Άρθρα
Ιωάννης Λόγγος Ιουστινιάνης, ήταν Γενουάτης στρατιωτικός, μέλος μίας από τις σημαντικότερες οικογένειες της Γένοβας και πρωτοστράτωρ της Βυζαντινής αυτοκρατορίας
Ιωάννης Λόγγος Ιουστινιάνης
Ο Ιωάννης Λόγγος Ιουστινιάνης ήταν Γενουάτης στρατιωτικός, μέλος μίας από τις σημαντικότερες οικογένειες της Γένοβας και πρωτοστράτωρ της Βυζαντινής αυτοκρατορίας.
Ήταν ένας από τους υπερασπιστές της Κωνσταντινούπολης κατά την Άλωση από τους Οθωμανούς το 1453, ως επικεφαλής ενόπλου τμήματος 700 Γενουατών. (Giovanni Giustiniani Longo, 1418 – 1 Ιουνίου 1453)
Τραγική η μορφή του τελευταίου Βυζαντινού Βασιλιά. Το 1449, ανέβηκε στο θρόνο μιας Χιλιόχρονης, Θρυλικής μα ανύπαρκτης, εκείνη τη χρονική περίοδο, αυτοκρατορίας. Γιος του Μανουήλ Β΄ Παλαιολόγου και αδελφός του Ιωάννη Η΄, τον οποίο και διαδέχθηκε.
Πριν λάβει το στέμμα του μαρτυρίου, είχε ανακηρυχθεί Δεσπότης της Πελοποννήσου με έδρα το Μυστρά. Κατάφερε να διώξει τους Φράγκους από τον Μοριά και να αποκρούσει τις Τούρκικες επιδρομές.
Λόγω συνεχών φιλονικιών και διαφωνιών με τους αδελφούς του Θεόδωρο Β’ και Θωμά, επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη το 1437, σε αντικατάσταση του Ιωάννη, όσο αυτός απουσίαζε στη σύνοδο της Φλωρεντίας – Φεράρας.
Ο Κωνσταντίνος, ήταν προικισμένος με στρατιωτικές και πολιτικές ικανότητες. Φρόντισε για την αναδιοργάνωση του κράτους στους τομείς της πολιτικής και στρατιωτικής διοίκησης.
Φρόντισε για την άμυνα του Δεσποτάτου. Πέρασε τη ζωή του μεταξύ Πόλης και Μυστρά να βοηθά όπου υπήρχε ανάγκη. Οι μέρες και οι εποχές δύσκολες.
Ο εμφύλιος σπαραγμός κατακρεουργούσε τις σάρκες της διαμελισμένης και ανίσχυρης αυτοκρατορίας Ο ιδιοτελής καιροσκόπος αδελφός, Δημήτριος Παλαιολόγος ήταν σύμμαχος των Τούρκων και απαιτούσε τον θρόνο.
Οι προαιώνιοι εχθροί μας, είχαν βρει τον τρόπο, υποστηρίζοντας ενεργά και εναλλάξ τις διαφορές μεταξύ των Παλαιολόγων να ροκανίζουν την υπόσταση και τις λιγοστές δυνάμεις της φθίνουσας πάλε ποτέ κραταιάς δύναμης.
Όλα αυτά άλλαξαν δραματικά όταν έγινε σουλτάνος ο Μωάμεθ Β’ ο οποίος έβαλε σαν σκοπό ζωής την με κάθε τρόπο και κόστος κατάληψη της Πόλης των Πόλεων!
Ο Κωνσταντίνος, μάταια προσπάθησε να ανασυντάξει το στρατό. Να βελτιώσει την άμυνα της Πόλης. έστελνε πρεσβείες στη Δύση παρακαλώντας βοήθεια. Με τα ελάχιστα πλοία πού διέθετε, επιχειρούσε επιδρομές στις Μικρασιατικές ακτές. Δυστυχώς, όπως και σήμερα μαζί μας, η Δύση δεν ήταν διατιθεμένη να τρέξει προς βοήθεια του Βυζαντίου. Επ’ αυτού Sir Edwin Pears αναφέρει χαρακτηριστικά «η τύφλωση των ηγεμόνων της Εσπερίας έφθανε μέχρι την παραφροσύνη. Αυτοί και οι λαοί τους έμελλε να τιμωρηθούν σκληρά για την αισχρή εγκατάλειψη της Κωνσταντινούπολης, του αυτοκράτορα και του λαού της.»
Παρ’ όλα αυτά, αποσκοπώντας στη σωτηρία κράτους και λαού, συνέχισε τις ενωτικές συνομιλίες με τους καθολικούς, υποστηριζόμενος μάλιστα από τον ιστορικό Σφραντζή, ο οποίος σε αντίθεση με τους «ανθενωτικούς», επιθυμούσε μια «κατ οικονομία» ένωση που σήμαινε ότι, όταν περνούσαν οι δύσκολες μέρες, η εκκλησία θα μπορούσε να ακολουθήσει τον ορθόδοξο δρόμο της. Κάτω από αυτές τις άσχημες καταστάσεις, με το μόνο όπλο πού του είχε απομείνει, τη περίφημη βυζαντινή διπλωματία, οι εκπρόσωποι του πάπα, προεξάρχοντος του καρδινάλιου Ισίδωρου, ο οποίος έφθασε εκεί από την Χίο, και η ενωτική μερίδα, παρόντος του πατριάρχη Γρηγορίου και του βασιλιά, στις 12 Δεκεμβρίου 1452, συλλειτούργησαν στην Αγία Σοφία, διακηρύττοντας πανηγυρικά την ένωση των εκκλησιών. Με τον μετέπειτα πατριάρχη, Γεώργιο Σχολάριο, επικεφαλής των ανθενωτικών, να εκτοξεύει απειλές και κατάρες για « προδοσία της πίστεως» ή ότι «η εκκλησία κατάντησε καταφύγιο δαιμόνων και βωμός Ελληνικός»
Ο δε πρωθυπουργός και Μέγας Δούκας Λουκάς Νοταράς, να λέγει το περίφημο : «Κρειττότερον εστίν ειδέναι εν μέση τη πόλει φακιόλιον βασιλεύον Τούρκων ή καλύπραν λατινικήν». Ο Μωάμεθ το Φεβρουάριο του 1453 συγκέντρωσε στην Αδριανούπολη τούς αξιωματικούς του με την εντολή να πολεμήσουν τούς Ρούμ και να πάρουν την Κωνσταντινούπολη. Όλες οι ελληνικές πόλεις της Θράκης κατελήφθησαν. Η Πέρινθος, η Αγχίαλος, η Μεσημβρία, η Βιζύη, ο πύργος του Αγίου Στέφανου, οι Επιβάτες και οι παράλιες πόλεις της Προποντίδας και του Εύξεινου Πόντου λεηλατήθηκαν και παραδόθηκαν στις φλόγες.
Στις 7 Απριλίου του 1453, ο Μωάμεθ Β΄ αρχίζει την πολιορκία της Πόλης με 250.000 στρατό, έναντι 7.000 μόλις υπερασπιστών (5.000 Έλληνες + 2.000 Γενουάτες, Βενετοί κ.α.).
Οι Τούρκοι πολιορκητές, ανήρχοντο, σύμφωνα με τον Χαλκοκονδύλη, σε 400.000 σε 300.000 σύμφωνα με τον Λεονάρδο. Κατά τον Δούκα, σε 265.000. Κατά τον Φραντζή 217.000. Σύμφωνα με τον συγγραφέα του θρήνου σε 217.000 από τους οποίους οι Τούρκοι ήταν μόνο 70.000. Κατά τον Βάρβαρο σε 160.000, τον Χεϊρουλάχ σε 80.000 και τον Εβλιβά – Τσελεπή, τα λάφυρα διανεμήθηκαν σε 170.000 πολεμιστές. Τώρα την Κωνσταντινούπολη, υπεράσπιζαν σύμφωνα με τον Φραντζή, 4973 Έλληνες και 2000 ξένοι.
Κατά τον Λεονάρδο, 6000 Ρωμιοί και 3000 Λατίνοι. Σύμφωνα με τον Τεδάλδη, από τους 30.000 στρατιώτες, μόνο 6000 ή 7000 από αυτούς πολέμησαν επί των τειχών. Σε μια πατρίδα που την έσφιγγε θανάσιμα ο Οθωμανικός επεκτατισμός, ο ενεργός ανδρικός πληθυσμός, προτιμούσε το ράσο του μοναχού από την στολή του στρατιώτη. Σαν πέμπτη φάλαγγα, επιδίδονταν σε ψυχολογικό πόλεμο ότι ήταν γραπτό η Πόλη να πέσει ή έρχονταν σε παρασκηνιακές συνεννοήσεις και αυτομολούσαν προς τον εχθρό. Η βοήθεια, που περίμενε ο Παλαιολόγος μετά το «συλλείτουργο» δεν ήρθε! Αντί αυτής ήρθαν μόνο δύναμης 700 ατόμων υπό τον Χιώτη - Γενοβέζο Ιωάννη Λόγγο Ιουστινιάνη. Ο Πάπας φαινόταν δυο φορές νικητής. Τη μια με το εξευτελιστικό “συλλείτουργο” που άνοιγε πύλες στη Ρώμη, και με τη πτώση της Πόλης και τώρα χωρίς υπερασπιστή, η Ορθοδοξία θα χάνονταν για πάντα, αμ δε ! Ποιος όμως ήταν αυτός ο περιβόητος Ιωάννης Λόγγος Ιουστινιάνης και πια τα πεπραγμένα του;
«Εν δε ταις αυταίς ημέρες αφικνείται και τις ανήρ Ιταλός, Ιουστίνος όνομα, δυνατός τε και των ευ γεγονότων, αλλά δη και τα ες πόλεμον έμπειρος και μάλα γενναίος, έχων μεθ’ εαυτού και δύο των μεγάλων ολκάδων, ας οίκοθεν αυτός επισκευάσας και οπλίσας καλώς ανδράσι τε και όπλοις παντοίοις ( είχε γαρ επάνω των καταστρωμάτων τούτων άνδρας κατάφρακτους τετρακοσίους) διέτριβε περί τε Χίων και Ρόδον και την ταύτη θάλασσαν, λοχών τινάς των αυτώ διαφόρων ος προμαθών τον τε πόλεμον Ρωμαίων και την όσον ου της πόλεως εσομένην πολιορκίαν και την μεγάλην του Βασιλέως Μεχμέτι παρασκευήν κατ’ αυτής ήκεν αυτόκλητος συν τοις ολκάσι βοηθήσων Ρωμαίοις και Βασιλεί Κωνσταντίνω εισί δε και μετάκλητον αυτόν γενέσθαι φασί παρ’ αυτού υπεσχημένου μετά τον πόλεμον μισθόν της βοηθείας την Λήμνου αυτώ.» (ΚΡΙΤΟΒΟΥΛΟΥ ΞΥΓΓΡΑΦΗΣ ΙΣΤΟΡΙΩΝ – Δημ. Ροδοκανάκη, ΙΟΥΣΤΙΝΙΑΝΑΙ – ΧΙΟΣ 1900, σελίδα 131)
«Ομοίως και εκ της Γενούας ελθών εις ονόματι Ιωάννης Λόγγος εκ των Ιουστινιανών συν δυσί ναυσίν υπερμεγέθασιν, έχων και πολεμικάς παρασκευάς πολλάς και καλάς συν ενόπλους νέοις Γενουίταις αερικόν πνέοντας θυμόν, και ο αυτός Ιωάννης επιδέξιος ανήρ και εις παραλαγάς και συνασπισμούς πολέμων δοκιμότατος. Εδεξιώσατο τούτον ο Βασιλεύς και ρόγας εμέτρησε τους στρατιώταις αυτού και ευεργεσίας ένειμε, και Πρωτοστράτωρα τούτον ετίμησε και αυτός την φύλαξιν των προς το παλάτιον κειμένων τείχεων ανελάβετο και γαρ ήσαν ορώντες τον τύρανον εκεί τας σκευάς τας πετροβόλους πηγνύοντα και την άλλην πάσαν αντίμαχον εν τοις τείχοις παράταξιν. Ευεργέτησε δε τούτου και διά χρυσοβούλλου γράμματος την νήσον Λήμνον, ει αποκρουσθήσαται ο Μεχμέτ και υποστραφήσεται άπρακτος, εξ ων θαρρεί κερδάναι της Πόλεως. Έκτοτε ουν εμάχοντο ηρωικώς οι Λατίνοι συν τω Ιωάννη εξερχόμενοι εκ των πυλών της πόλεως, και ιστάμενοι εν τω έξ κάστρω και εν τη τάφρω » (ΔΟΥΚΑΣ)
«Ευρέθη δε τω καιρώ εκείνω και τις άρχων Γουνουβίτης, ονόματι Ντουστουνίας μετά καραβίων μεγάλων δύο και ειδώς άπερ έπασχον οι Βυζάντιοι, και ότι ουδείς των αρχόντων ήθελε σταθήναι εις την Χαλάστραν αλλ, εις έτερον έλεγε σταθήναι, έκαστος δε απέφευγε δειλιών, σταθείς εν μέσω του Βασιλέως και των αρχόντων, είπε, Δύναμαι εγώ συν Θεώ μετά του λαού μου σταθήναι και αντιμαχήσασθαι και βαστάσαι την χαλάστραν, ένεκεν του ονόματος του Χριστού μετά βρώσεως και πόσεως της εμής. Ευχαρίστησαν ουν αυτόν άπαντες διέμεινε νουν ο άρχων εκείνος φυλάττων και αντιμαχόμενοςεπί ημέρας πολλάς και απεδίωκε τους Αγαρηνούς και εκώλυεν εισελθείν.» (Ανωνύμου – Ιστορία Πολιτική Κωνστ/πόλεως Bonne 1849 σελίδα 8)
Ιστορικά αποδεδειγμένα, κατά την διάρκεια της πολιορκίας οι Γενουάτες του Πέραν και του Γαλατά βοήθησαν με κάθε τρόπο τους Τούρκους σε αντίθεση με τους Χιωτογενοβέζους της Μαόνας οι οποίοι το πιθανότερο να παρασύρθηκαν από τον ήρωα μας Γουλιέμο Ιωάννη Λόγγο Ιουστινιάνι, ο οποίος ήταν στενός φίλος του μαρτυρικού αυτοκράτορα. Ευτυχής δε συγκυρία ότι αυτή την εποχή «ποτεστάτος» της Μαόνας στη Χίο ήταν ο αδελφός του Ιωάννη, ο Γαλεάτσος Λόγγος. Με άδεια του οποίου, άλλος ένας Χιώτης Μαονέζος, ο Μαυρίκιος Καττάνεον, επί κεφαλής πέντε πλοίων με βοήθεια των Χίων αποτελούμενη από στρατιώτες, λάδι και στάρι έγραψε λαμπρές σελίδες τόλμης, ανδρείας και επιδεξιότητας αντιμετωπίζοντας και γελοιοποιώντας προ των τειχών την τουρκική αρμάδα.
Ο Ιωάννης – Γουλιέλμος Λόγγος – Ιουστινιάνι, γιός του Θωμά Βαρθολομαίου, γεννήθηκε στη Χίο το 1411, όπου και έμαθε τα πρώτα του γράμματα. Συνέχισε τις σπουδές του στην Πατάβια. Κατατάχθηκε νεότατος στον στρατό της Γένοβας. Έλαβε διακρίσεις στον κατά των Φλωρεντινών πόλεμο. Επέστρεψε στη Χίο το 1432, έλαβε μέρος σε πολλές εκστρατείες. Ήταν αυτός που έφερε θριαμβευτικά τα κλειδιά της πόλεως της Καρύστου στο νησί μας. Σε ηλικία 22 ετών, διορίστηκε καστελάνος Χίου (Φρούραρχος) θέση την οποία άφησε λόγω φιλονικιών με τον άλλο υπερασπιστή της Κωνσταντινούπολης, τον Λεονάρδο Λόγγο, γνωστό ως Λεονάρδος ο Χίος.
Με την έναρξη των τουρκικών πιέσεων, ο Ιωάννης, προσέτρεξε στον αδελφικό του φίλο Κωνσταντίνο, για να του προσφέρει τις υπηρεσίες του, έχοντας μαζί του Γενοβέζους και Χιώτες (κυρίως Βορειοχωρούσους) στρατιώτες. Λέγουν ότι ο αυτοκράτορας του έταξε την Λήμνο, όταν γλίτωναν από τον τουρκικό κίνδυνο. Σαν δείγμα της μεγάλης φιλίας των δυο ανδρών, είναι η προσφορά εκ μέρους του αυτοκράτορα, προς τον Ιωάννη, ενός ξίφους το οποίο του είχε προσφέρει ο καρδινάλιος Ισίδωρος. Το ξίφος κοσμούσε εγχάρακτη επιγραφή με χρυσά γράμματα με την αναφορά «ΣΥ ΒΑΣΙΛΕΥ ΑΗΤΤΗΤΕ, ΛΟΓΕ ΘΕΟΥ, ΠΑΝΤΑΝΑΞ. ΝΙΚΗΣ ΒΡΑΒΕΙΑ ΔΩΡΗΣΕ ΚΑΤΑ ΤΩΝ ΠΟΛΕΜΙΩΝ. ΤΩ ΗΓΕΜΟΝΙ ΚΑΙ ΠΙΣΤΩ ΑΥΘΕΝΤΗ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΩ ΩΠΕΡ ΠΟΤΕ ΤΩ ΒΑΣΙΛΕΙ ΜΕΓΑΛΩ ΚΩΝΣΤΑΝΙΝΩ».
Με την άφιξη του Λόγγου, στην Πόλη, ο αυτοκράτορας γνωρίζοντας την ικανότητα και τις αρετές του άνδρα, του ανέθεσε το βαρύ έργο της διεύθυνσης των αμυντικών έργων καθώς και υπερασπιστή του πιο αδύνατου μέρους των τειχών στη πύλη του Αγίου Ρωμανού. Τη νύχτα της 18 Μαΐου, ο Χιώτης υπερασπιστής της Πόλης, έκαψε τεράστια ξύλινη «ελεόπολη». Ανέτρεψε δε, τον παρά την πύλη εχθρικό κινούμενο πύργο. Επισκεύασε τα μέρη των τειχών που είχαν καταστραφεί από τα μεγάλα πυροβόλα των εχθρών. Όλα φαίνονταν ότι πήγαιναν καλά και οι επιθέσεις η μια μετά την άλλη αποκρούονταν επιτυχώς, Ας σταθούμε σε μερικές λεπτομέρειες. Σύμφωνα με τον Κριτόβουλο πριν την άφιξη του κυρίως σώματος του εχθρικού στρατού οι Ρωμιοί, έκαναν αιφνιδιαστική επίθεση και σκότωσαν αρκετές εκατοντάδες από τούς άτακτους μουσουλμάνους. Τις βραδινές ώρες της 18ης Απριλίου, οι Τούρκοι επιχείρησαν αιφνιδιαστικά την πρώτη σημαντική έφοδο τους στα τείχη.
Οι Έλληνες με επικεφαλής τον Αυτοκράτορα απέκρουσαν με επιτυχία την επίθεση αυτή ρίχνοντας κάτω τις πολυάριθμες σκάλες πού έστηνε ο εχθρός, ενώ με τα βέλη και τα πρωτόγονα ντουφέκια εξουδετέρωναν τον ένα Τούρκο μετά τον άλλο. Σύμφωνα με τον Α Edwin Pears οι απώλειες των μουσουλμάνων ήταν αρκετές εκατοντάδες σε αντίθεση με τούς χριστιανούς πού ήταν μηδαμινές.
Την επομένη μία καινούργια νίκη θα έδινε ελπίδες στους Έλληνες και Ιταλούς υπερασπιστές της Πόλης. Ο Τούρκος ναύαρχος ανέλαβε νά επιτεθεί μέ δύναμη τριακοσίων πλοίων καί νά διασπάσει τήν αλυσίδα του Κεράτιου Κόλπου τήν οποία φύλαγαν μεγάλα πλοία υπό τον Μέγα Δούκα Λουκά Νοταρά. Οι αμυνόμενοι, έκαψαν εχθρικά πλοία με Υγρό Πύρ. Οι Οθωμανοί υποχώρησαν και τα λιμάνια του Κεράτιου Κόλπου έμειναν ασφαλή. Στίς 20 Απριλίου, οι κάτοικοι από τα τείχη βλέπουν τον Χιώτη Φλαντανελά (Καττάνεον) με τα τέσσερα πλοία του να κατανικούν τον εχθρικό στόλο ο οποίος έχασε 12.000 ναύτες με αποτέλεσμα ο Μωάμεθ να διατάξει δημόσιο ραβδισμό του ναυάρχου Μπαλτόγλου. Με αυτό τον ρυθμό περνούσαν οι μέρες έως ότου άρχισε η τελευταία επίθεση που άρχισε τις πρώτες πρωινές ώρες, τη νύκτα της Δευτέρας 28 Μαΐου προς την Τρίτη 29 Μαΐου, προς όλα τα σημεία των τειχών από στεριάς και θαλάσσης.
Η κύρια έφοδος έγινε στη κοιλάδα του Λύκου, μεταξύ της Πύλης του Ρωμανού και της Πύλης Αδριανουπόλεως, εκεί πού τό εξωτερικό τείχος και οι τέσσερεις πύργοι είχαν καταρρεύσει και στη θέση τους είχαν υψώσει κατασκεύασμα από δοκάρια, κλαριά και βαρέλια γεμάτα χώμα και πέτρες. Σε δελεαστική πρόταση του σουλτάνου, να παραδώσει την Πόλη με ανταλλάγματα σαν νέος Λεωνίδας απαντά περήφανα στον Μωάμεθ «Το την πόλιν σοι δούναι, ουτ εμόν ουτ’ άλλου των κατοικούντων ενταύθα κοινή γαρ γνώμη πάντες αυτοπροαιρέτω αποθανούμεν, μη φειδόμενοι της ζωής ημών» . Λόγια περήφανα για να θυμίζουν πως όποτε οι Έλληνες υπερασπίζονται Θερμοπύλες δε ξεχνούν τα θεία λόγια του Πλάτωνα «Μητρός τε καί Πατρός καί των άλλων προγόνων απάντων τιμιοτέρων εστί πατρίς». Οι αμυνόμενοι πολεμούσαν σαν λιοντάρια με τους Ιουστινιάνη και Αυτοκράτορα, που κρατούσαν το πιο αδύνατο σημείο στη Πύλη του Αγίου Ρωμανού. Τα πρώτα κύματα εφόδου, αποδεκατίσθηκαν.
Με το λυκαυγές, ξεχύθηκε το δεύτερο κύμα. Τακτικός στρατός, άριστα εξοπλισμένος οι άνδρες του οποίου θεωρούσαν τιμή τους να πεθάνουν για σουλτάνο και Αλλάχ. Την αποφράδα ημέρα της 29 Μαΐου, με την ανατολή του ήλιου, όρμησε το τρίτο κύμα κατά των τειχών. Ενώ μαίνονταν η μάχη, και όλα πήγαιναν καλά για τους Έλληνες, στον περίβολο, μεταξύ του εσωτερικού καί του εξωτερικού τείχους , εκεί πού το χερσαίο τείχος πλησίαζε στον Κεράτιο Κόλπο, κοντά στο Παλάτι του Πορφυρογέννητου, υπήρχε ανοικτή μία μικρή πόρτα. Η μισή κάτω από το επίπεδο του εδάφους, αυτή ήταν η Κερκόπορτα ή πύλη του κίρκου, επειδή οδηγούσε σε ένα ιπποδρόμιο (κίρκο) έξω από τα τείχη. Την ίδια ώρα, στην Πύλη του Ρωμανού, όπου συνεχιζόταν η μάχη σώμα με σώμα, τραυματίστηκε ο Ιουστινιάνης, ο οποίος αποφάσισε να εγκαταλείψει τον αγώνα και να αποσυρθεί στην γαλέρα του για να γιατρευτεί.
Ο Κωνσταντίνος μάταια τον ικέτευσε να παραμείνει στο πεδίο της μάχης, αλλά ο Ιωάννης Λόγγος, επέμεινε και έφυγε παίρνοντας μαζί του αρκετούς μαχητές του. Κατόρθωσε να φτάσει στο καράβι του όπου πέθανε πλέοντας προς στην Χίο. Οι περισσότεροι συγγραφείς της εποχής κατακρίνουν τον Ιουστινιανέ για την ατολμία της στιγμής ή οποία ήταν η αιτία να κλονιστεί η άμυνα σε εκείνο ακριβώς το σημείο και οι Τούρκοι να εισβάλλουν στο εσωτερικό της Πόλης. Άλλοι πάλι θεωρούν ότι με το διορατικό μάτι του έβλεπε ότι η Πόλη, ήταν πλέον αδύνατο να σωθεί και φοβούμενος για την τύχη της αγαπημένης του Χίου, έφυγε με σκοπό να οργανώσει την άμυνα της, μια και θεωρούσε δεδομένη την οργή του Μωάμεθ εις βάρος αυτής.
Ο Ιωάννης Λόγγος Ιουστινιάνης, σύμφωνα με τον Σφραντζή, τραυματίστηκε «Βέλους τόξου εν τοις σκέλεσιν επί το δεξιόν πόδα». Κατά τον Δούκα, «Διά μολυβδοβόλου εν τη χειρί όπισθεν του βραχίονος » . Ο Χαλκοκονδύλης αναφέρει «Τηλεβολίσκου εις την χείρα». Κατά τον Λεονάρδο τον Χίο «Βέλους υπό μασχάλην». Ο Ανώνυμος Μοσχοβίτης «Σκλωπού ή τηλεβολίσκου επί της δεξιάς πλευράς» . Ο Κριτόβουλος Νησιώτης λέγει «Βέλους ριφθέντος από μηχανής κατά του στέρνου διά του θώρακος διαμπάξ». Λέγουν ότι μετά τον τραυματισμό του, έπεσε κάτω αναίσθητος .
Μεταφέρθηκε από τους στρατιώτες στην γαλέρα του οι οποίοι μόλις έμαθαν την άλωση, απέπλευσαν για την Χίο. Με την άφιξη τους στο νησί, μετάφεραν τον Ιωάννη ο οποίος ψυχορραγούσε στο Μοναστήρι του Αγίου Δομίνικου, όπου και απεβίωσε την 25 Ιουλίου του 1453. Ετάφη σε αυτή τη μονή όπου και οι τάφοι των προγόνων του.
Σύμφωνα με τον μεγάλο μας ιστορικό Γ. Ζολώτα, τα άσχημα σχόλια του Λεονάρδου εις βάρος αυτού του τόσο αδικημένου προμάχου επηρέασαν πολλούς σύγχρονους του. Αναφέρει δε σαν παράδειγμα τον Πάπα Πίο Β’, ο οποίος αφήνει μομφή γράφοντας «επληγώθη εις αυτήν την έφοδον (της Πόλεως) και καθώς είδε να εκρέη το αίμα του τόσον αφθόνως, διά μη φοβηθώσι και οι άλλοι, εζήτει τον ιατρόν κρυφά και απεσύρθη της μάχης.
Εκείθεν κατήλθεν εις Πέραν έθεν απέπλευσεν εις Χίον, χωρίς καμμίαν δόξαν περάνας την ζωήν, είτε εκ των πόνων της πληγής, είτε εκ της ασθενείας. Ευτυχής θα ήτο αν εξέπνεεν εις τα τείχη επάνω»
(ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΧΙΟΥ – Τόμος Β΄, σελίδα 557).
Μιχάλης Γ. Καριάμης
Συνταξιούχος Πλοίαρχος Ε. Ν.
Ρόμπερτ Πάουελ, Βρετανός ηθοποιός της τηλεόρασης και του κινηματογράφου, περισσότερο γνωστός για τον πρωταγωνιστικό ρόλο στην ταινία "Ο Ιησούς από την Ναζαρέτ"
Ρόμπερτ Πάουελ
Ο Ρόμπερτ Πάουελ είναι Βρετανός ηθοποιός της τηλεόρασης και του κινηματογράφου, περισσότερο γνωστός για τον πρωταγωνιστικό ρόλο στην ταινία Ο Ιησούς από την Ναζαρέτ (1977) και για τον ρόλο του ως Richard Hannay. Είναι επίσης γνωστός για τους ρόλους του ως Mark Williams στο ιατρικό δράμα του BBC One Holby City, ως David Briggs στο sitcom The Detectives, μαζί με τον Jasper Carrott, και ως Tobias 'Toby' Wren στο δράμα επιστημονικής φαντασίας Doomwatch. (Robert Powell, 1 Ιουνίου 1944)
Η χαρακτηριστική φωνή του έχει γίνει γνωστή σε διαφημίσεις και ντοκιμαντέρ, κυρίως στα ντοκιμαντέρ για τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, συμπεριλαμβανομένων των World War II in HD Colour, Hitler's Bodyguard, The Story of the Third Reich, Secrets of World War II.
Ο Ρόμπερτ Πάουελ γεννήθηκε στο Σάλφορντ της Βόρειας Αγγλίας κοντά στο Μάντσεστερ την 1η Ιουνίου 1944. Το 1964 μετακόμισε στο Λονδίνο όπου και αφοσιώθηκε στην υποκριτική τέχνη.
Η καριέρα του στον κινηματογράφο, ξεκινάει με αρκετούς δευτερεύοντες ρόλους σε ταινίες εποχής, σε περιπέτειες και ταινίες τρόμου, για να συνεχίσει με πρωταγωνιστικούς σε περισσότερο cult και κλασικά φιλμ, όπως το «Μάλερ», «Τα τέσσερα φτερά», «Φρανκεστάιν», «Τα 39 βήματα», «Σάκα Ζουλού», «Το άσυλο», κ.ά.
Κορυφαία στιγμή στην καριέρα του είναι το έτος 1974, όπου τον καλούν στο κάστινγκ για την υπερπαραγωγή «Ο Ιησούς από τη Ναζαρέτ» του Φράνκο Τζεφιρέλι. Ο Πάουελ παρουσιάζεται στην επιτροπή διανομής ρόλων, χωρίς πολλές ελπίδες, μιας και ο σκηνοθέτης είχε, όπως λέγεται, στο μυαλό του σαν πιθανούς «Μεσσίες», επώνυμους ηθοποιούς της εποχής όπως τον Αλ Πατσίνο και τον Ντάστιν Χόφμαν.
Τελικά, γίνεται ο πασίγνωστος και αγαπημένος «Ιησούς από τη Ναζαρέτ» και από εκεί και έπειτα, κάνει μια προσπάθεια να χρησιμοποιήσει την επωνυμία του στο Χόλιγουντ.
Εκεί όμως οι περισσότεροι σκηνοθέτες διστάζουν να δώσουν στον «άνθρωπο που υποδύθηκε τον Ιησού», ρόλους «γήινους», ρόλους «ανθρώπινης αδυναμίας». Είναι παντρεμένος και έχει ένα γιο και μία κόρη. Μεγάλη του αγάπη είναι τα ταξίδια με σκάφος ανά τον κόσμο.
Ο Πάουελ για τον «Ιησού από τη Ναζαρέτ»
Όταν κλήθηκα να υποδυθώ τον Ιησού, ήμουν 31 ετών και ομολογώ ότι μέχρι τότε δεν είχα κανένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τη θρησκεία και καμία απολύτως γνώμη για τον Χριστό.
Τώρα, ύστερα από 9 μήνες γυρισμάτων σε επιβλητικά τοπία του Μαρόκου και της Τυνησίας, μπορώ να πω ότι πραγματικά πιστεύω στον Ιησού, ακόμη και αν δεν πηγαίνω τακτικά στην εκκλησία.
Στη σκηνή της Σταύρωσης, ήμουν λίγο νευρικός, ίσως και από την εξάντληση που ένιωθα, ύστερα από τη δίαιτα 12 ημερών που είχα επιβάλλει στον εαυτό μου, πριν από το γύρισμα, για να φαίνομαι όσο πιο «ρεαλιστικός» μπορούσα.
Κάποια στιγμή κοιτάζοντας στον καθρέφτη, αναγνώρισα στο είδωλό μου τον Ιησού. Μου φάνηκε ότι είδα την εικόνα που έχει ο καθένας από εμάς γι΄ Αυτόν, όταν προσπαθούμε να τον φανταστούμε.
Την εικόνα που έχω συγκρατήσει από παιδί.
Πραγματικά ελπίζω στο μνημόσυνό μου, να με θυμούνται και να με αποκαλούν όλοι ως «τον άνθρωπο που υποδύθηκε τον Ιησού».
Γρηγόρης Γρηγορίου ήταν Έλληνας σκηνοθέτης
Γρηγόρης Γρηγορίου
Ο Γρηγόρης Γρηγορίου ήταν Έλληνας σκηνοθέτης. (1 Ιουνίου 1919 – 4 Σεπτεμβρίου 2005)
Γεννήθηκε στην Αθήνα (τον Ιούνιο του 1919), γιος του γνωστού τότε δικηγόρου Μιχάλη Γρηγορίου. Σπούδασε Νομική και πολιτικές επιστήμες στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, καθώς και ξένες γλώσσες, πήρε μαθήματα στο θεατρικό τμήμα της Πανεπιστημιακής Λέσχης αλλά τελικά έγινε αυτοδίδακτος σκηνοθέτης.
Κατά την περίοδο της κατοχής, έλαβε μέρος στη μάχη της Κρήτης, συνελήφθη από τους Γερμανούς, δραπέτευσε και έπειτα προσχώρησε και πολέμησε μέσα από τις γραμμές του ΕΑΜ. Από το 1942 μέχρι το 1949 εργάστηκε στο Νομικό Τμήμα της ΑΕΤΕ (την προκάτοχο του σημερινού ΟΤΕ). Σκηνοθέτης κινηματογράφου από το 1949 και του θεάτρου από το 1951. Το 1948 έγραψε το σενάριο και σκηνοθέτησε την πρώτη του ταινία Ο Κόκκινος Βράχος.
Η ταινία του Πικρό ψωμί (1951) θεωρείται σταθμός για τον ελληνικό κινηματογράφο ως η πρώτη νεορεαλιστική ελληνική ταινία στην οποία συνδύασε τον Ιταλικό νεορεαλισμό με την ελληνική πραγματικότητα ασκώντας κριτική στην εξουσία.
Σταμάτησε την κινηματογραφική του δραστηριότητα το 1971 με τριάντα μεγάλου μήκους ταινίες στο ενεργητικό του. Επίσης, ο Γρηγόρης Γρηγορίου σκηνοθέτησε και πολλά θεατρικά έργα στο ραδιοφωνικό Θέατρο της Δευτέρας της κρατικής ραδιοφωνίας, ενώ από το 1949 υπήρξε συνιδρυτής της Κινηματογραφικής Σχολής του Λυκούργου Σταυράκου και από το 1957 καθηγητής Δραματικής Σχολής.
Έντονη ήταν και η παρουσία του στην τηλεόραση με τη σκηνοθεσία του στις "Αθάνατες ιστορίες αγάπης", "Καποδίστριας" καθώς και σε σειρά θεατρικών έργων στην ΕΡΤ. Η τηλεοπτική σειρά του λογοτεχνικού έργου Λωξάντρα γνώρισε μεγάλη επιτυχία όπως και η εκπομπή Να η ευκαιρία που συνέβαλε στην ανάδειξη νέων καλλιτεχνών.
Από το 1984 μέχρι το 1990 παρουσίαζε και συντόνιζε την εβδομαδιαία εκπομπή Στον χώρο του ελληνικού κινηματογράφου.
Υπήρξε Πρόεδρος της Εταιρίας Ελλήνων Σκηνοθετών και εκτός των βραβείων σκηνοθεσίας τιμήθηκε και με βραβείο του Υπουργείου Πολιτισμού (Ελλάδος). Μιλούσε Γαλλικά και ήταν μόνιμος κάτοικος Ηλιούπολης (Αθήνα).
Φιλμογραφία
Ο κόκκινος βράχος, 1950
Θύελλα στο φάρο, 1950
Μεγάλοι δρόμοι, 1953
Η αρπαγή της Περσεφόνης, 1956
Ο Μιμίκος και η Μαίρη, 1958
Η λίμνη των στεναγμών, 1960
Καλημέρα Αθήνα, 1960
2000 ναύτες κι ένα κορίτσι, 1960
Διαβόλου κάλτσα, 1962
Όταν ξυπνά το παρελθόν, 1962
Αυτό το κάτι άλλο, 1963
Ο Αδελφός Άννα, 1963
Τα 201 καναρίνια, 1964
Διωγμός, 1964
Αμφιβολίες, 1964
Η μοίρα ενός αθώου, 1965
Όχι κύριε Τζόνσον, 1965
Υιέ μου... υιέ μου, 1965
Μια γυναίκα κατηγορείται, 1966
Πόθοι στον καταραμένο βάλτο, 1966
Αυτή η γη είναι δική μας, 1967
Κοκοβιός και Σπάρος στα δίχτυα της Αράχνης, 1967
Τρούμπα 67, 1967
Ο ανακατωσούρας, 1967
Ο μεγάλος διχασμός, 1968
Η ώρα της οργής, 1968
Ο άγιος Νεκτάριος, 1969
Ο τελευταίος των κομιτατζήδων, 1970
Οι τελευταίοι του Ρούπελ, 1971
Τηλεοπτικές σειρές
Μαρία Ιορδανίδου, Λωξάντρα
Γ. Μαρκ, Μια γυναίκα κατηγορείται
Γ. Καράγιωργα, Τραγουδιστάδες της λευτεριάς
Γρηγ. Γρηγορίου, Πατέρες της λευτεριάς
Γρηγ. Γρηγορίου, Η αναγέννηση ενός έθνους
Γρηγ. Γρηγορίου, Ο κυβερνήτης Καποδίστριας
Γ. Μαρκ, Η δικαιοσύνη μίλησε
Σπ. Μελά, Ο γέρος του Μοριά
Αθάνατες ιστορίες αγάπης: α)Κ Καρυωτάκης-Μαρία Πολυδούρη β)Δ. Σολωμός-Ξανθούλα γ)Α. Σενιέ-Η μικρή φυλακισμένη γ)Φρ. Σοπέν-Γ. Σάνδη δ) Ρόμπρτ και Ελισάβετ Μπράουνινγκ ε) Μπάιρον-Κόρη των Αθηνών στ) Άγγ. Σικελιανός-Εύα Πάλμερ στ) Περ. Γιαννόπουλος-Σοφία Λασκαρίδου
Τηλεταινίες
Στρατής Μυριβήλης Η παρακόρη
Αντώνης Τραυλαντώνης, Τα Χριστούγεννα του Αμερικάνου
Συγγραφικό έργο
Μνήμες σε Άσπρο και σε Μαύρο, 2 τόμοι, εκδ. Αιγόκερως
Βραβεία
1964 Βραβείο Σκηνοθεσίας στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης για την ταινία Διωγμός.
1966, Κρατικό Βραβείο Σκηνοθεσίας για την ταινία Όχι κύριε Τζόνσ
Κατερίνα Γώγου, ήταν Ελληνίδα ποιήτρια και ηθοποιός
Κατερίνα Γώγου
Η Κατερίνα Γώγου ήταν Ελληνίδα ποιήτρια και ηθοποιός. Ξεκίνησε από μικρή καριέρα στην ηθοποιία αλλά αργότερα στράφηκε στην ποίηση. (1 Ιουνίου 1940 - 3 Οκτωβρίου 1993)
Ως ηθοποιός είναι γνωστή περισσότερο για δευτερεύοντες ρόλους, όπως στην ταινία το Ξύλο βγήκε από τον Παράδεισο ή το Μια τρελή τρελή οικογένεια. Οι ρόλοι της συνήθως απεικόνιζαν αστείες και ανέμελες γυναίκες. Της έχει απονεμηθεί, στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, το Βραβείο Α΄ Γυναικείου ρόλου, για την ταινία Το βαρύ πεπόνι.
Ως ποιήτρια, από την άλλη, είναι γνωστή για τον αντισυμβατικό και συνειρμικό τρόπο γραφής της, καθώς και τις αναρχικές της ιδέες. Οι στίχοι της ήταν γεμάτοι οργή και επαναστατικότητα. Το σκοτάδι της, ο ασυμβίβαστος χαρακτήρας της και η κλονισμένη ψυχολογία της, όμως, την οδήγησαν, σε ηλικία μόλις 53 ετών, στην αυτοκτονία.
Βιογραφία
Νεανικά χρόνια
Η Κατερίνα Γώγου γεννήθηκε στην Αθήνα την 1η Ιουνίου, το 1940, ξεκινώντας μόλις σε ηλικία 5 ετών, διάφορες παιδικές παραστάσεις, χαρακτηρίζοντάς την παιδί-θαύμα. Παρόλα αυτά, δεν πέρασε όμορφα παιδικά χρόνια, ελέω Κατοχής και Εμφυλίου Πολέμου. Στην εφηβεία της, η Κατερίνα, έμενε με τον πατέρα της, ο οποίος ήταν πολύ αυστηρός απέναντι της, κατόπιν έμεινε με τη μητέρα της. Ο πατέρας της, πάντως, αν και αυστηρός, την υποστήριξε πραγματικά, στην επιθυμία της να ακολουθήσει την υποκριτική. Σπούδασε στη σχολή του Τάκη Μουζενίδη, η οποία εθεωρείτο μια από τις καλύτερες της εποχής. Παράλληλα τελείωσε και τη σχολή χορού Πράτσικα Ζουρούδη και Βαρούτη.
Υποκριτική
Η Κατερίνα Γώγου, πρωτοεμφανίστηκε στο θέατρο με τον θίασο Ντίνου Ηλιόπουλου, το 1961, στο έργο των Ευαγγελίδη - Μαρή «Ο Κύριος πέντε τοις εκατό». Οι περισσότερες ταινίες, όπου συμμετείχε, ήταν παραγωγής Φίνος Φιλμ. Ενώ, προηγουμένως, την πρώτη της κινηματογραφική εμφάνιση την έκανε στην ταινία Ο Άλλος.
Φιλμογραφία
Πρωταγωνίστρια
Το βαρύ πεπόνι (1977) - σκηνοθεσία: Παύλος Τάσιος .... Τούλα
Παραγγελιά (1980) - σκηνοθεσία: Παύλος Τάσιος .... Κατερίνα
Όστρια, το τέλος του παιχνιδιού (1984) - σκηνοθεσία: Ανδρέας Θωμόπουλος
Υπόλοιπη φιλμογραφία
Ο άλλος (1952)
Το ξύλο βγήκε απ' τον Παράδεισο (1959) .... Λαζάρου, μαθήτρια
Δράκουλας και Σια (1959)
Άντρας είμαι και το κέφι μου θα κάνω (1960) .... μια φίλη
Το παιδί της πιάτσας (1961) .... Λιλίκα
Το έξυπνο πουλί (1961)... Μαρίνα Μανή
Τα κοθώνια του θρανίου (1962)... Ριρή
Του κουτρούλη ο γάμος (1962) .... Ματίνα
Νόμος 4000 (1962) .... Κλειώ
Οι γυναίκες θέλουν ξύλο (1962)
Η ψεύτρα (1963) .... Ντόλυ
Τα παλιόπαιδα (1963) .... Ρένα
Παλληκαράκια της παντρειας (963) ...... Δώρα
Μεσάνυχτα στη βίλα Νέλη (1963)
Ανήσυχα νιάτα (1963) .... Αγνή
Γάμος αλά Ελληνικά (1964)
Άπονη ζωή (1964) .... Λιλή
Δεσποινίς διευθυντής (1964)... Ντιάνα, υπάλληλος λογιστηρίου
Το κορίτσι της Κυριακής (1964)
Κάλλιο πέντε και στο χέρι (1965) .... Μπέτυ Κωνσταντινέα
Φτωχολογιά (1965)
Η δε γυνή να φοβήται τον άνδρα (1965) .... Παγώνα
Μια τρελή, τρελή οικογένεια (1965) .... Σίσσυ
Ο τρελός τα 'χει τετρακόσια (1968)... Καίτη Λαμπρέτα
Η ωραία του κουρέα (1969)... Άννα Ψαλίδα
Η θυσία μιας γυναίκας (1969) .... Άννα
Αγάπη για πάντα (1969)... Πένυ
Οι Αριστόγατες (1970)... Τουλούζ (φωνή)
Τρελά κορίτσια απίθανα αγόρια (1969) .... Χριστίνα
Ρομπέν των δασών (1973)... Τσίφτης (φωνή)
Τι έκανες στον πόλεμο, Θανάση; (1971)... Φρόσω Καραθανάση
Υπέροχες νύφες, κορόιδα γαμπροί (1972) .... Μπουμπού
Ναι μεν, αλλά... (1972) ... μια περαστική
Το βαρύ... πεπόνι (1977) .... Τούλα
1922 (1978) .... θεατρίνα
Παραγγελιά (1980) .... κατερίνα
Θέατρο
Φιλούμενα Μαρτουράνο (1978)
Το φαγκότο (1977)
Όμορφη πόλη (1962)
Η κυρία έχει νεύρα (1963)
Σαμπάνια και ρετσίνα (1959)
Η νεράιδα του χιονιού (1950)
Τηλεοπτικές σειρές
Λέσχη μυστηρίου (1976) ΕΡΤ
Δώδεκα και τέταρτο ακριβώς (1976) ΕΡΤ
Βιβλία της Κατερίνας Γώγου
Εν ζωή
Τρία κλικ αριστερά, Εκδόσεις Καστανιώτη, 1η έκδοση 1978
Μεταφράστηκε στα Αγγλικά ("Three clicks left") από τον Jack Hirschman και κυκλοφόρησε στην Αμερική to 1983, από τις εκδόσεις "Night Horn Books" του San Francisco. (Night Horn Books, 495 Ellis Str., Box 1156, San Francisco, CA 94102)
Ιδιώνυμο, Εκδόσεις Καστανιώτη, 1η έκδοση 1980
Το ξύλινο παλτό, Εκδόσεις Καστανιώτη, ISBN 960-03-0292-8, 1η έκδοση 1982
Απόντες, Εκδόσεις Καστανιώτη, 1η έκδοση 1986
Ο μήνας των παγωμένων σταφυλιών, Εκδόσεις Καστανιώτη, 1η έκδοση 1988
Νόστος, Εκδόσεις Λιβάνη, 1η έκδοση 1990 - Εκδόσεις Καστανιώτη, 2η έκδοση 2004
Μεταθανάτιες κυκλοφορίες
Με λένε Οδύσσεια, Εκδόσεις Καστανιώτη, ISBN 960-03-3227-4, 1η έκδοση 2002
Νόστος, Εκδόσεις Καστανιώτη, ISBN 960-03-3796-9, Επανέκδοση 2004
Βιβλία για την Κατερίνα Γώγου[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Βιργινία Σπυράτου: Κατερίνα Γώγου: Έρωτας Θανάτου, Εκδόσεις Βιβλιοπέλαγος, 1η έκδοση 2007
Δισκογραφία
Ποιήματα από ήδη εκδοθέντα βιβλία της χρησιμοποιήθηκαν στην ταινία του (πρώην συζύγου της) Παύλου Τάσσιου "Παραγγελιά" (με υπόθεση βασισμένη στην ιστορία του Νίκου Κοεμτζή). Η μουσική της ταινίας, που έγραψε ο (μετέπειτα διευθυντής του Τρίτου Προγράμματος) Κυριάκος Σφέτσας και επένδυσε τα εν λόγω ποιήματα, κυκλοφόρησε σε δίσκο (ΕΜΙ-1981) με τίτλο "ΣΤΟ ΔΡΟΜΟ". Λίγο μετά το θάνατό της η EMI-Minos κυκλοφόρησε το δίσκο "ΣΤΟ ΔΡΟΜΟ" σε CD (remastered ADD) το 1995. Κυκλοφόρησε σε CD και το 2006 (σε περιορισμένα αντίτυπα) στη σειρά "Αποκλειστικές Επανεκδόσεις" των "Metropolis".
Όθων, Βαυαρός πρίγκιπας, πρώτος βασιλιάς της Ελλάδας μετά την απελευθέρωσή της από τον τουρκικό ζυγό
Όθων
1815 – 1867
Βαυαρός πρίγκιπας, πρώτος βασιλιάς της Ελλάδας μετά την απελευθέρωσή της από τον τουρκικό ζυγό (1832-1862).
Ο πρίγκηπας Όθων Φρειδερίκος Λουδοβίκος της Βαυαρίας (Kronprinz Otto Friedrich Ludwig von Bayern) γεννήθηκε την 1η Ιουνίου 1815 στο Ζάλτσμπουργκ (τότε ανήκε στη Βαυαρία, σήμερα στην Αυστρία). Ήταν ο δευτερότοκος γιος του φιλέλληνα βασιλιά της Βαυαρίας Λουδοβίκου Α', που ανήκε στη δυναστεία των Βίτελσμπαχ και της βασίλισσας Θηρεσίας, κόρης του δούκα του Σαξ - Άλτενμπουργκ. Μέσω ενός προγόνου του, του δούκα Ιωάννη Β’ (1341-1397), συνδεόταν με συγγένεια με τους βυζαντινούς αυτοκρατορικούς οίκους των Κομνηνών και των Λασκάρεων.
Ο Όθων έλαβε επιμελημένη μόρφωση, όχι όμως για πρίγκιπα που προοριζόταν να βασιλεύσει. Διδάχθηκε την ελληνική και λατινική γλώσσα και ήταν καλός ιππέας και άριστος κολυμβητής. Τα ελληνικά άρχισε να τα διδάσκεται αμέσως μόλις ο πατέρας του αποδέχθηκε για λογαριασμό του τον ελληνικό θρόνο. Οι γονείς του τον προόριζαν για εκκλησιαστική σταδιοδρομία και φρόντιζαν ιδιαίτερα την ασθενική του κράση και την επισφαλή υγεία του. Ήταν βαρήκοος και ψεύδιζε κάπως.
Η υποδοχή του ΌθωναΤο 1832, σε ηλικία 17 ετών, εκλέχθηκε από τις τρεις Μεγάλες Δυνάμεις (Αγγλία, Γαλλία, Ρωσία) βασιλιάς των Ελλήνων, κατά τη διάρκεια της Διάσκεψης του Λονδίνου (25 Απριλίου - 8 Μαΐου). Ένα χρόνο αργότερα, στις 6 Φεβρουαρίου 1833, αποβιβάσθηκε στο Ναύπλιο, που τότε ήταν η προσωρινή πρωτεύουσα του νεοσύστατου ελληνικού κράτους, και έτυχε αποθεωτικής υποδοχής από ένα λαό που είχε ταλαιπωρηθεί αρκετά από την αναρχία που μάστιζε τη χώρα μετά τη δολοφονία του Ιωάννη Καποδίστρια το 1831 και προσδοκούσε καλύτερες μέρες. Τον συνόδευε ένας στολίσκος μεταγωγικών, που μετέφερε δύναμη του βαυαρικού στρατού 3.500 ανδρών, που θα αντικαθιστούσαν τα αποχωρούντα τελευταία τμήματα του γαλλικού στρατού.
Μέχρι την προκαθορισμένη ενηλικίωσή του (1 Ιουνίου 1835), τη βασιλική εξουσία ασκούσε η λεγομένη Αντιβασιλεία, που την αποτελούσαν οι Βαυαροί αξιωματούχοι Άρμανσμπεργκ, Μάουρερ και Χάιντεκ. Στις 10 Νοεμβρίου 1836, ενώ βρισκόταν στην πατρίδα του, τέλεσε τους γάμους του με την πριγκίπισσα Αμαλία (1818-175), κόρη του Μεγάλου Δούκα του Ολδεμβούργου Φρειδερίκου Αυγούστου, αιφνιδιάζοντας την ελληνική κυβέρνηση, που πληροφορήθηκε το γεγονός ένα μήνα αργότερα.
Με την ενηλικίωσή του, ο Όθων ανέλαβε και επισήμως τα βασιλικά καθήκοντα, διατήρησε όμως στις κυριότερες θέσεις τους Βαυαρούς, παρότι δεν ήταν αρεστοί στη ντόπια πολιτική τάξη και το λαό, που τους θεωρούσε δυνάστες. Στην αρχή, ο Όθωνας κυβέρνησε απολυταρχικά, «Ελέω Θεού». Μάλιστα, για μεγάλο χρονικό διάστημα άσκησε ο ίδιος την πρωθυπουργία (8 Δεκεμβρίου 1837 - 10 Φεβρουαρίου 1841 και 10 Αυγούστου 1841 - 3 Σεπτεμβρίου 1843).
Στις 3 Σεπτεμβρίου 1843, εκδηλώθηκε στρατιωτικό κίνημα υπό τους Καλέργη και Μακρυγιάννη («Επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου»), εξαιτίας της γενικής δυσαρέσκειας για την εσωτερική και εξωτερική πολιτική της μοναρχίας. Την ίδια ημέρα, η Ελλάδα είχε υπογράψει την οικονομική συμφωνία του Λονδίνου, με την οποία δεσμευόταν να διαθέσει σχεδόν το σύνολο των πόρων της για την εξυπηρέτηση των δανείων της. Ο Όθων αναγκάσθηκε τότε να παραχωρήσει Σύνταγμα, να διορίσει πρωθυπουργό πολιτικό πρόσωπο, να προκηρύξει εκλογές και να απομακρύνει τους Βαυαρούς από τις στρατιωτικές και πολιτικές θέσεις προς μεγάλη ικανοποίηση του λαού.
Από τότε και μέχρι την εκθρόνισή του το 1862 κυβερνούσε συνταγματικά με μεγάλες ή μικρές επεμβάσεις στην άσκηση της εξουσίας. Έτσι, όμως, δημιούργησε κύμα δυσφορίας εναντίον του, που το υπέθαλπαν και οι ξένες Δυνάμεις για τους δικούς τους συμφεροντολογικούς λόγους. Στη δυσφορία αυτή πρέπει να προστεθεί και η δυσαρέσκεια από τις επεμβάσεις στη διοίκηση της βασίλισσας Αμαλίας και το γεγονός ότι δεν γέννησε τον διάδοχο του θρόνου.
Τον Μάιο του 1859 η Αθήνα συνταράχθηκε από τα «Σκιαδικά» και τον Μάρτιο του 1861 αποκαλύφθηκε αντιβασιλική συνωμοσία μεταξύ των φοιτητών του Οθωνείου Πανεπιστημίου (νυν ΕΚΠΑ). Στις 6 Σεπτεμβρίου του ίδιου χρόνου, ο φοιτητής Νομικής Αριστείδης Δόσιος αποπειράθηκε χωρίς επιτυχία να δολοφονήσει την Αμαλία. Το γεγονός αυτό δημιούργησε πρόσκαιρο ρεύμα συμπάθειας υπέρ αυτής, αυτό όμως υπήρξε η υστάτη αναλαμπή. Έτσι, ενώ το βασιλικό ζεύγος βρισκόταν σε περιοδεία στη Πελοπόννησο, εκδηλώθηκε εξέγερση στην Αθήνα. Αυτή τη φορά ήταν επιτυχημένη, αναγκάζοντας τον Όθωνα ν’ αναχωρήσει οριστικά από την Ελλάδα στις 12 Οκτωβρίου 1862.
Κατά της διάρκεια της βασιλείας του συνέβησαν ορισμένα αξιοσημείωτα γεγονότα, όπως τα «Μουσουρικά» (1847), η υπόθεση Πατσίφικο και τα «Παρκερικά» (1849-1850), και η εμπλοκή της χώρας μας στον Κριμαϊκό Πόλεμο (1854), που δοκίμασαν τις σχέσεις της με τις Μεγάλες Δυνάμεις. Ο Όθων ήταν υπέρμαχος της Μεγάλης Ιδέας, που αποσκοπούσε στην υπαγωγή των αλύτρωτων ελληνικών εδαφών στο Ελληνικό Βασίλειο. Ο όρος ανήκε στον ηπειρώτη πολιτικό Ιωάννη Κωλέττη (1773-1847), ευνοούμενο του Όθωνα.
Φεύγοντας από την Ελλάδα, ο Όθωνας πήγε στην αρχή στο Μόναχο και απ’ εκεί στη Βαμβέργη (Bamberg), όπου έζησε το υπόλοιπο διάστημα της ζωής του, που δεν ήταν και μεγάλο. Εκεί διατηρούσε μία μικρή Αυλή και ζούσε με τη νοσταλγία της Ελλάδας. Ενδιαφέρθηκε ιδιαίτερα για την Κρητική Επανάσταση και συνέδραμε το 1867 οικονομικά τους αγωνιστές με 200.000 χρυσά φράγκα. Τον ίδιο χρόνο αρρώστησε από ιλαρά και πέθανε ξαφνικά στις 26 Ιουλίου, σε ηλικία μόλις 52 ετών. Τάφηκε σύμφωνα με επιθυμία του με την ελληνική φουστανέλα στο ναό του Αγίου Καϊετάνου στο Μόναχο, όπου βρίσκεται ο τάφος του.
Για τον Όθωνα και την πολιτεία του διατυπωθήκαν πολλές κρίσεις από σύγχρονους και μεταγενέστερούς του. Ολοκληρωμένη εικόνα δίνει συνοπτικά δημοσιογράφος και διπλωμάτης Αναστάσιος Βυζάντιος (1839-1892) στο κείμενό του «Επί τη τελευτή του βασιλέως Όθωνος»:
Εάν ηθέλομεν δια μιας λέξεως να ορίσωμεν την φύσιν του πρώτου βασιλέως της Ελλάδος, θα ελέγομεν, ότι δεν ήτο ανήρ βασιλικός, κατά την γενικήν σημασίαν. Δεν είχε βασιλικήν την αντίληψιν, βασιλικήν την ενέργειαν, βασιλικάς τας γνώσεις, βασιλικάς τας ορέξεις, βασιλικήν τήν παρρησίαν, βασιλικόν τον θυμόν. Το ήμισυ του βίου αύτού διήρχετο σχεδιάζων και το έτερον ήμισυ απορών. Αι μεγάλαι γραμμαί των ζητημάτων αείποτε διελάνθανον αυτόν, εγκύπτοντα εις τά επεισόδια και τας παραφυάδας. Ενώ δεν ήξευρε να προλάβη το κακόν, επεδίωκεν αείποτε και εις μάτην το τέλειον καλόν.
Αγαθώτατος τήν πρόθεσιν, ειλικρινέστατος την αγάπην, Έλλην, ως ίσως ούχί πάντες οι Έλληνες, ηδίκησε πολλάκις και έβλαψε την Ελλάδα εκ του πολλού φίλτρου. Συλλήβδην ειπείν, ο βασιλεύς Όθων εστρείτο του όντως βασιλικού προτερήματος του βλέπειν ταχέως, ευκρινώς και πόρρω. Αλλ’ αντί των μειονεκτημάτων τούτων, πόσαι δευτερεύουσαι αρεταί περιεκόσμουν την καρδίαν του ατυχούς ηγεμόνος ! Φίλος της δικαιοσύνης, αμνησίκακος, πράος, άδολος, ελεήμων, εγκρατής. Δεν εξελάμβανε το βασιλεύειν ως επιτήδευμα βίου, αλλ’ ώς καθήκον ιερόν, εις ο έθυσίαζε και ανάπαυσιν και υγιείαν. Το μεγαλείον της Ελλάδος ήτο το διηνεκές αύτού όνειρον...