Άρθρα
Ζωρζ Μπιζέ, ήταν Γάλλος συνθέτης, το τελευταίο έργο που δημιούργησε στη σύντομη ζωή του, η Κάρμεν
Ζωρζ Μπιζέ
Ο Ζωρζ Μπιζέ ήταν Γάλλος συνθέτης. Το τελευταίο έργο που δημιούργησε στη σύντομη ζωή του, η Κάρμεν, είναι από τα δημοφιλέστερα και συχνότερα παριστώμενα του διεθνούς δραματολογίου. (Alexandre-César-Léopold Bizet, Georges Bizet, 25 Οκτωβρίου 1838 – 3 Ιουνίου 1875)
Μετά από λαμπρές σπουδές στο Κονσερβατουάρ του Παρισιού, κέρδισε –μεταξύ άλλων βραβείων- και το πολυπόθητο Prix de Rome (1857). Ήταν ιδιαίτερα διακεκριμένος πιανίστας αλλά προτιμούσε την σύνθεση.
Όταν όμως επέστρεψε ύστερα από τρία χρόνια από την Ρώμη διαπίστωσε ότι τα παρισινά λυρικά θέατρα δυσπιστούσαν προς τους νέους συνθέτες κι αναγκάστηκε να κερδίζει τα προς το ζην ενορχηστρώνοντας και μεταγράφοντας μουσική άλλων συνθετών.
Δύο έργα του που ανέβηκαν τελικά στη σκηνή –Οι αλιείς μαργαριταριών και Η γλυκιά κόρη του Περθ- δεν γνώρισαν μεγάλη επιτυχία. Ευτυχέστερη ήταν η μουσική επένδυση του θεατρικού έργου του Αλφόνς Ντωντέ Η Αρλεζιάνα, που έγινε αμέσως δημοφιλής.
Η Κάρμεν ανέβηκε τον Μάρτιο του 1875 –μια αποτυχημένη πρεμιέρα. Τρεις μήνες μετά ο συνθέτης πέθανε από καρδιακή προσβολή κι έτσι δεν πρόλαβε να δει ούτε καν την απαρχή της λαμπρής της πορείας. Στον 20ο αιώνα οι μουσικοκριτικοί –και το κοινό βέβαια- αναγνώρισαν την αξία του και διερωτήθηκαν τι έχασε η μουσική από τον πρόωρο θάνατό του.
Γιόχαν Στράους (υιός), ήταν διάσημος αυστριακός συνθέτης χορευτικής μουσικής, συνθέτοντας πάνω από 500 βαλς, πόλκες και καντρίλιες
Γιόχαν Στράους (υιός)
1825 – 1899
Ο Γιόχαν Στράους (υιός) ήταν διάσημος αυστριακός συνθέτης χορευτικής μουσικής. Συνέθεσε πάνω από 500 βαλς, πόλκες και καντρίλιες, ενώ διέπρεψε και στην οπερέτα. Έμεινε στην ιστορία της μουσικής ως o "βασιλιάς του βαλς".
Ο Γιόχαν Στράους (Johann Strauss) γεννήθηκε στις 25 Οκτωβρίου 1825 στη Βιέννη και ήταν ο μεγαλύτερος γιος του συνθέτη Γιόχαν Στράους του πρεσβύτερου (1804-1849), του επονομαζόμενου και «πατέρα του βαλς». Επειδή ο πατέρας του επιθυμούσε γι’ αυτόν ένα επάγγελμα που δεν θα είχε σχέση με τη μουσική, ο νεαρός Γιόχαν άρχισε τη σταδιοδρομία του ως τραπεζικός υπάλληλος.
Ωστόσο, σπούδασε κρυφά βιολί με την ενθάρρυνση της μητέρας του και όταν ο πατέρας του εγκατέλειψε την οικογένεια, ένοιωσε απελευθερωμένος και αποφάσισε να ασχοληθεί επαγγελματικά με τη μουσική. Το 1844 δημιούργησε τη δική του μικρή ορχήστρα και πρωτόπαιξε σ’ ένα βιενέζικο εστιατόριο.
Το 1849, όταν ο πατέρας του πέθανε, ο Γιόχαν συγχώνευσε την ορχήστρα του με εκείνη του πατέρα του και ξεκίνησε μία περιοδεία, στην οποία περιέλαβε τη Ρωσία (1865-1866) και την Αγγλία (1869), γνωρίζοντας τεράστια επιτυχία.
Το 1870 παραχώρησε τη διεύθυνση τhς ορχήστρας στους δύο αδελφούς του, Γιόζεφ Στράους (1827-1870) και Έντουαρτ (1835-1916). Το 1872 διηύθυνε κοντσέρτα στη Νέα Υόρκη και τη Βοστώνη.
Από τα πολυάριθμα βαλς που έγραψε διασημότερα είναι τα: «Ο ωραίος γαλάζιος Δούναβης» («An der schönen blauen Donau», 1867), το κύριο θέμα του οποίου αναδείχθηκε σε μία από τις δημοφιλέστερες μελωδίες της μουσικής του 19ου αιώνα, «Παραμύθια από το δάσος της Βιέννης» («Geschichten aus dem Wienerwald», 1868), «Κρασί, γυναίκα και τραγούδι» («Wein, Weib und Gesang»,1869), «Βιεννέζικο αίμα» («Wiener Blut», 1871) και «Αυτοκρατορικά βαλς» (Kaiser-waltzer, 1888).
Από τις πόλκες του, πιο γνωστή είναι η «Tritsch-Tratsch-Polka» («Η Πόλκα του κουτσομπολιού» σε ελεύθερη μετάφραση) και για μας τους Έλληνες «Η Πόλκα των Ελλήνων» (Hellenen-Polka,1858), που συνέθεσε για τον πολιτικό και οικονομικό μεγαλοπαράγοντα της Βιέννης, τον ελληνικής καταγωγής βαρώνο Σίμωνα Σίνα.
Από τα σκηνικά του έργα, η «Νυχτερίδα» («Die Fledermaus», 1874) αποτελεί κλασικό δείγμα βιενέζικης οπερέτας, ενώ την ίδια επιτυχία είχε «Ο Βαρώνος Ατσίγγανος» (Der Zigeunerbaron, 1885). Ξεχωριστή θέση στο έργο του έχουν και οι οπερέτες «Καρναβάλι στην Ρώμη» (Karneval in Rom, 1873) και «Μία Νύχτα στην Βενετία» («Eine Nacht in Venedig», 1883).
Τη μουσική του, αν και κατατάσσεται στην ελαφρά, θαύμαζαν συνθέτες του διαμετρήματος του Γιοχάνες Μπραμς, του Ρίχαρντ Βάγκνερ και του Ρίχαρντ Στράους (απλή συνωνυμία).
Ο Γιόχαν Στράους παντρεύτηκε τρεις φορές, αλλά δεν απέκτησε παιδιά.
Πέθανε από πνευμονία στη Βιέννη στις 3 Ιουνίου 1899.
Λουκάς Νοταράς, υπήρξε ο τελευταίος Μέγας Δουκας της Bυζαντινής Αυτοκρατορίας
Λουκάς Νοταράς
Ο Λουκάς Νοταράς υπήρξε ο τελευταίος Μέγας Δουκας της Bυζαντινής Αυτοκρατορίας. Στην ιστορία έχει μείνει με την ανθενωτική του στάση και με τον χαρακτηρισιτκό του λόγο "κρειττότερον εστίν ειδέναι εν τη μέση τη πόλει φακίολον βασιλεύον Τούρκων ή καλύπτραν Λατινικήν" . Δηλαδή « Προτιμότερο είναι να δω να βασιλεύει στην πόλη το Τουρκικό τουρμπάνι παρά η Καθολική τιάρα». Οσοι διαβάσουν το το τι συνέβη στην Κωνσταντινούπολη με την Άλωση από τους Σταυροφόρους ίσως σκεφτούν ότι η άποψη του Νοταρά δεν είναι και άδικη, για την εποχή εκείνη.
Καταγόταν από τη Μονεμβασιά. Είχε αποκτήσει σημαντική περιουσία μέσω του εμπορίου παστών ψαριών. Φιλόδοξος, φιλοχρήματος, φιλότουρκος (σ.σ. όπως τον χαρακτηρίζει ο Φραντζής) και με σημαντικές διασυνδέσεις με κορυφαίους Οθωμανούς αξιωματούχους της εποχής, αν και αρχικά ενωτικός πιθανόν λόγω των εμπορικών διασυνδέσεων του με τους Βενετούς, μετέβαλε άποψη και πήρε μαχητικά το μέρος ως ηγετική πλέον φυσιογνωμία της κίνησης των ανθενωτικών οργανώνοντας στην περίοδο πριν την άλωση πολυάριθμες εκδηλώσεις διαμαρτυρίας εναντίον της ένωσης και των υποστηρικτών της.
Ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος για να ηρεμήσει τα πνεύματα στην Πόλη και να συμφιλιώσει τους ενωτικούς με τους πριν την επικείμενη πολιορκία, πρότεινε τον διορισμό του Νοταρά στη θέση του Μέγα Δούκα, αξίωμα με ευρύτατες εξουσίες, οικονομικές, πολιτικές και στρατιωτικές, πρόταση που ο Νοταράς αποδέχτηκε. Ο διορισμός του απέτυχε να κατευνάσει τους ανθενωτικούς οι οποίοι είδαν την αποδοχή του ως εξαγορασθείσα προδοσία με αποτέλεσμα να αποκτήσει πλέον εχθρούς και στα δύο στρατόπεδα.
Η ιστορία αδικεί τον Λουκά Νοταρά. Κάποιοι τον κατηγορούν για την στάση του υπέρ των Οθωμανών, όμως ο ίδιος γνωριζε καλά τι εστί η Άλωση της Πόλης από τους Σταυροφόρους το 1204.
Ο ίδιος έκανε έξυπνες προσπάθειες και δυσκόλεψε το έργο των Οθωμανών.
Ο σουλτάνος, κατά την διάρκεια των χερσαίων επιχειρήσεων έκανε και απόπειρες εκσκαφής ορυγμάτων κάτω από τα τείχη. Ο Ζαγανός Πασάς, μεταξύ των στρατευμάτων του, βρήκε έναν αριθμό από επαγγελματίες υπονομευτές από τα ορυχεία ασημένιου του Νόβο Μπρόντο στη Σερβία. Αυτοί άρχισαν να σκάβουν κάτω όπου το μονό τείχος των Βλαχερνών κοντά στην πηγή της Καλιγαρίας. Στις 16 Μαΐου η επιχείρησή τους ανακαλύφθηκε από τους αμυνόμενους.
Ο Μέγας Δούκας, Λουκάς Νοταράς, του οποίου αποστολή ήταν να ασχολείται με παρόμοια επείγοντα περιστατικά, ζήτησε τις υπηρεσίες του μηχανικού Γιοχάνες Γκράντ. Μετά από αίτημα του, ο Γκραντ έσκαψε ένα αντίθετο όρυγμα και κατόρθωσε να διεισδύσει στο τουρκικό, όπου έκαψε τα ξύλινα υποστηρίγματα. Η οροφή κατέρρευσε θάβοντας πολλούς υπονομευτές. Αυτή η αποτυχία αποθάρρυνε τους Τούρκους σκαπανείς για αρκετές ημέρες, αλλά στις 21 Μαΐου έσκαβαν ορύγματα σε διάφορα τμήματα των τειχών, συγκεντρώνοντας τις προσπάθειές τους κυρίως στο τμήμα κοντά στην πύλη της Καλιγαρίας. Η εκσκαφή αντιθέτου ορύγματος έγινε από τα ελληνικά στρατεύματα του Λουκά Νοταρά με τον Γκραντ να τα καθοδηγεί. Σε μερικές περιπτώσεις κατόρθωσαν να εκδιώξουν τους υπονομευτές του εχθρού από τα κοιλώματα τους με καπνό, ενώ σε άλλες πλημμυρίζοντας τα ορύγματα από δεξαμενές ο προορισμός των οποίων ήταν να παρέχουν νερό στην τάφρο.
Μόλις έγινε σαφές ότι η μεγάλη επίθεση ήταν επικείμενη, ο Ιουστινιάνης, απαίτησε από τον Μεγάλο Δούκα Νοταρά, να μετακινήσει τα κανόνια που ήταν υπό τον έλεγχό του στο Μεσοτείχιο, όπου θα υπήρχε ανάγκη για κάθε διαθέσιμο κανόνι. Ο Νοταράς αρνήθηκε. Πίστευε, και όχι χωρίς λόγο, ότι θα δέχονταν επίθεση και τα τείχη του λιμανιού τα οποία ήταν ήδη ανεπαρκώς επανδρωμένα. Ανταλλάχθηκαν ορισμένα λόγια και ο αυτοκράτορας αναγκάστηκε να επέμβει αν και κουρασμένος.
Ο Ιουστινιάνης φαίνεται ότι κέρδισε σε αυτό το ζήτημα και είπε χαρακτηριστικά.
“O traditor et che me tien che adesso non te scanna cum questo pugnal”. (Ω προδότη, δεν ξέρω τι με κρατεί και δεν σε σφάζω μ’ αυτό το μαχαίρι).
Μετά την Άλωση αρχίζει το δράμα του Νοταρά
Ο Μωάμεθ είχε αναφέρει ότι θα έκανε το Δούκα Νοταρά κυβερνήτη της κατακτημένης Πόλης. Εάν αυτή ήταν η πραγματική του πρόθεση σύντομα άλλαξε γνώμη. Έθεσε λοιπόν την πίστη του σε δοκιμασία. Πέντε μέρες μετά την Άλωση σε ένα συμπόσιο κάποιους τον ενημέρωσε ότι ο δεκατετράχρονος γιος του Νοταρά, ήταν ένα παιδί με εξαιρετική ομορφιά, έστειλε έναν ευνούχο στο σπίτι του μέγα Δούκα απαιτώντας το παιδί να του σταλεί για την ευχαρίστησή του.
Ο Νοταράς αρνήθηκε να θυσιάσει το παιδί σε μια τέτοια τύχη. Στη συνέχεια με το ζόρι έφεραν το Νοταρά με το γιο του και τον νεαρό γαμπρό του, το γιο του Μεγάλου Δομέστιχου Ανδρόνικου Κατακουζηνού, ενώπιον του σουλτάνου. Όταν ο Νοταράς εξακολούθησε να αψηφά το σουλτάνο δόθηκαν διαταγές να αποκεφαλιστούν επιτόπου ο ίδιος και τα δύο αγόρια.
Ο Νοταράς ζήτησε απλά να εκτελεστούν πριν από εκείνον, μήπως το θέαμα του θανάτου του τα έκανε να λιποψυχήσουν και παραδοθούν στο Σουλτάνο. Όταν χάθηκαν και τα δύο, ξεσκέπασε το λαιμό του στον δήμιο.
Οποιος κατηγορεί το Λουκά Νοταρά θα πρέπει να ξαναδιαβάσει την τελευταία παράγραφο για να καταλάβει το δράμα του και να παραδειγματιστεί.
Λουδοβίκος Αντώνιος του Αρτουά
Λουδοβίκος Αντώνιος του Αρτουά
Ο Λουδοβίκος Αντώνιος του Αρτουά, Δούκας της Ανγκουλέμ (1775-1824), ο οποίος έγινε Λουδοβίκος-Αντώνιος της Γαλλίας, Δελφίνος της Γαλλίας (1824-1830), και στη συνέχεια Λουδοβίκος της Γαλλίας ήταν πρίγκιπας της βασιλικής οικογένειας της Γαλλίας, γιος του Καρόλου-Φίλιππου της Γαλλίας, με τον τελευταίο να είναι κόμης του Αρτουά και μελλοντικός βασιλιάς υπό την ονομασία Κάρολος Ι΄, και της Μαρίας-Θηρεσίας της Σαβοΐας. (Γεννημένος στις 6 Αυγούστου 1775 στις Βερσαλλίες, Γαλλία, και πεθαμένος στο Γκερτς, Αυστρία — σημερινή Νόβα Γκόριτσα (Σλοβενία) — στις 3 Ιουνίου 1844 σε ηλικία 68 ετών)
Ήταν μεγαλύτερος γιος του βασιλιά της Γαλλίας Καρόλου Ι΄ και της Μαρίας Τερέζας της Σαβοΐας. Μετά το ξέσπασμα της Γαλλικής επανάστασης (1789) αυτός και ο μικρότερος αδελφός του, Κάρολος Φερδινάνδος του Μπερί, ακολούθησαν τον πατέρα τους στην εξορία.
Τον Ιούνιο του 1795, ο θείος του αυτοανακηρύχθηκε βασιλιάς της Γαλλίας ως Λουδοβίκος ΙΗ΄ και το 1797 πολέμησε μαζί με το μικρότερο αδελφό του και τον θείο του στο πλευρό του Αυστριακού στρατού κατά του Ναπολέοντα.
Μετά την ήττα των Αυστριακών κατέφυγε στον τσάρο της Ρωσίας Παύλο Α΄, όπου παντρεύτηκε (1799) την ξαδέλφη του Μαρία Θηρεσία Καρλόττα (1778 - 1851), μοναδικό παιδί που επέζησε των βασιλέων της Γαλλίας Λουδοβίκου ΙΣΤ΄ και της Μαρίας Αντουανέτας.
Μάχες κατά του Βοναπάρτη
Μετά την απελευθέρωση της συζύγου του από τη φυλακή (1795) ζούσαν στην Αυστριακή αυλή, ευτυχισμένα αλλά χωρίς να κάνουν κανένα παιδί. Τον Απρίλιο του 1800 πήρε μέρος στο Βαυαρικό στρατό και στη μάχη του Χοχενλίντεν κατά του Ναπολέοντα, δείχνοντας εξαιρετικές ικανότητες. Στην ειρήνη μεταξύ του τσάρου Παύλου και του Ναπολέοντα Βοναπάρτη (1801), κατέφυγε στη Βαρσοβία, που βρισκόταν υπό τον έλεγχο της Πρωσσίας. Επέστρεψε στην Ρωσία μετά τη δολοφονία του Παύλου και την άνοδο στον θρόνο του τσάρου Αλεξάνδρου Α΄, αλλά η νέα ειρηνική συνθήκη του με τον Βοναπάρτη (1807) τον ανάγκασε να βρει καταφύγιο στην Αγγλία.
Του παρεχόταν αποζημίωση 300 στερλίνες το μήνα, ενώ δύο φορές (1807, 1813) επιχείρησε να επιστρέψει στη Ρωσία για να ζητήσει τη βοήθεια του Αλεξάνδρου κατά του Βοναπάρτη, συναντώντας όμως την άρνηση του τσάρου. Μετά την πτώση του Βοναπάρτη, η είσοδος του δούκα της Ανγκουλέμης στο Μπορντώ (Μάρτιος 1814) σήμανε και την παλινόρθωση της δυναστείας των Βουρβόνων στη Γαλλία. Στη διάρκεια των εκατό ημερών ως αρχηγός του βασιλικού στρατού.
Τόνι Κέρτις, ήταν Αμερικανός ηθοποιός, που ενσάρκωσε τόσο κωμικούς όσο και δραματικούς ρόλους σε περισσότερες από 100 ταινίες στις οποίες είτε είχε πρωταγωνιστικό ρόλο ή συμμετείχε
Τόνι Κέρτις
Ο Τόνι Κέρτις ήταν Αμερικανός ηθοποιός, που ενσάρκωσε τόσο κωμικούς όσο και δραματικούς ρόλους σε περισσότερες από 100 ταινίες στις οποίες είτε είχε πρωταγωνιστικό ρόλο ή συμμετείχε. Ήταν υποψήφιος για Όσκαρ για την ερμηνεία του στην ταινία "Όταν σπάσαμε τις αλυσίδες", (The Defiant Ones, 1958), στην τελετή των βραβείων το 1959. (Tony Curtis, 3 Ιουνίου 1925 – 29 Σεπτεμβρίου 2010)
Πέθανε στο σπίτι του στο Λας Βέγκας στις 29 Σεπτεμβρίου του 2010 από καρδιακή ανακοπή.
Το πραγματικό του όνομα ήταν Μπερνάρντ Σβαρτς και γεννήθηκε στις 3 Ιουνίου του 1925 στο Μπρονξ, στην Νέα Υόρκη.
Οι γονείς του ήταν Ούγγροι μετανάστες εβραϊκής καταγωγής από την πόλη Ματεζάλκα, της ανατολικής Ουγγαρίας.
Όταν ο Κέρτις ήταν οκτώ ετών οι γονείς του τον έστειλαν, μαζί με τον αδερφό του Τζούλιους, για έναν μήνα σε ένα ορφανοτροφείο επειδή οι ίδιοι δεν είχαν τα χρήματα για τους θρέψουν.
Στη διάρκεια του Β’Παγκοσμίου Πολέμου κατετάγη στο Αμερικανικό Πολεμικό Ναυτικό έχοντας επηρεαστεί από την ταινία Επιχείρησις Τόκιο, (Destination Tokyo), στην οποία πρωταγωνιστούσε ο Κάρι Γκραντ.
Υπηρέτησε στο υποβρύχιο USS Proteus (AS-19) από το οποίο, ενώ βρισκόταν ένα μίλι από τον κόλπο του Τόκιο, παρακολούθησε στις 2 Σεπτεμβρίου του 1945 την παράδοση της Ιαπωνίας.
Μετά το τέλος του πολέμου σπούδασε στο Dramatic Workshop of The New School στην Νέα Υόρκη με τον Γερμανό σκηνοθέτη Έρβιν Πίσκατορ, όπου τον ανακάλυψε ο κυνηγός ταλέντων Τζόις Σέλζνικ και έτσι το 1948 πήγε στο Χόλιγουντ, άλλαξε το όνομα του σε Τόνι Κέρτις και υπέγραψε συμβόλαιο με την Universal Pictures.
Έκανε το ντεμπούτο του στη μεγάλη οθόνη στην ταινία, Πουλημένη στην αμαρτία (Criss Cross) το 1949. Η φήμη του εδραιώθηκε με τις ερμηνείες του στις ταινίες: Σκοτεινοί Δολοφόνοι (Sweet Smell of Success, 1957) και Όταν σπάσαμε τις αλυσίδες (The Defiant Ones, 1958), για την οποία προτάθηκε για Όσκαρ.
Το 1959 συμπρωταγωνίστησε με τον Τζακ Λέμον και τη Μέριλιν Μονρόε στην κομεντί του Μπίλι Γουάιλντερ Μερικοί το προτιμούν καυτό (Some like it Hot), ενώ ένα χρόνο αργότερα συμμετείχε στην επική υπερπαραγωγή του Στάνλεϊ Κιούμπρικ, Σπάρτακος (Spartacus) του όπου υποδύθηκε το σκλάβο Αντονίνο.
Στο Δάφνες κυλισμένες στη λάσπη (The Outsider, 1961), υποδύθηκε το βετεράνο του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου Άιρα Χέιζ, ενώ το 1964 εμφανίστηκε στο πλευρό της Νάταλι Γουντ στην κωμωδία Το σεξ και το μοναχικό κορίτσι, (Sex and the Single Girl, 1964).
Στην ταινία του 1968 Ο στραγγαλιστής της Βοστόνης (The Boston Strangler), υποδύθηκε το δολοφόνο Αλμπέρτο Σάλβο. Έκτος από τον κινηματογράφο ασχολήθηκε και με την τηλεόραση και συμπρωταγωνίστησε με τον Ρότζερ Μουρ στην τηλεοπτική σειρά The Persuaders!.
Ο Κέρτις παντρεύτηκε έξι φορές. Από τους γάμους αυτούς απέκτησε συνολικά έξι παιδιά. Πρώτη του σύζυγος ήταν η ηθοποιός Τζάνετ Λι με την οποία απέκτησε δυο κόρες, τις ηθοποιούς Κέλι και Τζέιμι Λι Κέρτις.
Περισσότερα Άρθρα...
- Γιώργος Φούντας, Έλληνας ηθοποιός θεάτρου, κινηματογράφου και τηλεόρασης
- Σίμων Καράς, υπήρξε μουσικολόγος και ερευνητής της Ελληνικής μουσικής παράδοσης και κληρονομιάς
- Πυγμαλίων Δαδακαρίδης, Έλληνας ηθοποιός θεάτρου, κινηματογράφου και τηλεόρασης
- Αλκέτας Παναγούλιας, ήταν Έλληνας ποδοσφαιριστής και προπονητής και ήταν ο πρώτος που οδήγησε την Εθνική Ελλάδας σε τελική φάση Ευρωπαικού Πρωταθλήματος και Μουντιάλ