Άρθρα
Αργύρης Εφταλιώτης, είναι το φιλολογικό ψευδώνυμο του Έλληνα λογοτέχνη, ποιητή και πεζογράφου Κλεάνθη Μιχαηλίδη
Αργύρης Εφταλιώτης
Το «Αργύρης Εφταλιώτης» είναι το φιλολογικό ψευδώνυμο του Έλληνα λογοτέχνη, ποιητή και πεζογράφου Κλεάνθη Μιχαηλίδη (1 Ιουλίου 1849 – 25 Ιουλίου 1923).
Ο Μιχαηλίδης γεννήθηκε στην κωμόπολη Μήθυμνα Λέσβου, όπου και διδάχθηκε τα πρώτα γράμματα από τον πατέρα του, ο οποίος είχε ιδρύσει και διατηρούσε εκεί ιδιωτικό σχολείο. Το 1866 όμως ο πατέρας του πέθανε, οπότε τον διαδέχθηκε ο ίδιος σε ηλικία 17 ετών ως δάσκαλος στο σχολείο!
Αργότερα, ο Μιχαηλίδης πήγε να εργασθεί ως έμπορος, πρώτα στην Κωνσταντινούπολη, κοντά στον εκεί εγκατεστημένο θείο του Κέπετζη. Ο θείος του στη συνέχεια τον έστειλε στο Μάντσεστερ, όπου είχε υποκατάστημα του εμπορικού οίκου του. Στην πόλη αυτή, το εμπορικό δαιμόνιο του μελλοντικού λογοτέχνη τον ώθησε να ανοίξει δική του εμπορική επιχείρηση. Μη μπορώντας να ανταγωνισθεί τελικώς το μεγάλο κεφάλαιο, κατέληξε ως υπάλληλος στον οίκο των Ράλληδων.
Στο μεταξύ ο Εφταλιώτης είχε γνωρισθεί στο Μάντσεστερ με τον Αλέξανδρο Πάλλη, του οποίου οι θέσεις πάνω στο γλωσσικό ζήτημα κλόνισαν και επηρέασαν αποφασιστικά τις αρχικές δικές του ιδέες,την πνευματική του εξέλιξη καί τις πνευματικές του πεποιθήσεις από τον ακμαίο τότε λογιατιτισμό τον οποίο και πρέσβευε ο Πάλλης. Παντρεύτηκε με την Elisa Graham. Από το Μάντσεστερ, ο Εφταλιώτης μετατέθηκε στο κατάστημα του Λίβερπουλ, και έπειτα στη Βομβάη της Ινδίας, όπου ήδη είχε μετατεθεί ο Πάλλης. Εκεί έμεναν στο ίδιο σπίτι και μπορούσαν έτσι να ανταλλάσσουν συχνά απόψεις για τα πνευματικά και λογοτεχνικά θέματα που τους απασχολούσαν, ιδίως για το γλωσσικό. Στη Βομβάη έμαθαν για το γλωσσικό κίνημα του δημοτικισμού του Γιάννη Ψυχάρη, στο οποίο προσεχώρησαν με ενθουσιασμό για να αποτελέσουν τη μαχητική ηγεσία του μαζί με τον Ψυχάρη. Η πίστη του Εφταλιώτη στον δημοτικισμό ενέπνευσε όλα σχεδόν τα κείμενά του.
Η πρώτη εμφάνιση του Εφταλιώτη στα γράμματα σημειώνεται με τη συμμετοχή του στον «Φιλαδέλφειο Διαγωνισμό» του 1889, όπου η ποιητική συλλογή του «Τραγούδια του ξενητεμένου» βραβεύθηκε και απέσπασε τον έπαινο της κριτικής επιτροπής αφού το πρώτο βραβείο το κέρδισε ό Κωστής Παλαμάς με το ποίημα «Ύμνος είς την Αθηνάν». Τα λυρικά ποιήματα αυτής της συλλογής είναι διαποτισμένα με έντονη νοσταλγία της πατρικής γης και με τη λαϊκή παράδοση. Το ψευδώνυμο άλλωστε του ποιητή είναι απόρροια της νοσταλγίας του: Προέρχεται από την Εφταλού, παραθαλάσσια τοποθεσία και σήμερα οικισμό στις βορειότερες ακτές της Λέσβου (το όνομα προέρχεται από το «Ευθαλού» = ευ + θάλλω, δηλαδή «πρασινίζω καλά»). Μάλιστα στην Ευθαλού αγόρασε αργότερα, επηρεασμένος, ένα χτήμα για να ηρεμεί ο Ηλίας Βενέζης.
Ο Αργύρης Εφταλιώτης πέθανε στις 25 Ιουλίου του 1923, στην πόλη Αντίμπ (Antibes) της νότιας Γαλλίας, όπου είχε εγκατασταθεί αναζητώντας κατάλληλο κλίμα για την κλονισμένη υγεία του.
Καθώς φαίνεται από τις επιστολές του, διατήρησε ως το τέλος της ζωής του την έντονη ανάμνηση του νησιού του, που το επισκέφθηκε συνολικά 5 φορές μετά την εγκατάστασή του στο εξωτερικό.
Το έργο του
Ποίηση
Η ποίηση καλύπτει χρονικά μάλλον την περίοδο της νιότης του Εφταλιώτη, αφού μετά το 1890 συνέθεσε ελάχιστα ποιήματα. Το ποιητικό έργο του βρίσκεται κυρίως συγκεντρωμένο στη συλλογή «Παλιοί σκοποί» (1909), όπου είναι ενσωματωμένα και τα «Τραγούδια του ξενητεμένου». Πέρα από αυτή, υπάρχει το «Τραγούδι της Ζωής», που πρωτοκυκλοφόρησε σε γαλλική μετάφραση μετά τον θάνατό του από τον Μ. Βάλσα (1929), και τα επίσης μεταθανατίως δημοσιευμένα σονέτα «Αγάπης λόγια», τα οποία τύπωσε ο Γ. Βαλέτας.
Από τα ποιήματα του Εφταλιώτη ξεχωρίζουν εκείνα όπου ο λαϊκός τόνος μαζί με ένα πηγαίο λυρισμό δίνει μια ιδιαίτερη γοητεία όμως είναι το «Ό Καθρέφτης του πύργου» το 1891. Γραμματολογικώς, το ενδιαφέρον όλων παραμένει, αφού συνδέονται άμεσα με την περίοδο της ανόδου του δημοτικισμού.
Πεζογραφία
Το πεζό έργο του λογοτέχνη είναι πολύπλευρο. Αρχίζει χρονολογικά με τη συλλογή διηγημάτων «Νησιώτικες ιστορίες» (1894), με την οποία και εξασφάλισε μια θέση στη νεοελληνική διηγηματογραφία αμέσως μετά από εκείνη του Καρκαβίτσα. Στις ιστορίες του αυτές με το άφθονο ηθογραφικό υλικό ενυπάρχει η πνοή μιας γνήσιας ελληνικότητας, που δεν ξεπέφτει ποτέ στην κοινοτοπία και δεν καταφεύγει σε εύκολες λύσεις για να τραβήξει την προσοχή του αναγνώστη. Αξεπέραστος ανάμεσα στους ήρωές τους θεωρείται ο Μαρίνος Κοντάρας, του ομώνυμου διηγήματος. Το διήγημα αυτό μεταφράσθηκε και στη γαλλική γλώσσα από τον ελληνιστή γλωσσολόγο Ιμπέρ Περνό το 1901, ενώ το 1948 γυρίστηκε και σε ελληνική κινηματογραφική ταινία με πρωταγωνιστή τον Μάνο Κατράκη.
Αξιόλογο θεωρείται και το διήγημα «Μαζώχτρα» (1900), εμπνευσμένο από την Κρήτη και τις αλλεπάλληλες επαναστάσεις της τον 19ο αιώνα. Τα διηγήματα είναι η σημαντικότερη συνεισφορά του Εφταλιώτη στη νεοελληνική λογοτεχνία. Ωστόσο έγραψε και ένα μυθιστόρημα: το «Μανώλης ο Ντελμπεντέρης» το 1899, που δημοσιεύθηκε στον πρώτο τόμο των «Απάντων» του το 1952. Το μυθιστόρημα αυτό έχει τα χαρακτηριστικά ελαττώματα που δυσκολεύουν την ανάγνωση πολλών κειμένων της εποχής του: φόρτο περιγραφών, μακροπερίοδο λόγο, λεξιθηρία κάποτε. Σε αντιστάθμισμα, τα προσόντα του είναι η ειλικρίνεια των προθέσεων, τα πλούσια και ποικίλα στοιχεία από μια ανεκμετάλλευτη ως τότε από τη νεοελληνική πεζογραφία θεματική: τον απόδημο ελληνισμό, που τον γνώρισε και ο ίδιος με πολύχρονη προσωπική επαφή.
Για την ηθογραφική του δύναμη, ο Εφταλιώτης είχε συγκριθεί από τον Ψυχάρη με τον Ρώσο συγγραφέα Ιβάν Τουργκένιεφ. Πολλά από τα διηγήματα του Μυτιληνιού λογοτέχνη έχουν δημοσιευθεί στο λογοτεχνικό περιοδικό «Εστία» και είχαν μεταφρασθεί στα αγγλικά, τα γαλλικά, τα γερμανικά και τα ισπανικά ήδη στα μέσα του εικοστού αιώνα.
Υπόλοιπο πρωτότυπο έργο
Ο Εφταλιώτης συνέγραψε τις «Φυλλάδες του Γεροδήμου» (1897) ως ένα ιστορικό ανάγνωσμα καί ένα είδος φρονηματιστικής πρόζας με την μορφή διηγημάτων που οι ομοϊδεάτες του το ονόμασαν «Βαγγέλιο» για παιδιά, αλλά η διάρθρωση και το περιεχόμενό τους τις καθιστά πιο προσιτές στους μεγάλους. Οι «Φυλλάδες» αυτές προαναγγέλλουν κατά κάποιο τρόπο το επόμενο έργο του, την «Ιστορία της Ρωμιοσύνης» (1901), με ευρύτερους στόχους και προοπτικές, που δεν ολοκληρώθηκε ποτέ. Ο Φώτος Πολίτης έγραψε για τον Εφταλιώτη: «Ποιητής δεν ήτο. Κατά βάθος ήτο πατριώτης αγνός. Ο αγών του υπήρξε κατ' εξοχήν κριτικός.». Ιστορικό του έργο, αλλά σε διαφορετικό κλίμα, είναι και το «Οι μεγάλοι μας Βυζαντινοί», που βρέθηκε στα ανέκδοτα γραπτά του. Σε αυτό παρουσιάζει με γλαφυρότητα τους μεγάλους σταθμούς της βυζαντινής ιστορίας τονίζοντας τις προσωπικότητες που την καταξίωσαν.Επίσης δημοσίευσε στον Νουμά λαικά παραμύθια
Ο Αργύρης Εφταλιώτης έγραψε και ένα θεατρικό έργο, τον «Βουρκόλακα» (1900), που πρωτοπαίχθηκε στη Βάρνα όταν υπήρχε εκεί ακμαίος ελληνισμός. Το έργο αντλεί από την πλούσια πηγή των δημοτικών τραγουδιών, ενώ αντανακλά με χαρακτηριστικό τρόπο και τις αισθητικές προτιμήσεις του συγγραφέα. Ο Εφταλιώτης ήταν θερμός υποστηρικτής της δημοτικής γλώσσας στην ποίηση,την οποία και χρησιμοποιούσε κατά κόρον, είχε έναν δυναμισμό και ταυτόχρονα διακρινόταν από ευγένεια και μετριοπάθεια στην χρήση ακραίων ιδιωματικών τύπων. Τα ποιήματά του τα χαρακτήριζε μια ποικιλία ρυθμών και λυγεράδα στον στίχο αφού θα ήταν καλύτερα έτσι αν δεν θεωρούσε χρέος του να τα γράψει έτσι ώστε να μην ξεχωρίζουν όπως ο ίδιος έλεγε από τα δημοτικά τραγούδια και τα έγραφε έτσι επειδή τα θεωρούσε πως ήταν το μοναδικό μέσο με το οποίο η Ελλάδα θα γνώριζε την εθνική της αναγέννηση θα ήταν ή δημοτική γλώσσα και ο φορέας της ή δημοτική παράδοση.
Επιλογή από τα έργα του Εφταλιώτη εκδόθηκε το 1921 υπό τον τίτλο «Εκλεχτές σελίδες».
Μεταφράσεις
Σημαντικό είναι και το μεταφραστικό έργο του Εφταλιώτη. Εκτός από τις μεταφράσεις ποιημάτων των Πέρσι Σέλλεϋ, Βύρωνα, Λονγκφέλοου κ.ά., απέδωσε στη νεοελληνική στίχους των Μυτιληνιών αρχαίων ποιητών Σαπφούς και Αλκαίου. Αλλά το απόγειο της μεταφραστικής του δουλειάς είναι η απόδοση της Οδύσσειας του Ομήρου κατά την περίοδο του Ά Παγκοσμίου πολέμου απογοητευμένος από τις ιστορικές εξελίξεις και εξαιτίας της κακής κατάστασης της υγείας του ως ένα είδος φυγής. Παρότι της αφιέρωσε πολλά χρόνια εντατικής εργασίας, δεν πρόφθασε να μεταφράσει τις τρεις τελευταίες ραψωδίες φτάνοντας μέχρι την ραψωδία φ. Αποτόλμησε να τον συμπληρώσει σε αυτό ο Ν. Ποριώτης. Η μετάφραση της Οδύσσειας από τον Εφταλιώτη, παρά τις ατέλειές της, θεωρείται η καλύτερη ίσως απόδοση του ομηρικού έπους στη δημοτική νεοελληνική γλώσσα. Ό Ψυχάρης είπε για τον Εφταλιώτη:’’Τα ρωμέικα συ μόνο τα γράφεις.Εμείς πού καί πού αρπάζουμε ένα ψίχουλο’’.
Μια αξιολόγηση
Το έργο του Αργύρη Εφταλιώτη προσέφερε συνολικά θετικά στη νεοελληνική λογοτεχνία, στα χρόνια που ζητούσε να βρει τον δρόμο της και να ξεφύγει από το αδιέξοδο που την είχε οδηγήσει ο λογιωτατισμός. Παρότι σήμερα δε χρησιμοποιούνται οι γλωσσικές ακρότητες της μαχητικής τριανδρίας του δημοτικισμού (Ψυχάρης-Πάλλης-Εφταλιώτης), κανένας δεν μπορεί να αρνηθεί την εντιμότητα των επιδιώξεών της. Ο Εφταλιώτης εργάσθηκε με αφοσίωση και συνέπεια για τη γλωσσική ενοποίηση του έθνους και προσέφερε και με τα αναμφισβήτητα λογοτεχνικά του προσόντα. Η ποίηση, η πεζογραφία του και η δημιουργική μεταφραστική του εργασία χάραξαν μία βαθύτατη τομή στη λογοτεχνία μας και βοήθησαν τους νεότερους να δουν καλύτερα τις επιτακτικές της ανάγκες. Στα ελληνικά γράμματα η θέση του είναι εξασφαλισμένη: Μία θέση κορυφαίου και καινοτόμου δημιουργού.
— Μανώλης Γιαλουράκης
Δημήτρης Κιτσίκης, Έλληνας ιστορικός, τουρκολόγος και διεθνολόγος καθηγητής του Πανεπιστημίου της Οττάβας στον Καναδά
Δημήτρης Κιτσίκης
Ο Δημήτρης Κιτσίκης είναι Έλληνας ιστορικός, τουρκολόγος και διεθνολόγος καθηγητής του Πανεπιστημίου της Οττάβας στον Καναδά από το 1970, μέλος της Καναδικής Ακαδημίας (Royal Society of Canada) από το 1999, με δημοσιευμένη (το 1963) διδακτορική διατριβή του 1962 από τη Σορβόννη των Παρισίων. (γεν. στην Αθήνα, 2 Ιουνίου 1935)
Ο Χ.Ράπτης τον θεωρεί έναν από τους "τρεις μεγάλους της παγκόσμιας γεωπολιτικής σκέψης: Καρλ Χαουσχόφερ, Χάλφορντ Μακίντερ, Δημήτρης Κιτσίκης.
Ο Δημήτρης Κιτσίκης είναι απόγονος γνωστής ελληνoρθoδόξου οικογενείας διανοουμένων και δημοσίων προσώπων, από τον 19ο αιώνα. Ο πατέρας του, Νίκος Κιτσίκης (1887-1978), γεννημένος στο Ναύπλιο, καθηγητής και πρύτανις του Εθνικού Μετσοβίου Πολυτεχνείου, κορυφαίος Έλληνας πολιτικός μηχανικός, ήταν επίσης γερουσιαστής και βουλευτής. Ο θείος του, Κωνσταντίνος Κιτσίκης (1893-1969), νεώτερος αδελφός του Νικολάου, αρχιτέκτων, ήταν και αυτός καθηγητής στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο. Ο παππούς του, Δημήτρης Κιτσίκης ο πρεσβύτερος (1850-1898), είχε εγκατασταθεί στην Αθήνα το 1865 από τη Λέσβο και είχε νυμφευθεί την Κασσάνδρα, αδελφή του βουλευτή Δημητρίου Χατσοπούλου, 1844-1913, από το Καρπενήσι.
Η μητέρα του, η φεμινίστρια και ελασίτισσα αγωνίστρια κατά της γερμανικής κατοχής, Μπεάτα Κιτσίκη, το γένος Πετυχάκη, καταγόταν από το Ηράκλειο, από πλούσια κρητική οικογένεια και Ελληνο-ιταλούς ορθοδόξους και καθολικούς ευγενείς από την Τεργέστη.
Ο πατέρας της, Εμμανουήλ Πετυχάκης, ήταν βιομήχανος στο Κάϊρο της Αιγύπτου και ο πατριός της, ο Αριστείδης Στεργιάδης ήταν ύπατος αρμοστής της Ελλάδας στη Σμύρνη το 1919-1922. Η δεύτερη γυναίκα του Δημήτρη, η Άντα (Αδαμαντία) το γένος Νικολάρου, είναι κόρη αγρότη από τον Μυστρά, και από την οποία απέκτησε δύο παιδιά, τον Άγι και την Κρανάη. Ο ίδιος είναι λάτρης της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Επίσης, είναι Γάλλος και Καναδός υπήκοος.
Κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου, στα δώδεκά του χρόνια, εστάλη εσωτερικός σε σχολείο της Γαλλίας, από τον διευθυντή του Γαλλικού Ινστιτούτου Οκτάβιο Μερλιέ, γιατί η μητέρα του, ως κομμουνίστρια, είχε καταδικαστεί σε θάνατο από στρατιωτικό δικαστήριο. Παρέμεινε στο Παρίσι για 23 χρόνια μαζί με τη Βρεταννίδα γυναίκα του, την Άννα Χάμπαρντ (Anne Hubbard), κόρη Άγγλου δικαστή στην αποικιακή Νιγηρία, την οποία νυμφεύτηκε το 1955 στη Σκωτία και με τα δύο πρώτα του παιδιά, την Τατιάνα και τον Νίκο. Κατά τον ίδιο, απολύθηκε από το γαλλικό πανεπιστήμιο λόγω της καθοριστικής συμμετοχής του ως μαοϊκού στην εξέγερση των Γάλλων φοιτητών του Μάη 1968. Από το 1958, ο Δημήτρης Κιτσίκης ταξίδευε στη Λαϊκή Κίνα όπου έγινε ενθουσιώδης Μαοϊκός. Κατόπιν προσκλήσεως του Πανεπιστημίου της Οττάβας, προβιβάστηκε σε associate professor και αργότερα σε τακτικό καθηγητή και το 1996 σε professor emeritus. Από το 1965 ζει και εργάζεται συνάμα στο Παρίσι, την Οττάβα και την Αθήνα.
Από την παιδική του ηλικία, ο Δημήτρης Κιτσίκης είχε μία έμμονη ιδέα. Ήθελε να συμφιλιώσει όχι μόνον τους Έλληνες με τους Τούρκους αλλά και να τους ενώσει σε μία ελληνοτουρκική συνομοσπονδία και να επανιδρύσει με τον τρόπο αυτό, υπό σύγχρονη μορφή, την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Ως ορθόδοξος χριστιανός, μελέτησε την τουρκική θρησκεία του μπεκτασισμού-αλεβισμού και επιδίωξε να στήσει γέφυρα με την Ορθοδοξία, για να σχηματιστεί μία βάση μελλοντικής ενώσεως Αγκύρας και Αθηνών.
Ο Κιτσίκης πιστεύει στη δυνατότητα συνεργασίας διαφόρων θρησκειών, όπως τα μιλλέτια στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, και γι’ αυτό συνεργάστηκε στενά με τους σιΐτες του Ιράν, τους εβραίους του Ισραήλ και τους βαϊσνάβους ινδουϊστές της Ινδίας. Αν και μέλος της επίσημης Ορθόδοξης Εκκλησίας της Ελλάδας, πάντοτε συμπαθούσε το κίνημα των Παλαιοημερολογιτών, οι οπαδοί του οποίου απορρίπτουν τη χρήση του νέου ημερολογίου. Όπως η Ορθοδοξία επικράτησε κατά της Εικονομαχίας τον 9ο αιώνα, επαναφέροντας τη χρήση της εικόνας στη χριστιανική λατρεία, μένει πεπεισμένος πως το Παλαιό Ημερολόγιο θα επανέλθη στις ορθόδοξες εκκλησίες, οι οποίες από τις αρχές του 20ου αιώνα το έχουν απορρίψει.
Από το 1970, δίδαξε στα πανεπιστήμια της Δύσης την ιστορία της Κίνας και της Τουρκίας, πολιτικές ιδεολογίες και γεωπολιτική. Τά βιβλία του έχουν μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες και έχουν δημοσιευτεί για το πρόσωπό του και το έργο του άρθρα στα κινεζικά, στα τουρκικά, στις βαλκανικές γλώσσες, τα γερμανικά, τα γαλλικά, τα αγγλικά, τα ισπανικά, τα πορτογαλικά καί τα ρωσικά. Δίδαξε επίσης στα πανεπιστήμια του Μπογάζιτσι (Boğaziçi) στην Κωνσταντινούπολη, του Μπιλκέντ στην Άγκυρα και Γκεντίζ στην Σμύρνη, όπου έγινε ένας από τους στενοτέρους φίλους και συμβούλους του προέδρου της Τουρκικής Δημοκρατίας, τον Τουργκούτ Οζάλ. Στην Ελλάδα, υπήρξε εντεταλμένος ερευνών στο Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών και δίδαξε στο Κολλέγιο Deree, στην Αθήνα.
Ως δημόσιο πρόσωπο στην Ελλάδα, υπήρξε στενός φίλος και σύμβουλος του Κωνσταντίνου Καραμανλή του πρεσβυτέρου, στις δεκαετίες του 1960 και του 1970. Συμβάλλει τακτικά με άρθρα σε ελληνικά περιοδικά, και από το 1996 εκδίδει στην Αθήνα το τριμηνιαίο περιοδικό γεωπολιτικής, Ενδιάμεση Περιοχή, από το όνομα του πολιτισμικού μοντέλου που ο ίδιος επενόησε.
Η «Βιβλιοθήκη και Αρχείο Νίκου Κιτσίκη», του πατέρα του, στεγάζεται στο σπίτι του Αριστείδη Στεργιάδη (1861-1949), στο Ηράκλειο της Κρήτης. Η προτομή του Νίκου Κιτσίκη, δεσπόζει στην είσοδο του λιμανιού του Ηρακλείου, το οποίο ως πολιτικός μηχανικός είχε διαμορφώσει το 1920. Επίσης, ο Δημήτρης Κιτσίκης ο νεότερος, τιμήθηκε το 2008, με την ίδρυση και χρηματοδότηση από τον δήμο Ζωγράφου, Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου και Βιβλιοθήκης "Ίδρυμα Δημήτρη Κιτσίκη".
Φιλοσοφία, σκέψη και επιτεύξεις
Από τη δεκαετία του 1960, ο Δημήτρης Κιτσίκης είναι ο αναγνωρισμένος θεωρητικός, πρώτα στην Ελλάδα και μετά στην Τουρκία, της ιδέας της ελληνοτουρκικής συνομοσπονδίας, την οποία προώθησε επηρεάζοντας ηγέτες, πολιτικούς, δημοσιογράφους, καλλιτέχνες και διανοουμένους και στις δύο χώρες.
Τα βιβλία του στα τουρκικά είχαν μεγάλη επιτυχία στην γείτονα χώρα και εξυμνήθηκαν από τον ίδιο τον πρωθυπουργό της Τουρκίας, Μεσούτ Γιλμάζ. Κράτησε στενές επαφές με τον Κωνσταντίνο Καραμανλή τον πρεσβύτερο και τον Τουργκούτ Οζάλ,
Τα βιβλία του προκάλεσαν μία από τις μεγαλύτερες θύελλες της ελληνικής ιστοριογραφίας. Συζητήθηκαν με επερώτηση ακόμα και στην ελληνική Βουλή.
Στα βιβλία του αμφισβητούνται οι καθιερωμένες ιδέες περί ελληνικής δουλείας επί Τουρκοκρατίας, καθώς και μία σειρά στερεοτύπων που διδάσκονταν στα ελληνικά σχολεία και στα πανεπιστήμια, όπως η ιστορία του «κρυφού σχολειού». Αλλά παρά του ότι ο πατέρας του, Νίκος Κιτσίκης, υπήρξε κοινοβουλευτικός άνδρας της Αριστεράς, ο Δημήτρης Κιτσίκης έχει μία απέχθεια προς τον κοινοβουλευτισμό, τον οποίον θεωρεί τελείως ξένο προς το ελληνικό λαοκρατικό πρότυπο.
Στη Γαλλία, κατά τη μαρτυρία των Ρενουβέν (Pierre Renouvin) και Ντιροζέλ (Jean-Baptiste Duroselle), υπήρξε ο θεμελιωτής, στην Ιστορία των Διεθνών Σχέσεων, του κλάδου της προπαγάνδας και των πιέσεων, ως κρατικού όπλου εξωτερικής πολιτικής. Επίσης, μελέτησε τον ρόλο της τεχνοκρατίας στη διεθνή πολιτική.
Θεωρεί πως ανέκαθεν η θρησκεία απετέλεσε ουσιώδες στοιχείο της διεθνούς πολιτικής και γι' αυτό επεδίωξε με συνέδρια και αλλά μέσα να προωθήσει τη συνεργασία μεταξύ των τεσσάρων μεγάλων θρησκειών του ιουδαϊσμού, του χριστιανισμού, του ισλάμ και του ινδουϊσμού.
Οργάνωσε διάλογο της Ορθοδοξίας με τους Σιίτες του Ιράν, τους ινδουϊστές της Ινδίας και έχει συνεργαστεί με τους Εβραίους του Ισραήλ και τους φονταμενταλιστές καθολικούς του Κεμπέκ, όπου με πρώην φοιτητές του εξέδωσε στα γαλλικά ένα τριμηνιαίο περιοδικό με τίτλο Ακιλά (Aquila, δηλαδή αετός) με τον δικέφαλο στο εξώφυλλο, με στόχο την προώθηση στούς καθολικούς κύκλους του Κεμπέκ (Québec) της βυζαντινής αυτοκρατορικής ιδέας. Παντού και πάντοτε η άποψη περί «πλανητικού ελληνισμού» είναι παρούσα στο έργο του και στη διδασκαλία του.
Δημιούργησε ένα μοντέλο για τη συστηματική μελέτη των τριών πολιτικών ιδεολογιών του φιλελευθερισμού, του φασισμού και του κομμουνισμού και συνέγραψε πολλές μελέτες για την ιστορία της Κίνας. Ίδρυσε δε τον κλάδο της φωτοϊστορίας. Είναι αναγνωρισμένος ποιητής με έξι ποιητικές συλλογές που έχουν δημοσιευτεί στις Εκδόσεις Pierre Jean Oswald, Naaman, Κέδρος, Εστία και Ακρίτας. Το 1991 έλαβε το πρώτο βραβείο ποίησης Αμπντί Ιπεκτσί (Abdi İpekçi), Τούρκος δημοσιογράφος που δολοφονήθηκε από τρομοκράτες. Μερικά από τα βιβλία του ποιημάτων, ήτοι Omphalos (1977), l’Orocc dans l’âge de Kali (1985), και le Paradis perdu sur les barricades (1989-1993) ανθολογήθηκαν μεταξύ 32 ποιητών του Καναδά στο βιβλίο των H. Bouraoui et J. Flamand. Το ποιητικό του έργο συμπεριελήφθη στο Dictionnaire des citations littéraires de l’Ontario français, depuis 1960, που εξέδωσαν οι M. et P. Karch, το 1996, εκδόσεις L’Interligne, στην Οττάβα. Η ποίησή του χρησιμοποιήθηκε επίσης στα βιβλία της Ελληνίδας ζωγράφου Γεωργίας Καμπάνη (Georgette Kambani).
Ο Κιτσίκης θεωρεί την ελληνική γλώσσα ως τον ακρογωνιαίο λίθο του πλανητικού πολιτισμού και γι’ αυτό υποστηρίζει ότι είναι μεγάλη τιμή να μπορεί κανείς να γράφει στα ελληνικά. Νομίζει πως η ελληνική γλώσσα πρέπει να αφαιρεθεί από τα χέρια της στρατιάς των Ελλήνων φιλολόγων που την καταστρέφουν. Υπερασπίζεται την πολυτονική γραφή και την παραδοσιακή ορθογραφία ως και την ελευθερία να χρησιμοποιεί κανείς οιοδήποτε γλωσσικό ύφος επιθυμεί. Λάθος νοείται γι’ αυτόν, μόνον ό,τι δεν χρησιμοποιήθηκε στην ελληνική γλώσσα από την εποχή του Ομήρου μέχρι σήμερα.
Είναι ο επινοητής τεσσάρων εννοιών οι οποίες επιδιώκουν να θέσουν σε νέες βάσεις την ιστορία του ελληνοτουρκικού χώρου:
Ενδιάμεση Περιοχή πολιτισμού, η οποία επεκτείνεται από την Αδριατική θάλασσα μέχρι τον Ινδό ποταμό, μεταξύ της ευροαμερικανικής Δύσεως και της ινδοκινεζικής Ανατολής. Μία δημοσιευμένη γερμανική διδακτορική διατριβή πήρε ως θέμα τη θεωρία αυτή του Κιτσίκη, και η Καναδική Ακαδημία (Royal Society of Canada), αναγνωρίζοντας την πρωτοτυπία της θεωρίας αυτής, εξέλεξε τον Κιτσίκη τακτικό μέλος της, το 1999.
Ανατολική Παράταξη στην Ελλάδα σε αντίθεση με τη Δυτική Παράταξη, ως δίπολο.
Ελληνοτουρκισμός ως ιδεολογία και ως πολιτισμική πραγματικότητα για τα τελευταία χίλια χρόνια.
Μπεκτασική-αλεβηδική προέλευση της Οθωμανικής Δυναστείας, της οποίας ο εξισλαμισμός επεβλήθη από τους Ευρωπαίους μαζί με την εκκοσμίκευση και τη δυτικοποίησή της.
Το 2007 κυκλοφόρησε το βιβλίο του περί Κίνας. Είναι το μόνο βιβλίο σε οιαδήποτε γλώσσα που ασχολείται, όχι απλώς με την αρχαιότητα, αλλά με όλη την πορεία των δύο αυτών πολιτισμών μέχρι σήμερα. Η μελέτη επικεντρώνεται σε δύο μόνον έννοιες - α) στον πλανητικό ελληνοκινεζικό πολιτισμό και β) στην πολιτική του έκφραση, επί δυόμισυ χιλιετίες, την οικουμενική αυτοκρατορία, ως ιδανικό οργανωτικό πρότυπο.
Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου (ΝΠΔΔ) "Ίδρυμα Δημήτρη Κιτσίκη"
Το προεδρικό διάταγμα υπ΄αριθμ. 129, που δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (ΦΕΚ), αρ. φύλλου 190, της 15ης Σεπτεμβρίου 2008, κατοχυρώνει επισήμως το Ίδρυμα Δημήτρη Κιτσίκη.
Μαντλέν ντε Σκυντερύ, ήταν γαλλιδα μυθιστοριογραφος και ήταν γνωστή με το ψευδώνυμο "Σαπφώ"
Μαντλέν ντε Σκυντερύ
Η Μαντλέν ντε Σκυντερύ, γνωστή ως Δεσποινίς ντε Σκυντερύ (Mademoiselle de Scudéry) ήταν Γαλλίδα μυθιστοριογράφος.(Madeleine de Scudéry, 15 Νοεμβρίου 1607 - 2 Ιουνίου 1701)
Πήρε εξαιρετική μόρφωση και το 1637 εγκαταστάθηκε στο Παρίσι με τον επίσης συγγραφέα αδελφό της Ζωρζ, με το όνομα του οποίου δημοσίευσε αρκετά έργα της. Έγινε δεκτή στον όμιλο του Hôtel de Rambouillet κι αργότερα άνοιξε δικό της σαλόνι, όπου δεχόταν κάθε Σάββατο («les samedis de Mlle de Scudéry» – τα Σάββατα της δεσποινίδος ντε Σκυντερύ) λογίους της εποχής.
Μέχρι το τέλος της ζωής της ήταν γνωστή με το ψευδώνυμο Σαπφώ.
Δεν παντρεύτηκε ποτέ και ζούσε με τον αδελφό της του οποίου επέζησε κατά τριάντα χρόνια.
Τα πρώτα της δεκάτομα μυθιστορήματα (κανένα δεν καταλάμβανε λιγότερους από τέσσερις τόμους) σημείωσαν εξαιρετική επιτυχία γιατί, εκτός των άλλων, τα μέλη της υψηλής παρισινής κοινωνίας ανακάλυπταν τους εαυτούς τους κάτω από τα εξωτικά ονόματα των ηρώων των έργων.
Σύντομα άρχισαν ν’ αλληλοπροσφωνούνται με τα ονόματα αυτά και να ερωτοτροπούν σύμφωνα με τα γραφόμενα της Σκυντερύ.
Στα έργα της υπάρχουν σελίδες που διακρίνονται για την λεπτότητα του αισθήματος και την ανάλυση των χαρακτήρων, αλλά σήμερα βέβαια «δέκα τόμοι είναι δέκα τόμοι, δηλαδή 15.000 σελίδες».
Θεωρήθηκε η λογιότερη γυναίκα της εποχής της και τα μυθιστορήματά της είχαν μεγάλη επιτυχία σε όλη την Ευρώπη.
Επέσυρε όμως την σάτιρα τουΜολιέρου στις κωμωδίες του Les Précieuses ridicules (1659) and Les Femmes savantes (Οι σοφές γυναίκες, 1672) .
Η Δεσποινίς ντε Σκυντερύ είναι η ηρωίδα της φερώνυμης αστυνομικής μορφής νουβέλλας του Ε.Τ.Α. Χόφμαν Das Fräulein von Scuderi (1819).
Επιλογή έργων
• Ibrahim ou l’Illustre Bassa (Ιμπαήμ ή Ο ένδοξος πασάς, 4 τόμοι, 1642)
• Artamène ou le Grand Cyrus (Αρταμένης ή ο Μέγας Κύρος, 10 τόμοι, 1649-1653)
• Clélie, histoire romaine (Κλέλια, ρωμαϊκή ιστορία, 10 τόμοι, 1654-1660)
• Almahide, ou l'esclave reine (Αλμαχίντ ή Η σκλάβα βασίλισσα, 8 τόμοι, 1661-3)
• Conversations sur divers sujets (Συζητήσεις πάνω σε διάφορα θέματα, 1642)
Τζόνι Βαϊσμίλερ, ήταν αμερικανός κολυμβητής, ένας από τους καλύτερους του κόσμου, που αργότερα ακολούθησε καριέρα ηθοποιού, με χαρακτηριστικότερο ρόλο τον Ταρζάν
Τζόνι Βαϊσμίλερ
Ο Τζόνι Βαϊσμίλερ ήταν αμερικανός κολυμβητής, ένας από τους καλύτερους του κόσμου στη δεκαετία του 1920, που αργότερα ακολούθησε καριέρα ηθοποιού. (αγγλ.: Johnny Weissmuller, 2 Ιουνίου 1904 - 20 Ιανουαρίου 1984)
Κέρδισε πέντε ολυμπιακά χρυσά μετάλλια και ένα χάλκινο. Κατέκτησε πενήντα δύο αμερικανικά εθνικά πρωταθλήματα και κατέρριψε εξήντα επτά παγκόσμια ρεκόρ.
Μετά από τη σταδιοδρομία του ως κολυμβητής, έγινε ηθοποιός στον ρόλο του Ταρζάν. Αν και πολλοί άλλοι ηθοποιοί έχουν επίσης υποδυθεί τον ρόλο αυτό, ο Βαϊσμίλερ είναι ο πιο γνωστός. Η χαρακτηριστική και διαπεραστική του κραυγή έχει μείνει στην ιστορία του κινηματογράφου.
Βιογραφία
Ο Βάϊσμίλλερ φέρει τα ονόματα Peter John Weissmüller, Johnny Weissmüller, Johnny Weissmuller και János Weißmüller, το όνομα με το οποίο γεννήθηκε στις 2 Ιουνίου του 1904 στο Szabadfalu της Ουγγαρίας. Η πατρίδα του ήταν στο Μπανάτ που τότε ανήκε στο βασίλειο της Ουγγαρίας που ήταν μέρος της Αυστροουγγαρίας, ενώ σήμερα είναι συνοικία της Τιμισοάρα της Ρουμανίας. Πέθανε στις 20 Ιανουαρίου του 1984 στο Ακαπούλκο του Μεξικού.
Η πατρίδα του είχε ως επί το πλείστον γερμανόφωνο πληθυσμό, τους λεγόμενους Σουάβους της Μπανατίας. Όταν ήταν σε ηλικία επτά μηνών οι γονείς του Πέτρους Βάϊσμίλλερ και Ελίζαμπετ Κέρς μετανάστευσαν στην Αμερική, φτάνοντας εκεί με το πλοίο στο Έλις Άιλαντ της Νέας Υόρκης στις 26 Ιανουαρίου του 1905. Αμέσως κατά την απόβαση τους άλλαξαν το όνομα και τό έκαναν αγγλικό. Έτσι ο μικρός ονομάστηκε Πίτερ Τζων και ο πατέρας του Πίτερ Βάϊσμίλλερ. Ο Πατέρας του έπιασε δουλειά στα ανθρακορυχεία του Γουίντμπερ μιας περιοχής του Σόμερσετ στην Πενσιλβανία. Εδώ γεννήθηκε και ο μικρός αδελφός του, ο Πίτερ Βάϊσμίλλερ Τζούνιορ στις 3 Σεπτεμβρίου του 1905.
Μετά από λίγα χρόνια παραμονής, μετακόμισαν όλοι μαζί στο Σικάγο όπου βρέθηκαν κοντά στους παλιούς συμπατριώτες τους. Ο Τζόνι που του άρεσε να τραγουδάει γιόντελ (γερμ. Jodel) έλαβε μέρος σε πολλούς διαγωνισμούς και άρχισε να χρησιμοποιεί αυτό που αργότερα έγινε η παγκόσμια γνωστή χαρακτηριστική φωνή τους Ταρζάν. Ο πατέρας του που στο μεταξύ είχε ανοίξει ένα μπαράκι και δούλευε και σε μια βιομηχανία ζυθοποιίας είχε γίνει κακός οικογενειάρχης επειδή καταδυνάστευε και έδερνε την οικογένειά του, και τελικά τους εγκατέλειψε.
Ο Τζόνι σταμάτησε το σχολείο από τα 12, έκανε δουλειές του ποδαριού και κατά διαστήματα δεν είχε σπίτι. Η υγεία του ήταν τόσο άσχημη, που οι γιατροί τον είχανε ξεγράψει. Ο Τζόνι αποφάσισε να ακούσει τι του είπε ένας γιατρός και άρχισε κολύμβηση, την οποία έκανε με πάθος και είχε αμέσως εξαιρετική απόδοση.
Η απόδοσή του στα σπορ
Σε ηλικία 17 χρονών έγινε για πρώτη φορά πρωταθλητής Αμερικής στις 50 yards κρόουλ. Τον ίδιο χρόνο έκανε παγκόσμιο ρεκόρ με 1:27,4 πρώτα λεπτά στα 150 yards κρόουλ. Ήταν ο καλύτερος κολυμβητής της εποχής του και ο πρώτος που κολύμπησε σε λιγότερο από ένα λεπτό τα 100 μέτρα, στις 9 Ιουλίου του 1922 στην Αλαμέντα της Καλιφόρνιας με 58,6 δευτερόλεπτα ακριβώς. Τη δεκαετία του 1920 έκανε δημοφιλές ένα δικό του στιλ κολύμβησης, το λεγόμενο „Αμερικάνικο Κρόουλ“.
Πήρε μέρος στην Ολυμπιάδα του 1924 και έλαβε τρία χρυσά μετάλλια (100 και 400 m κρόουλ, 4×200 m σκυτάλη κρόουλ) και στην Ολυμπιάδα του 1928 άλλα δύο (100 m κρόουλ και 4×200 m σκυτάλη κρόουλ). Επίσης έλαβε το χάλκινο μετάλλιο του 1924 στην υδατοσφαίριση.
Ο Βάϊσμίλλερ κατέρριψε πλήθος παγκοσμίων ρεκόρ, των οποίον ο πραγματικός αριθμός δεν είναι γνωστός. Επίσημα είναι τουλάχιστον συνολικά 51 παγκόσμια ρεκόρ, ενώ άλλοι του αποδίδουν μέχρι και 67 παγκόσμια ρεκόρ, στα οποίο όμως ο Βάϊσμίλλερ από αμέλεια ξέχασε να κάνει επίσημη καταγραφή.
Φιλμογραφία
Δρόμοι προς τη Δύναμη και την Ομορφιά (1925)
Glorifying the American Girl (1929) (Paramount) ... Adonis
Crystal Champions (1929)(Paramount) ... Himself
Tarzan the Ape Man (1932) (MGM) ... Tarzan
Tarzan and His Mate (1934) (MGM) ... Tarzan
Tarzan Escapes (1936) (MGM) ... Tarzan
Tarzan Finds a Son! (1939) (MGM) ... Tarzan
Tarzan's Secret Treasure (1941) (MGM) ... Tarzan
Tarzan's New York Adventure (1942) (MGM) ... Tarzan
Tarzan Triumphs (1943) (RKO Pathé) ... Tarzan
Tarzan's Desert Mystery (1943) (RKO Pathé) ... Tarzan
Stage Door Canteen (1943) (United Artists) ... Himself
Tarzan and the Amazons (1945) (RKO Pathé) ... Tarzan
Swamp Fire (1946) (Paramount) ... Johnny Duval
Tarzan and the Leopard Woman (1946) (RKO Pathé) ... Tarzan
Tarzan and the Huntress (1947) (RKO Pathé) ... Tarzan
Tarzan and the Mermaids (1948) (RKO Pathé) ... Tarzan
Jungle Jim (1948) (Columbia) ... Jungle Jim
The Lost Tribe (1949) (Columbia) ... Jungle Jim
Mark of the Gorilla (1950) (Columbia) ... Jungle Jim
Captive Girl (1950) (Columbia) ... Jungle Jim
Pypmy Island (1950) (Columbia) ... Jungle Jim
Fury of the Congo (1951) (Columbia) ... Jungle Jim
Jungle Manhunt (1951) (Columbia) ... Jungle Jim
Jungle Jim in the Forbidden Land (1952) (Columbia) ... Jungle Jim
Voodoo Tiger (1952) (Columbia) ... Jungle Jim
Savage Mutiny (1953) (Columbia) ... Jungle Jim
Valley of Head Hunters (1953) (Columbia) ... Jungle Jim
Killer Ape (1953) (Columbia) ... Jungle Jim
Jungle Man-Eaters (1954) (Columbia) ... Jungle Jim
Cannibal Attack (1954) (Columbia) ... Himself
Jungle Moon Men (1955) (Columbia) ... Himself
Devil Goddess (1955) (Columbia) ... Himself
The Phynx (1970) (Warner Bros.) ... Cameo
Won Ton Ton, the Dog Who Saved Hollywood (1976) (Paramount) ... Crewman
Η ιδιωτική του ζωή
Ο Βάϊσμίλλερ παντρέυτηκε πέντε φορές, την Πόντι Αρνστ, την Λούπη Βέλεζ, την Πέριλ Σκοτ, την Άλεν Γκέιτ (αργότερα McCleland) και την Μέρι Μπέιμον. Έκανε τρία παιδιά με την τρίτη γυναίκα του: τους Τζόνι Βαϊσμίλερ Τζούνιορ την Χάιντι Ελίζαμπεθ Βαϊσμίλερ και την Γουέντι Αν Βαϊσμίλερ.
Την δεκαετία του 1970 νοσηλεύτηκε κάμποσες φορές από καρδιά, διάφορα κατάγματα στα πόδια και την μέση, και από εγκεφαλικό. Αργότερα μπήκε και σε ένα γηροκομείο όπου όμως τον διώξανε, γιατί επαναλάμβανε συνέχεια την κραυγή του Ταρζάν.
Πέθανε το 1984 μετά από πολλαπλό εγκεφαλικό, στο Ακαπούλκο του Μεξικού.
Στον τάφο του είναι χαραγμένες μόνο τρεις λέξεις: Johnny Weissmuller, Tarzan.
Τζουζέπε Γκαριμπάλντι, ήταν σημαντική στρατιωτική και πολιτική φυσιογνωμία της Ιταλίας, καθώς και ήρωας του Ιταλικού πολέμου της Ανεξαρτησίας
Τζουζέπε Γκαριμπάλντι
Ο Τζουζέπε Γκαριμπάλντι ήταν σημαντική στρατιωτική και πολιτική φυσιογνωμία της Ιταλίας, καθώς και ήρωας του Ιταλικού πολέμου της Ανεξαρτησίας. (παλαιότερα και Ιωσήφ Γαριβάλδης, ιταλ. Giuseppe Garibaldi, 4 Ιουλίου 1807 - 2 Ιουνίου 1882)
Συμμετείχε επίσης στον Εμφύλιο Πόλεμο της Ουρουγουάης στο πλευρό του Κόμματος Κολοράντο, το οποίο και επικράτησε. Έχει λάβει το προσωνύμιο του "Ήρωα των Δύο Κόσμων" για τη συμμετοχή του στους δύο αυτούς πολέμους, ενώ για τους Ιταλούς θεωρείται εθνικός ήρωας.
Ο Τζουζέπε Γκαριμπάλντι γεννήθηκε στις 4 Ιουλίου 1807 στη Νίκαια της Γαλλίας. Από νεαρή σχετικά ηλικία συμμετείχε στην οργάνωση του επαναστάτη Τζουζέπε Ματσίνι "Νέα Ιταλία", που είχε ως απώτερο σκοπό την ένωση της Ιταλίας. Αργότερα, συνάντησε τον Ματσίνι στη Γενεύη, ενώ ύστερα, εντάχθηκε στο κόμμα των Καρμπονάρι. Τον Φεβρουάριο του 1834, συμμετείχε μαζί με τους Καρμπονάρι σε μια αποτυχημένη επανάσταση στο Πεδεμόντιο. Ο Γκαριμπάλντι ταξίδεψε αρχικά στην Τυνησία, ενώ αργότερα ταξίδεψε στη Βραζιλία, όπου συμμετείχε στον αγώνα για ανεξαρτησία της επαρχίας Ρίο Γκράντε ντο Σουλ. Εκεί γνώρισε την Άννα Ριμπέιρο ντα Σίλβα, την οποία και παντρεύτηκε το 1842. Το 1841, το ζευγάρι μετακόμισε στο Μοντεβιδέο της Ουρουγουάης, όπου και παντρεύτηκαν εκεί, ενώ απέκτησαν και τέσσερα παιδιά. Εκεί, συμμετείχε στον εμφύλιο πόλεμο της Ουρουγουάης με το κόμμα των Κολοράντο, οι οποίου και νίκησαν.
Με την εκλογή του Πάπα Πίου Θ΄, η οποία προκάλεσε αίσθημα εθνικής υπερηφάνειας στους Ιταλούς πατριώτες, ο οποίος και έχρισε τον Γκαριμπάλντι ως νούντσιο στο Ρίο ντε Τζανέιρο, και με το ξέσπασμα επανάστασης στο Παλέρμο το 1848, ο Γκαριμπάλντι αναχώρησε για την Ιταλία. Αν και ο πρώτος πόλεμος για την Ανεξαρτησία απέναντι στην Αυστριακή Αυτοκρατορία ήταν ανεπιτυχής, ο δεύτερος πόλεμος στέφθηκε με επιτυχία και προκάλεσε την δημιουργία του Βασιλείου της Ιταλίας. Στον δεύτερο πόλεμο της Ανεξαρτησίας, ο Τζουζέπε Γκαριμπάλντι συμμετείχε με τους Καρμπονάρι αλλά και με το εθελοντικό σώμα που δημιούργησε, γνωστό ως "Κυνηγοί των Άλπεων", με το οποίο και νίκησε τους Αυστριακούς στο Βαρέζε και στο Κόμο.
Σε συνάντησή του το 1860 με τον βασιλιά Βιττόριο Εμμανουέλε Β', ο Γκαριμπάλντι τον αναγνώρισε ως βασιλιά.
Ο Γκαριμπάλντι διετέλεσε επίσης βουλευτής στο Ιταλικό Κοινοβούλιο.
Ο Τζουζέπε Γκαριμπάλντι πέθανε στις 2 Ιουνίου 1882 στο νησί Καπρέρα, κοντά στη Σαρδηνία, σε ηλικία 74 ετών.