Άρθρα
Άντονι Κουίν, ήταν μεξικανο-ιρλανδικής καταγωγής Αμερικανός ηθοποιός βραβευμένος με Όσκαρ
Άντονι Κουίν
Ο Άντονι Κουίν ήταν μεξικανο-ιρλανδικής καταγωγής Αμερικανός ηθοποιός βραβευμένος με Όσκαρ. (αγγλικά: Anthony Quinn, 21 Απριλίου 1915 – 3 Ιουνίου 2001)
Ο διασημότερος ρόλος του ήταν αυτός του Ζορμπά, στην ομώνυμη ταινία του Μιχάλη Κακογιάννη Αλέξης Ζορμπάς (1964), ενώ πρωταγωνίστησε, μεταξύ άλλων, στις ταινίες Λώρενς της Αραβίας (Lawrence Of Arabia, 1962), Τα κανόνια του Ναβαρόνε (The Guns Of Navarone, 1961) και Λα Στράντα (La Strada, 1954).
Γεννήθηκε στην πόλη Τσιουάουα του Μεξικού το 1915 και μεγάλωσε στο Λος Άντζελες.Εμφανίστηκε σε περισσότερες από 150 ταινίες σε διάστημα 50 ετών και βραβεύτηκε με Όσκαρ Β' Ανδρικού Ρόλου το 1952 στην ταινία "Βίβα Ζαπάτα" (Viva Zapata!) ως συμπρωταγωνιστής του Μάρλον Μπράντο.
Παρόμοια τιμητική διάκριση έλαβε τέσσερα χρόνια αργότερα και για την ερμηνεία του στο ρόλο του ζωγράφου Πολ Γκογκέν στο φιλμ "Η ζωή ενός ανθρώπου" (Lust For Life, 1956).
Ο ρόλος του Αλέξη Ζορμπά, συμπρωταγωνιστώντας με τους Άλαν Μπέιτς και Ειρήνη Παππά, που ερμήνευσε το 1963 παρέμεινε ο πλέον αξιομνημόνευτός του. Τον ίδιο ρόλο ερμήνευσε και σε θεατρική παράσταση στο Μπρόντγουεϊ το 1984.
Ο Κουίν ξεκίνησε την καλλιτεχνική του πορεία το 1936 με την ταινία "Λόγια (Paroles)" και μετά συνέχισε με την ταινία "Γαλαξίας". Το 1937 παντρεύτηκε την Κάθριν ντε Μίλ, κόρη του παραγωγού και σκηνοθέτη Σέσιλ Ντε Μιλ ενώ στη συνέχεια ασχολήθηκε με το θέατρο και γνώρισε την επιτυχία με την ερμηνεία του στο έργο "Λεωφορείον ο πόθος" του Τένεσι Ουίλιαμς.
Από τους γάμους του και τους διάφορους κατά καιρούς ερωτικούς δεσμούς του ο ηθοποιός απέκτησε συνολικά 13 παιδιά. Πέραν της υποκριτικής, ο Άντονι Κουίν ασχολήθηκε σε ερασιτεχνικό επίπεδο με τη ζωγραφική. Πέθανε στη Βοστώνη το 2001.
Ομώνυμη παραλία
Η "παραλία Άντονι Κουίν" (Anthony Quinn beach) βρίσκεται στη Ρόδο ανάμεσα στις παραλίες Φαληράκι και Λαδικό, μέσα σε ένα μικρό ορμίσκο, 15 χιλιόμετρα νότια από την πρωτεύουσα. Η παραλία είναι περίπου 250 μέτρα μήκος και ονομάστηκε έτσι από τους ντόπιους μετά το γύρισμα της ταινίας "Τα Κανόνια του Ναβαρόνε" τιμώντας έτσι τον διάσημο ηθοποιό.
Ρομπέρτο Ροσελίνι, ήταν Ιταλός σκηνοθέτης και σεναριογράφος του ιταλικού νεορεαλιστικού κινηματογράφου
Ρομπέρτο Ροσελίνι
Ο Ρομπέρτο Ροσελίνι ήταν Ιταλός σκηνοθέτης και σεναριογράφος. Ο Ροσελίνι ήταν ένας από τους σκηνοθέτες του ιταλικού νεορεαλιστικού κινηματογράφου. Η ταινία του Roma Città aperta (Ρώμη, Ανοχύρωτη Πόλη, 1945) είναι μία από τις γνωστότερες και σημαντικότερες ταινίες που προσέφερε στο κίνημα. (Roberto Gastone Zeffiro Rossellini, 8 Μαΐου 1906 - 3 Ιουνίου 1977)
Προσωπική ζωή
Ο Ροσελίνι γεννήθηκε στη Ρώμη. Η μητέρα του, Ελέττρα (Elettra) ήταν νοικοκυρά και ο πατέρας του, Αντζιόλο Τζουζέπε «Πεπίνο» Ροσελίνι (Angiolo Giuseppe "Peppino" Roselini), είχε μια κατασκευαστική εταιρεία.
Η μητέρα του ήταν γαλλικής καταγωγής. Ανήκε στους μετανάστες που έφτασαν στην Ιταλία κατά τη διάρκεια των Ναπολεόντειων πολέμων.
Ο Ροσελίνι έζησε στη Βία Λουντοβίζι (Via Ludovisi), όπου ο Μπενίτο Μουσολίνι (Benito Mussolini) είχε το πρώτο του Ρωμαϊκό ξενοδοχείο το 1922, όταν ο φασισμός κατέλαβε την εξουσία στην Ιταλία.
Ο πατέρας του Ροσελίνι κατασκεύασε το πρώτο κινηματογράφο στη Ρώμη, χορηγώντας στον γιο του εντελώς δωρεάν, μία κάρτα απεριόριστης διαρκείας. Ο Ροσελίνι άρχισε να συχνάζει στον κινηματογράφο σε νεαρή ηλικία.
Όταν πέθανε ο πατέρας του, εργάστηκε ως ηχολήπτης για ταινίες και για κάποιο χρονικό διάστημα, εργάστηκε όλες τις θέσεις που σχετίζονται με την δημιουργία μιας ταινίας, κερδίζοντας εμπειρία σε κάθε τομέα.
Στις 26 Σεπτεμβρίου του 1936 (30 ετών), παντρεύτηκε την Μαρτσέλα Ντε Μάρκις (Marcella De Marchis) (17 Ιανουαρίου 1916, Ρώμη - 25 Φεβρουαρίου 2009, Σαρτεάνο), σχεδιάστρια κοστουμιών. Ο γάμος έγινε μετά από απόρριψη της Άσσια Νόρις (Assia Noris), μίας Ρωσίδας ηθοποιού η οποία εργαζόταν σε ιταλικές ταινίες. Η Ντε Μαρκίς και ο Ροσελίνι και είχαν δύο γιους. Τον Μάρκο Ρομάνο (Marco Romano) (γεννήθηκε στις 3 Ιουλίου 1937 και πέθανε από σκωληκοειδίτιδα το 1946), και τον Ρένζο (Renzo) (γεν. 24, Αυγούστου, 1941). Ο Ροσελίνι και η Ντε Μαρκίς χωρίστηκαν το 1950 (και τελικά πήραν διαζύγιο). Ο Ροσελίνι ήταν άθεος.
Καριέρα
Το 1937, ο Ροσελίνι έκανε το πρώτο του ντοκιμαντέρ, Prélude à l'après-midi d'un faune. Μετά από αυτό το δοκίμιο, κλήθηκε να βοηθήσει τον Γκοφρέντο Αλεσαντρίνι (Goffredo Alessandrini) στη λήψη του Luciano Serra pilot, μια από τις πιο επιτυχημένες Ιταλικές ταινίες του πρώτου μισού του 20ου αιώνα. Το 1940 κλήθηκε για να βοηθήσει τον Francesco De Robertis στο Uomini sul Fondo.
Ορισμένοι συγγραφείς περιγράφουν το πρώτο μέρος της καριέρας του ως μια ακολουθία τριλογιών. Η La nave Bianca (1942), η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του, χρηματοδοτήθηκε από το οπτικοακουστικό κέντρο προπαγάνδας του Τμήματος Ναυτικού και είναι η πρώτη ταινία της «Φασιστικής Τριλογίας» του Ροσελίνι(με την έννοια ότι γυρίστηκαν την εποχή του φασιστικού καθεστώτος,όχι διότι ο ίδιος πίστευε ιδεολογικά παρόμοιες απόψεις) , μαζί με την Un pilota ritorna (1942) και την Uomo dalla Croce (1943).
Στην περίοδο αυτή ανήκει η φιλία και συνεργασία του με τους Φεντερίκο Φελίνι (Federico Fellini) και Αλντό Φαμπρίτσι (Aldo Fabrizi). Το φασιστικό καθεστώς κατέρρευσε το 1943 και μόλις δύο μήνες μετά την απελευθέρωση της Ρώμης (4 Ιουνίου, 1944), ο Ροσελίνι ετοίμαζε ήδη την αντιφασιστική ταινία Roma Città aperta (Ρώμη, Ανοχύρωτη Πόλη, 1945).
Ο Φελίνι βοήθησε στο σενάριο και ο Φαμπρίτσι έπαιξε το ρόλο του ιερέα, ενώ παραγωγός ήταν ο ίδιος ο Ροσελίνι. Η δραματική ταινία έγινε απευθείας επιτυχία. Ο Ροσελίνι είχε αρχίσει τώρα τη λεγόμενη «Νεορεαλιστική τριλογία» του, ο δεύτερος τίτλος της οποίας ήταν Paisà (1946), που παράχθηκε με μη επαγγελματίες ηθοποιούς, και η τρίτη, Germany, Year Zero (1948), χρηματοδοτούμενη από έναν Γάλλο παραγωγό, γυρίστηκε στο γαλλικό τομέα του Βερολίνο.
Στο Βερολίνο, επίσης, ο Ροσελίνι προτίμησε να μη χρησιμοποιήσει ηθοποιούς, αλλά δεν μπόρεσε να βρει ένα πρόσωπο που να έβρισκε "ενδιαφέρον". Τοποθέτησε την κάμερά του στο κέντρο της πλατείας της πόλης, όπως έκανε για την Paisà, αλλά εξεπλάγην όταν κανείς δεν ήρθε να παρακολουθήσει.
Όπως δήλωσε σε συνέντευξή του, «προκειμένου να δημιουργηθεί ο χαρακτήρας που έχει κανείς στο μυαλό του, είναι απαραίτητο για τον σκηνοθέτη να εμπλακεί σε διαμάχη με τον ηθοποιό του, η οποία διαμάχη συνήθως καταλήγει με την υποβολή στην επιθυμία του ηθοποιού. Δεδομένου ότι δεν επιθυμώ να χάσω την ενέργειά μου σε μια διαμάχη, όπως αυτή, χρησιμοποιώ μόνο περιστασιακά επαγγελματίες ηθοποιούς ».
Ένας από τους λόγους της επιτυχίας του είναι το γεγονός ότι ο Ροσελίνι ξανάγραψε τα σενάρια των ταινιών του σύμφωνα με τα συναισθήματα και τις ιστορίες των μη επαγγελματιών ηθοποιών ». Η τοπική προφορά, διάλεκτος και τα κοστούμια παρουσιάστηκαν στην ταινία όπως είναι στην πραγματική ζωή.
Μετά την «Νεορεαλιστική Τριλογία» του, ο Ροσελίνι έγινε παραγωγός δύο ταινιών οι οποίες τώρα κατατάσσονται ως «Μεταβατικές ταινίες»: L'Amore (1948), με την Άννα Μανιάνι (Anna Magnani) και La macchina ammazzacattivi (1952), πάνω στην ικανότητα του κινηματογράφου να απεικονίζει την πραγματικότητα και την αλήθεια (ανακαλώντας την Commedia dell'Arte). Το 1948, ο Ροσελίνι έλαβε μια επιστολή από μια διάσημη ξένη ηθοποιό για προτεινόμενη συνεργασία:
Αγαπητέ κ. Ροσελίνι
Είδα τις ταινίες σας Roma Città aperta και Paisà, και τις απόλαυσα πάρα πολύ. Εάν χρειάζεστε μια Σουηδέζα ηθοποιό που μιλάει πολύ καλά αγγλικά, δεν έχει ξεχάσει την γερμανική γλώσσα, δεν είναι πολύ κατανοητή στα γαλλικά και που από ιταλικά ξέρει μόνο το «ti amo», είμαι έτοιμη να έρθω και να κάνω μια ταινία μαζί σας.
Ίνγκριντ Μπέργκμαν (Ingrid Bergman)
Με την επιστολή αυτή άρχισε μια από τις πιο γνωστές ιστορίες αγάπης στην ιστορία του κινηματογράφου, με την Μπέργκμαν και τον Ροσελίνι, και οι δύο στο απόγειο της καριέρας τους. Η πρώτη συνεργασία τους ήταν η ταινία Stromboli terra di Dio (1950) (στο νησί Στρόμπολι, του οποίου το ηφαίστειο εξερράγη πολύ βολικά κατά τη διάρκεια της μαγνητοσκόπησης). Αυτή η σχέση προκάλεσε μεγάλο σκάνδαλο σε ορισμένες χώρες (η Μπέργκμαν και ο Ροσελίνι ήταν και οι δύο παντρεμένοι με άλλους ανθρώπους). Το σκάνδαλο εντάθηκε όταν η Μπέργκμαν έμεινε έγκυος με το παιδί του. Ο Ροσελίνι και η Μπέργκμαν απέκτησαν άλλα δύο παιδιά, την Ισαμπέλα Ροσελίνι (Isabella Rossellini) (ηθοποιός και μοντέλο) και τη δίδυμή της, Ίνγκριντ Ιζότα (Ingrid Isotta). Europa '51 (1952), Siamo Donne (1953), Journey to Italy (1953), La paura (1954) και Giovanna d'Arco al rogo (1954) ήταν οι άλλες ταινίες στις οποίες συνεργάστηκαν.
Το 1957, ο Τζαβαχάρλαλ Νέρου (Jawaharlal Nehru), ο Ινδός πρωθυπουργός εκείνης της εποχής, τον προσκάλεσε στην Ινδία για να κάνει το ντοκιμαντέρ «Ινδία» και να προσδώσει κάποια πνοή στο παραδαρμένο Ινδικό Τμήμα Ταινιών. Αν και παντρεμένος με την Μπέργκμαν, είχε σχέση με την Σονάλι Ντας Γκούπτα (Sonali Das Gupta), μία σεναριογράφος, η οποία είχε συμβάλει στην ανάπτυξη των χρονογραφημάτων για την ταινία. Δεδομένου του κλίματος της δεκαετίας του 1950, το γεγονός αυτό οδήγησε σε τεράστιο σκάνδαλο τόσο στην Ινδία όσο και το Χόλυγουντ. Ο Νέρου αναγκάστηκε να ζητήσει στον Ροσελίνι να φύγει. Μετά από αυτό, η Μπέργκμαν και Ροσελίνι χώρισαν.
Ο Ροσελίνι παντρεύτηκε τη Σονάλι το 1957 και υιοθέτησε τον γιο της, ο οποίος μετονομάστηκε σε Τζιλ Ροσελίνι (Gil Rossellini) (23 Οκτωβρίου 1956 με 3 Οκτωβρίου 2008). Ο Ροσελίνι και η Σονάλι απέκτησαν μια κόρη μαζί, τη Ραφαέλα Ροσελίνι (Raffaella Roselini), (γεν. 1958).
Το 1961 ο Ρομπέρτο Ροσελίνι επισκέφθηκε την Αθήνα για να προλογίσει την ταινία του Ινδία στο πλαίσιο του Διεθνούς Φεστιβάλ Εθνογραφικού και Κοινωνιολογικού Κινηματογράφου
Το 1971, το Πανεπιστήμιο Ράις στο Χιούστον, Τέξας, κάλεσε τον Ροσελίνι να συμβάλει στη δημιουργία ενός Κέντρου πολυμέσων. Το 1973, είχε προσκληθεί να διδάξει στο Πανεπιστήμιο του Γέιλ στο Νιου Χέιβεν, Κονέκτικατ, όπου δίδαξε για ένα εξάμηνο το μάθημα με τίτλο «Η θεμελιώδης εικόνα». Ο Ρομπέρτο Ροσελίνι πέθανε από καρδιακή προσβολή σε ηλικία 71 ετών (1977).
Κληρονομιά του έργου του
Οι ταινίες του Ροσελίνι μετά τις νεορεαλιστικές ταινίες του - ιδιαίτερα αυτές με την Ίνγκριντ Μπέργκμαν - ήταν εμπορικά ανεπιτυχής, αν και το «Ταξίδι στην Ιταλία» και θεωρείται πετυχημένο από ορισμένες πλευρές. Ήταν ένας αναγνωρισμένος πλοίαρχος για τους κριτικούς των Cahiers du Cinema γενικότερα και του Αντρέ Μπαζέν, του Φρανσουά Τριφό και του Ζαν-Λικ Γκοντάρ, ειδικότερα.
Ο Τριφό σημείωσε το 1963 στο δοκίμιό του, «Ο Ρομπέρτο Ροσελίνι προτιμά την πραγματική ζωή», ότι η επιρροή του Ροσελίνι στη Γαλλία ιδίως μεταξύ των σκηνοθετών που θα γίνουν μέρος της Νουβέλ Βάγκ (Nouvelle Vague) ήταν τόσο μεγάλη που ήταν από κάθε άποψη, «ο πατέρας του γαλλικού Νέου Κύματος».
Ναζίμ Χικμέτ, ήταν Τούρκος ποιητής και δραματουργός, τα έργα του οποίου μεταφράστηκαν σε πολλές γλώσσες
Ναζίμ Χικμέτ
Ο Ναζίμ Χικμέτ ήταν Τούρκος ποιητής και δραματουργός, τα έργα του οποίου μεταφράστηκαν σε πολλές γλώσσες. Υπήρξε μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος της Τουρκίας. Πέθανε στην Μόσχα από καρδιακή προσβολή σε ηλικία 61 ετών. (Nâzım Hikmet, Θεσσαλονίκη 15 Ιανουαρίου 1902 - Μόσχα 3 Ιουνίου 1963)
Ύφος γραφής
Αν και τα πρώτα του ποιήματα γράφτηκαν με παραδοσιακό μέτρο, ο Χικμέτ σταδιακά απομακρύνθηκε από τα πλαίσια του μέτρου και της ομοιοκαταληξίας και άρχισε να αναζητεί νέα μορφή για τα ποιήματά του. Κατά τη διάρκεια των πρώτων χρόνων διαμονής του στη Σοβιετική Ένωση (1922-1925), η αναζήτηση αυτή έφτασε στο αποκορύφωμά της.
Προτίμησε τον ελεύθερο στίχο, ο οποίος ταίριαζε και με την πλούσια φωνολογία της τουρκικής γλώσσας. Επηρεάστηκε κυρίως από το Βλαντιμίρ Μαγιακόφσκι. Πολλά από τα ποιήματά του μελοποιήθηκαν από το γνωστό Τούρκο συνθέτη Ζουλφού Λιβανελί, ενώ αρκετά μελοποιήθηκαν και από το συνθέτη Μάνο Λοΐζο και τον Θάνο Μικρούτσικο.
Με υπουργικό διάταγμα ο ποιητής ανέκτησε, , την τουρκική υπηκοότητα που του αφαιρέθηκε το 1951 εξαιτίας των πολιτικών του πεποιθήσεων.
Το αυτοβιογραφικό του έργο Οι ρομαντικοί μεταφράστηκε στα Ελληνικά από τον Κώστα Κοτζιά ("Θεμέλιο")
Ποιήματα μελοποιημένα από τον Μάνο Λοΐζο και τον Θάνο Μικρούτσικο
Αν με τη μεσολάβηση
Αν η μισή μου καρδιά
Απερίγραπτη λένε
Για τη ζωή
Η πιο όμορφη θάλασσα
Μονάκριβή μου
Όπως ο Κερέμ
Στηθάγχη
Το δίχτυ
Κι αν τα μάτια σου"
Λίγα γαρούφαλλα
Μικρόκοσμος
Ρουχολάχ Χομεϊνί, υπήρξε θρησκευτικός και πολιτικός ηγέτης του Ιράν
Ρουχολάχ Χομεϊνί
Ουσαβί Χομεϊνί, το πραγματικό όνομα Ρουχολάχ Μουσαβί, υπήρξε θρησκευτικός και πολιτικός ηγέτης του Ιράν από το 1979 ως το 1989. Υπήρξε μια από τις κινητήριες δυνάμεις της ιρανικής επανάστασης του 1979, με την οποία ανατράπηκε το προϋπάρχον καθεστώς και ο βασιλιάς (σάχης) της χώρας, Μοχάμεντ Ρεζά Παχλαβί, αναγκάστηκε να απομακρυνθεί από το Ιράν. (1902 - 3 Ιουνίου 1989)
Γεννήθηκε στο χωριό Χομέιν, του οποίου το όνομα υιοθέτησε ως επώνυμο. Ακολούθησε θρησκευτικές σπουδές στο Αράκ και στο Κουμ. Η φήμη του εξαπλώθηκε και απέκτησε οπαδούς μέσα από τα κηρύγματά του πάνω στα ζητήματα των ισλαμικών αξιών, επικρίνοντας παράλληλα το καθεστώς της δυναστείας των Παχλαβί για την απομάκρυνσή του από τις αρχές του ισλαμικού νόμου. Το 1963 συνελήφθη και εξορίστηκε τον επόμενο χρόνο.
Πρώτος σταθμός του υπήρξε η πόλη Αλ-Νατζάφ του Ιράκ. Ο ηγέτης του Ιράκ, Σαντάμ Χουσεΐν ανάγκασε τον Χομεϊνί σε φυγή από τη χώρα το 1978, ώστε ο τελευταίος εγκαταστάθηκε τότε στο Παρίσι. Από τους τόπους εξορίας του - ειδικότερα το Παρίσι εκμεταλλευόμενος πιο σύγχρονα επικοινωνιακά μέσα - συνέχισε τον αγώνα του κατά του σάχη, διοχετεύοντας ηχογραφημένες ομιλίες του αλλά και κείμενα στο Ιράν, μέσα από ένα δίκτυο υποστηρικτών του.
Μέσα από τα κείμενά του, ο Χομεϊνί πρότεινε μια νέα μορφή διακυβέρνησης με μετατροπή του Ιράν σε θεοκρατικό ισλαμικό κράτος και την εξουσία στα χέρια του κλήρου. Μετά τα γεγονότα της ιρανικής επανάστασης, ο Χομεϊνί ως πρωτεργάτης και επικεφαλής του σιιτικού κλήρου, αναδείχθηκε ανώτατος άρχοντας του Ιράν, κατέχοντας ταυτόχρονα και θρησκευτικές ιδιότητες βάσει του νέου ιρανικού Συντάγματος. Το Συμβούλιο της Επανάστασης επέβαλε καθεστώς που βασιζόταν στην αυστηρή ερμηνεία του Κορανίου.
Κατά τη διάρκεια της διακυβέρνησης του Αγιατολάχ Χομεϊνί οι σχέσεις του Ιράν με τον δυτικό κόσμο επιδεινώθηκαν. Το Νοέμβριο του 1979 πραγματοποιήθηκε επίθεση κατά της πρεσβείας των Ηνωμένων Πολιτειών στην Τεχεράνη, γεγονός που οδήγησε στη διπλωματική κρίση των ομήρων με τις ΗΠΑ. Από το 1980, το Ιράν βρισκόταν σε εμπόλεμη κατάσταση με το γειτονικό Ιράκ, για δέκα έτη (1980-90). Ο Χομεϊνί αρνήθηκε μια ειρηνική λύση επιλέγοντας να παρατείνει τον πόλεμο ελπίζοντας στην ανατροπή του Σαντάμ Χουσεΐν[1], ενώ παράλληλα αξιοποίησε πολιτικά το γεγονός του πολέμου με σκοπό να τονώσει το αίσθημα εθνικής ενότητας
Ο Χομεϊνί παρέμεινε στο αξίωμα ως το τέλος του. Έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 87 ετών, στις 3 Ιουνίου 1989, μετά από πολύχρονη μάχη με τον καρκίνο.
Φραντς Κάφκα, ένας από τους μεγαλύτερους και λιγότερο κατανοητούς λογοτέχνες του 20ού αιώνα
Φραντς Κάφκα
Λίγοι συγγραφείς έχουν εξερευνήσει την ανθρώπινη προσπάθεια για γνώση και ασφάλεια όσο ο τσέχος Φραντς Κάφκα, ένας από τους μεγαλύτερους και λιγότερο κατανοητούς λογοτέχνες του 20ού αιώνα, παρά τους τόνους σελίδων και τις εκτενείς αναλύσεις του έργου του.
Η ιδιομορφία των μυθιστορημάτων και το περιχαρακωμένο λογοτεχνικό του σύμπαν, που αφορά λες μόνο στον συγγραφέα τους, στέκει ορόσημο στην ιστορία της γραφής: κανείς άλλος δεν κατάφερε να δημιουργήσει αυτό το ονειρικά παράξενο κλίμα παραδοξότητας και παραλογισμού, το οποίο διαποτίζει το έργο του τσέχου δημιουργού.
Παρά ταύτα, η αισθητική αξία του έργου του συνιστά ένα μείζον λογοτεχνικό γεγονός που δεν θα μπορούσε παρά να επηρεάσει καθοριστικά, έστω και εκ των υστέρων, την πορεία της μυθιστοριογραφίας.
«Χάρη στον Κάφκα κατανόησα πώς ένα μυθιστόρημα μπορεί να γραφεί κι αλλιώς», συνήθιζε να λέει ο Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες για τον άνθρωπο που δεν ήταν συγγραφέας πλήρους απασχόλησης, αλλά πτυχιούχος νομικής που εργαζόταν σε ασφαλιστική εταιρία το πρωί και έγραφε στον ελεύθερο χρόνο του τα βράδια!
Και βέβαια αν δεν ήταν ο φίλος του, Μαξ Μπροντ, που δεν σεβάστηκε την επιθυμία του συγγραφέα να καταστραφεί το σύνολο του έργου του μετά τον πρόωρο θάνατό του από φυματίωση, κανείς δεν θα γνώριζε τον λογοτέχνη που άλλαξε την ιστορία της γραφής, με το σκοτεινό και απειλητικό του σύμπαν: η «Δίκη», ο «Πύργος» και η «Αμερική» θα παρέμεναν για πάντα εκεί που τα προόριζε ο συντάκτης τους, στο καφκικό σκοτάδι…
Πρώτα χρόνια
Ο Φραντς Κάφκα γεννιέται στις 3 Ιουλίου 1883 στην Πράγα, την πρωτεύουσα της Βοημίας, τμήματος τότε της Αυστροουγγαρίας, μέσα σε εύπορη οικογένεια εβραϊκής καταγωγής. Ήταν το μεγαλύτερο από τα έξι παιδιά της οικογένειας, αν και την παιδική του ηλικία θα τη στοίχειωνε ο θάνατος των δύο αδερφών του, όπως βέβαια και η θυελλώδης σχέση του με τον πατέρα του.
Ο ευκατάστατος υφασματέμπορος ονειρευόταν μια άλλη ζωή για τον γιο του και δεν κατάλαβε ποτέ το όνειρό του να γίνει συγγραφέας, όπως εξάλλου έκανε και η στοργική μητέρα του, η οποία όμως δεν συμμεριζόταν επίσης τη δημιουργική πλευρά του ευαίσθητου νεαρού.
Ο ίδιος άλλωστε ο Κάφκα, στα εκτενή του «Ημερολόγια», που καλύπτουν μια περίοδο 13 ετών (1910-1923), αποδίδει τα προβλήματα στην προσωπική και ερωτική του ζωή στην ταραγμένη σχέση με τον αυταρχικό του πατέρα: «Υπέφερα πολύ με τις σκέψεις μου», σημειώνει κάπου με νόημα. Παρά ταύτα, από τη σχέση αυτή δεν μπόρεσε να ξεφύγει ποτέ, περνώντας το μεγαλύτερο μέρος της ενήλικης ζωής του κοντά στους γονείς του.
Ο Κάφκα φοίτησε σε γερμανόφωνο γυμνάσιο της Πράγας, ένα ιδιωτικό σχολείο για τα παιδιά της ανώτερης τάξης της πόλης, και διακρίθηκε στις σχολικές επιδόσεις, παρά τις περιπέτειες που είχε με τη σχολική εξουσία στη ζωή του. Μετά την αποφοίτηση, γράφτηκε στο Πανεπιστήμιο της Πράγας με σκοπό να σπουδάσει χημεία, έπειτα όμως από μόλις δύο εβδομάδες αποφάσισε να αφιερωθεί στα νομικά.
Η ακαδημαϊκή αυτή αλλαγή ευχαρίστησε πολύ τον δεσποτικό πατέρα του, ο οποίος του επέτρεψε να παρακολουθήσει μαθήματα τέχνης και λογοτεχνίας ταυτοχρόνως με τις σπουδές του. Το 1906 θα βρει τον Κάφκα με το πτυχίο νομικής ανά χείρας, με τον νεαρό ασκούμενο δικηγόρο να κάνει την πρακτική του σε δικηγορικό γραφείο για έναν χρόνο…
Εργασιακές περιπέτειες
Αφού τελείωσε με τη νομική προπαρασκευή, βρήκε δουλειά σε μια ιταλική ασφαλιστική εταιρία στα τέλη του 1907. Το εξαντλητικό ωράριο ωστόσο του στερεί τη δυνατότητα να γράφει και ο ίδιος βυθίζεται στη θλίψη και την απελπισία. Στη συγκεκριμένη φίρμα άντεξε λίγο περισσότερο από έναν χρόνο και στα ημερολόγιά του μνημονεύει με χαρά τη στιγμή της παραίτησής του.
Κατόπιν έπιασε δουλειά στο Ινστιτούτο Ασφάλισης Εργατικών Ατυχημάτων του Βασιλείου της Βοημίας, σε μια θέση στην οποία θα παραμείνει για τα επόμενα 10 χρόνια. Η εργατικότητα και η νοημοσύνη του γρήγορα θα τον μετατρέψουν σε δεξί χέρι του αφεντικού, αν και ο ίδιος δεν είχε ποτέ επιδιώξεις για καριέρα στον χώρο. Το μόνο που ήθελε ήταν χρόνο για να γράφει και η συγκεκριμένη θέση του το παρείχε αυτό.
Ο Κάφκα θα παραμείνει στο Ινστιτούτο μέχρι το 1917, όταν ένα νέο ξέσπασμα της φυματίωσης που τον ταλαιπωρούσε από την παιδική του ηλικία θα τον αναγκάσει να πάρει μια μακρά αναρρωτική άδεια. Από τη συγκεκριμένη θέση θα παραιτηθεί οριστικά το 1922, όταν η εύθραυστη πια κατάσταση της υγείας του δεν του επέτρεπε να εργαστεί…
Έρωτας και υγεία
Παρά το γεγονός ότι η δημόσια εικόνα του ήταν αυτή ενός ιδιαιτέρως κοινωνικού ανθρώπου, εύκολου στις συναναστροφές και πολύ αγαπητού στους κύκλους του, η προσωπική του ζωή ήταν βουτηγμένη στο περίπλοκο των σκέψεών του και την ατολμία που ένιωθε να αφιερωθεί πλήρως στη γραφή. Ταυτοχρόνως, οι ανασφάλειές του άφησαν το στίγμα τους στην ερωτική του ζωή, όπως και η απροθυμία του να κάνει το μεγάλο βήμα.
Την ώρα λοιπόν που πάντα έψεγε τον εαυτό του γιατί δεν ακολούθησε τον προορισμό του, το γράψιμο, την ίδια απροθυμία επέδειξε και στη σχέση του με τη σύντροφό του, Felice Bauer, την οποία αρραβωνιάστηκε δύο φορές πριν το ζευγάρι τραβήξει τελικά χωριστούς δρόμους το 1917, όταν και νοσηλεύτηκε σε σανατόριο για την πάθησή του.
Επόμενος σταθμός στην προσωπική του ζωή, η Dora Dymant, την οποία γνώρισε όταν η υγεία του είχε πάρει πια την κάτω βόλτα. Παρά ταύτα, οι δυο τους ερωτεύονται παράφορα και περνούν ένα διάστημα κοινής ζωής στο Βερολίνο, στην προσπάθειά του συγγραφέα να ξεφύγει από την επίδραση της δυναστικής οικογένειάς του και να αφοσιωθεί στο γράψιμο, αν και πλέον μαστιζόταν από κατάθλιψη, ημικρανίες, κρίσεις άγχους και αϋπνία. Τα δεινά της υγείας του θα φέρουν το ζευγάρι και πάλι στην Πράγα, με τον ίδιο να νοσηλεύεται σε σανατόριο της Βιέννης λίγο αργότερα, σε μια ύστατη προσπάθεια να απαλλαγεί από τη φυματίωση.
Στο σανατόριο είναι που θα αφήσει ο μεγάλος τσέχος λογοτέχνης την τελευταία του πνοή, στις 3 Ιουνίου 1924. Η σορός του μεταφέρθηκε στην Πράγα για να ταφεί στο εβραϊκό κοιμητήριο της πόλης, δίπλα στους γονείς του…
Εργογραφία
Γενικότερα, η ζωή του Φραντς Κάφκα υπήρξε απλή, χωρίς πολλές μετακινήσεις και συναισθηματικές διακυμάνσεις. Λίγες μέρες μάλιστα πριν από τον θάνατό του, παρακάλεσε τον καλό του φίλο Μαξ Μπροντ να κάψει τα αδημοσίευτα χειρόγραφά του, εντολή που ευτυχώς εκείνος παράκουσε και έσωσε έτσι τον κορυφαίο σήμερα λογοτέχνη από την αφάνεια.
Ο Μπροντ είναι που επιμελήθηκε τα τρία ημιτελή μυθιστορήματά του και τα εξέδωσε μετά τον θάνατο του συγγραφέα τους: «Η Δίκη» κυκλοφόρησε το 1925, «Ο Πύργος» το 1926 και η «Αμερική» το 1927. Και πάλι όμως έπρεπε να έρθουν οι γάλλοι σουρεαλιστές, όπως ο Αντρέ Μπρετόν, αλλά και μια σειρά ακόμα από θαυμαστές του έργου του (όπως οι Καμί και Σαρτρ), το οποίο ήταν γνωστό μόνο στους στενούς λογοτεχνικούς κύκλους της Γερμανίας, για να γίνουν τα μυθιστορήματά του ανάρπαστα στη Γαλλία αρχικά και κατόπιν στον κόσμο ολόκληρο.
Κι αυτό γιατί παρά το γεγονός ότι ο Κάφκα δημοσίευσε μια χούφτα κειμένων του εν ζωή, όπως τη μνημειώδη «Μεταμόρφωση» (1916), την «Αποικία των Τιμωρημένων», τον «Αγροτικό Γιατρό», αλλά και «Το γράμμα στον πατέρα» (1919), η εβραϊκή του καταγωγή μπήκε στο στόχαστρο των Ναζί ήδη από νωρίς: η Γκεστάπο κατέσχεσε τα γερμανικά χειρόγραφά του από το σπίτι της συντρόφου του στο Βερολίνο (τα οποία δεν έχουν ανασυρθεί μέχρι σήμερα), ενώ από το 1935 απαγορεύτηκε η δημοσίευση των έργων του. Όσο για τους ανθρώπους που θα μπορούσαν να βεβαιώσουν την ύπαρξη τόσο του λογοτέχνη όσο και του έργου του, όπως οι τρεις αδελφές του, φίλοι και συγγενείς, έμελλε να βρουν όλοι τραγικό τέλος στα ναζιστικά κολαστήρια.
Τα αρχεία του καταστράφηκαν, η βιβλιοθήκη και πολλές από τις επιστολές του χάθηκαν διά παντός και λίγο έλειψε να μην έπαιρνε καν μυρωδιά η ανθρωπότητα για τον μεγάλο τσέχο λογοτέχνη! Ο οποίος παρέμεινε παραγωγικός και λογοτεχνικά δραστήριος παρά τη ραγδαία επιδείνωση της υγείας του. Και πώς θα μπορούσε εξάλλου να συμβεί διαφορετικά για τον συνεπή αυτό εραστή της γραφής; Όπως το ήθελε άλλωστε και ο ίδιος: «Ό,τι δεν είναι λογοτεχνία, με κάνει να πλήττω και το μισώ γιατί με ενοχλεί ή με εμποδίζει έστω και μόνο στη φαντασία μου. Έτσι, δεν έχει νόημα για μένα η οικογενειακή ζωή, εκτός από τη θέση του παρατηρητή, στην καλύτερη περίπτωση»…
Κι αν η αξία κάποιων πραγμάτων μετριέται -δυστυχώς- με το χρήμα, αξίζει να σημειωθεί ότι το χειρόγραφο της «Δίκης» πουλήθηκε το 1988 έναντι 1,98 εκατ. δολαρίων, ποσό-ρεκόρ εκείνη την εποχή για χειρόγραφο σύγχρονου έργου…
Η Δίκη (γερμανικά: Der Prozeß) είναι τίτλος γερμανόφωνου μυθιστορήματος του Τσεχοεβραίου συγγραφέα Φραντς Κάφκα. Ξεκίνησε να γράφεται το 1914 και δημοσιεύτηκε μετά το θάνατό του, το 1925, από το φίλο του Μαξ Μπροντ, παρά την επιθυμία του Κάφκα να καταστραφούν τα χειρόγραφα του ημιτελούς του έργου.
Πλοκή
Κεντρικό πρόσωπο του μυθιστορήματος είναι ο τραπεζοϋπάλληλος Γιόζεφ Κ. (το επώνυμο δεν αναφέρεται ποτέ), ένας συνηθισμένος άνθρωπος ανίκανος για οποιαδήποτε έξαρση, στη ζωή του οποίου δεν συμβαίνει τίποτα το εξαιρετικό.
Ξαφνικά η ισορροπία της ζωής του ανατρέπεται όταν δύο άγνωστοι χτυπούν την πόρτα του και του ανακοινώνουν ότι ήρθαν να τον οδηγήσουν στον ανακριτή. Σίγουρα πρόκειται για παρεξήγηση, είναι αδύνατον να έχει κάνει κάτι κακό ο Γιόζεφ Κ. Μετά την ανάκριση αφήνεται προσωρινά ελεύθερος, ωστόσο έχει χάσει πια την ηρεμία του. Δεν τον έχουν κατηγορήσει φανερά για τίποτα, όμως έχει την αίσθηση ότι τον θεωρούν ένοχο.
Όταν μετά από λίγες μέρες τον καλούν και πάλι για ανάκριση, ο Γιόζεφ Κ. βρίσκεται σε μια τεράστια μουντή αίθουσα δικαστηρίου, αντιμέτωπος με μία ομάδα από γέρους δικαστές που τον τυρρανούν με τις ερωτήσεις τους. Απόλυτα βέβαιος για την αθωότητά του προσπαθεί με όσες δυνάμεις διαθέτει να υπερασπιστεί τον εαυτό του, και φεύγει από το δικαστήριο με την εντύπωση ότι τους έχει πείσει.
Είναι αδύνατον πια να νιώσει ήσυχος και πιστεύει ότι ένας δικηγόρος θα μπορούσε να αποδείξει ότι είναι άσχετος με την κατηγορία την οποία ακόμη δεν γνωρίζει. Όμως ο δικηγόρος, όργανο της εξουσίας ο ίδιος, σπρώχνει τον Γιόζεφ Κ. βαθύτερα στο λαβύρινθο που έχει μπλεχτεί. Αναζητά τότε τη βοήθεια ενός φίλου του ζωγράφου αλλά επικαλείται κι έναν ιερέα μήπως θα μπορούσαν λόγω της ιδιότητάς τους να επηρεάσουν ευνοϊκά τους δικαστές. Μάταια όμως.
Ούτε η επιστήμη, ούτε η τέχνη, ούτε η θρησκεία μπορούν να τον βοηθήσουν. Ολόκληρο το περιβάλλον του, ολόκληρος ο κόσμος γίνεται προέκταση του δικαστηρίου. Στον κάθε συμπολίτη του βλέπει κι έναν δικαστή, στο κάθε βλέμμα και μια κατηγορία. Αρχίζει να πιστεύει πως όλοι τον κατασκοπεύουν, ψάχνοντας να βρουν ακόμη και στις πιο απλές πράξεις του αποδείξεις ενοχής. Σιγά σιγά βεβαιώνεται πως η δίκη ήδη γίνεται, με κατηγορούμενο τον ίδιο, για ένα έγκλημα που δεν γνωρίζει. Βλέποντας πως καμία προσπάθειά του δεν καρποφορεί, περιμένει υπομονετικά τη μέρα που θα μάθει την ποινή που θα του επιβάλουν.
Ένα βράδυ δύο μαυροντυμένοι άνδρες του ζητούν να τους ακολουθήσει ως την άκρη της πόλης. Ανίκανος πια να καταλάβει αλλά και να αντιδράσει, ο Γιόζεφ Κ. τους ακολουθεί σ' ένα έρημο λατομείο, για να εκτελεστεί σε λίγο ψυχρά και απάνθρωπα με μια μαχαιριά στο στήθος.
Το μήνυμα
Η δίκη και η καταδίκη του Γιόζεφ Κ. για ένα έγκλημα που δεν διέπραξε ή τουλάχιστον που δεν γνώριζε ότι διέπραξε, είναι μια ανοιχτή κριτική του συγγραφέα στη δύναμη της εξουσίας, αυτής που δίνει την αίσθηση στον κάθε πολίτη ότι όλα είναι πιο δυνατά απ' αυτόν και ότι κάθε αντίσταση είναι περιττή. Όπως ο Γιόζεφ Κ. έτσι κι ο κάθε άνθρωπος αφήνεται να παρασυρθεί από την εξουσία που τον απογυμνώνει από τα δικαιώματά του, του στερεί τη διάθεση για αντίσταση, αχρηστεύει κάθε νόμο και στο τέλος τον συνθλίβει.
Λογοτεχνικά Η Δίκη είναι ένα αρκετά "δύσκολο" έργο, σε πολλά δε σημεία του δείχνει ακατανόητο. Με βάση το βιβλίο γυρίστηκαν αργότερα και δύο ταινίες: Το 1962 από τον Όρσον Ουέλς με τον αγγλικό τίτλο The Trial και με πρωταγωνιστή τον Άντονι Πέρκινς και το 1993 με τον ίδιο τίτλο από τον Ντέιβιντ Χιουζ και με πρωταγωνιστή τον Άντονι Χόπκινς.
Περισσότερα Άρθρα...
- Ζωρζ Μπιζέ, ήταν Γάλλος συνθέτης, το τελευταίο έργο που δημιούργησε στη σύντομη ζωή του, η Κάρμεν
- Γιόχαν Στράους (υιός), ήταν διάσημος αυστριακός συνθέτης χορευτικής μουσικής, συνθέτοντας πάνω από 500 βαλς, πόλκες και καντρίλιες
- Λουδοβίκος Αντώνιος του Αρτουά
- Λουκάς Νοταράς, υπήρξε ο τελευταίος Μέγας Δουκας της Bυζαντινής Αυτοκρατορίας