, το σκίτσο, θέλουν κέφι που δεν το βρίσκεις εδώ κοντά. Εδώ κάθε πρωί λέμε καλημέρα στη μελαγχολία».
ΟΙ ΓΥΝΑΙΚΕΣ
Έρχεται κι επανέρχεται στις γυναίκες. «Οι γυναίκες συμβολίζουν για μένα την ομορφιά. Την εσωτερική ομορφιά, που διαρκεί. Οι κούκλες δεν μ' ενδιαφέρουν». Ένα παιχνίδισμα αυτοαναιρέσεων ο λόγος του. «Δηλαδή, όχι πως δεν μ' ενδιαφέρουν κι αυτές, αλλά δεν μπορώ να τους αφοσιωθώ. Εγώ ζητώ μιαν πνευματικότητα, να έχει δηλαδή η γυναίκα κάτι να σου πει. Δεν εννοώ να είναι διανοούμενη του είδους που ξέρει μόνον το μυαλό και δεν αισθάνεται το σώμα. Όχι. Αυτό είναι πολύ άσχημο για μένα».
Είχε, λέει, πολλές γυναίκες στη ζωή του. «Τρεις απ' αυτές νόμιμες. Με στεφάνι».
Μιαν Αγγλίδα, μιαν Ιρλανδέζα, μιαν Ελληνίδα. «Φαίνεται όμως πως δεν ήμουν καμωμένος για σπίτι». Κι άλλες πολλές, εκτός γάμου. «Μια συνεχής αλλαγή ήταν η ζωή μου.
Μόλις αποκτούσα κάτι, το κατέστρεφα. Πάντα ήθελα κάτι άλλο απ' αυτό που είχα.
Ο Τσαρούχης μού έλεγε: "Σαν Μικρασιάτης, γεννήθηκες για την καταστροφή". Τώρα τελευταία είμαι πολύ πιο κοντά στο σπίτι. Βλέπετε, έχω τη μικρή μου κόρη, την Ελένη (μία κόρη από κάθε γάμο), που με βοηθάει πολύ. Έρχεται εδώ και με βλέπει κάθε μέρα»...
Είναι πιο κοντά στο σπίτι, αλλά σπίτι στη ζωή του δεν απέκτησε. Κι αν δεν πέρασαν χρήματα από τα χέρια του... «Εγώ δεν σκέφτηκα ν' αποκτήσω σπίτι ούτε όταν απέκτησα δικά μου παιδιά. Δεν μ' ενδιέφεραν τα υλικά αγαθά. Ήμουν άτακτο παιδί, με την καλή έννοια. Γλένταγα, χόρευα. Πού να περισσέψουν λεφτά για σπίτι. Ποιος ξέρει... Ίσως στην άλλη μου ζωή κάνω κάτι».
ΣΕ ΤΑΞΙΔΙΑ
Χρειάστηκε να 'ρθει η αρρώστια για να σκεφτεί ότι σ' αυτό το σημείο μπορεί και να 'κανε λάθος. Σπίτι δεν έχει, σύνταξη δεν έχει, λεφτά στην άκρη δεν έχει. «Χάριζα συνεχώς έργα μου κι αυτό το πλήρωσα λίγο ακριβά. Αλλά το προτιμούσα, από το να γίνω έμπορος. Μου ήταν δύσκολο να αποτιμήσω εγώ σε δραχμές τη δουλειά μου. Τις στιγμές της δικής μου "τρέλας" ή δημιουργίας, όπως θέλετε πείτε το. Αλλά και τότε που έπιανα στα χέρια μου λεφτά και πρέπει να σας εξομολογηθώ ότι αυτές ήταν από τις λίγες περιπτώσεις που ένιωθα σαν καπιταλιστής, αφού το έβρισκα πολύ νόστιμο να έχω λεφτά τα ξόδευα. Κυρίως σε ταξίδια». Έχει ταξιδέψει σχεδόν σε όλο τον κόσμο. «Βοήθησαν σ' αυτό και οι εφημερίδες και τα περιοδικά που δούλευα». Νέα Υόρκη, Τόκιο, Μόσχα, Ευρώπη. «Μόνο στη Γερμανία δεν έχω πάει ποτέ, κι ούτε πρόκειται να πάω. Της έχω μια αντιπάθεια, λόγω του Χίτλερ και του ναζισμού. Θυμάμαι τι τράβηξε ο κόσμος στην Αθήνα, την Κατοχή. Η οικογένειά μου δεν πέρασε τόσο δύσκολες ώρες, όσο άλλες. Αλλά έχω ακόμα στο μυαλό μου την εικόνα της μάνας μου, που για να μας θρέψει δούλευε φασόν κορσέδες και σουτιέν».
Ξαναγυρνάει απότομα στη σημερινή του κατάσταση. «Μου λένε διάφοροι να βοηθήσουν, αλλά εγώ δεν είμαι άνθρωπος να πηγαίνω στα υπουργεία, να ψάχνω τους αρμόδιους και να λέω "σας παρακαλώ, δώστε μου κάτι". Στο κάτω κάτω εξαρτάται πώς προετοιμάζει κανείς το ραντεβού με τη μοίρα του. Δεν υπήρξα εγώ κακότυχος.
Τις επιλογές μου έκανα και στάθηκα τυχερός. Αγάπησα τη ζωή και εκείνη μου το ανταπέδωσε. Μπορεί να έχω οικονομικό πρόβλημα, αλλά όταν με το καλό βγω θα κοιτάξω να δουλέψω. Κι ό,τι γίνει με τη δουλειά. Αυτό έχω συνηθίσει να κάνω»...
Η ΜΑΝΑ του και η γιαγιά του ήταν πάντα οι μούσες του. Σμυρνιές και αρχόντισσες. Καρπός του έρωτα και του γάμου του τραπεζίτη πατέρα του με τη 14χρονη Γαλάτεια ήταν ο Μίνως Αργυράκης. «Ο πατέρας μου ήταν πολύ καλός άνθρωπος και μεγάλος πατριώτης. Από το σπίτι μας, που ήταν πάντα ανοιχτό, στη Σμύρνη, περνούσαν κάθε μέρα δεκάδες Έλληνες για να τους βοηθήσει».
Ο πατέρας έπεσε θύμα της Μικρασιατικής Καταστροφής. «Σφάχτηκε από τους Τούρκους». Ακέφαλη η οικογένεια, χαμένη η μεγάλη περιουσία, πήρε το δρόμο για την Ελλάδα. Ο Μίνως ήταν μόλις ενός έτους μωρό. «Ευτυχώς στην Ελλάδα υπήρχε η Στεφάνου Δέλτα (σ.σ. η Πηνελόπη Δέλτα), οικογενειακή φίλη, που φρόντισε για τον μικρό και τον έβαλε οικότροφο στο Κολλέγιο Αθηνών.
Ως μαθητής ήταν μέτριος. Ως διαγωγή... μετά δυσκολίας «κοσμία». «Δεν είχα τίποτα εναντίον του Κολλεγίου, αλλά γενικώς με τη σχολική ζωή που με καταπίεζε αφόρητα. Έσπαγα τζάμια, ξερίζωνα λουλούδια και καλλωπιστικούς θάμνους. Ήθελα να φτιάξω μια δική μου, αναρχική ατμόσφαιρα».
Μικρός ονειρευόταν να γίνει στρατηγός για να καταπιέζει αυτός τους άλλους. «Αργότερα, σκεφτόμουν πως ίσως να έκρυβα έναν μικρό Παπαδόπουλο μέσα μου. Βεβαίως, οι άνθρωποι που ήθελα εγώ να καταπιέσω ανήκαν στο στενό οικογενειακό μου περιβάλλον. Ο δεύτερος άνδρας της μητέρας μου, ο ετεροθαλής αδελφός μου, οι συγγενείς, που για μένα εκπροσωπούσαν το κατεστημένο...».
Στο Κολλέγιο ανακάλυψε πως του άρεσε το μάθημα της ιχνογραφίας και αργότερα των καλλιτεχνικών. Κι έτσι τού μπήκε η ιδέα να ασχοληθεί με τη ζωγραφική γιατί ήταν το μόνο πράγμα που μπορούσε να κάνει. Η πρώτη του επαφή με το πενάκι αποτυπώθηκε στο περιοδικό του σχολείου. Τα πρώτα του σκίτσα δημοσιεύτηκαν στον «Θησαυρό του Κολλεγίου» το 1939. Μια προσωπική καριέρα ανοιγόταν μπροστά του. Ο Εμφύλιος ήρθε και την καθυστέρησε. «Ανέβηκα εφτά μήνες στο βουνό με τον ΕΛΑΣ. Πήγα στο Καρπενήσι από την Αθήνα με τα πόδια. Εγώ κομμουνιστής δεν υπήρξα ποτέ. Πάντα ήμουν αριστερός, με την έννοια ότι ήθελα να φτιάξουμε έναν καινούργιο κόσμο και πίστευα ότι η Ελλάδα μπορεί να γίνει μια μοντέρνα, ασφαλώς σοσιαλιστική χώρα».
ΔΥΟ ΦΟΡΕΣ τον απέρριψαν από τη Σχολή Καλών Τεχνών. «Εκείνη την εποχή, το κλίμα στη Σχολή δεν ήταν και τόσο καλλιτεχνικό. Μπορούσες να είχες κάνει το πλέον ευφάνταστο έργο κι επειδή τόλμησες να πεις κάτι στον καθηγητή σου που δεν το θεωρούσε πρέπον, σε έκοβε. Η απόρριψή μου δεν με πείραξε. Είπα, άσ' τους. Αυτοί δεν ξέρουνε...». Το όνειρό του, ένα έργο που θα εκφράζει τον ορίζοντα, θα απλώνεται στο διάστημα και θα ενώνεται με τα σύγχρονα ρεύματα.
Σπούδασε όμως στη «σχολή Τσαρούχη». Ο μεγάλος ζωγράφος δίδασκε τα καλοκαίρια στο Πεδίον του Άρεως «όχι πώς να ζωγραφίζουμε, αλλά πώς να βλέπουμε τη ζωγραφική, ανακαλύπτοντας ταυτοχρόνως τι υπάρχει μέσα μας. Πάντα μάς έλεγε πως ό,τι διδάσκεται είναι τεχνητό. Το μόνο αληθινό είναι αυτό που βγαίνει από μέσα μας. Κι εγώ προσπαθούσα να το ανακαλύψω, απομονωμένος στην ταράτσα του σπιτιού μας, Ερμού 14, ζωγραφίζοντας με τις ώρες, με τις μέρες...».
Δεν θεωρεί πως είναι μεγάλος ζωγράφος. Λέει πως απλώς έκανε αυτό που τον γέμιζε. Το ένα είναι το σαρκαστικό μέρος, η κοινωνική σάτιρα, έτσι όπως έβγαινε από τα σκίτσα που έκανε για ελληνικές και ξένες εφημερίδες και περιοδικά. Για το άλλο, που είναι λυρικό, λέει: «Αφορά τις νεράιδες και τις γυναίκες που έχω φιλοτεχνήσει. Σπανίως ζωγράφιζα άνδρες».
ΣΤΟ ΕΞΩΤΕΡΙΚΟ
Λίγο πριν από τη δικτατορία βρέθηκε στο Λονδίνο. «Ένας φίλος μου, ο Νάνος Βαλαωρίτης, έστειλε μερικά σκίτσα μου στο "Λόντον Μαγκαζίν" και το περιοδικό με κάλεσε να δουλέψω εκεί». Το Λονδίνο διαδέχτηκε το Παρίσι και η γνωριμία και μεγάλη φιλία του με τον Τάκι. «Απολάμβανα το διαφορετικό και πραγματικά καλλιτεχνικό κλίμα του Παρισιού. Ήταν από τα πλέον δημιουργικά μου χρόνια». Η μια έκθεση διαδέχεται την άλλη. Νέα Υόρκη, Τόκιο, Μόσχα. «Στην Αμερική η υποδοχή ήταν ενθουσιώδης. Στη Μόσχα το κοινό ήταν σφιγμένο. Όμως οι Μοσχοβίτες ήταν καταπληκτικοί άνθρωποι. Μια φορά ρώτησα πού είναι ένας δρόμος και τριάντα άνθρωποι τσακίστηκαν να με εξυπηρετήσουν».
Επέστρεψε στην Ελλάδα το 1972. «Τότε έμπλεξα με τον Χατζιδάκι και την "Οδό Ονείρων". Δεν πρόκειται για ένα έργο, όπως νομίζουνε πολλοί, αλλά για ένα κέφι της εποχής εκείνης. Μαζευόμασταν στου "Ζωναρά" μερικοί φίλοι, μια φορά την εβδομάδα• έλεγε κάτι ο Χατζιδάκις, πετούσε κάτι ο Χορν, κάτι συμπλήρωνε ο Γκάτσος κι έτσι έγινε η "Οδός Ονείρων". Η ιδέα να το ανεβάσουμε στο "Μετροπόλιταν" ήταν του Μάνου, αλλά το όνομα δικό μου.
Το είχα κλέψει από μια στήλη που υπάρχει στην οδό Θόλου, κοντά στο παλιό Πανεπιστήμιο, στην Πλάκα, που έγραφε "Οδός Ονείρων" και το έβρισκα υπέροχο. Η πρώτη παράσταση ήταν για όλους μας μια σκέτη ευτυχία. Και παρ' όλο που οι επιθεωρησιογράφοι το σαμποτάρανε πολύ, η επιτυχία που γνώρισε ήταν απρόσμενη».
Ο ΧΑΤΖΙΔΑΚΙΣ
Η «Οδός Ονείρων» τον έδεσε με μεγάλη φιλία με τον Μάνο Χατζιδάκι. «Σαν τον Μάνο δεν υπήρξε άλλος κανείς. Πολλοί απορούσαν πως μπορεί να ταιριάζαμε τόσο πολύ εγώ, ένας αριστερός ή "αναρχικός", με τον Μάνο, που τον θεωρούσαν δεξιό. Όμως και αριστεροί και δεξιοί κατά βάθος θέλουμε τα ίδια πράγματα μέσα μας κι αυτό που μας κάνει να χωριζόμαστε είναι ο εγωισμός μας. Και το γεγονός ότι δίνουμε μεγαλύτερη σημασία στο τομάρι μας απ' ό,τι στο σύνολο».
Μάλλον χαίρεται που ο επόμενος αιώνας το πιθανότερο είναι θα τον βρει «απόντα». «Αυτή η τεχνολογική πρόοδος με τρομάζει. Δεν αρκούν τα επιτεύγματα και οι διευκολύνσεις της καθημερινής μας ζωής. Χρειάζεται να κοιτάξουμε πιο βαθιά μέσα μας».
ΠΡΟΣ ΤΟΥΣ ΝΕΟΥΣ
Αν είχε μπροστά του έναν νέο άνθρωπο και χρειαζόταν να του δώσει μια συμβουλή, αυτή θα ήταν να γίνει ένας γνήσιος άνθρωπος και να μην κρύβει τον πραγματικό του εαυτό. "«Θα του έλεγα να εκφραστεί όπως νιώθει, αδιαφορώντας για το τι λένε οι γύρω του. Ο κόσμος όποιον δεν καταλαβαίνει τον βγάζει "τρελό". Διότι ό,τι δεν είναι κατανοητό είναι και επικίνδυνο. Άρα πρέπει να πολεμηθεί. Και φυσικά, αν μπορούσα, θα τον προστάτευα, γιατί έχω υποστεί κι εγώ πολλές φορές αυτούς τους χαρακτηρισμούς".
Κυβέλη Ανδριανού, ήταν ηθοποιός και θιασάρχης του Ελληνικού θεάτρου
Κυβέλη Ανδριανού
1887 – 1978
Η Κυβέλη Ανδριανού ήταν Ελληνίδα ηθοποιός και θιασάρχης, που έγινε γνωστή κυρίως με το μικρό της όνομα και κυριάρχησε στο ελληνικό θέατρο κατά το πρώτο μισό του 20ου αιώνα. Καρπός παράνομου έρωτα, η Κυβέλη ήρθε στον κόσμο το 1887. Καταγόταν από τη Σμύρνη, ωστόσο δεν είναι ξεκάθαρο αν γεννήθηκε εκεί ή στην Αθήνα.
Σε ηλικία 2,5 ετών τη συνάντησαν στο βρεφοκομείο Αθηνών ο Αναστάσης και η Μαρία Αδριανού. Παρότι ήταν φτωχοί βιοπαλαιστές, οι θετοί γονείς της φρόντισαν να την αναθρέψουν με τον καλύτερο τρόπο. Σε αυτό συνέδραμε και η οικογένεια γνωστού αθηναίου δικηγόρου, που αφότου έχασε το μονάκριβο παιδί της, έβρισκε τη χαρά στην τρισχαριτωμένη «Κυβελίτσα». Έτσι, η Κυβέλη παρακολούθησε μαθήματα στο παρθεναγωγείο Χιλ, όπου διακρίθηκε για την εξυπνάδα της. Παρακολούθησε, επίσης, μαθήματα απαγγελίας και μάλιστα το 1901 βραβεύτηκε για την επίδοσή της.
Εκείνη την εποχή την ανακάλυψε ο Χρηστομάνος και αρχικά της έδωσε την ευκαιρία να παίξει το ρόλο της Ιουλιέττας, στη σκηνή του μπαλκονιού, σε μια έκτακτη εμφάνιση της Νέας Σκηνής. Η Κυβέλη Αδριανού έγινε η αγαπημένη του πρωταγωνίστρια και μέσα σε ελάχιστο διάστημα κατέκτησε μια από τις πρώτες θέσεις μεταξύ των ελληνίδων ηθοποιών.
Η Νέα Σκηνή (1901-1906) της έδωσε την ευκαιρία να συμμετάσχει στις μοναδικές παραστάσεις αρχαίας τραγωδίας της καριέρας της. Ξεχώρισε, ως κορυφαία, στην «Άλκηστη» του Ευριπίδη και αργότερα στην «Αντιγόνη» του Σοφοκλή. Παράλληλα, διακρίθηκε σε ρόλους δραματικούς και κωμικούς, όπως στο ρόλο της Ανιούτσκα στο «Κράτος του Ζόφου» του Τολστόι ή στο ρόλο της θεατρίνας στη «Λοκαντιέρα» του Γκολντόνι.
Μετά τη διάλυση της Νέας Σκηνής, η Κυβέλη έπαιξε πρώτα μερικές κωμωδίες με τον κωμικό Σαγιώρ και στη συνέχεια, το καλοκαίρι του 1907, πρωτοεμφανίσθηκε ως θιασάρχης με τη «Νόρα» του Ίψεν, ένα έργο που πήρε σταθερή θέση στο ρεπερτόριο του θιάσου της. Μεσουράνησε μέχρι και το 1934, με σταθερή θιασαρχική παρουσία, στην Αθήνα και σε περιοδείες.
Το 1908 συνεργάστηκε για πρώτη φορά με τον Γρηγόριο Ξενόπουλο. Η ίδια είχε ζητήσει από το συγγραφέα να διασκευάσει για χάρη της σε θεατρικό έργο το διήγημα «Κόκκινος Βράχος», επειδή της άρεσε πολύ ο χαρακτήρας της ηρωίδας. Έτσι, δημιουργήθηκε η Φωτεινή Σάντρη που είχε τεράστια επιτυχία και έμεινε στο ρεπερτόριο του θιάσου Κυβέλης για πολλά χρόνια, γνωρίζοντας άπειρες επαναλήψεις.
Ο Ξενόπουλος συνέχισε να την τροφοδοτεί με ένα έργο κάθε χρόνο έως το 1925 (Ραχήλ, Πειρασμός, Ψυχοσάββατο, Χερουβείμ, κ.ά). Συνεργάστηκε, επίσης, με τον Παντελή Χορν από το 1910 μέχρι το 1934 (Ο Άνθρωπός μας, Κερένια κούκλα, Φιντανάκι, Νταλμανοπούλα κ.ά), όπως και με τον Σπύρο Μελά (Κόκκινο πουκάμισο, Χαλασμένο σπίτι, Το άσπρο και το μαύρο, Μια νύχτα μια ζωή). Ακόμη, παρουσίασε έργα του Θ. Συναδινού και του Αλ. Λιδωρίκη.
Την περίοδο 1932-1934 αποφάσισε να «συμμαχήσει» με το αντίπαλο δέος της, τη Μαρίκα Κοτοπούλη, προκειμένου να αντιμετωπίσουν από κοινού το νεοϊδρυθέν Εθνικό Θέατρο. Μαζί ανέβασαν πιο σοβαρά έργα, όπως: «Ο Γυρισμός» του Ο' Νηλ, «Το επάγγελμα της κυρίας Γουόρεν» του Σω, «Ο αγαπητικός της βοσκοπούλας» του Κορομηλά, «Μαρία Στιούαρτ» του Σίλερ, «Ο Αννίβας προ των πυλών» του Σέργουντ κ.ά.
Μετά το 1934 σταμάτησε τις εμφανίσεις της στο θέατρο, ακολουθώντας το σύζυγό της, Γεώργιο Παπανδρέου, στη Μέση Ανατολή. Ως μεγάλο καλλιτεχνικό γεγονός έγινε δεκτή η επανεμφάνισή της, το 1950, με έργο του βουλεβάρτου και ακολούθησαν σποραδικές συνεργασίες της με το Εθνικό Θέατρο [Δάφνη Λορεόλα (1951), Το μυστικό της Κοντέσας Βαλέραινας (1953), Ο Γλάρος (1957), Διάλογοι Καρμηλιτισσών (1962)].
Κατά τη δεκαετία του 1950 συνέπραξε σε έκτακτες εμφανίσεις με τους θιάσους της Κατερίνας, των Λαμπέτη - Παππά - Χορν, της κόρης της Αλίκης, του γαμπρού της Ιορδάνη Μαρίνου κ.ά. Το καλοκαίρι του 1951 έκανε τη μοναδική της εμφάνιση σε αρχαία κωμωδία, στη Λυσιστράτη, με τον Θυμελικό Θίασος του Λίνου Καρζή και μεταξύ 1962-1965 συνεργάστηκε τακτικά με το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος (Το Μυστικό της Κοντέσσας Βαλέραινας, Το νησί της Αφροδίτης του Πάρνη, ο Ματωμένος γάμος του Λόρκα, Αναστασία των Μωρέτ-Μπόλτον, το Ηλιόλουστο πρωινό των Κιντέρο).
Στη μεγάλη οθόνη πήρε μέρος σε δύο ταινίες, στην κινηματογραφική μεταφορά της νουβέλας του Ξενόπουλου «Ο κακός δρόμος» (1933) και στην ταινία «Άγνωστο» (1956).
Όταν πέθανε, στις 26 Μαΐου 1978, η Κυβέλη είχε τέσσερα παιδιά, τρία εγγόνια, έξι δισέγγονα και πέντε τρισέγγονα. Από τον πρώτο της γάμο (1903-1906) με το Μήτσο Μυράτ απέκτησε τον Αλέξανδρο και τη γνωστή ηθοποιό Μιράντα. Ο επιχειρηματίας Κώστας Θεοδωρίδης ήταν ο δεύτερος σύζυγός της, αλλά και ο θεατρώνης της, για πάρα πολλά χρόνια. Κόρη τους, η πρωταγωνίστρια Αλίκη Θεοδωρίδη - Νορ. Τρίτος σύζυγός της ήταν ο Γεώργιος Παπανδρέου, από τον οποίο απέκτησε το Γιώργο, ετεροθαλή αδελφό του Ανδρέα Παπανδρέου.
Παπα-Γιώργης Πυρουνάκης, υπήρξε θεολόγος και στη συνέχεια κληρικός
Παπα-Γιώργης Πυρουνάκης, ο "Πρωτόπαπας του Λαού"
«Ο ελεύθερος άνθρωπος που ποθεί την ελευθερία δεν καταδέχεται να ντροπιάζει τον εαυτό του με τυρρανία ή με υποδούλωση. Αυτός είναι ο άνθρωπος του Θεού».
Ο πατήρ Γεώργιος Πυρουνάκης υπήρξε θεολόγος και στη συνέχεια κληρικός, συγκεκριμένα πρωτοπρεσβύτερος.
Γεννήθηκε στη Μήλο το 1910 από γονείς Σφακιανούς. Οι γονείς του διώχθηκαν από την Κρήτη ύστερα από ένα αποτυχημένο πραξικόπημα που έγινε εναντίον των Οθωμανών και κατέφυγαν στη Μήλο. Από τη Μήλο μετακινήθηκαν πολύ γρήγορα στον Πειραιά, όπου ο Πυρουνάκης τελείωσε το Δημοτικό Σχολείο. Υπήρξε συμμαθητής με σπουδαίες προσωπικότητες, όπως ο Γιάννης Τσαρούχης και ο Νίκος Καββαδίας. Το 1928 εισήχθη στη Θεολογική Σχολή και ξεκίνησε να κηρύττει ακόμη από τα φοιτητικά του χρόνια.
Η προσφορά του ως θεολόγου
Τον Οκτώβριο του 1932 δημιούργησε στον Πειραιά μαζί με άλλους έξι νέους μια οργάνωση νεολαίας, με το όνομα "Φιλική Εταιρεία Νέων". Μέχρι το 1939, η Εταιρία είχε ιδρύσει τέσσερα νυχτερινά σχολεία για τους εργαζόμενους νέους άνδρες και γυναίκες, δύο επαγγελματικές σχολές και «Λαϊκό Πανεπιστήμιο». Η οργάνωση ίδρυσε το πρώτο νυχτερινό Γυμνάσιο στον Πειραιά, το οποίο στεγάστηκε μετά από πολλές δυσκολίες στη Ράλλειο Σχολή. Την ίδια εποχή ο Πυρουνάκης ίδρυσε τις πρώτες κατασκηνώσεις εργαζομένων παιδιών στο Πέραμα. Για να αναδείξει το ρόλο και τη σημασία της εργατικής τάξης και να ανυψώσει ψυχικά τους ανθρώπους που την αποτελούν ξεκινά την Γιορτή του Εργάτη Χριστού. Το 1938, στη γιορτή του Εργάτη Χριστού στον Πειραιά, θα παραβρεθούν πάνω από πέντε χιλιάδες εργαζόμενα παιδιά.
Μερικά ακόμα από τα έργα του είναι οι νυχτερινές Δημοτικές Σχολές στη Δραπετσώνα, την Αγία Σοφία, τον Άγιο Νικόλαο και τα Ταμπούρια, ο Σύνδεσμος Νέων Πειραιώς, οι Φιλικές Εστίες, τα Σπίτια Στοργής, τα Φιλικά Αναρρωτήρια, η ίδρυση γραφείου για τη μελέτη και την καταγραφή των προβλημάτων των εργαζόμενων νέων, το Οικοτροφείο Σιβιτανιδείου. Το 1939, το καθεστώς του δικτάτορα Μεταξά, του πρότεινε να αναλάβει ρόλο στη νεολαία του κόμματος. Ο Πυρουνάκης αρνήθηκε και, την ίδια χρονιά, το Νοέμβριο του 1939, το καθεστώς διέλυσε την οργάνωση του. Μετά από 3 μήνες, η Ακαδημία Αθηνών τον βραβεύει για την προσφορά του στους νέους.
Την περίοδο της Κατοχής οργανώνει συσσίτια για τα παιδιά και τους απόρους και αναρρωτήρια για παιδιά με προχωρημένες παθήσεις και συνάμα φτιάχνει κατασκηνώσεις. Η Φιλική Εταιρεία Νέων κατά την περίοδο της Κατοχής γλίτωσε 5.000 παιδιά και ισάριθμους, περίπου, ενήλικους (Χρ. Θεοχαράτος, «Εικόνες», 25-5-1988). Μετά την Κατοχή παύθηκε από Πρόεδρος της Φιλικής Εταιρείας Νέων. Αυτός αποφάσισε τότε να στραφεί στην εκκλησία και γίνεται ιερέας σε ηλικία 39 ετών και το 1949 ξεκινά τη διακονία του στην Ελευσίνα.
Ως ιερέας
Το 1952 οργανώνει τις πρώτες κατασκηνώσεις για όλα τα παιδιά και μαζί ξεκινούν και τα πρώτα ενοριακά συσσίτια στην Ελευσίνα για όλους τους απόρους της πόλης. 55 χρόνια μετά, οι εγκαταστάσεις των κατασκηνώσεων στο Όρος Πατέρας φιλοξενούν παιδιά διαφόρων εθνικοτήτων, παιδιά που αντιμετωπίζουν σοβαρά προβλήματα οικονομικά, οικογενειακά, επικοινωνιακά και κοινωνικά αφού προέρχονται από οικογένειες οικονομικών μεταναστών ή προσφύγων που ζουν κυρίως στην περιοχή της Ελευσίνας.
Ασχολήθηκε επίσης με τα πολιτιστικά και οργάνωσε εκδηλώσεις με γνωστούς καλλιτέχνες, όπως ο Μίκης Θεοδωράκης. Συχνά συνάντησε εμπόδια στο έργο του και αναγκάστηκε να μετακινηθεί προσωρινά (όπως το 1964 που μετατέθηκε στη Μητρόπολη Αττικής για λίγο καιρό). Το διάστημα της Χούντας παύθηκε από την ενορία της Ελευσίνας και τοποθετήθηκε ως βοηθός ιερέα στον Άγιο Στέφανο Αττικής. Ανακρίθηκε και διώχθηκε τα χρόνια εκείνα, αλλά δεν σταμάτησε να υπερασπίζεται έμπρακτα πολιτικούς κρατούμενους. Δήλωσε παρών σε πολλές δίκες της εποχής.
Συχνά-πυκνά ο παπα-Πυρουνάκης καλούνταν στην «Ασφάλεια» και στην ΕΣΑ. Κάποια από τις πρώτες Κυριακές του μήνα, οπότε και γίνονταν δύο λειτουργίες (η δεύτερη για φίλους, για τους ανθρώπους της τέχνης και της διανόησης), η αστυνομία συνέλαβε τον παπα-Γιώργη το χάραμα έξω απ’ το σπίτι του και τον οδήγησε στην Ασφάλεια Προαστείων μόνο και μόνο για να μη λειτουργήσει.
Μόνο μετά τη μία του επέτρεψαν να φύγει, ενώ τα παιδιά του ανήσυχα έψαχναν μάταια ως εκείνη την ώρα στα αστυνομικά τμήματα της περιοχής να τον βρουν, έχοντας ειδοποιήσει παράλληλα τον κόσμο στην εκκλησία να αποχωρήσει.
Η Κυριακή αυτή ήταν στις 3/9/1972. Η εφημερίδα «Χριστιανική» (αρ. φύλλου 33, Σεπ-1972) τόλμησε να καταγγείλει το απαράδεκτο συμβάν: «Μπορεί ποτέ η Θεία Λειτουργία, κανονικώς τελούμενη, να αποτελεί αδίκημα; Η Εκκλησία που μεταβλήθη σε ορντινάτσα του Καίσαρα μπορεί να έχει Ιερατείο με υπαλληλική ιδιότητα, Μητροπολίτες με παχυλές απολαβές, μια καλή θέση δίπλα στον Άρχοντα, αλλά να μην έχει αξίωμα να έχει πλήρωμα! το ποτήρι της πικρίας του λαού και του θυμού του Θεού είναι πλήρες. Δε χωράει μια σταγόνα.
Λίγο ακόμα και οι Λειτουργίες θα γίνονται εις επήκοον του ψάλτου και του νεοκόρου. Ούτε το 2% των ενοριτών δεν εκκλησιάζονται»! Η εφημερίδα επίσης (αρ. φύλλου 34, Οκτ-1972) κατήγγειλε ότι «την κύρια ευθύνη για την 21η Απριλίου δεν τη φέρουν οι δημιουργοί της, αλλά η Εκκλησία που την ευλογεί και τη λιβανίζει!», ενώ σε προηγούμενο φύλλο της (αρ. φύλλου 31, Ιούλ-1972) καλούσε το Μητροπολίτη Αττικής κ. Νικόδημο να πάρει θέση στο ζήτημα της διακοπής έκδοσης του περιοδικού «Προβλήματα». «Ο Πυρουνάκης προσφέρει θετικές υπηρεσίες στην Εκκλησία, είναι κληρικός με ανάστημα. Αλλοίμονο αν η Εκκλησία αφήνει απροστάτευτα τα άξια στελέχη της!»
Ο Άλκης Ρήγος θυμάται μια χαρακτηριστική λεπτομέρεια]: Σε κάποια απ’ τις πολλές κλήσεις της Ασφάλειας «ο Χριστόδουλος Παρασκευαΐδης, τότε αρχιγραμματέας της Ιεράς Συνόδου, διέκοψε το διάβασμά του για να τον καλέσει σε μία ακόμη απολογία!». Εμφανέστατα ο Ρήγος έχει υπ’ όψιν του την απάντηση του μετέπειτα Αρχιεπισκόπου Αθηνών σε ερώτημα δημοσιογράφων αν ήξερε ότι γίνονταν βασανιστήρια επί χούντας. Ο Αρχιεπίσκοπος είχε απαντήσει: «Εκ των υστέρων τα έμαθα. Θα πει κανείς ότι ήμουν βαθιά νυχτωμένος. Μπορεί, γιατί εγώ τότε σπούδαζα».
Όταν διαμαρτύρονταν για όλα αυτά στο χουντικό και μάλλον συνεργαζόμενο με το κράτος Μητροπολίτη του, όχι μόνο βοήθεια δε δέχονταν, αλλά τουναντίον ούτε καν συζήτηση δε γίνονταν για το θέμα της επαναφοράς του στην Ελευσίνα. Σε απάντηση των αιτήσεων του παπα-Γιώργη, ο Μητροπολίτης του αφαίρεσε το οφφίκιο του πρωτοπρεσβύτερου. Χαρακτηριστική της εχθρότητας προς το πρόσωπο του παπα-Γιώργη ήταν η ποινή της επιβολής δεκαπενθήμερης αργίας επειδή έκανε παρέμβαση για μια Ελευσίνια μητέρα, η οποία αυτοπυρπολήθηκε απογοητευμένη απ’ την κακή εξέλιξη των παιδιών της. Η παρέμβαση του παπα-Γιώργη αφορούσε στην ηθική παρακμή της Ελευσίνας, όπου διακινούνταν ναρκωτικά, ενώ είχε γεμίσει από κακόφημα κέντρα. Η παρέμβαση θεωρήθηκε ανοίκειος πράξη και αντικανονική
Μια άλλη είδους ηθική παρενόχληση της χούντας ήταν το «καλόπιασμα», δηλαδή οι προτάσεις συνεργασίας και οι επαγγελίες αγαθών που θα ακολουθούσαν. Αυτό έγινε επανειλημμένως και στον παπα-Γιώργη. Την πρώτη φορά (1971) που τον κάλεσαν στην ΕΣΑ, ο «θρυλικός» διοικητής του ΕΑΤ-ΕΣΑ Θεόδωρος Θεοφιλογιαννάκος, ο πλέον σκληρός βασανιστής της χούντας (ταγματάρχης στο στρατόπεδο Μπογιατίου), χρησιμοποίησε -εις μάτην- αυτή τη μέθοδο. Τη δεύτερη όμως φορά, στις 5/6/1972, «ήταν ωμότεροι, βίαιοι, βάρβαροι, πρόστυχοι. Το κυρίως έργο πάλι το είχε αναλάβει ο Θεοφιλογιαννάκος. Την ήπιαν στάση την ετηρούσε ο άλλος, ο Χατζηζήσης, οποίος κατά καιρούς έμπαινε μέσα με μειδιάματα, ρωτούσε "πως πάει η συζήτησή μας;" και "μα, γιατί να μην τα βρούμε!"».
«Ο Θεοφιλογιαννάκος γίνονταν άγριος, μέχρι σημείου θηριωδίας. Έσπασε το χάρακα πάνω στο Γραφείο του τρεις φορές μάλιστα επιχείρησε να με πνίξει οι απειλές του ήταν ότι "τα βρώμικα ράσα σου θα τα ξεσκίσω εγώ ο ίδιος στο Σύνταγμα, αφού σε κρεμάσω και σε γδάρω", με βλαστήμιες μαζί». Τον κατηγόρησε ακόμη και για το κόκκινο χρώμα του λουλουδιού στο εξώφυλλο των «Προβλημάτων» (το εξώφυλλο ήταν επιμέλεια του φίλου του και ζωγράφου Γεωργίου Βακιρτζή).
Η τρομακτική και βίαιη αυτή «ανάκριση» κράτησε ώρες πολλές. Λίγο πριν φύγει, ο Θεοφιλογιαννάκος, αφού του αποκάλυψε ότι τρεις φορές είχαν αποφασίσει τη σύλληψή του, αλλά την ανέβαλαν, τον χαιρέτησε με την εξής απειλή: «Παμπόνηρε, νομίζεις πως θα γλιτώσεις από τα χέρια μας; Κάνεις λάθος. Γλίτωσες από το καθεστώς του Καραμανλή και του Παπανδρέου, αλλά από το δικό μας δε θα γλυτώσεις. Και μην ξεχνάς ότι υπάρχουν και τα τροχαία!»
Πικραμένος, αλλά καθόλου φοβισμένος, κοινοποίησε το γεγονός στο χουντικό Μητροπολίτη, ο οποίος τον άφησε όρθιο να εξιστορεί και παγερά δεν πήρε θέση. Ο παπα-Γιώργης έγραψε την ιστορία αυτή σε ένα δίπτυχο, ενώ έγραψε και ένα δεύτερο δίπτυχο, μια ποιητική συλλογή. Γι’ αυτό το δεύτερο, το «Δίπτυχο ψυχής» (1968) σχολίασε ο π. Γεώργιος Πυρουνάκης: «Ήταν ένας αντιπερισπασμός στο γελοίο σύνθημα και τον τρόπο της "πνευματικής" καταρτίσεως του καθεστώτος της δικτατορίας με το "Ελλάς Ελλήνων Χριστιανών". Και κει εμφανίζω το πιστεύω μας, το σωστά ορθόδοξο, το σωστά ελληνικό που έχει πανανθρώπινες διαστάσεις»
Παραθέτουμε δύο ποιήματα από το δίπτυχο, ενδεικτικά της θεολογικής σκέψης και πράξης του π. Γεωργίου Πυρουνάκη, η οποία στηρίζεται σε δύο άξονες: στην ελεύθερη αγάπη προς όλους και στην αγωνιστικότητα στο ιστορικό παρόν, ώστε να οδηγηθούμε στη Βασιλεία!
«Αγαπώ τον άνθρωπο, τον αδελφό, τον καλό ή τον κακό,
τον αμαρτωλό ή άγιο, τον δικό ή ξένο,
τον εχθρό ή φίλο και τον αλλόθρησκο
αυτόν που βρίσκεται ακόμη στη γη
ή που ‘χει ανέβει στους ουρανούς
αγαπώ τον άνθρωπο
πάνω από κάθε τι στον κόσμο!
«Δεν απογοητεύομαι κι ας έχω την επίγνωση
πως είμαι αμαρτωλός κι αδύναμος»
κι ας νιώθω φρίκη για τις γύρω
κακές κι επικίνδυνες καταστάσεις
και τις αδυσώπητες ανάγκες
Γιατί γνωρίζω πια ότι η χάρη Του,
του Αγίου και Δικαίου και Ελεύθερου
-που του ΄δωσα την πίστη μου- με θέλει κι έτσι
- Θαυμάσιο δικαίωμά Του- για συνεργάτη
στο απαράμιλλο και μέγα έργο Του,
την αλλαγή του κόσμου μας!
Επανήλθε και πάλι στην Ελευσίνα το 1974 και τότε ξεκίνησε αγώνα για την κάθαρση μέσα στην Εκκλησία. Ο αγώνας αυτός θα διαρκέσει έξι ολόκληρα χρόνια, ώσπου το 1980 θα οδηγηθεί σε δίκη κατηγορούμενος από αρχιερείς της εποχής για τη δράση του.
«Μόνο για φόνο δεν τον κατηγορούν» δηλώνει ο Γεώργιος Μαύρος μέσα στο Κοινοβούλιο. Αθωώνεται και συνεχίζει το έργο του. Το 1987 είναι μέλος του Δ.Σ. του Οργανισμού Διαχείρισης Εκκλησιαστικής Περιουσίας (ΟΔΕΠ) υποστηρίζοντας τον «εκδημοκρατισμό» της Εκκλησίας . Την ίδια χρονιά, η Ιεραρχία της Εκκλησίας τον τιμωρεί με τον «μικρό αφορισμό». Παρόλα αυτά συνέχισε να δραστηριοποιείται: εκδίδει περιοδικά, συμμετέχει σε κοινωνικούς αγώνες και προβαίνει σε διαβήματα αγωνίας για τα πυρηνικά και τη μόλυνση του περιβάλλοντος.
Ήρθε σε επαφή με το ποίμνιό του για τελευταία φορά τον Απρίλιο του 1988 (Κυριακή των Βαΐων), σε Θεία Λειτουργία στο Δαφνί. Πέθανε στις 16 Μαΐου του 1988.
Κάτια Δανδουλάκη, Ελληνίδα ηθοποιός κινηματογράφου, θεάτρου και τηλεόρασης, με εξαιρετικές ερμηνείες και συνεργασίες
Κάτια Δανδουλάκη
Η Κάτια Δανδουλάκη γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη στις 16 Μαΐου 1947.
Ελληνίδα ηθοποιός κινηματογράφου, θεάτρου και τηλεόρασης, με εξαιρετικές ερμηνείες και συνεργασίες. Αποφοίτησε από την Σχολή Θεάτρου Τέχνης του Κάρολου Κουν και το London School of Dramatic Art. Κατά τη διάρκεια της παραμονής της στο Λονδίνο συνεργάστηκε με το BBC σε τηλεταινίες και ραδιοφωνικές παραγωγές. Από το 1996 ήταν παντρεμένη με τον διανοούμενο Μάριο Πλωρίτη ο οποίος απεβίωσε το 2006 και έχει μεταφράσει και προσαρμόσει πολλά θεατρικά έργα στα οποία έχει πρωταγωνιστήσει η ίδια.
Έλαβε μέρος σε πολλές δημοφιλείς ταινίες όπως "Παπαφλέσσας" το 1971 με το Δημήτρη Παπαμιχαήλ. Η μεγάλη της επιτυχία όμως, ήρθε το 1977 στην τηλεοπτική σειρά "Οι Πανθέοι", από το ομότιτλο μυθιστόρημα του Τάσου Αθανασιάδη, όπου ερμήνευσε το ρόλο της Μάρμως Πανθέου, μιας νεαρής συζύγου. Προηγουμένως είχε πρωταγωνιστήσει στην τηλεοπτική σειρά "Ο Χριστός ξανασταυρώνεται", βασισμένη στο ομότιτλο βιβλίο που είχε γράψει ο Νίκος Καζαντζάκης. Και οι δύο αυτές σειρές μεταδόθηκαν από την ΕΡΤ. Το 1984 πήρε μέρος στον "Χατζημανουήλ" του Γιάννη Σμαραγδή μαζί με τους Γιάννη Μόρτζο και Δάνη Κατρανίδη.
Τη δεκαετία του 1990 ο Νίκος Φώσκολος την επέλεξε ως βασική πρωταγωνίστρια στη νέα τηλεοπτική σειρά που ετοίμαζε, τη "Λάμψη". Ο ρόλος της Βίρνας Δράκου της χάρισε ακόμα μεγαλύτερη επιτυχία. Το 1998 μετά από σχεδόν οχτώ χρόνια συνεργασίας "εγκαταλείπει" τη Λάμψη και αφοσιώνεται στο θέατρο.
ΤΑΙΝΙΕΣ: Ολοκαύτωμα, Παπαφλέσσας, Σουλιώτες, Ως την τελευταία στιγμή, Ο.Κ. Φιλε, Μπουμ, Ο γιος μου ο Στέφανος, Η δαιμονισμένη, Το ταξίδι της επιστροφής, Οι πολεμιστές της ειρήνης, Γλυκιά πατρίδα.
ΤΗΛΕΟΡΑΣΗ: Στα δίχτυα της αράχνης, Στα δίχτυα του τρόμου, Αυτοτελείς ιστορίες, Στον αστερισμό των λύκων, Το ταξίδι, ο Χριστός ξανασταυρώνεται, Οι Πανθέοι, Η δασκάλα με τα χρυσά μάτια, Οι Αθλιοι των Αθηνών των Αθηνών, Μαντώ Μαυρογένους, Χατζημανουήλ, Ταξίδια της πολυθρόνας, Οι γνωστοί μας άγνωστοι, Λάμψη, Ύστερα ήρθαν οι μέλισσες, Λένη, Βέρα στο δεξί , Κόκκινο Δωμάτιο, Η ζωή της άλλης, στην πολυεθνική σειρά Anno Domini και στη σειρά του BBC “Greek language and people”.
Το 1999 πρωταγωνίστησε στην τηλεοπτική μεταφορά του βιβλίου του Γιάννη Ξανθούλη "Και ύστερα ήρθαν οι μέλισσες" μαζί με το Γιώργο Βογιατζή για την ΕΤ1 σε σκηνοθεσία του Κώστα Κουτσομύτη. Το 2003 πρωταγωνίστησε και πάλι με τον Γιώργο Βογιατζή στην τηλεοπτική σειρά της Μιρέλλας Παπαοικονόμου "Λένη". Από το 2004 έως το 2007 πρωταγωνίστησε στην καθημερινή σειρά της Έλενας Ακρίτα και του Γιώργου Κυρίτση "Βέρα στο δεξί". Το 2009 πρωταγωνιστεί στην νέα σειρά του MEGA Channel, "Η ζωή της άλλης".
Είναι θιασάρχισσα από το 1979. Το 1995 ίδρυσε το δικό της θέατρο, το "Θέατρο Κάτια Δανδουλάκη" στο οποίο ανέβασε πολλές επιτυχημένες παραστάσεις, χαρακτηριστικότερες των οποίων υπήρξαν ο μονόλογος "Τζόρνταν" και το "Master Class" όπου υποδύθηκε τη Μαρία Κάλλας. Το 2007 ανέβασε στο θέατρό της, για 2η χρονιά, το θεατρικό έργο της Άγκαθα Κρίστι, "Μάρτυρας κατηγορίας".
Χένρι Φόντα, ήταν ένας αμερικανός ηθοποιός βραβευμένος με όσκαρ για την ταινία Στη Χρυσή Λίμνη
Χένρι Φόντα
Ο Χένρι Φόντα ήταν ένας αμερικανός ηθοποιός βραβευμένος με όσκαρ για την ταινία Στη Χρυσή Λίμνη του 1981. (αγγλ. Henry Fonda) (16 Μαΐου 1905 - 12 Αυγούστου 1982)
Είναι γνωστός για τις ταινίες: Τα Σταφύλια της Οργής (1940), Η γυναίκα πειρασμός (1941), Η Πόλη του Μίσους (1943), Οι 12 ένορκοι (1957), Κάποτε στη Δύση (1968) κλπ.
Ξεκίνησε από το θέατρο και μεταξύ 1926 - 1934 εμφανίζονταν στο Μπρόντγουέϊ. Συγκατοίκησε με το Τζέιμς Στιούαρτ μετά το χωρισμό του απ'την πρώτη του γυναίκα, την ηθοποιό Μάργκαρετ Σάλιβαν το 1932. Όταν έκανε την πρώτη του ταινία στο Χόλιγουντ το 1935, ο Στιούαρτ τον ακολούθησε.
Έγινε γνωστός στο ευρύ κοινό όταν η Μπέτι Ντέιβις τον επέλεξε για συμπρωταγώνιστή της στην ταινία Ζέζεμπελ, ενώ γνώρισε την επιτυχία δύο χρόνια αργότερα όταν πρωταγωνίστησε στη μεταφορά του μυθιστορήματος του Τζον Στάινμπεκ Τα Σταφύλια της Οργής, σε σκηνοθεσία Τζον Φορντ.
Η ταινία του χάρισε την πρώτη του υποψηφιότητα για Όσκαρ Α' Ανδρικού Ρόλου. Στους ρόλους του αντικατοπτριζόταν το είδωλο του τίμιου και αγωνιστή αμερικάνου.
Παντρεύτηκε πέντε φορές και ήταν ο πατέρας των ηθοποιών Τζέιν Φόντα και Πίτερ Φόντα καθώς και παππούς της Μπρίτζετ Φόντα.
Πέθανε το 1982 σε ηλικία 77 χρονών.
Εκτός από το όσκαρ ερμηνείας το οποίο έλαβε αργά στην καριέρα του, το 1977 τιμήθηκε με βραβείο καριέρας από το Αμερικανικό Ινστιτούτο Κινηματογράφου και ήταν κάτοχος κι ενός τιμητικού όσκαρ.
Το Αμερικανικό Ινστιτούτο Κινηματογράφου τον έχει κατατάξει έκτο στη λίστα με τους 25 μεγαλύτερους σταρ όλων των εποχών.
Επιλεγμένη Φιλμόγραφία
1937 - That Certain Woman - Μια γυναίκα με παρελθόν
1938 - Jezebel - Ζέζεμπελ
1939 - Young Mr. Lincoln - Ο νεαρός κύριος Λίνκολν
1939 - Drums along the Mohawk - Πύρινος χείμαρρος
1939 - Jesse James - Τζέσε Τζέιμς, ο τρομοκράτης
1940 - The grapes of wrath - Τα Σταφύλια της Οργής
1941 - The Lady Eve - Η γυναίκα πειρασμός
1943 - The Ox-Bow Incident - Η Πόλη του Μίσους
1946 - My darling Clementine - Καταχθόνιος δίωξη
1947 - Daisy Kenyon - Η μαιτρέσσα
1948 - Fort Apache - Το οχυρό αμύνεται
1955 - Mister Roberts - Μίστερ Ρόμπερτς
1956 - War and peace - Πόλεμος και ειρήνη
1956 - The wrong man - 13 Εγκλήματα Ζητούν Ένοχο / Ο λάθος άνθρωπος
1957 - Twelve angry men - Οι 12 ένορκοι
1957 - The tin star - Ένας άνδρας με καρδιά
1962 - Advice And Consent - Θύελλα στην Ουάσινγκτον
1962 - The longest day - Η μεγαλύτερη μέρα του πολέμου
1962 - How the west was won - Η κατάκτηση της δύσης
1964 - Fail safe - Συναγερμός του Θανάτου
1964 - Sex and the single girl - Σεξ και το μοναχικό κορίτσι
1967 - Welcome to Hard Times - Οι τέσσερεις της Αριζόνα
1968 - Once Upon a Time in the West - Κάποτε στη Δύση
1970 - The crooked man - Ήταν κάποτε ένας παλιάνθρωπος
1979 - Meteor - Μέτεορ
1981 - On Golden Pond - Στη Χρυσή Λίμνη - Όσκαρ Α' Ανδρικού Ρόλου
Περισσότερα Άρθρα...
- Μάνος Ξυδούς, ήταν τραγουδοποιός, στιχουργός και παραγωγός μουσικής
- Πιερ Κιουρί, ήταν Γάλλος φυσικός ο οποίος ασχολήθηκε με την κρυσταλλογραφία, τον μαγνητισμό και την ραδιενέργεια, βραβεύθηκε με το Νόμπελ Φυσικής
- Γιάννης Ψυχάρης, ήταν Έλληνας φιλόλογος και λογοτέχνης, συγγραφέας, καθηγητής της Ελληνικής γλώσσας στο Παρίσι
- Μέτερνιχ, ο Αυστριακός Καγκελάριος που πολέμησε τους Έλληνες